της Μαίρης Μαρούλη,
ασκουμένης δικηγόρου
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Έντουιν Σάδερλαντ (Edwin H. Sutherland) γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1883 στη Νεμπράσκα. Ήταν γιος Βαπτιστή ιερέα. Μεγάλωσε και σπούδασε στο Κάνσας και τη Νεμπράσκα. Το 1904 αποφοίτησε από το Κολλέγιο του Γκραντ Άιλαντ (Grand Island College) της Νεμπράσκα και μετά δίδαξε Λατινικά, Ελληνικά, Ιστορία και στενογραφία στο Κολλέγιο Σίου Φολς (Sioux Falls College) στη Νότια Ντακότα. Το 1906 άφησε το Κολλέγιο και ξεκίνησε τις σπουδές του σε επίπεδο διδακτορικής διατριβής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο (University of Chicago). Εκεί το ενδιαφέρον του από την ιστορία στράφηκε στην κοινωνιολογία. Ένα μεγάλο μέρος από τις σπουδές του επηρεάστηκε από τον τρόπο προσέγγισης της σχολής του Σικάγο στη μελέτη του εγκλήματος, ο οποίος έδινε έμφαση στην ανθρώπινη συμπεριφορά ως καθορισμένης περισσότερο από κοινωνικούς και περιβαλλοντολογικούς παράγοντες, παρά από γενετικά και προσωπικά χαρακτηριστικά.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του διορίστηκε στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα (University of Minnesota) και από το 1926 έως το 1929 απέκτησε τη φήμη ενός από τους κορυφαίους εγκληματολόγους της χώρας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η προσοχή του εστιάστηκε στην κοινωνιολογία ως επιστημονικό κλάδο που έχει σκοπό την κατανόηση και τον έλεγχο των κοινωνικών προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένου και του εγκλήματος. Αργότερα μεταφέρθηκε στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα (Indiana University) και εκεί ίδρυσε τη Σχολή Εγκληματολογίας του Μπλούμινγκτον (Bloomington school of criminology) στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα. Την περίοδο εκείνη εξέδωσε τρία βιβλία: «Είκοσι χιλιάδες Άστεγοι Άνδρες» (Twenty Thousand Homeless Men, 1936), «Ο Επαγγελματίας Κλέφτης» (The Professional Thief, 1937), και την τρίτη έκδοση των «Αρχών Εγκληματολογίας» (Principles of Criminology, 1939).
Το 1939 εκλέχθηκε πρόεδρος της Αμερικάνικης Κοινότητας Κοινωνιολογίας (American Sociological Society) και το 1940 εκλέχθηκε πρόεδρος της Ένωσης Κοινωνιολογικών Ερευνών (Sociological Research Association). Πέθανε στις 11 Οκτωβρίου του 1950 στο Μπλούμινγκτον της Ιντιάνα.
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΗΣ
Το 1934 «Οι Αρχές Εγκληματολογίας» συμπεριέλαβαν ένα άρθρο στο οποίο αναφερόταν ότι το έγκλημα εμφανίζεται όταν συμπεριφορές προερχόμενες από διαφορετικές κουλτούρες και ομάδες, έρχονται σε σύγκρουση. Ο Σάδερλαντ, συγγραφέας αυτού του έργου, δεν θεωρούσε την παραπάνω σκέψη ως πιθανή ερμηνεία της εγκληματικής συμπεριφοράς μέχρι τη στιγμή που ο Χένρυ Μακ Κέι, επίσης ερευνητής του Πανεπιστημίου του Σικάγο, αναφέρθηκε στο κείμενο αποκαλώντας το «θεωρία». Από τότε, ο Σάδερλαντ αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του στην επεξεργασία, διαμόρφωση και υποστήριξη της παραπάνω θεωρίας.
Κατά τον Σάδερλαντ, οι διάφοροι παράγοντες όπως το γένος, η καταγωγή και η ηλικία δεν μπορούν από μόνοι τους να εξηγήσουν την εγκληματική συμπεριφορά. Αντίθετα, θεωρούσε το έγκλημα ως απόρροια διαφορετικών αλληλεπιδράσεων και μεθόδων εκμάθησης ανάμεσα σε ομάδες που αρχικά συνέβαινε να συγκροτούνται από άτομα γένους αρσενικού, μέλη μειονοτήτων ή νέα άτομα.
Ο Σάδερλαντ απομακρύνεται από τον βιολογικό ντετερμινισμό, τις παθολογικές (κυρίως ψυχιατρικές) και οικονομικές ερμηνείες του εγκλήματος και στρέφεται στην μελέτη του κοινωνικού περιβάλλοντος των ατόμων. Υποστήριζε ότι ο συνδυασμός της θεωρίας της συναναστροφής με τη θεωρία της διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης μπορεί να εφαρμοστεί τόσο σε ατομικό όσο και σε ομαδικό επίπεδο. Η θεωρία της συναναστροφής εξηγεί το γιατί ένα άτομο τείνει προς την εγκληματική συμπεριφορά, ενώ η διαφορετική κοινωνική οργάνωση εξηγεί το γιατί τα ποσοστά εγκλήματος διαφορετικών ομάδων διαφέρουν μεταξύ τους.
Από τη σκοπιά της διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης, οι συναναστροφές του ατόμου καθορίζονται από ένα γενικό πλαίσιο κοινωνικής οργάνωσης. Επομένως, η διαφορετική οργάνωση των ομάδων μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να δώσει ερμηνεία στα διαφορετικά ποσοστά εγκληματικότητας (για παράδειγμα: το εισόδημα μιας οικογένειας είναι ένας από τους βασικότερους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιλογή κατοικίας. Κατ’ επέκταση, το ποσοστό εγκληματικότητας μιας περιοχής μπορεί να συσχετιστεί με το ύψος των ενοικίων της και την αντίστοιχη οικονομική και κοινωνική θέση των κατοίκων της).
OΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΣΑΔΕΡΛΑΝΤ
1. Η εγκληματική συμπεριφορά διδάσκεται. Αυτό σημαίνει ότι η εγκληματική συμπεριφορά δεν είναι κληρονομικό χαρακτηριστικό.
2. Η εγκληματική συμπεριφορά διδάσκεται μέσω της συναναστροφής και ειδικότερα της επικοινωνίας με άλλα άτομα. Η συγκεκριμένη επικοινωνία τις περισσότερες φορές είναι προφορική αλλά συμπεριλαμβάνει και χειρονομίες.
3. Το κύριο μέρος εκμάθησης της εγκληματικής συμπεριφοράς διενεργείται σε μικρές κλειστές προσωπικές ομάδες. Απρόσωπες μορφές επικοινωνίας όπως οι ταινίες και ο Τύπος παίζουν έναν σχετικά ασήμαντο ρόλο στη διαμόρφωση της εγκληματικής συμπεριφοράς.
4. Η εκμάθηση της εγκληματικής συμπεριφοράς συμπεριλαμβάνει: α) τεχνικές διάπραξης του εκάστοτε εγκλήματος, αρκετές από τις οποίες είναι συνήθως πολύ απλές, β) συγκεκριμένο προσανατολισμό κινήτρων, συμπεριφοράς και ερμηνειών των πράξεων.
5. Η εκάστοτε κατεύθυνση των κινήτρων δίνεται μέσα από τον καθορισμό των νόμων ως ευμενών ή δυσμενών.
6. Το άτομο γίνεται εγκληματίας όταν οι αρχές που τίθενται υπέρ της παραβίασης του νόμου υπερτερούν μέσα του έναντι των αντίθετων αρχών. Αυτή είναι και η βασική αρχή της θεωρίας της συναναστροφής με διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Όταν ένας άνθρωπος γίνεται εγκληματίας αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι έρχεται σε επαφή με εγκληματικά πρότυπα αλλά και στο ότι απουσιάζουν από τη ζωή του μορφές αντεγκληματικής συμπεριφοράς. Με βάση αυτό, η απλή και ουδέτερη επαφή με το έγκλημα επηρεάζει ελάχιστα έως και καθόλου τη δημιουργία της εγκληματικής συμπεριφοράς.
