Η έναρξη έγινε το απόγευμα της Παρασκευής 16/10, όπου παραβρέθηκαν πάνω από 300 άτομα. Μετά τους χαιρετισμούς και την έναρξη του συνεδρίου από τον πρόεδρο της Ένωσης, κ. Χριστόφορο Αργυρόπουλο, η πρώτη εισήγηση έγινε από τον καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κ. Αδάμ Παπαδαμάκη, ο οποίος αναφέρθηκε σε δικονομικές μεταρρυθμίσεις στο πέρασμα των χρόνων που οδήγησαν στη σημερινή ετερόκλητη μορφή που έχει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Ανάμεσά τους σημείωσε κυρίως τις μεταβολές στον καθορισμό της αρμοδιότητας και την απώθηση του «λαϊκού στοιχείου» των ενόρκων (καθώς πολλά σημαντικά αδικήματα όπως αυτό του 187ΠΚ υπάγονται πια στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου και όχι του Μικτού Ορκωτού), την αλόγιστη σύντμηση της προδικασίας είτε με την απευθείας παραπομπή κατηγορουμένων στο ακροατήριο (όπως με τον νόμο 3074/2002) είτε με παραπομπή μέσω αμετάκλητου βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, την υπερτροφία της πολιτικής αγωγής (καθώς δίνεται η δυνατότητα παράστασης και σε φορείς που δεν έχουν πληγεί) και τέλος τους ετερόκλητους τρόπους παραπομπής και στον χώρο των ενδίκων μέσων (εξαιτίας της εργαλειοποίησης της συνάφειας) και διάφορες ειδικές ρυθμίσεις που απαγορεύουν την ανασταλτική δύναμη των ενδίκων μέσων.
Τις παραπάνω σκέψεις για την αποσάθρωση της δικονομικής διαδικασίας συνέχισε και η ομιλία του κυρίου Αναστάσιου Τριανταφύλλου, δικηγόρου και Λέκτορα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ο οποίος μίλησε για την παραπομπή στο ακροατήριο με απευθείας κλήση χωρίς μάλιστα να επιτρέπεται προσφυγή κατ’ αυτής. Η πρόβλεψη αυτή υπάρχει για σειρά σημαντικών αδικημάτων όπως η διακεκριμένη κλοπή και ληστεία, η πειρατεία, ο εμπρησμός δασών, ο βιασμός, τα ναρκωτικά, η διατάραξη κοινής ειρήνης με αλλοιωμένα ή καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του δράστη και άλλα. Αν και ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει (απόφαση 980/1987) ότι ο συγκεκριμένος τρόπος παραπομπής δεν αντίκειται στο άρθρο 20 του Συντάγματος επικαλούμενος την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, η θεωρία έχει επικρίνει έντονα, τόνισε ο ομιλητής, αυτόν τον τρόπο παραπομπής καθώς στερεί από τους διαδίκους το δικαίωμα να ακουστούν πριν την παραπομπή τους σε δίκη και δημιουργεί άνιση αντιμετώπιση σε κάθε ποινική υπόθεση.
Το Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009 έλαβε χώρα η δεύτερη μέρα του συνεδρίου. Στο πρώτο μέρος της πρωινής συνεδρίας, προέδρευσε ο Αναπληρωτής Καθηγητής Ποινικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ηλίας Αναγνωστόπουλος. Ο πρώτος ομιλητής κ. Αθανάσιος Ζαχαριάδης, λέκτορας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, αναφέρθηκε στην παραπομπή στο ακροατήριο με αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που όπως τόνισε σήμερα αποτελεί «είδος προς εξαφάνιση» καθώς προκειμένου να επιτευχθεί η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας αναζητούνται τρόποι περιστολής της διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων. Τέλος επεσήμανε πως σήμερα περισσότερο από ποτέ εμφανίζεται αναγκαίος ο νομοθετικός επαναπροσδιορισμός ολόκληρης της ενδιάμεσης διαδικασίας με ορθολογικά κριτήρια ώστε και η ταχύτητα στη διαδικασία της ποινικής δικής θα υλοποιείται αλλά και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου δεν θα παραγκωνίζονται.
