του Καθηγητή Νέστορα Κουράκη
Λόγω της οικονομικής κρίσης και της συνεχώς αυξανόμενης εγκληματικότητας, πολλοί είναι αυτοί που "τα ρίχνουν" όλα στους μετανάστες και ζητούν μια σκληρότερη πολιτική απέναντί τους. Όμως αυτή η στάση είναι κοντόφθαλμη, εξωπραγματική και ατελέσφορη. Η προσέγγιση σ΄ ένα τόσο λεπτό και δύσκολο θέμα, όπως το μεταναστευτικό, πρέπει αναμφίβολα να είναι όχι μόνο ψύχραιμη, αλλά και διαποτισμένη από πνεύμα αλληλεγγύης για τους συνανθρώπους μας. Οι σκέψεις που ακολουθούν ελπίζουμε ότι διαπνέονται από αυτήν ακριβώς την προσέγγιση, την οποία άλλωστε υποδηλώνει και ο τίτλος του σημερινού editorial.
Ασφαλώς η διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος κατά τα τελευταία 20 χρόνια, οπότε αυτό άρχισε να ανακύπτει με έντονο τρόπο στη χώρα μας, δεν υπήρξε ούτε ορθολογικά οργανωμένη, ούτε συνακόλουθα, αποτελεσματική. Κυρίως είχε τον χαρακτήρα προσωρινότητας και προχειρότητας μέσα από νόμους – σκούπα που απλώς επιχειρούσαν κάθε φορά να πραγματώσουν δύο παράλληλους στόχους: Αφενός να επικυρώσουν τετελεσμένες καταστάσεις για ήδη διαβιούντες στην Ελλάδα μετανάστες (υποχρεώνοντάς τους ταυτόχρονα να καταβάλουν σημαντικά ποσά προς το δημόσιο ταμείο και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς για την όποια "νομιμοποίηση" της εδώ διαμονής και εργασίας τους). Και αφετέρου επιχειρούσαν να θεσπίσουν μέτρα αστυνομικο-ποινικού χαρακτήρα, ιδίως για επίδοξους μετανάστες που θα επεδίωκαν την είσοδό τους στη χώρα. Αντίθετα, καμία σημαντική προσπάθεια δεν έγινε για να μελετηθεί με επιστημονικό τρόπο το πόσους μετανάστες ενδείκνυται να απορροφήσει η Ελλάδα, δηλ., με απλή διατύπωση, το πόσους μετανάστες «αντέχει» η χώρα, ώστε να μην προκύψει δυσλειτουργία σε βασικούς τομείς του κράτους, όπως η δημόσια υγεία, η δημόσια παιδεία, η δημόσια ασφάλεια και, γενικότερα, η δημόσια διοίκηση. Επίσης, δεν μελετήθηκε τι είδους μετανάστες χρειαζόμαστε και πώς αυτοί μπορούν να απορροφηθούν πράγματι σε επαγγελματικούς κλάδους ως προς τους οποίους υπάρχουν ελλείψεις, αλλά με παράλληλη εισδοχή και ένταξη των μεταναστών αυτών στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία, ώστε να αποκτήσουν συνείδηση ότι ανήκουν στη χώρα στην οποία διαβιώνουν και να γίνουν υπεύθυνοι πολίτες της. Είναι εν προκειμένω χαρακτηριστικό το γεγονός ότι σύμφωνα με στοιχεία που αφορούν χρονικά τις αρχές του 2010, μόλις 130 αλλοδαποί έχουν αναγνωρισθεί στην Ελλάδα ως επί μακρόν διαμένοντες (δηλ. επί 5ετία), ενώ άλλοι 550.000 έχουν απλώς διετή άδεια παραμονής, την οποία επομένως είναι υποχρεωμένοι να ανανεώνουν κάθε δύο χρόνια. Ανάμεσα σε αυτούς τους αλλοδαπούς υπάρχουν αναμφίβολα πολλοί που βρίσκονται επί χρόνια στην Ελλάδα ή που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε αυτήν. Και είναι προς το συμφέρον της χώρας μας να προχωρήσουμε στην άμεση νομιμοποίηση της παραμονής και εργασίας τους ή ακόμη και στην απόδοση σ΄ αυτούς Ελληνικής ιθαγένειας –όπως επιχειρεί να πράξει ο σχετικά πρόσφατος ν. 3838/2010–, αρκεί βέβαια η νομιμοποίηση ή και "ελληνοποίηση" αυτή να συνδυασθούν με τις κατά περίπτωση ανάγκες και δυνατότητες της ελληνικής κοινωνίας για ένταξη στους κόλπους της αυτών των ανθρώπων.