7. Η συναναστροφή ενδέχεται να ποικίλλει ως προς τη συχνότητα, τη διάρκεια, την ένταση και την προτεραιότητα που δίνεται μέσω αυτής στην εγκληματική συμπεριφορά έναντι άλλων μορφών συμπεριφοράς.
8. Η διαδικασία εκμάθησης της εγκληματικής συμπεριφοράς περιλαμβάνει όλους τους μηχανισμούς εκμάθησης που συνήθως εφαρμόζονται στην κοινωνία. Επομένως και ο μιμητισμός θεωρείται μέθοδος εκμάθησης της εγκληματικής συμπεριφοράς.
9. Αν και η εγκληματική συμπεριφορά αποτελεί έκφραση γενικών αναγκών και αξιών δεν εξηγείται από αυτές μιας και η μη εγκληματική συμπεριφορά αποτελεί έκφραση των ίδιων αναγκών και αξιών. Για παράδειγμα τόσο οι κλέφτες κλέβουν όσο και οι εργάτες εργάζονται προκειμένου να εξασφαλίσουν χρήματα.
ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΥ ΠΕΡΙΛΑΙΜΙΟΥ
Ο Σάδερλαντ ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι στις θεωρίες που συνέδεαν την φτώχεια με το έγκλημα, πιστεύοντας ότι τα στατιστικά της αστυνομίας στα οποία παρουσιάζονταν τα περισσότερα εγκλήματα να διαπράττονται σε φτωχογειτονιές ήταν εσφαλμένα. Για να τεκμηριώσει αυτή του την άποψη, ξεκίνησε το 1928 μία έρευνα για τις παραβιάσεις του νόμου από τις εβδομήντα μεγαλύτερες επιχειρήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Μετά από 20 χρόνια κοπιαστικής δουλειάς ολοκληρώνει το βιβλίο του με τίτλο «Το Έγκλημα του Λευκού Περιλαίμιου» το οποίο αρχικά κυκλοφόρησε χωρίς να αναφέρονται τα ονόματα των επιχειρήσεων που είχαν μεν κατηγορηθεί για κάποια παραβίαση αλλά δεν είχαν καταδικαστεί, από φόβο μην ακολουθήσουν μηνύσεις. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στην πλήρη του μορφή το 1983.
Στα πλαίσια της έρευνάς του μελέτησε τέσσερεις τύπους εγκλημάτων που διαπράττονται από μεγάλες επιχειρήσεις: ψευδής διαφήμιση, καταχρηστικοί όροι συμβάσεων, άδικες εργοδοτικές πρακτικές και παραβιάσεις πνευματικής ιδιοκτησίας, κατατεθέντων σημάτων και πατέντων. Ανακάλυψε 980 παραβιάσεις των σχετικών με τις παραπάνω κατηγορίες νόμων (με αναλογία 14 παραβιάσεις περίπου ανά επιχείρηση). Ο Σάδερλαντ στηρίχθηκε στη θεωρία της συναναστροφής για την ερμηνεία αυτών των παραβιάσεων, θεωρώντας ότι τα νεαρά διευθυντικά στελέχη εξοικειώνονται με την παραβατική συμπεριφορά μιας και η τελευταία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής επιχειρηματικής πρακτικής. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κοινωνία απειλείται περισσότερο από τα εγκλήματα του λευκού περιλαίμιου παρά από την εγκληματικότητα των δρόμων, γιατί τα πρώτα προωθούν την κυνικότητα και την αμφισβήτηση βασικών κοινωνικών θεσμών της.
Στο βιβλίο ανέλυσε τις παραπάνω κατηγορίες εγκλημάτων που διαπράττονται από τις αμερικάνικες επιχειρήσεις και τα στελέχη τους, αναφέροντας παράλληλα ότι αν και συμβαίνουν, δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για αυτή την κατηγορία παραβατικής συμπεριφοράς ώστε να καταγραφούν και να αναλυθούν στις στατιστικές έρευνες. Για αυτόν το λόγο υποστήριζε ότι τα εγκλήματα του λευκού περιλαίμιου θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται στα δεδομένα που αναλύουν οι εγκληματολόγοι, όπως συμβαίνει και με τα εγκλήματα που διαπράττουν οι έφηβοι.
