του Εμμανουήλ Ξυπολιτάκη,
Υπ. Διδ. Διεθνών Σχέσεων
Εισαγωγή
Το έγκλημα ενυπάρχει σε όλες τις κοινωνίες… Δεν υπάρχει κοινωνία η οποία δεν έρχεται αντιμέτωπη με το πρόβλημα της εγκληματικότητας. Η μορφή της αλλάζει και γι΄ αυτό οι πράξεις που παίρνουν τον χαρακτηρισμό αυτό δεν είναι παντού ίδιες, αλλά παντού και πάντα υπήρχαν άνθρωποι που η συμπεριφορά τους επέσυρε ποινικές κυρώσεις εις βάρος τους.
Οι ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται στο πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο της δυτικής κοινωνίας την εποχή της παγκοσμιοποίησης, οδηγούν την κοινωνία σε αλλαγές στις σχέσεις μεταξύ όλων των τμημάτων της καθώς και στο να είναι όλο και πιο πολύ απορροφημένη και ανασφαλής για το μέλλον και την ασφάλεια της. Όπως κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα η βιομηχανική και τεχνολογική επανάσταση κλόνισε τις δομές μιας κοινωνίας που είχε διαμορφωθεί κατά βάση από τη βιοτεχνία και τη γεωργία, κατά τον ίδιο δραματικό τρόπο η παγκοσμιοποίηση, η τεχνολογία και ο εκσυγχρονισμός μεταβάλλουν τον πυρήνα της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας. Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η σύγχρονη κοινωνία βρίσκεται ενώπιον παλιών και νέων προβλημάτων καθώς και σύγχρονων κινδύνων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα (από τους κινδύνους των «τρελών αγελάδων» και της διατροφικής αλυσίδας μέχρι την καταστροφή του περιβάλλοντος, την ατομική ενέργεια και τους κινδύνους από τη χρήση των νέων τεχνολογιών) . Αδυνατεί όμως να τα αντιμετωπίσει με παλιές μεθόδους, γεγονός που καλλιεργεί την αίσθηση της διακινδύνευσης και του φόβου και οδηγεί στην κρίση του πολιτισμού μας. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ο κοινωνικός αναβρασμός, τα ρήγματα στις σχέσεις των πληθυσμιακών ομάδων, η πολιτική αρρυθμία, η υπονόμευση του κράτους, η δυσφορία και το άγχος τής ζωής που οδηγεί στην απόγνωση, το αίσθημα του ‘‘κενού’’, τα ναρκωτικά, ο πολλαπλασιασμός των ψυχικών νοσημάτων, η ανηθικότητα, οι τυχοδιωκτικές περιπλανήσεις, ο αναχωρητισμός, ο νεοφασισμός, ο σατανισμός κ.λπ.
Η παρούσα φάση της κοινωνικής εξέλιξης αποκαλείται ως κοινωνία της διακινδύνευσης - ορισμός που δόθηκε από τον Γερμανό κοινωνιολόγο Beck - και αποτελεί το ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο για την οριοθέτηση, κατανόηση, ανάλυση και αντιμετώπιση των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων, συμπεριλαμβανόμενων και αυτών της δημόσιας ασφάλειας και της εγκληματικότητας που επικεντρώνεται η σύντομη ανάλυση που ακολουθεί.
Θεωρητικές Προσεγγίσεις της Δημόσιας Ασφάλειας, του Φόβου του Εγκλήματος και της Εγκληματικότητας
Σε μία δημοκρατική κοινωνία, η δημόσια ασφάλεια ταυτίζεται με την ύπαρξη κράτους δικαίου αλλά και με τις κατακτήσεις της κοινωνίας των πολιτών, οριζόμενη ως η ικανότητα του κράτους να επιβάλλει - μέσω των θεσμών, των οργάνων και των μηχανισμών του - το σεβασμό στην έννομη τάξη και να εδραιώσει στο κοινωνικό σύνολο ένα αίσθημα εμπιστοσύνης και σιγουριάς για την ασφαλή άσκηση των δικαιωμάτων του και την απόλαυση των έννομων αγαθών του . Γι αυτό τον λόγο στην σύγχρονη κοινωνία της διακινδύνευσης, μια συνηθισμένη μορφή φόβου είναι ο φόβος μπροστά στο έγκλημα, δεδομένου ότι αυτό αποτελεί μία από της πηγές κινδύνου των ατομικών και κοινωνικών αγαθών του ατόμου. Επιπροσθέτως, η κατάρρευση των σοσιαλιστικών κρατών και των κρατικών δομών σε πολλές χώρες της Αφρικής και της Ασίας τα τελευταία χρόνια, επιτάχυνε την διαδικασία εμφάνισης νέων κινδύνων για την ασφάλεια των πολιτών και την δημόσια ασφάλεια - όπως η εσωτερική και εξωτερική τρομοκρατία, η λαθρομετανάστευση, το οργανωμένο έγκλημα, το οικονομικό και ηλεκτρονικό έγκλημα - συμβάλλοντας στην αύξηση του κοινωνικού φόβου για το έγκλημα. Ως φόβος του εγκλήματος ορίζεται το συλλογικό άγχος των κατοίκων μιας περιοχής, μιας πόλης ή μιας χώρας ,το οποίο προέρχεται από το φόβο πιθανής θυματοποίησης των ίδιων ή κοντινών τους προσώπων από βίαιες εγκληματικές επιθέσεις και εκδηλώνεται τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο. Σε ατομικό επίπεδο ταυτίζεται με τον φόβο ότι θα καταστεί θύμα εγκλήματος ενώ σε συλλογικό με την ανασφάλεια, επειδή φοβάται ότι υπάρχει έλλειψη δημόσιας ασφάλειας .
