Με την εισαγωγή για πρώτη φορά του άρθ. 348Α στον Ποινικό Κώδικα το 2002 ποινικοποιήθηκε η κατοχή υλικού πορνογραφίας ανηλίκων γενικά, ενώ η εισαγωγή της ειδικότερης μορφής κατοχής ψηφιακής πορνογραφίας ανηλίκων αποτέλεσε μία από τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 3625/2007. Η κατοχή ψηφιακής πορνογραφίας ανηλίκων εδιώκετο ποινικώς βέβαια και πριν από την τροποποίηση του 2007, εντασσόμενη στη γενική έννοια της κατοχής πορνογραφικού υλικού ανηλίκων. Η τροποποίηση του 2007 αύξησε το πλαίσιο ποινής για ένα σύνολο συμπεριφορών που αφορούν ψηφιακό πορνογραφικό υλικό ανηλίκων (ανάμεσα σε αυτές και της κατοχής), καθιστώντας έτσι τη χρήση του διαδικτύου σε αυτές τις περιπτώσεις επιβαρυντική περίσταση. Ο νομοθέτης ανταποκρίθηκε στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε λόγω του διαδικτύου, το οποίο προσέδωσε στις συμπεριφορές αυτές ιδιαίτερη επικινδυνότητα, αφενός λόγω της ευκολότερης εφεξής θυματοποίησης των ανηλίκων και αφετέρου λόγω του δυσκολότερου εντοπισμού των διακινητών του πορνογραφικού υλικού. Το αν η κατοχή ψηφιακού πορνογραφικού υλικού ανηλίκων όντως είναι πιο επικίνδυνη από την κατοχή έντυπου πορνογραφικού υλικού, ώστε να δικαιολογείται η αύξηση της ποινής, είναι ιδιαίτερο ζήτημα, που εκφεύγει του πλαισίου του παρόντος.36
Πάντως, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας προηγείτο χρονικά της Σύμβασης στο ζήτημα της ποινικοποίησης της κατοχής παιδικού πορνογραφικού υλικού διά χρήσεως του διαδικτύου. Με την εδώ εξεταζόμενη Σύμβαση προστίθεται όμως ως νέο στοιχείο, με την περίπτωση στ΄ της παρ. 1 του άρθ. 20, ο χαρακτηρισμός ως ποινικού αδικήματος της εν γνώσει απόκτησης πρόσβασης σε παιδικό πορνογραφικό υλικό μέσω της τεχνολογίας, της πληροφόρησης και επικοινωνίας. Ο Έλληνας νομοθέτης είχε την ευχέρεια από την παρ. 4 του άρθ. 20 της Σύμβασης να μην περιλάβει στην τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα αντίστοιχη διάταξη, διατυπώνοντας ρητή επιφύλαξη. Τέτοια επιφύλαξη κατ’ άρθ. 20 παρ. 4 και 48 της Σύμβασης δεν διατυπώθηκε. Έτσι φαίνεται καταρχάς οι ελληνικές διατάξεις να μην ανταποκρίνονται πλήρως στις επιταγές του διεθνούς νομοθέτη. Θα μπορούσε βέβαια να θεωρηθεί, σε συμφωνία με τα όσα ήδη αναπτύχθηκαν παραπάνω σχετικά με το περιεχόμενο της έννοιας της κατοχής, ότι η εν γνώσει απόκτηση πρόσβασης σε ιστοσελίδες παιδικής πορνογραφίας καλύπτεται ερμηνευτικά από την έννοια της κατοχής χωρίς να είναι απαραίτητο να υπάρξει επιπλέον ρύθμιση ως διαφορετική περίπτωση. Όμως, η ένταξη στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα μιας διάταξης αντίστοιχης της παρ. 1στ του άρθ. 20 της Σύμβασης θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ενδεχομένως τα προβλήματα ασάφειας που αναπτύχθηκαν παραπάνω σχετικά με το χρονικό σημείο έναρξης της κατοχής στο διαδίκτυο.37
2.3. Η κατοχή στην πρακτική των διωκτικών αρχών38
Στην πράξη αποτελεί η κατοχή τον συχνότερο λόγο σύλληψης για το έγκλημα του άρθρου 348Α του ΠΚ. Η κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας αποτελεί διαρκή προσβολή του έννομου αγαθού. Οι κάτοχοι καταλαμβάνονται πάντα την ώρα που τελούν το έγκλημα, εφαρμόζεται επομένως η διαδικασία του αυτόφωρου. Η πρακτική που ακολουθείται από τις αστυνομικές αρχές είναι η σύνδεση της κατοχής με το κατέβασμα αρχείων (downloading) από το διαδίκτυο και την αποθήκευσή τους στο σκληρό δίσκο του δράστη. Η απλή παρακολούθηση εικόνων μέσω οποιουδήποτε φυλλομετρητή (browser) δεν οδηγεί καταρχήν σε σύλληψη, διότι στην πρακτική των διωκτικών αρχών δεν αντιμετωπίζεται ως «κατοχή», ακόμα και αν πρόκειται για μια συγκεκριμένη ιστοσελίδα που ο χρήστης επισκέπτεται συχνά. Εάν η online θέαση εικόνων συνοδεύεται από downloading, θεωρείται ολοκληρωμένη η κατοχή, οπότε η αστυνομία προβαίνει στη σύλληψη του υπό κρίση κατόχου. Με βάση τα διαθέσιμα επίσημα στοιχεία της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, κατά τη διετία 2009-2011, συνελήφθησαν (κυρίως στην Αττική) 49 άτομα για κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας μέσω διαδικτύου, στο σύνολό τους άντρες39, ηλικίας από 15 έως 56 ετών και στην πλειοψηφία τους ημεδαποί (μόνο 5 από αυτούς ήταν αλλοδαποί). Στο ίδιο χρονικό διάστημα σχηματίστηκε δικογραφία σε βάρος συνολικά 233 ατόμων για την ως άνω εγκληματική πράξη.40 Αντίστοιχα, βάσει των διαθέσιμων Δελτίων Τύπου της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης41 στο διάστημα 2010 - 2011 συνελήφθησαν 12 άτομα για κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας, τα οποία ήταν άντρες ηλικίας 19 έως 64 ετών.42
Η πρόβλεψη της κατοχής παιδικού πορνογραφικού υλικού ως ποινικά κολάσιμης πράξης στο άρθ. 348Α χωρίς άλλη προϋπόθεση από το 2007 και εξής έδωσε ώθηση στην εξάρθρωση κυκλωμάτων διακίνησης πορνογραφικού υλικού και τελικά στην αντιμετώπιση του φαινομένου, λόγω της αποδεικτικής ευχέρειας που προσφέρει: όποιος κατέχει υλικό παιδικής πορνογραφίας συλλαμβάνεται άνευ ετέρου, ενώ παράλληλα ερευνάται περαιτέρω εάν συμμετείχε και στην παραγωγή, διανομή ή διάθεση του υλικού. Αντίθετα, στο προϊσχύσαν δίκαιο (πριν το 2007) ποινικά κολάσιμη ήταν μόνο η κατοχή με σκοπό την κερδοσκοπία, δηλαδή δεν αρκούσε να κατέχει ο δράστης, αλλά έπρεπε επιπλέον να μεταβιβάζει ή να έχει σκοπό να μεταβιβάσει στο μέλλον το υλικό σε τρίτους έναντι οικονομικού ανταλλάγματος. Ο σκοπός προς εμπορία του υλικού παραμένει στοιχείο ιδιαίτερα δυσχερές να αποδειχθεί, και στο παρελθόν οδήγησε αρκετές φορές σε αθωώσεις λόγω προβολής του σκοπού αποκλειστικά ιδίας χρήσης (και όχι περαιτέρω οικονομικής εκμετάλλευσης).
