(1935-)
του Κώστα Λεϊμονή,
ασκ. δικηγόρου
και της Κυριακής Παππά,
φοιτήτριας Νομικής Σχολής Αθήνας
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Travis Hirschi γεννήθηκε στις 15 Απριλίου του 1935 στο Rockville των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Έγινε διδάκτορας της κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (Μπέρκλευ) το 1968 και δίδαξε σε πολλά ακόμη πανεπιστήμια πριν καταλήξει στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα το 1981. Έχει επίσης διατελέσει καθηγητής Ποινικής Δικαιοσύνης στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Ο Travis Hirsch έχει προσφέρει πολύ μεγάλο έργο στον τομέα της Κοινωνιολογίας και Εγκληματολογίας. Είναι πρώην πρόεδρος της Αμερικανικής Εταιρείας Εγκληματολογίας, και του έχουν απονεμηθεί πολλά βραβεία συμπεριλαμβανομένων των βραβείων Wright Mills από την κοινωνία για τη μελέτη των κοινωνικών προβλημάτων και το Edwin H. Sutherland Βραβείο από την Αμερικανική Ένωση Εγκληματολογίας το 1986.
Ο Travis Hirschi είναι ένας από τους πιο εξέχοντες θεωρητικούς και έχει συμβάλει με σημαντικά έργα στον τομέα της εγκληματολογίας καθ όλη τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Ασχολήθηκε κυρίως με δύο θεωρίες περί του κοινωνικού ελέγχου, αυτή της παραβατικής συμπεριφοράς (ή θεωρία των κοινωνικών δεσμών) και τη θεωρία του αυτοελέγχου (ή γενική θεωρία του εγκλήματος) σε συνεργασία με τον Gottfredson.
Θεωρία της παραβατικής συμπεριφοράς
Για να κατανοήσουμε πλήρως το υπόδειγμα από το οποίο ο Hirchi διαμόρφωσε την θεωρία του είναι σημαντικό να καταλάβουμε το ιστορικό περιεχόμενο από το οποίο έγραψε το «Causes of Delinquency». Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η Αμερικανική κοινωνία είχε κουραστεί από την προοπτική της κοινωνικής αποδιοργάνωσης της εγκληματολογίας η οποία προηγουμένως κυριαρχούσε στην εγκληματολογική σκέψη. Την ίδια περίοδο υπήρχε διάβρωση των κοινωνικών θεσμών. Ο ίδιος θεώρησε πως χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής ήταν η παρακμή της Αμερικανικής οικογένειας. Η πρώτη εκδοχή της θεωρίας του ελέγχου παρουσιάστηκε στις «Αιτίες της Παραβατικότητας» το 1969.
Παρ’ όλο που η θεωρία ελέγχου της παραβατικότητας δημιουργήθηκε από την οπτική της κοινωνικής αποδιοργάνωσης, η έλλειψη δημοσιότητας εκείνη την περίοδο τον αποθάρρυνε από να αναφέρεται σε εκείνη ανοιχτά.
Σε μια συνέντευξη του ο Hirschi εξήγησε γιατί απέφυγε να συνδέσει την θεωρία του με τις προγενέστερες:
«Ήμουν ενήμερος ότι την εποχή που διετύπωσα την θεωρία μου ότι ήταν μέσα στα όρια της παράδοσης της κοινωνικής αποδιοργάνωσης. Το ήξερα αυτό, αλλά κανείς πρέπει να θυμάται την κατάσταση της κοινωνικής αποδιοργάνωσης σαν μια ιδέα στην δεκαετία του 1960 όταν έγραφα. Ένιωσα πως ήταν σαν να κολυμπούσα ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνική θεωρία του ελέγχου στο επίπεδο του ατόμου. Ένα είχα προσπαθήσει να «πουλήσω» την κοινωνική αποδιοργάνωση, θα είχα ταλαιπωρηθεί πολύ. Έτσι, έπλευσα πέρα από την παράδοση. Ως αποτέλεσμα, δεν έδωσα στην κοινωνική αποδιοργάνωση όσα όφειλα. Επέστρεψα στον Durkheim και Hobbes και αγνόησα μια ολόκληρη Αμερικανική παράδοση που ήταν άμεσα σχετική με αυτά που έλεγα. Αλλά το ήξερα. Είπα τα ίδια με όσα η κοινωνική αποδιοργάνωση είχε πει στους ανθρώπους αλλά αφού είχαν πέσει σε δυσμένεια, έπρεπε να αποσυνδέσω τον εαυτό μου από εκείνους.» (Bartollas, 1985:190).
