ΜΙΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ
ΤΩΝ ΣΥΜΜΟΡΙΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ
της Εριφύλης Μπακιρλή,
Απόφοιτης Κοινωνιολογίας Παντείου Πανεπιστημίου
Απόφοιτης Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου
Η μελέτη του συσχετισμού του περιβάλλοντος της πόλης με την εγκληματική συμπεριφορά, ξεκινά από το 19ο αιώνα (Burke R.H., 2002:192). Από τότε που ξεκίνησαν οι πρώτες χαρτογραφικές μελέτες της εγκληματικότητας, έως και σήμερα που πραγματοποιούνται οι σύγχρονες έρευνες ενδοαστεακής κατανομής του εγκλήματος, αναζητείται η σχέση μεταξύ περιβάλλοντος και εγκληματικής συμπεριφοράς (Ζαραφωνίτου Χ., 1996:13).
Ξεκινώντας με μια σύντομη αναφορά στο θεωρητικό υπόβαθρο της οικολογικής προσέγγισης της εγκληματικότητας, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στους Quetelet και Querry, ως τους πρώτους μελετητές της ενδοαστεακής κατανομής του εγκλήματος. Και οι δύο μαζί, ιδρυτές της περίφημης Γαλλοβελγικής Χαρτογραφικής Σχολής (Lanier M.M., 1998:183), θέτουν τις βάσεις μέσα στα πλαίσια του Θετικιστικού προτύπου, για τη μεταστροφή από τις βιολογικές και ψυχιατρικές προσεγγίσεις του εγκλήματος, σε έναν καθαρά κοινωνιολογικό προσανατολισμό.
Στη συνέχεια ακολουθούν οι θεωρητικές απόψεις και το μοντέλο των πέντε ομόκεντρων ζωνών των Park, Burgess και McKenzie, σύμφωνα με το οποίο, οι συνοικίες με τα υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας συγκεντρώνονται στο εμπορικό κέντρο της πόλης, παρά τη μεγάλη κινητικότητα του πληθυσμού.
Με το μοντέλο αυτό συμφωνεί και η πρωτοποριακή έρευνα των Shaw και McKay, ενώ οι ίδιοι θεμελιώνουν το συσχετισμό της εγκληματικότητας με τη γεωγραφική κατανομή της, μέσα από την έννοια της κοινωνικής αποδιοργάνωσης (Ο όρος κοινωνική αποδιοργάνωση χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τους Thomas W.I. και Znaniecki F. το 1920, βλ. Adler F., Mueller G., και Laufer W., 1995:119, και Lanier M.M., 1998:188-189).
Ως κοινωνική αποδιοργάνωση ορίζεται από τους ερευνητές η αδυναμία της κοινότητας να μεταδώσει τις κοινές αξίες στους κατοίκους της και να διατηρήσει ενεργούς κοινωνικούς ελέγχους (Sampson R.J. και Groves W.B., 1989:777 και Bursik R.J., 1988:521), ενώ ως κοινωνικός έλεγχος νοείται η ικανότητα της κοινωνίας να αυτορυθμίζεται επί τη βάσει αρχών και αξιών που η ίδια έχει θέσει (Λαμπροπούλου Έ., 1994:19).