Στη συνέχεια το λόγο πήρε ο κ. Ανδρέας Ζύγουρας, τέως Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μιλώντας για την πολιτική αγωγή δυνάμει ειδικών διατάξεων νόμων και χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 63 ΚΠΔ. Ο κ. Ζύγουρας αναφέρθηκε σε μία τάση διευρύνσεως του κύκλου των δικαιουμένων σε παράσταση πολιτικής αγωγής προσώπων, με την επίκληση ειδικών ποινικών νόμων όπως ο Ν. 1650/86 για την προστασία του περιβάλλοντος, ο Ν. 2251/94 για την προστασία των καταναλωτών κ.α. Τόνισε πως η αναγνώριση της δυνατότητας παράστασης πολιτικής αγωγής σε ευρύ κύκλο προσώπων υποκρύπτει την υιοθέτηση ενός υποκατάστατου της «λαϊκής αγωγής» ή actio popularis που είναι τελείως ξένη προς το ελληνικό δικονομικό σύστημα και νοθεύει το ισχύον σύστημα πολιτικής αγωγής κατά το οποίο μόνο οι αμέσως ζημιωθέντες δύνανται να παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες.
Τελευταίος ομιλητής του πρώτου μέρους της πρωινής συνεδρίας, ο κ. Αλέξανδρος Δημάκης, Λέκτορας στη νομικής σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρουσίασε την εισήγησή του με θέμα: «Προβληματισμοί σχετικά με τις ειδικές ρυθμίσεις για την πολιτική αγωγή». Ο κ. Δημάκης παρουσίασε τη ρηξικέλευθη άποψή του σύμφωνα με την οποία πρέπει να καταργηθεί η εισαγωγή αστικών αξιώσεων στο ποινικό δικαστήριο και να αντικατασταθεί από ένα σύστημα παραστάσεως του παθόντος αποκλειστικά ποινικής μορφής. Έτσι πρότεινε την αμιγώς ποινική μορφή παράστασης του αδικηθέντος, ο οποίος θα παρίσταται στην ποινική δίκη μόνο για την υποστήριξη της κατηγορίας και ανέλυσε τα σημαντικά πλεονεκτήματα της ενώ δε δίστασε να τονίσει πως το σημερινό σύστημα δοκιμάστηκε και απέτυχε.
Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα και αφού ακολούθησαν καίριες παρεμβάσεις πάνω στις τοποθετήσεις της προηγούμενης συνεδρίας από τους Πολυχρόνη Τσιρίδη, Τάνια Διονυσοπούλου, Χριστόφορο Αργυρόπουλο και Θεμιστοκλή Σοφό που κυρίως ανέπτυξαν το κατά πόσο ο χαρακτήρας της πολιτικής αγωγής μπορεί να είναι αμιγώς ποινικός, το λόγο έλαβε ο κ. Φούσας, πρωην Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίο νομοθετεί η Βουλή, δίνοντας παραδείγματα από την πολυετή εμπειρία του και θέλοντας να τονίσει πως δεν είναι μόνο οι (παρα)δικονομικές ρυθμίσεις της ποινικής δικονομίας αλλά και άλλοι λόγοι που μπορεί να οδηγούν σε αδιέξοδο.
Ακολούθησαν απαντήσεις στις ανωτέρω παρεμβάσεις από τους ομιλητές της προηγούμενης συνεδρίας. Ο κ. Ανδρέας Ζύγουρας επανέλαβε πως χρειάζεται αναμόρφωση της ποινικής διαδικασίας και τόνισε πως αν θεωρήσουμε πως μπορεί να υπάρξει αμιγώς ποινική φύση της πολιτικής αγωγής, τότε ισχύει ο ανεπίτρεπτος θεσμός της ιδιωτικής κατηγορίας που ταυτόχρονα αποτελεί και κάτι τελείως ξένο για την ελληνική έννομη τάξη. Ο κ. Δημάκης του οποίου η ομιλία πράγματι «τάραξε τα νερά» και αποτέλεσε έναυσμα για σκέψεις, τοποθετήσεις και παρεμβάσεις επέμεινε πως η πολιτική αγωγή δεν θα πρέπει να εξαρτάται από αστικές παραμέτρους. Συγκεκριμένα τόνισε πως θα πρέπει να αποτελεί και την ικανοποίηση του συναισθήματος αδικίας, ικανή να οδηγήσει σε εμπέδωση της ειρήνης και σταθεροποίηση των κανόνων δικαίου και πρότεινε για άλλη μία φορά την νομιμοποίηση της πολιτικής αγωγής με αμιγώς ποινικό χαρακτήρα.