Η θεωρία της παραβατικότητας είναι μια κοινωνιολογική θεωρία, η οποία επικεντρώνεται στον ρόλο των κοινωνικών σχέσεων παρά στην ατομικότητα της προσωπικότητας του εγκληματία. Επικεντρώθηκε κυρίως στους κοινωνικούς θεσμούς και δεσμούς παρά στην ατομικότητα και τον αυτό- έλεγχο. Σύμφωνα με τη θεωρία της παραβατικότητας, μια εγκληματική συμπεριφορά παρουσιάζεται όταν οι δεσμοί με την κοινωνία είναι αδύναμοι ή έχουν καταλυθεί. Ο Hirschi υποστηρίζει πως το μόνο κίνητρο που απαιτείται για την παραβίαση του νόμου είναι η έλλειψη κοινωνικού ελέγχου η οποία επιτρέπει στο άτομο να ζυγίσει τα οφέλη από την εγκληματική πράξη πάνω από το κόστος της ίδιας πράξης. Ως προς το γιατί τα άτομα αποκλίνουν από τα κοινωνικά πρότυπα προτάσσει τέσσερις μεταβλητές: την σύνδεση, τη δέσμευση, τη συμμετοχή, και την πίστη.
Με την σύνδεση, αναφέρεται στην έκταση στην οποία ένα πρόσωπο είναι δεμένο με κάποιο άλλο κοινωνό. Καθώς το άτομο συνδέεται μαζί με τους άλλους κοινωνούς είναι λιγότερο πιθανόν να εμφανίσει παραβατική συμπεριφορά. Ο Hirschi προτιμά την ιδέα της σύνδεσης από εκείνης της εσωτερικότητας γιατί η σύνδεση μπορεί να μετρηθεί ανεξάρτητα από την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, ενώ η εσωτερικοποίηση δεν μπορεί. Η δέσμευση αποτελεί το λογικό στοιχείο της συμμόρφωσης. Με την δέσμευση εννοεί τον φόβο που διακατέχει τον υποψήφιο δράστη πριν την παραβίαση του νόμου. Η κοινωνική καταξίωση που ένα άτομο λαμβάνει κατά τη διάρκεια της ζωής του το καθιστά περισσότερο προσηλωμένο στις παραδοσιακές αρχές επομένως λιγότερο πιθανό να παραβιάσει το νόμο. Εάν κάποιος έχει λάβει μια σημαντική εκπαίδευση, έχει μια συγκροτημένη οικογένεια και έχει δημιουργήσει επιτυχημένη επαγγελματική φήμη, θα συνέτρεχε στο πρόσωπό του μια σημαντική έλλειψη διάθεσης να παραβεί το νόμο. Η αφοσίωση στις παραδοσιακές δραστηριότητες συμβαδίζει με το στοιχείο της συμμετοχής. Ο Hirschi πίστευε πως η συμμετοχή στις δραστηριότητες κρατά κάποιον τόσο απασχολημένο που δεν του επιτρέπει την ροπή προς τις εγκληματικές ενέργειες. Η άποψη πως η αδράνεια είναι το «εργαστήριο του διαβόλου» μας επιτρέπει να συναγάγουμε ότι ένα δραστήριο άτομο δύσκολα θα εκδήλωνε εγκληματική συμπεριφορά. Τέλος, η πίστη αναφέρεται στην ύπαρξη ενός κοινού δικαιικού συστήματος. Ένα άτομο είναι περισσότερο πιθανό να συμμορφωθεί με τα κοινωνικά πρότυπα όταν πιστεύει σε αυτά. Η ένταση της πίστης εξαρτάται από τον βαθμό σύνδεσης με τα συστήματα που θέτουν την πίστη υπό αμφισβήτηση.
