Η μελέτη της εγκληματικότητας τον προβλημάτισε καταρχήν πάνω στους μηχανισμούς που συντελούν ώστε η λογική να εξαλείφεται από την τάση της πλήρους ενσωμάτωσης στην ομάδα με αντίστοιχη ισοπέδωση της προσωπικότητας, από την προσαρμογή σε μια κατάσταση «δουλείας» και από την επίκτητη πνευματική μετριότητα (Σαγκουνίδου- Δασκαλάκη Η., 1989: 20). Ένα άλλο πρόβλημα που του τέθηκε ήταν το πώς συμβαίνει τα συναισθήματα δικαιοσύνης και ευθύνης να λειτουργούν κατά τρόπο τυφλό, πέρα από κάθε πραγματική ηθική έννοια. Μάλιστα για τον De Greeff αυτά τα προβληματικά ζητήματα γίνονται ιδιαίτερα αισθητά στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας.
Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας αποτέλεσε για τον De Greeff το σημαντικότερο ζήτημα μελέτης με αποτέλεσμα όλες οι έρευνες και οι παρατηρήσεις του να περιστρέφονται γύρω από τη συγκεκριμένη παρεκκλίνουσα συμπεριφορά και γύρω από το δράστη της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης. Σπέρματα της ανθρωποκτονίας, ως πράξης στην κυριολεξία αφανισμού, ανακάλυψε στην στάση των γονέων που υποχρεώνουν το παιδί τους να παραμείνει επ’ αόριστο σ’ ένα στάδιο παιδικό, που θέτουν τροχοπέδη στην πνευματική του ανάπτυξη, την πνευματική ωρίμανση, την ανεξαρτησία του όντας πεπεισμένοι ότι του προσφέρουν την καλύτερη δυνατή αγάπη. Κάτ’ αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με τα λεγόμενα του De Greeff, αναπτύσσεται μία «ανθρωποκτόνο στάση» (De Greeff E., 1947: 40).
Την ίδια στάση συναντάμε στην σεξουαλική αγάπη, όπου όταν η αγάπη πάψει να υφίσταται παρατηρείται σ’ εκείνον που αγαπούσε μια στάση αυτοκτονίας, το άτομο που δέχεται την αγάπη να εκπίπτει της αξίας που είχε γι’ αυτόν, να γίνεται αντικείμενο ποικίλων κατηγοριών από μέρους του. Δηλαδή εκείνος που αγαπούσε επιδεικνύει έναντι του πρώην αγαπωμένου προσώπου μια ανθρωποκτόνο στάση (Βλ. De Greeff E., 1947: 138-139).
Ίσως το πιο σημαντικό έργο του Ε. De Greeff που πραγματεύεται τις παραπάνω ανησυχίες του είναι το βιβλίο του, ‘Έρωτας και εγκλήματα από έρωτα’ (De Greeff E., 1989), το οποίο γράφτηκε στις αρχές τις δεκαετίας του 1940 και δημοσιεύτηκε το 1942 όταν ήταν καθηγητής Εγκληματολογικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο στη Luvain. Στις σελίδες αυτού του έργου περιέχονται μερικά από τα πιο σημαντικά στοιχεία της ψυχολογίας όπως αυτή εφαρμόζεται στη σπουδή της εγκληματικής συμπεριφοράς, καθώς και μια πρωτότυπη θεώρηση του εγκληματία που βαίνει πέρα από τον παραδοσιακού τύπου επιστημονικό στοχασμό. Επίσης διακρίνεται ξεκάθαρα η αντίστασή του στον πειρασμό να μελετήσει την εγκληματική πράξη ως μια συμπεριφορά καθαυτή, χωρίς συσχετισμό με την ψυχολογία του φυσιολογικού ανθρώπου. Διότι όπως σημειώνει και ο ίδιος ο De Greeff μόνο ξεκινώντας από αυτήν την ψυχολογία είναι δυνατόν να κατανοήσουμε τις παραμορφώσεις και τις συγκρούσεις που μπορούν να επιδράσουν πάνω στις διαπροσωπικές σχέσεις και να οδηγήσουν στο έγκλημα (Φαρσεδάκης Ι., 1989: 7-8).
Σε όλο το έργο του De Greeff με τις ποικιλόμορφες εκφάνσεις δεσπόζει αφενός μία ιδιαίτερα φροντισμένη περιγραφή των ψυχολογικών μηχανισμών κατά τρόπο αντικειμενικό, λεπτολόγο και αποστασιοποιημένο και αφετέρου διαπνέεται από μία διάθεση φιλοσοφικής ερμηνείας των υπό παρατήρηση ψυχολογικών μηχανισμών με ένα λογοτεχνικό λόγο. Ο άνθρωπος υπήρξε το αντικείμενο του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός του, προσπάθησε να δει την αιχμαλωσία του από τα κίνητρα μιας πράξης και να συλλάβει σε όλη της τη διάσταση την αδυναμία του, αποδεχόμενος πάντα την αμφιβολία και την επαναμφισβήτηση των πάντων. Ως γνήσιος εκπρόσωπος του επιστημονικού ρεύματος της εποχής του, του επιστημονικού θετικισμού αμφισβήτησε τις αρχές της γνώσης και της δράσης και προσπάθησε με το έργο του να προάγει την επιστήμη.
Η ψυχική διαδικασία του περάσματος στην εγκληματική πράξη & η προσπάθεια για την επίτευξη εγκληματολογικής σύνθεσηςΟ De Greeff κατατάσσεται στους εγκληματολόγους της τρίτης περιόδου της εγκληματολογικής έρευνας, που αρχίζει με το ΙΙ Παγκόσμιο Συνέδριο του Παρισιού το 1950 (Φαρσεδάκης Ι., 1990: 386), υπηρέτησε με συνέπεια την κλινική εγκληματολογία και αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ψυχοηθικής κατεύθυνσης της κλινικής εγκληματολογίας. Η ψυχοηθική κατεύθυνση, ασχολείται κυρίως με τη μελέτη του ψυχισμού του εγκληματία, τον σχηματισμό της προσωπικότητάς του και των στοιχείων εκείνων που τον χαρακτηρίζουν και τον διακρίνουν από εκείνο των μη εγκληματιών. Βέβαια ο De Greeff πέρα από τα παραπάνω εστίασε περισσότερο στη μελέτη της διαδικασίας του περάσματος στην εγκληματική πράξη, η οποία μετάβαση είναι άμεσα συνυφασμένη τόσο με την προσωπικότητα του δράστη, από άποψη χρονική διάρκειας και περιεχομένου, όσο και με τις καταστάσεις που επικρατούν κατά τη στιγμή της εγκληματικής απόφασης (Χάιδου Α., 1996: 114).
Ουσιαστικά αυτό που επιχειρεί με το έργο του ο De Greeff είναι μία εμπειρική σύνθεση που έχει ως στόχο τη δημιουργία ενός εργαλείου για την κλινική εργασία. Επιτρέπει τον συνδυασμό ενός ηθικού ντετερμινισμού με μεμονωμένους και ελεύθερους καθορισμούς. Αυτό που κάνει δεν είναι τίποτε άλλο από το να συνδέει μόνο έγκλημα και εγκληματία. Δεν ενδιαφέρεται να μελετήσει την εγκληματικότητα στην κλίμακα της συνολικής κοινωνίας. Επιδιώκει να βρει τις σχέσεις και διασυνδέσεις των διαφόρων εγκληματογόνων παραγόντων που οδηγούν στη γένεση, εξέλιξη, δημιουργία της ιδέας και της εγκληματικής δυναμικής σε συγκεκριμένη και μεμονωμένη περίπτωση. Τονίζει όχι μόνο τους εγκληματογόνους παράγοντες, αλλά θέλει να επιστήσει την προσοχή στους μηχανισμούς του περάσματος στην πράξη (Φαρσεδάκης Ι., 1990: 388-389). Διότι όπως έλεγε και ο ίδιος «πρέπει να τοποθετηθούμε στον άξονα του Εγώ που είναι υπεύθυνο και από εκεί να εφαρμόσουμε στο φαινόμενο που βιώθηκε, τις επιστημονικές απόψεις» (De Greeff E., 1947).
Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με τη θεωρία του De Greeff, ο ανθρώπινος ψυχισμός κατευθύνεται από δύο κατηγορίες ενστίκτων – ενώ εμείς νομίζουμε ότι η δράση μας κατευθύνεται από εμάς ελεύθερα – που η μία ανταγωνίζεται την άλλη α) τα ένστικτα της άμυνας που συμβάλλουν στη συντήρηση του Εγώ και εκφράζονται από το φόβο, τη φυγή αλλά και την επίθεση και β) τα ένστικτα της συμπάθειας που συμβάλλουν στη διατήρηση του είδους (De Greeff E., 1947). Μέσα στo πλαίσιo της διαλεκτικής δυναμικής των δυο κατηγοριών ενστίκτων, ο άνθρωπος τείνει να επιλέγει την ασφάλεια αντί της στοργής, αλλά, επειδή μ’ αυτή την επιλογή καταδικάζεται στη μοναξιά και κατά συνέπεια στην αγωνία και σ’ ένα αίσθημα υπαιτιότητας, μάχεται να εξαφανίσει αυτό το τελευταίο με μιαν επιστροφή προς τον άλλο (De Greeff E., 1947). Οι συνειδητές και εκούσιες λειτουργίες, η νόηση, συμμετέχουν σ’ αυτή τη μεταστροφή των αισθημάτων και των συμπεριφορών, αλλά είναι τότε σίγουρο πως οι οποιεσδήποτε διαταραχές του χαρακτήρα και οι νοητικές ανεπάρκειες δεν θα επιτρέψουν αυτή τη μεταστροφή της συμπεριφοράς και θα ευνοήσουν το πέρασμα στην εγκληματική πράξη (De Greeff E., 1947). Με αυτό τον τρόπο αναλύεται κατά τον De Greeff η προσωπικότητα του εγκληματία. Συμπληρώνεται δε η θεωρία των ενστίκτων από την θεωρία των «αδιάφθορων λειτουργιών» που εκφράζουν το στοιχειώδες παιχνίδι των ζωτικών λειτουργιών, πριν από κάθε εμπειρία της συνείδησης και έχουν ως κύριες εκδηλώσεις τα συναισθήματα της ευθύνης, της δικαιοσύνης, της αποτυχίας, της μοίρας (Φαρσεδάκης Ι., 1990: 406).
Τέλος ο De Greeff μελέτησε και προσχώρησε στην ανάλυση των φάσεων της ψυχικής διαδικασίας του περάσματος στην πράξη. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του η διαδικασία του περάσματος στην εγκληματική πράξη αναφέρεται σε τέσσερις φάσεις και οι οποίες είναι εξής (Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου Α., 1979: 158 και Φαρσεδάκης Ι., 1990: 201):
Α. η αδιαμόρφωτη συναίνεση, κατά την οποία το άτομο επηρεάζεται μεν στη λήψη της εγκληματικής απόφασης από τον έλεγχο του Υπερεγώ, οι δισταγμοί του όμως έχουν ελαττωθεί,
Β. η διαμορφωμένη συναίνεση, κατά την οποία το άτομο υπερνικά τις ανασχετικές επιδράσεις του Υπερεγώ και έχει πειστεί από τα κίνητρα της πράξης που θέλει να επιχειρήσει,
Γ. η κρίση και απόφαση, όπου πλέον κρίνει ο δράστης ότι πρέπει να διαπράξει το έγκλημα και έχουμε την οριστική απόφαση και τέλος
Δ. η εγκληματική πράξη
Φυσικά βέβαια όπως επισημαίνεται και από τον ίδιο τον De Greeff, από δράστη σε δράστη διαφέρουν οι επί μέρους φάσεις και ποικίλει τόσο η ένταση όσο και η διάρκεια της καθεμιάς. Η προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου, όσο και οι περιβαλλοντικές συνθήκες θα παίξουν οπωσδήποτε καθοριστικό ρόλο στην εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς (Χάιδου Α., 1996: 115).
