του Διονύση Χιόνη,
εγκληματολόγου - υπ. διδ. Νομικής
Ο Θίοντορ Ρόμπερτ Μπάντυ γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1946 στη Φιλαδέλφεια, εξώγαμο παιδί της 23χρονης Λουίζ Κάουελ, καρπός του δεσμού της με έναν στρατιωτικό, ο οποίος και την εγκατέλειψε σύντομα. Αρχικά μεγάλωσε θεωρώντας πως η μητέρα του είναι αδελφή του κι οι γονείς του ο παππούς και η γιαγιά του. Το οικογενειακό του περιβάλλον, πέρα από ψεύτικο ήταν και προβληματικό, αφού η γιαγιά του αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα κι ο παππούς του ήταν εξαιρετικά βίαιος. Σε ηλικία 4 ετών μετακόμισε με την πραγματική του μητέρα στη Washington, όπου και ένα χρόνο αργότερα εκείνη παντρεύτηκε τον Τζόν Μπάντι, μάγειρα νοσοκομείου, κι έκανε μαζί του 4 παιδιά. Ο Τεντ δεν ένιωθε καλά στη νέα του οικογένεια, συνεχίζοντας να πιστεύει ότι η μητέρα του ήταν αδελφή του και μεγαλώνοντας συνήθιζε να περνάει πολύ χρόνο στο σπίτι της μοναδικής μαύρης οικογένειας της γειτονιάς, που του έδειχνε μεγάλη θαλπωρή. Δεν συμπαθούσε καθόλου τον Τζον Μπάντι κι ερχόταν συνέχεια σε αντιδικία μαζί του, χωρίς να αναπτύσσει οποιοδήποτε δεσμό με τα παιδιά του. Κατά την εφηβεία του άρχισε να δείχνει πολύ έντονη αρνητική συμπεριφορά προς τον (εν αγνοία του) πατριό του και να συσσωρεύει οργή. Στην ηλικία των 15 ετών είχε γίνει ειδικός στις κλοπές σε καταστήματα, ενώ είχε θεωρηθεί ύποπτος για δύο ληστείες, καταφέρνοντας ωστόσο να παραπλανήσει τις αρχές με το προφίλ του καλού μαθητή και του ήσυχου παιδιού που διατηρούσε και πρόβαλε προς τα έξω. Τελείωσε το γυμνάσιο με αρκετά καλούς βαθμούς, κερδίζοντας μάλιστα υποτροφία και γράφτηκε σε κολέγιο, όπου επίσης είχε καλούς βαθμούς, αλλά δεν είχε αποκτήσει ποτέ κανένα φίλο.
Την επόμενη χρονιά άλλαξε κολέγιο, επειδή ήθελε να ασχοληθεί με τις ασιατικές σπουδές και μεγαλώνοντας άρχισε να αποκτά το προφίλ ενός σοβαρού, λογικού και κομψότατου νεαρού, με ιδιαίτερη αδυναμία στο ωραίο φύλο. Σύντομα, άλλαξε και πάλι γνώμη για τις σπουδές που ήθελε να ακολουθήσει και προσπάθησε να γραφτεί σε σχολή αρχιτεκτονικής κι έπειτα πολεοδομίας, χωρίς να τα καταφέρει λόγω πληρότητας θέσεων.
Έτσι, εγκατέλειψε τις σπουδές του κι άρχισε τα ταξίδια σε όλη την Αμερική μέχρι το 1968, όπου επέστρεψε στο Σηάτλ και άρχισε τις πρώτες του παράνομες δραστηριότητες κάνοντας μικροδιαρρήξεις και κλοπές.
