Μια περίεργη είδηση ταράζει την ελληνική επικαιρότητα. «Μυστηριώδης γυναίκα δολοφωνεί εν ψυχρώ αρχιμανδρίτη έξω από το σπίτι του στην Νέα Σμύρνη» μεταδίδουν ως πρώτο θέμα τα ΜΜΕ, και δύο μέρες αργότερα το μυστήριο αρχίζει να ξετυλίγεται. Η γυναίκα συλλαμβάνεται έξω από μοναστήρι στη Μάνδρα Αττικής - το όνομα αυτής Αικατερίνη (Κάτια) Γιαννακοπούλου. Οι λεπτομέρειες της υπόθεσης που αποκαλύπτονται σταδιακά συγκλονίζουν την κοινή γνώμη : Ένας ιερέας, Αρχιμανδρίτης, μια γυναίκα της διπλανής πόρτας, ένας απαγορεύμενος έρωτας, πάθος, χρήμα, και οκτώ σφαίρες που γράφουν τον επίλογο σε μια από τις πλέον πρωτόγνωρες υποθέσεις των ποινικών χρονικών της χώρας.
Η Κάτια Γιαννακοπούλου ήταν μια μέση Ελληνίδα της εποχής της. Όταν συνελήφθη ήταν 42 ετών, ζούσε με τον σύζυγο και τον 18χρονο γιο της στην Καλλιθέα και εργάζοταν ως πλασιέ διαφημιστικών δώρων. Το θύμα, ο Άνθιμος Ελευθεριάδης, 59 ετών, ήταν Αρχιμανδρίτης στην Παναγίτσα του Παλαιού Φαλήρου έως το έτος 1995, οπότε και απολύθηκε για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους από τον Μητροπολίτη Αγαθάγγελο, και μετέβη στο Λονδίνο, διακονώντας στην εκεί Μητρόπολη.
Σύμφωνα με όσα η ίδια κατέθεσε επί 9 ώρες ενώπιον του 2ου Ειδικού Ανακριτή κ. Κων. Γκανιάτσου, αλλά και στην 27 σελίδων έγγραφη απολογία της, ο ιερέας ήταν αυτός που έκανε το πρώτο βήμα για να τραπεί η σχέση τους από πνευματική σε ερωτική. Μια μέρα την κάλεσε σπίτι του, και εκείνη πήγε χωρίς δεύτερη σκέψη. Κουβέντιασαν για πολλά, πνευματικά και μη. Τότε ο Άνθιμος της πρότεινε να της διδάξει τον έρωτα, εκείνη δέχθηκε και τον φίλησε επί ένα τέταρτο, χωρίς να λογαριάσει το χρόνο και την ανάσα της, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, πριν υποκύψουν αμφότεροι στο πάθος που τους κυρίευσε. Έρωτας με διάρκεια και ένταση, λέει η ίδια.
Η Γιαννακοπούλου αισθάνεται τύψεις για όσα συνέβησαν και αναζητά λύτρωση στον πνευματικό της. Εξομολογείται στον Άνθιμο όλα όσα μαζί έκαναν, και εκείνος της δίνει την πολυπόθητη συγχώρεση και λύτρωση, αποδίδοντας τα πάντα στις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης. Η φράση του αυτή λειτούργησε μέσα της ως καταλύτης. Από αυτό το σημείο και μετά αφέθηκε και έζησε τον απόλυτο έρωτα με τον Πατέρα Άνθιμο, όπως συνεχίζει έως σήμερα να τον αποκαλεί, χωρίς αναστολές. Του δόθηκε απόλυτα, θέτοντας στην διάθεσή του όλο της το είναι, τα χρήματά της, αδιαφορώντας για την οικογένειά της, τα πιστεύω και τις αρχές της. Οι συνευρέσεις τους συχνές, 3 με 4 φορές την εβδομάδα, με πάθος και διάρκεια, ακόμα και στην συζυγική στέγη. Τον λάτρευε, εξάλλου εκείνος της είχε ζητήσει «να είναι η Φοίβη του και να τον διακονεί όπως η Φοίβη τον Άγιο Παύλο».