Επίλογος-ΚριτικήΗ λεγόμενη επικίνδυνη προσωπικότητα και όλη η προβληματική γύρω από τη διαδικασία του περάσματος στην πράξη που αποτελούν τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της εισβολής της ψυχιατρικής στο χώρο της εγκληματολογίας, προσπάθησαν να επιβάλλουν μια μηχανιστική αντίληψη γύρω από το έγκλημα και την αιτιολογία του. Ο De Greeff ως γνήσιος ψυχίατρος δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τον κανόνα αλλά η πρωτοτυπία του έγκειται στο γεγονός ότι αν και ψυχίατρος δεν απέρριψε την επίδραση του περιβάλλοντος στην εγκληματική συμπεριφορά και δεν έμεινε προσκολλημένος στον ψυχισμό ενός ατόμου αδιαφορώντας πλήρως για την κοινωνία στην οποία εντάσσεται.
Επίσης η εγκληματολογική προσπάθεια του De Greeff ενταγμένη στο ψυχαναλυτικό μοντέλο στο πλαίσιο ενός θετικιστικού παραδείγματος με αναφορές στην επικινδυνότητα και σε επικίνδυνους δράστες, θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι στοχεύει στο να θέσει την παρεκκλίνουσα και κατ’ επέκταση την εγκληματική συμπεριφορά κάτω από έναν εξορθολογισμένο έλεγχο και να νομιμοποιήσει την άσκηση του επίσημου κοινωνικού ελέγχου απέναντί της, εξυπηρετώντας, καλυμμένη κάτω από το δικό της επιστημονικό μανδύα, τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης (Τσαλίκογλου Φ., 1987: 46). Ο De Greeff, χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε το έργο του και τη συμβολή του στην εξέλιξη της Εγκληματολογίας και την προαγωγή της εγκληματολογικής γνώσης, ως θετικιστής έψαξε να βρει τα αίτια της εγκληματικής συμπεριφοράς αλλά απέτυχε και αυτός στο βαθμό που αναφέρει και ο Vold εφόσον δεν υπάρχει ακόμη ικανοποιητική θεωρία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είτε εγκληματικής είτε μη εγκληματικής (Vold G., Bernard T., 1986: 44 επ.).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑDe Greeff E., Les instincts de defence et de sympathie, Presses Universitaires de France, Paris 1947.
De Greeff E., Notre destinee et nos instincts, Presses Universitaires de France, Paris 1947.
De Greeff E., Έρωτας και Εγκλήματα από Έρωτα, μτφ. Ηρώ Σαγκουνίδου-
Δασκαλάκη, σειρά Βιβλιοθήκη Εγκληματολογίας υπό την εποπτεία του Ομ. Καθηγητή Εγκληματολογίας Ιάκωβου Φαρσεδάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1989
Pinatel J., Etienne De Greeff (1898-1961), Bibliothéque International de Criminologie. Ed. Cujas, Paris 1967.
Vold G., Bernard T., Theoretical Criminology, 3rd ed., Oxford University Press, New York 1986.
Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου Α., Παραδόσεις Εγκληματολογίας Α΄, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1979.
Σαγκουνίδου- Δασκαλάκη Η., Βιογραφικό Σημείωμα στην ελληνική έκδοση του De Greeff, Έρωτας και Εγκλήματα από Έρωτα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1989.
Τσαλίκογλου Φ., Ο Μύθος του Επικίνδυνου Ψυχασθενή. Οι Λειτουργίες μιας Κοινωνικής Κατασκευής, Παπαζήσης, Αθήνα 1987.
Φαρσεδάκης Ι., Εισαγωγικό Σημείωμα στην ελληνική έκδοση του De Greeff E., Έρωτας και Εγκλήματα από Έρωτα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1989.
Φαρσεδάκης Ι., Η Εγκληματολογική Σκέψη απ’ την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1990.
Χάιδου Α., Θετικιστική Εγκληματολογία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1996.