Το καλοκαίρι του επόμενου έτους γνώρισε την Στέφανι Μπρουκς, μια όμορφη συμφοιτήτριά του με ίσια μακριά μαλλιά χωρισμένα στη μέση, με την οποία σύναψε ερωτική σχέση. Η σχέση τελείωσε άδοξα με πρωτοβουλία της Στέφανι και παρά τη θέληση του ίδιου, κάτι που τον πλήγωσε βαθιά. Για να ξεπεράσει το χωρισμό αποφάσισε να ταξιδέψει στην πατρίδα του και αναζητήσει απάντηση στα ερωτήματα που τον απασχολούσαν πάντοτε σχετικά με την οικογενειακή του ζωή, λόγω των υποψιών που του είχαν δημιουργηθεί από διάφορα συμβάντα και σκόρπιες κουβέντες που έφταναν στα αυτιά του. Στα αρχεία του ληξιαρχείου της γενέτειράς του ανακάλυψε αυτό που του έκρυβαν για χρόνια: ήταν νόθο παιδί της μέχρι πρότινος θεωρούμενης αδερφής του! Αυτό το σημείο θεωρήθηκε κομβικό από τους ειδικούς ψυχολόγους που τον εξέτασαν αργότερα, ως σημείο που έλαβε την απόφαση να εκδικηθεί τις γυναίκες για τα δεινά που προκάλεσαν στη ζωή του.
Αργότερα, συνδέθηκε ερωτικά με την Ελίζαμπεθ Κέντελ, ενώ έπιασε δουλειά σε πολιτικό γραφείο με μεγάλη επαγγελματική επιτυχία. Το 1970 επανήλθε στις σπουδές του και ξεκίνησε μαθήματα ψυχολογίας στην Ουάσινγκτον, δουλεύοντας συγχρόνως σε ραδιοφωνική εκπομπή που προσέφερε ψυχολογική υποστήριξη σε ακροατές. Συγχρόνως, ήταν εμφανής κι η αλλαγή του χαρακτήρα του από ντροπαλός κι εσωστρεφής είχε γίνει πολύ κοινωνικός, εξαιρετικά ομιλητικός και με προσεγμένο στυλ! Είχε εξελιχθεί σε έναν νέο Τεντ! Μετά την αλλαγή αυτή, πλησίασε και πάλι την πρώτη του αγάπη, τη Στέφανι και κατάφερε να την κάνει να τον ερωτευτεί ξανά. Όταν δέχθηκε την πρόταση γάμου που της έκανε, εκείνος την παράτησε. Ήταν όλα σχεδιασμένα στο όνομα της εκδίκησης που είχε αποφασίσει να πάρει. Κι ήταν μόνο η αρχή...
Παρά το ότι τα πήγαινε καλά με την ψυχολογία, το 1973 γράφτηκε στη νομική σχολή της Γιούτα και παράλληλα εργαζόταν σε ένα γνωστό δικηγορικό γραφείο. Αξίζει να σημειωθεί ότι για αρκετό καιρό έγραφε μια πανεπιστημιακή εργασία για τους βιαστές, τα θύματά τους και τον τρόπο που η αστυνομία προσπαθεί να τους εντοπίσει και να τους συλλάβει.
Τη νύχτα της 15ης Αυγούστου 1975 αστυνομικοί σταμάτησαν τυχαία το αυτοκίνητό του για έλεγχο και στο πορτ μπαγκαζ βρέθηκαν ένα ζευγάρι χειροπέδες, ένας παγοκόφτης, ένας λοστός και κομμάτια σχοινί και χάρτες τoυ Κολοράντο. Αμέσως θεωρήθηκε ύποπτος, όπως κάθε φοιτητής που θα έφερε μαζί του όλα τα παραπάνω αντικείμενα. Εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του για κατοχή συνέργων κλοπής στις 21 Αυγούστου και μετά από διάφορες καταθέσεις μαρτύρων η κατηγορία μεταβλήθηκε σε απαγωγή και απόπειρα ανθρωποκτονίας. Ο λόγος;
Οι αρχές πίστευαν ότι η δράση του είχε αρχίσει ήδη από το 1974 στο Σηάτλ κι αφορούσε μια μακρά σειρά από βιασμούς, βασανισμούς και δολοφονίες που θα σόκαραν ολόκληρο τον πλανήτη. Πραγματικά, τα μεσάνυχτα της 4ης Ιανουαρίου 1974 εισέβαλε στην κρεβατοκάμαρα της Τζόνι Λάντζ, 18χρονης φοιτήτριας κι ενώ εκείνη κοιμόταν της διέλυσε το κρανίο με ένα ρόπαλο και κατόπιν τη βιάσε. Δεν την ήξερε προσωπικά, ατυχώς, όμως, διέθετε το χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των θυμάτων του: είχε μακριά μαλλιά με χωρίστρα στη μέση. Ο λόγος της επιλογής θυμάτων αυτού του τύπου έγινε ξεκάθαρος στους υπεύθυνους πολύ αργότερα, όταν το νήμα ξετυλίχτηκε κι έφτασε ως την πρώτη του αγάπη..
