της Αλεξάνδρας Τριανταφύλλου,
Δικηγόρου
Σκοπός του άρθρου αυτού είναι να αναλύσει τη μορφή του κράτους στην Ελλάδα το 19ο και 20ο αιώνα, και ειδικότερα την περίοδο ίδρυσης της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων, προκειμένου να αναδειχθούν οι λόγοι δημιουργίας των σωμάτων αυτών και ο ρόλος που καλούνται να παίξουν. Βασική δε θέση του άρθρου αυτού αποτελεί πως η μορφή της αστυνόμευσης βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη μορφή του ελληνικού κράτους σε συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική συγκυρία και εξαρτάται από την έκβαση των κοινωνικών αγώνων και τις ανάγκες αναπαραγωγής του κυρίαρχου κοινωνικού συστήματος. Έτσι η σύσταση της Χωροφυλακής το 1833 αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι των μέτρων της μοναρχίας, η οποία υιοθέτησε το παράδειγμα άλλων κρατών όπου το σώμα αυτό υπήρξε αποτελεσματικό για την παγίωση εξουσίας κατά τη μετάβαση από το παλιό καθεστώς στο εθνικό κράτος καθώς και αφοσιωμένο στο Θρόνο. Από την άλλη πλευρά η ίδρυση της Αστυνομίας Πόλεων το 1920 καταδεικνύει την ανάγκη του ελληνικού κράτους για τη δημιουργία ενός σώματος ικανού να ελέγξει τις νέες κοινωνικές ομάδες των αστικών κέντρων που απειλούσαν τη συνοχή στο εσωτερικό του. Η πρώτη περίοδος που θα μας απασχολήσει είναι η περίοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Προλεγόμενα στη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους
Θα ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας με την περίοδο ίδρυσης του ελληνικού κράτους και ειδικότερα με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν από την έκρηξη της επανάστασης του 1821. Η παρουσίαση των συνθηκών αυτών θα βοηθήσει στην κατανόηση των λόγων για τους οποίους ξέσπασε ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας. Παράλληλα θα βοηθήσει στην κατανόηση της μετάβασης από την παραδοσιακή αγροτοποιμενική κοινωνία στο σύγχρονο ελληνικό κράτος και τους θεσμούς του και ειδικότερα την αστυνομία. Οι κοινωνικές σχέσεις υπό τους Οθωμανούς χαρακτηρίζονταν από την ύπαρξη άτυπων και ρευστών κοινωνικών δεσμών, όπου τη μεγαλύτερη σημασία είχαν τα εκτεταμένα οικογενειακά δίκτυα μέσω των οποίων αποκτούσε κάποιος πρόσβαση στις εξουσιαστικές δομές. Οι δεσμοί συγγένειας έπαιζαν λοιπόν σημαντικό ρόλο σε μια κοινωνία, όπου η αυθαιρεσία των Οθωμανών και των κοτζαμπάσηδων αλλά και η ανασφάλεια του πληθυσμού ήταν διάχυτες. Η έννοια του συγκεντρωτικού κράτους ήταν ξένη στα ελληνικά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου εφαρμοζόταν το κοινοτικό μοντέλο διακυβέρνησης. Η αδυναμία δε των Οθωμανών να ελέγξουν τις απομακρυσμένες επαρχίες της Αυτοκρατορίας ήταν δεδομένη, ιδιαίτερα την περίοδο κρίσης της Αυτοκρατορίας (Diamantouros, 1982).
Η αστυνόμευση είχε επίσης τοπικό χαρακτήρα και είχε ανατεθεί από τους Οθωμανούς στους αρματολούς, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την προστασία της κρατικής και δημόσιας ασφάλειας. Τα αρματολίκια αποτελούσαν ένα σύστημα «εκμίσθωσης στρατιωτικών υπηρεσιών πολέμου, αστυνόμευσης, ιδιωτικής προστασίας έναντι αμοιβής» (Βιδάλη, 2007: 264). Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε τη ρευστότητα των ορίων μεταξύ παρανομίας και νομιμότητας που αποτελούσε βασικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και που θα εξακολουθήσει να αποτελεί επικρατούσα κουλτούρα τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Έτσι εκτός από τους αρματολούς, η τάξη των ενόπλων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας περιελάμβανε και τους κλέφτες, οι οποίοι είχαν στραφεί στην παρανομία για ποικίλους λόγους. Ήταν δε συνηθισμένο το φαινόμενο της εναλλαγής των ρόλων, της σύμπραξης κλεφτών και αρματολών εναντίον των Οθωμανών και της από κοινού πραγματοποίησης ληστειών με αποτέλεσμα το 19ο αιώνα ο διαχωρισμός τους να είναι πρακτικά αδύνατος. Η αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος υπό τους Οθωμανούς εξασφαλιζόταν μέσω της ενασχόλησης με την πολιτική και μέσω του συστήματος πελατειακών σχέσεων και των εθιμικών κανόνων που ίσχυαν και εντάσσονταν στον πολιτισμό του κοινοτισμού, που αργότερα θα αντικαθιστούσε η νέα ορθολογική τάξη του κράτους (Βιδάλη, 2007).