Κριτική
Στα τέσσερα αυτά στοιχεία έχει ασκηθεί έντονη κριτική. Αρχικά δεν μπορεί να εξηγήσει όλων των ειδών τα εγκλήματα . Η συμμετοχή δεν είναι σε θέση να εξηγήσει για ποιο λόγο διαπράττονται τα εγκλήματα λευκού κολάρου καθώς αν κάποιος ανταποκρίνεται στα κοινωνικά πρότυπα με το να εργάζεται, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως είναι πολύ απασχολημένος να διαπράξει ένα έγκλημα. Επίσης, δίνει υπεραπλουστευμένες απαντήσεις στα προβλήματα που δημιουργούνται από την παρεκβατική συμπεριφορά. Η δημόσια πολιτική που βασίζεται σ’ αυτές τις προτάσεις αγνοεί την έλλειψη οικονομικών πηγών στις λιγότερο εύρωστες κοινωνικές ομάδες.
Μια επιπλέον αδυναμία των τεσσάρων μεταβλητών είναι ότι έχουν θεωρηθεί ως συγκεχυμένες καθώς ο Hirschi έδωσε έναν κοινωνιολογικό ορισμό παρά μια ψυχολογική έννοια των λέξεων που δέσποζαν στην Αμερικανική σκέψη. Ειδικότερα, με την δέσμευση δεν εννοούσε μια εσωτερική βαθιά αφοσίωση στους άλλους. Η σύνδεση έχει παρανοηθεί ως η δύναμη ενός εσωτερικού συναισθηματικού δεσμού που είναι δυνατόν να γίνει πιο έντονη χωρίς διάδραση, αλλά εν προκειμένω δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Με την συμμετοχή δεν αναφερόταν στις συναισθηματικές εμπλοκές. Στην πίστη δεν προσέδιδε μια εσωτερική, βαθιά πίστη σε κάτι ή σε κάποιον. Ο δεσμός τον οποίο επιδίωκε ήταν πολύ λιγότερο εσωτερικοποιημένος.
Παρόλο που η θεωρία του κοινωνικού ελέγχου εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη, δέχεται έντονη κριτική μερικές φορές κινούμενη από τον ίδιο όσον αφορά την προέλευση της θεωρίας του . Η υποστήριξη αυτής της θεωρίας έχει εξασθενίσει με τον χρόνο και τελικά προκάλεσε την ανάπτυξη την θεωρίας του αυτοελέγχου που παρουσιάζεται παρακάτω.
Θεωρία του αυτοελέγχου:
Ο Travis Hirschi και ο Michael Gottfredson έγραψαν το 1990 τη Γενική Θεωρία του Εγκλήματος (ή θεωρία του αυτοελέγχου). Κατά τη θεωρία αυτή ο αυτοέλεγχος είναι μία γενική έννοια πάνω στην οποία μπορούν να βασιστούν όλα τα γεγονότα περί εγκλήματος και με βάση αυτή μπορούν να ερμηνευθούν όλα τα είδη εγκλημάτων, από τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας ή τις προσβολές της γενετήσιας ελευθερίας έως τα οικονομικά εγκλήματα που διαπράττονται από υψηλά ιστάμενα πρόσωπα κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους καθηκόντων εκμεταλλευόμενοι το κοινωνικό τους status. (εγκλήματα λευκού κολάρου – white collar crimes, Edwin Sutherland). Σύμφωνα με τη θεωρία του Hirschi, η σύμπτωση έλλειψης αυτοελέγχου αφενός και αφετέρου ύπαρξης εγκληματικών ευκαιριών προς άμεση ικανοποίησή τους παράγει το έγκλημα.
