Η αντικοινωνική συμπεριφορά που παρουσιάζουν οι ανήλικοι
ενός ιδρύματος παιδικής προστασίας και τι λένε οι ίδιοι
της Γιώτας Σιφνιού,
Κοινωνιολόγου, ΜΑ Εγκληματολογίας,
Υποψ. Διδ. Παντείου Πανεπιστημίου
Το φαινόμενο της εμφάνισης αντικοινωνικής συμπεριφοράς από τους ανήλικους αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους θεωρητικούς προβληματισμούς και ερευνητικά αντικείμενα της πλειοψηφίας των εγκληματολογικών - και όχι μόνο- σχολών. Πολυάριθμα είναι τα δημοσιεύματα της εγχώριας και διεθνούς βιβλιογραφίας σχετικά με τον προσδιορισμό των παραγόντων που συντελούν στην εμφάνιση μίας τέτοιας συμπεριφοράς, καθώς και στους πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης της.
Αντικείμενο τέτοιων ερευνών έχουν αποτελέσει διάφορες υποομάδες ανηλίκων (ηλικιακές, φύλου, πολιτισμικές, κοινωνικές, φυλετικές, κλπ), των οποίων ο πληθυσμός έχει αναγνωριστεί πως βρίσκεται «σε κίνδυνο» (in risk) μελλοντικής παρουσίασης αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Μία από αυτές αποτελούν και οι ανήλικοι οι οποίοι μεγαλώνουν μακριά από τη βιολογική τους οικογένεια, είτε σε κάποιο ίδρυμα παιδικής προστασίας είτε υπό συνθήκες υιοθεσίας ή αναδοχής. Οι εγχώριες προσεγγίσεις αφορούν κυρίως ορφανοτροφεία και ιδρύματα παραδοσιακού κλειστού τύπου μεταχείρισης και φροντίδας ανηλίκων. Τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών έχουν οδηγήσει στη δημιουργία μίας σχεδόν παγιωμένης άποψης περί πληθυσμού εν δυνάμει παραβατικού. Τι συμβαίνει όμως με τους ανηλίκους που ναι μεν μεγαλώνουν εκτός οικογενείας, αλλά φιλοξενούνται σε ιδρυματικά περιβάλλοντα διαφορετικής προσέγγισης, εναλλακτικού ίσως χαρακτήρα; Πιο συγκεκριμένα, σε οργανισμούς παιδικής προστασίας, που δεν εντάσσονται στα πλαίσια της παγιωμένης, αναχρονιστικής και κακοποιητικής (θα μπορούσαμε να πούμε) κρατικής κοινωνικής πολιτικής, η οποία ακολουθείται από την αρχή σχεδόν της ύπαρξης του κοινωνικού κράτους μέχρι και σήμερα. Το ερώτημα δηλαδή, που προκύπτει είναι αν καταρχήν, οι ανήλικοι που ζουν σε ένα ίδρυμα διαφορετικού τύπου παιδαγωγικής προσέγγισης, συνυφασμένη με τις σύγχρονες παιδαγωγικές τάσεις, παρουσιάζουν στοιχεία αντικοινωνικότητας και αν ναι, ποια είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία αυτών των συμπεριφορών. Επιπλέον διερευνάται σε ένα δεύτερο επίπεδο ο τρόπος που αντιδρά σε αυτό το φαινόμενο ένα τέτοιου τύπου ίδρυμα.
Το παρόν κείμενο, επιχειρώντας να αναδείξει αυτό το ζήτημα, παρουσιάζει μέρος των αποτελεσμάτων ποιοτικής έρευνας που έγινε στο σωματείο παιδικής προστασίας «Παιδικό Χωριό SOS». Ο λόγος που επιλέχτηκε ο συγκεκριμένος οργανισμός είναι διττός. Καταρχάς, ο ανήλικος πληθυσμός που φιλοξενεί ανταποκρίνεται στην πλειοψηφία των χαρακτηριστικών (risk factors) που έχουν αναγνωριστεί πως λειτουργούν ως παράγοντες μελλοντικής εμφάνισης αντικοινωνικής, αλλά και παραβατικής συμπεριφοράς Καθώς πρόκειται για παιδιά που προέρχονται από οικογένειες με σοβαρά κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα, με ιστορικό κακοποίησης, σοβαρής παραμέλησης και εγκληματικότητας των γονέων, με ψυχιατρικά ζητήματα, αλλά και με μία κοινωνικά στιγματισμένη ταυτότητα. Επιπλέον, το Παιδικό Χωριό SOS επιλέχτηκε λόγω του εναλλακτικού, για τα ελληνικά δεδομένα, τρόπου προσέγγισης του ζητήματος της προστασίας ανηλίκων, καθώς το πρόγραμμα του λειτουργεί με βάση το οικογενειακό πρότυπο διαβίωσης και φροντίδας. Είναι ανοιχτό στην κοινωνία, υπάρχει συνεχής επαφή και σχέση στήριξης στα παιδιά, ακόμα και μετά την ενηλικίωση και αυτονόμηση τους από το πρόγραμμα και τέλος αποτελεί κομμάτι ενός διεθνούς οργανισμού, ο οποίος διαρκώς εξελίσσεται και δεν παραμένει δογματικά προσκολλημένος στην αρχική του γραμμή προσέγγισης.