Η σχέση τους συνεχίζεται - πάντοτε κρυφά - με την ίδια ένταση τα επόμενα 6 χρόνια, με τη Γιαννακοπούλου να έχει παραμερίσει τα πάντα για τον Άνθιμο. Ζούσε για εκείνον, τον αγαπούσε απόλυτα και άνευ όρων, στο πλευρό του βίωνε, κατά τα λεγόμενά της, την απόλυτη ταύτιση. Όπως υποστήριξε αργότερα, από το έτος 1990 έως και τον Μάρτιο του 1996 του δάνειζε μεγάλα ποσά χρημάτων, βοηθώντας τον να υλοποιήσει αυτό που του είχε ζητήσει η Παναγία σε ένα όραμα, αλλά καλύπτοντας και προσωπικές του ανάγκες. Η Γιαννακοπούλου λίγο μετά την σύλληψή της ανέφερε στους άνδρες της Ασφαλείας ότι ο αρχιμανδρίτης τής είχε πει πως πήγε στον ύπνο του η Παναγία και του ζήτησε να φροντίσει για την κατασκευή ενός μεγάλου εκκλησιαστικού έργου. Εκείνος φέρεται να απάντησε: «Δεν έχω Παρθένα μου λεφτά». Και τότε κατά τα λεγόμενα πάντα της Γιαννακοπούλου ο πατέρας Άνθιμος έλαβε την εξής απάντηση: «Θα σε βοηθήσει η Κάτια». Και τον βοήθησε, δίνοντας του 7 εκ. δραχμές από τον κοινό λογαριασμό που διατηρούσε με τον σύζυγό της. Το περιστατικό δεν ήταν μεμονωμένο, κατά καιρούς η Γιαννακοπούλου κατέθετε, πάντα κρυφά από τον σύζυγό της, σημαντικά ποσά στο λογαριασμό του Άνθιμου, ακόμα και όταν αυτός βρισκόταν εκτός Ελλάδας, συνολικού ύψους κατά τους ισχυρισμούς της 27.500.000 δρχ.
Η αρχή του τέλους
Το 1995 εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια καμπής στην σχέση τους. Ο αρχιμανδρίτης αρχίζει να ασφυκτιά και της ζητά να ξεκόψουν. Βρίσκει την τέλεια ευκαιρία στην απόλυση του από την Παναγίτσα του Π. Φαλήρου από τον Μητροπολίτη Αγαθάγγελο, αποφασίζει να φύγει στο εξωτερικό και εγκαθίσταται στο Λονδίνο. Η Γιαννακοπούλου αρνείται να δώσει τέλος στην σχέση τους. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού ο Άνθιμος ήταν πλέον για εκείνη όλη της η ζωή. Τον επισκέπτεται συχνά στο Λονδίνο, ακόμα και αυθημερόν, για να μην κινήσει τις υποψίες του συζύγου της. Εκείνος όμως φαίνεται ολοένα και πιο απόμακρος, αδιάφορος, δείχνει να μην τη θέλει πια όπως παλιά. Προσπαθεί να την αποφύγει, όσο όμως εκείνος την κάνει πέρα, τόσο η Κάτια επιμένει και γίνεται φορτική. Στην σκέψη ότι τον χάνει τρελένεται, αισθάνεται μόνη, προδομένη, πονάει και υποφέρει, όπως δηλώνει.
Προκειμένου να τον κρατήσει κοντά της, αρχίζει να τον απειλεί και να τον εκβιάζει. Μαγνητοφωνεί τις ερωτικές τους συνερεύσεις και τις τηλεφωνικές συζητήσεις τους. Δεκάδες κασέτες με το καταγεγραμμένο υλικό κατατίθενται στην συνέχεια στον ανακριτή ώστε να αποκαλυφθεί η πραγματική φύση της σχέσης τους. «Η Κάτια Γιαννακοπούλου, την στιγμή που κατάλαβε ότι ο άνθρωπος αυτός που λάτρευε έκρυβε ένα άλλο, ψεύτικο πρόσωπο κάτω από το ράσο του, κατέγραψε πολλές συνομιλίες που αποδεικνύουν πλήρως τους ισχυρισμούς της» δήλωσε αργότερα στα ΜΜΕ ο Αλ. Κατσαντώνης, συνήγορος υπεράσπισης της Γιαννακοπούλου.