Οι παράγοντες που εντείνουν δε την κοινωνική αποδιοργάνωση είναι: η οικονομική κατάσταση, η εθνική ετερογένεια και η πληθυσμιακή κινητικότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κοινωνικά αποδιοργανωμένες περιοχές καθίσταται ανίκανες να ασκήσουν κάποιον εγκληματοπροληπτικό έλεγχο στους ανηλίκους (Kubrin C.E. και Weitzer R., 2003:376), με αποτέλεσμα αυτοί να υιοθετούν παραβατικές συμπεριφορές στο πλαίσιο των συμμοριών.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε και το μεγάλο θέμα της σύνδεσης της ζωής στην πόλη με την εγκληματικότητα, κάτι που έκανε αρκετούς ερευνητές να ασχοληθούν με αυτό. Οι περισσότερες θεωρίες της αστικής κοινωνιολογίας, μερικές από τις πιο γνωστές η κλασσική κατεύθυνση, η συστημική προσέγγιση και η υποπολιτισμική θεωρία, διαπιστώνουν μία αιτιώδη σχέση ανάμεσα στην αστυφιλία, δηλ. τη συγκέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις (urbanism) και την αστική συμπεριφορά, δηλ. τη συμπεριφορά των κατοίκων των πόλεων (urbanity). Κι ενώ ο πρώτος όρος αναφέρεται στα δομικά χαρακτηριστικά των πόλεων όπως: το μεγάλο γεωγραφικό μέγεθος, η ετερογένεια του πληθυσμού και η πληθυσμιακή πυκνότητα, ο δεύτερος αντικατοπτρίζει τα ψυχολογικά και συμπεριφορικά γνωρίσματα των ατόμων της πόλης (Tittle C.R. και Grasmick H.G., 2001:313).
Ποια είναι όμως τα κύρια χαρακτηριστικά των σύγχρονων μεγαλουπόλεων και πώς αυτά επιδρούν στον πληθυσμό, με ιδιαίτερη έμφαση στους ανηλίκους, ως προς την εμφάνιση συμπεριφορών που ευνοούν την έξαρση της βίας και της παραβατικότητας;
Προηγουμένως, είδαμε τη Σχολή του Σικάγο να μελετάει τον άνθρωπο σε σχέση με το περιβάλλον του, χρησιμοποιώντας μάλιστα και αναλογίες ανάμεσα στην οργάνωση της ανθρώπινης κοινωνίας μέσα στο χώρο και την οικολογία των φυτών και των ζώων (Heathcote F., 1995:353). Όπως τα φυτά και τα ζώα δεν μπορούν να επιβιώσουν σωστά, αν δεν διαθέτουν τον απαιτούμενο ζωτικό χώρο, έτσι και οι άνθρωποι δεν μπορούν να συμβιώσουν αρμονικά μέσα στο περιβάλλον τους, όταν οι κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκουν, βρίσκονται εγκατεστημένες σε περιβαλλοντικά υποβαθμισμένες περιοχές.
Οι εμπειρικές προσεγγίσεις συμφωνούν ότι στις σύγχρονες πόλεις τα κοινωνικά προβλήματα και η βία αυξάνουν έντονα, μέσα από την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής (Ζαραφωνίτου Χ., 1995:152). Και όταν μιλάμε για ποιότητα ζωής, αυτή μεταφράζεται με όρους του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος όπως: η ανισοκατανομή χρήσης γης, η μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα και πυκνοκατοίκηση, ο αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός σχεδιασμός των σύγχρονων οικιστικών συγκροτημάτων, και τέλος, η εθνική και πολιτισμική ετερογένεια. Ένας συνδυασμός από τις παραπάνω παραμέτρους του αστικού χώρου, συνθέτει ένα περιβάλλον, το οποίο μπορεί να επιδράσει αρνητικά, υποθάλποντας τη βία, την επιθετικότητα, και την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά των νέων, ιδιαίτερα την ομαδική.
Η συλλογική και ομαδική φύση των νεανικών παραβατικών συμπεριφορών και των παρεκκλινόντων στυλ, εκφράζεται, πρώτα απ’ όλα, στον υποπολιτισμικό τους χαρακτήρα. Για να προσδιορίσουμε όμως την έννοια της υποκουλτούρας, χρειάζεται να εξετάσουμε, έστω και πολύ συνοπτικά την έννοια της κουλτούρας, καθώς επίσης και τη μεταξύ τους σχέση.
