ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΤΩΝ HOOLIGANS
του Χρ. Τσουραμάνη
Καθηγητή ΤΕΙ Μεσολογγίου
Σύμφωνα με τον Γάλλο κοινωνιολόγο Emile Durkheim “Το έγκλημα υπάρχει σε όλες τις κοινωνίες…Δεν υπάρχει κοινωνία η οποία δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα της εγκληματικότητας. Εκείνο που αλλάζει είναι η μορφή του, έτσι οι πράξεις που παίρνουν τον χαρακτηρισμό αυτό δεν είναι παντού οι ίδιες, θα υπάρχουν όμως παντού και πάντοτε άνθρωποι των οποίων η συμπεριφορά θα επισύρει ποινικές κυρώσεις σε βάρος τους…. Απλά λοιπόν εκείνο το οποίο θα πρέπει να θεωρηθεί σαν κάτι το φυσιολογικό είναι η ύπαρξη της εγκληματικότητας.”
Ο επιφανής Γάλλος κοινωνικός επιστήμονας θέλει με τα παραπάνω να υποστηρίξει την άποψη πως το έγκλημα θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως μια φυσιολογική κατάσταση η οποία διατοπικά και διαχρονικά συνοδεύει όλες τις μέχρι σήμερα κοινωνίες, αποτελώντας απαραίτητο συστατικό τους. Η άσκηση δε της οποιασδήποτε αντεγκληματικής πολιτικής μπορεί να συμβάλλει απλά και μόνο στον περιορισμό του και όχι στην ολοσχερή εξάλειψή του. Mε τα μέτρα που θα λαμβάνονται στα πλαίσια της πολιτικής αυτής ξεχωριστή έμφαση θα πρέπει κατά τη γνώμη μας, να δίνεται μεταξύ άλλων,
• στην προσεκτική φύλαξη των πιθανών τόπων - στόχων εγκληματικών ενεργειών,
• στον έλεγχο των μέσων διάπραξης των εγκλημάτων και
• στην ενημέρωση των πολιτών για τους συνήθεις τρόπους δράσης των εγκληματιών.
Προς τον πρώτο από τους παραπάνω στόχους της αντεγκληματικής αυτής πολιτικής θα μπορούσαμε να πούμε πως κινείται η περιβαλλοντική εγκληματολογία (environmental criminology) ή εγκληματολογία του τόπου (criminology of place). Αυτή λαμβάνει κατά κύριο λόγο, υπόψη της την άνιση γεωγραφική κατανομή εκδήλωσης των διαφόρων εγκλημάτων και προτείνει τον εντοπισμό των ευρύτερων ή στενότερων γεωγραφικών τόπων όπου παρατηρείται έξαρση της εγκληματικότητας και τη λήψη μέτρων στους τόπους αυτούς, τα οποία θα καθιστούν τη διάπραξη των εγκλημάτων ιδιαιτέρως δυσχερή για τους υποψήφιους δράστες.
Αυτό θα μπορεί να επιτευχθεί με την καθιέρωση συστημάτων επιτήρησης των τόπων αυτών τα οποία θα εφαρμόζονται αυστηρά και θα είναι γνωστά στο ευρύ κοινό, έτσι ώστε όσοι εισέρχονται σε αυτούς να καταγράφονται άμεσα για να είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι και εφόσον η συμπεριφορά τους είναι παράνομη, να είναι δυνατή στη συνέχεια η σύλληψή τους από τις δυνάμεις της τάξης. Γνωρίζοντας την κατάσταση αυτή, οι υποψήφιοι δράστες ενδέχεται να αποθαρρύνονται από το να εκδηλώσουν την εγκληματική τους συμπεριφορά επειδή οι πιθανότητες της ατιμωρησίας τους θα είναι ελάχιστες έως μηδαμινές.
Οι βασικές αυτές θέσεις της περιβαλλοντικής εγκληματολογίας αποτελούν το θεωρητικό υπόβαθρο της περιστασιακής πρόληψης του εγκλήματος (Situational Crime Prevention). Σύμφωνα με τον Ronald Clark, καθηγητή του Παν/μίου New Jersey State των ΗΠΑ,
«Η περιστασιακή πρόληψη του εγκλήματος ξεκινάει από την ανάλυση των συνθηκών που ευνοούν την αύξηση του αριθμού ειδικών κατηγοριών εγκλημάτων. Υποστηρίζει την εφαρμογή συγκεκριμένων αλλαγών του τόπου/περιβάλλοντος όπου τελούνται τα διάφορα εγκλήματα με σκοπό τη μείωση των ευκαιριών που οδηγούν στην εκδήλωσή τους. Με τον τρόπο αυτό δίνει έμφαση στον τόπο/περιβάλλον εκδήλωσης εγκλημάτων και όχι σε εκείνους που τα διαπράττουν. Κεντρικό αντικείμενο του ενδιαφέροντός της δεν αποτελεί επομένως το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης αλλά ένα πλήθος δημόσιων και ιδιωτικών οργανισμών και επιχειρήσεων – όπως σχολεία, νοσοκομεία, μέσα μεταφοράς, μεμονωμένα καταστήματα και πολυκαταστήματα, επιχειρήσεις και τηλεφωνικές εταιρείες, τοπικά πάρκα, χώροι αναψυχής, πάμπς και χώροι παρκαρίσματος – των οποίων τα προιόντα, οι υπηρεσίες και οι εργασίες δημιουργούν ευκαιρίες για την τέλεση ενός μεγάλου αριθμού διαφορετικών εγκλημάτων»
Ειδικότερα η ακριβής οριοθέτηση της περιστασιακής πρόληψης των εγκλημάτων θα μπορούσαμε να πούμε πως εκδηλώνεται με τη λήψη μέτρων με τα οποία,
• θα μειωθούν οι ευκαιρίες, για την διάπραξη συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων,
• θα επιχειρείται ο σχεδιασμός, η διαχείριση και η διευθέτηση των χώρων/περιβάλλοντος στους οποίους έχει σημειωθεί έξαρση της εγκληματικότητας, με τρόπο συστηματικό και μόνιμο και
• το έγκλημα στους χώρους αυτούς θα καταστεί πιο δύσκολο και πιο επικίνδυνο και με μικρές πιθανότητες ατιμωρησίας για τον υποψήφιο δράστη, σύμφωνα και με τη δική του εκτίμηση.
Για την επίτευξη των παραπάνω, η περιστασιακή πρόληψη προτείνει δεκαέξι (16) τεχνικές. Με αυτές και όσον αφορά την σχέση του τόπο πιθανής δράσης με τον υποψήφιο δράστη θα επιδιωχθεί,
1. Η αύξηση της προσπάθειάς αυτού του τελευταίου για να επιτύχει το σκοπό του πράγμα που μπορεί να γίνει π.χ. με την τοποθέτηση συστημάτων συναγερμού σε κατοικίες ή σε χώρους εμπορικών συναλλαγών (δυσχέρανση στόχου),
2. Η αύξηση των κινδύνων καταγραφής του όπως π.χ. με την τοποθέτηση ηλεκτρονικών καμερών σε χώρους που έχει παρατηρηθεί η συχνή παρουσία του,
3. Η μείωση των κερδών που αναμένει από την παράνομη πράξη του, όπως π.χ. με την αφαίρεση του ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ψηφιακού ραδιοφώνου–DVD-R της αυτοκινήτου από τον ιδιοκτήτη του όταν δεν το κινεί και
4. Η δημιουργία σε αυτόν αισθημάτων ενοχής ή ντροπής εξ αιτίας και της ευρύτερης κοινωνικής του αποδοκιμασίας, για την πράξη του και την εν γένει συμπεριφορά του.