Ο Άνθιμος ωστόσο συνεχίζει να την αγνοεί. Τον Σεπτέμβριο του 1996 επισκέπτεται την Ελλάδα για να ασκήσει τα εκλογικά του δικαιώματα χωρίς να την ενημερώσει. Η Γιαννακοπούλου το μαθαίνει και καταλαβαίνει πως ήρθε το τέλος. Προσπαθεί απεγνωσμένα να επικοινωνήσει, αλλά αντιμετωπίζει την άρνηση του ιερέα, ακόμα και την σκληρότητά του. Στις 7 Μαρτίου 1997 συναντιούνται στο σπίτι του, διαπληκτίζονται και η Γιαννακοπούλου τραυματίζει τον Άνθιμο στο λαιμό με μαχαίρι.
Στο διάστημα που ακολουθεί, η Γιαννακοπούλου προσπάθησε κατ` επανάληψη να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον αρχιμανδρίτη, αυτός όμως, άλλοτε της έλεγε να μην τον ενοχλεί, άλλοτε την απέφευγε και άλλοτε προσποιείτο ότι δεν καταλάβαινε ποια ήταν. Η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών περιγράφει σκαιότατα την συνέχεια: «Υστερα από αυτά η Γιαννακοπούλου, όντας άτομο εγωϊστικό που ήθελε πάντα "να γίνεται το δικό της" και θεωρώντας τον εαυτό της αδικημένο που ο αρχιμανδρίτης την απέρριπτε και είχε αποφασίσει μόνος του χωρίς αυτήν να διακοπεί η όλη σχέση τους, αποφάσισε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να τον σκοτώσει».
Ο επίλογος
Η Κάτια είχε πάρει πια την απόφασή της. Τον Ιούνιο του έτους 1997 μεταβαίνει στην πλατεία Ομόνοιας και αγοράζει ένα οκτάσφαιρο πιστόλι μάρκας Geco 225, διαμετρήματος 9 mm, μετασκευασμένο ώστε να πυροβολεί φυσίγγια 7,65 mm και τρία κουτιά με φυσίγγια, αντί του συνολικού ποσού των 500.000 δραχμών, τα οποία και κρύβει στο υπνοδωμάτιό της. Στο διάστημα που ακολουθεί επικοινωνεί τηλεφωνικά με τον Άνθιμο, επικαλούμενη διάφορες αφορμές. Εκείνος αρνείται την επικοινωνία και αρκείται στην διαβεβαίωση ότι μόλις θα έλθει στην Ελλάδα θα κανονίσουν τις οικονομικές τους εκκρεμότητες.
Στις 20 Ιουλίου 1997 η Γιαννακοπούλου τηλεφώνησε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Λονδίνο, ζητώντας τον αρχιμανδρίτη, αλλά την πληροφόρησαν ότι αυτός βρισκόταν στην Ελλάδα. Ο Άνθιμος της το αρνήθηκε, όταν αμέσως μετά αυτή του τηλεφώνησε στο κινητό του τηλέφωνο, λέγοντάς της ότι θα της τηλεφωνούσε εκείνος στις την επόμενη ημέρα. Πράγματι στις 21 Ιουλίου ο αρχιμανδρίτης επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί της και της είπε ότι βρίσκεται στην Ελλάδα, οπότε αυτή του ανέφερε για το θέμα των χρημάτων, αφού κατά τους ισχυρισμούς της, μόνο αυτό τον ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή. Αυτός της απάντησε ότι θα μείνει λίγες ημέρες στην Ελλάδα και ότι θα την συναντούσε τις επόμενες ημέρες, όχι όμως στο σπίτι του.
