της Μάρθας Λεμπέση,
Κοινωνιολόγου, Υπ. Διδ. Πανεπιστημίου Αθηνών
Βιογραφικά στοιχεία[1]
Ο Ηλίας Δασκαλάκης γεννήθηκε το 1937 στον Πειραιά. Σπούδασε νομικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. συνέχισε σε μεταπτυχιακό επίπεδο τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Παρισίων με αντικείμενο ειδίκευσης στις Εγκληματολογικές Επιστήμες (Sciences Criminelles). Τον Ιούνιο του 1969 υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή και πήρε το Κρατικό Διδακτορικό Δίπλωμα στο Δίκαιο με κατεύθυνση τις Εγκληματολογικές Επιστήμες με βαθμό «άριστα». Την ίδια χρονιά τοποθετήθηκε ως εντεταλμένος διδασκαλίας και πρακτικών ασκήσεων στο Πανεπιστήμιο Παρισίων, όπου και δίδαξε μέχρι τον Ιούλιο 1971.
Μετά επέστρεψε στην Ελλάδα. Το 1973 προσελήφθη ως δικηγόρος στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας και το Σεπτέμβριο του 1975 ξεκίνησε η συνεργασία του με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (Ε.Κ.Κ.Ε.).
Το 1977 άρχισε να διδάσκει εγκληματολογία στη Σχολή Κοινωνικών Λειτουργών και την επόμενη χρονιά (1978) ανακηρύχτηκε Υφηγητής Εγκληματολογίας της τότε Παντείου Ανώτατης Σχολής Πολιτικών Επιστημών (Π.Α.Σ.Π.Ε.).
Το 1980 δίδαξε ως Καθηγητής Εγκληματολογίας και Σωφρονιστικής στις Παραγωγικές Σχολές δοκίμων αξιωματούχων Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων και το 1982 απόκτησε, βάσει του νέου νόμου για την παιδεία, το βαθμό του Επίκουρου Καθηγητή Εγκληματολογίας. Την επόμενη χρονιά προήχθη στο βαθμό του Αναπληρωτή Καθηγητή και το Μάιο του 1986 σε τακτικό Καθηγητή Εγκληματολογίας της Π.Α.Σ.Π.Ε.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Ηλίας Δασκαλάκης έλαβε μέρος ως επίσημος εκπρόσωπος της Ελλάδας μαζί με άλλους στο VII Συνέδριο του ΟΗΕ (Σεπτέμβρης 1985) που είχε ως κεντρική θεματική του την Πρόληψη του εγκλήματος και τη Μεταχείριση του Εγκληματία. Τέλος διετέλεσε Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Κ.Κ.Ε. και της Διεθνούς Εταιρείας Εγκληματολογίας.
Το Σεπτέμβριο του 1984 εξελέγη μέλος των πρυτανικών αρχών της Παντείου Α.Σ.Π.Ε. και ανέλαβε τα καθήκοντα αντιπρυτάνεως. Ο θάνατός του ήταν ξαφνικός και τον βρήκε σε ηλικία μόλις 49 ετών στις 22 Οκτωβρίου 1986.
Το έργο του
Πολυσχιδής ήταν η επιστημονική του δράση η οποία δεν περιορίστηκε ποτέ μόνο στην διδασκαλία και αυτό είχε ως αποτέλεσμα η διδασκαλία του να μη παραμείνει μόνο θεωρητική και αποξενωμένη από την κοινωνική πραγματικότητα. Έτσι, παράλληλα, ο ακούραστος αυτός εργάτης του πνεύματος, καταγίνεται και με έρευνες [2]. Συμμετέχει σε έρευνα συγκριτικής Εγκληματολογίας με θέμα την οικονομική εγκληματικότητα στις δυτικές και ανατολικές χώρες, που διεξήγαγε η Σχολή Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου της Λιέγης (Βέλγιο), αναλαμβάνει τη διεύθυνση και την εποπτεία του εγκληματολογικού μέρους ακόμα δύο ερευνών: «Τα ναρκωτικά στην Ελλάδα» και «Ο βιασμός στην Ελλάδα» και ως υπεύθυνος εγκληματολογικών ερευνών στο Ε.Κ.Κ.Ε., από το 1975, σχεδιάζει και φέρνει σε πέρας δύο πολύ σημαντικές έρευνες: «Η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα» και «Ο θεσμός της φυλακής στην Ελλάδα». Μάλιστα, με την πρώτη έρευνα που υπήρξε και πρωτοπόρα για την εποχή της, καταφέρνει, όπως ο ίδιος σχολιάζει, να επισημάνει ένα πλήθος προβλημάτων της ποινικής δικαιοσύνης που καλούσαν την άμεση επέμβαση του νομοθέτη. Τα πορίσματα της έρευνας παρέχουν έδαφος και σε άμεση αξιοποίηση την ίδια στιγμή που φέρνουν στο φως ορισμένα σημεία που θα επιτρέψουν στις επόμενες γενεές των ελλήνων εγκληματολόγων τη διατύπωση υποθέσεων για το ξεκίνημα νέων ερευνών σε βάθος, πάνω σε διάφορα επιμέρους ζητήματα τα οποία έχρηζαν μιας παραπέρα ανάλυσης.[3]