Έχοντας κατά νου τα παραπάνω και όσον αφορά την συμπεριφορά των hooligans, των γνωστών φανατικών οπαδών – ταραξιών των γηπέδων πρέπει να σημειώσουμε τα ακόλουθα:
Α.- Η συμπεριφορά αυτή την οποία προβλέπει και τιμωρεί ο ποινικός νόμος είναι μια μορφή εγκλήματος. Επομένως και σύμφωνα με την παραπάνω παρατήρηση του Durkheim, τόσο αυτή όσο και κάθε άλλη όμοιά της είναι αναμενόμενη αν όχι και φυσιολογική για κάθε κοινωνία και το μόνο που μπορεί να γίνει είναι ο ποσοτικός περιορισμός της και όχι η πλήρης εξαφάνισή της. Όσο και να μας δυσαρεστεί το συγκεκριμένο γεγονός, δηλ. η βία που εκδηλώνουν οι hooligans στους χώρους διεξαγωγής αθλητικών συναντήσεων, αυτή δεν μπορεί να εξαληφθεί εντελώς, μπορεί όμως κάτω από προϋποθέσεις να μειωθεί αισθητά. Πως θα γίνει όμως, αυτή η αισθητή μείωση; Θα πρέπει φυσικά να ασκηθεί η κατάλληλη αντεγκληματική πολιτική, την οποία στη προκειμένη περίπτωση θα την στηρίξουμε στις θέσεις της περιστασιακής πρόληψης.
Β.- Ειδικότερα αυτό που θα πρέπει να γίνει θα είναι να εντοπισθούν οι χώροι που συνήθως εκδηλώνεται η παραβατική αυτή συμπεριφορά, η ομάδα ατόμων (target group) που την εμφανίζει καθώς και ο συνήθης χρόνος καταγραφής της. Στη συνέχεια θα πρέπει να εγκαταστήσουμε σύστημα παρακολούθησης των χώρων αυτών και ελέγχου των εισερχομένων σε αυτούς. Επιδίωξή μας θα είναι η μείωση των ευκαιριών δράσης των μελών του target group και η αύξηση των δυνατοτήτων μας για τον καταγραφή τους. Γνωρίζοντας από πριν τα μέλη αυτά τις δυσμενείς για τα ίδια συνθήκες που επικρατούν στους συγκεκριμένους χώρους θα έχουν στη διάθεσή τους δύο λογικές επιλογές : είτε να μην εκδηλώσουν αντικοινωνική συμπεριφορά είτε να την εκδηλώσουν κάπου αλλού.
Γ.-Είναι γνωστό πως τα περιστατικά βίας της αθλητικής κοινωνίας εκδηλώνονται στους χώρους παρακολούθησης της διαξαγωγής ομαδικών αθλημάτων (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλευ, πόλο κλπ.) δηλ. στις εξέδρες των γηπέδων αλλά και στους δρόμους που οδηγούν σε αυτά. Επομένως, και με βάση τα παραπάνω θα πρέπει να υπάρχουν ηλεκτρονικές κάμερες παρακολούθησης όλων των θεατών ενός αγώνα. Το target group όμως, που μας ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση - οι hooligans δηλ. –, μπορεί να οδηγηθεί να παρακολουθήσει έναν αγώνα από συγκεκριμένο τμήμα της εξέδρας. Αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα ρεαλιστικά ηλεκτρονική παρακολούθηση, αυστηρός έλεγχος των εισερχομένων και ονομαστικά εισιτήρια που θα αναφέρονται σε κατόχους συγκεκριμένων θέσεων είναι τα μέτρα που στα πλαίσια της πολιτικής αυτής θα πρέπει να λαμβάνονται μόνο για τους παραπάνω και όχι για το σύνολο των θεατών ενός αγώνα. Βεβαίως οι οπαδοί – μέλη των θυρών που θεωρούνται και οι πρώτοι υποψήφιοι για την τέλεση επεισοδίων θα μεταβαίνουν και θα αποχωρούν από το γήπεδο με την επιτήρηση των οργάνων της τάξης. Έτσι, μπορούμε να επιτύχουμε την εκτίμηση των υποψήφιων ταραξιών – εφόσον σκέπτονται με την κοινή λογική - ότι θα απαιτηθεί εκ μέρους τους μεγάλη προσπάθεια για να αποφύγουν την τιμωρία τους εφόσον θα καταγράφονται/παρακολουθούνται όταν “τα σπάνε” στο γήπεδο ή όταν πηγαίνουν ή φεύγουν από αυτό πράγμα που πιθανότατα θα τους αποτρέψει από την εκδήλωση της παραβατικής τους συμπεριφοράς. Βλέπουμε λοιπόν, πως με τον τρόπο αυτό πραγματώνονται οι τρεις (αύξηση προσπάθειας, καταγραφή και μείωση των κερδών του δράστη), από τις επιδιώξεις της περιστασιακής πρόληψης, στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω. Αν θέλουμε δε να μιλήσουμε για τα τεκταινόμενα στη χώρα μας θα δούμε πως για τα παραπάνω μέτρα υπάρχει ήδη σχετική νομοθετική πρόβλεψη που μάλιστα – καθ’ υπερβολή κατά τη γνώμη μας – αφορά το σύνολο των θεατών ενός αγώνα.
