κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους 2009-2010
σε πανελλαδική κλίμακα
Ευτυχία Κατσιγαράκη,
Msc, Ph.D Εγκληματολογίας
Αντωνία Καστρινάκη,
Υπ. Δρ. Εγκληματολογίας στο Τμήμα
Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Κωνσταντίνος Πανάγος,
Υπ. Δρ. Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής
στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ιωάννης Τσιώρος,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων,
Σχολή Φ.Π.Ψ. (κατεύθυνση Ψυχολογίας)
Η παραβατικότητα ή εγκληματικότητα των ανηλίκων αποτελεί διαχρονικά ένα πεδίο το οποίο συγκεντρώνει το ενδιαφέρον επιστημόνων ποικίλων ειδικοτήτων (νομικών, κοινωνιολόγων, ψυχολόγων, ψυχιάτρων, κοινωνικών λειτουργών και ειδικότερα εγκληματολόγων). Στο πλαίσιο αυτό έχει καταβληθεί ιδιαίτερη μέριμνα για τη διερεύνηση της σχετικής φαινομενολογίας , την αναζήτηση των γενεσιουργών του παραγόντων και την αντιμετώπισή του από τους φορείς απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Σήμερα αποτελεί κοινό τόπο ότι οι ανήλικοι αποτελούν ιδιόμορφες οντότητες που χρήζουν διαφορετικής μεταχείρισης συγκριτικά με τους ενηλίκους όταν τελούν πράξεις που αντιστρατεύονται την πονική νομοθεσία. Ανταποκρινόμενος στην επιταγή που ενσωματώνεται στο άρ. 21 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος περί προστασίας της παιδικής ηλικίας, ο έλληνας νομοθέτης έχει προβεί στην πρόβλεψη ειδικών νομοθετικών μέτρων για την αντιμετώπιση του ανήλικου δράστη (άρ. 121 επ. ΠΚ). Ειδικότερα, τα τελευταία διαπνέονται από την αρχή ότι ο ανήλικος χρήζει διαπαιδαγώγησης και γενικότερης στήριξης, ώστε να αποβάλει την αντικοινωνική συμπεριφορά και να διάγει εν συνεχεία έναν εντός των νομίμων πλαισίων βίο, ενώ ο περιορισμός της ελευθερίας αποτελεί τo έσχατο καταφύγιο (ultima ratio). Στην ίδια κατεύθυνση εντάσσεται η λειτουργία ενός ειδικού υποσύστηματος για τους ανήλικους δράστες στο πλαίσιο του γενικότερου συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, αποτελούμενο μεταξύ άλλων από τους εισαγγελείς, δικαστές και επιμελητές ανηλίκων .
H εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς από ανηλίκους συνιστά εν πολλοίς ένα παροδικό φαινόμενο, το οποίο είναι δυνατό να τερματισθεί με τον κατάλληλο χειρισμό τους από την πλευρά των φορέων του επίσημου κοινωνικού ελέγχου. Δεδομένης της σημασίας των τελευταίων για την αποτροπή της υποτροπής, συνάγεται η αδήριτη αναγκαιότητα μελέτης του τρόπου απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε ανήλικους δράστες. Ταυτόχρονα, η διενέργεια ενός τέτοιου ερευνητικού εγχειρήματος αποτελεί έναν έμμεσο τρόπο αποτύπωσης της «εμφανούς» όψης της φαινομενολογίας της παραβατικότητας των ανηλίκων. Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης παρουσιάζονται τα στοιχεία που συλλέχθησαν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αφορούν ιδίως τον τρόπο δράσης των φορέων του τυπικού κοινωνικού ελέγχου της παραβατικότητας/εγκληματικότητας των ανηλίκων στη χώρα μας κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους 2009-2010 σε πανελλήνια κλίμακα.
Στα τέλη του 2010 αποφασίστηκε από το ως άνω Υπουργείο η συγκέντρωση στοιχείων που αφορούν στην ποινική δικαιοσύνη ανηλίκων σε πανελλαδικό επίπεδο κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους 2009-2010. Κατ’ αυτό τον τρόπο κρίθηκε ότι θα δινόταν η δυνατότητα διερεύνησης του τρόπου δράσης των κατά τόπο Δικαστηρίων και Εισαγγελιών Ανηλίκων, όπως επίσης των αντίστοιχων Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων. Ως ειδικότεροι στόχοι τέθηκαν η διερεύνηση των χαρακτηριστικών (προφίλ) των ανηλίκων που βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους φορείς του κοινωνικού ελέγχου (φύλο και τυχόν εκδήλωση προγενέστερης παραβατικής συμπεριφοράς), του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί από την κίνηση της ποινικής δίωξης έως την εκδίκαση της υπόθεσης και εν συνεχεία την εκροή της τελευταίας από το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης . Τέλος, ειδικότερο στόχο αποτέλεσε η διερεύνηση του είδους των αξιόποινων πράξεων που το σύνολο των Δικαστηρίων Ανηλίκων (Μονομελή και Τριμελή) της χώρας κλήθηκε να επιληφεί κατά τη διάρκεια του ανωτέρω έτους, όπως επίσης των μέτρων που επιβλήθησαν από τα τελευταία στους δράστες.
Συνεπώς, το παρόν εγχείρημα παρέχει τη δυνατότητα αποτύπωσης της ένδικης εγκληματικότητας/παραβατικότητας των ανηλίκων σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, επιτρέποντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα σχετικών διατοπικών συγκρίσεων. Προς επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων, καταρτίστηκε ένα ερωτηματολόγιο (φόρμα), το οποίο εστάλη προς συμπλήρωση στο σύνολο των Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων της χώρας. Εν συνεχεία, τα δεδομένα που ελήφθησαν αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας και επιδιώχθηκε η απογραφική καταγραφή στο σύνολο χώρας. Παρακάτω, ακολουθεί μια ολιστική παράθεση των στοιχείων που συλλέχθησαν κατόπιν της ανωτέρω διαδικασίας.