Ο Ηλίας Δασκαλάκης αν και νομικός, υπήρξε εκφραστής μιας κατ’ εξοχήν κοινωνιολογικής αντίληψης στην Εγκληματολογία. Μέσα από τα έργα του: «Η λειτουργία της ποινής υπό το φως των δεδομένων της εγκληματολογίας», Αθήνα 1973, «Σκέψεις πάνω στην ποινική ευθύνη», στα Γαλλικά, Παρίσι 1975, «Η μεταχείριση του εγκληματία», Αθήνα 1981, «Απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, Αθήνα 1983, και ιδιαίτερα με το τελευταίο του έργο «Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης» Αθήνα- Κομοτηνή 1985, αποδεικνύεται περίτρανα ότι ο κεντρικός προβληματισμός του ήταν πρώτα και κυρίαρχα κοινωνικός, γεγονός που τον οδήγησε στην ανάλυση και την ερμηνεία των κοινωνιολογικών όψεων του εγκληματικού φαινομένου. Όπως μάλιστα υπογραμμίζει και ο καθηγητής Ι. Φαρσεδάκης αναφερόμενος στο σύνολο του έργου του «η εγκληματική πράξη και η αντίδραση σε αυτήν συνδέονται με τις κοινωνικές δυνάμεις που τις διαμορφώνουν και τις αναπαράγουν στα πλαίσια ενός ευρύτερου μηχανισμού αναπαραγωγής ενός συγκεκριμένου πλέγματος κοινωνικών σχέσεων» [4].
Πιο αναλυτικά στο έργο του «Η λειτουργία της ποινής υπό το φως των δεδομένων της εγκληματολογίας», εν έτη 1973, ο Δασκαλάκης υπογράμμισε τη σημασία της ανανέωσης του ποινικού δικαίου. Το ποινικό δίκαιο οφείλει κατά το Δασκαλάκη να λαμβάνει υπόψη τα πορίσματα της εγκληματολογίας, και αυτό έπρεπε από τότε να γίνει αντιληπτό και στην χώρα μας για να μη διαιωνίζεται ένας διάλογος μεταξύ κωφών. Επομένως, η ποινική δογματική επουδενή δεν πρέπει να παραμένει εντελώς απαθής μπροστά στην πρόοδο της εγκληματολογίας, σε σχέση με τους μηχανισμούς της εγκληματογένεσης. Οφείλει να μη μένει κλεισμένη σε μια παρωχημένη προβληματική και στερημένη των πλούσιων προοπτικών εξελίξεως τις οποίες προσφέρει η ανάπτυξη των επιστημών του ανθρώπου, αδυνατώντας να συλλάβει τα προβλήματα τα οποία θέτει η σύγχρονη πολύπλοκη κοινωνία. Κινούμενος μέσα σε αυτό το πλαίσιο προχώρησε στην αντιπαραβολή των όσων περί λειτουργίας της ποινής διδάσκονται στο ποινικό δίκαιο, προς τα πορίσματα της εγκληματολογικής επιστήμης, όπως αυτά βέβαια ίσχυαν μέχρι τότε [5]. Αντιμετώπισε το θέμα της ποινής συνθετικά γι’ αυτό και εξέτασε τις λειτουργίες της ποινής υπό διπλό πρίσμα, της λειτουργίας της ποινής επί της κοινωνίας και της λειτουργίας της ποινής επί του εγκληματία [6]. Τέλος τόνισε ότι η ποινική πολιτική βελτιώσεως του εγκληματία (της επανεντάξεως του στην κοινωνία στο περιβάλλον που τον κατέστησε εγκληματία) δεν δύναται να νοηθεί αυτοτελώς, δηλαδή άνευ συνδυασμού της με μία πολιτική βελτίωσης του κοινωνικού περιβάλλοντος [7].
Εν συνεχεία στο έργο του «Μεταχείριση του εγκληματία» καταπιάστηκε με τους τρόπους και τα μέσα δράσης πάνω στον εγκληματία με σκοπό την άσκηση επίδρασης στην συμπεριφορά του και γενικότερα στον τρόπο της ζωής του, ώστε να επιτευχθεί η βελτίωση του και η κοινωνική αποκατάσταση. Αν και νομικός ο ίδιος έκανε λόγο για μια ορισμένη μορφή μεταχείρισης με συγκεκριμένο περιεχόμενο, που αντιτίθεται ριζικά στην έννοια της τιμώρησης ή της καταστολής και που διαμορφώνεται ώστε να επιδιώκει την επακοινωνικοποίηση του εγκληματία [8]. Ακόμη, δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στους θεσμούς και τα μέσα, με τα οποία εκδηλώνεται η μεταχείριση του εγκληματία στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης δημοκρατικής κοινωνίας, όπου η προσωπικότητα του ατόμου πρέπει να είναι απαραβίαστη και να μη δημιουργείται ο κίνδυνος η μεταχείριση του εγκληματία να απολήξει σε μέσο κοινωνικοπολιτικής χειραγώγησης [9].
