της Χριστίνας Ζαραφωνίτου,
Καθηγήτριας Εγκληματολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ι. Εισαγωγικό πλαίσιο
Οι σύγχρονες τάσεις της αντεγκληματικής πολιτικής προβαλλόμενες με τη μορφή απαντήσεων προς το θύμα, το δυνάμει θύμα και το κοινό στο σύνολό του αντανακλούν, συχνά, εκδικητικές και ανταποδοτικές τάσεις, δημαγωγικό χαρακτήρα και λαϊκισμό. Οι εμπνευστές τους ισχυρίζονται πως εκφράζουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το “δημόσιο αίσθημα” στο οποίο αποδίδουν σαφές προβάδισμα από την κρίση και την άποψη των επιστημόνων και των ειδικών.
Παρότι η σχέση μεταξύ της “αντικειμενικής” τιμωρητικότητας, η οποία εκφράζεται μέσα από την άσκηση του επίσημου κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος, και της “υποκειμενικής”, η οποία απορρέει από τις κοινωνικές στάσεις και αντιλήψεις για τη διαχείριση του εγκληματικού προβλήματος, δεν είναι μονοσήμαντη και διαμορφώνεται κυρίως μέσα από την αλληλόδρασή τους, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξη μιας διάχυτης απαίτησης για τη λήψη αυστηρότερων μέτρων αντεγκληματικής πολιτικής ή ακόμα και κατασταλτικών μεθόδων προ-ληπτικής αντιμετώπισης των γενικότερων μορφών κοινωνικής “αταξίας” .
Αυτή η ένταση της τιμωρητικότητας για να εξηγηθεί επιστημονικά οφείλει, κατ’ αρχήν, να γίνει κατανοητή μέσα από τις εννοιολογήσεις της και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κοινωνικών στάσεων από τις οποίες απορρέει και τις οποίες χαρακτηρίζει. Οι σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις διακρίνουν την τιμωρητικότητα σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
α) σε εκείνες που την προσεγγίζουν ως στοιχείο της προσωπικότητας των ατόμων, συνδέοντάς την άμεσα με την κοσμοθεωρία τους και
β) εκείνες που την προσεγγίζουν ως συγκεκριμένες απόψεις, συναρτώντας την άμεσα με το έγκλημα και τον έλεγχό του.
Στην πρώτη περίπτωση, η τιμωρητικότητα εξετάζεται μέσα από τη σύνδεσή της με ιδεολογικο-φιλοσοφικές αντιλήψεις του υποκειμένου για γενικότερα κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα ή με άλλα λόγια την “κοσμοθεωρία” του. Αυτή η “φιλοσοφία ζωής” συγκεκριμενοποιείται και διαμορφώνεται ανάλογα με τα κοινωνικο-πολιτισμικά χαρακτηριστικά του πλαισίου στο οποίο εντοπίζεται. Σύμφωνα με τον D.Garland , οι κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων ετών έκαναν το σύγχρονο μεσαίο νοικοκυριό των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας –στις οποίες και αναφέρεται- πιο ευάλωτο απέναντι στο έγκλημα, αυξάνοντας τις αβεβαιότητές του. Η καθιέρωση ελέγχου των κινδύνων και η επιθυμία απομάκρυνσης των ανασφαλειών του γίνονται «επείγουσες όψεις της ψυχολογίας και της κουλτούρας της μεσαίας τάξης». Η διαμόρφωση μιας “κουλτούρας ελέγχου” συνδέει, κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, τις αλλαγές στον τρόπο ζωής της κυρίαρχης μεσαίας τάξης με τις ανασφάλειές της και, κατ’ επέκταση, με την τιμωρητικότητά της. Ο M. Killias από την πλευρά του, αν και δεν αμφισβητεί τη σύνδεση της τιμωρητικότητας με την ανασφάλεια των κοινωνικών μελών επισημαίνει, ωστόσο, και ορθά τη διάκριση μεταξύ του αισθήματος ανασφάλειας που εκφράζει το φόβο του εγκλήματος σε ατομικό επίπεδο και του αισθήματος ανασφάλειας που αντανακλά μια γενικότερη ανησυχία για τις διαστάσεις του εγκλήματος . Είναι, έτσι, ερευνητικά διαπιστωμένο πως κάποιοι μπορεί να εκτιμούν ότι η εγκληματικότητα έγινε ένα από τα ανησυχητικότερα προβλήματα της εποχής μας χωρίς να αισθάνονται, ωστόσο, άμεσα απειλούμενοι. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η τιμωρητικότητα συναρτάται θετικά με συντηρητικές πολιτικές τοποθετήσεις, μικροαστικά περιβάλλοντα και το φόβο άμεσων αλλαγών που συχνά τα τρομάζει, και αφορά πιο αφηρημένα ζητήματα, όπως για παράδειγμα, τη θανατική ποινή . Η εντονότερη σύνδεση της τιμωρητικότητας με το Ρωμαϊκό δίκαιο συγκριτικά με το Γερμανικό, εξηγείται στο παραπάνω πλαίσιο, βάσει της βαρύνουσας σημασίας που το πρώτο αποδίδει στην ελεύθερη βούληση και κατ’ επέκταση στην ατομική ευθύνη, η οποία οδηγεί, πιθανότατα, σε μια αυστηρότερη ποινή.