Μελετώντας την βιβλιογραφία παρατηρούμε ότι υπάρχουν πολλές θεωρητικές προσπάθειες για την κατανόηση του φαινόμενου της εγκληματικότητας, πολλές φορές μάλιστα, αντικρουόμενες . Ωστόσο, κάθε θεωρία φωτίζει μία συγκεκριμένη πλευρά του συνολικού φαινομένου και της αντιμετώπισής του, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη σύνθεσης των θεωριών προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο στο σύνολό του. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις τάσεις επεξήγησης του φαινομένου. Η πρώτη τάση είναι η ατομοκεντρική προσέγγιση, η οποία θεωρεί ότι το έγκλημα είναι αποτέλεσμα των ιδιότυπων ατομικών χαρακτηριστικών του εγκληματία. Το έγκλημα υπάρχει, διότι υπάρχουν εγκληματίες που καθορίζονται είτε από τα βιολογικά, είτε από τα ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά τους και η αντεγκληματική πολιτική στοχεύει στην επιβολή μέτρων που θα συμβάλλουν στη μεταβολή της προσωπικότητας του εγκληματία ή στην εξουδετέρωση του μέσω του εγκλεισμού στην φυλακή. Στην συνέχεια είναι η κοινωνιοκεντρική προσέγγιση, η οποία θεωρεί ότι η εγκληματικότητα είναι αποτέλεσμα του κοινωνικού περιβάλλοντος και ο εγκληματίας αντιμετωπίζεται ως ιδιότυπη κοινωνική περίπτωση. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται μέτρα που αφορούν την κοινωνική πολιτική και τους τρόπους δράσης του κράτους πρόνοιας - κοινωνικές παροχές, μέτρα κατά της ανεργίας, περίθαλψη, ασφάλεια, κ.ο.κ.. Τέλος, είναι οι θεωρίες που επικεντρώνονται στην κοινωνική αντίδραση απέναντι στο έγκλημα και τον εγκληματία, υποστηρίζοντας ότι καμία διαφορά δεν διακρίνει το δράστη από το μη δράστη, παρά μόνο η εμπλοκή με τους φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος. Η αντεγκληματική πολιτική στην περίπτωση αυτή στρέφεται σε αποποινικοποιήσεις και ανάληψη μέτρων που μειώνουν τις στιγματιστικές επιδράσεις του ποινικού συστήματος. Εν κατακλείδι, ανάλογα με το πώς προσεγγίζει, ερμηνεύει και αποδέχεται ο καθένας ως παράγοντα της εγκληματικής συμπεριφοράς, καθορίζεται και ο τρόπος αντιμετώπισης του φαινομένου.
Ο Ρόλος των Μ.Μ.Ε. στην Αύξηση του Φόβου για το Έγκλημα
Ένας λόγος της αύξησης του φόβου ως κοινωνικό φαινόμενο είναι η λειτουργία των Μ.Μ.Ε., αφού το εγκληματολογικό φαινόμενο και οι πολύπλοκες πτυχές του αποτελεί σχεδόν καθημερινό θέμα στα Μ.Μ.Ε. και την κυρίαρχη πηγή πληροφόρησης της κοινωνίας γι αυτό , παρεμβαίνοντας καθοριστικά στην κατασκευή των κοινωνικών αναπαραστάσεων αναφορικά με το έγκλημα, τον εγκληματία και την κοινωνική αντίδραση . Ειδικότερα στην σύγχρονη εποχή ο ρόλος της τηλεόρασης ως μέσο ενημέρωσης είναι πολύ σημαντικός, αφού έχει την δυνατότητα να απευθύνεται ταυτόχρονα σε πολύ μεγάλο κοινό, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο μία κοινωνική σχέση μεταξύ ατόμων μέσω της διαμεσολάβησης της εικόνας.
