της Αναστασίας Χαλκιά,
ΜΔΕ Εγκληματολογίας-Υποψήφια Διδάκτωρ,
Πάντειον Πανεπιστήμιο
Το 15ο Παγκόσμιο Συνέδριο της International Society for Criminology πραγματοποιήθηκε στη Βαρκελώνη, στις 20-25 Ιουλίου 2008 με τη συμμετοχή επιστημόνων από όλο τον κόσμο.
Δύο πολύ σημαντικά πανεπιστήμια της Βαρκελώνης, το Universidad de Barcelona και το Universidad Ramon Llull, με παράδοση στη διδασκαλία και την έρευνα στην εγκληματολογία, ανέλαβαν τη διοργάνωση του συνεδρίου και τη φιλοξενία των εργασιών του.
Το θέμα του συνεδρίου με τίτλο: «Έγκλημα και Εγκληματολογία: Έρευνα και δράση», αποτέλεσε τη βάση μιας γενικότερης προβληματικής που αναπτύχθηκε μέσα από τα ακόλουθα τρία ερωτήματα:
1. Ποιό είναι το μέλλον της ακαδημαϊκής εγκληματολογίας, δεδομένων των νέων προκλήσεων που η επιστήμη αντιμετωπίζει μέσα σε ένα ταχέως μετασχηματιζόμενο κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο;
2. Πώς θα πρέπει να βρει η εγκληματολογία τις πιο δημιουργικές και χρήσιμες προτάσεις στην έρευνα και τη δράση;
3. Ποια είναι η αξία των απαντήσεων απέναντι στο έγκλημα που είναι ήδη διαθέσιμες στους τομείς που έχουν επιλεγεί για τις συζητήσεις του συνεδρίου; Πόσο επιτυχείς είναι η προληπτική κοινωνική δράση και ο κοινωνικός έλεγχος;
Το περιεχόμενο των ομιλιών διαρθρώθηκε σε τέσσερις θεματικές ενότητες:
Ι. Έγκλημα και Εγκληματολογία
ΙΙ. Διεθνής Εγκληματικότητα
ΙΙΙ. Εγκληματικότητα στα Αστικά Κέντρα
ΙV. Θύματα και Αποκαταστατική Δικαιοσύνη
Αναλυτικότερα, η πρώτη ενότητα, Έγκλημα και Εγκληματολογία, η οποία άνοιξε της εργασίες του συνεδρίου εστιάστηκε στον επιστημονικό και θεσμικό ρόλο της εγκληματολογίας και του εγκληματολόγου. Κεντρικοί ομιλητές ήταν ο David Garland και ο Vincente Garrido.
Όσο αφορά το διεθνές έγκλημα και με βάση την εκτίμηση από τις κυρίαρχες τάσεις της εγκληματικότητας η προσέγγιση εντάχθηκε στο πλαίσιο που ορίζεται από την οικονομική και κοινωνικο-πολιτισμική παγκοσμιοποίηση, με ιδιαίτερη προσοχή στα κοινωνικά φαινόμενο που σχετίζονται με τα μεταναστευτικά ρεύματα. Ομιλητές ήταν οι: Letizia Paoli, Eugenio Pereiro Blanco και Emilio Viano.
Σχετικά με την εγκληματικότητα και την εξέλιξή της στις μεγάλες πόλεις σε διαφορετικές περιοχές του κόσμου αναφορά έγινε στις τάσεις της εγκληματικότητας και της βίας ενάντια σε πρόσωπα, θεσμούς, νόμους καθώς και της δημόσια τάξης, επιχειρώντας να ανανεωθούν τόσο οι προσεγγίσεις όσο και οι απαντήσεις που αφορούν την ανασφάλεια, το φόβο του εγκλήματος, τις τιμωρητικές πολιτικές και τις τιμωρητικές στάσεις των πολιτών σε συνδυασμό με την εύρεση νέων στρατηγικών πρόληψης. Σημαντική προσοχή δόθηκε στο ρόλο της εγκληματολογίας ως μετόχου στο σχεδιασμό αυτό. Βασικοί εισηγητές ήταν οι: Eugenio Raul Zaffaroni, Yutaka Harada, Wesley Skogan.
