"Η εγκληματολογία, ως κοινωνική επιστήμη, είναι κατεξοχήν μια επιστήμη της κρίσης"
Συνέντευξη στην Αγγελική Σταμπουλή
και την Αντωνία Καστρινάκη
1. Για ποιο λόγο επιλέξατε την ενασχόλησή σας με την επιστήμη της εγκληματολογίας;
Η εγκληματολογία μού αποκαλύφθηκε προς το τέλος των νομικών σπουδών μου και προκάλεσε απ’ την πρώτη στιγμή το ενδιαφέρον μου για τον τρόπο που προσέγγιζε τα ζητήματα του εγκλήματος και της ποινής. Ο νόμος και το ποινικό σύστημα εμφανίζονταν πλέον ως δημιουργικοί παράγοντες του εγκλήματος, ενώ η κοινωνική πραγματικότητα πρόβαλε πίσω απ’ τις ποινικές της τυποποιήσεις, αναδεικνύοντας όλη την πολυπλοκότητα και τις αντιφάσεις της . Μια τέτοιου είδους προσέγγιση όχι μόνο διεύρυνε την αντίληψή μου γύρω από το έγκλημα και την ποινή αλλά μου πρόσφερε καινούργια θεωρητικά εργαλεία για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου γύρω από όσα έμεναν αναπάντητα - και, θα έλεγα, ανέγγιχτα - από τη νομική συλλογιστική.
Κάπως έτσι άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι του ενδιαφέροντός μου για την εγκληματολογία, μέσα από ποικίλα διαβάσματα και αναζητήσεις, αλλά καταλυτικό ρόλο έπαιξε η φοίτησή μου στο - ανεπίσημο, ακόμη, τότε - Σεμινάριο Εγκληματολογίας του Παντείου, που μου έδωσε την δυνατότητα να αποκτήσω τις πρώτες μου επιστημονικές βάσεις. Όσο το αναλογίζομαι, διαπιστώνω ότι ήταν μια περίοδος έντονων πνευματικών διεργασιών, γιατί μέσα από τα μαθήματα, τις εργασίες και την επικοινωνία με τους καθηγητές μου, διαμόρφωνα σταδιακά μια καινούργια επιστημονική αντίληψη για τα ζητήματα που με απασχολούσαν. Φανταστείτε ότι εκεί παρουσιάσαμε για πρώτη φορά με δυο άλλους συναδέλφους από τη Νομική - την Ελπίδα Κορυφίδου και τον Τάκη Δέγλερη – το «Επιτήρηση και τιμωρία» του Φουκώ από το πρωτότυπο, γιατί δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμη στα ελληνικά! Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, η Εγκληματολογία αποκτούσε για μένα ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ανταποκρινόταν πιο πειστικά στις αναζητήσεις μου.
Αλλά για να μην αδικώ και τη νομική μου παιδεία, συνειδητοποίησα κάπως αργότερα την αξία της - και, θα έλεγα, τη συμπληρωματικότητά της με την εγκληματολογία - καθώς αναζητούσα να ισορροπήσω ανάμεσα στις δύο επιστήμες. Σ’ αυτό συνέβαλε και η δικηγορική μου επαγγελματική ιδιότητα, γιατί μέσα απ’ αυτή μπόρεσα να αντιληφθώ καλύτερα την οριοθέτηση Νομικής και Εγκληματολογίας, ιδίως στο πεδίο της αντεγκληματικής πολιτικής: Η πρωτοκαθεδρία των προταγμάτων του κράτους δικαίου και της δικαιοπολιτικής λειτουργίας του ποινικού δικαίου υπήρξε, για μένα, ένα θεμελιακό κεκτημένο της νομικής παιδείας, που με βοήθησε πολλές φορές να σταθώ κριτικά απέναντι σε διάφορες κατευθύνσεις της αντεγκληματικής πολιτικής.