Οι πρώτες ρωγμές στη συνοχή των κοινωνικών δομών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εμφανίζονται από τα μέσα του 17ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία σταματούν οι επεκτατικοί πόλεμοι για την προσάρτηση νέων εδαφών και η Αυτοκρατορία εισέρχεται σε περίοδο κρίσης. Παράλληλα η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζί, που πρόβλεπε το δικαίωμα των Ρώσων να διέρχονται από τη Μαύρη Θάλασσα, δίνει την ευκαιρία στους Έλληνες εμπόρους να αποκτήσουν οικονομική ισχύ από το εξαγωγικό εμπόριο, αφού τα περισσότερα πλοία με ρώσικη σημαία ήταν δικής τους ιδιοκτησίας. Ο ρόλος που θα παίξει αυτή η εμπορική αστική τάξη θα είναι καταλυτικός, εφόσον θα αποτελέσει το βασικό αναμεταδότη των επαναστατικών ιδεών του Διαφωτισμού στα ελληνικά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθώς και της ιδέας ίδρυσης ενός εθνικού, συνταγματικού κράτους κατά τα πρότυπα της Δύσης, όπου η διασφάλιση της ιδιοκτησίας και της τάξης ήταν δεδομένη (Stavrianos, 1957, Mouzelis, 1978, Μηλιός 2000) .
Αυτές οι προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή των επαγγελματικών δραστηριοτήτων δεν υπήρχαν στο Οθωμανικό καθεστώς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δυσαρέσκεια των ανερχόμενων αστικών στρωμάτων που επιθυμούσαν μια κυβέρνηση ικανή να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη ληστεία και τη διαφθορά των αξιωματούχων της, δημιουργώντας συνθήκες ασφάλειας. Έτσι στις προϋποθέσεις της επανάστασης του 1821 και της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους περιλαμβάνονται οι κοινωνικές δυνάμεις που δημιουργήθηκαν από τη διείσδυση των καπιταλιστικών σχέσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και που σταδιακά εξελίχθηκαν σε αποσταθεροποιητικές δυνάμεις. Όταν λοιπόν η Αυτοκρατορία κατέρρευσε εξαιτίας των εθνικιστικών κινημάτων που αναπτύχθηκαν, οι δυνάμεις αυτές κυριάρχησαν στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού παρά τις αρχικές δυσκολίες που αντιμετώπισαν (Stavrianos, 1957, Κοππά 2002).
Κράτος και ληστεία: η δημιουργία της Χωροφυλακής
Η επανάσταση ξέσπασε στην Πελοπόννησο και διήρκεσε επτά χρόνια. Την περίοδο όμως της απελευθέρωσης δύο πράγματα είχαν γίνει σαφή. Αρχικά πως οι εμφύλιες διαμάχες μεταξύ των κοινωνικών ομάδων που διεκδικούσαν μερίδιο εξουσίας στο νεοσύστατο κράτος (πρόκριτοι, ένοπλοι) είχαν διακινδυνεύσει την έκβαση του Αγώνα. Έπειτα πως οι διαμάχες αυτές καθιστούσαν αδύνατη τη διακυβέρνησή του από τις δυνάμεις αυτές υπό οποιοδήποτε συνδυασμό (Μηλιός, 2000). Η κατάσταση αυτή «καταστροφικής ισορροπίας», όπου καμία δύναμη δεν ήταν σε θέση να ηγεμονεύσει πάνω στις άλλες ενώ παράλληλα καμία δεν ήταν τόσο αδύναμη, ώστε να ηγεμονεύσει κάποια άλλη, υπήρχε ήδη από την περίοδο που εκλέχθηκε Κυβερνήτης της Ελλάδας ο Ιωάννης Καποδίστριας. Πρόκειται για ένα κενό ηγεμονίας, που, όπως τονίζει ο Γ. Μηλιός, καλύφθηκε με «έκτακτο» τρόπο και οδήγησε στη συγκέντρωση όλων των εξουσιών στο πρόσωπο του Κυβερνήτη (Μηλιός, 2000: 293-294, βλ. και Petropulos, 1968, Κοππά, 2002).
