Δρ. Ηλίας Εμ. Κορομηλάς
Κοινωνιολόγος, Πάντειο Πανεπιστήμιο
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η υπό εξέτασιν έρευνα έχει μία προϋπόθεση (Α) και μία υπόθεση εργασίας (Β).
Α: Από το τέλος του εικοστού αιώνα και μέχρι τις μέρες μας, εκτυλίσσεται και γιγαντώνεται η Εποχή των Εικόνων που αιτείται ενός κατά το μάλλον ή ήττον, αμιγούς Οπτικού Πολιτισμού.
Β: Τα εννοιοκρατικά μοντέλα που βασίστηκαν στη φιλοσοφία της γλώσσας και γεννήθηκαν κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, παρουσιάζουν όλο και μεγαλύτερη δυσλειτουργία στην εκπαίδευση των φοιτούντων, καθώς ούτε μπορούν πλέον να προσδιορίσουν αποτελεσματικά τα τρέχοντα γνωστικά πεδία, ούτε να εγκαταστήσουν αποτελεσματικές αποκρίσεις των εκπαιδευομένων προς τις εργασιακές απαιτήσεις του τρέχοντος Zeitgeist.
Τίθεται επί τάπητος, εν προκειμένω, η απόπειρα διερεύνησης ενός προτεινόμενου αισθησιοκρατικού μοντέλου και η θεμελίωση του, τόσο νευροφυσιολογικά, όσο και κοινωνιολογικά.
Με αυτό ως εφαλτήριο προτείνονται δύο ενεργά προγράμματα εφαρμογής στη Μέση Εκπαίδευση (ένα στον αγγλοσαξονικό και ένα στον ελληνικό χώρο) με μία πλειάδα πρώτων αποτελεσμάτων που καταδεικνύουν πρωτογενή επιτυχία στο επίπεδο της υποβάθμισης της επιθετικότητας παράλληλα με ευελιξία στην κοινωνική ενσωμάτωση, της αύξησης της μαθησιακής ετοιμότητας και της όξυνσης της κριτικής ικανότητας απέναντι σε ετερογενή οπτικά αντιλήμματα.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ήδη, από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, παρουσιάζεται όλο και επιτεινόμενο το φαινόμενο της διάστασης μεταξύ της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της επαγγελματικής αποκατάστασης που αντιστοιχεί στα ανάλογα γνωστικά πεδία. Από πολύ νωρίς, το φαινόμενο έγινε αντικείμενο μελέτης τόσο των κοινωνιολόγων της εκπαίδευσης όσο και αυτών που μελετούν τις διαπολιτισμικές και τις εσοατερικές μεταναστεύσεις στον δυτικό κόσμο. Η επικρατούσα άποψη κατέληξε - σε γενικές γραμμές - να είναι πως η διάσταση οφείλεται συνήθως, τόσο στη διηνεκή μετακίνηση των πληθυσμών στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών αλλά και των αμερικανικών συνόρων, όσο και στο γεγονός ότι η συνεχής ρευστότητα και πολυμορφία των σύγχρονων οικονομιών δεν επιτρέπουν την ενασχόληση του σύγχρονου υποκειμένου με ένα μόνο γνωστικό αντικείμενο. Απαιτείται, στην πραγματικότητα, μια συνεχής εγρήγορση και ικανότητα προσαρμογής των γνώσεων που αποκτήθηκαν κατά την τριτοβάθμια εκπαίδευση προς διαφορετικές επιβιωτικές πρακτικές. Ωστόσο, το φαινόμενο δεν είναι άμοιρο του γεγονότος της ίδιας της μεταμόρφωσης αυτού που ήταν δεδομένο ως τριτοβάθμια εκπαίδευση, μέχρι περίπου τα μέσα του εικοστού αιώνα. Σχετίζεται μάλιστα με μια σειρά πραγμάτων όπως:
Ι. τις ενδιαφέρουσας μορφής πληροφορικές εξειδικεύσεις που παρατηρήθηκαν στις σύγχρονες τεχνολογικές σχολές μετά το 1970
2. την αναμόρφωση έως και την εξαφάνιση συγκεκριμένων γνωστικών πεδίων των ανθρωπιστικών επιστημών που αναγκάστηκαν να εισαγάγουν προς το τέλος του εικοστού αιώνα, όλο και σκληρότερες πρακτικές λογικής, αυτοπροσδιορισμού, έως και πρακτικές τεχνητών γλωσσών, ώστε να μπορέσουν να αποκαθάρουν τις μεθοδολογικές τους βάσεις από την διογκούμενη αμφισημία που βάρυνε την αξιοπιστία των επιστημών αυτής της τάξης.
Με την υπόθεση εργασίας μου προτείνω μια διαφορετική οπτική του προβλήματος, επειδή θεωρώ ότι το χάσμα οφείλεται στην παρατεταμένη χρήση των εννοιοκρατικών κυρίαρχων εξισορροπήσεων κατά το πνεύμα της εποχής του εικοστού αιώνα, ενώ τούτο ήδη χαρακτηρίζει τον οπτικό πολιτισμό στην Εποχή των Εικόνων , ιδιαιτέρως κατά την τελευταία εικοσαετία. Υπάρχει δηλαδή η εσωτερική αντίφαση των επιταγών της φιλοσοφίας της γλώσσας και του παιδαγωγικού παρελθόντος των δύο προηγούμενων αιώνων που αυτή στηρίζει (νεωτερικότητα), κατ΄ αντίθεση προς μία πραγματικότητα παραγόμενη από προσομοιώσεις, οι οποίες, σε επίπεδο καθημερινών πρακτικών κοινωνικής αρένας, παράγουν όλο και περισσότερες κανονιστικές εξισορροπήσεις αισθησιοκρατικού τύπου.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση καλείται να προμηθεύσει στον εκπαιδευόμενο δύο ειδών γνωστικά εργαλεία. Αφ΄ ενός τα αντιλήμματα με τα οποία θα μπορεί να αναγνωρίζει και να διαχειρίζεται με υψηλή ανταπόκριση την γνωστική του ικανότητα. Αφ΄ ετέρου, τις έννοιες με τις οποίες θα πρέπει να απευθύνεται τόσο στο κοινό που απολαμβάνει τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής (την πελατεία του), όσο και στην ευρύτερη αστική ομάδα υποδοχής του.
Παρατηρούμε, εν προκειμένω, δύο σημαντικά ζητήματα που αναπτύσσονται σε όλες τις σύγχρονες μεγαπόλεις που περικλείουν διαφορετικής πολιτισμικής προέλευσης και ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος θρυαλλίδες υποομάδων.
Το ένα είναι τα κοινά οπτικά αντιλήμματα της πληροφορικής (κυρίως μέσω χρήσης διαδικτύου), της διαφήμισης και των προσομοιώσεων της καθημερινής αστικής πραγματικότητας που δρουν ως συγκολλητινογόνο συνεννόησης μεταξύ των ως άνω ομάδων και διαμορφώνουν τις καθημερινά αναμενόμενες συμπεριφορές τους (ως κυρίαρχες εξισορροπητικές τάσεις).
Το άλλο είναι τα διαφορετικά εννοιακά δεδομένα που αποτελούν το προεννοιακό δίκτυο της ειδικής πολιτισμικής τεχνογνωσίας και τεχνομεθοδολογίας των ίδιων ομάδων, που εντοπίζονται στο εξίσου ειδικό πολιτισμικά διαφοροποιημένο παρελθόν.
Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση σήμερα πρέπει, για να είναι αποτελεσματική, ευέλικτη και προσαρμόσιμη, να δίνει στον εκπαιδευόμενο τα εργαλεία γεφύρωσης των δύο προηγούμενων ζητημάτων. Τα εργαλεία αυτά μάλιστα, πρέπει να έχουν τις σταθερότερες (το δυνατόν) βάσεις και να καταλήγουν σε προτάσεις με υψηλή απαίτηση τιμής αληθείας.
Τούτο προϋποθέτει διαφορετικές διαδικασίες εισδοχής, διαφορετική οριοθέτηση των γνωστικών πεδίων και άλλης τάξης πιστοποίηση των ικανότητος των αποφοιτούντων.