Για να επανέλθω, όμως, στην εποχή που ολοκλήρωνα το μεταπτυχιακό μου στο Πάντειο (καλοκαίρι του 1986), ο κύβος είχε πλέον ριφθεί και το επόμενο μεγάλο βήμα ήταν η αποδοχή της αίτησής μου για εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στη Σχολή Εγκληματολογίας του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λουβαίν. Ήταν μια μακρά, επίπονη αλλά αποκαλυπτική διαδικασία, που με ωρίμασε σε πολλά επίπεδα. Όταν επέστρεψα, όμως, στην Ελλάδα, ένοιωσα την ανάγκη να πιάσω και πάλι τα πράγματα απ’ την αρχή! Ξέρετε, όταν ολοκληρώνεις κάτι, μπορεί να νοιώθεις, για κάποιο διάστημα, μια προσωρινή πληρότητα αλλά μετά εμφανίζονται πάλι μπροστά σου καινούργια ερωτήματα, συνειδητοποιείς πως ό,τι έχεις κάνει μέχρι τότε είναι ανολοκλήρωτο, οπότε λες ότι πρέπει να συνεχίσω, να πάω τα πράγματα παραπέρα… Υπήρξαν, βέβαια, και οι πολύτιμες ευκαιρίες που μου δόθηκαν, όπως οι προτάσεις του Καθηγητή Ιάκωβου Φαρσεδάκη να συμμετάσχω σ’ ένα σεμινάριο με θέμα «Έγκλημα και λογοτεχνία», καθώς επίσης να αναλάβω υπεύθυνος, για το 1993-94, του Μεταπτυχιακού Σεμιναρίου Εγκληματολογίας στο Πάντειο, εκεί, δηλαδή, που, πριν μερικά χρόνια, ήμουν ακόμη φοιτητής! Τότε, είχαμε δουλέψει με τους φοιτητές το θέμα «Εγκληματολογικές προσεγγίσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», που έμελε να αποτελέσει αργότερα το γνωστικό αντικείμενο της ακαδημαϊκής μου εξέλιξης. Έτσι, πέρναγα σιγά-σιγά από την άλλη πλευρά, του διδάσκοντα. Ουσιαστικά, όμως, πιστεύω ότι παραμένουμε πάντα σπουδαστές, οι αναζητήσεις δεν τελειώνουν ποτέ, απλώς, με την πάροδο του χρόνου, ωριμάζουμε κάπως περισσότερο και οδηγούμαστε, σταδιακά, σε απόπειρες πιο συνθετικώνθεωρήσεωνπάνω στα ζητήματα της επιστήμης μας.
2. - Ποιες ήταν οι εμπειρίες σας από τις σπουδές σας στο εξωτερικό και αν κατά τη γνώμη σας μπορεί να υπάρξει σύγκριση των σπουδών του εξωτερικού με τα δεδομένα της Ελλάδας στο χώρο της εγκληματολογίας;
Οι εμπειρίες μου ήταν αποκαλυπτικές στο επιστημονικό επίπεδο και, κατ’ επέκταση, στο βαθύτερο προσωπικό – άλλωστε αυτά τα δυο πάνε μαζί! Βρέθηκα σε μια χώρα, το Βέλγιο, και σ’ έναν ακαδημαϊκό χώρο, όπως η Σχολή Εγκληματολογίας του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λουβαίν, που υπήρξαν από τους διαμορφωτές της ευρωπαϊκής Εγκληματολογίας, ήδη από τις απαρχές της. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι αυτή η βαριά παράδοση όχι μόνο εξελισσόταν σταθερά μέσα στο χώρο της από άξιους συνεχιστές αλλά, κυρίως, ότι βρισκόταν, διαρκώς, σε γόνιμη επαφή με τις αντίστοιχες διεθνείς αναζητήσεις (ιδίως στον αγγλοσαξωνικό χώρο), μπολιαζόταν απ’ αυτές και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ανανεωνόταν. Ως υποψήφιος διδάκτορας είχα την ευκαιρία να παρακολουθώ από κοντά και να συμμετέχω στις δραστηριότητες της Σχολής (École) Εγκληματολογίας και του Τμήματος Ποινικού Δικαίου και Εγκληματολογίας, όπου ήταν ενταγμένη, γεγονός που μου έδινε την ευκαιρία να αποκτώ μια σύγχρονη αντίληψη για την επιστήμη μου αλλά και να συζητώ με πολλούς σημαντικούς εγκληματολόγους από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Είναι διαφορετικό να διαβάζεις μελέτες απ’ το να έχεις μπροστά σου τους ίδιους τους μελετητές! Πολλές φορές ένοιωθα ότι οι βιβλιογραφικές παραπομπές μου ζωντάνευαν, καθώς ανακάλυπτα τους ανθρώπους πίσω απ’ τα γραπτά τους! Θυμάμαι, επίσης, ότι ο επιβλέπων της διατριβής μου - ο ομότιμος πλέον καθηγητής Guy Houchon - μου έλεγε να επισκέπτομαι, τουλάχιστον μια φορά το μήνα, τον «κήπο των περιοδικών» – έτσι αποκαλούσε ένα χώρο στη βιβλιοθήκη, όπου τοποθετούνταν τα τελευταία τεύχη από όλα τα εγκληματολογικά περιοδικά, που κυκλοφορούσαν διεθνώς. Αυτό ήταν για μένα αποκαλυπτικό! Δεν φαντάζεστε τί απίθανα πράγματα έβρισκα και πόσο με βοηθούσαν να ξεκαθαρίσω διάφορα θέματα της διατριβής, που μου φαίνονταν, στην αρχή, αξεπέραστα! Νομίζω ότι αν δεν ψάξεις τα βιβλία από κοντά, δεν μπορείς να αντιληφθείς τί «μυστικά» μπορεί να σου αποκαλύψουν! Το λέω και στους φοιτητές μου: μην αρκείστε μόνο στις βιβλιογραφικές πληροφορίες από το internet∙ πηγαίνετε και δέστε τα βιβλία από κοντά, στα ράφια της βιβλιοθήκης, ανοίξτε τα, διατρέξτε τα διαγωνίως, συμβουλευτείτε τα περιεχόμενα και τον index∙ στο τέλος, όλο και κάτι ενδιαφέρον θα βρείτε! Ναι, ήταν μια σπουδαία εμπειρία για μένα οι σπουδές στο εξωτερικό σε όλα τα επίπεδα: επέστρεψα πίσω πιο «πλούσιος» και με πολύ όρεξη να μοιραστώ, όσα απέκτησα, με συναδέλφους και φοιτητές.
