Mε ιδιαίτερη υπερηφάνεια το περιοδικό μας φιλοξενεί σε αυτό το τεύχος μία πολύ ενδιαφέρουσα και, θα προσθέταμε, αποκαλυπτική εισήγηση του κ. Θεόδωρου Λαφαζάνου, Επίτιμου Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, με αντικείμενο τους νομικούς ή άλλους παράγοντες που επιδρούν στη λήψη μιας δικαστικής απόφασης.
Ο κ. Λαφαζάνος υπηρέτησε με ευσυνειδησία και συνέπεια τη Δικαιοσύνη για σχεδόν 40 χρόνια και τα όσα καταθέτει εδώ αποτελούν το απόσταγμα μιας εξαιρετικά σημαντικής εμπειρίας. Σημειώνεται ότι η εισήγησή του παρουσιάσθηκε στο πλαίσιο Ημερίδας που διοργανώθηκε από το Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών και την Εταιρία Δικαστικών Μελετών την 2.7.2012 στην Αίθουσα Τελετών του Εφετείου Αθηνών, με κεντρικό θέμα: "Η Επιμέτρηση της Ποινής στη Δικαστική Πρακτική". Μία πρώτη μορφή της εισήγησης του κ. Λαφαζάνου είχε παρουσιασθεί και συζητηθεί σε επιστημονική εκδήλωση της Εταιρίας Δικαστικών Μελετών την 9.4.2009.
Νέστωρ Κουράκης
Καθηγητής Εγκληματολογίας - Σωφρονιστικής
Παράγοντες που επιδρούν στην δικαστική κρίση κατά την επιμέτρηση της ποινής
του Θεόδωρου Δ. Λαφαζάνου,
Επίτιμου Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου
Πριν από τρία χρόνια στην Εταιρεία Δικαστικών Μελετών παρουσίασα μία εισήγηση με θέμα «Τρόποι επηρεασμού της δικαστική κρίσης». Τώρα καλούμαι να αναφερθώ σε επιδράσεις που αναφέρονται στην επιμέτρηση της ποινής, δηλαδή σε ένα τομέα της δικαστικής κρίσης πολύ περιορισμένο, που ανάγεται στον ποινικό χώρο.
Η επιμέτρηση της ποινής ανέκαθεν απασχολούσε τους θεωρητικούς του ποινικού δικαίου, οι οποίοι εστιάζονται στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για κάθε ποινή που επιβάλλεται. Ο πρακτικός του δικαίου, δηλαδή ο δικαστικός λειτουργός, ελλείψει χρόνου, δεν ασχολείται ιδιαίτερα με την αιτιολογία, ώστε να είναι δυνατή η έρευνα των πάσης φύσεως παραγόντων, που οδηγούν στην κρίση του εκείνη, που συνιστά την επιμέτρηση.
Υπάρχει άραγε χρονικό στάδιο, επαρκές, για τη νοητική επεξεργασία που καταλήγει στην επιμέτρηση; Αναρωτιέμαι μόνο για τις περιπτώσεις μικρών ποινών που επιβάλλονται από μονομελές δικαστήριο. Υπάρχει χρόνος; Γίνεται προσπάθεια; Ή μήπως με την απαγγελία της ενοχής σχηματίζεται αυτόματα και η κρίση μιας πιθανής ποινής, η οποία οριστικοποιείται, αφού ακουστούν οι παράγοντες της δίκης;
Στα άλλα δικαστήρια γίνεται διάσκεψη σύντομη ή παρατεταμένη και αποφασίζονται το είδος της ποινής και το ύψος της, μικρό ή μεγάλο, ενόψει των επί μέρους ειδικών συνθηκών, όπως ελαφρυντικών λευκού ή βεβαρημένου ποινικού μητρώου, υποτροπής, ηλικίας οικονομικής κατάστασης, υγείας κλπ.
