της Έφης Κουκούτση,
κοινωνιολόγου- εγκληματολόγου
Στις 20 και 21 Νοεμβρίου 2006 διεξήχθει το διεθνές συνέδριο εγκληματολογίας με θέμα «Αντεγκληματική Πολιτική και Δικαιώματα του Ανθρώπου», με φορείς διοργάνωσης τη Διεθνή Εταιρία Εγκληματολογίας, το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και την Ελληνική Εταιρία Εγκληματολογίας. Στην τελετή έναρξης του συνεδρίου παρευρέθηκε ο υπουργός δικαιοσύνης κ. Α. Παπαληγούρας, όπου απηύθυνε τους χαιρετισμούς του μαζί με το Γενικό Γραμματέα της Διεθνούς Εταιρίας Εγκληματολογίας και Γενικό Εισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Γαλλίας κ. G. Picca και την πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρίας Εγκληματολογίας και του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου κ. Α. Γιωτοπούλου – Μαραγκοπούλου.
Η γενική προβληματική που κυριάρχησε στην πλειονότητα των εισηγήσεων του σεμιναρίου αφορούσε τη διερεύνηση των ορίων μεταξύ της προάσπισης και της παραβίασης των βασικών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τους φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου. Η συμμετοχή ομιλητών τόσο από τον ακαδημαϊκό χώρο όσο και από το χώρο άσκησης και εφαρμογής της αντεγκληματικής πολιτικής, ανέδειξε τις διάφορες και διαφορετικές οπτικές και παραμέτρους που συνθέτουν το επίκαιρο αυτό ζήτημα, καταλήγοντας σε έναν εποικοδομητικό διάλογο.
Αναλυτικότερα, κατά τη διάρκεια του σεμιναρίου αναπτύχθηκαν τρεις θεματικές ενότητες. Η πρώτη, με τίτλο «γενική προβληματική για αντεγκληματική πολιτική και δικαιώματα του ανθρώπου- μερικά επιμέρους θέματα», ξεκίνησε με την ομιλία του κ. G. Picca, ο οποίος με σαφήνεια παρουσίασε τα βασικά ερωτήματα που επρόκειτο να απασχολήσουν τη συγκεκριμένη διοργάνωση. Οι πολύ ενδιαφέρουσες εισηγήσεις που ακολούθησαν, υπό το πρίσμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εξειδίκευσαν σε μερικότερα ζητήματα της αντεγκληματικής πολιτικής και στον τρόπο που επηρεάζουν – συνήθως προσβάλλουν – τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Ειδικότερα, υπογραμμίστηκε από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ν. Κουράκη, πως η «σχετικότητα» στα κριτήρια για την επιβολή και την επιμέτρηση της ποινής προσδίδει πρακτικά έναν υποκειμενικό χαρακτήρα στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη μεταχείριση των ατόμων που προσάγονται ενώπιον της. Με τη σειρά του ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Ι. Φαρσεδάκης, ανέλυσε το ρόλο των νέων τεχνολογικών μέσων που διατίθενται, όχι μόνο στη διάπραξη αλλά και στην εξιχνίαση των εγκλημάτων, στον περιορισμό των ατομικών ελευθεριών. Ιδιαίτερα επιμορφωτική χαρακτηρίστηκε η εισήγηση της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κ. Σπινέλλη «Η αυτοκτονία στις φυλακές υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ», μέσα από την αναφορά της στα ειδικότερα άρθρα του Ευρωπαϊκού Συντάγματος για την προστασία των κρατουμένων, αλλά και τις μορφές πρόληψης και αντίδρασης απέναντι σε ενδεχόμενες αυτοκτονίες κρατουμένων στα σωφρονιστικά καταστήματα. «Οι νέες μορφές πρόληψης και ΔΑ» με εισηγήτρια την κ. Α. Τσήτσουρα, διευθύντρια της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Προβλημάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και «η ιδιωτική ασφάλεια και ΔΑ» του καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου κ. Α. Μαγγανά, ολοκλήρωσαν τον κύκλο των εισηγήσεων που αφορούσαν τη συγκεκριμένη ενότητα, αφήνοντας περιθώριο παρεμβάσεων από το ακροατήριο.