Πάντως, επειδή μου ζητάτε να προχωρήσω σε συγκρίσεις με την Ελλάδα, δεν μπορώ, προφανώς, να είμαι ακριβοδίκαιος, αφού έχουν περάσει, ήδη, περίπου είκοσι χρόνια από τότε που άφησα τη Λουβαίν και δεν ξέρω πώς είναι σήμερα εκεί τα πράγματα. Εκείνο, όμως, που μπορώ να σας πω με βεβαιότητα, είναι ότι η παιδεία που είχα αποκτήσει τόσο κατά τις προπτυχιακές σπουδές μου στη Νομική Αθηνών όσο και στο Μεταπτυχιακό Σεμινάριο Εγκληματολογίας του Παντείου (παρεμπιπτόντως, γιορτάζουμε αυτές τις μέρες τα 30 χρόνια από την ίδρυσή του!) αποτέλεσαν για μένα μια πολύτιμη «πρώτη ύλη», την οποία μπόρεσα να αξιοποιήσω στη συνέχεια και, χωρίς αυτή, δεν θα μπορούσα να προχωρήσω. Το ενδιαφέρον, μάλιστα, είναι ότι, ακόμη και σήμερα, όταν επικοινωνώ με παλιούς φοιτητές μου, που συνεχίζουν τις σπουδές τους σε ξένα Πανεπιστήμια, και τους ρωτώ, αν οι προπτυχιακές ή/και οι μεταπτυχιακές σπουδές τους στην Εγκληματολογία, στο Πάντειο, τους έχουν βοηθήσει στη μετέπειτα πορεία τους, οι απαντήσεις είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικές, αφού όλοι παραδέχονται πόσο σημαντική υπήρξε η φοίτησή τους και πόσο εναρμονισμένα είναι αυτά που διδάχθηκαν με τις σύγχρονες διεθνείς αναζητήσεις στο χώρο μας!
3. - Πως προέκυψε η ενασχόλησή σας με τα εγκληματολογικά θέματα που άπτονται του πεδίου της ευρωπαϊκής ιδέας και ολοκλήρωσης;
Θα σας φανεί περίεργο αλλά όλα ξεκίνησαν από μια ερώτηση που μου υπέβαλε ένας Καθηγητής, μέλος της Επιτροπής, κατά την υποστήριξη της διατριβής μου! Ο τίτλος της ήταν «Τα σημεία αντίστασης της έννοιας της επικινδυνότητας» («Les points de résistance de la notion de dangerosité») - η λέξη «résistance» μπορεί να αποδοθεί και ως «αντοχή», ως «ανθεκτικότητα». Το θέμα που διερευνούσα ήταν, με δυό λόγια, γιατί η επικινδυνότητα επιδεικνύει τόσο ακλόνητη αντοχή στους λόγους και τις πρακτικές της εγκληματολογίας και της αντεγκληματικής πολιτικής, παρά τις ποικίλες κριτικές που έχει δεχθεί. Ρωτήθηκα, λοιπόν, εάν πιστεύω ότι η έννοια της επικινδυνότητας εμφανίζεται καθόλου – με τρόπο ρητό ή υπολανθάνοντα - στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ήταν κάτι που δεν το είχα σκεφθεί καθόλου προηγουμένως και του απάντησα, εντελώς αυθόρμητα, καταφατικά, έχοντας στο μυαλό μου όλους τους ελέγχους και τις διακρίσεις, που εισήγαγαν τότε (βρισκόμασταν στο 1993) ο «τρίτος πυλώνας» της Συνθήκης του Μάαστριχτ και η Συμφωνία Σένγκεν. Ζούσα στις Βρυξέλλες και τα ζητήματα αυτά βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, οπότε υπήρχε ήδη ένας διάχυτος σχετικός προβληματισμός στα media και τους ακαδημαϊκούς κύκλους. Κάπως έτσι προέκυψε το ενδιαφέρον μου για τις «Εγκληματολογικές όψεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», όπως είναι και ο τίτλος ενός μαθήματος που διδάσκω. Διαπίστωνα, επίσης, ότι τα θέματα αυτά απασχολούσαν ολοένα και περισσότερο την εγκληματολογική επιστημονική κοινότητα στην Ευρώπη: αρχικά, τα βασικά σημεία του ενδιαφέροντος ήταν οι περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, δηλαδή ο έλεγχος των μεταναστών και των αιτούντων άσυλο, και οι απάτες σε βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού, που οδήγησαν κατόπιν στην – αμφιλεγόμενη, και γι’ αυτό ατελέσφορη - πρωτοβουλία του «Corpus Juris». Στην πορεία, η ολοένα και μεγαλύτερη εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ζητήματα κοινωνικού ελέγχου της εγκληματικότητας και οισημαντικές τομές που επέφεραν οι πολιτικές της στο σχεδιασμό