Η δυσκολία του θέματος εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι πραγματικοί παράγοντες που επιδρούν στην επιμέτρηση της ποινής (όπως ίσως και στην κρίση για την ενοχή) δεν δημοσιοποιούνται. Παραμένουν, ως νοητική επεξεργασία, στον εσωτερικό κόσμο του δικαστικού λειτουργού. Δημοσιοποιούνται και ενίοτε αιτιολογούνται μόνο τα αναγκαία και όχι πάντοτε. Άλλοτε οι παράγοντες είναι συνειδητοί και άλλοτε επηρεάζονται από το υποσυνείδητο. Άλλοτε είναι αποτέλεσμα βαθειάς σκέψης και εσωτερικών συγκρούσεων. Άλλοτε επηρεάζονται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα κατά τη διάσκεψη, από το ακαθόριστο αίσθημα περί του δικαίου, από τη δυναμική του προεδρεύοντος ή από προσωπικές ιδεολογικές ή κοινωνικοπολιτικές πεποιθήσεις.
Θα έλεγα ότι οι παράγοντες που ερευνούμε είναι άπειροι αλλά για λόγους συστηματικούς θα τους διαχωρίσω σε εσωτερικούς και εξωτερικούς και θα προσπαθήσω, με βάση την όποια πείρα μου, να περιγράψω μερικούς.
Η πείρα μου μπορεί να οφείλεται στα 38,5 χρόνια της δικαστικής μου υπηρεσίας, αλλά είναι λίγο παρωχημένη. Το χάσμα του χρόνου και των γενεών δεν μου επιτρέπει να γνωρίζω πλήρως τον τρόπο σκέψεως των νέων δικαστών.
Συμβαίνει να απουσιάζω 7 χρόνια από τον Άρειο Πάγο, 14 από το εφετείο και 30 από το Πρωτοδικείο. Από τότε έχουν αλλάξει πολλά σε καταστάσεις και νοοτροπίες.
Επειδή όμως μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ελπίζω να είμαι αρκετά κατατοπιστικός. Σας βεβαιώνω ότι νοοτροπίες -εν μέρει κακές- που βρήκα όταν διορίστηκα το Γενάρη του 1967 δεν είχαν εξαλειφθεί τον Ιούνιο του 2005, που συνταξιοδοτήθηκα.
Ίσως υπάρχουν αλλαγές που δεν τις έχω αντιληφθεί γιαυτό ζητώ την επιείκεια ιδίως των νέων στην ηλικία ακροατών, αν τυχόν οι αντιλήψεις μου μοιάζουν ξεπερασμένες.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Αν υπάρξει επηρεασμός του δικαστικού λειτουργού από εξωτερικό παράγοντα, θα είναι περίπτωση άμεσου ή έμμεσου επηρεασμού, ηθικώς (και νομικώς) απαράδεκτου. Ο δικαστικός λειτουργός πρέπει να αποφασίζει κατά τη συνείδησή του και σύμφωνα με όσα του έχει προσφέρει η αποδεικτική διαδικασία.
Περίπτωση εξωτερικού επηρεασμού μπορεί να προέλθει κυρίως από παράγοντες της δίκης. Έξωθεν επηρεασμός, αν υπάρξει, θα αφορά στην ενοχή ή μη. Στους παράγοντες της δίκης περιλαμβάνω κυρίως τον προεδρεύοντα, ο οποίος ανάλογα με το δυναμισμό ή τις συνήθειές του μπορεί να επιβληθεί σε νεότερο δικαστή, εκμεταλλευόμενος είτε την απειρία του είτε την έλλειψη αντιστάσεως είτε την καλή του διάθεση να μη στενοχωρήσει τον ανώτερό του. Το τελευταίο το αναφέρω και με κάποια δόση χιούμορ, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι έχει συμβεί και θα ξανασυμβεί.
Άλλος παράγοντας είναι ο συνήγορος υπερασπίσεως, ο οποίος με κάθε τρόπο επιδιώκει την επιβολή μειωμένης ή πολύ μικρής ποινής και κάποτε την επιβολή εφέσιμης ποινής, έστω κι αν αυτό δεν εξυπηρετεί πάντοτε τον κατηγορούμενο. Υπήρξαν συνήγοροι που προσπαθούσαν να εκβιάσουν το δικαστή με άμεσες ή έμμεσες απειλές ένδικου μέσου, υποβολής αναφοράς ή μηνύσεως, προσφυγής σε ευρωπαϊκό δικαστήριο. Κανένας δεν μπορεί να αποκλείσει ότι θα υπήρξαν και περιπτώσεις που η υπεράσπιση πέτυχε έτσι το σκοπό τους.
Λέγεται συχνά από τους πολίτες ότι πολύ επηρεάζουν οι λεγόμενοι «μεγαλοδικηγόροι» ή «μεγαλόσχημοι δικηγόροι». Ο προσδιορισμός «μεγάλος» ποικίλλει και αναφέρεται είτε στις μεγάλες γνώσεις, είτε στις μεγάλες γνωριμίες, είτε στη μεγάλη πελατεία, είτε στο μεγάλο ποσό της αμοιβής τους είτε και στις μεγάλες επιτυχίες τους. Έχω καταλήξει στο ότι τέτοιος επηρεασμός είναι ανύπαρκτος. Αντίθετα μάλιστα η παρουσία μεγαλοδικηγόρου πολλές φορές συνδυάζεται με κάποια βεβαιότητα για την ενοχή του πελάτη του.
Τρίτος εξωτερικός παράγοντας επηρεασμού είναι η δημοσιότητα που έχει δοθεί από τα Μ.Μ.Ε. και ιδίως την τηλεόραση με τις περίφημες τηλεδίκες ή εν πάση περιπτώσει την παρουσίαση των γεγονότων ως τετελεσμένων, που δεν επιδέχονται άλλη μεταχείριση εκτός απ’ αυτήν που προβάλλεται από το δημοσιογράφο και τους συνομιλητές του, με ύφος αλάθητου και πεπειραμένου δικαστή.
Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ο δικαστικός λειτουργός επηρεάζεται εμφανώς από τα Μ.Μ.Ε. Δεν αποκλείω όμως τον έμμεσο, τον υποσυνείδητο επηρεασμό. Κάποτε σε συμπληρωματικές σπουδές ασχολήθηκα με την ψυχολογία. Τώρα χωρίς προσφυγή στα διδάγματα της επιστημονικής ψυχολογίας, θα περιοριστώ στην ανάλυση μερικών όρων.
Ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου είναι διπολικός. Στο συνειδητό πόλο αντιστοιχεί ο πόλος του ασυνειδήτου.
Λόγω του πεπερασμένου της ανθρώπινης φύσης, ο χώρος του συνειδητού, που βιώνει κάθε φορά ένα κύριο θέμα, είναι ένα μικρό και ασήμαντο τμήμα του ψυχικού κόσμου, παρ’ ότι καταγράφονται σ’ αυτόν το χώρο, δηλαδή στο συνειδητό, οι αισθήσεις, οι σκέψεις, οι αναμνήσεις, τα συναισθήματα, οι επιθυμίες.
Πέρα από το χώρο του συνειδητού υπάρχει μία δευτερεύουσα περιοχή συνειδητότητας, ασθενέστερη, δηλαδή το υποσυνείδητο και πέρα απ’ αυτήν είναι η περιοχή του ασυνείδητου, πολύ εκτεταμένη, αλλά πλήρης ασαφείας και ελλείψεως συνειδητότητας. Οι ειδικοί τη διακρίνουν σε προσωπικό ασυνείδητο, το οποίο αποτελείται από βιωματικά περιεχόμενα και γεγονότα, τα οποία έζησε κάποτε ή ζει το πρόσωπο και σε συλλογικό ασυνείδητο, που αποτελείται από αρχέγονες εμπειρίες του ανθρώπινου γένους, συμπυκνωμένες σε αρχέγονες εικόνες, που δεν συνειδητοποιούνται παρά μόνο με συμβολικό τρόπο.
Το κατώφλι της συνείδησης είναι ένα όριο για την μετάβαση ενός ψυχικού γεγονότος από την υποσυνείδητη στη συνειδητή κατάσταση.
Υποσυνείδητη θεωρείται η περιοχή του ασυνείδητου, που είναι κοντά στη συνείδηση και αποτελείται από ψυχικά στοιχεία, τα οποία μπορούν να διέρχονται εύκολα το κατώφλι της συνείδησης και να γίνονται συνειδητά.
Το κυρίως ασυνείδητο αποτελείται από γεγονότα, τα οποία δύσκολα και με πολλή προσπάθεια μπορούν να γίνονται συνειδητά, όπως με αυτομνησία, αυτοεπισκόπηση ή υπό την επίδραση ψυχοφαρμάκων, ενώ πολλές φορές εμφανίζονται στα όνειρα.
Κατά τις απόψεις των βαθοψυχολογικών σχολών, η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν είναι το αποτέλεσμα ενός αξιολογικού προσανατολισμού, αλλά το αποτέλεσμα των δυναμικών παρεμβάσεων του ασυνειδήτου, με ό,τι έχει καταγραφεί σ’αυτό.
Επομένως, υπάρχει μεγάλο πεδίο δράσεως των ανθρώπων, άρα και των δικαστικών λειτουργών, βάσει καταστάσεων, που έχουν καταχωριστεί στο ασυνείδητό τους με φυσικό ή με τεχνητό τρόπο.
Η καταγραφή των καταστάσεων αυτών δεν γίνεται συνειδητά. Οι καταστάσεις συσσωρεύονται στο χώρο του ασυνειδήτου μέχρι να δοθεί σχετική αφορμή για να αναδυθούν στο χώρο του υποσυνειδήτου ή και του συνειδητού και να επηρεάσουν την κρίση σε δεδομένη περίσταση.
Ο βομβαρδισμός της προσωπικότητας με μηνύματα πάσης φύσεως είναι το φαινόμενο της εποχής μας. Η κατάλληλη προβολή απόψεων κυρίως από τα Μ.Μ.Ε., σε ανύποπτο χρόνο μπορεί να διαμορφώσει σε κάθε άνθρωπο, άρα και στο δικαστικό λειτουργό, μία γνώμη, που θα εκφρασθεί κάποτε σε επηρεασμένη δικαστική κρίση, χωρίς αυτός να αντιλαμβάνεται ότι η κρίση αυτή δεν είναι ένα καθαρό αποτέλεσμα δικανικού συλλογισμού, αλλά αποτέλεσμα του συλλογισμού αυτού, θεωρουμένου, όμως, από άλλη οπτική γωνία.
Ίσως στο σχηματισμό της κρίσης για την επιμέτρηση της ποινής να συμβάλλουν και άλλοι παράγοντες, όπως η έλλειψη εμπειρίας ή ισχυρού χαρακτήρα, αλλά σημαντικό μερίδιο έχει και ο υποσυνείδητος επηρεασμός.
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Από την πείρα μου θα πω ότι με κάθε απόφαση για την ενοχή και τους λόγους μειώσεως της ποινής, ήδη ο δικαστής (ίσως και ο εισαγγελέας) έχει μία πρώτη ιδέα για το ύψος της ποινής. Η τελική του κρίση όμως διαμορφώνεται, πολλές φορές, κάτω από την επίδραση παραγόντων που είχαν σχέση με τον εσωτερικό του κόσμο.
1. Πρώτος παράγων είναι η ιδιοσυγκρασία του δικαστή και το φύλο του.
Γιατί άραγε οι γυναίκες είναι πιο αυστηρές; Ας το διευκρινίσουν οι ίδιες.
2. Η απειρία του δικαστή.
Χρειάζεται ένα χρονικό διάστημα να προσαρμοστεί προς τα συμβαίνοντα. Αν δεν έχει από τη Σχολή Δικαστών τις πρώτες οδηγίες ή εμπειρίες από εικονικές δίκες, στα πρώτα του βήματα ή θα αυτοσχεδιάσει ή θα ακολουθήσει τα άλλα δύο μέλη της τριμελούς σύνθεσης ή την πρόταση του εισαγγελέα.
3. Η ιδεολογία του δικαστή.
Αν και ο δικαστικός λειτουργός πρέπει να κρίνει όντας αποδεσμευμένος από κάθε ιδεολογία, εν τούτοις πολλές φορές, βοηθώντας και του υποσυνειδήτου, θα επηρεαστεί από κάποια ιδεολογία. Παραδείγματα:
α) Ο θρησκευόμενος δικαστής ίσως κρίνει αυστηρότερα τις παρανομίες που είναι και ηθικά παραπτώματα (όπως ασέλγειες, βλασφημία των θείων), ενώ ο θρησκευτικά αδιάφορος (πολύ ή λίγο) μπορεί να είναι και επιεικέστερος σ’ αυτά.
β) Η πολιτική ιδεολογία. Παρά την έκπτωσή της από τα ενδιαφέροντα του δικαστή, υπήρξαν , υπάρχουν και θα υπάρξουν περιπτώσεις, που η πολιτική ιδεολογία, ιδίως επί καθεστωτικών απόψεων, θα ασκήσει την επιρροή της.
Στο παρελθόν η ιδεολογία αυτή είχε παίξει μεγάλο ρόλο. Θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα της δεκαετίας του 1960. Παρακολουθούσα, ως νέος δικηγόρος τότε, μία δίκη για παράνομο έρανο υπέρ του τότε κόμματος της ΕΔΑ το οποίο είχε ισχυρό ρεύμα και μεγάλη δράση. Η δίωξη βέβαια ήταν επιλεκτική. Στο Μονομελές Πλημ/κείο ήταν δικαστής βαμμένος αντικομμουνιστής (και ίσως είχε τους λόγους του). Ο εισαγγελικός πάρεδρος (όπως έδειξε και η μετέπειτα πορεία του) φανατικός «εθνικόφρων». Ενώ μία άλλη σύνθεση θα κατέληγε σε μία ποινή φυλακίσεως ημερών ή μηνός ή 40 ημερών για να είναι εφέσιμη, ο πάρεδρος πρότεινε φυλάκιση 4 μηνών και ο πρωτοδίκης τους έκανε 7. Επί δικτατορίας τα πράγματα ήταν χειρότερα, ενώ στη μεταπολίτευση καταλάγιασαν.
Σήμερα με την οικονομική κρίση, είναι άγνωστο σε μένα το κατά πόσον επιδρά ή θα επιδράσει, όταν κρίνονται αδικήματα που την προκάλεσαν ή την επιδείνωσαν. Η αβεβαιότητα για το μέλλον σε πολλούς τομείς ίσως αποβεί καταλύτης. Ήδη προ ημερών ακούστηκαν ποινές μεγάλες που επιβλήθηκαν σε πανεπιστημιακούς για οικονομικά εγκλήματα.
4. Οι προσωπικές αδυναμίες του δικαστή.
Αναφέρομαι σε ιδιαιτερότητες που προϋπήρχαν ή αποκτήθηκαν μεταγενέστερα. Αναφέρομαι σε πάθη όπως της χαρτοπαιξίας, της ομοφυλοφιλίας, της σεξομανίας, της ρατσιστικής νοοτροπίας (φανερής ή υποκρυπτόμενης) και μερικά άλλα πάθη. Είναι αδύνατον, κατά τη γνώμη μου, να μην επηρεαστεί ο δικαστής όταν επιμετρά την ποινή για εγκλήματα που συνδέονται με ένα πάθος του.
Διευκρινίσεις θέλω να κάνω για τον ρατσισμό που ανέφερα. Στα 38,5 χρόνια της υπηρεσίας μου δεν τον συνάντησα παρά μία μόνο φορά σε συνάδελφο που στενοχωριότανε που δεν πρόλαβε ο Χίτλερ να εξοντώσει όλους τους Εβραίους, που ηδονιζόταν όταν άκουγε για τους βομβαρδισμούς στη Σερβία και άλλα τέτοια.