Κατά τον Σάδερλαντ, οι συνήθεις γενικεύσεις και ερμηνείες για το έγκλημα και την εγκληματικότητα δεν είναι έγκυρες, Ενδεχομένως αυτό να οφείλεται στις ελλείψεις των αναφορών και των αντίστοιχων δειγμάτων που λαμβάνονται για έλεγχο. Ο αριθμός των εγκλημάτων που γνωστοποιούνται στην αστυνομία είναι αρκετά μικρότερος από τον αριθμό των εγκλημάτων που όντως έχουν διαπραχθεί, ίσως γιατί τα θύματα πιστεύουν ότι η εγκληματική πράξη δεν αξίζει να αναφερθεί. Εκτός αυτού, η ακρίβεια του αριθμού των εγκλημάτων εξαρτάται και από την συστηματικότητα και την ακρίβεια με την οποία οι αστυνόμοι συντάσσουν τις αντίστοιχες αναφορές. Επίσης οι διαφορές του ποινικού κώδικα και κατ’ επέκταση η αντίληψη του τί είναι ή δεν είναι έγκλημα από χώρα σε χώρα, είναι πιθανό να επηρεάσει τον αριθμό των αναφορών.
Μία δεύτερη αιτία πιθανής εσφαλμένης ερμηνείας των δεδομένων, αποτελεί το ίδιο το έγκλημα του λευκού περιλαίμιου. Αν και τα εγκλήματα αυτής της κατηγορίας μπορούν να είναι πιο επικίνδυνα για την κοινωνία, με την έννοια ότι επηρεάζουν τους κοινωνικούς θεσμούς και τις ιδιωτικές περιουσίες, τείνουν να μην αναφέρονται σε επίσημα ή ανεπίσημα στατιστικά εξ αιτίας της δυσκολίας εντοπισμού και τιμωρίας τους.
Από την σκοπιά της θεωρίας των εγκλημάτων του λευκού περιλαίμιου, η θεωρία η οποία συνδέει την εγκληματική συμπεριφορά είτε με την φτώχεια είτε με τις ψυχοπαθολογικές και κοινωνιοπαθολογικές συνθήκες που απορρέουν από αυτήν, εμφανίζεται ελλιπής για τρεις λόγους: Πρώτον, η γενίκευση στηρίζεται σε ένα δείγμα που παραλείπει εντελώς την συμπεριφορά των εγκληματιών του λευκού περιλαίμιου. Δεύτερον, η γενίκευση που παρουσιάζει την εγκληματικότητα να συνδέεται στενά με την φτώχεια δεν γίνεται να εφαρμοστεί στην περίπτωση των εγκληματιών του λευκού περιλαίμιου, γιατί, με λίγες εξαιρέσεις, είναι αρκετά εύποροι. Τρίτον οι συνήθεις θεωρίες δεν ερμηνεύουν επαρκώς ακόμα και την υπάρχουσα εγκληματικότητα των κατώτερων τάξεων.
Κατά τον Σάδερλαντ, στον οποίο αποδίδεται και η πατρότητα του όρου, «έγκλημα του λευκού περιλαίμιου» είναι κάθε έγκλημα που διαπράττεται από φαινομενικά ευυπόληπτα άτομα ανώτερης κοινωνικής τάξης κατά τη διάρκεια τέλεσης των καθηκόντων τους. Με αυτό τον τρόπο δίνεται ένας ταξικός ορισμός των εγκλημάτων λευκού περιλαίμιου προσανατολίζοντας το ενδιαφέρον περισσότερο στην προσωπικότητα και τις καταβολές του δράστη παρά στο έγκλημα που έχει διαπράξει.
Τέλος μία από τις κύριες θέσεις του βιβλίου, εκτός από το ότι τα άτομα ανώτερης κοινωνικοοικονομικής τάξης διαπράττουν περισσότερα εγκλήματα και με τρόπο που ακολουθεί τύπους άσκησης διευθυντικών καθηκόντων, είναι ότι σε συνήθεις ποινικές υποθέσεις, η οικονομική κατάσταση των κατηγορουμένων δεν τους εξασφαλίζει την καλύτερη υπεράσπιση, σε αντίθεση με τις μεγάλες εταιρίες που διαθέτουν οικονομική άνεση και δύναμη.
