της Μάρθας Λεμπέση,
Κοινωνιολόγου - ΜΔΕ Εγκληματολογίας
Μήπως είναι ώρα να ξανασκεφτούμε και να αναθεωρήσουμε την αξία των κινηματογραφικών αφηγήσεων για το έγκλημα; Διότι όπως αναφέρει και η Tzanelli R. δεν αποτελούν μόνο διασκέδαση αλλά και μία πηγή για την άσκηση ριζοσπαστικής κριτικής του ευρύτερου ερευνητικού εγκληματολογικού έργου.
«Eάν ορίσουμε την εγκληματολογία ως την επιστήμη εκείνη που μελετά το έγκλημα και τους εγκληματίες, γίνεται ξεκάθαρο ότι η ταινία είναι μία από τις κύριες πηγές μέσα από την οποία οι άνθρωποι αντλούν τις ιδέες τους για τη φύση του εγκλήματος». Οι ταινίες με θέμα το έγκλημα (crime films) συνεισφέρουν στην κατασκευή των εννοιών του εγκλήματος και της δικαιοσύνης, του αγαθού και του κακού, την ίδια ώρα που τα απεικονίζουν.
Μεθοδολογία της έρευναςΒλέποντας ένα κινηματογραφικό έργο καλούμαστε να μπούμε σ΄ έναν άλλο κόσμο, με κινούμενες εικόνες, εκείνον του δημιουργού.
Η ερμηνευτική κατασκευή, βέβαια, δεν είναι αυθαίρετη• ο ερευνητής βασίζεται πάντα στο ίδιο το έργο του δημιουργού, από το οποίο αντλεί στοιχεία και μέσα από ένα γόνιμο «διάλογο» μαζί του καταλήγει στα συμπεράσματά του.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, η παρούσα εργασία αποτέλεσε μία περιπτωσιολογική μελέτη που καταπιάστηκε με τις σύγχρονες επαναδραματοποιήσεις του εγκλήματος. Στο πλαίσιο αυτό προσεγγίστηκε ερμηνευτικά μία συγκεκριμένη κινηματογραφική ταινία εγκλήματος - The Black Dahlia του σκηνοθέτη Brian De Palma- που ανήκει στον ιδιαίτερο κινηματογραφικό είδος της ταινίας νουάρ , αναλύθηκαν στοιχεία κλειδιά για δημοφιλείς εγκληματολογικές φαντασίες (τη διαφθορά στις τάξεις της αστυνομίας, την αστυνομική βία, το έγκλημα της ανθρωποκτονίας - η γυναίκα ανθρωποκτόνος) όπως αυτές υποστηρίζονται από τη σύγχρονη αυτή ταινία και ερευνήθηκε εν συνεχεία διεξοδικά μέσω των τεχνικών της ιδεολογίας, του μύθου και των αναπαραστάσεων, ο τρόπος που η ταινία επικοινωνεί μεταφέροντας συγκεκριμένα ιδεολογικά μηνύματα για το έγκλημα.
Σημαντικά θέματα που εξερευνώνται στην κινηματογραφική ταινία
«Η Μαύρη Ντάλια» και συμπεράσματα.
Η κινηματογραφική ταινία «Η Μαύρη Ντάλια» ακολουθώντας τις τυπικές συμβάσεις μιας ταινίας με θέμα το έγκλημα και χωρίς να αποκλίνει σημαντικά από ένα τυπικό κινηματογραφικό έργο νουάρ κατασκευάζει με τέτοιον τρόπο το έγκλημα ώστε να ταυτίζεται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα με την ανθρωποκτονία, την ίδια στιγμή που εγκλήματα όπως η διαφθορά και η αστυνομική βία γίνονται αντιληπτά ως «φυσικά» προϊόντα ενός διεφθαρμένου και βίαιου κόσμου και αποδεκτές επαγγελματικές πρακτικές στον αγώνα για την καταπολέμηση του εγκλήματος και αναπαράγει την εικόνα της γυναίκας «ειδώλου», εκείνης της πλασματικής ιστορικής, ιδεολογικής και αισθητικής κατασκευής που διαμόρφωσε με επιμονή κι εχθρότητα η δυτική κοινωνία μέσα από μία σειρά λόγων και θεσμών.
Η ανθρωποκτονία ως κοινωνικό συμβάν δεν αποδραματοποιείται, δεν χάνει το κοινωνικό του νόημα και δε γίνεται τελικά ένα εγκεφαλικό παιχνίδι, ένα σταυρόλεξο που αναζητά τη λύση του στο αστικό σαλόνι όπως συμβαίνει με μία τυπική αστυνομική ταινία. Στην ταινία «Η Μαύρη Ντάλια» το έγκλημα διαπράττεται στα έγκατα της πόλης, και είναι προϊόν πάθους, παράνοιας, ζήλιας, αποτέλεσμα διακαούς επιθυμίας για έρωτα, προνόμια, αγαθά και εν γένει προσωπικό όφελος.
Η ιδεολογία: Αν θεωρηθεί ότι το έγκλημα είναι παραβίαση του ηθικού κώδικα, που κατά συνέπεια προκαλεί διασάλευση της κοινωνικής ισορροπίας, τότε πραγματικά ο κινηματογραφικός του χειρισμός ξεπερνάει τα όρια του επιμέρους γεγονότος και διατυπώνει μια συνολική θεώρηση για την κοινωνία. Στο χώρο των ταινιών νουάρ και της ταινίας «Η Μαύρη Ντάλια», η απάντηση στο ερώτημα «ποιος είναι ο δολοφόνος», ακόμα και όταν μπαίνει αυτό το ερώτημα, δε θεωρείται ότι λύνει το πρόβλημα. Η πορεία προς τη λύση του αινίγματος σημαδεύεται από καταλυτικές αποκαλύψεις, όσον αφορά τη «φύση» των ηρώων αλλά και των κοινωνικών δομών. Στην ερώτηση «ποιος είναι ο δολοφόνος» η απάντηση είναι γένους θηλυκού. Οι δράστες είναι γυναίκες, η μοιραία γυναίκα (femme fatale) (Μαντλέν Λίνσκοτ) στο πρόσωπο της οποίας γίνεται η σύνδεση της γυναικείας χειραφέτησης με το έγκλημα φέρνοντας στο προσκήνιο τη «θεωρία του νέου θηλυκού εγκληματία», και η παρανοϊκή καταπιεσμένη σύζυγος (Ραμόνα Λίνσκοτ) στο πρόσωπο της οποίας αναπαράγεται το στερεότυπο της ψυχωτικής και ζηλιάρας γυναίκας ανθρωποκτόνου που δρα υπό την επίρροια του αισθήματος της ερωτικής ζήλιας. Ο φόνος λοιπόν δεν είναι μόνο αντρική υπόθεση. Η γυναικεία φιγούρα που σκιαγραφείται έρχεται σε άμεση ρήξη με την κοινωνικά κατασκευασμένη εικόνα της ήρεμης και καλοκάγαθης μητέρας και νοικοκυράς. Η γυναίκα γίνεται αδίστακτη δολοφόνος, ισχυρό προκλητικό θύμα που αν και θύμα μίας βίαιης και ειδεχθούς δολοφονίας στιγματίζεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που στιγματίζεται το θύμα ενός σεξουαλικού εγκλήματος που προκαλεί την εγκληματική πράξη.
Ο ήρωας: Η ταινία «Η Μαύρη Ντάλια» στο βαθμό που συνιστά ένα «μυστήριο» που επιζητά τη λύση του, κάνει απαραίτητη την παρουσία του ντετέκτιβ, που θα ερευνήσει την υπόθεση και θα την οδηγήσει στην λύση της. Η ανακάλυψη του ενόχου και η εξιχνίαση του μυστηρίου επιβεβαιώνουν το ανεξέλικτο «στάτους» των χαρακτήρων και των σχέσεων του μικρόκοσμου της ταινίας που εγκαθιδρύει η ίδια η ταινία. Στην ταινία ο κινηματογραφικός χρόνος καταγράφει το σημείο ρήξης του ήρωα – αστυνομικού Ντουάιτ Μπλάικαρτ- με την τυπική μικροαστική ζωή του, καθώς παρασύρεται σε ένα εγκληματικό παιχνίδι, ανατρέποντας συνήθειες και κατακτήσεις μιας ολόκληρης ζωής και είναι ακριβώς και το σημείο στο οποίο εισέρχεται το ζήτημα της κατάχρησης εξουσίας από τα αστυνομικά όργανα με τη διαφθορά να συνιστά μία «φυσιολογική» μορφή σχέσης ανάμεσα στην οργάνωση της αστυνομίας και τον υπόκοσμο και τη βία να αποτελεί το απαραίτητο χαρακτηριστικό μιας αποτελεσματικής αστυνομίας.