και την εφαρμογή των αντίστοιχων εθνικών πολιτικών, ανέδειξαν πλέον το πεδίο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε αντικείμενο μελέτης των εγκληματολόγων και των ποινικολόγων. Νομίζω ότι, σήμερα, το πεδίο του κοινωνικού ελέγχου στην Ευρώπη αποκτά ολοένα και περισσότερο υπερκρατικά και διακρατικά χαρακτηριστικά, ώστε, αντίστοιχα, και το αντικείμενο μελέτης της Εγκληματολογίας να μη μπορεί να διερευνηθεί πλέον με τον παραδοσιακό εθνοκεντρικό τρόπο ανάλυσης. Άλλωστε, δεν υπάρχει πλέον κανένας θεσμός του επίσημου κοινωνικού ελέγχου που να λειτουργεί αποκλειστικά εθνοκεντρικά: η εθνική ποινική νομοθεσία ενσωματώνει διαρκώς αντίστοιχες κοινοτικές διατάξεις, η αστυνομία και η δικαιοσύνη λειτουργούν μέσα από πανευρωπαϊκά δίκτυα συνεργασίας, ακόμη και η έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής αλλά και των λεγόμενων εναλλακτικών ποινών μπορεί πλέον να διεξαχθεί διακρατικά για τους «ευρωπαίους πολίτες»! Έτσι, από την «Εγκληματολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (Κ. Σπινέλλη) έχουμε φτάσει πλέον στην “Ευρωπαϊκή Ποινολογία» (D. Van Zyl Smit και S. Snacken)! Δεν ισχυρίζομαι, ασφαλώς, ότι, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το εθνικό επίπεδο ανάλυσης έχει χάσει τη σημασία του – κάθε άλλο! – νομίζω, όμως, ότι πρέπει να το προσεγγίζουμε πλέον σε συνάρτηση με τις υπερεθνικές και διεθνικές αναφορές του.
4. - Μιλήστε μας λίγο για το σεμινάριο «Εγκληματολογία και λογοτεχνία» που διδάσκετε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και τη σύνδεσή του με την επιστήμη της εγκληματολογίας.
Η ενασχόλησή μου με το θέμα «Εγκληματολογία και Λογοτεχνία» ξεκίνησε πριν από 20 περίπου χρόνια, όταν, στον Τομέα Εγκληματολογίας του Παντείου, οι Καθηγητές Ιάκωβος Φαρσεδάκης και Φωτεινή Τσαλίκογλου πήραν την πρωτοβουλία να οργανώσουν ένα αντίστοιχο προπτυχιακό σεμινάριο και με κάλεσαν να συνεργαστώ μαζί τους. Στη συνέχεια, το σεμινάριο αυτό εντάχθηκε ως επιλογή στο προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου και - εδώ και 10 περίπου χρόνια - έχω αναλάβει την ευθύνη της διεξαγωγής του. Δουλεύω με τους τελειόφοιτους φοιτητές πάνω στον «Ξένο» του Αλμπέρ Καμύ και προσπαθούμε, κάθε φορά, να οργανώσουμε ένα πλαίσιο διαλόγου ανάμεσα στην Εγκληματο-λογία και τη Λογο-τεχνία, δηλαδή ανάμεσα σε δύο διαφορετικές κατηγορίες λόγου [: το λόγο της επιστήμης και το λόγο της τέχνης] γύρω από τις κοινωνικές απαγορεύσεις, την καταπάτησή τους και τις συνέπειές της.
Η ένταξη ενός σεμιναρίου με θέμα «Εγκληματολογία και λογοτεχνία» σε ένα πανεπιστημιακό πρόγραμμα σπουδών εγκληματολογίας φαίνεται, κατ’ αρχήν, δικαιολογημένη, αφού η λογοτεχνία - από το αρχαίο δράμα και τη Βίβλο μέχρι το σύγχρονο μυθιστόρημα - δεν σταματά να δείχνει τις προβληματικές σχέσεις των ανθρώπων με νόμους και κανόνες - θείας ή ανθρώπινης προέλευσης - τα εγκλήματά τους και την κάθαρση, που επέρχεται, συνήθως, με την (αυτο)καταστροφή των ίδιων των δραστών. Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς, να ισχυριστεί ότι λογοτεχνία και εγκληματολογία συνάπτουν μια, κατ’ αρχήν, προνομιακή και γόνιμη σχέση, αφού μοιράζονται κοινή θεματολογία και χρησιμοποιούν την ίδια «πρώτη ύλη»: το λόγο. Αλλωστε - για να θυμηθούμε και το σχετικό ειρωνικό σχόλιο του Μαρξ - «ο εγκληματίας … δεν παράγει μόνο συγγράμματα ποινικού δικαίου, ούτε απλώς τους ποινικούς κώδικες και τους νομοθέτες, παράγει και τέχνη, ωραία λογοτεχνία, μυθιστορήματα, ακόμη και τραγωδίες»!