2.4. Θεωρητική θεμελίωση του αξιόποινου χαρακτήρα της κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας
Η κατοχή πορνογραφικού υλικού αρχικά δεν ποινικοποιήθηκε από τις έννομες τάξεις, οι οποίες θεωρούσαν απαραίτητη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση αξιόποινης πράξης τη διακίνηση πορνογραφικού υλικού μέσω του διαδικτύου για τον προσπορισμό οικονομικού οφέλους.43 Σταδιακά όμως άρχισε να γίνεται αντιληπτή η ύπαρξη (αυτοτελούς) βλάβης στο ίδιο το γεγονός της κατοχής πορνογραφικού υλικού, ανεξάρτητα αν αυτό προοριζόταν για ιδία χρήση ή για περαιτέρω διανομή σε τρίτους. Για τη θεμελίωση της βλάβης της κατοχής διατυπώθηκαν πολλές απόψεις, οι κυριότερες από τις οποίες παρουσιάζονται εδώ συνοπτικά:
1.Οι κάτοχοι υλικού παιδικής πορνογραφίας κακοποιούν ή ενδεχομένως θα κακοποιήσουν παιδιά. Η κατοχή ως άμεση βλάβη.
Η συχνότερη αιτιολογία για την ποινικοποίηση της κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας συνίσταται στο ότι το υλικό αυτό αποτελεί ερέθισμα για την τέλεση εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας των παιδιών, με βασικότερα την αποπλάνηση παιδιών (339 ΠΚ) και την προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους (348Β ΠΚ).44 Υποστηρίζεται επίσης ότι οι κάτοχοι τέτοιου υλικού διανέμουν περαιτέρω το υλικό τους σε άλλους κατόχους αναζητώντας έτσι κοινωνική επιβεβαίωση και αναγνώριση ως μέρη ενός συνόλου που μοιράζεται κοινά ενδιαφέροντα.45 Διακρίνεται επομένως από τους υποστηρικτές αυτής της άποψης η ύπαρξη σχέσης μεταξύ της κατοχής υλικού και της γενετήσιας εκμετάλλευσης των παιδιών, η οποία από ορισμένους χαρακτηρίζεται ακόμα και αιτιώδης46. Παρόλο που η θέση αυτή είναι ιδιαίτερα αμφισβητούμενη στην επιστήμη, είναι η κρατούσα στα αστυνομικά όργανα.47
2.Η κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας ενθαρρύνει τη ζήτηση. Η κατοχή ως έμμεση βλάβη.
Κατά μια δεύτερη άποψη, που επιβεβαιώνεται από τις εμπειρικές μελέτες των Taylor και Quayle,48 η κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας δεν οδηγεί αιτιωδώς και κατ’ ανάγκην σε κακοποίηση, όπως υποστηρίζει η προηγούμενη άποψη, δεν αποτελεί επομένως η κατοχή per se μορφή άμεσης βλάβης των ανηλίκων. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δε θα πρέπει να ποινικοποιείται. Αντίθετα - προτείνει αυτή η άποψη - η κατοχή ενθαρρύνει τη ζήτηση της παιδικής πορνογραφίας, που οδηγεί με τη σειρά της σε συνεχώς αυξανόμενη παραγωγή υλικού παιδικής πορνογραφίας, δηλαδή σε αυξανόμενη εκμετάλλευση της γενετήσιας κακοποίησης παιδιών.49 Παράλληλα, οι παραγωγοί δεν αποκτούν μόνο οικονομικά οφέλη, αλλά και ιδιαίτερο κοινωνικό status στην κοινότητα των συλλεκτών (community of collectors) πορνογραφικού υλικού λόγω της δραστηριότητά τους.50 Η ποινικοποίηση της κατοχής μπορεί να αποθαρρύνει τους παραγωγούς από τη δημιουργία πορνογραφικού υλικού, διότι αφενός μειώνεται το κοινό που είναι πρόθυμο να θέσει εαυτό σε κίνδυνο σύλληψης λόγω της κατοχής του υλικού (άρα πλέον κανένα οικονομικό όφελος για τους παραγωγούς), αφετέρου οι παραγωγοί αναγκάζονται να σταθμίσουν τον κίνδυνο σύλληψης με το ιδιαίτερο status τους και τελικά δίνουν το προβάδισμα στον πρώτο (άρα πλέον ούτε κοινωνικό όφελος). Συνεπώς, μειώνεται η αγορά (market) υλικού παιδικής πορνογραφίας.51 Το επιχείρημα αυτό της μείωσης της αγοράς (“market reduction argument”) εντοπίζεται στη νομολογία, κυρίως στο σύστημα του common law, συναντά όμως οξεία κριτική από τη θεωρία, με το αντεπιχείρημα, ότι η συμπεριφορά ενός ατόμου (κατοχή) δεν είναι ο μόνος παράγοντας που ορίζει τη συμπεριφορά ενός άλλου (παραγωγή), επομένως η ίδια η κατοχή δεν προκαλεί βλάβη σε παιδιά. Έτσι, ο Baker αρνείται την ύπαρξη ενός «κανονιστικού» συνδέσμου μεταξύ της κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας και της παραγωγής του, τονίζοντας ότι πρόκειται μόνο για απλή «επιρροή», και αντιπροτείνει τη θεμελίωση της βλάβης (που καθιστά την κατοχή αξιόποινη) στην ύπαρξη ενός συνδέσμου μεταξύ της κατοχής και της ωφέλειας από την πράξη του παραγωγού: η κατοχή έλκει τελικά την ιδιότητά της ως έμμεσης βλάβης (remote harm) από τη σχέση της με την άμεση βλάβη της παραγωγής πορνογραφικού υλικού.52
3.Η κατοχή επιδεινώνει την άμεση βλάβη και διευκολύνει τη συνεχόμενη εκμετάλλευση του παιδιού. Η κατοχή ως έμμεση βλάβη.