Ο ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΣ
ΚΛΕΦΤΗΣ
Το 1932 ο Σάδερλαντ είχε την τύχη να γνωριστεί με τον Μπρόντγουεϊ Τζόουνς, έναν επίδοξο απατεώνα του Σικάγο, ο οποίος του αφηγήθηκε πολλά από τα κατορθώματά του. Τα κατορθώματα αυτά τα συγκέντρωσαν και τα εξέδωσαν σε ένα βιβλίο που είχε τίτλο «Ο Επαγγελματίας Κλέφτης» (The Professional Thief, 1937), στο οποίο ο Τζόουνς εμφανίζονταν με το ψευδώνυμο Τσίκ Κόνγουελ. Οι συζητήσεις με τον Τζόουνς έπεισαν τον Σάδερλαντ ότι οι κατ’ επάγγελμα εγκληματίες μαθαίνουν τις τεχνικές και τις συμπεριφορές που συσχετίζονται με τη δουλειά τους μέσω στενών σχέσεων και επαφών με άλλους κατ’επάγγελμα εγκληματίες.
Στο βιβλίο δίνεται έμφαση στη θεωρία της συναναστροφής με διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και υποστηρίζεται ότι ο τελικός χαρακτηρισμός ενός ατόμου ως επαγγελματία κλέφτη εξαρτάται από αυτήν: Το άτομο που γίνεται δεκτό στον υπόκοσμο και αναγνωρίζεται ως επαγγελματίας κλέφτης, είναι επαγγελματίας κλέφτης. Επίσης παρουσιάζονται τα γενικά χαρακτηριστικά του επαγγελματία κλέφτη και ο ιδιαίτερος τρόπος ζωής υπό το πρίσμα της θεωρίας της συναναστροφής, η οποία στηρίζεται σε δύο κύριες διαπιστώσεις: α) η παραβατικότητα υφίσταται όταν οι άνθρωποι προσδιορίζουν μια ορισμένη ανθρώπινη συμπεριφορά ως ικανή να παραβιάσει κοινωνικές δομές ή ποινικούς νόμους και β) κάθε άτομο προσδιορίζει ως παραβατική μια συμπεριφορά, στηριζόμενο σε προσωπικές εμπειρίες από παλαιότερες συναναστροφές του με άλλους ανθρώπους. Με την έννοια αυτή οι άνθρωποι κρίνουν υποκειμενικά τον τρόπο ζωής τους και την συμπεριφορά τους.
Φυσικά ο Σάδερλαντ δεν εννοούσε ότι η παραμικρή συναναστροφή με εγκληματίες θα οδηγούσε σε εγκληματική συμπεριφορά - γεγονός που συχνά παρερμηνευόταν από τους επικριτές του- αλλά αντιμετώπισε το έγκλημα ως απόρροια συγκρουόμενων αξιών. Τα άτομα στα οποία υπερτερούν οι εγκληματικές αρχές και αξίες είναι περισσότερο δεκτικά σε νέες εγκληματικές αρχές από ότι σε νέες αντεγκληματικές αρχές. O επαγγελματίας κλέφτης, έτσι όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο, είναι το άτομο που κλέβει κατ’ επάγγελμα και οργανώνει με προσοχή κάθε του κίνηση. Διαθέτει τεχνικές ικανότητες και μεθόδους που διαφέρουν από τις αντίστοιχες των άλλων κατ’ επάγγελμα εγκληματιών. Η υπηκοότητά του είναι αμερικανική και ενδέχεται η δράση του να εκτείνεται σε όλες τις πολιτείες των Η.Π.Α.