Το ζήτημα που τίθεται, βέβαια, όταν οι εγκληματολόγοι προσεγγίζουν τη λογοτεχνία, είναι γιατί το κάνουν, τί ψάχνουν να βρουν και με ποιό τρόπο; - ανακύπτουν, δηλαδή, σημαντικά επιστημολογικά και μεθοδολογικά ερωτήματα, που μας καλούν να καθορίσουμε εξαρχής τις προϋποθέσεις μιας συνάντησης της εγκληματολογίας με τη λογοτεχνία, ώστε να την προσδιορίσουμε και να την οργανώσουμε κατάλληλα. Απ’ αυτή την άποψη, η λογοτεχνία, για τον εγκληματολόγο, δεν αποτελεί ένα αυτονόητο και ευκολοδιάβατο πεδίο ανάλυσης, αφού απ’ τη μια παραμονεύει ο πειρασμός να προβάλει πεισματικά τα γνωστικά κεκτημένα της επιστήμης του πάνω στο σώμα του λογοτεχνικού κειμένου, ενώ, απ’ την άλλη, οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη τις αντιστάσεις που εκδηλώνει η ίδια η λογοτεχνία, μπροστά στον κίνδυνο να καταστεί απλό υλικό για τις εγκληματολογικές αναλύσεις, διακυβεύοντας, έτσι, την ίδια την ουσία της, δηλ. τη λογοτεχνικότητά της. Αυτές οι «παγίδες» στήνονται, κατ’ αρχήν, από τις ίδιες τις λέξεις, που ακόμη κι αν ταυτίζονται μέσα στο λόγο της τέχνης και της επιστήμης (όπως π.χ. οι λέξεις «δίκη», «φυλακή», «φόνισσα», κλπ), εντούτοις η λογοτεχνική χρήση αναδεικνύει την πολυσημία τους, την αμφισημία τους, τη μεταφορική και συμβολική σημασία τους – δηλαδή λειτουργίες του λόγου που, αν εκδηλωθούν μέσα σ’ ένα επιστημονικό εγχείρημα, προκαλούν, προφανώς, σύγχυση και υπονομεύουν την αποδεικτική του αξία.
Απ’ την άλλη, πάλι, ούτε οι διαχρονικές αναφορές της λογοτεχνικής θεματολογίας σε κανόνες, εγκλήματα και τιμωρίες καθιστούν αυτομάτως συμβατές μεταξύ τους τη λογοτεχνική και την εγκληματολογική αφήγηση, αφού η μεν λογοτεχνία αναπτύσσεται προνομιακά στο πεδίο του φανταστικού - και μέσω αυτού μπορεί και δομεί τον «κόσμο» της - ενώ η εγκληματολογία ανα-δομεί την εμπειρική πραγματικότητα σε αντικείμενο επιστημονικής γνώσης, γιατί μόνο έτσι μπορεί να την κατανοήσει, να την ερμηνεύσει και να παρέμβει σ’ αυτήν.
Απ’ αυτή την άποψη, η λογοτεχνία πρέπει να γίνει αντιληπτή ως φορέας ενός λόγου που, αξιωματικά, δεν οφείλει να υπακούει στους κανόνες της επιστημονικότητας, ενός λόγου συχνά αιρετικού κι επαναστατικού, που σκανδαλίζει, όμως, και κεντρίζει την περιέργεια των κοινωνικών ερευνητών, αφού έρχεται, συχνά, να δικαιώσει το απαγορευμένο, εκφέροντας τις δικές του αλήθειες. Επομένως, ο εγκληματολόγος, ως αναγνώστης της λογοτεχνίας, καλείται να παραμερίσει τις προβολές της επιστήμης του πάνω στο σώμα της λογοτεχνίας, ώστε να καμφθούν οι αντιστάσεις της και ν’ ακουστεί ατόφια η φωνή της. Μετά, μπορεί να συνεχίσει να εργάζεται επιστημονικά, δηλαδή να θέτει διαρκώς σε δοκιμασία τα όρια της επιστημονικής του γνώσης…
5. - Πείτε μας λίγα λόγια για την ΕΠΑΝΟΔΟ ως φορέα, όπου είστε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, και την επανένταξη των αποφυλακιζομένων.
Η «Επάνοδος» αποτελεί το μοναδικό μέχρι σήμερα επίσημο φορέα στη χώρα μας με αντικείμενο την παροχή υποστήριξης σε αποφυλακισμένους. Η σύστασή της συναντάται, για πρώτη φορά, στον ισχύοντα Σωφρονιστικό Κώδικα (άρ. 81§1, ν. 2776/1999), όπου προβλέπεται η ίδρυση ενός Ν.Π.Ι.Δ., µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, υπό την εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με σκοπό την «επαγγελµατική κατάρτιση και αποκατάσταση, οικονοµική συµπαράσταση και σταδιακή κοινωνική επανένταξη των αποφυλακιζοµένων». Ωστόσο, η έκδοση Προεδρικού Διατάγµατος, για την ίδρυση του παραπάνω φορέα δηµοσιεύθηκε 4 χρόνια αργότερα (πρόκειται για το Π.Δ. 300/5-11-2003) αλλά ακόμη και τότε η «Επάνοδος» δεν µπόρεσε να λειτουργήσει, αφού το πρώτο της Διοικητικό Συµβούλιο συγκροτήθηκε µετά από 4 επιπλέον χρόνια, το Μάρτιο του 2007, υπό την προεδρία του Καθηγητή Νέστορα Κουράκη, ενώ μετά ένα χρόνο εκδόθηκε και ο Κανονισμός Λειτουργίας της (Υ.Α. Δικαιοσύνης 68173/18-26/9/2008).
Η «Επάνοδος», ως φορέας που άρχισε, ουσιαστικά, να δραστηριοποιείται σχετικά πρόσφατα, αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες στη λειτουργία, τη χρηματοδότηση και τη στελέχωσή της. Σκεφθείτε ότι, ενώ έχει ενταχθεί στους φορείς γενικής διακυβέρνησης, δεν έχει καλύψει ποτέ, στα 10 χρόνια της ύπαρξής της, ούτε μία από τις 12 οργανικές θέσεις που προβλέπονται στον Κανονισμό Λειτουργίας της! Όλο μας το προσωπικό είναι η Διευθύντρια - η ακούραστη και αποτελεσματική Φωτεινή Μηλιώνη! – και ένας αποσπασμένος σωφρονιστικός υπάλληλος, ενώ οι άνθρωποι που «τρέχουν» καθημερινά τις συμβουλευτικές και διοικητικές υπηρεσίες μας έχουν ενταχθεί στα προγράμματα που υλοποιούμε· πολύτιμη είναι και η συνδρομή της ομάδας των εθελοντών μας, καθώς και των φοιτητών που κάνουν την πρακτική τους άσκηση σε μας. Με την ευκαιρία, θέλω να συγχαρώ και να τους ευχαριστήσω όλους και όλες μέσα από το περιοδικό σας, γιατί χάρη στο έργο και την επιμονή τους μπορούμε να διατηρούμε ακόμη ζωντανή την «Επάνοδο»!
Παρέχουμε συστηματικά υπηρεσίες ενημέρωσης, κοινωνικής, ψυχολογικής και νομικής υποστήριξης, καθώς και συμβουλευτικής για την απασχόληση και την επιχειρηματικότητα, ενώ συμμετέχουμε ενεργά σε συναφή εθνικά και ευρωπαϊκά δίκτυα. Δυστυχώς, περιορίζουμε τις δράσεις μας κυρίως στην Αθήνα, όπου βρίσκονται τα γραφεία μας, και στην ευρύτερη περιοχή, αλλά μας λείπει ένα αποκεντρωμένο δίκτυο παροχής υπηρεσιών - τουλάχιστον στις πόλεις που βρίσκονται καταστήματα κράτησης. Πάντως, παρά τις αντίξοες συνθήκες και τους περιορισμένους πόρους, προσπαθούμε να ανταποκριθούμε, κατά το δυνατόν, στο θεσμικό μας ρόλο και τις προσδοκίες των αποφυλακισμένων.
6. - Ποιοί είναι οι κυριότεροι τομείς στους οποίους υστερεί η κοινωνική επανένταξη των αποφυλακισμένων στην Ελλάδα, σήμερα, μέσα από την εμπειρία σας στην ΕΠΑΝΟΔΟ;
Η κοινωνική επανένταξη των αποφυλακισμένων αποτελεί ένα εξαιρετικά σύνθετο ζήτημα, που προσδιορίζεται από πολλές κοινωνικές, οικονομικές και αξιακές παραμέτρους. Δεν παύει να υποκινεί στο ευρύτερο κοινωνικό σώμα αρνητικούς συμβολισμούς και στερεότυπα, ιδίως σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, όπως η τρέχουσα, που οι κοινωνικές στάσεις εκδηλώνουν μια έντονη τιμωρητικότητα, ιδίως προς τις περισσότερο ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, όπως οι αποφυλακισμένοι. Βέβαια, διαχρονικό αγκάθι στη διαδικασία της κοινωνικής επανένταξης των πρώην κρατουμένων αποτελεί το ποινικό μητρώο, που υπονομεύει εξαρχής κάθε προσπάθεια επαγγελματικής αποκατάστασης. Αποτελεί μεν ευαίσθητο ζήτημα αλλά πρέπει, επιτέλους, να προχωρήσει κάποτε η Πολιτεία στον εξορθολογισμό και τη συστηματοποίηση των σχετικών διάσπαρτων διατάξεων, ώστε να μη χάνεται το στοίχημα της επανένταξης. Όπως έλεγε και μία γαλλίδα καθηγήτρια της αντεγκληματικής πολιτικής, η Christine Lagerges: «Επιβάλλεται μεγάλη προσοχή. Είναι βέβαιο ότι η επανένταξη, χωρίς να αποτελεί απλή ουτοπία, απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Εμφανίζεται μάλλον σαν τη γραμμή του ορίζοντα προς την οποία πρέπει να τείνουμε». Προφανώς, στην Ελλάδα απέχουμε ακόμη πολύ από την επιθυμητή πραγματικότητα. Παρ’ όλα αυτά, εμείς στην «Επάνοδο» εξακολουθούμε να προσεγγίζουμε το ζήτημα της κοινωνικής επανένταξης των κρατουμένων με μια προσεκτική αναλογία ουτοπίας και πραγματισμού, γιατί ξέρουμε ότι, αν αφήσουμε κενό το διάστημα ανάμεσα στην φυλακή και την κοινωνία, ο μοναδικός τρόπος για να καλυφθεί θα είναι ο αποκλεισμός και η καταστολή.