Τέλος, η αποκαταστατική δικαιοσύνη αναδείχθηκε σε κεντρική θεματική του συνεδρίου, αναφερόμενη από πολλούς εισηγητές (συμπεριλαμβανομένων και των Workshop Meetings). Οι εισηγήσεις εστιάστηκαν στην παρουσίαση και ανάλυση των διαδικασιών που ακολουθούνται σε διαφορετικές χώρες, καθώς και την εκπαίδευση όσων ασχολούνται στον τομέα αυτό. Επίσης, διατυπώθηκε η αναγκαιότητα της εξάπλωσής της, τουλάχιστον σε συγκεκριμένα αδικήματα.
Στην τελευταία συνεδρία, μίλησαν κατά σειρά παρουσίασης οι: Montserrat Comas d΄ Argenir i Centra, Marc Groenhuijsen και ο Ezzat Fattah.
Εκτός των κεντρικών εισηγήσεων, έλαβαν χώρα πολλά Workshop Meetings, τα οποία εντάσσονταν στην ανωτέρω θεματολογία και παρουσίασαν τα πιο πρόσφατα θεωρητικά και εμπειρικά δεδομένα της εγκληματολογίας από όλο τον κόσμο.
Από την Ελλάδα και συγκεκριμένα το Πάντειο Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου υπήρξαν πέντε συμμετοχές στις εργασίες του συνεδρίου.
Η εισήγηση της καθηγήτριας Εγκληματολογίας Χριστίνα Ζαραφωνίτου, η οποία προήδρευσε της συνεδρίας, είχε ως θέμα: «Les dimensions de l΄ insecurite en Grece et leur impact sur la punitivite du public». Με βάση τα αποτελέσματα των τριών ερευνών σε περιοχές της Αθήνας των ετών 1998, 2004 και 2006, αναφέρει ότι η σχέση μεταξύ ανασφάλειας και τιμωρητικότητας του κοινού καταγράφεται σταθερή και ιδιαίτερα έντονη ως προς τους μετανάστες και τους χρήστες ναρκωτικών ουσιών, ειδικότερα μέσα στο πλαίσιο που ορίζεται από τα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μεγάλες πόλεις, όπως η Αθήνα.
Η εισήγηση της Μαρίας Αλβανού, Δρ. Εγκληματολογίας, με θέμα: «Internet and Incitement to Terrorism» επικεντρώθηκε στους τρόπους με τους οποίους η τρομοκρατία μπορεί να ενθαρρυνθεί μέσω Internet, το νομικό πλαίσιο της Ε.Ε. ενάντια στο φαινόμενο αυτό και τα προβλήματά του καθώς και τις περιπτώσεις που η Ε.Ε. έχει κληθεί να αντιμετωπίσει ως τώρα.
Η Ιωάννα Γουσέτη, υποψήφια διδάκτωρ του Τομέα Εγκληματολογίας, παρουσίασε εισήγηση με θέμα: «Punitiveness: Socio-Ideological Views and the Mass Media», η οποία αναφέρθηκε σε ποιοτικά δεδομένα που προκύπτουν από τμήμα έρευνας του 2006 στην Αθήνα για την τιμωρητικότητα του κοινού. Η παρουσίαση επικεντρώθηκε ειδικότερα στους σκοπούς της τιμωρίας και τη σύνδεσή τους με τους παράγοντες διαμόρφωσης που σχετίζονται με τα Μ.Μ.Ε. και την γενικότερη κοσμοθεωρία του ατόμου.
Από το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου, ο Αναπληρωτής Καθηγητής, Στράτος Γεωργούλας μαζί με την Βουλβουλή Αιμιλία παρουσίασαν εισήγηση με θέμα: «Effective children΄ s protection from inter-familiar violence and violence to children in general», η οποία αφορούσε έρευνα για την ανάπτυξη ενός δικτύου δράσεων σε έξι νησιά του Αιγαίου που σχετίζεται με την προστασία των παιδιών από την ενδοοικογενειακή βία και γενικότερα τη βία απέναντι στα παιδιά.
Τέλος, η Παναγιώτα Παπαδοπούλου, δικηγόρος, διδάκτωρ Νομικής, εισηγήθηκε με θέμα: «Introducing and implementing restorative justice from minors in Greece». Σύμφωνα με την κα Παπαδοπούλου, ο τρόπος με τον οποίο εμφανίστηκε η αποκαταστατική δικαιοσύνη στην Ελλάδα (τα συγκεκριμένα μέτρα δηλαδή που προωθούν την αποκατάσταση στην Ελλάδα) είναι στενά συνδεδεμένος με το νομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο της χώρας, και από εκεί και πέρα τα προβλήματα εφαρμογής έχουν να κάνουν με την οργάνωση, την έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού αλλά και την απουσία πόρων γενικότερα.