Η περίοδος διακυβέρνησης του Καποδίστρια δεν θα μας απασχολήσει στα πλαίσια του άρθρου αυτού. Συνοπτικά αναφέρουμε πως αν και αποτελεί την πρώτη προσπάθεια εμπέδωσης μιας ισχυρής κεντρικής κυβέρνησης στο ελληνικό κράτος, το θεσμικό σύστημα που εισήγαγε δεν διατηρήθηκε μετά το θάνατό του. Το ίδιο ισχύει σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για τη δημιουργία Αστυνομίας, ώστε να ελέγξει τον πληθυσμό της επικράτειας αλλά και την εντεινόμενη αντιπολίτευση στο πρόσωπό του. Έτσι παρά τη δημιουργία μυστικής αστυνομίας, τις αυξημένες αρμοδιότητες των αστυνομικών οργάνων, την υπερβολική διακριτική τους ευχέρεια, σε σημείο που να εξαρτάται η έκβαση μιας υπόθεσης από την αστυνομία και μόνο, και την κατάσχεση των αντιπολιτευτικών εφημερίδων, ο Καποδίστριας δεν κατόρθωσε τελικά να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την αντιπολίτευση. Το έργο του διέκοψε η δολοφονία του από την οικογένεια Μαυρομιχάλη (Stavrianos, 1958, Petropulos, 1968, Woodhouse, 1973, Φίλιας, 1996, Βιδάλη, 2007).
Η κατάσταση καταστροφικής ισορροπίας συνεχίστηκε και μετά το θάνατο του Καποδίστρια και οδήγησε στην εγκαθίδρυση της απολυταρχίας. Παράλληλα το απολυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης που εισήχθη στην Ελλάδα το 1833 ήταν απόρροια του ιδιαίτερου πολιτικού και κοινωνικού βάρους που είχαν αποκτήσει οι αγροτικές μάζες λόγω της συμμετοχής τους στην επανάσταση. Ήταν με άλλα λόγια απόρροια της δυνατότητας δυναμικής παρέμβασής τους κατά τη μετάβαση από το παλιό καθεστώς στο εθνικό κράτος. Επρόκειτο για μια δυναμική που θα καθόριζε σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές της πολιτικής εξουσίας τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του ελληνικού βασιλείου. Έτσι η απόφαση της μοναρχίας να αποτρέψει τη δημιουργία μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας, με σκοπό να προστατευθούν οι μικροκαλλιεργητές, οι οποίοι προέρχονταν από την πολυπληθέστερη τάξη του ελληνικού κράτους, την αγροτική τάξη, ή η εισαγωγή του δικαιώματος της καθολικής ψηφοφορίας το 1864 επηρεάστηκαν από τη δυναμική αυτή. Η συναίνεση λοιπόν των αγροτικών πληθυσμών στις πολιτικές της νεοπαγούς κεντρικής εξουσίας αποτέλεσε τα πρώτα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία θεμελιώδες ζήτημα. Το ζήτημα αυτό αναμενόταν να αντιμετωπιστεί με τη δημιουργία ενός κράτους μικροκαλλιεργητών, που θα αποτελούσαν στηρίγματα της μοναρχίας (Μηλιός 2000, Δερτιλής, 2005).