7. - Ποιές πιστεύετε ότι είναι οι προοπτικές της εγκληματολογίας στην Ελλάδα της κρίσης;
Η εγκληματολογία, ως κοινωνική επιστήμη, είναι κατεξοχήν μια επιστήμη της κρίσης, αφού αναφέρεται σε προβληματικές κοινωνικές καταστάσεις, που προέρχονται απ’ τις συγκρούσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και με τους κανόνες – επίσημους ή ανεπίσημους. Απ’ την άλλη, η ελληνική κοινωνία ανέκαθεν βίωνε συγκρουσιακές καταστάσεις και χαρακτηριζόταν από προνοιακά ελλείμματα, οπότε μπορούμε να πούμε ότι η εγκληματολογία «ταιριάζει γάντι» στην ελληνική πραγματικότητα! Εντούτοις, το γεγονός ότι η εγκληματολογία βρίσκεται, ουσιαστικά, περιορισμένη στα Πανεπιστήμια - σε αντίθεση με την ποινική αντίληψη, που κυριαρχεί ως στάση και πρακτική στην αντιμετώπιση κάθε κοινωνικής παθογένειας – αποδεικνύει ότι, ουσιαστικά, δεν αναζητούνται ερευνητικά τεκμηριωμένες απαντήσεις στη διαμόρφωση της αντεγκληματικής πολιτικής ούτε υποστηρίζονται σοβαρά δυνατότητες και λύσεις μέσα από προνοιακές και εξωποινικές διαδικασίες. Απ’ αυτή την άποψη, νομίζω ότι η εγκληματολογία ασφαλώς και (πρέπει να) έχει σήμερα σοβαρό λόγο και ρόλο αλλά φοβούμαι ότι κι εμείς οι εγκληματολόγοι δεν έχουμε προετοιμάσει αρκετά το έδαφος γι’ αυτό. Πιστεύω ότι χρειάζεται περισσότερη εξωστρέφεια και παρεμβατικότητα τόσο στο κοινωνικό όσο και στο θεσμικό επίπεδο, ώστε να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε ένα «ακροατήριο», που θα συγκατανεύει στην αξιοπιστία του λόγου μας.
8. - Σε ποιους τομείς πιστεύετε από τη σκοπιά σας ότι πρέπει να ρίξει το βάρος ο Έλληνας εγκληματολόγος;
Στην αναγνώριση της κοινωνικής σημασίας της επιστήμης του. Σε έρευνες πάνω στις προβληματικές καταστάσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική κοινωνία και στις διαδικασίες κοινωνικού ελέγχου (επίσημες και ανεπίσημες) που χρησιμοποιεί για την επίλυσή τους. Εν τέλει, στην ανάδειξη της υπεροχής των προνοιακών και κοινωνικών πρακτικών σε σχέση με τις ποινικές, στο πλαίσιο πάντα των αναγκαίων δικαιοπολιτικών οριοθετήσεων.
9. - Αν δεν ήσασταν εγκληματολόγος, ποιά άλλη επιστήμη θα θέλατε να υπηρετήσετε;
Καμία! Η εγκληματολογία με έχει καλύψει απόλυτα. Τόσο το αντικείμενό της όσο και ο διεπιστημονικός τρόπος που το προσεγγίζει, με κρατούν, αναπόφευκτα, σε επαφή με άλλες επιστήμες, οπότε δεν νοιώθω κανέναν περιορισμό όντας στο πεδίο της εγκληματολογίας. Σημασία έχει να μη χάνεις απ’ τον ορίζοντα τα βασικά σου ερωτήματα, αυτά που υποκινούν τα διανοητικά σου διαβήματα και, εν τέλει, ανταποκρίνονται στις υπαρξιακές σου αναζητήσεις. Για μένα, τα ερωτήματα αυτά αφορούν στις κοινωνικές απαγορεύσεις, τις παραβιάσεις τους και τις συνέπειες αυτών των παραβιάσεων - ταυτίζονται, δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, με το αντικείμενο μελέτης της εγκληματολογίας, έτσι όπως το όρισε ο σπουδαίος Edwin Sutherland στο διαχρονικό best-seller της Εγκληματολογίας «Principles of Criminology»: «Η Εγκληματολογία … περιλαμβάνει τις διαδικασίες της δημιουργίας των νόμων, της παράβασης των νόμων και της αντίδρασης στην παράβαση των νόμων. Αυτές οι διαδικασίες αποτελούν τις τρεις όψεις μιας ενιαίας ακολουθίας αλληλοδράσεων… Αυτή η ακολουθία αλληλοδράσεων αποτελεί το κύριο περιεχόμενο της εγκληματολογίας».
10. - Στον ελεύθερο χρόνο σας, ποια είναι η αγαπημένη σας ενασχόλησή;
Δεν νοιώθω ανελεύθερος το χρόνο που αφιερώνω στη δουλειά μου!- κάθε άλλο, μάλιστα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι διεξάγεται πάντα ευχάριστα και μέσα στις καλύτερες συνθήκες. Το κακό, στην Ελλάδα, είναι ότι αναλωνόμαστε, πολλές φορές, για να πετύχουμε το αυτονόητο… Για μένα, πάντως, ελεύθερος χρόνος σημαίνει να μην κάνω απολύτως τίποτα! Τότε, χαίρομαι πραγματικά να περπατάω άσκοπα στους δρόμους της πόλης, να χαζεύω πρόσωπα και πράγματα και να χάνομαι με τις ώρες σε βιβλιοπωλεία και δισκάδικα. Αλλά, δυστυχώς, αυτά μου συμβαίνουν πια ολοένα και σπανιότερα! Γι’ αυτό προσπαθώ να οργανώνω μικρές «αποδράσεις» μέσα στη μέρα, πριν και μετά από κάποια δουλειά...
11. - Αγαπημένο είδος μουσικής;
Η καλή! – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό… Κυρίως: μουσική δωματίου, τζαζ, σόουλ, παλιό καλό ροκ, σύγχρονη ηλεκτρονική.
12. - Αγαπημένα βιβλία;
Εννοείτε, υποθέτω, λογοτεχνικά. Δυστυχώς, δεν έχω πολύ χρόνο για ελεύθερα διαβάσματα! Απ’ τα πιο πρόσφατα: «Αόρατος» του Paul Auster, «Τα σακιά» της Ιωάννας Καρυστιάνη, «Ανεμώλια» του Ισίδωρου Ζουργού, ποίηση του T.S.Eliot και της E.Dickinson. Οι κλασικοί, οπωσδήποτε (Ντοστογιέφσκι, Κάφκα…) και, φυσικά, κάθε χρόνο, τα τελευταία δέκα χρόνια, ο «Ξένος» του Α. Καμύ, λόγω σεμιναρίου – ανακαλύπτω πάντα καινούργια πράγματα και ξεδιαλύνω τα παλιά…
13. - Αγαπημένη ταινία;
Πολλές, αν και δεν πάω συχνά στον κινηματογράφο - η πιο πρόσφατη: «Το τέλειο χτύπημα» του Τζ. Τορνατόρε με Τζέφρι Ρας και Ντόναλντ Σάδερλαντ, μεταξύ άλλων καλών.
14. - Δεν με ρωτήσατε, όμως, για την αγαπημένη μου τέχνη: το θέατρο! Πρόκειται, όμως, για τέχνη εφήμερη: «πεθαίνει» με το τελευταίο σκοτάδι της σκηνής και «ξαναγεννιέται» με τα πρώτα φώτα! Πιστεύω πολύ στην ψυχοκοινωνική δυναμική που αναπτύσσεται μέσα από τη θεατρική διαδικασία: ανάμεσα σε κοινό και ηθοποιούς αλλά και μεταξύ των ηθοποιών, όπως και μεταξύ του κοινού. Όλες αυτές οι αλληλεπιδράσεις οδηγούν, τελικά, στην απελευθέρωση του «εγώ» και την κατανόηση του «άλλου». Γι’ αυτό ξεκινήσαμε και στην «Επάνοδο» μια ομάδα θεατρικής έκφρασης με αποφυλακισμένους, η οποία με την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Στάθη Γράψα ολοένα διευρύνεται και αναπτύσσει τις δυναμικές της. Απ’ τις πιο πρόσφατες εξαιρετικές παραστάσεις που είδα (γιατί έχω χάσει πολλές!): η «Επιστροφή», στη γυναικεία φυλακή του Ελεώνα παιγμένη από τη θεατρική ομάδα των ανήλικων κρατουμένων στη φυλακή του Αυλώνα (συγκλονιστική εμπειρία!) και από επαγγελματικές δουλειές: φέτος η «Γκόλφω» του Σ. Περεσιάδη στο Εθνικό, σε σκηνοθεσία Ν. Καραθάνου και πέρσι «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ο’ Νηλ, πάλι στο Εθνικό, η «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη με την εκπληκτική Μπέττυ Αρβανίτη και ο «Αμφιτρύωνας» του Μολιέρου, η τελευταία «απογειωτική» σκηνοθεσία του Βογιατζή…