Πιο συγκεκριμένα: Ο
Hirschi με τον
Gottfredson όρισαν το έγκλημα ως πράξεις βίας ή απάτης οι οποίες διαπράττονται από τον δράστη προς ικανοποίηση του δικού του συμφέροντος. Ορισμό του αυτοελέγχου δεν δίνουν οι προαναφερόμενοι επιστήμονες, πράγμα το οποίο δίνει λαβή στους επικριτές τους. Παρ’ όλα αυτά διατείνονται ότι ο χαμηλός αυτοέλεγχος ενός ατόμου εξηγεί τη ροπή του προς τη διάπραξη εγκλημάτων, όπως ακριβώς ο υψηλός βαθμός αυτοελέγχου εξηγεί την διάθεση ενός ατόμου να συμμορφώνεται προς τις κοινωνικές επιταγές και τους νόμους. Οι δημιουργοί της παραπάνω θεωρίας σημειώνουν ότι τα άτομα τα οποία έχουν αναμειχθεί σε εγκληματική συμπεριφορά, σχετίζονται επίσης με ανάλογες συμπεριφορές οι οποίες παρέχουν άμεση (βραχυπρόθεσμη) ικανοποίηση. Το κάπνισμα, το ποτό, ο τζόγος, το ανεύθυνο σεξ, όπως ακόμη και οι κόντρες με τα αυτοκίνητα παρουσιάζονται σαν ένα από τα εγκλήματα τα οποία δεν απαιτούν κάποια δεξιότητα ή κάποιο σχέδιο εγκλήματος. Φυσικά, πάνω σε αυτό έχουν προκύψει αρκετές αντιρρήσεις, καθώς τα περισσότερα εγκλήματα διαπράττονται στις μέρες μας κατόπιν ενός πολύ καλά οργανωμένου εγκληματικού σχεδίου και οι δράστες τους έχουν σχεδόν εξοικειωθεί με τις αποκλίνουσες αυτές συμπεριφορές.
Ο αυτοέλεγχος, λοιπόν, είναι εκείνος που θα αποφασίσει εάν και ποιος ενδεχομένως θα διαπράξει έγκλημα στο μέλλον. Μεγάλη σημασία για τους παραπάνω θεμελιωτές της θεωρίας αυτής παίζει η ανατροφή των παιδιών. Τα παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς θα έχουν την τάση να εξελιχθούν σε ανήλικους παραβάτες και τελικά σε ενήλικους εγκληματίες. Ο βαθμός, το επίπεδο του αυτοελέγχου, κατά τον Hirschi, εξαρτάται από την ποιότητα της γονικής μέριμνας στα πρώτα χρόνια ανάπτυξης ενός παιδιού. Ο τρόπος άσκησης της γονικής μέριμνας είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας ο οποίος θα καθορίσει το επίπεδο αυτοελέγχου ενός ατόμου. Εάν ένα παιδί μεγαλώσει βάναυσα ή αμελώς, τότε κατά πάσα πιθανότητα θα τείνει να γίνει παρορμητικό, στερούμενο ευαισθησιών, ριψοκίνδυνο, κοντόφθαλμο, χωρίς ιδιαίτερη κοινωνικότητα, ευάλωτο στη διάπραξη εγκληματικών πράξεων ή πράξεων ανάλογες με όσες προαναφέρθηκαν παραπάνω. Αντίθετα, τα παιδιά, των οποίων οι γονείς νοιάζονται για αυτά, τα επιβλέπουν και τα τιμωρούν όταν δεν φέρονται σωστά, μέσα από τη σωστή τους κοινωνικοποίηση, θα αναπτύξουν στο παιδί ένα τέτοιο βαθμό αυτοελέγχου, ώστε να αντιστέκονται σε κάθε εύκολο πειρασμό που προσφέρει μια εγκληματική πράξη.
Η έλλειψη του αυτοελέγχου δεν είναι ούτε ικανή ούτε αναγκαία συνθήκη για να συμβεί ένα έγκλημα, διότι οι χαρακτηριστικές ιδιότητες ενός ατόμου ή μιας κατάστασης μπορεί να αλληλεπιδράσουν στη ροπή, στον προδιάθεση κάποιου να ακολουθήσει μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Έχει άλλωστε επισημανθεί ότι στο έγκλημα εκτός από το χαμηλό επίπεδο αυτοελέγχου, μπορεί να «συνδράμει» και η έλλειψη ενός ισχυρού δεσμού με την κοινωνία (Polakowski, 1994:62). Άρα, δεν είναι μόνος του ως παράγοντας ο βαθμός του αυτοελέγχου για τη ροπή κάποιου προς το έγκλημα, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να υπάρχουν και οι συνθήκες, που θα κάνουν το έδαφος πρόσφορο για την τέλεση της εγκληματικής πράξης.