Η Κάτια τότε συνειδητοποιεί ότι ήταν η τελευταία της ευκαιρία. Έτσι το πρωινό της ημέρας εκείνης πήγε στην πολυκατοικία που βρίσκεται το διαμέρισμά του και του χτύπησε το κουδούνι, για να της ανοίξει. Ο Ελευθεριάδης της ζήτησε να φύγει, κάνοντάς της παρατήρηση που τόλμησε να πάει εκεί χωρίς προηγούμενο τηλέφωνο. Αυτή όμως δεν έφυγε και ξαναχτύπησε το κουδούνι. Ο ιερέας βλέποντας τη επιμονή της, της ζητά από το θυροτηλέφωνο να φύγει, γιατί αλλιώς θα φωνάξει την αστυνομία. Η Γιαννακοπούλου πληγωμένη από την απόρριψη φεύγει και πηγαίνει σπίτι της, όπου περίμενε να ξημερώσει.
Την επόμενη ημέρα, 22 Ιουλίου 1997, η Γιαννακοπούλου είναι έτοιμη. Στις 8.30 π.μ. αφού ντύθηκε, λίγο πιο προκλητικά από ό,τι συνήθως, και πήρε μαζί της και άλλα ενδύματα, διαβατήριο και όσα χρήματά της είχε στο σπίτι, ζήτησε από τον άνδρα της να της ετοιμάσει το γάλα της, ώστε αυτή να βρει την ευκαιρία να πάρει μαζί της το όπλο και τα φυσίγγια. Έφυγε από το σπίτι της, λέγοντας στον άνδρα της ότι πηγαίνει σε μία δουλειά και θα γυρίσει Με το αυτοκίνητο του κουνιάδου της, για να μην την αναγνωρίσει ο Άνθιμος, πήγε στη Νέα Σμύρνη και στάθμευσε στην οδό Φιλαδελφείας, λίγο πιο μακρυά από τον αριθμό 8, περιμένοντας τον Άνθιμο να εμφανιστεί. Στο σημείο εκείνο περίμενε σχεδόν δύο ώρες.
Γύρω στις 10.30` π.μ. ο αρχιμανδρίτης βγήκε από την πολυκατοικία και κατευθύνθηκε προς το τζιπ του. Η Γιαννακοπούλου, μόλις τον είδε, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς αυτόν. Ο Άνθιμος δεν την αντιλήφθηκε καθώς εκείνη φορούσε την περούκα που εκείνος της είχε αγοράσει για τις κρυφές συναντήσεις του και μαύρα γυαλιά ηλίου. «Πήγαινα σαν υπνωτισμένη. Ελεγα: Τι πάω να κάνω; Έβγαζα κι έβαζα τις σφαίρες από το περίστροφο. Χωρίς να ξέρω τι θέλω», θα πει αργότερα στον ανακριτή. Μόλις τον είδε προσπάθησε να του μιλήσει. Εκείνος την κοίταξε στα μάτια και της γύρισε την πλάτη. Έβγαλε το περίστροφο από την τσάντα της και τράβηξε τη σκανδάλη. Πυροβόλησε «ώσπου κατάλαβα πως δεν είχε άλλες σφαίρες». 8 φορές. Στο κεφάλι, στο υπογάστριο και στο υπόλοιπο σώμα του, την πρώτη φορά από πίσω σχεδόν εξ` επαφής και τις επόμενες επτά φορές από απόσταση μισού μέτρου, με «πρωτοφανή ψυχραιμία, αναλγησία αλλά και αποφασιστικότητα» και με τα δυο της χέρια τεντωμένα, «για καλύτερα βλητικά αποτελέσματα», σύμφωνα με τις δικαστικές αποφάσεις. Ο Άνθιμος κείται στο οδόστρωμα νεκρός. Μέσα στον πανικό που ακολούθησε, η Γιαννακοπούλου χάθηκε στο πλήθος. Περιπλανήθηκε για δύο ημέρες ώσπου συνελήφθη έξω από μοναστήρι στην Μάνδρα Αττικής.
«Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει». Με αυτή τη φράση ξεκίνησε η απολογία της ενώπιον του ανακριτή. Η Γιαννακοπούλου φάνηκε να είναι ακόμα και μετά την πράξη της ολοκληρωτικά δοσμένη στον Άνθιμο. Δηλώνει μετανιωμένη, νιώθει τύψεις για τον Άνθιμο, την οικογένειά της, τον εαυτό της. «Ο μεγαλύτερος τιμωρός, ο πιο αυστηρός εισαγγελέας είναι ο εαυτός μου. Αναρωτιέμαι μόνο ποια τιμωρία σκληρότερη μπορεί να μου επιβάλει η δικαιοσύνη από αυτήν που επέβαλα εγώ στον εαυτό μου σκοτώνοντας με τα ίδια μου τα χέρια τον επίγειο θεό μου». Η οικογένειά της, ο σύζυγός της κι ο τότε 18χρονος γιός της, στέκονται στο πλευρό της.
Η θεία δίκη;
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών, επέβαλε πρωτόδικα στην Κάτια Γιαννακοπούλου ποινή κάθειρξης 20 ετών. Το δικαστήριο την κήρυξε ένοχη, αναγνωρίζοντάς της ωστόσο, με οριακή πλειοψηφία δύο ενόρκων, τα ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου βίου και της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος απέναντι της, κάτι που την απάλλαξε από την ισόβια κάθειρξη. «Ό,τι κι αν αποφασίσουν οι δικαστές, εγώ έχω καταδικάσει αιώνια τον εαυτό μου. Ας με συγχωρήσει ο Θεός», δήλωσε στην επ’ ακροατηρίω απολογία της.
Η δικαιοσύνη ωστόσο δεν έχει πει την τελευταία της λέξη. Ο Εισαγγελέας Εφετών ασκεί έφεση υπέρ του νόμου. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση και επιβάλλει στην Γιαννακοπούλου την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ύστερα από ακροαματική διαδικασία 7 ημερών και παρά την πρόταση του εισαγγελέα της έδρας, ο οποίος πρότεινε κάθειρξη 12 ετών, αναγνωρίζοντας στην κατηγορουμένη την τέλεση του εγκλήματος σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής και δύο ελαφρυντικά. Μεγαλύτερη έκπληξη για την υπεράσπιση αποτέλεσε η ομόφωνη λήψη της απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε ο αυτοτελής ισχυρισμός περί βρασμού ψυχικής ορμής, όπως άλλωστε και η άρνηση αναγνώρισης ελαφρυντικών, με τα οποία θα αποφεύγονταν και πάλι η ισόβια κάθειρξη. Μόνο ένας ένορκος μειοψήφησε όσον αφορά το ελαφρυντικό της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος. Η Γιαννακοπούλου στο άκουσμα της ετυμηγορίας καταρρέει. «Πείτε στον Γιώργο, τον άνδρα μου, να συνεχίσει με ή χωρίς εμένα. Για το γιο μας», ψέλλισε αποχωρώντας υποβασταζόμενη από τα δικαστήρια. «Άλλωστε εγώ έφταιξα και πληρώνω», συνέχισε μέσα σε λυγμούς.