Στις 31 Ιανουαρίου 1974 η Λίντα - Αν Χίλι, αφού ξάπλωσε τη νύχτα στο κρεβάτι της δέχθηκε επίθεση από τον Μπάντι, ο οποίος τη χτύπησε μέχρι αναισθησίας και στη συνέχεια τη μετέφερε έξω από το σπίτι σε δασώδη κοντινή περιοχή, όπου ένα χρόνο αργότερα βρέθηκε το πτώμα της διαμελισμένο.
Οι περιοχές Όρεγκον, Γιούτα, Αϊντάχο, Κολοράντο για τα επόμενα πέντε χρόνια έγιναν οι σταθμοί δράσης του και η λίστα των θυμάτων του έφθασε το λιγότερο τις 35 γυναίκες νεαρής ηλικίας. Οι υποθέσεις δεν συνδέθηκαν αμέσως μεταξύ τους, γιατί οι πόλεις όπου συνέβαιναν τα εγκλήματα απείχαν κατά πολύ μεταξύ τους. Ο Μπάντι έψαχνε για θύματα διαρκώς. Μια συνήθης τακτική του ήταν να βάζει νάρθηκα στο χέρι και να προσπαθεί να μεταφέρει ογκώδη βιβλία στο αυτοκίνητό του, συνήθως σε κλειστούς ή απόμερους χώρους. Έπειτα όταν δεν βρίσκόταν κανείς άλλος στο χώρο, παρά μόνο το θύμα που είχε εντοπίσει, έριχνε τα βιβλία και ζητούσε ευγενικά και χαμογελαστά για μια μικρή βοήθεια. Μόλις η γυναίκα, επηρεασμένη από το προσεγμένο παρουσιαστικό του και τους καλούς του τρόπους, έφτανε με τα βιβλία στην πόρτα του βαν, τη χτυπούσε στο κεφάλι και τη μετέφερε αλλού, όπου τη βίαζε και κατόπιν τη σκότωνε ή και το αντίστροφο. Όμως όταν ένα από τα θύματα του, η Κάρολ Αν Μπάνκροφτ, κατάφερε να αποδράσει, φορώντας ακόμα τις χειροπέδες που της είχε περάσει, είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τη σύλληψή του, αν και μεταμφιεζόταν διαρκώς και με μεγάλη επιτυχία. Παρόλα αυτά συνέχισε τη δράση του, όντας εθισμένος στο να προκαλεί το θάνατο.
Στη δίκη που ακολούθησε τον Οκτώβρη 1976 σύντομα απέλυσε του δικηγόρους του και υπερασπίστηκε ο ίδιος τον εαυτό του, Οι ψυχιάτροι που τον εξέτασαν τον χαρακτήρισαν πολύ καλλιεργημένο, ομιλητικό κι έξυπνο άνθρωπο, θεωρώντας ότι οι ικανότητές του στα μαθήματα, στις κλοπές, στον επαγγελματικό τομέα σε συνδυασμό με τον υψηλό δείκτη ευφυίας, τον είχαν κάνει νάρκισσο. Βρέθηκε ένοχος απαγωγής και καταδικάστηκε σε ποινής φυλάκισης 15 ετών. Στο μεταξύ ή αστυνομία κατάφερε με τη συνδρομή ειδικών και με τις μαρτυρίες παραλίγο θυμάτων να συνδέσει τον Τεντ Μπάντι και με άλλες ανθρωποκτονίες σε συρροή με βιασμό και το παζλ της εγκληματικής του διαδρομής είχε αρχίσει πια να σχηματίζεται καθαρά.
Όταν μεταφέρθηκε στο Κολοράντο στις 7 Ιουνίου 1977 για να δικαστεί για τις ανθρωποκτονίες που είχαν συμβεί εκεί, εκμεταλλεύτηκε μια στιγμιαία αδράνεια των αστυνομικών που τον συνόδευαν, πήδηξε από το δεύτερο όροφο του Δικαστικού Μεγάρου κι έφυγε δρομαίος. Οκτώ ημέρες αργότερα εντοπίστηκε από τους άντρες του FBI στα γύρω βουνά σε άθλια κατάσταση.