Η συμπεριφορά του ενός κλέφτη απέναντι στον άλλο είναι φιλική. Όχι μόνο ο ένας συμβουλεύει τον άλλο, αλλά παραλείπει να κάνει και πράξεις που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τους υπόλοιπους. Σε περίπτωση που ένας κλέφτης πάει να δράσει σε μέρος όπου ήδη βρίσκεται και έχει ξεκινήσει κάποιος άλλος, θα αποχωρήσει αμέσως τόσο για λόγους αλληλεγγύης όσο και για λόγους ασφαλείας. Οι κλέφτες βοηθούν τους «συναδέλφους» που βρίσκονται σε κίνδυνο και είναι ενωμένοι απέναντι στους αστυνόμους. Οι κώδικες δεοντολογίας έχουν μεγαλύτερη δεσμευτικότητα ανάμεσά τους απ’ ότι ανάμεσα στους υπαλλήλους νόμιμων επιχειρήσεων. Σπάνια προδίδει ο ένας τον άλλο και ο μόνος ίσως λόγος που ένας φυλακισμένος κλέφτης θα μιλήσει και θα προδώσει κάποιον άλλο, είναι για να αποφύγει την τιμωρία, πληρώνοντας όμως μετά το τίμημα του αποκλεισμού από τους ομοίους του.
Ο κλέφτης ζει σε έναν υπόκοσμο με δομές και σχέσεις όμοιες με αυτές του κανονικού κόσμου. Ο υπόκοσμος είναι μία ιδιαίτερη κοινότητα που η είσοδος ενός ξένου σε αυτή προϋποθέτει έλεγχο. Η γλώσσα του υποκόσμου (αργκό) αποτελεί ένδειξη της αποκομμένης από την κοινωνία ύπαρξής του, αλλά και αναπόσπαστο στοιχείο της ταυτότητας του κάθε κλέφτη. Όσο περισσότερο ένας κλέφτης γνωρίζει την αργκό του υποκόσμου τόσο περισσότερο αξιόπιστος είναι. Για να μπορέσει ένα άτομο να γίνει επαγγελματίας κλέφτης θα πρέπει να λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση από αυτούς που είναι ήδη επαγγελματίες.
Ο «Επαγγελματίας Κλέφτης» εκτός του ότι κατάφερε να απεικονίσει με αρκετή ακρίβεια τον τρόπο ζωής, τη γλώσσα και τη συμπεριφορά του εγκληματία στις αρχές του 20ου αιώνα αποτέλεσε και πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης: οι παραγωγοί του Χόλυγουντ στηρίχθηκαν στο συγκεκριμένο βιβλίο γράφοντας το σενάριο της γνωστής ταινίας «Το Κεντρί» (Τhe Sting, 1973).
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αρκετές παράμετροι της θεωρίας της συναναστροφής αποτέλεσαν αντικείμενο κριτικής. Συνοπτικά τα σημεία κριτικής της θεωρίας ήταν τα εξής:
- αγνοεί την έννοια της ελεύθερης βούλησης
- αγνοεί το ρόλο του θύματος
- δεν εξηγεί τις απαρχές του εγκλήματος
- δεν προσδιορίζει με ακρίβεια τους όρους όπως «συστηματική» και «έκθεση»
- δεν λαμβάνει υπόψη βιολογικούς παράγοντες
- θεωρεί δεδομένο ότι όλα τα άτομα έχουν την ίδια πρόσβαση σε εγκληματικά και αντεγκληματικά μοντέλα συμπεριφοράς
- δεν στηρίζεται σε γενικότερη κοινωνιολογική θεωρία και έρευνα
- δεν είναι ιδιαίτερα περιεκτική γιατί δεν στηρίζεται σε πάνω από έναν επιστημονικούς κλάδους
Υποστηρίζεται επίσης ότι η θεωρία της συναναστροφής μένει μόνο στην άποψη ότι η κοινωνικοποίηση επιτυγχάνεται πάντα και ότι η πολιτισμική ποικιλία είναι απεριόριστη, Από αυτή την σκοπιά, η θεωρία ασχολείται μόνο με τις διαφορές ανάμεσα στις ομάδες και δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί άτομα της ίδιας ομάδας ενδέχεται να παρουσιάσουν διαφορές ως προς την παραβατική συμπεριφορά. Με αυτόν τον τρόπο δεν εστιάζει καθόλου στο ατομικό επίπεδο και αποδίδει το έγκλημα αποκλειστικά σε πολιτισμικούς παράγοντες.