Παρά δε την καθυστέρηση της διανομής των εθνικών γαιών από το κράτος τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση, οι αγρότες κατόρθωσαν τελικά να αποκτήσουν την πραγματική ιδιοκτησία στη γη που καλλιεργούσαν, με αποτέλεσμα η κυρίαρχη μορφή γαιοκτησίας να είναι τελικά η μικρή ιδιοκτησία. Το γεγονός αυτό εξυπηρετούσε και το εγχώριο εμπορικό κύκλωμα, το οποίο αναπτύχθηκε με επίκεντρο την καλλιέργεια της σταφίδας. Ήταν μάλιστα σαφής και η προστασία που παρήχε το κράτος στο κύκλωμα αυτό με τραπεζικές πιστώσεις μόνο για σταφιδοκαλλιέργεια και βίαιη πειθάρχηση όσων δεν ήθελαν να την καλλιεργήσουν μέσω της αστυνομίας. Επομένως οι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί δυνάμεων δεν επέτρεψαν τη δημιουργία μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας ή τη δημιουργία καπιταλιστικών επιχειρήσεων στη γεωργία στην Ελλάδα μετά το 1833. Αντίθετα η διείσδυση του καπιταλισμού ήταν έμμεση μέσω του εμπορίου και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που αποδείχθηκαν πολύ πιο επικερδείς τρόποι απόσπασης του πλεονάσματος από τους αγρότες. Η ραγδαία δε εξάπλωση της απλής εμπορευματικής παραγωγής και της σταφιδοκαλλιέργειας θα αποτελέσουν βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής αγροτικής οικονομίας μέχρι την κρίση που εκδηλώνεται κατά τις δεκαετίες 1870-1880. Η κρίση αυτή, σε συνδυασμό με άλλες εξελίξεις στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, σηματοδοτεί τον ποιοτικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και την ολοκλήρωση της μετάβασης στον καπιταλισμό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού (Βεργόπουλος, 1975, Μηλιός, 2000, Δερτιλής, 2005, Τσουκαλάς, 2006).
Το κράτος όμως που σχηματίζεται μετά το τέλος της επανάστασης χρειάζεται και την ίδρυση μιας ορθολογικά οργανωμένης δημόσιας αστυνομίας, που να εξασφαλίζει τους όρους αναπαραγωγής του. Κατά συνέπεια οι λόγοι δημιουργίας της Χωροφυλακής μπορούν να συνοψισθούν ως εξής. Αρχικά το σώμα αυτό ιδρύεται προκειμένου να βοηθήσει στην παγίωση της εξουσίας του μοναρχικού καθεστώτος σε συνθήκες ασταθείς και μεταβατικές. Με άλλα λόγια η Χωροφυλακή καλείται να συνδράμει στην ενοποίηση του πολιτικού πεδίου και τη συμμόρφωση κάθε αυτόνομης τοπικής εξουσίας στη νέα αρχή, που θα αποτελεί τη μόνη πηγή νομιμότητας. Κατόπιν η Χωροφυλακή έχει ως αποστολή την καταπολέμηση της ληστείας, που λόγω των δομικών αλλαγών στις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις και στο πολιτικό σύστημα, που απορρέουν από τη συγκρότηση του εθνικού κράτους, εντείνεται και απειλεί τη νέα τάξη πραγμάτων. Τέλος το σώμα αυτό χρησιμοποιείται ως μέσο ενσωμάτωσης και αποκατάστασης των ενόπλων εκείνων, που τα επόμενα χρόνια θα αμφισβητήσουν ενεργά τη νέα νομιμότητα που επαγγέλεται το εθνικό κράτος (Μάλεσης, 1992, Κολιόπουλος 1996, Κοταρίδης, Θεοτοκάς, 2006, Βιδάλη, 2007).
Πίσω λοιπόν από την ίδρυση της Χωροφυλακής, ως ημιστρατιωτικού σώματος με σκοπό τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης, κρύβεται η ανάγκη του νέου καθεστώτος για τη δημιουργία ενός αστυνομικού σώματος με στρατιωτική οργάνωση και χαρακτήρα. Έτσι θα εξασφαλιζόταν ο άμεσος έλεγχος του σώματος αυτού από την κεντρική εξουσία, εφόσον η κεντρική του διοίκηση θα υπαγόταν απευθείας στο Θρόνο, και η στήριξη της πολιτικής του συγκεντρωτισμού και της απολυταρχίας. Το σώμα επομένως που κρίθηκε κατάλληλο προκειμένου να εμπεδώσει τις νέες αντιλήψεις περί κοινωνικού ελέγχου και πειθαρχίας που εισήγαγε το Οθωνικό καθεστώς ήταν η Χωροφυλακή. Ακολουθήθηκε δηλαδή το πρότυπο της Γαλλίας, αλλά και άλλων κρατών, όπου η Χωροφυλακή αποτέλεσε κομβικό μηχανισμό ενδυνάμωσης και επέκτασης της κρατικής γραφειοκρατίας, επιτήρησης του πληθυσμού και οργάνωσης του εθνικού κράτους. Άλλωστε, όπως εύστοχα παρατηρεί ο C. Emsley, η Χωροφυλακή εισήχθη ως μοντέλο αστυνόμευσης σε διάφορα κράτη κυρίως γιατί ήταν επιτυχής στην καταπολέμηση της ληστείας ενώ παράλληλα χρησίμευε στη συγκέντρωση της εξουσίας από το κεντρικό κράτος (Μάλεσης, 1992, Emsley, 1999, Βιδάλη, 2007).
Η Χωροφυλακή αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι της νέας ορθολογικής τάξης που εισήγαγε το εθνικό κράτος και του εκσυγχρονισμού της αστυνόμευσης με βάση τις ανάγκες του, γεγονός που φαίνεται και από την προϋπόθεση γνώσης ανάγνωσης και γραφής για εκείνους που θα κατατάσσονταν σε αυτή. Προκειμένου να σχεδιαστεί ορθολογικά λοιπόν αυτός ο νέος μηχανισμός του κράτους, δεν έφτανε μόνο η νομιμοφροσύνη των ανδρών της προς το απολυταρχικό καθεστώς αλλά χρειαζόταν και η ικανότητά τους να πραγματοποιούν το έργο της αστυνομίας και εγγράφως. Η σημασία της δε για το καθεστώς φαίνεται από τα προνόμια που προβλέπονταν για τους αξιωματικούς της (υψηλές αποδοχές, διευκόλυνση απόκτησης γης) αλλά και από τις υψηλές δαπάνες του κράτους για τη συντήρηση και οργάνωσή της. Είναι χαρακτηριστικό πως τα έξοδα για τη Χωροφυλακή αποτελούσαν το 5,2% του προϋπολογισμού του 1836 (Μάλεσης, 1992, Emsley, 1999, Παπαγεωργίου, 2005, Βιδάλη, 2007).
Το Οθωνικό καθεστώς συνάντησε πολλές δυσκολίες στην προσπάθειά του να δημιουργήσει δημόσια αστυνομία και στην εμπέδωση από τα μέλη της Χωροφυλακής των κανόνων της νέας έννομης τάξης. Σταδιακά όμως οι αξιωματικοί της εξελίχθηκαν σε πιστούς υποστηρικτές του Θρόνου, όπως συνέβαινε και σε άλλα κράτη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επανάσταση του 1843, με την οποία το πολίτευμα της χώρας μετατράπηκε από απόλυτη σε συνταγματική μοναρχία. Η Χωροφυλακή ήταν η μόνη που προσπάθησε να αποτρέψει και να καταστείλει την επανάσταση αυτή. Παράλληλα η Χωροφυλακή συμμετείχε στην καταστολή των τοπικών εξεγέρσεων που ξεσπούσαν συχνά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα και εντάσσονταν στις συγκρούσεις του συγκεντρωτικού κράτους με τα τοπικά κέντρα εξουσίας, όπως η εξέγερση στη Μάνη το 1834 (Αρώνη-Τσίχλη, 1989, Μάλεσης, 1992, Rigakos, Papanicolaou, 2003, Παπαγεωργίου, 2005).
Παρά το σημαντικό ρόλο του σώματος αυτού όμως στην καταπολέμηση της ληστείας, η συχνή εναλλαγή των ρόλων του αξιωματικού της Χωροφυλακής και του ληστή τα πρώτα χρόνια μετά την ανεξαρτησία δημιουργούσε προβλήματα στην πολιτική εξουσία. Το 1842 ο Αρχηγός της ανέφερε στη Γραμματεία των Στρατιωτικών πως οι μεταπηδήσεις αυτές έπαιρναν ανησυχητικές διαστάσεις και ζητούσε τη λήψη μέτρων προς παραδειγματισμό όσων λιποτακτούσαν. Oι ληστές άλλωστε, όπως και τα μέλη της Χωροφυλακής, προέρχονταν από τους πληθυσμούς της υπαίθρου, όπου, όπως τονίζει ο E. Hobsbaum, λίγοι μπορούν να είναι πραγματικά ελεύθεροι. Έτσι η ενασχόληση με τη ληστεία δεν προσκόμιζε μόνο σημαντικά οικονομικά οφέλη αλλά και τη δυνατότητα να είναι κάποιος ελεύθερος. Επομένως η ληστεία, την οποία κλήθηκε να καταπολεμήσει η Χωροφυλακή, συμβόλιζε για την αγροτική κοινωνία την ελευθερία και τη δυνατότητα αντίστασης της παραδοσιακής στη νέα τάξη πραγμάτων και τους θεσμούς της. Για το λόγο αυτό οι ληστές αποτελούσαν ήρωες, τους οποίους η αγροτική κοινωνία εξειδανίκευε και υπέθαλπε. (Hobsbaum, 1959, Μάλεσης, 1992, Δεμερτζόπουλος 1997, Hobsbaum, 2001).
Εξάλλου παρόμοιες πρακτικές με τους ληστές εφάρμοζαν και οι εκπρόσωποι του κράτους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τις συχνές αναφορές των κατοίκων της υπαίθρου προς τις αρχές για τα προβλήματα που δημιουργούσαν τα μεταβατικά αποσπάσματα στις περιοχές που μετέβαιναν καθώς και για τις βίαιες τακτικές που χρησιμοποιούσαν αδιακρίτως. Επομένως οι αγροτικοί πληθυσμοί είχαν κάθε λόγο να υποστηρίζουν τους ληστές, εφόσον η ανασφάλεια που βίωναν πριν την εγκαθίδρυση του νέου κράτους δεν είχε εκλείψει και εφόσον η ληστεία εξακολουθούσε να είναι χρήσιμη για αυτούς. Παρόλα αυτά ελάχιστοι πολιτικοί ήταν διατεθειμένοι να παραδεχτούν τον ενδημικό χαρακτήρα της ληστείας, χωρίς όμως να λείπουν και οι περιπτώσεις κριτικών αναλυτών. Το 1867 ο Γ. Κροκιδάς, αξιωματικός της χωροφυλακής, απαντώντας σε πρόταση λοχαγού του πεζικού για τη δημιουργία αποσπασμάτων με εξαιρετικές αρμοδιότητες προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ληστεία, αναγνώριζε τα κοινωνικά αίτια του φαινομένου αυτού. Παράλληλα επισήμαινε την αδυναμία των αστυνομικών μέτρων να την αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά από μόνα τους, όταν μάλιστα τα ίδια τα αποσπάσματα κατέληγαν να είναι χειρότερη μάστιγα από τους ληστές (Μάλεσης 1992, Βιδάλη, 2007).
Παρά το γεγονός πως η καταπολέμηση της ληστείας αποτέλεσε πρωταρχικό στόχο του απολυταρχικού καθεστώτος, οι ληστές εξακολουθούν να συνιστούν λειτουργικό κομμάτι της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν η χρησιμότητά τους στο πολιτικό παιχνίδι και ο δεύτερος η χρησιμότητά τους ως στρατού στην υπηρεσία των αλυτρωτικών σκοπών του κράτους στα πλαίσια της πραγματοποίησης της Μεγάλης Ιδέας . Η λειτουργικότητα όμως της ληστείας σταδιακά φθίνει καθώς μειώνεται η σημασία της για την πολιτική, γεγονός που σηματοδοτεί την παγίωση της εξουσίας του κράτους και τη διαμεσολάβηση πολιτικών συμφερόντων από τα αστικά κόμματα. Από την άλλη πλευρά ο μετασχηματισμός των οικονομικών σχέσεων οδηγεί στη δημιουργία αστικών κέντρων και στη συρρίκνωση της υπαίθρου, μειώνοντας την πολιτική της σημασία και αποστερώντας τους ληστές από τα παραδοσιακά τους στηρίγματα. Ο μετασχηματισμός όμως των οικονομικών σχέσεων έχει και μια ακόμη σημαντική συνέπεια, πέρα από την εξάλειψη της ληστείας, την ανάγκη δημιουργίας ενός αστυνομικού σώματος κατάλληλου για την αστυνόμευση των αστικών κέντρων και για την πειθάρχηση των νέων κοινωνικών δυνάμεων που έρχονται στο προσκήνιο τον 20ο αιώνα (Κολιόπουλος, 1996, Βιδάλη, 2007).
....