Για τον Hirschi οι γονείς είναι η πιο σημαντική και βασική πηγή κοινωνικοποίησης για τα παιδιά (και σε δεύτερη μοίρα έρχονται το σχολείο και οι διάφορες άλλες διαπροσωπικές σχέσεις). Κατ΄αυτόν δεν είναι το γένος, η φυλή ή η ηλικία ενός ατόμου που επηρεάζουν άμεσα την «εν δυνάμει» εγκληματικότητά του, αλλά αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν έμμεσα το ποσοστό της κοινωνικοποίησης από τους γονείς.
Προτάσεις για αντεγκληματική πολιτική
Σύμφωνα με τα παραπάνω ο Hirschi πρότεινε τη βελτίωση της ανατροφής των παιδιών από τους γονείς. Ίσως, αναρωτιέται ο ίδιος, οι γονείς θα έπρεπε να παρακολουθούν κάποια μαθήματα σωστής γονεϊκής συμπεριφοράς. Μεγάλη προσοχή πρέπει επίσης να δοθεί στη μορφή, το μέγεθος και τη σταθερότητα της οικογενειακής οντότητας, καθώς αυτοί οι τρεις παράγοντες επηρεάζουν την ικανότητα του να μεγαλώνουν τα παιδιά σωστά στην κάθε οικογένεια. Κατά την «Ιδανική Οικογένεια» του Hirschi, ο αριθμός των παιδιών σε κάθε οικογένεια δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα τρία. Οι σχέσεις, ο σύνδεσμος μεταξύ των γονέων και των παιδιών πρέπει να είναι δυνατός. Δεν πρέπει να διασκορπίζεται η προσοχή των γονέων σε πολλά παιδιά, αν πράγματι θέλουν να μεγαλώσουν τα τελευταία σωστά. Σχετικά με τους γονείς, μία νεαρή έφηβη μητέρα δεν αποτελεί πρόβλημα για τη σωστή ανατροφή των παιδιών και την περαιτέρω ενδεχόμενη εγκληματική τους ροπή. Το πρόβλημα υπάρχει όταν υπάρχει μητέρα αλλά κανένας πατέρας. Για αυτό και κατά τον εν λόγω επιστήμονα, οι διάφορες πολιτικές – στρατηγικές που αποφασίζονται πρέπει να εστιάζουν το βάρος τους όχι στον παρεμποδισμό των έφηβων μητέρων από το να μένουν έγκυες αλλά πρέπει να εστιάζουν την προσοχή τους στη διατήρηση ισχυρού δεσμού του πατέρα με την οικογένεια και την ανάμειξή του στη σωστή ανατροφή του παιδιού του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με το να δυναμώσουν οι οικογενειακοί δεσμοί, να αυξηθεί η κοινωνικοποίηση του παιδιού και να δημιουργηθεί μεγαλύτερος αυτοέλεγχος επιτυγχάνεται η μείωση των πιθανοτήτων να ασχοληθεί με το έγκλημα.
Κριτική
Αυτή η θεωρία περί αυτοελέγχου του Hirschι απολαμβάνει μεγάλης δημοτικότητας, δεδομένου ότι είναι μια από τις νεότερες θεωρίες περί εγκλήματος. Παρόλα αυτά, όπως κάθε θεωρία έτσι και αυτή έχει δεχθεί την κριτική της. Άλλωστε, όπως είναι φυσιολογικό ένα σώμα να αντιδρά με τον πυρετό για να διορθώσει κάποια οργανική δυσλειτουργία, έτσι και η υγιής κριτική σε μια θεωρία αποτελεί ένδειξη ότι η τελευταία έκανε αίσθηση στον επιστημονικό κόσμο.
Ένα πρώτο σχόλιο είναι, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος ορισμός του αυτοελέγχου που να τον διακρίνει από την επιρρέπεια, την προδιάθεση του να διαπράττει κανείς εγκλήματα ή ανάλογες με αυτά πράξεις. Στις αναλύσεις των Hirschi και Gottfredson χρησιμοποιούνται οι όροι «εγκληματικότητα» και «αυτοέλεγχος» ως συνώνυμα, το οποίο είναι σαν να λέμε ότι ο « χαμηλός αυτοέλεγχος προκαλεί χαμηλό αυτοέλεγχο» ή ότι «η εγκληματικότητα προκαλεί εγκληματικότητα». Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι οι ανάλογες πράξεις που εξομοιώνονται με εγκληματική συμπεριφορά δεν μπορούν να εξισωθούν με έγκλημα εν τοις πράγμασι. Δεν μπορεί για παράδειγμα εκείνος που καπνίζει να διωχθεί ποινικά ή εκείνος που παίζει τυχερά παιχνίδια να θεωρηθεί ότι διέπραξε έγκλημα. Θίγεται πλέον ο πυρήνας της προσωπικότητάς του.
Επίσης, κατά την παραπάνω θεωρία η εγκληματική συμπεριφορά αποτελεί πάντοτε στην εκπλήρωση άμεσου προσωπικού συμφέροντος δοθείσης της κατάλληλης ευκαιρίας. Όμως, όπως σημειώσαμε και παραπάνω, τα άτομα έχουν ήδη πολλές φορές αποδείξει ότι αν θέλουν να εγκληματήσουν μπορούν να αντέξουν και την μακροπρόθεσμη ικανοποίηση των στόχων που έχουν θέσει με το να προβούν σε ορισμένη εγκληματική πράξη (ιδιαίτερα εμφανές στα οικονομικά εγκλήματα).
Αναφέραμε παραπάνω ότι ο Hirschi με τον Gottfredson όρισαν το έγκλημα ως πράξεις βίας ή απάτης οι οποίες διαπράττονται από τον δράστη προς ικανοποίηση του δικού του συμφέροντος. Αυτός ο ορισμός του εγκλήματος δεν είναι πειστικός διότι οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε παραβίαση του νόμου, συμπεριλαμβανομένων των: φόνου, ληστείας, ή εγκλήματος κατά της περιουσίας, τα οποία μπορούν να γίνουν και για λόγους που να μην άπτονται άμεσου προσωπικού συμφέροντος, δεν είναι έγκλημα!
Τέλος, το πρότυπο της «Ιδανικής Οικογένειας» του Hirschi είναι άκρως πατερναλιστικό, ειδικά στην αναφορά του σε συγκεκριμένο αριθμό παιδιών που πρέπει να έχει κάθε οικογένεια (birth control). Φαίνεται ότι ένιωθε ότι η εγκληματικότητα θα μειωνόταν αν η κοινωνία μπορούσε να ανακτήσει τις παραδοσιακές αμερικανικές αξίες με τις γυναίκες στο σπίτι, τους άντρες στη δουλειά και τα παιδιά να πειθαρχούνται παράλληλα και από τους δύο γονείς. Δεν συνυπολογίζεται επίσης από τον Hirschi αλλά και τον Gottferdson η εκδοχή του να μένει ένα παιδί με τον ένα μόνο γονέα λόγω θανάτου του άλλου ή λόγω διαζυγίου ή στην περίπτωση των ανύπαντρων μητέρων με άγνωστο πατέρα, όλες καταστάσεις που απαντώνται κατά κόρον στη σύγχρονη κοινωνία.
Παρ’ όλα αυτά η προσφορά της ως ανώ εκ των δύο βασικών θεωριών του Hirschi (αλλά και του Gottfredson στη θεωρία του αυτοελέγχου κατά δεύτερο λόγο) στην επιστήμη της Εγκληματολογίας είναι σπουδαιότατη. Και οι δύο θεωρίες έχουν οδηγήσει στην αναδιαμόρφωση της αντεγκληματικής πολιτικής και είναι από τις πιο δημοφιλείς ιδιαίτερα μεταξύ των νεότερων θεωριών περί κοινωνικού ελέγχου.
