του Διονύση Χιόνη,
Δικηγόρου - Υπ. Διδ. Εγκληματολογίας
Ξημερώνει ένα ζεστό Αυγουστιάτικο Σάββατο του 1997. Στο κελί 33 του Ψυχιατρείου των Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού ένας 23χρονος κρατούμενος αιωρείται απαγχονισμένος. Πώς έφτασε σε αυτό το σημείο; Ποιός ήταν ο Αντώνης Δαγλής;
Η ιστορία της ζωής του άρχισε το 1974 στην Κοκκινιά του Πειραιά, εκεί όπου γεννήθηκε και έζησε σχεδόν όλα του τα χρόνια. Παιδί οικογένειας με πολλά οικονομικά προβλήματα και πλούσια εμπειρία σε περιστατικά ενδο-οικογενειακής βίας, που ασκούσε ο πατέρας του προς τη μητέρα του, τον ίδιο και τον αδερφό του. Έμεινε ορφανός το 1986, όταν ο πατέρας του πέθανε αφήνοντας για κληρονομιά μόνο χρέη. Διέκοψε το σχολείο, αφού έλαβε μόνο στοιχειώδη μόρφωση και ήδη από μικρός εργαζόταν σε ιδιωτική εταιρεία.
Σε ηλικία 16 ετών έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Συλλαμβάνεται, δικάζεται και καταδικάζεται για αποπλάνηση ανήλικης και στη συνέχεια γνωρίζει από κοντά το σωφρονιστικό σύστημα των ανηλίκων για διάστημα 6 μηνών. Διάστημα σχετικά μικρό, αλλά ικανό να αλλάξει την προσωπικότητα και την κοσμοθεωρία ενός νέου, όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται από πλήθος ερευνητικών πορισμάτων ανηλίκων παραβατών.
Η μητέρα του εργάζεται συστηματικά σε κακόφημα μπαρ, ο Δαγλής κάποια στιγμή το μαθαίνει από τρίτους, σπεύδει επί τόπου, ο ίδιος μάλιστα αργότερα υποστήριξε ότι την είδε με τα μάτια του να έρχεται σε σεξουαλική επαφή με κάποιον άντρα και εκείνη ακριβώς τη στιγμή στη θέση της καλής σχέσης μητέρας – γιου, γεννιέται ένα άσβεστο μίσος τόσο προς τη μητέρα του όσο και προς το γυναικείο φύλο γενικότερα, που θα τον κατατρέχει σε όλη του τη μετέπειτα ζωή.
Η ερωτική σχέση που διατηρούσε επί ένα χρόνο με μια κοπέλα ανήκει πια στο παρελθόν, αφού όπως ομολόγησε ο ίδιος έπειτα από χρόνια προσπάθησε να την στραγγαλίσει, αλλά υπαναχώρησε την τελευταία στιγμή. Από το σημείο αυτό οι σεξουαλικές του προτιμήσεις κατευθύνονται πλέον κυρίως προς το πεδίο του αγοραίου έρωτα.
Τον Οκτώβρη του 1992, σε ηλικία 18 ετών κλέβει ένα αυτοκίνητο και κατευθύνεται σε μια «πιάτσα γυναικών» στο Κολωνάκι. Στη Σέκερη διαλέγει μια κοπέλα γύρω στα 35, συμφωνούν στο τίμημα και κατευθύνονται στον Καρέα, όπου, όπως ομολόγησε ο ίδιος, τη στραγγάλισε! Αμέσως μετά τη δολοφονία επιστρέφει στο σπίτι του, παίρνει σιδηροπρίονο, μαχαίρι και σακούλες σκουπιδιών και τεμαχίζει το κορμί της κοπέλας σε περισσότερα από 30 κομμάτια.
Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι ενδεχομένως να μπορούσε η δράση του Δαγλή να συνδεθεί με το έγκλημα του Δημήτρη Φραντζή (για περισσότερες λεπτομέρειες παραπέμπουμε στο τεύχος υπ. αρ. 6), τον οποίο γνώρισε μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης πέντε χρόνια νωρίτερα, δηλ. το 1987, ευρισκόμενος ο ίδιος σε ηλικία 13 ετών. Το modus operandi, βέβαια, διαφέρει θεαματικά ως προς το μέγεθος της αγριότητας και της σεξουαλικής διαστροφής, καθώς ο Δαγλής γδέρνει το πτώμα, κόβει τις θηλές και τα γεννητικά όργανα και αφαιρεί βίαια την καρδιά, τους πνεύμονες και τα σπλάχνα του θύματος. Εναποθέτει, όπως κι ο Φραντζής, τις σακούλες σε διάφορα μέρη του κέντρου της Αθήνας και το κεφάλι το πετά στο ποτάμι του Κηφισού. Μερικά μέλη της κοπέλας τα βρήκε η αστυνομία λίγες μέρες αργότερα, αλλά ο δράστης παρέμεινε ασύλληπτος για χρόνια.
Αργότερα, το Νοέμβριο του ίδιου έτους κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και μέχρι το Σεπτέμβρη του 1995 δεν παρουσιάζει παραβατική συμπεριφορά. Από το Σεπτέμβρη όμως μέχρι και τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους τα θύματά του ανέρχονται σε διψήφιο αριθμό, διαπράττοντας 8 απόπειρες ανθρωποκτονίας και 2 τετελεσμένες ανθρωποκτονίες.
Το περιβόητο φορτηγάκι
Ειδικότερα:
Αρχές του φθινοπώρου κινείται στην οδό Ευρυπίδου οδηγώντας ένα λευκό κλειστό φορτηγάκι Volkswagen, στου οποίου την καρότσα έχει τοποθετήσει ένα κρεβάτι για ευνόητους λόγους κι αναζητά στην πιάτσα των ιερόδουλων την παρέα που θα διαλέξει. Η ανυποψίαστη κοπέλα που επιλέγει, αφού προσέφερε τις υπηρεσίες της, δέχεται επίθεση με μαχαίρι κι αναγκάζεται να του παραδώσει το ποσό των 11.000 δρχ. που είχε μαζέψει από τις εισπράξεις της νύχτας.
Λίγες μέρες αργότερα, το λευκό φορτηγάκι με αριθμό κυκλοφορίας ΧΑ 3140 σταματά στη διασταύρωση Σόλωνος – Λυκαβηττού κι επιβιβάζεται σε αυτό μια ιερόδουλος γύρω στα τριάντα. Ο Δαγλής σταθμεύει λίγο παρακάτω σε πάρκινγκ της Χαριλάου Τρικούπη και εντός μερικών λεπτών αποπειράται να την πνίξει χρησιμοποιώντας ένα κομμάτι σχοινί. Η κοπέλα καταφέρνει να διαφύγει, έστω και ελαφρύτερη κατά 10.000 δρχ.
Την επόμενη φορά η σκηνή επαναλαμβάνεται, το δρομολόγιο τροποποιείται ελαφρώς (από Σόλωνος προς Μοναστηράκι) κι η τυχαία κοπέλα γλιτώνει το στραγγαλισμό χάρη στη στιγμιαία σεξουαλική ικανοποίηση του Δαγλή, που τον έκανε να χαλαρώσει το σχοινί που κρατούσε δεμένο στο λαιμό της. Η τσάντα της δεν είχε χρήματα κι έτσι κατάφερε να διαφύγει χωρίς άλλες απώλειες.
Αργότερα, δραστηριοποιείται στη Λεωφόρο Ποσειδώνος κι αφού διαλέγει σύντροφο, οδηγεί το λευκό φορτηγάκι στο πάρκινγκ του Σταδίου "Ειρήνης και Φιλίας". Η κοπέλα γίνεται θύμα ληστείας και απόπειρας ανθρωποκτονίας, (πιο συγκεκριμένα στραγγαλισμού), χάνει 49.000 δρχ και κερδίζει τη ζωή της.
Ακριβώς η ίδια διαδικασία ακολουθείται ξανά στην οδό Σόλωνος στα τέλη Σεπτεμβρίου, αλλά αυτή τη φορά το κέρδος του Δαγκλή φτάνει τις 100.000 δρχ.
Επιστρέφει αρχές Οκτωβρίου στα λημέρια τού Ειρήνης και Φιλίας και προσπαθεί να στραγγαλίσει μια ακόμα ιερόδουλο, τελικά την αφήνει να ξεφύγει, αλλά πριν συμβεί αυτό της αφαιρεί 10.000 δρχ.
Επόμενο συμβάν ξανά στη Σόλωνος, όπου αποπειράθηκε να διαπράξει ληστεία, χωρίς να καταφέρει να αποσπάσει χρήματα από μια κοπέλα που έκανε πιάτσα σε εκείνη την περιοχή και τέλος, στα μέσα Οκτωβρίου επανέρχεται στην Ποσειδώνος και διαπράττει σε βάρος της ληστεία και απόπειρα ανθρωποκτονίας.
Λογικά θα πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα όλες οι οκτώ γυναίκες να κατάφεραν να ξεφύγουν υπερνικώντας την - έτσι κι αλλιώς - υπέρτερη σωματική του δύναμη, ευρισκόμενες μάλιστα στο μικρό και κλειστό χώρο της καρότσας του αυτοκινήτου.
Ενδεχομένως, όλη αυτή την περίοδο ο Δαγλής να δοκίμαζε τις δυνατότητές του και τη διαβάθμιση των συναισθημάτων που κλιμακωτά βίωνε κατά την τέλεση των πράξεών του. Ίσως πάλι να ήταν αποφασισμένος να παρουσιάσει ανθρωποκτόνο δράση, όπως είχε πράξει το ’92, όμως οι ανασταλτικοί μηχανισμοί του να μην του επέτρεπαν να ολοκληρώσει τα εγκλήματά του. Δυστυχώς, όμως, όχι για πολύ ακόμα. Η νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1995 ο Δαγλής πέρασε τη λεπτή κόκκινη γραμμή που χωρίζει την απόπειρα από την ολοκλήρωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα κατέβηκε με το αυτοκίνητο την οδό Σόλωνος, διάλεξε μια 30χρονη κοπέλα, συμφώνησαν στην τιμή και την οδήγησε σε πάρκινγκ της Χαριλάου Τρικούπη. Κατά τη συνεύρεση τη στραγγάλισε με τα ίδια του τα χέρια, δίχως να χρησιμοποιήσει σκοινί αυτή τη φορά. Κατόπιν, κινήθηκε προς το Σχηματάρι μέσω της εθνικής οδού και σταμάτησε σε ερημική περιοχή, όπου μ΄ ένα μαχαίρι έσχισε την κοιλιά και ξερίζωσε με μανία τα σπλάχνα της κοπέλας με σιδηροπρίονο, τεμάχισε το πτώμα και τοποθέτησε τα κομμάτια σε σακούλες. Ακολούθησε το μακάβριο τελετουργικό του πιστά, ακριβώς όπως την πρώτη φορά. Κατά τη διάρκεια του διαμελισμού, τού γυάλισε στο μάτι ένας χειροποίητος σταυρός που φορούσε το θύμα στο λαιμό, τον τράβηξε και τον κράτησε για ενθύμιο. Ύστερα οδήγησε προς τη Λαμία και μόλις προσέγγισε τη θαλάσσια περιοχή, ξεφορτώθηκε τόσο τις σακούλες με τα μέλη, όσο και τα σύνεργά του, πετώντας τα στο βυθό.
Ο Δαγλής κατά την προσαγωγή του
Δεν πέρασαν δύο μήνες, όταν ξημερώνοντας Χριστούγεννα πέρασε από πιάτσα ιερόδουλων στον Κηφισσό, ακολούθησε τη σχετική διαδικασία επιλογής και συμφωνίας και οδήγησε την ιερόδουλο με το ειδικά διαμορφωμένο αυτοκίνητό του στην οδό Ορφέως. Κατά τη συνεύρεση είχε περασμένο στο λαιμό της ένα σχοινί, όπως συνήθιζε και άλλες φορές κι όταν, (όπως υποστήριξε αργότερα ο ίδιος), εκείνη τον ειρωνεύτηκε για τα ανδρικά προσόντα του, βγήκε εκτός εαυτού και έσφιξε δυνατά το σκοινί που κρατούσε με σκοπό να τη στραγγαλίσει. Η κοπέλα αντέδρασε, ψέκασε το πρόσωπό του με ένα σπρέυ, που είχε στην τσάντα της και προσπάθησε να αμυνθεί χρησιμοποιώντας ένα μαχαίρι, που επίσης έφερε μαζί της. Δεν τα κατάφερε, όμως και ο Δαγλής επιβλήθηκε, την έπνιξε με το σχοινί και πέταξε το πτώμα της λίγο παρακάτω.
Ήδη η δράση του Δαγλή είχε γίνει το πρώτο θέμα στον τύπο, όπου καθημερινά δημοσιεύονταν πρωτοσέλιδα για τον «δράκο με το πριόνι» και ειδικά στα στέκια των ιερόδουλων είχε απλωθεί τρόμος. Δεδομένου ότι είχε ήδη αποπειραθεί να αφαιρέσει τη ζωή κι άλλων γυναικών χωρίς τελικά να τα καταφέρει, οι διωκτικές αρχές είχαν στα χέρια τους τις πλέον ακριβείς περιγραφές του και, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, δεν τις άφησαν αναξιοποίητες. Ο Δαγλής συνελήφθη περίπου ένα μήνα αργότερα κι ενώ ήδη βρισκόταν υπό 24ωρη παρακολούθηση έξω από το σπίτι του. Στο λευκό φορτηγάκι βρέθηκαν τόσο ο χειροποίητος σταυρός που είχε αφαιρέσει από τη δεύτερη δολοφονημένη από αυτόν κοπέλα, όσο και το σπρέυ που είχε χρησιμοποιήσει η τρίτη…
Στην ασφάλεια ομολόγησε τις πράξεις του και σύμφωνα με τον Αστυνομικό Διευθυντή υποστράτηγο Χρήστο Κεραμιδά υποστήριξε χαρακτηριστικά:
«Τα χέρια μου γλιστρούσαν σιγά - σιγά προς το λαιμό των γυναικών, τις έσφιγγα χωρίς να ξέρω τι κάνω». Κατά τη διάρκεια της προδικασίας μίλησε περισσότερο:
«Όταν τύχαινε να ακούσω στην τηλεόραση κάτι για τα πτώματα που βρέθηκαν, το άκουγα σαν είδηση που δεν με αφορούσε. Πολλές φορές στο πρόσωπο της γυναίκας που στραγγάλιζα έβλεπα τη μάνα μου. Τη μητέρα μου την αγαπούσα, όμως ποτέ δεν της συγχώρεσα που δούλευε σε ύποπτα μπαρ και σε δουλειές που δεν ήταν ηθικές. Όταν την είχα δει να κάνει έρωτα μ’ έναν άντρα, μου ‘ρθε να την πνίξω, αλλά έφυγα χωρίς να πω κουβέντα. Την ώρα που σκότωνα τις ιερόδουλες νόμιζα ότι σκότωνα τη μητέρα μου».
Η προδικασία ολοκληρώθηκε έπειτα από δύο χρόνια και έφτασε η ώρα της δίκης, η οποία ξεκίνησε στις 15 Ιανουαρίου 1997 στο Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Αθήνας. Τα προβλήματα, βέβαια, δεν έλειψαν, καθώς ήδη την πρώτη ημέρα ο Αντ. Δαγλής αυτοτραυματίστηκε στο πόδι και του τοποθετήθηκαν 122 ράμματα, ενώ παρέμεινε μια μέρα στο νοσοκομείο. Από τα πολλά που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο μία από τις κοπέλες που είχαν πέσει θύματα επίθεσης παρουσιάστηκε και κατέθεσε.
Η βασική υπερασπιστική γραμμή του συνηγόρου του εστίασε και βασίστηκε κατά κύριο λόγο στον ισχυρισμό περί ψυχολογικών προβλημάτων του Δαγλή. Ο ίδιος είπε πολλές φορές ότι άκουγε φωνές που προέρχονταν μέσα απ’ το κεφάλι του, ότι δεν ήξερε τι έκανε, ότι θόλωνε το μυαλό του.
Ο ψυχίατρος Χρ. Βούρδας, κατέθεσε ως πραγματογνώμονας στη δίκη: «Ο Δαγλής μού είπε για τρεις ανθρωποκτονίες. Απαντούσε ευθέως και ήταν συνεργάσιμος. Υποστήριζε ότι όλα ήταν συνέπεια ψυχικής νόσου και ζητούσε να τον βοηθήσουμε. Πρόκειται για μια σεξουαλική διαστροφή και από νομική άποψη οι σεξουαλικές διαστροφές δεν υπάγονται στις νοσηρές διαταραχές των πνευματικών λειτουργιών. Δεν έχει το ακαταλόγιστο. Θα περίμενε κανείς μια εμφανή συντριβή από έναν άντρα που ‘χει κάνει τόσα εγκλήματα. Όταν όμως τον εξέτασα, δεν τον είδα ιδιαίτερα συντετριμμένο».
Στην απολογία του ο ίδιος ο Δαγλής υποστήριξε.
«Κάναμε κάποια λάθη. Το ‘χω μετανιώσει και ζητώ επιείκεια. Πήγαινα κανονικά μαζί τους για μια σεξουαλική επαφή και γινόταν το αντίθετο. Ίσως αυτό που είχα δει, τη μητέρα μου με κάποιον…Δεν θυμάμαι πώς έφτανα μέχρι εκεί. Εκείνες τις στιγμές ήμουν εκτός εαυτού. Δεν μπορώ να εξηγήσω τι ένιωθα. Τα πτώματα τα τεμάχισα μάλλον από μίσος. Φοβόμουν μήπως με συλλάβουν. Συνεχίζω να τις μισώ. Δεν ξέρω γιατί. Άκουγα φωνές, πάντα είχα αυτή την επιθετικότητα. Είναι θολό το μυαλό μου. Δεν μπορώ να σας πω πώς νιώθω που με βαρύνουν αυτές οι κατηγορίες».
Ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του υποστήριξε πως πρόκειται για πρωτοφανή υπόθεση, σπάνια ακόμα και σε παγκόσμια κλίμακα, κυρίως για την αγριότητά της. «Ούτε η πιο τολμηρή φαντασία δεν θα συλλάμβανε τέτοιο σενάριο», είπε χαρακτηριστικά και μεταξύ άλλων θέλησε να υπογραμμίσει ιδιαίτερα την απουσία των θυμάτων από την ακροαματική διαδικασία: «Πλην μιας κοπέλας, από τα θύματα, που ήρθε στο δικαστήριο και αυτό την τιμά, δεν βρέθηκε καμιά άλλη να έρθει να καταθέσει. Δεν ήρθαν ούτε οι συγγενείς των νεκρών. Kι αναρωτιέται κανείς. Tόσο πολύ υποβαθμίστηκε η ανθρώπινη ζωή; Tόσο πολύ ξέφτισε; Φοβούνται και δεν ήρθαν; Ουαί κι αλίμονο τότε στην κοινωνία μας. Φοβούνται, όμως, οι κοπέλες, ίσως λόγω της εργασίας τους, ότι θα εκτεθούν. Νιώθουν παραγκωνισμένες. Και δίνεται βήμα περισσότερο στο δράστη παρά στο θύμα. Ξεχνάμε να δούμε κατάματα τις κατεστραμμένες ζωές των θυμάτων. Μιλώ για τη φιλοσοφία μας στη ζωή. Αν αυτή δεν αλλάξει, κανείς δεν θα ΄ρχεται να καταθέσει. Kι αν έρχονται, θα νιώθουν φεύγοντας σαν θύτες κι όχι σαν θύματα».
Τελικά, το Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο στις 23 Ιανουαρίου 1997 έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο για τη διάπραξη τριών ανθρωποκτονιών, οκτώ απόπειρων ανθρωποκτονιών, δέκα ληστειών, ενός βιασμού, δύο απόπειρων ληστειών, παράνομη οπλοφορία, οπλοχρησία, και για προσβολή μνήμης τεθνεώτος και απαγγέλθηκε συνολική ποινή δεκατρείς φορές ισόβια κάθειρξη και 25 χρόνια πρόσκαιρη κάθειρξη.
Ο επίλογος της ιστορίας του Αντώνη Δαγλή γράφτηκε έξι μήνες μετά την ολοκλήρωση της δίκης. Στις 2 Αυγούστου 1997 αυτοκτόνησε (συγχρόνως μάλιστα με τον συγκρατούμενό του Γ. Μακρίδη) επιλέγοντας και για τον ίδιο του τον εαυτό έναν τρόπο θανάτου παραπλήσιο με εκείνον που σκόρπισε. Ασφυξία. Απλά αυτή τη φορά το σκοινί δεν το κρατούσε εκείνος, αλλά το είχε περάσει ψηλά στα κάγκελα του κελιού του.
Σύμφωνα με τον καθηγητή εγκληματολογίας Ν. Κουράκη, εγκλήματα όπως αυτά που διέπραξε ο Αντ. Δαγλής «σχετίζονται με ένα πάθος εκδίκησης κατά της κοινωνίας γενικά, για όλες τις τραυματικές εμπειρίες και τα προβλήματα που ο δράστης είχε αρχίσει να βιώνει ήδη από την παιδική του ηλικία (κακοποιήσεις, ξυλοδαρμοί, σωματικές αδυναμίες ή σεξουαλική ανικανότητα). Βέβαια, τα εγκλήματά τους τα διαπράττουν εν ψυχρώ και χωρίς πάθος και τύψεις. Πολύ συχνά εμφανίζονται αυτοκτονικές τάσεις, ιδίως μάλιστα όταν κρατούμενοι πλέον στη φυλακή αντιλαμβάνονται ότι η συσσωρευμένη βία που εμπερικλείουν μέσα τους δεν μπορεί να εκτονωθεί με κατεύθυνση τους άλλους».
Κατά τον καθηγητή Εγκληματολογίας Γ. Πανούση, «οι βασικές ιδιαιτερότητες των εγκλημάτων του συνίστανται στο ότι ζούσε μεταξύ μας και δεν τον αναγνωρίζαμε ως επικίνδυνο, ότι ήταν πολύ νέος για να έχει σωρεύσει τόσο μίσος, ότι στρεφόταν κυρίως κατά γυναικών ιερόδουλων, ότι τεμάχιζε τα πτώματα, κλπ. Δεν υπάρχουν αιτίες, ούτε αιτιολογίες. Πιστεύω ότι τέτοιες πράξεις οριοθετούν την επιστημονική πρόοδο, καθώς δεν μπορεί να μπει στη ζώνη του λυκόφωτος».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο ψυχίατρος Μ. Μυλωνάκης, σύμφωνα με τον οποίο «η αυτοεξόντωση προϋποθέτει την αντικειμενική ή την υποκειμενική ανατροπή των συνθηκών ισορροπίας του αυτόχειρα. Οι αυτοκτονίες των φυλακισμένων ψυχανώμαλων δεν εξαιρούνται από τον κανόνα. Είναι προφανές ότι η εγκληματική δραστηριότητα τους εξασφάλιζε άρρωστη μεν, αναμφισβήτητη δε, ικανοποίηση. Η σύλληψη επέφερε τη διακοπή της και η φυλάκιση πρόσθεσε τη στέρηση της ελευθερίας, τη συμβίωση σε ένα περιβάλλον στο οποίο εκείνοι ειδικά δεν έχουν την αναγνώριση, αλλά την περιφρόνηση. Οι νέες αυτές συνθήκες συνιστούν ασφυξία. Οι προσωπικοί αμυντικοί μηχανισμοί τους κάποτε εξαντλούνται. Ανοίγει ο δρόμος στην κατάθλιψη. Η απόσταση της κατάθλιψης από την αυτοκτονία είναι μικρή».
Περιπτώσεις σαν αυτή του Αντώνη Δαγλή είναι σπάνιες στον ελληνικό χώρο και δεν έχει παρατηρηθεί παρόμοια εγκληματική δραστηριότητα κατά τα τελευταία δεκατρία έτη. Η ιδιαιτερότητα του Δαγλή έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι τα εγκλήματά του μπορούν να χαρακτηριστούν σωρευτικά σεξουαλικά και αφηρημένου μίσους, ιδιαίτερης σκληρότητας και με επαναλαμβανόμενο modus operandi σε δύο εκ των τριών ανθρωποκτονιών. Πρόκειται για έναν ακραίο συνδυασμό που σίγουρα κανείς δεν θέλει να εμφανιστεί ξανά στο προσκήνιο των
εγκληματ(ολογ)ικών χρονικών.
Βιβλιογραφία:
«Ελεύθερος Τύπος» 23/1/1997
«Το Βήμα», 28/1/9626/1/1997
«Η Βραδυνή της Κυριακής» 11/1997
«Τα Νέα» 18/1/1996, 26/1/1996
«Έθνος» 17/1/1996, 18/1/1996
«Ελευθεροτυπία» 24/1/1997
Χρήστος Τσουραμάνης, "Ο φόνος στην Ελλάδα", εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 1998, σ. 174επ.