«Η διεθνοποίηση της εγκληματικότητας – Οργανωμένο έγκλημα – τρομοκρατία και αντιτρομοκρατία κλ.» αποτέλεσε την αμέσως επόμενη θεματολογία του διεθνούς cours, με αρχικό ομιλητή τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Granz κ. Benedek, ο οποίος εξέτασε τη σχέση μεταξύ ανθρώπινης ασφάλειας και οργανωμένου εγκλήματος. Η κ. Καϊάφα – Γκμπάντι, καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που ακολούθησε, τόνισε, μεταξύ των άλλων, την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της έννοιας του οργανωμένου εγκλήματος, τόσο ως προς το αξιόποινο της πράξης, όσο και ως προς τον ακριβή ορισμό που δίδεται στα διάφορα Δίκαια διεθνώς. Σύμφωνα με την εισήγησή της, η συγκεχυμένη, πολλές φορές, οριοθέτηση του οργανωμένου εγκλήματος, σε συνδυασμό με παραλείψεις στοιχειωδών παραμέτρων που θα αποσαφήνιζαν την έννοια της εγκληματικής δράσης υπό τους όρους του οργανωμένου εγκλήματος σε μία ομάδα, ελλοχεύει τον κίνδυνο να ποινικοποιηθούν οργανώσεις ιδεολογικής έκφρασης ή ακόμα και να συμπεριληφθούν στον εν λόγω ορισμό ομάδες κοινού εγκλήματος. Με την εισήγηση δε της κ. Συμεωνίδου – Καστανίδου, επίσης καθηγήτριας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, κατέστη σαφές πως οι πρακτικές που ακολουθήθηκαν προκειμένου για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος διεθνώς, αποτέλεσαν ουσιαστικά μοχλό αποδυνάμωσης των ατομικών ελευθεριών. Η συγκεκριμένη θεματική ενότητα χρωματίστηκε ιδιαίτερα από το χειμαρρώδη και ευθύ λόγο της κ. Γιωτοπούλου – Μαραγκοπούλου. Αναφερόμενη στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου και στην πολιτική που εφαρμόστηκε από τις Η.Π.Α, κατέδειξε με τον πιο άμεσο τρόπο πως τα εφαρμοζόμενα «αντιτρομοκρατικά» μέτρα είχαν ως μοναδικό στόχο τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η προβληματική του σεμιναρίου ολοκληρώθηκε με την τρίτη θεματική ενότητα « Η παράλληλη διεθνοποίηση της προστασίας από το έγκλημα», υπό την προεδρία του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου κ. Κακκαλή. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης θεματολογίας αναφέρθηκαν μερικές χαρακτηριστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, από τον δικαστή του ΕΔΔΑ κ. Λ. Λουκαϊδη, ενώ ο καθηγητής του National University of Ireland κ. W. Schabas αναφέρθηκε στο «Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και τα όργανα εποπτείας διεθνών συμβάσεων ως οιονεί δικαστήρια».
Στη συνέχεια, ακολούθησε η διατύπωση των συμπερασματικών προτάσεων από τον ομ. Καθηγητή Πανεπιστημίου του Montreal κ. D. Szabo, που διέγειρε έναν εποικοδομητικό διάλογο των συμμετεχόντων. Κοινή πεποίθηση όλων, κατέστη η βασική θέση του σεμιναρίου, πως η αποτελεσματικότητα της διεθνούς αντεγκληματικής πολιτικής προϋποθέτει την εισαγωγή και εφαρμογή των αρχών και των κανόνων των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κατά το σχεδιασμό και την άσκησή της αντίστοιχα. Ειδάλλως, αναιρείται ο καθαυτός σκοπός της διαμόρφωσης αντεγκληματικής πολιτικής, που δεν είναι άλλος, από την προάσπιση των ατομικών ελευθεριών.
Αξίζει να σημειωθεί εν κατακλείδι, η αθρόα προσέλευση του κοινού και ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων, γεγονός που αναδεικνύει την ευαισθητοποίηση της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και υπαγορεύει την ανάγκη για περαιτέρω υλοποίηση ανάλογων προσπαθειών.