Η τρίτη άποψη ορίζει την κατοχή επίσης ως έμμεση βλάβη, προτείνοντας ωστόσο ως αιτιολογία την επίταση της άμεσης – και προϋπάρχουσας – βλάβης53 του παιδιού από τη συμμετοχή του στην παραγωγή του πορνογραφικού υλικού. Η επίταση της βλάβης είναι αναμφισβήτητη στην περίπτωση που το παιδί γνωρίζει τη διανομή και κατοχή του πορνογραφικού υλικού από τρίτους, διότι η γνώση του αυτή μπορεί να βλάψει την ψυχική του υγεία, γίνεται δεκτό όμως ότι ισχύει και στην περίπτωση που το παιδί αγνοεί την κατοχή αυτή, διότι η εκμετάλλευσή του από τον κάτοχο του υλικού, δηλαδή η χρήση της εικόνας του ως μέσο για το σκοπό της γενετήσιας διέγερσης, είναι ένα αντικειμενικό γεγονός, ανεξάρτητα από τη γνώση του ίδιου του παιδιού. Η κατοχή κατά την άποψη αυτή είναι μια έμμεση μορφή εκμετάλλευσης που όχι μόνο επιτείνει την άμεση μορφή εκμετάλλευσης (παραγωγή), αλλά μάλλον την εγγυάται.54
4.Η κατοχή αποτελεί σε κάθε περίπτωση βλάβη της κοινωνικής ηθικής.
Μια μικρή μερίδα της θεωρίας έχει υποστηρίξει και την άποψη ότι η κατοχή αποτελεί σε κάθε περίπτωση βλάβη, διότι απειλεί την κοινωνική ηθική και κατ’ επέκταση την ίδια την κοινωνία, η οποία έχει το δικαίωμα να αμυνθεί με νόμιμα μέσα για να προστατεύσει τη συνοχή της. Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε κυρίως από τους Devlin55 και Williams56, έγινε όμως αντικείμενο οξύτατης κριτικής για την εισαγωγή ενός «νομικού μοραλισμού».57
Η σαφής και άμεση σύνδεση της κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας και της τέλεσης άλλων εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας των ανηλίκων, την οποία υποστηρίζει η πρώτη άποψη, δεν έχει τεκμηριωθεί εμπειρικά, καθώς η γενετήσια διέγερση που επιδιώκεται με την κατοχή του υλικού άλλοτε λειτουργεί όντως ως ερέθισμα για την τέλεση γενετήσιου εγκλήματος, άλλοτε όμως ως παράγοντας αδρανοποίησης του χρήστη, ο οποίος αρκείται στην ικανοποίηση της φαντασίωσής του διά της θέασης του υλικού και καθίσταται επομένως λιγότερο επιθετικός58. Η δεύτερη άποψη, συνηθέστερα προβαλλόμενη, που επισημαίνει ότι η κατοχή παιδικού πορνογραφικού υλικού ενισχύει τη θέληση βελτίωσης του status του κατόχου στην κοινότητα συλλεκτών παιδικής πορνογραφίας, οδηγώντας τελικά στην τέλεση άλλων πράξεων (πχ παραγωγής πορνογραφικού υλικού) και στην ενίσχυση της ζήτησης παιδικής πορνογραφίας, βασίζεται μεν στη θεωρία της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου και εμφανίζεται υποστηρίξιμη, αλλά όχι επαρκώς πειστική για τη θεμελίωση του αξιοποίνου59, καθιστώντας την ποινικοποίηση ως κάποιο βαθμό αυθαίρετη. Η μάλλον πειστικότερη απάντηση φαίνεται να δίνεται από την άποψη που χαρακτηρίζει την κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας ως άμεση βλάβη του εικονιζόμενου παιδιού μέσω της επίτασης της προηγηθείσας (και εξίσου άμεσης) βλάβης που προκάλεσε ήδη η παραγωγή του υλικού. Η αρχική σωματική προσβολή του ανηλίκου μέσω της παραγωγής παιδικού πορνογραφικού υλικού επεκτείνεται και διαιωνίζεται μέσω της κατοχής του υλικού με τη χρήση του σώματός του ως μέσου για την επίτευξη του σκοπού της γενετήσιας διέγερσης, αποκτώντας έτσι αυτοτελές πρόσθετο άδικο και προσβάλλοντας τελικά την συνταγματικά προστατευόμενη ανθρώπινη αξιοπρέπεια.60
ΙΙΙ. Τελικές παρατηρήσεις
Η ποινικοποίηση της κατοχής κάποιου αντικειμένου ως αυτοτελώς αξιόποινης συμπεριφοράς έχει απασχολήσει αρκετά τη θεωρία και έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις ως προς την ορθότητά της.61 Στην περίπτωση της κατοχής παιδικού πορνογραφικού υλικού μέσω διαδικτύου ή συστήματος ηλεκτρονικών υπολογιστών, ανακύπτουν ακόμη περισσότερα προβλήματα λόγω των ασαφών ορίων του τι αποτελεί κατοχή στον ψηφιακό κόσμο.