Ενώ στο έργο «Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης» που αποτέλεσε και το κύκνειο συγγραφικό του άσμα και το τέρμα μιας μακράς πορείας που είχε ξεκινήσει από το 1975 με τη δημοσίευση του άρθρου «Η Εγκληματολογική σημασία του σκοτεινού αριθμού της Εγκληματικότητας» [10], καταπιάστηκε με την Εγκληματολογία που δεν μπορεί να έχει ως αντικείμενο τίποτε άλλο από την κοινωνική αντίδραση. Διότι όπως αναφέρει και ο ίδιος το έγκλημα ως φαινομενολογική πραγματικότητα και εμπειρικό δεδομένο, το συλλαμβάνουμε μέσα από την κοινωνική αντίδραση και ότι, σε τελική ανάλυση, αυτό που προσλαμβάνουμε κοινωνικά σαν έγκλημα δεν είναι παρά ο απολογισμός της δράσης των οργάνων της επίσημης κοινωνικής αντίδρασης [11]. Μίλησε για την εγκληματικότητα που αποτελεί απολογισμό των αποτελεσμάτων της επίσημης κοινωνικής αντίδρασης και η οποία δημιουργεί το στερεότυπο του εγκληματία που φέρει τα χαρακτηριστικά, όχι των πραγματικών παραβατών του ποινικού νόμου, αλλά των ατόμων που ανακηρύσσονται εγκληματίες λόγω πραγματικής ή νομιζόμενης παράβασης του ποινικού νόμου [12]. Επιπρόσθετα είδε το έγκλημα ως πολιτικό φαινόμενο, δημιούργημα της κρατικής βούλησης που εκφράζεται με τον ποινικό νόμο και τη δημιουργία του ποινικού νόμου ως αποτέλεσμα συσχετισμού δυνάμεων και σχέσεων μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων [13]. Τέλος τον απασχόλησε η κοινωνική κατασκευή του εγκληματία και η αναδόμηση ενός αντικειμένου που παρουσιάζει λίγες ομοιότητες με το αρχικό γεγονός [14]. Έτσι, δανειζόμενοι τα λόγια του, στα πλαίσια του ποινικού συστήματος δεν επιχειρείται απλώς αξιολόγηση της κοινωνικής πραγματικότητας αλλά κατασκευή μιας πραγματικότητας μέσα από διαδικασία διαδοχικών επιλογών και φιλτραρισμάτων [15].
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
[1] Όλα τα βιογραφικά στοιχεία τα έχουμε πάρει από το Συλλογικό Τόμο Αφιέρωμα στη μνήμη του Ηλία Δασκαλάκη, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Κοινωνιολογίας – Τομέας Εγκληματολογίας, Αθήνα 1991
[2] Βλ. Φαρσεδάκης Ι., «Εισαγωγικό Σημείωμα», στο Αφιέρωμα στη μνήμη του Ηλία Δασκαλάκη, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Κοινωνιολογίας – Τομέας Εγκληματολογίας, Αθήνα 1991, σ. ΧΙ.
[3] Βλ. Δασκαλάκης Η., Απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, εκδ. Ε.Κ.Κ.Ε., Αθήνα 1983, σ. 357.
[4] Βλ. Φαρσεδάκης Ι., ό.π., σ. ΧΙ.
[5] Βλ. Δασκαλάκης Η., Η λειτουργία της ποινής υπό το φως των δεδομένων της εγκληματολογίας, Αθήνα 1973, σ.σ.7-8.
[6] Βλ. Δασκαλάκης Η., ό.π., σ. 195.
[7] Βλ. Δασκαλάκης Η., ό.π., σ. 228.
[8] Βλ. Δασκαλάκης Η., Η μεταχείριση του εγκληματία, Παραδόσεις, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1981, σ. 1.
[9] Βλ. Δασκαλάκης Η., ό. π., 1981, σσ. 34-35.
[10]Βλ. Φαρσεδάκης Ι., ό.π., σ. ΧΙ.
[11] Βλ. Δασκαλάκης Η., Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης, Παραδόσεις, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1985, σ. 7.
[12] Βλ. Δασκαλάκης Η., ό. π., 1985, σ. 26.
[13] Βλ. Δασκαλάκης Η., ό. π., 1985, σ. 75.
[14] Βλ. Δασκαλάκης Η., ό. π., 1985, σ. 107.
[15] Βλ. Δασκαλάκης Η., ό. π., 1985, σ. 108.