Σύμφωνα με τους επικοινωνιολόγους Gurevitch και Blumler, η σωστή λειτουργία των Μ.Μ.Ε. θα πρέπει να βασίζεται στην επιτήρηση των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων γνωστοποιώντας τα πιο σημαντικά θέματα, προσφέροντας μια πλατφόρμα συζήτησης για ένα ευρύ φάσμα απόψεων, ελέγχοντας τους υπεύθυνους άσκησης εξουσίας, παρέχοντας κίνητρα για τους πολίτες να μάθουν, να επιλέξουν και να συμμετέχουν στην πολιτική διαδικασία, αντιστεκόμενα παράλληλα σε προσπάθειες δυνάμεων έξω από αυτά, να υπονομεύσουν την ανεξαρτησία τους . Με αυτό τον τρόπο, τα Μ.Μ.Ε. αποτελούν ένα νέο πόλο εξουσίας – την τέταρτη εξουσία μετά την εκτελεστική, την νομοθετική και την δικαστική – και μέρος της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος, παράγοντας αφενός πολιτιστικά και πολιτικά αγαθά και αφετέρου, μέσω της πληροφορίας που μεταδίδουν, να δίνουν την δυνατότητα να λαμβάνονται αιτιολογημένες αποφάσεις από τον πολίτη στα πλαίσια της δημοκρατίας.
Στην επιλογή των γεγονότων και στην παρουσίαση τους ως ειδήσεις από τα Μ.Μ.Ε., χρησιμοποιούνται συγκεκριμένα κριτήρια. Αυτά ονομάζονται news values και έχουν προσδιοριστεί ως τα χαρακτηριστικά εκείνα που δίνουν αξία στο γεγονός ώστε να προβληθεί ως είδηση. Τα news values που έχουν μέχρι τώρα προσδιοριστεί, συνοπτικά, είναι η έκπληξη, ο αιφνιδιασμός, η γεωγραφική, πολιτική και πολιτιστική εγγύτητα του γεγονότος, η επικαιρότητα του συμβάντος με το κοινό στο οποίο απευθύνεται η είδηση, η έκταση του συμβάντος, το προσωπικό ενδιαφέρον, το ανθρώπινο δράμα, οι κοινωνικές συγκρούσεις, οι παραβιάσεις των κοινωνικών κανόνων και η προβολή ηθικών αξιολογήσεων.
Στην σημερινή εποχή όμως υπάρχουν πολλές αμφιβολίες κατά πόσο τα Μ.Μ.Ε. εκπληρώνουν την ανωτέρω αποστολή, αφού πλέον έχουν μετεξελιχθεί σε πολιτικούς και οικονομικούς οργανισμούς που η επιβίωση τους στην σύγχρονη κοινωνία τις ωθεί να λειτουργούν ανταγωνιστικά ως επιχειρήσεις εμπορικού χαρακτήρα. Τα Μ.Μ.Ε. δεν μπορούν πλέον να εξετάζονται έξω από το οικονομικό σύστημα στο οποίο λειτουργούν, επειδή οι οικονομικές αλληλεπιδράσεις του συστήματος καθορίζουν και περιορίζουν την δυνατότητα της επιλογής από αυτούς που τα ελέγχουν, όπως συμβαίνει σε κάθε επιχείρηση που θέλει να μειώσει το κόστος και να αυξήσει τα κέρδη. Το αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι να επιδίδονται στην μάχη της τηλεθέασης, ακροαματικότητας ή αναγνωσιμότητας, με μόνιμη επιδίωξη να εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις προκειμένου να «πουλήσουν» το κοινού τους σε διαφημιστές και διαφημιζόμενους , επενεργώντας αρνητικά στην επιλογή, το στυλ και την παρουσίαση της πληροφορίας.