Βιβλιογραφία
Akers, Ronald L. (1991). Self-control as a general theory of crime. Journal of Quantitative Criminology. 7(2), 201-211.
Arneklev, Bruce J., Garold G. Grasmick, Charles R. Tittle, and Robert J. Bursik, Jr. (1993). Low self-control and imprudent behavior. Journal of Quantitative Criminology. 9(3), 225-247.
Benson, M.L. and E. Moore. (1992). Are white-collar offenders and common criminals the same? An empirical and theoretical critique of a recently proposed general theory of crime. Journal of Research in Crime and Delinquency, 29, 251-272.
Brown, Stephen, Finn-Aage Esbensen, and Gilbert Geis. Criminology: Explaining Crime and Its Context. Newark, NJ: Anderson, 2007. 3-614.
Brownfield, David and Ann Marie Sorenson. (1993). Self-control and juvenile delinquency: theoretical issues and an empirical assessment of selected elements of a general theory of crime. Deviant Behavior. 14, 243-264.
Gottfredson, Michael R. and Travis Hirschi. (1990). A general theory of crime. Stanford: Stanford University Press.
Grasmick, Harold G., Charles R. Tittle, Robert J. Bursik, Jr., and Bruce J. Arneklev. (1993). Testing the core empirical implications of Gottfredson and Hirschi΄s general theory of crime. Journal of Research in Crime and Delinquency. 30(1), 5-29.
Greenberg, David F. (1994). The historical variability of the age-crime relationship. Journal of Quantitative Criminology. 10(4), 361-373.
Hirschi, Travis. (1967). Delinquency research. New York: The Free Press.
Hirschi, Travis. (1969). Causes of delinquency. Berkeley and Los Angeles: University of California Press.
Hirschi, Travis and Michael Gottfredson. (1980). Understanding crime. Beverly Hills: Sage Publications.
Hirschi, Travis. Sociologist. (1985). Interviewed by C. Bartollas. New York.
Hirschi, Travis and Michael Gottfredson. (1993). Commentary: Testing the general theory of crime. Journal of Research in Crime and Delinquency. 30(1), 47-54).
Hirschi, Travis and Michael R. Gottfredson. (1994). The generality of deviance. New Brunswick: Transaction Publishers.
Hirschi, Travis. (1995). The Family. In James Q. Wilson and Joan Petersilia (eds.). Crime. (pp. 121-140). San Francisco: Institute for Contemporary Studies.
Lilly, J. Robert, Francis T. Cullen, and Richard A. Ball. (1995). Criminological theory: context and consequences. Thousand Oaks: Sage Publications.
Meldrum Ryan C. Florida State University, Young Jacob T. N. University of Washington, Weerman Frank M. Netherlands Institute for the Study of Crime and Law Enforcement, Journal of Research in Crime and Delinquency, Reconsidering the Effect of Self- Control and Delinquent Peers, Volume 46, Number 3, August 2009
Polakowski, Michael. (1994). Linking self- and social control with deviance: illuminating the structure underlying a General Theory of Crime and its relation to deviant activity. Journal of Quantitative Criminology, 10(1), 41-79.
Scott, Joseph E. and Travis Hirschi. (1988). Controversial issues in crime and justice. Newbury Park: Sage Publications.
Σπινέλλη Κ., Εγκληματολογία, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2005
Thompson, William E., Jim Mitchell, and Richard A. Doddler. (1984). An empirical test of Hirschi΄s control theory of delinquency. Deviant Behavior. 5, 11-22
Συμπληρωματικά:
Hirschi & Gottfredson (1993) "Commentary: Testing the General Theory of Crime", Journal of Research in Crime and Delinquency, 30:47-54.
Keane, Carl, Paul S. Maxim, and James J. Teevan (1993) "Drinking and Driving, Self-Control, and Gender: Testing a General Theory of Crime." Journal of Research in Crime and Delinquency 30:30-46.