Καλλιόπη Δ. Σπινέλλη*
Μαρία Π. Κρανιδιώτη**
Οι περισσότεροι επαγγελματίες-επιστήμονες (ιατροί, δικηγόροι, κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι) έχουν ένα Κώδικα Δεοντολογίας στον οποίο καθορίζονται οι αρχές και απαιτήσεις που περιβάλλουν το ρόλο, τις ευθύνες και τα δικαιώματά τους.
Μια συλλογή τέτοιων αρχών και κανόνων δεν έχει καταρτιστεί έως τώρα για τους εγκληματολόγους.
Πολλοί είναι οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε ένα τέτοιο εγχείρημα. Μεταξύ άλλων, η σχετικά πρόσφατη αναγνώριση του επαγγέλματος του εγκληματολόγου με τη δημιουργία οργανικών θέσεων, η μόλις προ 15ετίας καθιέρωση και στην Ελλάδα μεταπτυχιακών προγραμμάτων εγκληματολογικής κατεύθυνσης, η μη επαρκώς ανεπτυγμένη εγκληματολογική έρευνα στη χώρα μας, η υπάρχουσα νομοθεσία η οποία καλύπτει ορισμένους τομείς λ.χ. ο νόμος 2472/1997 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων κοκ.
Εξάλλου, δεν έχουν απαντηθεί ερωτήματα, όπως η νομική μορφή που θα έπαιρνε ένας τέτοιος Κώδικας, η ανάγκη επιβολής κυρώσεων ή συστάσεων ή απλώς καθήκοντος αυτοδέσμευσης.
Ωστόσο, παρά τους προαναφερόμενους προβληματισμούς, ένας τέτοιος ειδικός, ξεχωριστός κώδικας για τους εγκληματολόγους κρίθηκε απαραίτητος. Και τούτο διότι ο εγκληματολόγος, κατά την ερευνητική ή επαγγελματική του δραστηριότητα, εμπλέκεται με «ευαίσθητα δεδομένα» (ποινικές διώξεις ή καταδίκες, πληροφορίες σχετικά με την υγεία ή την ερωτική ζωή κρατουμένων κλπ.).
Επιπρόσθετα, οι δραστηριότητες του εγκληματολόγου καθίστανται όλο και πιο πολύπλοκες και δυσχερείς, στη σύγχρονη εποχή, λόγω και της ανάπτυξης της τεχνολογίας, η οποία δημιουργεί διλήμματα ή παρέχει ευκαιρίες καταχρηστικής χρησιμοποίησης των ευκόλως συλλεγόμενων πληροφοριών μέσω του επαγγέλματος ή της ερευνητικής διαδικασίας.
Στον Κώδικα που ακολουθεί περιλαμβάνονται ο ορισμός της ιδιότητας ή του επαγγέλματος του εγκληματολόγου, η περιγραφή και οι προϋποθέσεις για τη σύσταση Επιτροπής Δεοντολογίας, και η διατύπωση κανόνων.
Πηγές έμπνευσης για τη σύνταξη του κώδικα απετέλεσαν Κώδικες δεοντολογίας για την Εγκληματολογία και για συναφή γνωστικά αντικείμενα που ισχύουν στο πλαίσιο της επιστημονικής κοινότητας άλλων χωρών (λ.χ. Code of Ethics for Researchers in the Field of Criminology - British Society of Criminology, Code of Ethics – Αustralian and New Zealand Society of Criminology κ.α.), η «Ευρωπαϊκή Χάρτα του Ερευνητή – Κώδικας Δεοντολογίας για την Πρόσληψη Ερευνητών», όπως και ελληνικοί επαγγελματικοί κώδικες (Κώδικας Δεοντολογίας Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), Ιατρικής Δεοντολογίας (ν.3418/2005), ο Κώδικας Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων, ο Κώδικας Αρχειονόμων, οι αρχές δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος -απόφαση 20.5.1998 της Γενικής Συνέλευσης της Ε.Σ.Η.Ε.Α κ.α.).
Σημειώνεται ακόμη ότι το ζήτημα της δημιουργίας κανόνων δεοντολογίας για τους εγκληματολόγους αποτέλεσε αντικείμενο εργασίας στο πλαίσιο του μαθήματος «Μεθοδολογία της Εγκληματολογίας» του Μεταπτυχιακού Κύκλου Σπουδών του Τομέα Ποινικών Επιστημών (κύριο μάθημα εγκληματολογικής κατεύθυνσης) του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 2006. Στο πλαίσιο αυτό συνέβαλαν ουσιαστικά με τις εργασίες τους και οι τότε μεταπτυχιακοί φοιτητές. Τέλος στην κατάρτιση του παρόντος Κώδικα συνετέλεσε και η από το έτος 1991 διδακτική εμπειρία των συγγραφέων στο εν λόγω γνωστικό αντικείμενο...
*Ομότιμη Καθηγήτρια Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής,
Δναπληρώτρια Διευθύντρια του Εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών, αντιπρόεδρος του ΔΣ της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας
**Επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής, μέλος του Εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών, μέλος του ΔΣ της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας