του Νέστορα Κουράκη,
Καθηγητή Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής
τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
"
There are three kinds of lies: lies, damned lies and statistics".
Mark Twain, Chapters from my Autobiography (1907)
Μια σοβαρή καταγγελία για τις αστυνομικές στατιστικές είδε το φως της δημοσιότητας στην εφημερίδα «Καθημερινή» της 5.3.2010 (σελ. 6): Μία γυναίκα, έχοντας υποστεί το οδυνηρό βίωμα να της αρπάξουν την τσάντα ενώ πάρκαρε το αυτοκίνητό της, μετέβη λίγο μετά στο Αστυνομικό Τμήμα Ομόνοιας για να αναφέρει το γεγονός και να υποβάλει μήνυση. Χρειάστηκε να περιμένει πάνω από δύο ώρες μέχρις ότου «ένας αστυνομικός από τη νυχτερινή βάρδια της πρότεινε να υπογράψει δήλωση απωλείας, προκειμένου να είναι τυπικά καλυμμένη και να πάει σπίτι της και την επομένη να επιστρέψει στο Τμήμα και να υποβάλει τη μήνυση όπως επιθυμούσε (…)». Όμως την επομένη, όταν η γυναίκα πήγε και πάλι στο Τμήμα για τη μήνυση, «προς έκπληξή της άκουσε τον αξιωματικό της πρωινής βάρδιας να της ανακοινώνει ότι δεν έχει πλέον αυτή τη δυνατότητα καθώς την παραμονή υπέγραψε δήλωση απωλείας!».
Το δημοσίευμα της εφημερίδας, που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Οι κλοπές βαφτίζονται απώλειες…» και υπογράφεται από τον Γιάννη Σουλιώτη, επιχειρεί να δώσει μιαν εξήγηση αυτής της, αν μη τι άλλο, παραπλανητικής τακτικής των αστυνομικών. Με τη μεθόδευση δηλ. αυτήν οι αστυνομικοί όχι μόνον αποφεύγουν τη γραφειοκρατική διαδικασία που συνεπάγεται η υποβολή μιας μήνυσης, αλλά κυρίως επιτυγχάνουν να μειώνουν πλασματικά τους δείκτες εγκλήματος του τμήματός τους, εμφανίζοντας εμμέσως καλύτερες επιδόσεις στον τομέα αντιμετώπισης της εγκληματικότητας.
Την εξήγηση αυτή φαίνεται να συμμερίζονται και άνθρωποι που γνωρίζουν καλά την κατάσταση, όπως ο πρώην πρόεδρος της Ένωσης Αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. Αθ. Κατερινόπουλος. Σύμφωνα με δηλώσεις του στον δημοσιογράφο Β.Γ. Λαμπρόπουλο (εφημ. «Το Βήμα» της 11.10.2007, σελ. Α17), «Τα στατιστικά στοιχεία που δημοσιοποιούνται είναι αναξιόπιστα και πλασματικά. Απώτερος στόχος των αξιωματικών είναι να μειώσουν τον αριθμό των αδικημάτων και να εξωραΐσουν την εικόνα της Αστυνομίας, έτσι ώστε να φανεί ότι είναι αποδοτικοί».
Υπενθυμίζεται μάλιστα στο σημείο αυτό ότι το πρόβλημα της μη καταγραφής ή μη ορθής καταγραφής των αδικημάτων άρχισε την περίοδο 1999-2000, όταν η τότε ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. είχε θεσπίσει ορισμένους στόχους ετήσιας μείωσης της εγκληματικότητας (π.χ. κλοπών και διαρρήξεων σε ποσοστό 5%-10%) για όλες τις αστυνομικές υπηρεσίες της χώρας. Έπειτα από την εντολή αυτή, η απροθυμία των αστυνομικών αρχών να καταγράφουν τα καταγγελλόμενα σ’ αυτές αδικήματα υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε τον Ιούνιο 2005 ένας διαρρήκτης της περιοχής Χανίων να ομολογήσει 27 διαρρήξεις και κλοπές, από τις οποίες ούτε μία δεν είχε καταχωρηθεί στα βιβλία συμβάντων των τοπικών αστυνομικών αρχών! (βλ. δημοσίευμα του Β.Γ. Λαμπρόπουλου στην εφημ. «Το Βήμα» της 9.6.2005, σελ. Α15, με τίτλο «Σκάνδαλο ‘αόρατων εγκλημάτων’ στην ΕΛ.ΑΣ.»). Επίσης, από εμπιστευτική έκθεση, με ημερομηνία 22.10.2007 και με υπογραφή του τότε γενικού αστυνομικού διευθυντή Αττικής υποστράτηγου Ιωάννη Μπούτσικα, προκύπτει αφενός ότι πολλές φορές οι πολίτες προσφεύγουν στα αστυνομικά τμήματα και «αντί αρωγής και ενδιαφέροντος εισπράττουν αδιαφορία και αδράνεια», και αφετέρου ότι τα επίσημα στοιχεία που δίδονται κατά καιρούς από την ΕΛ.ΑΣ. για την εγκληματικότητα στην Αττική δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα (βλ. εκτενές δημοσίευμα των Λίας Νεσφυγέ και Στέλιου Βραδέλη στην εφημ. «Τα Νέα» της 19.11.2007, σελ. 1, 14-15 και κύριο άρθρο στη σελ. 3).