Ο όρος κουλτούρα αποτελεί τις χαρακτηριστικές εκείνες κανονικότητες, που συνάγονται από την εμπειρική παρατήρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε μια δεδομένη κοινωνία. Από συμπεριφορική άποψη, η κουλτούρα, σύμφωνα με τον Firth, είναι το σύνολο της εκμαθημένης συμπεριφοράς που έχει αποκτηθεί κοινωνικά (Αστρινάκης Α., 1991:6, Downes D., 1966:3 και Brake M., 1985:2). Οι περισσότερες κουλτούρες χαρακτηρίζονται από εμφανείς αντιθέσεις και αντιφάσεις. Η έννοια της υποκουλτούρας ενσαρκώνει μια τέτοια αντίθεση (Αστρινάκης Α., 1991:6-7). Γενικά, οι περισσότεροι μελετητές, συμφωνούν στη διαπίστωση ότι ο υποπολιτισμός διαμορφώνεται για να επιλύσει προβλήματα, στα οποία η επίσημη ή η κυρίαρχη κουλτούρα δεν δίνει διέξοδο.
Παρά τη δυσκολία αναζήτησης ενός εννοιολογικού ορισμού για τη συμμορία, είναι διακριτά τα στοιχεία που διαφοροποιούν αυτήν από την απλή συνένωση ή ομάδα για τη διάπραξη παράνομων πράξεων (συνήθης νομικός ορισμός) και την παραβατικότητα της συμμορίας (gang delinquency), από την ομαδική εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς (group delinquency) (Κουράκης Ν., Ζαγούρα Π. και Γαλανού Μ., 2003:2218). Ο όρος «συμμορία» αναφέρεται συνεπώς, στην ομάδα νεαρών ατόμων εν προκειμένω (εφόσον μιλάμε για συμμορίες ανηλίκων), οι δραστηριότητες των οποίων περιλαμβάνουν εγκληματικές πράξεις, αλλά δεν περιορίζονται μόνο σε αυτές (Μανουδάκη Θ., 1998:1144).
Στο σημείο αυτό θεωρείται σκόπιμο να σημειωθεί ότι ομάδες ανηλίκων που συμμετέχουν σε μια υποκουλτούρα, αλλά δεν διαπράττουν εγκληματικές ή παραβατικές πράξεις, δεν θεωρούνται ως συμμορία. Δηλ., η συμμορία νοείται μόνο ως μια μορφή παραβατικής υποκουλτούρας. Η διάπραξη επίσης, παραβατικών πράξεων από μόνη της δεν είναι αρκετή για το χαρακτηρισμό της ομάδας ως συμμορίας. Απαιτείται και η ύπαρξη κάποιων άλλων χαρακτηριστικών όπως οι στενοί δεσμοί μεταξύ των μελών της ομάδας, τα αισθήματα αλληλοϋποστήριξης και αλληλεγγύης, η συντονισμένη δράση, καθώς και η ύπαρξη κάποιας μορφής ιεραρχίας, έστω και χαλαρής (Μανουδάκη Θ., 1998:1144). Η οργανωμένη δομή και η ιεραρχία, είναι τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά των συμμοριών σε αντίθεση με τις υπόλοιπες παραβατικές ομάδες ανηλίκων, οι οποίες όμως δεν συνιστούν συμμορίες (για τη διαφορά μεταξύ τους, βλ. Curry G.D. και Spergel I.A., 1992:274 και των ιδίων, 1988:382).
Έτσι, οι συμμορίες ανηλίκων:
- Περιλαμβάνουν κυρίως νεαρά αγόρια ηλικίας δέκα έως είκοσι ετών (Klein M.W., 1998:113). Τελευταία παρατηρούνται και συμμορίες μεταξύ κοριτσιών, αλλά αποτελούν ακόμη σπάνιο φαινόμενο. Οι έρευνες στο χώρο των συμμοριών κοριτσιών απέδειξαν πως αυτές υπάρχουν σε δύο μορφές: είτε βοηθητικές στις συμμορίες των αγοριών, είτε ενσωματώνονται σε αυτές των αγοριών. Αυτόνομες γυναικείες συμμορίες, παρατηρούνται εξαιρετικά σπάνια (Klein M.W., 1998:115, ενώ για μια συνοπτική παρουσίαση της κατάστασης που επικρατεί όσον αφορά τις συμμορίες των νεαρών κοριτσιών στην Αμερική, βλ. Miller J., 2001).