Ασκεί αναίρεση, αλλά ο Άρειος Πάγος επικυρώνει την απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών και την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Το Ε` ποινικό τμήμα του Α.Π. με την υπ’ αριθμ. 2292/2003 απόφασή του καταρρίπτει και πάλι έναν προς έναν τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς της Γιαννακοπούλου, η οποία επικαλείται τέλεση της πράξης σε βρασμό ψυχικής ορμής (άρθρο 299 παρ. 2 ΠΚ), μειωμένη ικανότητα για καταλογισμό (άρθρο 36 παρ. 1 ΠΚ) και τις ελαφρυντικές περιστάσεις του προτέρου έντιμου βίου αυτής και της ανάρμοστης συμπεριφοράς του παθόντος (άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. α και γ` του ΠΚ). Η Γιαννακοπούλου στήριξε το επιχείρημα περί μειωμένου καταλογισμού της στο γεγονός ότι εξαιτίας της συμπεριφοράς του θύματος είχε καταρρεύσει το θρησκευτικό της συναίσθημα και η πίστη της, καθώς και ότι είχε υποστεί ερωτική και οικονομική εκμετάλλευση. Ωστόσο, ο ΑΠ καταλήγει στην ανυπαρξία τέτοιας κατάστασης, στηριζόμενος στις λεπτομέρειες του σχεδιασμού και τέλεσης της πράξης και στις μετέπειτα ενέργειες διαφυγής της. Από δε τον τρόπο σχεδιασμού και τέλεσης της πράξης αλλά και από τη λεπτομερή περιγραφή τους προέκυψε, κατά το σκεπτικό της απόφασης, ότι ενεργούσε με τη λογική, λειτουργούσε η σκέψη της και είχε πλήρη και σαφή αντίληψη και συνείδηση των επιμέρους ενεργειών της κατά την τέλεση του εγκλήματος.
Εντύπωση προκαλεί η αυστηρότητα προς την κατηγορουμένη της αιτιολογίας με την οποία απορρίφθηκαν τα προτεινόμενα ελαφρυντικά. Το μεν πρώτο, του προτέρου εντίμου βίου της κατηγορουμένης, απορρίφθηκε λόγω της εξωσυζυγικής ερωτικής σχέσης της με ιερωμένο, την οποία κρατούσε κρυφή από τον σύζυγό της, της εγκατάλειψης του τέκνου της στην πεθερά της, προκειμένου να συνευρίσκεται με τον εραστή της, της απόκρυψης της εργασίας της από την εφορία, της μαγνητοφώνησης των συνομιλιών της με τον Άνθιμο και της προμήθειας του όπλου με το οποίο εκτέλεσε την πράξη της. Το δε δεύτερο, της ανάρμοστης συμπεριφοράς του παθόντος, απορρίφθηκε διότι δεν θεωρήθηκε ανάρμοστη η κατ’ επανάληψη εκδηλωθείσα επιθυμία του αρχιμανδρίτη να διακόψει την ερωτική του σχέση με την έγγαμη Γιαννακοπούλου, ενώ σε κάθε περίπτωση ανάμεσα στις εκδηλώσεις αυτές του θύματος και την δολοφονία του, είχε παρέλθει ικανός χρόνος ώστε να εξουδετερώσει τη σημασία τους, και η κατηγορουμένη να βρίσκεται σε πλήρη συνειδησιακή διαύγεια κατά την εκτέλεση της πράξης.
Πάθος, απελπισία ή εκδίκηση;
Ο καθηγητής εγκληματολογίας κ. Γ. Πανούσης χαρακτήρισε την Γιαννακοπούλου ιδεοληπτική εγκληματία. Ανήκει σε αυτούς που από ιδεοληψία θρησκευτική ή άλλη αποκτούν εμμονές. Το ερωτικό στοιχείο στην περίπτωσή της, κατά τον κ. Πανούση, είναι θολό. Δεν είναι το κυρίαρχο. «Μπαίνει από το παράθυρο στη σχέση τους», σχολιάζει. Η ψυχοσύνθεσή της είναι που τα καθορίζει όλα. Στο πρόσωπο του ιερωμένου βλέπει τα πάντα. Τον σκοτώνει όταν η ιδεοληψία της καταρρέει και αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα.
