της Δήμητρας Μπλίτσα,
δικηγόρου Αθηνών, LLM
Από τις 14 έως τις 17 Νοεμβρίου 2012 έλαβε χώρα στο Σικάγο το 68ο ετήσιο Συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Εγκληματολογίας (American Society of Criminology) με τίτλο «Σκέψεις γύρω από το Πλαίσιο: Προκλήσεις για το Έγκλημα και τη Δικαιοσύνη» (‘Thinking About Context: Challenges for Crime and Justice’). Το πρόγραμμα του συνεδρίου περιέλαβε παραπάνω από 800 συνεδρίες (παρουσιάσεις ερευνών, στρογγυλές τράπεζες, συναντήσεις ‘Author Meets Critics’ και panels για την επαγγελματική εξέλιξη νέων εγκληματολόγων) κατά τη διάρκεια τεσσάρων ημερών. Οι συνεδρίες χωρίστηκαν στις ακόλουθες θεματικές ενότητες: ποινική καταστολή-σωφρονιστική, κριτική εγκληματολογία, εμπειρική εγκληματολογία, διεθνής εγκληματολογία, θυματολογία, Αφροαμερικανοί και έγκλημα, γυναίκες και έγκλημα. Γύρω στα 3.000 άτομα συμμετείχαν στο φετινό συνέδριο, είτε ως εισηγητές είτε ως ακροατές. Η μεγάλη πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν Αμερικανοί, αλλά δεν έλειψαν και οι παρουσίες Ευρωπαίων, κυρίως από τις χώρες του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας και της Ολλανδίας. Επίσης, η παρουσία εγκληματολόγων από τον γειτονικό Καναδά ήταν αισθητή.
Το πρόγραμμα του συνεδρίου περιέλαβε και βραβεύσεις ερευνητών. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η βράβευση του David Garland, καθηγητή Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (New York University). Ο εν λόγω καθηγητής αφενός τιμήθηκε με το βραβείο Michael J. Hindelang Book Award και αφετέρου με το βραβείο Edwin H. Sutherland Award για το βιβλίο του «Ιδιόμορφος Θεσμός: Η Θανατική Ποινή της Αμερικής σε Περίοδο Κατάργησης» (‘Peculiar Institution: America’s Death Penalty in an Age of Abolition’). Το βραβείο Hindelang απονέμεται ετησίως στο βιβλίο με την πιο ιδιαίτερη συμβολή στην εγκληματολογική έρευνα, ενώ το βραβείο Sutherland αναγνωρίζει εξαιρετική συνεισφορά στην εγκληματολογική θεωρία ή έρευνα.
Περαιτέρω, μία από τις στρογγυλές τράπεζες του φετινού συνεδρίου με ευρωπαϊκό ενδιαφέρον είχε τίτλο «Αλλάζοντας τις συνέπειες της ποινικής καταδίκης» (‘Changing Consequences of a Criminal Conviction’). Στη στρογγυλή τράπεζα συμμετείχαν η Δήμητρα Μπλίτσα, δικηγόρος Αθηνών, LLM, ο James B. Jacobs, καθηγητής Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (New York University), o Bill Hebenton, καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, η Elena Larrauri, καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου και Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Pompeu Fabra της Βαρκελώνης, ο Keith Soothill, καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ και ο Terry Thomas, καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Leeds Metropolitan University. Οι εισηγητές ασχολήθηκαν με τις επιπτώσεις, που μπορεί να έχει μια ποινική καταδίκη για τον κατηγορούμενο μετά την έκτιση της ποινής του, μέσω της αναγραφής της στο ποινικό του μητρώο. Ειδικότερα:
Στην πρώτη εισήγηση με τίτλο «Αμερικανικές, Ευρωπαϊκές και Βρετανικές Προσπάθειες για τον Αποκλεισμό Προσώπων Καταδικασμένων για Αδικήματα Σεξουαλικού Χαρακτήρα από Θέσεις Εργασίας με Παιδιά» (‘US, EU and UK Strategies for Preventing Convicted Sex Offenders from Working with Children’), η Δήμητρα Μπλίτσα και ο James B. Jacobs έκαναν μια σύντομη παρουσίαση του ομώνυμου άρθρου τους, που θα δημοσιευθεί εντός του 2012 στο περιοδικό European Journal of Crime, Criminal Law and Criminal Justice. Το εν λόγω άρθρο αφορά στις διεθνείς νομοθετικές προσπάθειες για την προστασία των παιδιών από άτομα με προηγούμενες καταδίκες για αδικήματα σεξουαλικού χαρακτήρα μέσω α) της απαγόρευσης εργασίας τέτοιων προσώπων σε πόστα που προϋποθέτουν στενή επαφή με παιδιά και β) μέσω του ελέγχου από τους ίδιους τους εργοδότες του ποινικού μητρώου των αιτούντων εργασία, η οποία προϋποθέτει στενή επαφή με παιδιά. Ειδικότερα, στα πλαίσια της εν λόγω συγκριτικής μελέτης, η πρώτη εισηγήτρια εξήγησε ότι:
Στις ΗΠΑ τα ποινικά μητρώα δεν θεωρούνται προσωπικά δεδομένα και οι εργοδότες του ιδιωτικού τομέα συνηθίζουν να κάνουν έλεγχο του ποινικού παρελθόντος των υποψηφίων προς εργασία ή των εργαζομένων. Για την προστασία των παιδιών από άτομα με καταδικαστικές αποφάσεις για αδικήματα σεξουαλικής φύσεως, έχουν θεσπιστεί ομοσπονδιακοί και πολιτειακοί νόμοι που επιτάσσουν την ενημέρωση του κοινού μέσω του διαδικτύου για την ταυτότητα των ατόμων, που έχουν καταδικαστεί για αδικήματα σεξουαλικής φύσεως οπουδήποτε στις ΗΠΑ. Επιπλέον, υπάρχει νομοθεσία σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο, που καθιστά υποχρεωτικό τον έλεγχο από τους εργοδότες του ποινικού μητρώου των αιτούντων εργασία, των εργαζομένων και των εθελοντών για ορισμένες θέσεις εργασίας με επαφή με παιδιά.
Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρούν τα δεδομένα τα σχετικά με τις ποινικές καταδίκες ενός προσώπου ως ‘ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα’ και ως εκ τούτου, η αποκάλυψη και η εν γένει επεξεργασία τους είναι αυστηρά περιορισμένη. Συνήθως οι εργοδότες του ιδιωτικού τομέα δεν έχουν άμεση πρόσβαση στο ποινικό μητρώο κάποιου αιτούντα εργασία/εργαζομένου μέσω της δημόσιας αρχής, που τηρεί τα ποινικά μητρώα των πολιτών. Όμως, η ανάγκη να προστατευτούν τα παιδιά της ΕΕ από πρόσωπα, που έχουν προηγουμένως καταδικαστεί για αδικήματα σεξουαλικής φύσεως με παθόντες ανηλίκους, έχει δημιουργήσει μια παρέκκλιση από το απόρρητο των ποινικών μητρώων. Ειδικότερα, με την Απόφαση-Πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ για την Καταπολέμηση της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας, η ΕΕ υποχρέωσε τα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία μέτρα, ώστε να εξασφαλίζουν ότι σε ένα πρόσωπο, που έχει καταδικαστεί για αδικήματα σεξουαλικού χαρακτήρα με θύματα παιδιά (τα οποία μνημονεύονται στην εν λόγω Απόφαση-Πλαίσιο), είναι δυνατόν, ανάλογα με την περίπτωση, να απαγορευθεί, προσωρινά ή μόνιμα, η άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων σχετιζόμενων με τη φύλαξη παιδιών. Περαιτέρω, με την πρόσφατη Οδηγία 2011/92/ΕΕ σχετικά με την Καταπολέμηση της Σεξουαλικής Κακοποίησης και της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας και την Αντικατάσταση της Απόφασης-Πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου (τα κράτη μέλη πρέπει να συμμορφωθούν με την Οδηγία μέχρι το Δεκέμβριο του 2013), η ανωτέρω υποχρέωση ανανεώθηκε, ενώ τα κράτη μέλη παροτρύνονται να επιβάλλουν ανάλογες επαγγελματικές ‘εκπτώσεις’ και στην περίπτωση εθελοντικής εργασίας. Επιπλέον, η εν λόγω Οδηγία για πρώτη φορά αναγνωρίζει ρητά το δικαίωμα των εργοδοτών της ΕΕ να ζητούν πληροφορίες για τυχόν καταχωρισμένες στο ποινικό μητρώο καταδικαστικές αποφάσεις για αδικήματα σεξουαλικής φύσεως με θύματα παιδιά (τα οποία μνημονεύονται στην εν λόγω Οδηγία) καθώς και για σχετικές επαγγελματικές ‘εκπτώσεις’, όταν προσλαμβάνουν ένα πρόσωπο για επαγγελματικές ή οργανωμένες δραστηριότητες εθελοντικού χαρακτήρα, που περιλαμβάνουν τακτικές επαφές με παιδιά. Η εθνική νομοθεσία κάθε κράτους μέλους θα καθορίσει τον τρόπο, με τον οποίο οι εργοδότες μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες, π.χ. κατόπιν αιτήματος ή μέσω του οικείου προσώπου. Θα πρέπει να σημειωθεί όμως, ότι, αν και τα ανωτέρω νομοθετήματα συνιστούν σημαντική εξέλιξη για την προστασία των παιδιών από παιδόφιλους, που τυχόν προσπαθήσουν να έλθουν σε επαφή με αυτά μέσω εργασίας, το προστατευτικό πλέγμα της ΕΕ δεν είναι πλήρες. Π.χ. η προστασία του εκτείνεται μόνο σε καταδικασθέντες, που έχουν βλάψει στο παρελθόν παιδιά (και όχι ενήλικες) και σε αιτούντες εργασία (και όχι σε ήδη εργαζομένους σε θέσεις εργασίας με επαφή με παιδιά), ενώ ο έλεγχος των ποινικών μητρώων των αιτούντων είναι προαιρετικός για τους εργοδότες.
Το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί το κράτος μέλος της ΕΕ με το πιο αναπτυγμένο σύστημα ελέγχου των ποινικών μητρώων αιτούντων εργασία με παιδιά και αποκλεισμού τέτοιων προσώπων από σχετικές θέσεις εργασίας. Από το 1986 το εν λόγω σύστημα έχει υποστεί πολλές φορές αναθεώρηση, κυρίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να πληροί μια θέση εργασίας, ώστε αφενός ο σχετικός εργοδότης να μπορεί να αιτηθεί να λάβει αντίγραφο των ποινικών μητρώων των αιτούντων εργασία και αφετέρου η εν λόγω θέση να αποκλείει πρόσωπα με προηγούμενες καταδίκες για αδικήματα σεξουαλικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με το παρόν σύστημα, οι εργοδότες σε ‘ρυθμισμένες δραστηριότητες’ (‘regulated activities’) με παιδιά υποχρεούνται να ζητήσουν από το Γραφείο Ποινικών Μητρώων (Criminal Records Bureau) το ποινικό μητρώο των υποψηφίων για (επί πληρωμή ή εθελοντική) εργασία. Το ποινικό τους μητρώο αποκαλύπτει όλες τις καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον τους, τυχόν επιβληθέντα cautions, reprimands και warnings, αλλά και αστυνομικές πληροφορίες, που μπορεί να σχετίζονται με την καταλληλότητα του προσώπου να εργαστεί κοντά σε παιδιά. Επιπλέον, το ποινικό μητρώο των υποψηφίων αποκαλύπτει εάν το υποκείμενο της έρευνας βρίσκεται στη λίστα αποκλεισμένων προσώπων από εργασία με παιδιά της Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας (Independent Safeguarding Authority). Οι εργοδότες σε ‘ρυθμισμένες δραστηριότητες’ απαγορεύεται να προσλάβουν πρόσωπα, τα οποία βρίσκονται στη λίστα αυτή της Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας.
Κλείνοντας την εισήγησή της και, αφού εξέθεσε τις ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των ανωτέρω δικαιικών συστημάτων, η Δήμητρα Μπλίτσα παρατήρησε ότι κάθε έννομη τάξη, η οποία επιθυμεί να προστατεύσει τα παιδιά από πρόσωπα, που έχουν στο παρελθόν τελέσει αδικήματα σεξουαλικού χαρακτήρα και τα οποία μπορεί να τελέσουν νέα αδικήματα, αν αποκτήσουν πρόσβαση σε παιδιά μέσω της εργασίας τους, καλείται να απαντήσει σε σημαντικά νομικά ερωτήματα, αλλά και ζητήματα πολιτικής τακτικής. Π.χ. θα πρέπει να αποκλείονται από την εργασία με παιδιά μόνο πρόσωπα, που έχουν στο παρελθόν τελέσει αδικήματα σεξουαλικής φύσεως σε βάρος ανηλίκων; Θα πρέπει μόνο καταδίκες για αδικήματα σεξουαλικής φύσεως να οδηγούν στον αποκλεισμό; Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνο εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις; Θα πρέπει η εν λόγω προστασία να περιοριστεί στους ανηλίκους ή να επεκταθεί σε άλλες ευάλωτες ομάδες, όπως οι υπερήλικες και τα ενήλικα άτομα με νοητική υστέρηση;
Στη δεύτερη κατά σειρά εισήγηση με τίτλο «Δημόσια Γνώση και Παρελθούσες Καταδίκες: Επανεξετάζοντας τις Μεταρρυθμίσεις ‘Πολιτικής’» (‘Public Knowledge and Past Convictions: Revisiting Policy "Reforms"’), ο Bill Hebenton ασχολήθηκε με τις αναθεωρήσεις του αγγλικού νόμου του 1974 για την επανένταξη των παραβατών (1974 Rehabilitation of Offenders Act), σύμφωνα με τον οποίο καθορίζονται οι προϋποθέσεις και τα χρονικά όρια για την εξάλειψη ορισμένων παρελθουσών καταδικών από το ποινικό μητρώο ενός προσώπου. Αν και στην Αγγλία το ίδιο το δελτίο ποινικού μητρώου δεν καταστρέφεται με την πάροδο του χρόνου, οι ‘αναλωθείσες’ καταδίκες (‘spent’ convictions) θεωρούνται ως ουδέποτε επιβληθείσες στον καταδικασθέντα, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στις εξαιρέσεις από τον ανωτέρω νόμο. Ο δεύτερος ομιλητής αναφέρθηκε στα πρακτικά, ηθικά και πολιτικά ζητήματα, που προκύπτουν από την απόκρυψη από τη δημόσια ζωή ορισμένων παρελθουσών καταδικών, σε ένα νομικό σύστημα, που στηρίζεται στην αναζήτηση της αλήθειας. Επίσης τόνισε την αλληλένδετη σχέση μεταξύ έλλειψης δυνατότητας εύρεσης εργασίας και τέλεσης νέων αδικημάτων από πρόσωπα με προηγούμενες ποινικές καταδίκες, σχέση, που φαίνεται να απασχόλησε τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την φετινή αναθεώρηση του νόμου του 1974.
Στην τρίτη κατά σειρά εισήγηση με τίτλο «Σύγκριση Αμερικανικής και Ισπανικής Νομοθεσίας και Πολιτικής σχετικά με τη Διάκριση στον Τομέα της Εργασίας λόγω Ποινικού Μητρώου» (‘Α Comparison of US and European Law and Policy on Employment Discrimination Based on Criminal Record’), βασισμένη σε σχετική έρευνα του James B. Jacobs και της Elena Larrauri, η τελευταία εξήγησε ότι στην Ισπανία, αλλά και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, πρόσωπα με προηγούμενες ποινικές καταδίκες αποκλείονται δια νόμου από την εργασία στο δημόσιο τομέα. Αντιθέτως, στον ισπανικό ιδιωτικό τομέα, με την εξαίρεση επαγγελμάτων, που απαιτούν κάποια κρατική άδεια, δεν υπάρχει ειδικός νόμος, που ρητά να επιτρέπει ή να απαγορεύει στους εργοδότες να αναζητήσουν το ποινικό μητρώο των υποψηφίων προς εργασία (έστω και μέσω του ίδιου του υποψηφίου). Επίσης, η Elena Larrauri αναφέρθηκε στα δύο διεθνή μοντέλα για τη μείωση των δυσμενών συνεπειών μιας ποινικής καταδίκης. Αφενός το μοντέλο των αναλωθεισών καταδικών (‘spent model’), όπου ο παραβάτης υποχρεούται να αποκαλύψει μόνο μη εξαλειφθείσες ποινές, και αφετέρου το μοντέλο της μη διάκρισης (‘antidiscrimination model’), όπου ο εργοδότης μπορεί να λάβει υπόψη του μια ποινική καταδίκη, μόνο όταν αυτή έχει στενή σχέση με τη θέση εργασίας, που προσφέρει. Κλείνοντας την εισήγησή της, η τρίτη εισηγήτρια πρότεινε τη χρήση ενός νέου μοντέλου, σύμφωνα με το οποίο οι δικαστές θα είναι υπεύθυνοι για τον αποκλεισμό ενός καταδικασθέντος προσώπου από ορισμένο επάγγελμα ή επαγγέλματα, ως παρεπόμενη ποινή.
Στη συνέχεια το λόγο έλαβε ο Keith Soothill, του οποίου η εισήγηση είχε τίτλο «Ο δρόμος για την Κόλαση είναι Στρωμένος με Καλές Προθέσεις: Μελέτη Περίπτωσης του Προηγούμενου Ποινικού Μητρώου και της ‘Εξιλέωσης’» (‘The Road to Hell is Paved with Good Intentions: A Case Study of Prior Criminal Record and "Redemption"’). Ο εν λόγω ομιλητής παρατήρησε ότι η εγκληματολογία δεν έχει εστιάσει μέχρι στιγμής στην εργασία ατόμων που έχουν ποινικό μητρώο. Ειδικότερα, σημείωσε ότι έχει δοθεί σημασία στην πιθανότητα τα πρόσωπα αυτά να καταδικαστούν για νέο αδίκημα κατά την διάρκεια της εργασίας τους, αλλά δεν έχει εκτιμηθεί το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα νέα αδικήματα δεν σχετίζονται με το εργασιακό τους περιβάλλον. Επισήμανε μάλιστα μια βρετανική μελέτη, από την οποία προέκυψε ότι από 317 άτομα με προηγούμενες καταδίκες στις αρχές του 1970, 35 χρόνια μετά, περίπου 40% αυτών είχαν νέες καταδίκες, αλλά μόνο 8% είχαν καταδίκες, που είχαν άμεση δυσμενή επίπτωση για τους εργοδότες τους. Κατά τη γνώμη επομένως του Keith Soothill, ενόψει του ότι η πιθανότητα νέας ποινικής καταδίκης δεν είναι ίδια με την πιθανότητα πρόκλησης βλάβης στον εργασιακό χώρο, ο κίνδυνος για τους εργοδότες, που προσλαμβάνουν άτομα με ποινικό μητρώο δεν είναι τόσο υψηλός, όσο πιστεύουμε.
Στην τελευταία εισήγηση της στρογγυλής τράπεζας με τίτλο «Η Ανταλλαγή Ποινικών Μητρώων μεταξύ Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (‘The Exchange of Criminal Convictions Records between European Union Member States’), ο Terry Thomas αναφέρθηκε στους νομικούς μηχανισμούς, με τους οποίους τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν ποινικά μητρώα, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί Αμοιβαίας Δικαστικής Συνδρομής επί Ποινικών Υποθέσεων του 1959, η Απόφαση-Πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ σχετικά με τη Διοργάνωση και το Περιεχόμενο της Ανταλλαγής Πληροφοριών που προέρχονται από το Ποινικό Μητρώο μεταξύ των Κρατών Μελών και η Απόφαση 2009/316/ΔΕ σχετικά με τη Δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS) κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 της Απόφασης-Πλαισίου 2009/315/ΔΕΥ.
Μετά την ολοκλήρωση των εισηγήσεων, εισηγητές και ακροατές είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν συνολικές παρατηρήσεις σχετικά με τη διάθεση στους εργοδότες των ποινικών μητρώων των αιτούντων εργασία και τον αποκλεισμό ατόμων με προηγούμενες καταδίκες από ορισμένες θέσεις εργασίας. Έμφαση δόθηκε στο αμερικανικό νομοθετικό πλαίσιο στα θέματα αυτά, καθώς σε αντίθεση με την Ευρώπη, το αμερικανικό μοντέλο υποστηρίζει τη δημοσιότητα των ποινικών μητρώων. Επίσης, οι συνομιλητές τόνισαν τη σημασία διάκρισης μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών θέσεων εργασίας για την εξέταση των ανωτέρω ζητημάτων και επισήμαναν το ρόλο, που πρέπει να παίξει το κράτος, μέσω των δημόσιων θέσεων εργασίας, για την επαγγελματική αποκατάσταση ατόμων με προηγούμενες ποινικές καταδίκες. Η στρογγυλή τράπεζα έκλεισε με θερμές ευχαριστίες από όλους για την επιτυχή και ενδιαφέρουσα εξέταση του θέματος από την οπτική γωνία διαφορετικών έννομων τάξεων.