Το ισχύον νομικό πλαίσιο στην Ελλάδα διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο από την παρ. 2 του άρθ. 348Α του Ποινικού Κώδικα όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3625/2007 και από το άρθ. 20 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας κακοποίησης και εκμετάλλευσης, η οποία κυρώθηκε και εφαρμόσθηκε με το Ν. 3727/2008. Όπως προκύπτει και από την ανάλυση που προηγήθηκε, το άρθ. 20 της Σύμβασης δεν επέφερε ουσιαστικές αλλαγές στη διάταξη του Ποινικού Κώδικα. Ήδη με τις σημαντικές τροποποιήσεις του Ν. 3625/2007, ο Ποινικός Κώδικας καθιέρωσε ένα σύστημα προστασίας που καλύπτει όλες σχεδόν τις συμπεριφορές που σχετίζονται με την πορνογραφία ανηλίκων. Το κρίσιμο στοιχείο που θα μπορούσε να προσθέσει η Σύμβαση είναι η εν γνώσει απόκτηση πρόσβασης σε υλικό πορνογραφίας ανηλίκων (παρ. 1στ΄ του άρθ. 20 της Σύμβασης), το οποίο, όπως διαπιστώθηκε στην ανάλυση υπό ΙΙ (2.2), δεν συμπεριελήφθη στις τροποποιήσεις του άρθ. 348Α με το Ν. 3727/2008, αντίθετα με τις προβλέψεις της Σύμβασης. Ακόμη και αν η παράλειψη αυτή ήταν ηθελημένη, διότι ο νομοθέτης θεώρησε ότι η εν γνώσει απόκτηση πρόσβασης μπορεί να ερμηνευθεί ως κατοχή υπό ευρεία έννοια, οδήγησε εκ των πραγμάτων σε ασάφεια σχετικά με το πότε υπάρχει κατοχή επί υλικού πορνογραφίας μέσω διαδικτύου. Το ερώτημα, αν η κατοχή μέσω διαδικτύου ξεκινά από τη στιγμή που το αντίγραφο της ιστοσελίδας αποθηκεύεται στην κρυφή μνήμη (cache memory) του φυλλομετρητή (browser) ή από την απειροελάχιστη εκείνη στιγμή που ο χρήστης αλιεύει την ιστοσελίδα από το διαδίκτυο για να την προβάλει στην οθόνη του χωρίς ακόμα να αποθηκευθεί το αντίγραφό της, καταδεικνύει την αοριστία στο συγκεκριμένο θέμα και τις ερμηνευτικές δυσχέρειες που καλείται να αντιμετωπίσει ο δικαστής. Η τυποποίηση της «απόκτησης πρόσβασης» ως αξιόποινης συμπεριφοράς σε κάθε περίπτωση θα απήλλασσε τον εφαρμοστή του δικαίου από σχετικά (νομοθετικής φύσεως) διλήμματα. Ειδικότερα θα υφίσταντο πλέον δύο συγκεκριμένες και διακριτές έννοιες, με την οριοθέτηση της έννοιας της κατοχής να χάνει σε σημασία σε επίπεδο αντικειμενικής υπόστασης, δεδομένου ότι θα συνιστούσε αξιόποινη συμπεριφορά τόσο η αποθήκευση τμήματος της ιστοσελίδας στο φάκελο Temporary Internet Files (η οποία θα εντασσόταν στην έννοια της «κατοχής»), όσο και η χρονικά αμέσως προηγούμενη πράξη της αλίευσης της ιστοσελίδας από το διαδίκτυο με σκοπό την προβολή στην οθόνη του υπολογιστή του χρήστη (η οποία θα αποτελούσε «απόκτηση πρόσβασης» σε ιστοσελίδα πορνογραφικού περιεχομένου). Η αυτοτελής τυποποίηση της πράξης της απόκτησης απλής πρόσβασης ως εγκληματικής συμπεριφοράς αποκτά βέβαια ιδιαίτερη σημασία σε επίπεδο υποκειμενικής υπόστασης: ο υπερεθνικός νομοθέτης απαιτεί ειδικότερα την ύπαρξη αναγκαίου δόλου («εν γνώσει») ως προς το στοιχείο της απόκτησης πρόσβασης, ενώ ως προς την κατοχή αρκείται στον ενδεχόμενο δόλο («με πρόθεση»). Η διστακτικότητα του εθνικού νομοθέτη ως προς την ένταξη και του στοιχείου 1στ΄ στην ειδική υπόσταση του εγκλήματος της πορνογραφίας ανηλίκων του Ποινικού Κώδικα κρίνεται μάλλον αδικαιολόγητη. Η ποινικοποίηση της εν γνώσει απόκτησης πρόσβασης σε ιστοσελίδες περιεχομένου παιδικής πορνογραφίας εγείρει βέβαια τον προβληματισμό του υπερβολικού περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας, φαίνεται όμως να καλύπτεται σε κάθε περίπτωση από τον προστατευτικό σκοπό των διατάξεων για την προστασία των ανηλίκων από πράξεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης, ανταποκρινόμενη στην ανάγκη της ειδικής προστασίας των παιδιών ως ιδιαίτερα ευαίσθητης κοινωνικής ομάδας, ειδικά σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που κυριαρχείται από το διαδίκτυο και τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και διευκολύνει την εκμετάλλευσή τους με διάφορους τρόπους.
* Η γράφουσα θα ήθελε να ευχαριστήσει και από αυτήν τη θέση τον Εμμανουήλ Μπίλλη, επιστημονικό συνεργάτη του Max Planck Institute for Foreign and International Criminal Law στο Freiburg, για τις επισημάνσεις του στην πρώτη εκδοχή αυτού του άρθρου. Φυσικά οποιεσδήποτε παραλείψεις και λάθη βαραίνουν αποκλειστικά την ίδια.
Υποσημειώσεις
1Akdeniz Y., Internet child pornography and the law, 2008, σελ. 163-164.
2 Δεν έχουν ακόμα υπογράψει η Ρωσία, η Λετονία, η Τσεχική Δημοκρατία, η Ανδόρρα και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
3 Μέχρι τη στιγμή που γράφεται το παρόν άρθρο η Σύμβαση έχει τεθεί σε ισχύ στην Ελλάδα, την Αλβανία, τη Δανία, την Ολλανδία και τον Άγιο Μαρίνο από την 1.7.2010, στη Σερβία από την 1.11.2010, στην Ισπανία από την 1.12.2010, στη Γαλλία και τη Μάλτα από την 1.1.2011 και στο Μοντενέγρο από την 1.3.2011. Την 1.6.2011 θα τεθεί σε ισχύ και στην Αυστρία.