Κατ΄ αυτό τον τρόπο γίνεται κατανοητή η εμμονή των Μ.Μ.Ε. σε θεματολογία που σχετίζεται το έγκλημα, τον φόβο και την δημόσια ασφάλεια, αφού συνδυάζει πολλά από τα news values. Όμως, η παρουσίαση αυτών των φαινομένων γίνεται κατά βάση με τρόπο επιφανειακό, χωρίς αναφορά στο κοινωνικό πλαίσιο και τα πολύπλοκα κίνητρα της ανθρώπινης πράξης διατηρώντας και σταθεροποιώντας με αυτόν τον τρόπο τις στερεοτυπικές πεποιθήσεις και στάσεις . Τα σημερινά δελτία ειδήσεων φιλοξενούν κυρίως θέματα που αφορούν κουτσομπολιά, σκάνδαλα, σεξ και βία, ενώ η πολιτική ειδησιογραφία ασχολείται κυρίως με την προσωπικότητα των πολιτικών παρά με την πολιτική τους ιδεολογία, συντελώντας στην αδιαφορία και την κυνική θεώρηση της πολιτικής από τους πολίτες . Επιπροσθέτως, πολλές φορές τα γεγονότα δραματοποιούνται ή διαστρεβλώνονται στη λογική του εντυπωσιασμού προκαλώντας σχάση ανάμεσα στην αναπαράσταση και το γεγονός. Ως συνέπεια, η αναπαράσταση καθίσταται τελικά πραγματικότητα και το κοινωνικό βιώνεται φαντασιακά , καταλήγοντας να διεγείρει στο κοινό – που συνήθως δέχεται την πληροφορία χωρίς αμφισβήτηση - ένα αίσθημα φόβου ή στη συντήρηση μιας ατμόσφαιρας υπολανθάνοντος πανικού.
Ωστόσο, οι παράγοντες που καθορίζουν την επίδραση των Μ.Μ.Ε. σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά της πληροφορίας, τα χαρακτηριστικά του αποστολέα της πληροφορίας και τα χαρακτηριστικά των δεκτών της πληροφορίας . Σε πανελλαδική έρευνα του Ινστιτούτου Επικοινωνίας σε συνεργασία με το Πάντειο Πανεπιστήμιο που δημοσιεύτηκε το 2008, τα ευρήματα είναι εντυπωσιακά. Οι Έλληνες πολίτες ανησυχούν για τις επιπτώσεις που έχουν τα ΜΜΕ στη δημόσια ζωή και την κοινωνία (90,5%) και προτάσσουν ως πολύ σημαντικό το θέμα της υπευθυνότητας των ΜΜΕ απέναντι στην κοινωνία (95,7%). Επίσης πιστεύουν ότι πρέπει να ελέγχονται και να λογοδοτούν όπως και οι άλλες επιχειρήσεις (93,8%). Θεωρούν ότι υπάρχει στενή σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στα ΜΜΕ και την πολιτική εξουσία (92%) καθώς και ανάμεσα στα ΜΜΕ και στις διαφημιστικές εταιρείες και τους διαφημιζόμενους (92,5%). Μεγάλο μέρος της ευθύνης για την κατάσταση που επικρατεί στα ΜΜΕ τη φέρουν και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι, καθώς ελάχιστα πιέζουν ώστε τα ΜΜΕ να γίνουν πιο υπεύθυνα στη λειτουργία τους και στην παραγωγή προγραμμάτων και ειδήσεων (81,1%). Επιπροσθέτως, αμφισβητούν τη δυνατότητα των Μέσων να αυτορυθμιστούν, είτε να σκεφτούν ως ανταγωνιστικές επιχειρήσεις είτε ως ανταγωνιστική δημοσιογραφία, πιστεύοντας ταυτόχρονα ότι τα ΜΜΕ συνήθως προσπαθούν να καλύψουν τα λάθη τους, παρά να τα παραδεχτούν δημόσια (91,7%).
Συμπερασματικά, τα Μ.Μ.Ε. αποτελούν στις σύγχρονες κοινωνίες έναν από τους πρωτογενείς φορείς κοινωνικοποίησης και κυρίαρχο φορέα παροχής γνώσεων και πληροφοριών. Η γνώση που παράγουν τα Μ.Μ.Ε αποτελεί μία κοινωνική κατασκευή και η πληροφόρηση που δέχεται το κοινωνικό σύνολο από αυτά, συμβάλει στη διαμόρφωση της γνώσης του, των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς του και κατ’ επέκταση επηρεάζει έμμεσα την επιτυχία ή όχι της αντεγκληματικής πολιτικής και το δημόσιο αίσθημα ασφάλειας. Προκειμένου όμως τα ΜΜΕ να ενσαρκώσουν σωστά αυτό τον ρόλο, πρέπει να κάνουν σημαντική και συστηματική προσπάθεια - ως διοικήσεις και ως δημοσιογραφική κοινότητα - προκειμένου για πείσουν την κοινωνία ότι μπορούν να εξισορροπήσουν «αρχές και κέρδη» όπως και ότι μπορούν να είναι αμερόληπτα και αντικειμενικά. Όσο για τους πολίτες, θα πρέπει να αποκτήσουν την παιδεία ώστε να μπορούν να επιλέγουν τι θα δουν, θα ακούσουν ή θα διαβάσουν και να μην είναι άκριτοι δέκτες πληροφοριών, αφού επιλέγοντας σε ποιες πολιτικές, πολιτιστικές, οικονομικές και κοινωνικές πληροφορίες εκτίθενται, καθορίζουν επίσης και την αντίστοιχη κοινωνική εξέλιξη.
(...)
Αντί Επιλόγου
Σε μια κοινωνία δεν συμμετέχουμε μόνο για να διεκδικούμε ή μόνο για να κερδίζουμε… οι περισσότεροι δεν παίρνουν τα παραμικρό ρίσκο για να υπερασπιστούν ιδέες (για τις οποίες υποτίθεται ότι κόπτονται), θεσμούς (τους οποίους υποτίθεται ότι υπηρετούν) ή πρόσωπα (τα οποία υποτίθεται ότι αγαπούν). Νομιμοποιήσαμε την αυθαιρεσία, πολιτικοποιήσαμε την τυφλή βία και εντέλει ηθικοποιήσαμε τη διαφθορά και τον χρυσοκέντητο ατομικισμό.
Σε έρευνα της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας που διενεργήθηκε και παρουσιάστηκε στην Ελλάδα από το Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών το 2003, οι έλληνες εμφανίζονται ξενοφοβικοί και ανασφαλείς. Το 62,5% θεωρεί πως οι άνθρωποι καιροφυλακτούν για να εκμεταλλευθούν ο ένας τον άλλο και πεπεισμένοι ότι κριτήριο για την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι η ιδιοτέλεια, ενώ το 79,2% πιστεύει πως οι αλλοδαποί πρέπει να φεύγουν από τη χώρα εάν διαπράξουν οποιαδήποτε, ανεξαρτήτου βαρύτητας, ποινική πράξη. Επίσης προκύπτει ότι ένας στους δύο Έλληνες (52,1%) - το μεγαλύτερο ποσοστό σε όλη την Ευρώπη - παρακολουθούν περισσότερο από 2,5 ώρες ημερησίως τηλεόραση. Επιπλέον, σύμφωνα με την τελευταία ευρωπαϊκή έρευνα θυματοποίησης που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους, η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη θέση μεταξύ 18 ευρωπαϊκών χωρών στο αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών και στον φόβο για το έγκλημα, με ποσοστό 42% των ελλήνων να έχει απαντήσει ότι αισθάνεται πολύ ή αρκετή ανασφάλεια να κυκλοφορούν μόνοι το βράδυ, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 28%. Σύμφωνα με την έρευνα 27,2% των πολιτών αποδίδουν την ανασφάλεια στην ανεπαρκή αστυνόμευση, 17,5% στους πολλούς αλλοδαπούς, 16,3% στους κακοφωτισμένους δρόμους, 14,2% στη διακίνηση ναρκωτικών και 7,5% στην έλλειψη επαφών με τους γείτονες.
Όλα τα παραπάνω κρίνονται ανησυχητικά με βάση τα διλήμματα και τις προκλήσεις της σύγχρονης Ελλάδας, αφού η δημόσια ασφάλεια και η αντεγκληματική πολιτική δεν είναι απλά ένα ζήτημα βελτίωσης των δυνατοτήτων δίωξης από τις διωκτικές αρχές. Η λήψη απλά και μόνο αποτρεπτικών μέτρων δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα όταν οι συνθήκες που το δημιουργούν παραμένουν. Η πολιτεία χαράσσει τις γενικές κατευθύνσεις της αντεγκληματικής πολιτικής, όμως ανεξάρτητα από τα μέτρα που θα λάβει κάθε φορά, η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και η διατήρηση της δημόσιας τάξης είναι κατά βάση μια γενικότερη προσπάθεια. Μας αφορά όλους και σε όλα τα επίπεδα της δραστηριότητάς μας, από την οικογένεια και το σχολείο, όπου μπαίνουν οι πρώτες βάσεις της κοινωνικοποίησης, έως την ευρύτερη επαγγελματική και κοινωνική μας ζωή. Μόνο έτσι μπορεί να εμπεδωθεί με ουσιαστικό τρόπο το αίσθημα ασφαλείας σε ατομικό και δημόσιο επίπεδο, που εντέλει αποτελεί προϋπόθεση για μια καλύτερη ποιότητα ζωής.