Δ.- Τι γίνεται όμως, με την τέταρτη επιδίωξη (….δημιουργία αισθημάτων ενοχής ή ντροπής…..) της περιστασιαής πρόληψης; Αυτή πιστεύουμε πως είναι ιδιαίτερα σημαντική επειδή αφορά την ηθική και πραγματική αποδοκιμασία του ταραξία από εκείνους για λογαριασμό των οποίων υποθέτει πως ενεργεί δηλ. τόσο από την επίσημη ομάδα του – διοίκηση, παίχτες, προπονητές κλπ – όσο και από το σύνολο των υπολοίπων οπαδών της που παρακολουθούν τον αγώνα. Πως θα επιτευχθεί όμως αυτή για να λειτουργήσει ολοκληρωμένα η περιστασιακή πρόληψη; Η αγγλική πρακτική πιστεύουμε πως δείχνει την οδό που θα πρέπει στην συγκεκριμένη περίπτωση να ακολουθήσουν και οι ελληνικές ΠΑΕ (αντιγράφουμε από τον δικτυακό τόπο www.kathemerapolitis.gr/hometemp/docs/biastagipeda.doc) :
”H Αγγλία έχει τους σκληρότερους νόμους στο θέμα της βίας, οι οποίοι εφαρμόζονται και με τη βοήθεια των ομάδων. Οι ομάδες είναι αυτές που δίνουν τις λίστες με τα ονόματα των ταραξιών στην αστυνομία, δημιουργώντας έτσι ένα φάκελο με τα ονόματα και τη “δράση” των ατόμων αυτών στα γήπεδα”.
Ρίχνοντας δε μια ματιά στην πρόσφατη ελληνική πραγματικότητα βλέπουμε πως σχετική πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση αυτή έχει αναληφθεί μόνο από ΠΑΕ ΑΕΚ, μέσω του προέδρου της κ. Ντ. Νικολαϊδη. Η πρωτοβουλία αυτή δεν μας έχει δοθεί η εντύπωση πως έχει τύχει της αποδοχής από καμμία άλλη ΠΑΕ, οι παράγοντες της οποίας διατείνονται ότι ένδιαφέρονται (;) για την πραγματική “εξάλειψη της βίας“ από τα ελληνικά γήπεδα, έστω και σε αυτά που διεξάγονται αγώνες της super league. Έτσι, όμως η περιστασιακή πρόληψη χάνει τον βασικότερο ίσως, πυλώνα της αυτόν δηλ. που θα αποθαρρύνει ψυχολογικά τους υποψήφιους δράστες και με τον τρόπο αυτό πιστεύουμε πως μειώνεται αρκετά η οποιαδήποτε αποτελεσματικότητά της. -
ΒΙ Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
Brantingham P., Brantingham P., (1995), “Criminality of place: crime generators and crime attractors”, European Journal on Criminal Policy and research, 3 (3), pp. 5 – 26.
Clarke R.V.G., (1997), Situational Crime Prevention : Successful Case Studies, 2nd ed., Albaany, N.Y., Harrow & Heston.
Durkheim E., (1978), Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου, μτφρ.- επιμ. Λ. Μουσούρου, Αθήνα, Gutenberg.
crimeprevention.rutgers.edu/topics/SCP%20theory/theory.htm : Situational Crime prevention theory.
Felson M., (2002), Crime and Everyday Life, 3rd ed., London, Sage, pp. 144 – 64.
Ζαχόπουλος Χρ., (2004), Ο πολιτισμός των γηπέδων, Θεσ/νίκη, Ιανός.
McLaughlin E., Muncie J., (2006), The SAGE Dictionary of Criminology, 2nd ed., London, Sage, pp. 383 – 5.
National Crime Prevention Council, (1995), 350 Tested Strategies To Prevent Crime – A Resource of Municipal Agencies and Community Groups, Washington C.C., NCPC.
Παναγιωτόπουλος Δ., (1989), Παραδόσεις Αθλητικού Δικαίου, Αθήνα – Κομοτηνή, Σάκκουλας.
Πανούσης Γ., (1990), Αντιλήψεις για τη βία στον αθλητισμό, Αθήνα – Κομοτηνή, Σάκκουλας.
Schmalleger F., (2004), Criminology Today, 3rd ed., N.J., Pearson – Prentice Hall, pp.120 – 4.
Τσουραμάνης Χρ., (1988), Η συμπεριφορά των hooligans, Σύγχρονα Νομικά Μελετήματα 12, Αθήνα – Κομοτηνή, Σάκκουλας.
Vinnai Ger., (1978), To ποδόσφαιρο ως ιδεολογία, μτφρ. Γ. Νταλιάνης, Αθήνα, Διεθνής Βιβλιοθήκη.
www.popcenter.org: Center for Problem – Oriented Policing.
Η ΒΙΑ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΣ ΑΘΛΗΤΙΚΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ
του Ευάγγελου Χαϊνά,
Κοινωνιολόγου, Υποψήφιου Διδάκτορα,
Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Oι εκδηλώσεις βίας πριν, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τη λήξη μιας αθλητικής εκδήλωσης από οπουδήποτε κι αν προέρχονται – φιλάθλους/οπαδούς, αθλητές – και ανεξάρτητα από το εάν θα μπορούσαν να θεωρηθούν δικαιολογημένες ή όχι, υποσκάπτουν σοβαρά το οικοδόμημα του αθλητισμού και συντελούν στη δυσφήμισή του. Οι θάνατοι φιλάθλων, η αντικοινωνική συμπεριφορά των hooligan και τα σοβαρά επεισόδια που προκαλούν, μέσα και γύρω από τους αθλητικούς χώρους, έχουν προσελκύσει την προσοχή των νομοθετικών, κατασταλτικών και δικαιοδοτικών μηχανισμών, των περισσοτέρων κρατών, σε παγκόσμιο επίπεδο. Επιπλέον, έχει δημιουργηθεί ένας έντονος επιστημονικός προβληματισμός και διάλογος γύρω από τη φαινομενολογία, την αιτιολογία και την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου κοινωνικού φαινομένου.
Από κοινωνιολογική και εγκληματολογική σκοπιά, οι εκδηλώσεις βίας στον αθλητισμό δε θεωρούνται απλά περιστασιακά επεισόδια με πρωταγωνιστές τους χαρακτηριζόμενους από τον αθλητικό τύπο ως «φανατικούς οπαδούς» ή «hooligans» ούτε συνηθισμένες ποινικά κολάσιμες συμπεριφορές αλλά αποτελούν μέρος ενός γενικότερου φαινομένου που σχετίζεται με την άσκηση βίας στην κοινωνία. Η περίπτωση του ποδοσφαιρικού χουλιγκανισμού είναι ιδιόμορφη, διότι αποτελεί οριακό φαινόμενο. Αυτός είναι ο λόγος, που σε συνδυασμό με την κλιμάκωση του φαινομένου και τις διαστάσεις τις οποίες έχει πάρει τα τελευταία χρόνια τον έχει μετατρέψει σε αυτόνομο χώρο μελέτης. Βάσιμα μπορεί να υποστηριχτεί η άποψη ότι ο ποδοσφαιρικός χουλιγκανισμός βρίσκεται στο ενδιάμεσο διάστημα της υποκουλτούρας και της παραβατικής συμμορίας, ιδίως στη σημερινή του μορφή, διότι αποτελεί πρωτίστως, χώρο συμπύκνωσης και κανάλι εξωτερίκευσης του προβλήματος της βίας στις σύγχρονες αναπτυγμένες κοινωνίες. Μάλιστα το κεντρικότερο ίσως ενδιαφέρον των σκληροπυρηνικών οπαδών hooligans είναι η βία και η επιθετικότητα. Εκτός από την βία και τον σεξισμό, οι σύγχρονοι hooligans δεν διακρίνεται να επεξεργάζονται κανένα άλλο κοινωνικό νόημα ούτε έχουν κάνει κάποια άλλη υποπολιτισμική επένδυση. Στο πλαίσιο αυτό, οι φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου (αστυνομία, δικαιοσύνη) επιδεικνύουν μηδενική ανοχή στις περιπτώσεις εκδήλωσης του χουλιγκανισμού μετατρέποντάς τον κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μια εξ’ ολοκλήρου ποινικοποιημένη συμπεριφορά.
Στην Ελλάδα τα τελευταία 20 περίπου χρόνια παρατηρείται μια έξαρση του φαινομένου της βίας στους αθλητικούς χώρους. Τα πρόσφατα αρνητικά γεγονότα (ο θάνατος του 22χρόνου οπαδού του Παναθηναϊκού στην Παιανία, στις 29 Μαρτίου 2007, τα επεισόδια μεταξύ των ελλήνων φιλάθλων στον αγώνα των Εθνικών ομάδων ποδοσφαίρου Ελλάδας και Τουρκίας καθώς και μια σειρά περιστατικών με συμπλοκές οργανωμένων οπαδών), έφεραν στο προσκήνιο το ρόλο που διαδραματίζουν οι σύνδεσμοι οργανωμένων οπαδών στην πρόκληση βίαιων επεισοδίων και στη συντήρησή τους, προσδιόρισαν και κατέγραψαν τις ανησυχητικές διαστάσεις που έχει προσλάβει το φαινόμενο και κατέδειξαν την ανάγκη της άμεσης και αποτελεσματικής καταπολέμησής του.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα των διεξαχθείσων ελληνικών επιστημονικών ερευνών με αντικείμενο μελέτης τη βία στα γήπεδα, συμπεραίνεται πως το γενικότερο κοινωνικό κλίμα, η εμπορευματοποίηση του αθλητισμού, η αδυναμία κοινωνικοποίησης, ο φανατισμός και η υπο-πολιτιστική κουλτούρα, αποτελούν παράγοντες του γεγονότος ότι ο χουλιγκανισμός «γεννιέται και μεγαλώνει» μέσα στην κοινωνία. Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι η προσφυγή στην εκδήλωση αντικοινωνικών συμπεριφορών στα γήπεδα δεν είναι μια μονοσήμαντη κατάσταση αλλά συνδέεται με τη διαδικασία αλληλοεπίδρασης μιας σειράς παραγόντων, όπως, οι συνθήκες ύπαρξης και βίωσης των φανατικών οπαδών, οι προσδοκίες τους και οι αναμονές τους από την έκβαση των αναμετρήσεων, το νομοθετικό πλαίσιο, η στάση της αστυνομίας, το κλίμα που διαμορφώνουν τα ΜΜΕ, οι συμπεριφορές των αθλητικών παραγόντων, οι «στημένοι αγώνες» και οι αποφάσεις των διαιτητών.