4 Ν. 2101/1992.
5 Ν. 3625/2007.
6 Η Σύμβαση αυτή έχει υπογραφεί από την Ελλάδα αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει κυρωθεί. Ωστόσο, στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 3625/2007 επισημαίνεται ότι οι διατάξεις περί πορνογραφίας ανηλίκων είναι συμβατές με το άρθ. 9 της Σύμβασης αυτής.
7Αριθμός CELEX 32004F0068. Σχετικά με τη συγκεκριμένη απόφαση-πλαίσιο εξεδόθη στις 25.3.2009 η Πρόταση για απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας, με την οποία καταργείται η απόφαση-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ (Αριθμός CELEX 52009PC0135), και στις 29.3.2010 η Πρόταση για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας, με την οποία καταργείται η απόφαση - πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ (Αριθμός CELEX 52010PC0094). Στο κείμενο και των δύο προτάσεων αναφέρεται ως δικαιολογητικός λόγος για την κατάργηση της απόφασης-πλαισίου το εξής: «Σε επίπεδο ΕΕ, η απόφαση-πλαίσιο 2004/68/∆ΕΥ του Συμβουλίου καθιερώνει ελάχιστο βαθµό προσέγγισης των νομοθεσιών των κρατών µελών ως προς την ποινικοποίηση των σοβαρότερων µορφών σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης των παιδιών, την επέκταση της δικαιοδοσίας των εθνικών δικαστηρίων και την παροχή της ελάχιστης αναγκαίας βοήθειας στα θύµατα. Αν και οι αξιώσεις έχουν γενικά τεθεί σε εφαρμογή, η απόφαση-πλαίσιο παρουσιάζει ορισµένες ελλείψεις. Επιτυγχάνει την προσέγγιση της νοµοθεσίας µόνο ως προς περιορισμένο αριθµό αδικημάτων, δεν αντιμετωπίζει νέες μορφές κακοποίησης και εκµετάλλευσης µέσω της τεχνολογίας πληροφοριών, δεν αίρει τα εµπόδια για τη δίωξη των αδικηµάτων εκτός της εθνικής επικράτειας, δεν ανταποκρίνεται σε όλες τις ειδικές ανάγκες θυµάτων παιδικής ηλικίας, και δεν περιλαµβάνει επαρκή µέτρα για την πρόληψη των σεξουαλικών αδικηµάτων».
8 Βλ. περισσότερα σε: Κιούπης Δ., Πορνογραφία ανηλίκων: Ερμηνευτικές προσεγγίσεις του άρθρου 348Α ΠΚ, σε: Κοτσαλής Λ. κ.ά. (επιμ.), Ποινικές Επιστήμες Θεωρία και Πράξη: Προσφορά τιμής στην Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα, 2008, σελ. 249.
9 Βλ. περισσότερα σε: Χαραλαμπάκης Α., Π Λόγ 2007, 825 (828).
10 Αντίστοιχη προστασία προβλέπεται από το άρθ. 9 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τον Κυβερνοχώρο (Βουδαπέστη, 23.11.2001), που προβλέπει τη λήψη νομοθετικών μέτρων από τα συμβαλλόμενα κράτη ώστε να καταστούν ποινικά αδικήματα η εκ προθέσεως και χωρίς δικαίωμα παραγωγή (producing), προσφορά ή διάθεση (offering or making available), διανομή ή μετάδοση (distributing or transmitting), προμήθεια (procuring) και κατοχή (possessing) παιδικής πορνογραφίας διαμέσου ηλεκτρονικού συστήματος (through a computer system), ή, όσον αφορά μόνο την κατοχή, μέσω ηλεκτρονικού μέσου αποθήκευσης (computer-data storage medium). Χαρακτηριστικό είναι ότι η Σύμβαση για τον Κυβερνοχώρο συμπεριλαμβάνει στον ορισμό της παιδικής πορνογραφίας της παρ. 2 του άρθ. 9 πορνογραφικό υλικό που απεικονίζει όχι μόνο κάποιον ανήλικο (minor), αλλά και άτομο που φαίνεται να είναι ανήλικος (person appearing to be a minor), σε αντίθεση με το γράμμα τόσο της Σύμβασης για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας κακοποίησης και εκμετάλλευσης και του κυρωτικού της Ν. 3625/2007, όπου χρησιμοποιείται ο όρος «παιδί (child)», όσο και με του άρθ. 348Α του Ποινικού Κώδικα, που χρησιμοποιεί το γενικότερο όρο «ανήλικος». Φαίνεται δηλαδή ότι η Σύμβαση για τον κυβερνοχώρο έχει διευρυμένα υποκειμενικά όρια προστασίας σε σχέση με τον Ποινικό Κώδικα. Αυτό όμως δεν είναι ιδιαίτερα ακριβές, αν αναλογιστεί κανείς ότι το άρθ. 348Α του Ποινικού Κώδικα, όπως επισημαίνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 3625/2007, είναι συμβατό με το άρθ. 9 της Σύμβασης. Θα πρέπει επομένως στο μέλλον να διατυπωθεί εκ νέου το άρθ. 348Α, ώστε να καταστεί σαφές το αν ως υλικό παιδικής πορνογραφίας θεωρούνται και οι εικόνες ενηλίκων που παριστάνουν ανήλικους, καθώς και οι εικόνες των λεγόμενων «ψευδοανηλίκων», δηλαδή ρεαλιστικές εικόνες ανύπαρκτου παιδιού. Αντίθετα, ως προς τα αντικειμενικά όρια προστασίας, ο Ποινικός Κώδικας όχι μόνο συντάσσεται με όλες τις προβλέψεις του άρθ. 9 της Σύμβασης για τον Κυβερνοχώρο, αλλά προχωρά επιπλέον στην ποινικοποίηση της διάδοσης ή μετάδοσης πληροφοριών που αφορούν πορνογραφικό υλικό. Kioupis D., RHDJ 63:511, 2010 (519). Για μια σύντομη ανάλυση της Σύμβασης για τον Κυβερνοχώρο, βλ. περαιτέρω: Ferola L., The Council of Europe’s Convention on Cybercrime, σε: Τομέας Ποινικών Επιστημών Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Τιμητικός τόμος Καλλιόπης Δ. Σπινέλλη: Εγκληματολογικές διεπιστημονικές προσεγγίσεις, 2010, σελ. 159επ.