Η δεύτερή του απόδραση σημειώθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1977, όταν διέφυγε από το κελί του μέσα από μια τρύπα που άνοιγε στο ταβάνι με λάμα πριονιού για αρκετό καιρό και έφτασε σε μια κωμόπολη του Μιτσιγκαν, όπου νοίκιασε ένα δωμάτιο κι άλλαξε, όπως συνήθιζε άλλωστε, την εμφάνισή του.
Παρόλο που ήταν στη λίστα του FBI με τους πιο επικίνδυνους καταζητούμενους εγκληματίες, συνέχισε να σκοτώνει. Μόλις δυο εβδομάδες μετά την απόδρασή του, εισέβαλε νύχτα στο Μέγαρο Τσι – Ομέγκα, επιτέθηκε και βίασε πέντε γυναίκες σε διαφορετικά δωμάτια με τις τέσσερεις από αυτές να πεθαίνουν επί τόπου και τη μία να επιζεί τελικά, παρά τα βαριά τραύματα που της προξένησε. Η μανία του να σκοτώνει είχε απελευθερωθεί για τα καλά και συνέχισε σε εβδομαδιαία βάση να βιάζει και να οδηγεί στο θάνατο νεαρές γυναίκες με ίσια μακριά μαλλιά.
Στις 13 Νοεμβρίου 1978 συνελήφθη ξανά τυχαία, επειδή οδηγούσε μεθυσμένος ένα σκαραβαίο Φολγκσβάγκεν. Στον τυπικό έλεγχο των πινακίδων τού αυτοκινήτου διαπιστώθηκε πως ήταν κλεμμένο. Προσήχθη εκ νέου και μόλις έγινε η γνωστή η ταυτότητά του, κάτι που άργησε λόγω του ότι έδινε ψεύτικα στοιχεία, συνεχίστηκαν οι δίκες του.
Η δίκη για τις ανθρωποκτονίες στη Τσι – Ομέγκα ξεκίνησε στο Μαιάμι στις 12 Ιουνίου 1979 και υπερασπίστηκε και πάλι ο ίδιος τον εαυτό του, λέγοντας μάλιστα στα τηλεοπτικά συνεργεία ότι ο καταλληλότερος υπερασπιστής του είναι εκείνος που εμπιστεύεται περισσότερο: ο εαυτός του! Στις 24 Ιουλίου βρέθηκε ένοχος για δύο ανθρωποκτονίες και καταδικάστηκε σε θανατική ποινή. Στις 21 Ιανουαρίου 1980 έγινε η δίκη για την ανθρωποκτονία της Κίμπερλι Λιτς, ο Μπάντι θεωρήθηκε ένοχος και ξανακαταδικάστηκε σε θάνατο.
Όταν πια ήταν αναπόφευκτη η εκτελεσή του, προσπαθούσε και κατάφερνε να αναβάλλει το μοιραίο υποστηρίζοντας ότι θα δώσει στις αρχές νέα στοιχεία και για άλλες ανεξιχνίαστες ακόμα υποθέσεις ανθρωποκτονιών ή εξαφανίσεων γυναικών. Όταν παραδέχθηκε τις πράξεις του και μίλησε στους ψυχολόγους για τα συναισθήματά του τη στιγμή που αφαιρούσε μια ζωή, είπε πως όταν ένιωθε την τελευταία ανάσα των θυμάτων του στο πρόσωπό του, ήταν σαν να υποκαθιστά στιγμιαία το Θεό.
Στις 24 Ιανουαρίου 1989 οδηγήθηκε στην ηλεκτρική καρέκλα, ενώ έξω από το κτίριο όπου έγινε η εκτέλεση διαδήλωνε υπέρ της θανάτωσής του πλήθος 500 ατόμων μετρώντας αντίστροφα και πανηγυρίζοντας. Τελικά ο Τεντ Μπάντι είχε πιο εύκολο θάνατο από τα 35 θύματά του...