Τα μέτρα που κατά καιρούς έχουν εφαρμοστεί για την αντιμετώπιση του φαινόμενου είναι κατασταλτικού κυρίως τύπου, γεγονός που συνεπάγεται με τη μεγαλύτερη αστυνομική παρουσία στους αθλητικούς χώρους, τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας (σύστημα ηλεκτρονικής εποπτείας των αθλητικών εγκαταστάσεων) και το αυστηρότερο νομοθετικό πλαίσιο. Παρόλο που χρειάζονται πολλά από τα κατασταλτικά αυτά μέτρα, είναι επίσης σημαντικό, οι φορείς της κοινωνίας να καθιερώσουν εξίσου αποτελεσματικά προληπτικά μέτρα, ούτως ώστε να παρασχεθεί στους εν δυνάμει ταραχοποιούς (χούλιγκανς) ένα ικανοποιητικό πλαίσιο υποστήριξης και βοήθειας για να αποφύγουν την εκδήλωση αντικοινωνικής συμπεριφοράς, την υποτροπή και κατ’ επέκταση το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Επομένως, ξεκινώντας από μια θεωρητική παραδοχή που υποστηρίζει ότι οι κατασταλτικές πολιτικές ελέγχου και επιτήρησης των φανατικών οπαδών από την πλευρά των διωκτικών μηχανισμών δεν αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά αλλά ενδεχομένως ενισχύουν την ένταση του φαινομένου, προτείνεται μια πλήρης αναθεώρηση του πλαισίου αντιμετώπισης του φαινομένου ούτως ώστε να αποφευχθεί η εμμονή στην καταστολή (που μπορεί να οδηγήσει στην περιθωριοποίηση και στο στιγματισμό) και να ενισχυθεί ο ρόλος της πρόληψης. Στη βάση της σκέψης αυτής, θετική κρίνεται η διερεύνηση της προοπτικής διαμόρφωσης ενός κοινωνικού δικτύου αντιμετώπισης της βίας στα γήπεδα, με ανθρωποκεντρικό και κοινωνικό-προληπτικό χαρακτήρα που θα έχει ως στόχο την κατανόηση του προβλήματος και τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων (αστυνομία, οργανωμένοι οπαδοί, κοινωνικοί και αθλητικοί φορείς).
Συμπερασματικά, ο αθλητισμός αποτελεί ένα κοινωνικό πεδίο δραστηριότητας και ως εκ τούτου επηρεάζεται και επηρεάζει πολιτικά, πολιτισμικά, οικονομικά και κοινωνικά συμβάντα. Κατά την εκτίμησή μας όσο αυξάνεται η επιθετικότητα στην κοινωνία με αντίστοιχο αναλογικό τρόπο θα αυξάνεται και στον αθλητισμό. Η άποψή μας είναι ότι μέσα από μια ολοκληρωμένη στρατηγική αντιμετώπισης μπορεί να προληφθεί και να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά ο χουλιγκανισμός και κατ’ επέκταση οι χώροι για τους θεατές να καταστούν ασφαλείς, φιλικοί και άνετοι. Η ρεαλιστική αντιμετώπιση του αρνητικού αυτού κοινωνικού φαινομένου, όμως, δεν μπορεί να προέλθει μόνο με όρους μιας κατασταλτικής πολιτικής, αλλά μέσα από την κοινωνικό-προληπτική δράση και την αντιμετώπιση των γενεσιουργών παραγόντων του. Εν κατακλείδι, τη χρονική αυτή περίοδο η ανάγκη να επιτύχουμε μεγαλύτερη ισότητα στην κοινωνία μας κρίνεται επιβεβλημένη. Σε αντίθετη περίπτωση θα πρέπει ίσως να συμβιβαστούμε με την ιδέα μιας συνεχούς ζωής με χουλιγκανισμό και πλήθος άλλων αντικοινωνικών συμπεριφορών στους αθλητικούς χώρους και όχι μόνο.
Στο πλαίσιο της προσπάθειάς μας να παράσχουμε στους αναγνώστες του περιοδικού αυτού μια ολοκληρωμένη εικόνα του φαινομένου στην Ελλάδα επιχειρείται μέσω της εργασίας που επισυνάπτεται παρακάτω η μελέτη του προβλήματος της βίας στα ελληνικά γήπεδα από την άποψη της φαινομενολογίας (πως εμφανίζεται), της αιτιολογίας (πώς ερμηνεύεται) και της αντιμετώπισής του (πώς περιορίζεται).
Κατεβάστε ολόκληρη τη μελέτη