13 Άρθ. 3, παρ. 11, Ν. 3728/2008.
14 Άρθ. 3, παρ.12, Ν. 3728/2008.
15 Άρθ. 4, Ν. 3728/2008.
16 Όπως διατυπώνεται στο άρθ. 348Α του Ποινικού Κώδικα.
17 Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό μέρος: Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας (άρθρα 372-406 ΠΚ), 2006, σελ. 24.
18 Μυλωνόπουλος Χ., ό.π., σελ. 28.
19 Μυλωνόπουλος Χ., ό.π., σελ. 30.
20 Μυλωνόπουλος Χ., ό.π., σελ. 34.
21Μυλωνόπουλος Χ., ό.π., σελ. 33.
22 Για τις διαθετικές έννοιες, βλ. περαιτέρω Mylonopoulos Ch., Komparative und Dispositionsbegriffe im Strafrecht, 1998, σελ. 166, Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο. Γενικό Μέρος ΙΙ (Απόπειρα-Συμμετοχή-Συρροή), 2008, σελ. 334.
23 Η ταύτιση της κατοχής του υλικού φορέα με την κατοχή των ψηφιακών δεδομένων δεν είναι απόλυτη: είναι δυνατόν ένα σύστημα υπολογιστή να χρησιμοποιείται από πρόσωπο διαφορετικό από τον κύριο και κάτοχό του (π.χ. από υπάλληλο του κυρίου), ο οποίος (υπάλληλος) αποθηκεύει δεδομένα σε τμήμα του σκληρού δίσκου, όπου μόνος αυτός έχει πρόσβαση μέσω προσωπικού κωδικού. Στην περίπτωση αυτή, είναι αμφίβολο αν μπορεί να θεμελιωθεί κατοχή του κυρίου του υλικού φορέα και στα δεδομένα, από τη στιγμή που ο τελευταίος όχι μόνο δεν έχει ακώλυτη πρόσβαση σε αυτά, αλλά επιπλέον αγνοεί και αυτήν την ύπαρξή τους. Λύση μπορεί να δώσει ενδεχομένως η θεωρία των σφαιρών εξουσίας στην κατοχή. Βλ. Κιούπης Δ., ό.π., σελ. 248.
24 Κιούπης Δ., ό.π., σελ. 248.
25 Ferrarο M. /Eoghan C. /McGrath M., Investigating child exploitation and pornography, 2005, σελ. 246.
26 Howard E., Berkeley Tech. L. J. 2004, 1227 (1255, υπ. 160). Όσον αφορά ειδικά το κατέβασμα ψηφιακού υλικού (downloading), διαπιστώνεται όχι μόνο η φυσική-πραγματική εξουσία στο υλικό ως προϋπόθεση της κατοχής, αλλά και η φυσική βούληση εξουσίασης (αφού, εάν εξέλιπε, το άτομο δε θα έμπαινε καν στη διαδικασία του downloading).
27Κιούπης Δ., ό.π., σελ. 248.
28 Ο φάκελος αυτός διαφέρει για κάθε φυλλομετρητή (browser) και χρησιμοποιείται για την «απομνημόνευση» (το «κρύψιμο», caching) υλικού ιστοσελίδων, π.χ. εικόνων, που επισκέπτεται ο χρήστης. Η διαδικασία αυτή επιτρέπει την ταχύτερη «φόρτωση» (loading) των συγκεκριμένων ιστοσελίδων που απομνημόνευσε ο φυλλομετρητής (browser) την επόμενη φορά που τις επισκέπτεται ο χρήστης, διότι ο φυλλομετρητής (browser) δεν ανιχνεύει εκ νέου τις ιστοσελίδες, αλλά «διαβάζει» ξανά την ήδη αποθηκευμένη («κρυμμένη») μορφή τους. Η διαδικασία της εκ νέου ανίχνευσης ιστοσελίδων διαφέρει για κάθε υπολογιστή, υπό την έννοια ότι εξαρτάται τόσο από το χρήστη του υπολογιστή, όσο και από τον ίδιο τον πάροχο (content provider) της ιστοσελίδας. Ο χρήστης του υπολογιστή μπορεί να εξατομικεύσει τον προσωρινό φάκελο αυξομειώνοντας το μέγεθός του -ανάλογα με το αν προτιμά γρηγορότερη ανίχνευση περισσότερων ιστοσελίδων, οπότε το αυξάνει, ή περισσότερο ελεύθερο χώρο στο σκληρό δίσκο, οπότε το μειώνει-, ή επεμβαίνοντας κάθε φορά σε αυτόν για να διαγράψει «χειροκίνητα» (manually) τα τμήματα των σελίδων που έχουν «απομνημονευθεί». Οι ρυθμίσεις αυτές απαιτούν είτε εξειδικευμένες γνώσεις του χρήστη, είτε τη βοήθεια ειδικών προγραμμάτων (software) που κυκλοφορούν στο εμπόριο. Από την άλλη, σε ορισμένες περιπτώσεις ο πάροχος (provider) της ιστοσελίδας μπορεί να επηρεάσει το πώς απομνημονεύονται τα τμήματα της ιστοσελίδας του σε υπολογιστή, και ενδεχομένως –πράγμα που ενδιαφέρει περισσότερο εδώ- το αν συγκεκριμένη ιστοσελίδα μπορεί τελικά να αποθηκευτεί. Howard E., Berkeley Tech. L. J. 2004, 1227(1229-1231), με περαιτέρω παραπομπές σε εξειδικευμένη βιβλιογραφία και νομολογία, καθώς και:
http://www.microsoft.com/windows/ie/ie6/using/howto/customizing/clearcache.mspx.