Στο δεύτερο μέρος της πρωινής συνεδρίας προέδρευσε ο Δικηγόρος κ. Βασίλειος Δημακόπουλος ενώ οι εισηγήσεις που ακολούθησαν είχαν ως κύριο θέμα τα φορολογικά αδικήματα και τα αδικήματα φοροδιαφυγής. Ο πρώτος ομιλητής κ. Θεόδωρος Παπακυριάκου, Λέκτορας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ανέπτυξε την εισήγηση του με θέμα «Προϋποθέσεις έναρξης της ποινικής δίωξης και αποδεικτική διαδικασία στα φορολογικά αδικήματα: Υποταγή της ποινικής δικαιοσύνης στο διοικητικό δίκαιο και τα όργανα εφαρμογής του;». Ο κ. Παπακυριάκου τόνισε πως η φορολογική και η ποινική διαδικασία συνιστούν δύο τελείως διαφορετικά μεγέθη και πως θα πρέπει να περιοριστεί η υφιστάμενη εξάρτηση της φορολογικής ποινικής δικαιοσύνης στο διοικητικό δίκαιο ενώ πρότεινε τη συγκρότηση ειδικών εισαγγελικών και δικαστικών αρχών για τη δίωξη και την εκδίκαση φορολογικών ή γενικά οικονομικών εγκλημάτων.
Ακολούθησε ο κ. Γεώργιος Δημήτραινας, λέκτορας στη νομική σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και ήδη Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ο οποίος αναφέρθηκε στις ειδικές δικονομικές ρυθμίσεις του Ν. 2523/1997 για τα αδικήματα φοροδιαφυγής, υπογράμμισε πως είναι αδιανόητο να δικάζονται από τα Μονομελή Πλημμελειοδικεία υποθέσεις με τέτοιες δυσκολίες και η παράσταση πολιτικής αγωγής από το Ελληνικό Δημόσιο, όταν δεν υφίσταται άμεσα ηθική βλάβη, θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί.
Η απογευματινή συνεδρίαση ξεκίνησε με προεδρεύοντα τον κ. Πολυχρόνη Τσιρίδη και βασικούς ομιλητές τους Δικηγόρους και Λέκτορες του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Νικόλαο Δημητράτο και κ. Ιωάννη Ανδρουλάκη. Ο πρώτος αναφέρθηκε στις ειδικές δικονομικές ρυθμίσεις που αφορούν στα χρηματιστηριακά αδικήματα, όπως αυτές προσδιορίζονται στον Ν. 3340/2005. Ο κ. Δημητράτος ανέλυσε τις νέες αυτές δικονομικές ρυθμίσεις αναφέροντας ότι η αρμοδιότητα για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης στα αδικήματα αυτά ανήκει στον Εισαγγελέα Εφετών, ότι πλέον η άσκηση ποινικής δίωξης γίνεται αυτεπαγγέλτως και όχι έπειτα από έγκληση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και ότι η καθ’ ύλην αρμοδιότητα ανήκει στα Τριμελή Πλημμελειοδικεία. Σημείωσε δε πως με αυτές τις ρυθμίσεις υποβαθμίζεται ο ρόλος του εισαγγελέως Πλημμελειοδικών, συντέμνεται η ποινική διαδικασία στα όρια σχεδόν της καταργήσεως σταδίων ενδιάμεσης διαδικασίας και χωρίς λόγο ουσιαστικά καταργείται ο δεύτερος βαθμός ελέγχου και εποπτείας. Εν συνεχεία ο κ. Ιωάννης Ανδρουλάκης ανέπτυξε το πλαίσιο των ειδικών δικονομικών ρυθμίσεων στα αδικήματα κατά του ελεύθερου ανταγωνισμού επισημαίνοντας την εξάρτηση της κίνησης ποινικών διώξεων από τις ενέργειες της Επιτροπής Ανταγωνισμού και τις επάλληλες αρμοδιότητες αφενός των οργάνων απονομής ποινικής δικαιοσύνης και αφετέρου των εθνικών και κοινοτικών αρχών ανταγωνισμού. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στο νέο Ν. 3784/2009 που ισχύει από τις 7 Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους και δημιουργεί προσδοκίες για έναν αυξημένο ρόλο του ποινικού δικαίου ως μέσου προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Στο τέλος των εισηγήσεων ακολούθησαν παρεμβάσεις και ερωτήσεις πάνω στα άκρως ενδιαφέροντα ζητήματα που ανέπτυξαν οι ομιλητές και έπειτα από ένα σύντομο διάλειμμα το ενδιαφέρον όλων επικεντρώθηκε στη Στρογγυλή Τράπεζα υπό την προεδρία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Ιωάννη Τέντε, που ως κύριο θέμα είχε: « Ειδικές ρυθμίσεις ή συνολική αναθεώρηση;». Πρώτος ομιλητής της στρογγυλής τράπεζας ο κ. Θεοχάρης Δαλακούρας, καθηγητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, μίλησε για την ανάγκη ενιαίων διαδικασιών και συνολικών ρυθμίσεων. Όσον αφορά στα επιμέρους ζητήματα που είχαν τεθεί στο συνέδριο, αναφέρθηκε στο ζήτημα διεύρυνσης της πολιτικής αγωγής μέσω του Γαλλικού Δικαίου και πρότεινε την εξειδίκευση ανακριτών και εισαγγελέων.
Εν συνεχεία ο Αναπληρωτής Καθηγητής του Ποινικού Δικαίου στη Νομική σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου κ. Ιωάννης Γιαννίδης εξ αρχής είπε πως οι λέξεις επιτάχυνση και αποποινικοποίηση «του φέρνουν αλλεργία» καθώς πάντα οδηγούν σε αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκουν. Τόνισε πως η πολυπλοκότητα ενός συστήματος δεν είναι κατ’ ανάγκη η πιο αξιόπιστη λύση αλλά ένδειξη πρωτόγονων συστημάτων όταν δεν έχει εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στη δικαιοσύνη. Καταλήγοντας επεσήμανε πως το σύστημά μας δεν μπορεί να ανταποκριθεί, χρειάζεται ενίσχυση της αξιοπιστίας και έχει απόλυτη ανάγκη από σύγχρονους τρόπους αντιμετώπισης των δυσχερειών.
Έπειτα το λόγο πήρε ο Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων κ. Παναγιώτης Κάζης ο οποίος εξέφρασε την αγωνία να ενταχθούν οι παραδικονομικές παραφυάδες σε ένα σύστημα για να ξαναβρεθούν οι αρχές που διέπουν τη δίκαιη δίκη. Ο κ. Κάζης δε δίστασε να πει πως το δίλλημα εκσυγχρονισμός ή αποσάθρωση της ποινικής δικαιοσύνης είναι ένα ψευδοδίλλημα καθώς οι δικονομικές παρεμβάσεις δεν οδήγησαν σε κανέναν εκσυγχρονισμό ενώ πρότεινε λύσεις ενδοσυστημικής ερμηνείας.
Τελευταίος ομιλητής της Στρογγυλής Τραπέζης, ο κ. Παναγιώτης Βασιλακόπουλος αναφέρθηκε αρχικά στον Νομοθέτη ο οποίος με την καταστολή νομίζει πως θα λύσει προβλήματα που δημιουργούνται από ρυθμίσεις βάσεως. «Ο φόβος φυλάει τα έρημα», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Βασιλακόπουλος και συνεχίζοντας επεσήμανε πως τα οικονομικά εγκλήματα δημιουργούνται από εκμετάλλευση των κενών της δικαιοσύνης. Εν συνεχεία αναφέρθηκε στο φαινόμενο κακουργηματοποίησης των πλημμελημάτων και στα εγκλήματα «κολαούζους» όπως το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης που όπως είπε «ντουμπλάρουν» τα περισσότερα κακουργήματα ενώ τόνισε και την ανάγκη κατάργησης του Ν.1608/50 περί καταχραστών του δημοσίου.