- Δρουν κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, στο εσωτερικό των μεγάλων πόλεων. Οι περισσότερες έρευνες διαπίστωσαν ότι οι συμμορίες ανηλίκων εμφανίζονται κυρίως στις μεγάλες πόλεις άνω των 200.000 κατοίκων (στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν μεταξύ άλλων οι έρευνες των Miller (1982) και Curry, Fox, Ball and Stone (1993). Και για τις δύο έρευνες, βλ. Howell J.C., 1994:498, 504, καθώς επίσης Howell J.C., 1995:262-266).
- Οι συμμορίες συμμετέχουν σε ένα πλήθος αδικημάτων και όχι σε ένα συγκεκριμένο είδος εγκληματικής δραστηριότητας (εξαιρούνται οι συμμορίες που εξειδικεύονται σε ένα είδος εγκληματικότητας). Επίσης, η βία που ασκούν, σπάνια καταλήγει να είναι θανατηφόρα, αν και παρατηρείται πως έχει αυξηθεί το ποσοστό των θανάτων από τις βίαιες συμπλοκές μεταξύ των συμμοριών, ως αποτέλεσμα της αυξημένης κατοχής όπλων, κατά τις τελευταίες δεκαετίες (Zimring F.E., 1998:89 και Howell J.C., 1994:499-500).
- Διακρίνονται ως προς τη δομή και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους σε επιμέρους κατηγορίες. Σύμφωνα με την έρευνα που διεξήγαγαν οι Klein και Maxson (Klein και Maxson, 1996) έχουμε τις εξής τρεις: τις παραδοσιακές (traditional), τις μικτές (compressed) και τις εξειδικευμένες (specialty) συμμορίες. Καθεμιά από αυτές έχει τη δική της έκταση, διάρκεια, σύνθεση και είδος εγκληματικών δραστηριοτήτων.
- Τέλος, οι συμμορίες διευκολύνουν κατά κοινή ομολογία την παραβατική συμπεριφορά και αυτό μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους (Χάϊδου Α., 1996:162, Loeber R. και Farrington D.P., 1998:164-165 και Howell J.C., 1994:502).Το άτομο με την είσοδό του στην ομάδα, μαθαίνει τις αξίες και ενστερνίζεται τα πρότυπα που το οδηγούν στην εκδήλωση συμπεριφορών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ευρύτερη κοινωνία ως παραβατικές. Από την άλλη, το άτομο που για οποιοδήποτε λόγο έχει υιοθετήσει παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, οδηγείται σε κάποια υποπολιτισμική ομάδα, η οποία θα του παρέχει τη στήριξη για τη συνέχιση αυτής της συμπεριφοράς. Εξάλλου, όπως έχει αποδειχθεί από την εγκληματολογική έρευνα, η νεανική παραβατικότητα θεωρείται ότι ξεκινά ως ομαδική διαδικασία (Erickson M.L. και Jensen G.F., 1977, Zimring F.E., 1998:29 και Katz J., 2000:183) και ότι η νεανική παραβατική συμμορία ανοίγει το δρόμο για την εγκληματικότητα, ιδίως τη σοβαρή και βίαιη (συγκεκριμένα οι Thornberry T.P., κ.ά. (1993), έχουν αναπτύξει τρεις εξηγηματικές υποθέσεις -selection model, facilitation model, enhancement model-, μελετώντας την εγκληματική καριέρα των μελών των συμμοριών πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη συμμετοχή τους στη συμμορία, βλ. Thornberry T.P., κ.ά., 1993:55-87 καθώς επίσης, Battin S.R., κ.ά., 1998:93-111 και Esbensen F. και Huizinga D., 1993:565-589)...