Στη δεύτερη περίπτωση, αντίθετα, οι παράγοντες που υπεισέρχονται εντοπίζονται σε πολύ συγκεκριμένα ζητήματα καθημερινής εγκληματικότητας, τα οποία εκλαμβάνονται ως άμεσες απειλές από τους πολίτες και τους προκαλούν φόβο και ανασφάλεια. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, ο ρόλος της κοσμοθεωρίας δεν είναι σημαντικός και οι στάσεις και αντιλήψεις τους σχετικά με την αυστηροποίηση των ποινικών κυρώσεων συνδέονται με την προϋπάρχουσα εμπειρία τους και την πρόσληψη της διακινδύνευσής τους. Ο ρόλος των ΜΜΕ είναι, σε κάθε περίπτωση, πολύ σημαντικός.
ΙΙ. Εμπειρική διερεύνηση των διαστάσεων και όψεων της τιμωρητικότητας
Α.- Η προαναφερθείσα διάκριση επιβεβαιώνεται, πράγματι, από τη διεθνή ερευνητική εμπειρία. Ενδεικτική και πρωτοπόρος, στον τομέα αυτό, υπήρξε η καναδική έρευνα του Διεθνούς Κέντρου Συγκριτικής Εγκληματολογίας «Στάσεις του κοινού απέναντι στην ποινική δικαιοσύνη και κοσμοθεωρία», η οποία πραγματοποιήθηκε το 1982 . Στην έρευνα αυτή, η τιμωρητικότητα εκλαμβάνεται ως «θεμελιώδης στάση που είναι ριζωμένη στην προσωπικότητα των ατόμων» και για το λόγο αυτό συναρτάται με μια σειρά απόψεις για γενικότερα θέματα αρχών της αντεγκληματικής πολιτικής σχετικά με τη λειτουργία της αστυνομίας, των ποινών και της φυλακής.
Ενδεικτικοί είναι οι θετικοί συσχετισμοί μεταξύ βαθμού τιμωρητικότητας και επιθυμίας για μεγαλύτερη ελευθερία δράσης της αστυνομίας που θα της επιτρέπει να «απαιτεί εξακρίβωση ταυτότητας οποτεδήποτε», «να επιτηρεί τις τηλεφωνικές συνομιλίες», «να ανοίγει την αλληλογραφία» ή «να λαμβάνει γνώση των προσωπικών δεδομένων (ιατρικών, φορολογικών κλπ) των πολιτών». Αντίστοιχες είναι και οι απόψεις των τιμωρητικότερων πολιτών για τη φυλακή και τον εγκλεισμό, οι οποίοι σε μεγαλύτερο βαθμό από τους μη τιμωρητικούς πιστεύουν πως «στις μέρες μας οι φυλακές είναι πραγματικά ξενοδοχεία» (66% έναντι 37%) ή πως «η φυλακή είναι η καλύτερη λύση για τη μείωση του εγκλήματος» (50% έναντι 28%). Αντιτίθενται στην άποψη πως «βάζοντας τους ανθρώπους στη φυλακή τους κάνουμε εγκληματίες» (54% αποδοκιμασίας έναντι 34% στους μη τιμωρητικούς), ενώ πιστεύουν σε μεγάλο βαθμό πως «οι έγκλειστοι πρέπει να εργάζονται υποχρεωτικά στη φυλακή χωρίς μισθό», «δεν πρέπει να έχουν σεξουαλικές σχέσεις με τον/την σύντροφό τους μέσα στη φυλακή», «να μην έχουν δικαίωμα ψήφου» «ούτε να έχουν συχνές άδειες εξόδου».
Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώθηκε ερευνητικά πως η τιμωρητικότητα συνδέεται με συγκεκριμένες λειτουργίες της ποινής, δηλαδή, με «την αποτροπή από το έγκλημα μέσω του εκφοβισμού επιβολής ποινικών κυρώσεων» και «την προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα». Η ποινή εκλαμβάνεται, σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, περισσότερο ως «εξουδετέρωση μιας απειλής κατά της δημόσιας τάξης» παρά ως «μέσον για την επανόρθωση των εγκληματιών» και η φυλάκιση αντιπροσωπεύει «την εξουδετέρωση ή τον περιορισμό ενός μελλοντικού κινδύνου μέσω του εγκλεισμού του δράστη» και όχι το σωφρονισμό του τελευταίου. Αξίζει να αναφερθεί, ωστόσο, ότι η πλειονότητα τόσο των τιμωρητικών όσο και των μη τιμωρητικών (64% και 60% αντίστοιχα) παραδέχθηκαν πως όταν αναφέρονταν σε εγκληματίες είχαν κατά νου “επικίνδυνους” δράστες των σοβαρότερων μορφών εγκληματικότητας (όπως ανθρωποκτονιών, βιασμών, σοβαρών σωματικών βλαβών). Αμφότεροι, επίσης, θεωρούσαν πως τα δικαστήρια του Καναδά ήταν πολύ επιεική (72% και 70% αντίστοιχα).
Πρόκειται για “κυνικές" απόψεις που απορρέουν από την εντύπωση πως η ποινική δικαιοσύνη είναι ανίκανη να συγκρατήσει τους εγκληματίες που αποτελούν απειλή και πηγή ανησυχίας για τους πολίτες. Αξίζει να αναφερθεί ωστόσο ότι οι πιο τιμωρητικοί επιθυμούσαν αυστηρότερες ποινές όχι μόνο για τους “επικίνδυνους” εγκληματίες αλλά και για τους μικροεγκληματίες, προτείνοντας ως κατάλληλη ποινή τη φυλάκιση αντί των μη στερητικών της ελευθερίας ποινών για τους μη υπότροπους εγκληματίες και υιοθετώντας πολύ λιγότερο από τους υπόλοιπους τις απόψεις περί επανόρθωσης των εγκληματιών.
Οι τιμωρητικές στάσεις που κατέγραψε η προαναφερθείσα έρευνα για το συνολικό εγκληματικό φαινόμενο, συνδέονται, επίσης, και με τις γενικότερες απόψεις και στάσεις των πολιτών απέναντι σε σημαντικά κοινωνικά ζητήματα, καθώς και με την κοσμοθεωρία τους σχετικά με την ανθρώπινη φύση . Ανάλογα με τις απαντήσεις τους, διαμορφώνονται δύο μεγάλες κατηγορίες των υποκειμένων του δείγματος:
α) εκείνοι που υιοθετούν μια “φιλελεύθερη και ανθρωπιστική” θεώρηση και
β) εκείνοι που υιοθετούν μια “τιμωρητική, μηχανική και θεσμική” αντίληψη της δικαιοσύνης.
Συγκρίνοντας τις δύο κατηγορίες, παρατηρούμε ότι:
71% εκείνων οι οποίοι τάχθηκαν υπέρ της αυστηροποίησης του ποινικού συστήματος ήταν υπέρ μιας περισσότερο αυταρχικής κυβέρνησης, ικανής να διασφαλίσει τη δημόσια τάξη (έναντι 47% των φιλελεύθερων),
76% των τιμωρητικών (έναντι 49%) θεωρούσαν ότι οι γυναίκες που έχουν παιδιά πρέπει να μένουν στο σπίτι για να ασχολούνται μαζί τους,
72% (έναντι 57%) ήταν πεισμένοι ότι οι άνθρωποι δεν σέβονται τίποτα στη σημερινή εποχή, ενώ
90% (έναντι 69%) πίστευαν ότι η οικογένεια δεν διαδραματίζει πλέον τον ίδιο ρόλο όπως στο παρελθόν.