Σήμερα έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα. Η ανεξέλεγκτη είσοδος αλλοδαπών στη χώρα, η εγκληματικότητα που εμφανίζεται αυξανόμενη, ενόψει της οικονομικής κρίσης, αλλά και η εγκληματική αντιμετώπισή τους από μία ιδεοπολιτική ομάδα (ο νοών νοείτω) θα προβληματίσει το δικαστή στην επιμέτρηση της ποινής και δεν ξέρω αν ήδη αυτό συμβαίνει, επειδή απουσιάζω επί 7 πλήρη έτη.
5. Η κόπωση του δικαστή.
Κόπωση πάσης φύσεως είτε από την κατ’ οίκον υπερβολική εργασία είτε από το βάρος των υποθέσεων της ημέρας. Αλλιώς αρχίζει ο δικαστής και αλλιώς τελειώνει. Έχει παρατηρηθεί ότι στις πρώτες υποθέσεις του εκθέματος επιβάλλονται αυστηρότερες ποινές, οι οποίες μετριάζονται με την πάροδο του χρόνου έστω και αν πρόκειται για τα ίδια εγκλήματα.
Είχα ακούσει την ιστορία ενός παλαιού δικαστή που παρουσίαζε αυτή τη βαθμιαίως μειούμενη αυστηρότητα. Σε ένα τριμελές ο αυστηρός προεδρεύων ήταν καταδικαστικός σε όλες τις υποθέσεις, ενώ ένας σύνεδρος ήταν και απαλλακτικός. Σε κάποια στιγμή που ο σύνεδρος ήταν καταδικαστικός λόγω σοβαρότητας του εγκλήματος, ο προεδρεύων και ο άλλος σύνεδρος ήταν αθωωτικοί. Στη διακοπή ο απαλλακτικός σύνεδρος πείραξε τον άλλο και αυτός απάντησε «Τι να σου κάνω που ο πρόεδρος είχε γεμίσει το σακκουλάκι με τις καταδίκες». Δηλαδή κουράστηκε να καταδικάζει και ήταν αθωωτικός στις υπόλοιπες υποθέσεις.
Θα υποθέσω ότι αυτό δε συμβαίνει σήμερα, αν και δεν μπορώ να το αποκλείσω εντελώς.
Σας κούρασα όμως και εγώ με τις απόψεις μου, γιατί μόνο απόψεις εμπειρίας σας παρουσίασα και όχι αναλύσεις των ποινικών κωδίκων, τις οποίες άλλωστε έχω ξεχάσει. Η συνταξιοδότηση δίνει χρόνο για περισυλλογή, αυτοκριτική, μελέτη των προβλημάτων χωρίς άγχος και ευθύνη. Μόνο που σπάνια δίνεται η ευκαιρία στους υπηρετούντες να ακούσουν τι σκέπτεται για τη δικαιοσύνη ένας απόμαχος.
Ελπίζω η νεότερη γενιά των δικαστικών λειτουργών να αντιμετωπίσει και το ειδικότερο θέμα επιμέτρησης της ποινής πιο υπεύθυνα από εμάς τους παλαιότερους και το εύχομαι με όλη μου την καρδιά.
Η βοήθεια που θα μπορούσε να τους δοθεί είναι:
α) Ενημέρωση κατά τη φοίτηση στη Σχολή Δικαστών, παραδείγματα και δημιουργία εικονικών δικών.
β) Συνεχής ενημέρωση και επιμόρφωση με συνέδρια, ημερίδες ή και απλές έγγραφες οδηγίες.
γ) Η επιθεώρηση να επεκτείνεται και στον έλεγχο της επιμέτρησης της ποινής, πάντοτε δειγματοληπτικά.
δ) Οι δικαστικοί λειτουργοί να αντιδρούν σε κάθε εξωτερική ή εσωτερική επέμβαση και να αδιαφορούν πλήρως για τις εκπομπές των Μ.Μ.Ε. όταν ξεπερνούν τα όρια της ενημέρωσης.