Όμως, και σε γενικότερο επίπεδο πιστεύω ότι μια αποτελεσματική μεταναστευτική πολιτική πρέπει να έχει ως κύρια βάση της τις ανάγκες και τις δυνατότητες της ελληνικής κοινωνίας να απορροφήσει τους μετανάστες που διεκδικούν είσοδο σ΄ αυτήν. Είναι δε αυτονόητο, ότι όσο περισσότεροι μετανάστες συνωστίζονται σε μια χώρα, τόσο λιγότερες δυνατότητες έχουν αυτοί να εξασφαλίσουν, ιδίως μέσα στη σημερινή κρίση, μιαν επιτυχημένη κοινωνική ένταξη και μιαν, αντίστοιχα, αξιοπρεπή διαβίωση, δηλ. να εξασφαλίσουν αξιοπρεπή εργασία, στέγη, τροφή, παιδεία, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, νομική προστασία και ασφάλεια από κινδύνους.
Αλλωστε, και οι ίδιες οι συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών στην Ελλάδα για όσο διάστημα είναι αυτοί αναγκασμένοι να διαμείνουν εδώ, εγγίζουν τα όρια της αθλιότητας, σύμφωνα και με εμπεριστατωμένη έκθεση της «Διεθνούς Αμνηστίας» για την Ελλάδα, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η παγίδα “Δουβλίνο ΙΙ”. Mεταφορές αιτούντων άσυλο προς την Ελλάδα» (Μάρτιος 2010 – υπάρχει ολόκληρη στο Διαδίκτυο, http://www.amnesty.org.gr/wp-content/uploads/2010/05/DublinIItrap-1.doc˙πρβλ. και σχτ. σημειώματα της Ιωάννας Σωτήρχου στη «Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία» της 2.1.2010, σελ. 17, καθώς και του Διονύση Γουσέτη στην «Καθημερινή» της 21.4.2010, σελ. 13 ). Εφόσον, δηλ., συλληφθούν, κρατούνται υπό άθλιες συνθήκες και στη συνέχεια, επειδή η απέλασή τους είναι κατά κανόνα ανέφικτη, αφήνονται ελεύθεροι με υπηρεσιακό σημείωμα και, για να επιβιώσουν, είτε γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης με όρους δουλοπαροικίας και παραοικονομίας, είτε εξωθούνται στο περιθώριο, την ανομία και την εγκληματικότητα (για το θέμα αυτό βλ. ιδίως τη σχτ. εργασία που δημοσίευσα στα «Ποινικά Χρονικά» ΝΓ’ 2003, σελ. 577 – 583, καθώς και τη μελέτη του δικαστικού Φίλιππου Μανώλαρου με θέμα «Οι μετανάστες μέσα από τις αποφάσεις των Ελληνικών Δικαστηρίων» στον «Ποινικό Λόγο» 2007, σελ. 1767 - 1773). Όμως, αυτές οι καταστάσεις εξαθλίωσης, πέραν του ότι είναι απαράδεκτες για μια σύγχρονη «πολιτισμένη» χώρα, όπως θέλει να είναι η Ελλάδα, εμπεριέχουν και ένα σοβαρό κίνδυνο για την ίδια την υπόστασή της, αφού μπορούν να οδηγήσουν σε οξύτατες κοινωνικές αντιπαραθέσεις και, εν τέλει, σε διάλυση του κοινωνικού ιστού.
Από την άποψη αυτή θα πρέπει να εξετασθεί επιτέλους με τη δέουσα σοβαρότητα η συμμετοχή της χώρας μας στη Συνθήκη Δουβλίνο II (Κοινοτικός Κανονισμός 343/2003). Σύμφωνα με τη Συνθήκη αυτή η Ελλάδα, όντας λόγω της γεωγραφικής της θέσης το πρώτο κράτος υποδοχής στο οποίο θα βρεθεί συχνά ένας μετανάστης και θα ζητήσει άσυλο όταν προέρχεται από χώρες της Αφρικής και της Ασίας, είναι «αποκλειστικά αρμόδια για την εξέταση και διεκπεραίωση ενός αιτήματος ασύλου». Επομένως, η χώρα μας έχει δεσμευθεί και είναι υποχρεωμένη απέναντι στους εδώ αφικνούμενους μετανάστες να τους παρέχει αξιοπρεπή διαμονή, περίθαλψη και ασφάλεια μέχρις ότου κριθεί η αίτησή τους, δηλ. κατ΄ ουσίαν για μερικούς τουλάχιστον μήνες, χωρίς αυτός ο μετανάστης να μπορεί τότε ή αργότερα να μεταβεί στη χώρα του τελικού του προορισμού, π.χ. στην Ιταλία. Είναι σαφές ότι αυτή η ρύθμιση της Συνθήκης Δουβλίνο ΙΙ, την οποία η χώρα μας αποδέχθηκε χωρίς πολλή μελέτη και περίσκεψη, καταντά να συνεπάγεται λίαν οδυνηρές συνέπειες όχι μόνο για την Ελλάδα, η οποία δεν έχει τα αναγκαία οικονομικά μέσα και τη διοικητική οργάνωση να "υποδεχθεί" τέτοιες στρατιές μεταναστών, αλλά και για τους ίδιους τους μετανάστες, οι οποίοι κυριολεκτικά παγιδεύονται σε μια χώρα όπου δεν θα ήθελαν και οι ίδιοι να μείνουν (κατά εκτιμήσεις, μόνον ένα 10% των αλλοδαπών επιθυμούν να ζήσουν στην Ελλάδα – βλ. σχτ. αρθρογραφία της Ηλέκτρας – Λήδας Κούτρα για τη Συνθήκη Δουβλίνο ΙΙ στη «Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία» της 17.4.2010, σελ. 41).