Ως προς τη θεωρία του εγκλήματος του λευκού περιλαίμιου, οι επικριτές του Σάδερλαντ υποστηρίζουν ότι προχώρησε σε έναν ταξικής φύσεως προσδιορισμό του συγκεκριμένου είδους εγκλημάτων στρέφοντας το ενδιαφέρον του στο πρόσωπο του δράστη και όχι στην πράξη του. Κατά τον Σάδερλαντ: «Έγκλημα του λευκού περιλαίμιου είναι το έγκλημα που διαπράττεται από ευυπόληπτα άτομα ανώτερης κοινωνικοοικονομικής τάξης κατά την ενάσκηση του επαγγέλματός τους». Με αυτόν τον ριζικό επαναπροσδιορισμό επιχείρησε να αποστραγγίσει την έννοια του εγκλήματος από το αρχικό της περιεχόμενο, κάνοντας διακρίσεις με βάση την κοινωνική θέση και όχι την εγκληματική πράξη. Με άλλα λόγια, ξεκινώντας από την αντίληψη ότι ο νόμος είναι περισσότερο αυστηρός απέναντι στα άτομα χαμηλών κοινωνικών τάξεων και αντίθετα ευνοεί τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, προχώρησε στον αυθαίρετο στιγματισμό μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης, αντί να προσπαθήσει να εξαλείψει το στίγμα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων.
Στα πλαίσια της καταμέτρησης των προβλημάτων, ο Σάδερλαντ υποστήριζε ότι το είδος της εγκληματικής συμπεριφοράς θα μπορούσε να προσδιοριστεί από τον υπολογισμό της διαφοράς μεταξύ ευμενών και δυσμενών συναναστροφών. Παρόλα αυτά ο ίδιος ο Σάδερλαντ αναγνώριζε ότι η δημιουργία ενός τέτοιου συστήματος θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Ακόμα και αν είναι εμφανές ότι το είδος των συναναστροφών επηρεάζεται από παράγοντες, είναι δύσκολο να γίνει μία αξιόπιστη καταμέτρησή των τελευταίων με οποιαδήποτε τρόπο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι θεωρίες του Σάδερλαντ υπήρξαν αντικείμενο σφοδρής κριτικής. Παρόλα αυτά, κυριάρχησαν στο εγκληματολογικό στερέωμα μέχρι το θάνατό του και εξακολούθησαν να επηρεάζουν την εγκληματολογική σκέψη των επόμενων γενεών.
Αρκετές ερμηνείες της εγκληματικής συμπεριφοράς που επηρέασαν με τη σειρά τους την εγκληματολογική σκέψη, στηρίχθηκαν στις σκέψεις του Σάδερλαντ, ιδίως μέσω της μίξης της θεωρίας της συναναστροφής με συναφείς θεωρίες. Επίσης, πολυάριθμες εμπειρικές μελέτες υποστήριξαν τις βασικές παραμέτρους της θεωρίας, η οποία διακρίνεται για την απλότητα και συνάφειά της.
Αντικειμενικά, καμία θεωρία δεν μπορεί να περιγράψει απόλυτα κάθε παράμετρο του εγκλήματος και της παραβατικής συμπεριφοράς. Είναι απαραίτητος ο συνδυασμός περισσότερων θεωριών για την καλύτερη ερμηνεία και κατανόηση Παρόλα αυτά, και παρά τις κάποιες αδυναμίες της, η θεωρία του Σάδερλαντ αποδεικνύεται αρκετά αυτάρκης. Αρκετοί επιστήμονες έχουν προχωρήσει στην εμπειρική δοκιμή της χρησιμότητας και εγκυρότητας της θεωρίας. Παρά τις διάφορες προσπάθειες, η θεωρία του Σάδερλαντ εξακολουθεί να τροποποιείται και να εξελίσσεται προκειμένου να ερμηνεύσει μορφές παραβατικότητας.
Επιπλέον, η θεωρία των εγκλημάτων του λευκού περιλαίμιου και η πρωτοποριακή για την εποχή της σχετική έρευνα, υπήρξαν σταθμοί για την εγκληματολογία και ενέπνευσαν σημαντικούς εγκληματολόγους να μελετήσουν διάφορες υποθέσεις (παλαιότερες ή σύγχρονές τους) παραβατικής συμπεριφοράς, υπό το πρίσμα της.