Η ποιοτική έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δύο επίπεδα. Αρχικά έγιναν συνεντεύξεις σε «παιδιά SOS» που είχαν φιλοξενηθεί και μεγαλώσει στον οργανισμό και στη συνέχεια ακολούθησε έρευνα στα αρχεία των φακέλων όλων των παιδιών που έχουν ολοκληρώσει τα προγράμματα του οργανισμού και τελικά αυτονομηθεί από αυτόν ως ενήλικες πλέον. Με τον τρόπο αυτό επιχειρείται να παρουσιαστεί μία προσέγγιση διαφορετική από μία στείρα ποσοτική καταγραφή ποσοτικών στοιχείων που σχετίζονται με την αντικοινωνική συμπεριφορά του συγκεκριμένου πληθυσμού και να δοθεί λόγος στα ίδια τα άτομα που έχουν φιλοξενηθεί, προβάλλοντας τις απόψεις τους γύρω από το ζήτημα.
Πρόκειται για εκτενή έρευνα στους φακέλους όλων των παιδιών (115 άτομα), που έχουν αποχωρήσει από τον οργανισμό από την αρχή λειτουργίας του πρώτου προγράμματος του (1982) μέχρι σήμερα (11/2011). Συλλέχθηκαν στοιχεία σχετικά με τις μορφές αντικοινωνικής συμπεριφοράς που εμφάνισαν, τους παράγοντες που κρίθηκε πως μπορεί να οδήγησαν σε αυτές, αλλά και τον τρόπο χειρισμού του προβλήματος από τον οργανισμό.
Από μία πρώτη ανάγνωση των πορισμάτων της έρευνας φαίνεται καταρχήν πως η εμφάνιση αντικοινωνικών συμπεριφορών είναι πολύ λιγότερο συχνή, σε σχέση ίσως με το αναμενόμενο, αν λάβουμε υπόψη τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού που φιλοξενείται. Επαναλαμβάνεται, πως το ποσοστό των ατόμων, που έχουν αυτονομηθεί από το πρόγραμμα, και εμφάνισαν στοιχεία αντικοινωνικότητας είναι 19 % ενώ το ποσοστό εκείνων που δεν αντιμετωπίστηκε τελικά το πρόβλημα και εξακολουθούν να προβαίνουν σε τέτοιου είδους συμπεριφορές αποτελεί μόλις το7,82 %. Αυτό το οποίο παραμένει προβληματικό είναι η δυσκολία αποτελεσματικού χειρισμού ατόμων με συμπεριφορά σοβαρής παραβατικότητας.
Προς αυτήν την κατεύθυνση φαίνεται να είναι και οι απόψεις των «παιδιών SOS», αφού γενικά συμφωνούν με τα ποσοτικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την έρευνα στα αρχεία των φακέλων. Κρίνουν θετικά το πρόγραμμα στο σύνολο του, αντιλαμβάνονται πως η εμφάνιση αντικοιν. συμπεριφοράς είναι αποτέλεσμα τόσο κοινωνικών παραγόντων όσο και προσωπικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει το κάθε παιδί ξεχωριστά, αλλά παράλληλα τονίζουν πως η μη έγκαιρη λήψη μέτρων σε συνδυασμό με την αδυναμία κάποιων επαγγελματιών να ασκήσουν σωστά τον ρόλο τους μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρότερες συμπεριφορές.
Πέρα από τα συμπεράσματα προκύπτουν και αρκετοί προβληματισμοί. Το σημαντικότερο ίσως είναι κατά πόσο είναι ορθό να χαρακτηρίζουμε μία συμπεριφορά ενός ανηλίκου, που έχει μεγαλώσει σε ίδρυμα, ως αντικοινωνική χρησιμοποιώντας τα ίδια κριτήρια με βάση τα οποία χαρακτηρίζουμε ως αντικοινωνική μία αντίστοιχη συμπεριφορά ενός ανηλίκου της ευρύτερης κοινωνίας. Για παράδειγμα, μπορεί να χαρακτηριστεί ένα παιδί ως αντικοινωνικό όταν η συμπεριφορά του αυτή περιορίζεται εντός του ιδρύματος;
Βιβλιογραφία
«Απολογιστική έκθεση Παιδικών Χωριών» Αθήνα, 2010.
Γεωργούλας Σ., «Ανήλικοι παραβάτες στην Ελλάδα : κοινωνική αναπαράσταση και αντιμετώπιση», Αθήνα : Ελληνικά Γράμματα , 2000
Κουράκης Ν. «Έφηβοι παραβάτες και κοινωνία», Αθήνα: Αντ.Ν. Σάκκουλα, 1999
Φαρσεδάκη, Ιακ.«Παραβατικότητα και Κοινωνικός Έλεγχος των Ανηλίκων», Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 1985
Farrington D. «Developmental Criminology and Risk-Focused Prevention» in Maguire Μ., Morgan R.. and Reiner R. «The Oxford handbook of criminology» 3rd edition, Oxford : Oxford University Press, 2002
Millie, A., Jacobson, J., Hough, M. and Paraskevopoulou, A. (2005a) Anti-social
behaviour in London - Setting the context for the London Anti-Social Behaviour
Strategy, London: GLA.
www.sos-villages.gr