H ελληνική όμως συμμετοχή διανθίστηκε και από επιστήμονες που εργάζονται σε πανεπιστήμια του εξωτερικού όπως η κα Τσελώνη. Η Ανδρομάχη Τσελώνη, καθηγήτρια στο Nottingham Tent University, εισηγήθηκε σε σεμινάριο με θέμα: «Explaining and Sustaining Crime. Falls in Industrialised Countries».
Συμπερασματικά, το συνέδριο σηματοδοτήθηκε από δύο πολύ σημαντικές εισηγήσεις, αυτές των David Garland και Ezzat Fattah, οι οποίες με τις εκ διαμέτρου αντίθετες τοποθετήσεις τους, έθεσαν υψηλές θεωρητικές προκλήσεις ως προς τη θέση και το θεσμικό ρόλο της εγκληματολογίας, όσο αφορά συγκεκριμένα τη σχέση της με το γνωστικό της αντικείμενο, τις άλλες επιστήμες, την εξουσία και τέλος τη θέση της στο ακαδημαϊκό χώρο.
Οι δύο αυτές εισηγήσεις, του Garland στην έναρξη του συνεδρίου και του Ε. Fattah στο κλείσιμο, οριοθέτησαν και σημειολογικά τον κυρίαρχο προβληματισμό αναφορικά με την επιστήμη της εγκληματολογίας και το εύρος των πεδίων όπου δραστηριοποιείται και τα οποία επηρεάζει ή με τα οποία μοιράζεται κοινά ενδιαφέροντα.
Συγκεκριμένα, από την εισήγηση του David Garland προέκυψαν τρεις σημαντικές θεωρήσεις:
1. Η εγκληματολογία οφείλει να θέτει προβλήματα και να τα επιλύει. Η διαπίστωση αυτή θέτει αυτομάτως την εγκληματολογία σε θέση μετόχου στην άσκηση πολιτικής και συγκεκριμένα στην αντεγκληματική πολιτική. Επομένως η εγκληματολογία, σύμφωνα με τον Garland συνιστά και «κυβερνητικό θέμα».
2. Η έκταση της εξειδίκευσής της έχει οδηγήσει τελικά στην απομάκρυνση από την ίδια την Εγκληματολογία. Απαιτείται, ως αποτέλεσμα, ενοποιημένη έρευνα, ενοποιημένη εξήγηση καθώς και επικοινωνία μεταξύ των επιστημόνων. Εκτός όμως από την εσωτερική επικοινωνία μεταξύ των επιστημόνων, αναφέρθηκε και στην επικοινωνία της εγκληματολογίας «προς τα έξω» στο ευρύτερο κοινό και την τάση της «public criminology» (σε αναλογία με την «public sociology»), η οποία θέτει βαθύτερα ερωτήματα για τις ευθύνες της εγκληματολογίας σε σχέση με το δημόσιο χώρο και την πολιτικές ερωτήσεις του καιρού μας.
3. Τέλος, η εγκληματολογία έχει μια σημαντική δέσμευση. Βρίσκεται σε μόνιμο διάλογο με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες, με το νόμο και με την κατασκευή του νόμιμου και του παράνομου στην κοινωνία. Ως εκ τούτου παραμένει δεσμευμένη και όχι αποκομμένη από τις άλλες επιστήμες. Στηρίζεται δηλαδή στο διεπιστημονικό χαρακτήρα της και γι΄ αυτό ο Garland επιχειρηματολόγησε κατά των αναδυόμενων θεσμικών ρυθμίσεων που διαχωρίζουν την Εγκληματολογία από επιστήμες, όπως η Κοινωνιολογία, η Νομική και η Ψυχολογία , οι οποίες υποστηρίζουν τη ζωτικότητά της.