Η κληρονομιά όμως που άφησε πίσω του ο Σάδερλαντ εκτείνεται και πέρα από τη διδασκαλία του. Εκτός από την 15ετή του προεδρία στο τμήμα Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα στο Μπλούμινγκτον, εκλέχθηκε πρόεδρος σε αρκετές εθνικές κοινωνιολογικές κοινότητες. Αρκετοί από τους μαθητές του έγιναν σημαντικοί εγκληματολόγοι, συμπεριλαμβανομένων και των: Άλμπερτ Κ. Κοέν (Albert K. Cohen), Μαίρη Όουεν Κάμερον (Mary Owen Cameron), Καρλ Σέσλερ (Karl Schuessler), που συνέβαλαν και αυτοι με τη σειρά τους στην εξέλιξη της εγκληματολογίας. Ο Σάδερλαντ υπηρέτησε με σεβασμό την επιστήμη του μέχρι το τέλος της ζωής του, εξελίσσοντας και αναπροσαρμόζοντας τις καινοτόμες θεωρίες του. Άτυπα μάλιστα μέσα στους επιστημονικούς κύκλους τού είχε προσδοθεί το προσωνύμιο «Ο Τζέιμς Ντιν της Αμερικάνικης Εγκληματολογίας».
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΕΝΤΟΥΙΝ ΣΑΔΕΡΛΑΝΤ
Sutherland, Edwin H.
(1914). What rural health surveys have revealed. State board of charities and correction,IX(June 1916), 31-37
(1922). The isolated family. Institution quarterly, 13(September-December): 189-192.
(1924). Public opinion as a cause of crime. Journal of applied sociology, 9(September-October): 50-56.
(1924). Criminology. Philadelphia: J.B. Lippincott.
(1926). The biological and sociological processes. Papers and proceedings of the twentieth annual meeting of the American sociological society. 20: 58-65.
(1927). Review of delinquents and criminals: their making and unmaking. Harvard law review, 40(March): 798-800.
(1927). Social aspects of crime. Proceedings of the conference of the national crime commission. Washington, D.C.: 156-157.
(1927). Is there undue crime among immigrants?. National conference of social work: 572-579.
(1928). Is experimentation in case work processes desirable?. Social forces, 6(June): 567-569.
(1929). The person versus the act in criminology. Cornell law quarterly, 14(February): 159-167.
(1929). Edward Carey Hayes: 1868-1928. American journal of sociology, 35(July): 93-99.
(1930). Observations of european prisons. Unpublished manuscript, Indiana university.
(1931). Mental deficiency and crime. Pp.357-375, In social attitudes. Kimball Young(ed.). New York: Henry Holt and company.
(1932). Social process in behavior problems. Publications of the American sociological society. 26: 55-61.
(1934). Principles of criminology. 2nd ed. Philadelphia: J.B. Lippincott.
(1934). The decreasing prison population of England. Journal of criminal law and criminology. 24:880-900.
(1937). The professional thief. Chicago: University of Chicago press.
(1939). Principles of criminology. 3rd ed. Philadelphia: J.B. Lippincott.
(1945). Is White-Collar Crime crime?. American sociological review, 10(April):132-139.
(1947). Principles of criminology. 4th ed. Philadelphia: J.B. Lippincott.
(1949). White Collar Crime. New York: Dryden press.
(1950). The sexual psychopath laws. Journal of criminal law and criminology, 40(January-February):543-554.
Sutherland, Edwin H.. and Sellin, Thorsten(eds.)
(1931). Prisons of tomorrow. The annals of the American academy of political and sociological science, 157(September).
(1932). Sutherland, Edwin H.;Shaw, Clifford R.;Gehlke, Charles Elmer;Glueck, Sheldon; and Stearns, Warren A.
Housing and delinquency. Pp.13-49, in Housing and the community: Home repair and remodeling. J.M. Gries and james Ford(eds.). Washington, DC.: U.S. government printing office.
(1934). Sutherland, Edwin H.. and Van Vechten, C.C..Jr.
The reliability of criminal statistics. Journal of criminal law and criminology, 25(May-June): 10-20.
(1936). Sutherland, Edwin and Locke, Harvey J.
Twenty thousand homeless men: A study of unemployed men in the Chicago shelters. Philadelphia: j.B. Lippincott.
Σχετικά sites: