της Γεωργίας Τζίφα,
φοιτήτριας Νομικής Σχολής Αθήνας
Στις 16 Απριλίου 2010 διοργανώθηκε από τη Δ.Α.Π.-Ν.Δ.Φ.Κ. Νομικής, στο κτήριο της Σχολής Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, επιστημονική εκδήλωση με θέμα «Ποινική Δικαιοσύνη και Σωφρονιστικό Σύστημα». Της εκδήλωσης προήδρευσε ο καθηγητής κ. Α. Δημητρόπουλος, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής της Αθήνας, ενώ σε αυτήν έλαβαν μέρος καθηγητές Νομικής, ποινικολόγοι, καθώς και εκπρόσωποι οργανώσεων απεξάρτησης και συμπαράστασης κρατουμένων.
Αφού καλωσόρισε τους συμμετέχοντες και παρουσίασε τους ομιλητές, ο προεδρεύων κ. Α. Δημητρόπουλος, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Νομικό Τμήμα του ΕΚΠΑ έδωσε τον λόγο στον κ. Λ. Κοτσαλή, καθηγητή του Ποινικού Δικαίου στο ίδιο Τμήμα. Ο κ. Κοτσαλής, αφού συνεχάρη τους διοργανωτές της εκδήλωσης για την επιλογή ενός, όπως τόνισε «διαχρονικά επίκαιρου θέματος» , με το οποίο ωστόσο η κοινωνία μας ασχολείται συνήθως σε περιόδους κρίσεων και μόνο, ανέφερε τα τρία βασικότερα θέματα με τα οποία επρόκειτο να ασχοληθεί στην ομιλία του: Τη νομική βάση και τη συστηματική θέση του σωφρονιστικού δικαίου, την εξέλιξή του και τη δημιουργία του σωφρονιστικού κώδικα καθώς και την αποστολή και τους στόχους του σωφρονιστικού δικαίου.
Ειδικότερα, όπως ανέφερε, νομική βάση του σωφρονιστικού δικαίου στη χώρα μας είναι ο Σωφρονιστικός Κώδικας και οι τροποποιήσεις του, από το 1974 και εξής. Η συστηματική του βάση προσεγγίζεται βάσει της θεωρίας των τριών πυλώνων: Αφού ο νόμος είναι που απειλεί την ποινή για κάποιο έγκλημα, ο δικαστής που την καταγιγνώσκει και η Πολιτεία που την επιβάλει, γίνεται κατανοητό πως το σωφρονιστικό δίκαιο εντάσσεται συστηματικά στον τρίτο πυλώνα. Στον εν λόγω πυλώνα, όπως τόνισε ο ομιλητής, η ποινική μεταχείριση εξατομικεύεται – ή τουλάχιστον, η εξατομίκευση της θα πρέπει να τίθεται ως στόχος- και ειδικό βάρος αποκτά πλέον, σε αντίθεση μάλιστα με τους δύο προγενέστερους πυλώνες, η ειδική πρόληψη.
Εξετάζοντας την εξέλιξη του σωφρονιστικού δικαίου και τη δημιουργία των σωφρονιστικών νόμων, ο κ. Κοτσαλής έθιξε, κατ’ αρχάς, το θέμα της διάστασης μεταξύ των σωφρονιστικών αναγκών κάθε εποχής και της αντίστοιχης έλλειψης προσωπικού και μέσων. Συγκεκριμένα, εξήγησε πως σε περιόδους οικονομικής κρίσης, η Πολιτεία δεν παρέχει επαρκείς πόρους για τον σκοπό αυτόν, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά ο σωφρονισμός των καταδικασθέντων. Όσον αφορά στον ελληνικό Σωφρονιστικό Κώδικα, ο κ. Κοτσαλής τον χαρακτήρισε ως «καλή βάση για περαιτέρω εξελίξεις στο χώρο του σωφρονιστικού δικαίου» μιας και αποτελεί παράδειγμα πλουραλιστικής αποτύπωσης απόψεων και κατευθύνσεων στο ίδιο κείμενο. Ιδιαίτερη σημασία απέδωσε στο θέμα της επανακοινωνικοποίησης των αποφυλακισθέντων, το οποίο ρυθμίζεται με σαφήνεια στον ποινικό κώδικα. Η Πολιτεία, υπογράμμισε, δε θα πρέπει να ξεχνά όποιον μπαίνει στη φυλακή (ούτε και τον ισοβίτη ακόμα), διότι οι αποφυλακισθέντες που δεν έχουν καμία ελπίδα γρήγορα επιστρέφουν στον παλιό τους τρόπο ζωής.
Τέλος, ο κ. Κοτσαλής αναφέρθηκε στους στόχους τους οποίους θα πρέπει να επιδιώκει το σωφρονιστικό δίκαιο, καθώς και στα σημαντικότερα ζητήματα που είναι απαραίτητο να αντιμετωπιστούν: Μεταξύ αυτών, η δημιουργία ενιαίας νομικής βάσης για το σωφρονισμό καθώς και η επίλυση των σχετικών με το προσωπικό των φυλακών προβλημάτων. Από τους επιδιωκτέους στόχους, ιδιαίτερη σημασία απέδωσε ο κ. Κοτσαλής στην εξατομίκευση της σωφρονιστικής μεταχείρισης μέσω ρυθμίσεων όπως η θέσπιση και η ενίσχυση των προγραμμάτων εργασίας και των ψυχαγωγικών προγραμμάτων εντός των φυλακών, η χορήγηση αδειών, και η διατήρηση επαφής του κρατούμενου με τους συγγενείς του καθ’ όλη τη διάρκεια της φυλάκισης ή της κάθειρξης.
Το λόγο έλαβε στη συνέχεια ο κ. Φ. Σπυρόπουλος, ποινικολόγος, Υποψήφιος Διδάκτωρ Ποινικού Δικαίου-Εγκληματολογίας Τμήματος Νομικής Αθήνας, ο οποίος ασχολήθηκε με το ζήτημα της αποζημίωσης των παρανόμως κρατηθέντων: Ανέφερε πως σχετικές διατάξεις υπάρχουν από το 1931, ωστόσο, ως το 2001 δε γνώριζαν καμία σχεδόν εφαρμογή. Το 2001 τροποποιήθηκαν, χωρίς όμως αυτό να σημάνει και την εξάλειψη των προβλημάτων. Οι εν λόγω διατάξεις εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από ασάφεια και πολυπλοκότητα, ενώ εξακολουθούν να αφορούν στους «αδίκως κρατηθέντες». Όπως όμως αναρωτήθηκε και ο ομιλητής, πόσοι δικαστές θα χαρακτήριζαν «άδικη» μία απόφαση συναδέλφου τους; Βήμα προς την επίλυση των σχετικών προβλημάτων θα αποτελούσε, σύμφωνα με τον κ. Σπυρόπουλο, η κατάργηση του ανώτατου ορίου των 30 ευρώ την ημέρα και η θεώρηση της χρηματικής αυτής αποκατάστασης αποκλειστικά ως «επανόρθωσης» υπό το πρίσμα του 5 παρ. 5 της ΕΣΔΑ, η αποσύνδεσή της δηλαδή από την αστικής προέλευσης έννοια της αποζημίωσης. Για την αντιμετώπιση των εν λόγω προβλημάτων απαιτείται όμως, όπως υπογράμμισε και ο ομιλητής, «θάρρος, τόσο από τον νομοθέτη όσο και από τους δικαστές».
Ακολούθησε εισήγηση του κ. Ιωαννίδη, δικηγόρου, ο οποίος παρουσίασε το έργο του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ). Το ΚΕΘΕΑ το οποίο λειτουργεί, ειδικότερα, ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα υπό την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της εξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες, δίνοντας έμφαση τόσο στη πρωτογενή πρόληψη όσο και στη θεραπεία. Μέρος της αντιμετώπισης αυτής αποτελεί και η παροχή νομικής στήριξης σε όσα μέλη το επιθυμούν. Ειδικότερα, όπως εξήγησε ο κ. Ιωαννίδης, μία από τις κυριότερες συνέπειες της εμπλοκής με τις ναρκωτικές ουσίες είναι και η ανάπτυξη παραβατικής συμπεριφοράς. Η κοινωνική επανένταξη, συνεπώς, ενός πρώην εξαρτημένου ατόμου δεν μπορεί να είναι επιτυχής εάν δε συνοδευθεί και από την «εκκαθάριση» των όποιων ποινικών του εκκρεμοτήτων, κατά κύριο λόγο εκείνων που θα έθεταν σε κίνδυνο τη θεραπευτική του πορεία.
Ο κ. Ιωαννίδης, εν συνεχεία, εξέθεσε σύντομα τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ΚΕΘΕΑ, τονίζοντας πως, 5 χρόνια μετά την ολοκλήρωση των θεραπευτικών προγραμμάτων, τα 2/3 από όσους συμμετείχαν σε αυτά απείχαν από τα ναρκωτικά, από παραβατική συμπεριφορά ενώ, παράλληλα, είχαν επανενταχθεί κοινωνικά. Τέλος, επεσήμανε πως το πρόβλημα των ναρκωτικών και της παραβατικότητας είναι πολυσύνθετο, πως μόνο με μία ολοκληρωμένη και συνολική προσέγγιση εκ μέρους της Πολιτείας μπορεί να αντιμετωπισθεί επιτυχώς και πως έμφαση πρέπει να δοθεί στην πρόληψη και τις κοινωνικές παρεμβάσεις. Ο ποινικός σωφρονισμός, όπως τόνισε, πρέπει να αποτελεί το τελευταίο μέσο, εκείνο στο οποίο καταφεύγουμε αφού έχουν εξαντληθεί όλα τα άλλα.
Το έργο του Συλλόγου Συμπαράστασης Κρατουμένων «Ο Ονήσιμος» παρουσίασε η κα. Π. Εικοσιπεντάρχου, ψυχολόγος. Η κα. Εικοσιπεντάρχου, ειδικότερα, ξεκίνησε την εισήγησή της θέτοντας ένα καίριο ερώτημα: «Μιλάμε για σωφρονισμό. Ποιοι όμως από εμάς είναι οι «σώφρονες» που έχουν το δικαίωμα να «σωφρονίσουν» τους άλλους»; Η ομιλήτρια τόνισε πως το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι κρατούμενοι, ακόμα και πριν τον εγκλεισμό τους στη φυλακή, είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση, στην οποία εν πολλοίς οφείλεται η ανάπτυξη παραβατικής συμπεριφοράς. Όπως χαρακτηριστικά επεσήμανε, «μιλάμε για κοινωνική επανένταξη των αποφυλακισθέντων, στις περισσότερες όμως περιπτώσεις, λόγω της χαμηλής αυτοεκτίμησης δεν έχει προηγηθεί καν η ένταξή τους στην κοινωνία». Για το λόγο αυτό, ο Σύλλογος Συμπαράστασης Κρατουμένων «Ο Ονήσιμος» αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην ψυχολογική στήριξη των κρατουμένων (αλλά και των οικογενειών τους) ώστε να τους βοηθήσει να αναπτύξουν την αυτοεκτίμησή τους, απαραίτητη προκειμένου να μπορούν να προβούν, στο μέλλον, σε ορθές επιλογές. Εκτός αυτών, ο Σύλλογος στηρίζει και υλικά τους κρατούμενους με την παροχή, μεταξύ άλλων, ρούχων, κλινοσκεπασμάτων, καθαριστικών, δωρεάν νομικής βοήθειας αλλά και βιβλίων, μουσικών οργάνων, υλικών εργαστηρίων κ.α.
Τελευταίος έλαβε το λόγο ο προεδρεύων κ. Α. Δημητρόπουλος, ο οποίος εξέτασε το ζήτημα της εφαρμογής των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων στις ειδικές κυριαρχικές σχέσεις, ειδικότερα, στην περίπτωση των κρατουμένων στη φυλακή. Συγκεκριμένα, εξήγησε πως, σύμφωνα με την αρχή της βασικής ισχύος των δικαιωμάτων, τα δικαιώματα εφαρμόζονται και στις μερικότερες/ειδικές κυριαρχικές σχέσεις, με διαφορετική βέβαια έκταση. Η έκτασή τους αυτή μπορεί να οριοθετηθεί με βάση τη θεωρία της θεσμικής εφαρμογής των συνταγματικών δικαιωμάτων, της λήψης δηλαδή υπ’ όψιν, κατά την εφαρμογή ενός δικαιώματος, του θεσμικού περιβάλλοντος στο οποίο ασκείται αυτό και με το οποίο αυτό συνδέεται αιτιωδώς και της ανάλογης προσαρμογής του. Μπορεί δηλαδή να περιοριστεί, σύμφωνα με τα παραπάνω, το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των κρατουμένων, όχι όμως, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα της ανθρώπινης ζωής, της υγείας, η ανθρώπινη αξία, το δικαίωμα επικοινωνίας τόσο με την οικογένεια/συγγενείς όσο και με τον έξω κόσμο (πχ μέσω των ΜΜΕ) καθώς και όλα τα δικαιώματα που ανάγονται στην πνευματική υπόσταση του ανθρώπου.
Η εκδήλωση έκλεισε με συζήτηση μεταξύ των ομιλητών και του κοινού, η οποία περιστράφηκε κυρίως γύρω από τα θέματα των ιδιωτικών φυλακών, της χρηματικής επανόρθωσης για τους αδίκως κρατηθέντες, της θανατικής ποινής και της έμπρακτης συμπαράστασης σε κρατούμενους.