Σε αντίθεση, με ένα στέρεο και στιβαρό λόγο, ο Ezzat Fattah διαχώρισε τρεις διακριτές περιοχές: την «επιστήμη», την «τέχνη» και το «επάγγελμα». Η πρώτη αναφέρεται στη θεωρία και έρευνα, η δεύτερη στην άσκηση πολιτικής και η τρίτη στην επαγγελματική δράση. Με αυτό το διαχωρισμό, ουσιαστικά διακρίνει την εγκληματολογία από τη δογματική επιστήμη του ποινικού νόμου, από το πολιτικό και ιδεολογικό πεδίο της αντεγκληματικής πολιτικής και από τις επαγγελματικές περιοχές της ποινικής δικαιοσύνης που χρησιμοποιούν την εγκληματολογική γνώση.
Κατά συνέπεια, οι εγκληματολόγοι, όπως είπε ο Nils Christie, οφείλουν να θέτουν τα προβλήματα, όχι να τα λύνουν. Οι προσπάθειες διεύρυνσης του σκοπού της Εγκληματολογίας υπήρξαν καταστροφικές της επιστήμης και γι΄ αυτό θα πρέπει να περιοριστεί στο ερευνητικό πεδίο της αναζήτησης της επιστημονικής γνώσης για το έγκλημα, τους δράστες και τα θύματα. H προσπάθεια για αυτονόμηση της θυματολογίας από την εγκληματολογία αποτελεί ιδεολογική και πολιτική κίνηση, χαρακτηριστικό που της στερεί εκ προοιμίου την επιστημονική της ταυτότητα.
Για τον Fattah, η εγκληματολογία μελετά την πραγματική και όχι την ιδεατή (όπως ο νόμος) συμπεριφορά. Η αντεγκληματική πολιτική έχει να κάνει με την πολιτική και την ιδεολογία και η εγκληματολογία είναι εμπειρική και όχι ιδεολογική επιστήμη. Η εγκληματολογία μπορεί να είναι κριτική αλλά σε επιστημονικό επίπεδο. Οφείλει να επιβεβαιώνει ότι είναι «καθαρή επιστήμη».
Για αυτό είναι απαραίτητα για τη θεμελίωση της ταυτότητας και της αυθεντικότητάς της, σε αντιδιαστολή με τη θεώρηση του Garland, τα εξής:
1. Η αυτονομία της, διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος εξάρτησης από άλλες επιστήμες.
2. Η ακαδημαϊκή της αυτονομία, έτσι ώστε να υπάρξουν αλλαγές και στη διδασκαλία της
3. Τέλος και σε σύνδεση με τα προηγούμενα, η εξειδίκευση, ως αναγκαιότητα δημιουργίας νέων πεδίων γνώσης. Η ωρίμανση της εγκληματολογίας εξαρτάται από το επίπεδο εξειδίκευσής της.
Στο κλείσιμο της εισήγησής του, ο Fattah αναφέρθηκε στην Αποκαταστατική Δικαιοσύνη, τονίζοντας ότι χρειάζεται περαιτέρω υποστήριξη καθώς εμπεριέχει υποσχέσεις και δυνατότητες για την αντιμετώπιση του εγκλήματος.
Όλοι μας αποχωρίσαμε προβληματισμένοι, έχοντας στο μυαλό μας έντονα τις δύο αυτές σημαντικές εισηγήσεις και συναισθανόμενοι ότι ήμασταν παρόντες σε μια ιστορική στιγμή επιστημονικού διαλόγου και αντιλόγου καθώς και φορείς, ο κάθε ένας στο βαθμό και από τη θέση συμμετοχής του, των επικείμενων αλλαγών, μετασχηματισμών και εξελίξεων στην εγκληματολογία.
Η βαρύτητα του λόγου των δύο εισηγητών κατέγραψε τις αντιθέσεις και εν δυνάμει συνόψισε την πολύτιμη αξία των συνεδρίων και της δυνατότητας που προσφέρουν, για ουσιαστικό επιστημονικό –δια ζώσης- διάλογο.
Τέλος, όσο αφορά την International Society of Criminology (ISC) ενημερωτικά αναφέρουμε ότι ιδρύθηκε το 1934, στο Παρίσι και το πρώτο παγκόσμιο συνέδριό της ISC έλαβε χώρα το 1938, στη Ρώμη. Περισσότερες πληροφορίες για την ISC, την ετήσια έκδοσή της με τίτλο: «International Annals of Criminology» καθώς και τη δυνατότητα εγγραφής ως μέλος μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα:
http://pagesperso-orange.fr/societe.internationale.de.criminologie