29 Το cookie είναι ένα αρχείο κειμένου, το οποίο αποθηκεύεται στο σκληρό δίσκο από το φυλλομετρητή (browser) του χρήστη. Χάρη στo cookie γίνεται η ταυτοποίηση του χρήστη για μια ιστοσελίδα. Ο δημιουργός της ιστοσελίδας (ή ο δημιουργός του cookie) μπορεί να ορίσει για το cookie συγκεκριμένη «ημερομηνία λήξης» (expiration date), μετά την πάροδο της οποίας ο φυλλομετρητής (browser) διαγράφει το cookie. Η διαγραφή του cookie μπορεί να γίνει και από τον ίδιο το χρήστη. Βλ. περισσότερα
http://www.microsoft.com/windows/ie/ie6/using/howto/privacy/config.mspx.
30 Κιούπης Δ., ό.π., σελ. 248.
31 Με δεδομένη αυτήν την αυτόματη αποθήκευση των δεδομένων, το κατέβασμα αρχείων (downloading) ενισχύει την ήδη υφιστάμενη κατοχή. Ferrarο M. /Eoghan C. /McGrath M., ό.π., σελ. 246.
32 Ferraro M./Eoghan C./McGrath M., ό.π., σελ. 246. Αναλυτικά για τη δικαστική εξέταση υπολογιστή (computer forensic examination) πρβλ. Howard E., Berkeley Tech. L. J. 2004, 1227 (1232-1236).
33 Οι ενδείκτες αποτελούν εμπειρικά δεδομένα της παρατηρησιακής γλώσσας που με τη βοήθεια ενός κανόνα αντιστοιχίας (Korrespondenzregel) ανάγονται στη θεωρητική γλώσσα και νοηματοδοτούν τη διαθετική (και μη εμπειρική) έννοια της φυσικής βούλησης εξουσίασης, έτσι Μυλωνόπουλος Χ., ό.π., σελ. 340, 680.
34 Ferraro M./Eoghan C./McGrath M., ό. π., σελ. 246-247.
35 Ferraro, M./Eoghan C./McGrath M., ό. π., σελ. 247-249.
36 Βλ. περαιτέρω Κιούπης Δ., ό.π., σελ. 250.
37 Η διστακτικότητα του νομοθέτη να συμπεριλάβει την περίπτωση του στοιχείου 1στ του άρθ. 20 της Σύμβασης στον Ποινικό Κώδικα ενδέχεται να οφείλεται στο ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ξεκινούσε μια πορεία προς επικίνδυνη διεύρυνση του αξιοποίνου. Τα όρια της έννοιας του εν γνώσει (knowingly) «σερφαρίσματος» (χωρίς περαιτέρω ενέργειες εκ μέρους του χρήστη, π.χ. κατέβασμα υλικού) σε ιστοσελίδες παιδικού πορνογραφικού υλικού είναι ρευστά, και η τυποποίησή του ως αξιόποινης συμπεριφοράς θα δημιουργούσε ζητήματα τόσο σε επίπεδο αντικειμενικής όσο και σε επίπεδο υποκειμενικής υπόστασης. Ένα άλλο ζήτημα που τίθεται αφορά την αποτελεσματικότητα της τυποποίησης αυτής. Όπως έχει προκύψει από εμπειρικές έρευνες των Taylor και Quayle, υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που παρακολουθούν στο διαδίκτυο υλικό παιδικής πορνογραφίας με μοναδικό σκοπό να ελέγξουν τη σεξουαλική διέγερση και τα συναισθήματά τους ώστε να αποφύγουν τη διάπραξη σεξουαλικού εγκλήματος σε βάρος κάποιου ανηλίκου. Οι άνθρωποι αυτοί αντιλαμβάνονται εαυτούς ως ασθενείς και επιλέγουν οι ίδιοι να αντιμετωπίσουν υπεύθυνα το πρόβλημά τους σε ιδιωτικό επίπεδο μέσω της παρακολούθησης παιδικού πορνογραφικού υλικού εν είδει «αυτοθεραπείας», μειώνοντας έτσι, έστω και κατ’ ελάχιστο, τις πιθανότητες να υποστούν ανήλικοι σεξουαλική κακοποίηση. Αναλυτικά βλ. Taylor M./ Quayle E., Child pornography: An Internet Crime, 2003, σελ. 81 και 91, όπου και συνεντεύξεις με καταδικασθέντες για κατοχή πορνογραφικών φωτογραφιών παιδιών, αποθηκευμένων στους υπολογιστές τους.
38 Το παρόν τμήμα της μελέτης βασίζεται στο υλικό συνέντευξης που παραχωρήθηκε από το Μάνο Σφακιανάκη, Αστυνομικό Υποδιευθυντή, Τμηματάρχη του Τμήματος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, στις 2.11.2010 στη γράφουσα. Ο Σφακιανάκης άρχισε να ασχολείται με το ηλεκτρονικό έγκλημα το 1999 και οι επιτυχίες του ήταν η αφορμή της ίδρυσης με Προεδρικό Διάταγμα το 2004 του Τμήματος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Από τη δημιουργία του το Τμήμα έχει δυναμική παρουσία σε διεθνές επίπεδο και είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικό έναντι των αντίστοιχων τμημάτων του εξωτερικού.
42 Κατά τη συνέντευξη που παραχώρησε στη γράφουσα, ο Μάνος Σφακιανάκης ανέφερε ότι την τελευταία 15ετία στην Ελλάδα συνελήφθησαν συνολικά 558 άτομα ηλικίας 15 έως 72 ετών για κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας, εκ των οποίων (μόνο) 1 ήταν γυναίκα. Ένα ποσοστό της τάξης του 25% των συλληφθέντων καταδικάστηκε για την κακουργηματική περίσταση της παρ. 4 (στοιχείο α΄) του άρθ. 348Α του Ποινικού Κώδικα, ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 10%, καταδικάστηκε επιπλέον για αποπλάνηση παιδιών κατά το άρθ. 339 ΠΚ.
43 Παράδειγμα, η συζήτηση για την ποινικοποίηση της κατοχής άρχισε στη Μεγάλη Βρετανία στα μέσα της δεκαετίας του 1980, και ως δικαιολογητικός λόγος παρουσιάστηκε η αποδεικτική ευχέρεια σε περιπτώσεις όπου η αστυνομία έβρισκε πορνογραφικό υλικό χωρίς ενδείξεις διανομής του (η οποία αποτελούσε ήδη αξιόποινη πράξη), με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προβεί σε συλλήψεις, ακόμα και σε περιπτώσεις καταφανούς κινδύνου διακίνησης πορνογραφίας ανηλίκων. Βλ. περαιτέρω για την πορεία προς την ποινικοποίηση της κατοχής στη Μεγάλη Βρετανία Ost S., Child pornography and sexual grooming, 2009, σελ. 86επ.
44 Edwards S., Journal of Social Welfare and Family Law 22(1), 2000, 1 (13-14), Tate T., Child Pornography: An Investigation, 1990, σελ. 23-26, Lanning K., Collectors, σε: Burgess, Ann (Ed.), Child pornography and Sex Rings, 1984, σελ. 86.
45 Lanning K., ό.π., σελ. 84-85.
46 Ενώ η ύπαρξη της σχέσης μεταξύ κατοχής και πραγματικής εκμετάλλευσης επιβεβαιώνεται μέσω εμπειρικών ερευνών, δεν ισχύει το ίδιο και για το αιτιώδες αυτής. Σε έρευνα του Μarshall σε 51 περιπτώσεις παιδόφιλων, το 67% χρησιμοποιούσε σκληρό πορνογραφικό υλικό για τη διέγερσή του· παρόλα αυτά όμως ο Marshall αρνείται ότι η σχέση μεταξύ κατοχής του υλικού και τέλεσης της αξιόποινης πράξης είναι αιτιώδης. Βλ. Marshall W., Τhe Journal of Sex Research, 25 (2), 1988, 267(279). Σε διαφορετικό συμπέρασμα καταλήγουν οι Elliott, Browne και Kilcoyne, από την έρευνα των οποίων προκύπτει ότι στο 21% των καταδικασθέντων για γενετήσια εκμετάλλευση παιδιών, η κατοχή πορνογραφικού υλικού συνέβαλε στην κάμψη των αναστολών τους πριν την τέλεση της πράξης, οπότε έτσι συνδέθηκε αιτιωδώς με τη γενετήσια εκμετάλλευση. Βλ. Elliott M./ Browne K./ Kilcoyne J., Child abuse and neglect, 19(5), 1995, 579 (582).
47 Αναλυτική παρουσίαση των απόψεων αυτών σε: Ost S., ό. π., σελ. 108-113.
48 Taylor M./ Quayle E., ό.π., σελ. 159-163.
49 Taylor M./ Quayle E., ό.π., σελ. 161.
50 Κατά τον Κιούπη, μέσω της παραγωγής, διάθεσης, αγοράς, διανομής κλπ πορνογραφικού υλικού στο διαδίκτυο, οι δράστες αναπτύσσουν σχέσεις επικοινωνίας και αποκτούν την αίσθηση ομάδας, για την οποία το ενδιαφέρον για παιδικό πορνογραφικό υλικό αποτελεί κίνητρο για κοινωνική επαφή. Εντός της ομάδας αυτής η «αξία» του καθενός προσδιορίζεται από την ποιότητα και την ποσότητα της συλλογής πορνογραφικού υλικού, με αποτέλεσμα την παραγωγή και διαβίβαση όλο και περισσότερων και σκληρότερων εικόνων. Κιούπης Δ., ό.π., σελ. 233-234. Ο Jenkins υποστηρίζει περαιτέρω ότι σε αυτήν την κοινότητα συλλεκτών (community of collectors) του διαδικτύου, κίνητρο της πλειοψηφίας των παραγωγών-διανομέων παιδικού πορνογραφικού υλικού δεν είναι τόσο το οικονομικό όφελος, αλλά ο ιδιαίτερος σεβασμός που απολαμβάνουν εκ μέρους των λοιπών κοινωνών. Jenkins Ph., Beyond tolerance: Child pornography on the Internet, 2001, σελ. 91. Βλ. και Taylor M./ Quayle E., ό.π., σελ. 160-161.
51 Ost S., ό. π., σελ. 113-114.
52 Baker D., New Crim. L. Rev. 10, 2007, 370 (372). Για τα επιχειρήματα “market reduction argument” και “remote harm” βλ. περαιτέρω Ost S., ό. π., σελ. 113-118.
53 Και όχι την απλή σύνδεση με την άμεση βλάβη, όπως η προηγούμενη άποψη.
54 Tien L., Social and Legal Studies, 3(1), 1994, 121 (132,133).
55 Βλ. περαιτέρω Devlin P., The enforcement of morals, 1973, σελ. 25.
56 Williams K., Journal of Social Welfare and Family Law, 26 (3), 2004, 245 (254).
57 Ost S., ό.π., σελ. 122
58 Κιούπης Δ., ό.π., σελ. 233.
59 Κιούπης Δ., ό.π., σελ. 234.
60 Κιούπης Δ., ό.π., σελ. 234-235.
61 Σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις που εξαντλούνται σε κατοχή κάποιου πράγματος (π.χ. όπλων, ναρκωτικών, εντύπων παιδικής πορνογραφίας) υποστηρίζεται η άποψη ότι η απλή κατοχή με σκοπό την προσωπική ευχαρίστηση δεν θα έπρεπε να είναι αξιόποινη, διότι δεν αποτελεί «πράξη προς έτερον», στερείται δηλαδή κοινωνικής αναφοράς, επομένως δεν παρουσιάζει κανενός είδους βλαπτικότητα. Βλ. Ανδρουλάκης Ν., Ποινικό Δίκαιο-Γενικό Μέρος, 2000, σελ. 151. Η ποινικοποίηση της κατοχής σε αυτές τις περιπτώσεις συνεπάγεται επομένως την απαράδεκτη για το ποινικό δίκαιο ποινικοποίηση ηθικής στάσης. Αντίθετα Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο. Γενικό Μέρος Ι, 2008, σελ. 109. Χαρακτηριστικό αυτών των περιπτώσεων είναι η ύπαρξη μιας φυσικής σχέσης εξουσίασης του δράστη επί ενός αντικειμένου, που αποκτά αναφορά προς τρίτους (κοινωνικό περιεχόμενο) είτε σε προγενέστερο, είτε σε μεταγενέστερο της κατοχής στάδιο. Στο καθεαυτό στάδιο της κατοχής δεν καταγράφεται βλάβη έννομου αγαθού ενός τρίτου, αλλά ούτε καν αυτοβλάβη, η οποία είναι κατά την ορθότερη άποψη ποινικώς αδιάφορη. Βλ. Κιούπης Δ., ό.π., σελ. 245.