Ενόψει των ανωτέρω θεωρώ εύστοχες τις επισημάνσεις του Γενικού Γραμματέα Μεταναστευτικής Πολιτικής Καθηγητή κ. Ανδρέα Τάκη στην προαναφερθείσα "Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία" της 2.1.2010, σελ. 31, ότι "είναι ανάγκη να πιέσουμε στη σταδιακή τροποποίηση των δεσμεύσεων της Συνθήκης Δουβλίνο II οι οποίες είναι ετεροβαρείς και είναι ένα άχθος στο οποίο δεν μπορεί να απουσιάζει η κοινοτική αλληλεγγύη. Οι εταίροι μας δεν είναι αφελείς και γνωρίζουν ότι πρέπει να επαναδιευθετηθεί το θέμα του Δουβλίνου και η Ελλάδα έχει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανατροπή αυτής της ετεροβαρούς σχέσης που αναλάβαμε σε χρόνο ανύποπτο". Ειδικότερα, η χώρα μας, σύμφωνα και με σχετική πρόταση της ΜΚΟ «Ελληνική Δράση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα», θα μπορούσε να εισηγηθεί τη θέσπιση ρύθμισης κατά την οποία ο μετανάστης που ισχυρίζεται ότι είναι πρόσφυγας, εφόσον εισέλθει στην Ευρώπη, θα έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει ο ίδιος πού θα εξετασθεί το αίτημά του για παροχή ασύλου, με μόνη δυνατότητα περιορισμού της επιλογής του τον πραγματικό κορεσμό της χώρας – μέλους, σε σημείο κινδύνου καταστρατήγησης των υπέρ του τεθεισών εγγυήσεων (βλ. την προαναφερθείσα αρθρογραφία της Ηλέκτρας – Λήδας Κούτρα στη «Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία» της 17.4.2010, σελ. 41)
Συμπερασματικά, αυτό που θα άξιζε να προγραμματίσουμε, έστω και τώρα, είναι να χαραχθεί επιτέλους και για τη χώρα μια ανθρωπιστική και συνάμα αποτελεσματική μεταναστευτική πολιτική. Μια πολιτική δηλ. που θα επιτύχει τη δύσκολη, πράγματι, εναρμόνιση δύο εν δυνάμει αντίθετων στόχων: Από τη μια πλευρά να αντιμετωπισθούν, με σεβασμό των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα προβλήματα κάποιων αλλοδαπών συνανθρώπων μας που αναγκάζονται να φύγουν από τον τόπο τους διωκόμενοι ή και αυτοβούλως, σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Και από την άλλη πλευρά, να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά, σε συνεργασία και με την Ευρωπαϊκή Ένωση (1), το πρόβλημα της ίδιας της χώρας μας, που πρέπει να αντεπεξέλθει με επιτυχία στις σημερινές αντίξοες συνθήκες χωρίς να επιβαρύνεται με πρόσθετες κρατικές δαπάνες, πρόσθετες διοικητικές δυσλειτουργίες και πρόσθετες κοινωνικές εντάσεις από ανθρώπους τους οποίους εκ των πραγμάτων δεν είναι σε θέση να βοηθήσει.
(1) Πρβλ. το αφιέρωμα του περ. «Τime» της 1.3.2010, σελ. 14 – 21 για το ζήτημα της μετανάστευσης στη νότια Ευρώπη, δηλ. Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία, καθώς και την ανάλυση των Alain Morice και Claire Rodier που δημοσιεύθηκε στην «Monde Diplomatique» και επαναδημοσιεύθηκε μεταφρασμένο στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» της 25.7.2010, σελ. 31 – 34.