Ήταν περισσότεροι, τέλος, μεταξύ των τιμωρητικών, εκείνοι που δεν αποδέχονταν τους ομοφυλόφιλους ως ισότιμα κοινωνικά μέλη (41% έναντι 25%).
Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι πιο τιμωρητικοί συνδέονταν με παρελθόντα πολιτισμικά πρότυπα, παραδοσιακές αξίες και θεσμούς, ήταν ιδιοκτήτες, διέθεταν υψηλό εισόδημα, ήταν ηλικιωμένοι και κάτοικοι αγροτικών περιοχών. Στη βάση των παραπάνω συσχετισμών θεμελιώθηκαν και τα συμπεράσματα σε σχέση με το βαθμό μη ανεκτικότητας και αντίδρασης στις κοινωνικές αλλαγές, ενώ ως εξήγηση των στάσεων αυτών διατυπώθηκε η υπόθεση ότι τα εν λόγω άτομα είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξα για να εμπιστευτούν οποιαδήποτε μεταρρύθμιση που θα αποσκοπούσε στη βελτίωση των εγκληματιών. Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος της ανασφάλειας παραμένει ιδιαίτερα σημαντικός στη διαμόρφωση των τιμωρητικών στάσεων, τηρουμένων των αναλογιών που προκύπτουν από την προαναφερθείσα διάκριση.
Β.- Η διάκριση μεταξύ της συναρτώμενης με την κοσμοθεωρία τιμωρητικότητας και εκείνης που απορρέει από την ανασφάλεια και το φόβο του εγκλήματος, προέκυψε ανάγλυφα από την πρόσφατη ελληνική έρευνα για τη μελέτη της «Ανασφάλειας, τιμωρητικότητας και αντεγκληματικής πολιτικής» , που διεξήχθη στην Αθήνα το 2006. Στην έρευνα αυτή συνεκτιμήθηκε, επίσης, η διάκριση μεταξύ άμεσου φόβου θυματοποίησης και πρόσληψης της εγκληματικότητας ως γενικότερου σοβαρού κοινωνικού προβλήματος για τη μελέτη των δύο παραπάνω όψεων της τιμωρητικότητας.
Οι τιμωρητικές στάσεις των πολιτών ερευνήθηκαν μέσα από την καταγραφή των απόψεων του δείγματος σε συγκεκριμένες υποθέσεις εγκλημάτων και τις προτεινόμενες σε αυτά ποινές αλλά και μέσα από τις γενικότερες απόψεις τους για τη σκοπιμότητα της ποινής, τη θανατική “ποινή” και λοιπά ζητήματα εγκληματολογικού ενδιαφέροντος. Στην πρώτη περίπτωση, η τιμωρητικότητα εξετάστηκε με την ερώτηση «Ποια θεωρείτε καταλληλότερη ποινή για έναν άνδρα 21 ετών, ο οποίος συνελήφθη για δεύτερη φορά για διάρρηξη κατοικίας και τη δεύτερη αυτή φορά έκλεψε μια συσκευή τηλεόρασης». Ως περισσότερο “τιμωρητικοί” θεωρήθηκαν εκείνοι οι οποίοι επέλεξαν ως καταλληλότερη ποινή τη φυλάκιση, κατά τρόπο αντίστοιχο με την αξιολόγηση της Διεθνούς Έρευνας Θυματοποίησης . Στη δεύτερη περίπτωση, η τιμωρητικότητα προσεγγίσθηκε με την ερώτηση «ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η σημαντικότερη σκοπιμότητα της ποινής που επιβάλλουν τα δικαστήρια». Στη βάση αυτή, ως τιμωρητικότεροι θεωρήθηκαν εκείνοι που υιοθέτησαν την άποψη για την «τιμωρία του εγκληματία, ώστε να ‘πληρώσει’ για τις πράξεις του». Η τιμωρητικότητα συσχετίσθηκε, επιπρόσθετα, με τις απόψεις του δείγματος περί αυστηρότητας ή επιείκειας των απαγγελλόμενων ποινών, καθώς και μέσα από τη συμφωνία ή διαφωνία τους σε μια σειρά ζητήματα ευρύτερου κοινωνικού και στενότερου εγκληματολογικού χαρακτήρα.
* Προδημοσίευση από τον υπό έκδοση Τιμητικό Τόμο για τον Ομότιμο Καθηγητή Ιάκωβο Φαρσεδάκη