Τελικά τι ώθησε τη Γιαννακοπούλου στο έγκλημα, το πάθος, η εκδίκηση ή η απελπισία; Ο συνήγορός της κ. Αλ. Κατσαντώνης δηλώνει χωρίς περιστροφές ότι η Γιαννακοπούλου σκότωσε «από απελπισία». Αντιθέτως, ο εισαγγελέας εφετών Β. Δερβέντζας στην πρότασή του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που αποφάσισε για την εξακολούθηση ή μη της προσωρινής κράτησης της Γιαννακοπούλου μετά την πάροδο του εξαμήνου, σκιαγράφησε την Γιαννακοπούλου ως άτομο επικίνδυνο, που σκότωσε από εκδίκηση, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι: «Η περίπτωση της κατηγορούμενης δεν είναι συνήθης στα εγκληματολογικά χρονικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και μοναδική .... Το πάθος όμως αυτό της κατηγορούμενης, ερωτικό, που μετεξελίχθηκε σε όμοιο εκδίκησης, είναι, όπως διδάσκει η ανθρώπινη ιστορία και φιλολογία, εγκληματογόνο και μπορεί να οδηγήσει αυτή και πάλι στο έγκλημα, όχι, φυσικά, πλέον σε βάρος του μη υπάρχοντα παθόντα, αλλά έτερων ατόμων, τα οποία αυτή, υπό την επήρεια της εκ του πάθους διέγερσης της, ήθελε θεωρήσει υπαίτια των συμβάντων, όπως είναι οι οικείοι του θανόντα ή της ίδιας, άλλες γυναίκες, τις οποίες αυτή ήθελε θεωρήσει υπαίτιες του χωρισμού της από το θανόντα, ή και έτερα πρόσωπα. Η κατηγορούμενη, εξάλλου, είναι αποφασιστικό άτομο και δεν υφίσταται τους πόνους, που η ζωή δίνει προς όλους, εσώψυχα, αλλά παίρνει εύκολα την εκδίκηση στα χέρια της». Το Συμβούλιο δέχτηκε την πρότασή του, με το υπ’ αριθμ. 424/1998 Βούλευμα, και διέταξε την εξακολούθηση για έξι ακόμα μήνες της προσωρινής κράτησης της Γιαννακοπούλου, η οποία, κατά την κρίση του, ήταν άτομο «παθιασμένο, εκδικητικό, χωρίς αναστολές, με συμπεριφορά ενέχουσα έντονη κοινωνική απαξία και ισχυρή και σταθερή ροπή της στη διάπραξη σοβαρών εγκλημάτων».
Η Γιαννακοπούλου παραμένει έως σήμερα κρατούμενη στις γυναικείες φυλακές του Ελαιώνα Θηβών. Είναι αναμφισβήτητα μια από τις «διάσημες» κρατούμενες. Κατά καιρούς ακούγονται πολλά για εκείνη, τόσα και διαφορετικά ώστε τείνει να γίνει αστικός μύθος της κοινωνίας των φυλακών. Λένε ότι κυκλοφορεί νυχθημερόν με μαύρα γυαλιά ηλίου, ότι τουλάχιστον στο παρελθόν προσευχόνταν συνέχεια για συγχώρεση και είχε γεμίσει το κελί της με φωτογραφίες του πατέρα Άνθιμου, ότι είναι υποχόνδρια, εριστική και απόμακρη. Περί τα τέλη του 2009 κυκλοφόρησε η είδηση ότι θα καταθέσει μέσω του συνηγόρου της αίτηση χάριτος για άφεση του υπολοίπου της ποινής της, νέο που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Έως σήμερα πάντως η Γιαννακοπούλου εκτίει κανονικά την ποινή της, δέχεται συχνότατα τις επισκέψεις των οικείων και κυρίως του συζύγου της, και βγαίνει από τη φυλακή όποτε λαμβάνει άδεια.
Πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀπολοῦνται (Μτθ 26:52). Η Κάτια τιμώρησε, πρώτα τον εαυτό της και ύστερα εκείνον. Και τώρα τιμωρείται.
Πηγές:
Απόφαση 2292/2003 Ε’ τμ. ΑΠ, ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2004/137, ΠΟΙΝΛΟΓ 2003/2466, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ (343997)
Βούλευμα 424/1998 Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ/1998, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ (277404)
Εφημερίδα «Τα Νέα» 29/07/1997
Εφημερίδα «Το Βήμα» 03/08/1997
Εφημερίδα «KAΘHMEPINH» 09/11/2001
Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» 13/11/2001