Ενόψει των δεδομένων αυτών, εμφανίζονται εύλογες και αναμενόμενες οι ερευνητικές διαπιστώσεις των Κ.Δ. Σπινέλλη / Μ. Κρανιδιώτη (Greek Crime Statistics) και των Κ.Δ. Σπινέλλη, Α. Χάιδου και Τ. Σεράση (Victim Theory and Research in Greece), στο C.D. Spinellis, Crime in Greece in Perspective, A.N. Σάκκουλας, 1997, αντιστοίχως 45-62, ιδίως 57 και 197-228, ιδίως 220, του Βασ. Χ. Καρύδη (Η αθέατη εγκληματικότητα. Εθνική Θυματολογική Έρευνα, Α.Ν. Σάκκουλας, σειρά Εγκληματο-Λογικά, αρ. 28, 2004, σελ. 128) και των Αντ. Μαγγανά, Γρ. Λάζου και Θεανώς Μανουδάκη («Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» της 1.2.2009, σελ. 49, δημοσίευμα της Νάντιας Βασιλειάδου με τίτλο «Μιλούν σε φίλους, αλλά όχι στην αστυνομία»), ότι: Μόλις 38,98% των αδικημάτων καταγγέλλονται στην αστυνομία (έρευνα Μαγγανά) και ότι σε παρόμοια επίπεδα κυμαίνονται οι ειδικότερες καταγγελίες πολιτών για ληστείες και προσωπικές κλοπές, δηλ. αντιστοίχως 41,8% και 40,3% (έρευνα Καρύδη – πρβλ. αναλυτικότερα Ν.Ε. Κουράκη, Δίκαιο Παραβατικών Ανηλίκων, Α.Ν. Σάκκουλας 2004, σελ. 190).
Είναι προφανές ότι οι περισσότεροι πολίτες, διαπιστώνοντας πως η αστυνομία δεν μπορεί να κάνει τίποτε για την όποια καταγγελία τους ελλείψει αποδείξεων ή και λόγω ανεπάρκειας στη λειτουργία της, αποφεύγουν να γνωστοποιούν τα εις βάρος τους αδικήματα, θεωρώντας ότι αυτό θα ήταν απλώς χάσιμο χρόνου (πρβλ. Β.Χ. Καρύδη, όπ.π., σελ. 133 επ.).
Όμως συνεπεία αυτής της κατάστασης, οι αστυνομικές στατιστικές καταντούν αναξιόπιστες, καθώς απεικονίζουν μόνον ένα μικρό μέρος των διαπραττομένων αδικημάτων, κάτι σαν την κορυφή του παγόβουνου, και δυσχεραίνουν έτσι ουσιωδώς τόσο την ακριβή διάγνωση του προβλήματος της εγκληματικότητας, όσο και τη συνακόλουθη αποτελεσματική αντιμετώπισή του. Καιρός είναι λοιπόν, μαζί με τις Εθνικές Στατιστικές για την οικονομική κατάσταση της χώρας, να αποκτήσουν επιτέλους αξιοπιστία και οι αστυνομικές μας στατιστικές, ιδίως δε να εγκαταλειφθούν τα τερτίπια της «δημιουργικής λογιστικής», που δεν ωφελούν κανέναν και αποτελούν απλώς στρουθοκαμηλισμό.
Υ.Γ. Να σημειώσουμε εδώ, με αυτή την ευκαιρία, ότι στοιχεία για τις αστυνομικές στατιστικές περιέχονται στην έντυπη "Στατιστική Επετηρίδα της Ελληνικής Αστυνομίας" κάθε έτους (επίσης, περιληπτικά, στην ιστοσελίδα www.astynomia.gr>στατιστικά στοιχεία), καθώς και στις σχετικές στήλες της "Στατιστικής της Δικαιοσύνης", που εκδίδει η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος (σε έντυπη μορφή έως το 1996 και σε ηλεκτρονική www.statistics.gr καθώς και e-mail για πληροφόρηση: data.dissem@statistics.gr).