Meda Chesney-Lind (1947- )
της Ιωάννας Γουσέτη,
Κοινωνιολόγου – ΜΔΕ Εγκληματολογίας, Πάντειο Παν/μιο,
Υπ. Δρ., LSE
Criminology has long suffered from what Jessie Bernard has called the “stag effect” (Bernard, 1964, όπως παρατίθεται στο Chesney-Lind & Pasko, 2012, σ. 3)
Βιογραφικά στοιχεία και ακαδημαϊκή σταδιοδρομία
Η Meda Chesney-Lind θεωρείται σήμερα μία από τις σημαντικότερες εκπροσώπους της φεμινιστικής Εγκληματολογίας, αλλά και της Εγκληματολογίας του φύλου, ευρύτερα (Belknap, 2004). Έχοντας συγγράψει περισσότερα από σαράντα άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, τριάντα-οκτώ κεφάλαια σε συλλογικούς τόμους, και τέσσερις μονογραφίες - σε συνδυασμό με την έντονη ερευνητική της δραστηριότητα από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα – η συνεισφορά της στην ανάδειξη, κατανόηση, και αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των γυναικών μπορεί να χαρακτηριστεί μείζονος σημασίας (Belknap, 2010, σ. 273). Το γεγονός αυτό κάνει την ενασχόληση με την παρουσίαση της ακαδημαϊκής της σταδιδρομίας ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, αντίστοιχο ενδιαφέρον προκαλούν και πολλές πτυχές της προσωπικής ζωής της Chesney-Lind, τις οποίες και η ίδια έχει χαρακτηρίσει ως καθοριστικές στη χάραξη της επιστημονικής της διαδρομής (Cavender, 1995; Belknap, 2004).
Γεννημένη το 1947 σε μια επαρχιακή πόλη της Οκλαχόμα των Η.Π.Α., κινδύνεψε να χάσει τη ζωή της σε ηλικία τεσσάρων ετών κατά τη διάρκεια ενός από τους πιο καταστροφικούς κυκλώνες στην αμερικανική ιστορία (Belknap, 2010). Τόσο εκείνη και τα τρία αδέλφια της όσο και οι γονείς της επέζησαν, αλλά το σπίτι τους καταστράφηκε, γεγονός που οδήγησε την οικογένεια να μετοικήσει στους γονείς του πατέρα της στη Βαλτιμόρη. Η σημαντική αυτή αλλαγή στη ζωή τους, σε συνδυασμό με την ανεργία του γεολόγου πατέρα της Chesney-Lind και τη συνακόλουθη οικονομική δυσχέρεια, αποσταθεροποίσαν σημαντικά τις οικογενειακές ισορροπίες. Ο εθισμός του πατέρα της στο αλκοόλ, και η εκδήλωση κακοποιητικής συμπεριφοράς προς τα παιδιά, οδήγησαν τη μητέρα της Chesney-Lind στην εγκατάλειψη του συζύγου της, και στην επιστροφή στο σπίτι των γονιών της στο Όρεγκον μαζί με τα τέσσερα παιδιά της (Belknap, 2010).
Τρία χρόνια αργότερα, το 1965, η Chesney-Lind τελειώνει το σχολείο, κι εγγράφεται στο Κολέγιο Whitman της Ουάσιγκτον. Ένα από τα πρώτα μαθήματα που παρακολουθεί είναι αυτό της Κοινωνιολογίας, το οποίο της κεντρίζει το ενδιαφέρον για τη δυνατότητα μελέτης και βαθύτερης κατανόησης της κοινωνικής ζωής που παρέχει. Στο ίδιο Κολέγιο έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή και με την Εγκληματολογία (Cavender, 1995). Πέραν των σπουδών της, το ευρύτερο κοινωνικο-πολιτικό κλίμα της εποχής, καθώς και η έντονη ακτιβιστική δραστηριότητα της ίδιας και του μετέπειτα συζύγου της Ian Lind κατά του πολέμου του Βιετνάμ, επέδρασαν σημαντικά στην ανάπτυξη επιστημονικού ενδιαφέροντος εκ μέρους της απέναντι σε ζητήματα, όπως ο εγκλεισμός, η εγκληματοποίηση, η προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο πλαίσιο του ποινικού συστήματος (Cavender, 1995; Belknap, 2004).
Συνέχισε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Χαβάης, όπου μετακόμισε με τον σύζυγό της στις αρχές τις δεκαετίας του 1970, προκειμένου να ζήσουν στον τόπο καταγωγής του (Cavender, 1995). Κομβική, σύμφωνα με την ίδια, για την εξέλιξη της επιστημονικής της διαδρομής υπήρξε η διπλωματική της εργασία, η οποία πραγματευόταν το – καινοτομικό για την εποχή - θέμα του γυναικολογικού ελέγχου των γυναικών κρατουμένων (Cavender, 1995). Η ίδια, σε συνέντευξη που παραχώρησε το 1995, αναλογίζεται τους λόγους που την οδήγησαν στην επιλογή του συγκεκριμένου θέματος. Το οικογενειακό δικαστήριο της Χονολουλού, το οποίο διατηρούσε αρχείο από ιδρύσεώς του, αποφάσισε να αποσύρει το αρχειακό υλικό παλαιότερων ετών, το οποίο εν τέλει, και μετά από σχετική έκκληση μερίδας Καθηγητών, παραχωρήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Χαβάης. Η Chesney-Lind θυμάται πως στην όψη του γεμάτου αρχεία από το δικαστήριο δωματίου, και σκεπτόμενη με τι απ’ όλα θα μπορούσε να ασχοληθεί, κατέληξε στο ότι εκείνα που αφορούσαν στις γυναίκες συγκέντρωναν συγκριτικά πλεονεκτήματα: ήταν λιγότερα αριθμητικά, και άγγιζαν θέματα επιστημονικά «ανεξερεύνητα» (Cavender, 1995).
Ένα από τα κεντρικά αποτελέσματα της έρευνάς της αφορούσε στο σεξιστικό χαρακτήρα διαφόρων πρακτικών αντιμετώπισης των γυναικών από το ποινικό σύστημα. Οι διαπιστώσεις της κέντρισαν το ενδιαφέρον της αμερικανικής εγκληματολογικής κοινότητας, όπως φάνηκε από την ανταπόκριση που είχε η σχετική εισήγησή της Chesney-Lind στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Εγκληματολογίας, το 1973. Ωστόσο, όπως σημειώνει η ίδια, η «πρώιμη» επιστημονική αναγνώριση της μεταπτυχιακής φοιτήτριας αντιμετωπίστηκε μάλλον με αμφιθυμία από τους καταξιωμένους επιστήμονες του Πανεπιστημιακού Τμήματος, απ’ όπου προερχόταν (Belknap, 2010).
Την ίδια περίοδο, η ακτιβιστική της δραστηριότητα στο πλαίσιο γυναικείων οργανώσεων την έφερε σε επαφή με πτυχές της ζωής των γυναικών που δε μπορούσε να φανταστεί, όπως σημειώνει η ίδια, πως είναι επιδεκτικές επιστημονικής μελέτης (Cavender, 1995). Έτσι, αποφασίζει να συνεχίσει τις σπουδές της σε διδακτορικό επίπεδο στο ίδιο Πανεπιστήμιο, αλλά το προτεινόμενο από την ίδια θέμα μελέτης απορρίπτεται, με την αιτιολογία πως είναι συναφές με αυτό της διπλωματικής της εργασίας. Εν τέλει, η διδακτορική της διατριβή αφορούσε στην έκτρωση, και στους λόγους που οδηγούν τις γυναίκες στη λήψη ή όχι σχετικής απόφασης (Cavender, 1995).
Το διδακτικό έργο της Chesney-Lind ξεκινά πριν την ολοκλήρωση των σπουδών της, καθώς από το 1973 παρέδιδε κοινωνιολογικά μαθήματα στο Κοινοτικό Κολλέγιο της Χονολουλού. Μεταξύ 1979-1985, παράλληλα με τα μαθήματα αυτά, διδάσκει και στο Πανεπιστήμιο της Χαβάης στο Μανόα, ενώ το 1985 εντάσσεται στο ερευνητικό δυναμικό του Youth Development and Research Center του ίδιου Πανεπιστημίου (
http://chesneylind.com/vita.pdf). Κατά τη δεκαετία του 1990, δέχεται πρόταση από τις πρυτανικές αρχές του Πανεπιστημίου να αναλάβει τη διεύθυνση του Τμήματος Γυναικείων Σπουδών, την οποία αποδέχεται, πραγματοποιώντας σημαντικές αλλαγές στο αναλυτικό πρόγραμμα και τη δομή του Τμήματος, οι οποίες το καθιστούν τα επόμενα χρόνια ένα από τα δημοφιλέστερα και ερευνητικά πιο δραστήρια του Πανεπιστημίου (Cavender, 1995). Στη θέση αυτή παραμένει μέχρι σήμερα, ενώ διατελεί επισκέπτρια Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και στο Portland State University (
http://chesneylind.com/vita.pdf). Η ίδια, πάντως, αναφερόμενη στο διδακτικό της έργο, ξεχωρίζει ως εμπειρία την παράδοση μαθημάτων σε φυλακή της Χαβάης στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η οποία της έδωσε την ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με γυναίκες κρατούμενες, και να ακούσει από τις ίδιες τις ιστορίες ζωής τους (Cavender, 1995).
Ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζει, άλλωστε, την επιστημονική διαδρομή και το έργο της Chesney-Lind είναι η άμεση σύνδεση της επιστήμης με την καθημερινή ζωή, υπό την έννοια της μελέτης των κοινωνικών φαινομένων, όπως είναι η εγκληματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη το υφιστάμενο κάθε φορά κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό πλαίσιο, και δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην τήρηση της επιστημονικής μεθοδολογίας (Belknap, 2010). Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά η ίδια, ως εκπρόσωπος της φεμινιστικής σκέψης, "το προσωπικό είναι πολιτικό" (Cavender, 1995, p. 288; Chesney-Lind, 2006). Ωστόσο, ο ουδόλως δογματικός τρόπος με τον οποίο μετουσίωσε τη θέση της αυτή σε επιστημονική πράξη, αντανακλάται μεταξύ των άλλων στο επιστημολογικό και μεθοδολογικό υπόβαθρο του έργου της, καθώς και στην επιρροή που άσκησε όχι μόνο στη φεμινιστική Εγκληματολογία, αλλά στην εγκληματολογική σκέψη εν γένει.
Η φεμινιστική Εγκληματολογία της Meda Chesney-Lind
Τα βασικά αντικείμενα μελέτης της Meda Chesney-Lind αφορούν στην εγκληματικότητα των γυναικών, και στην αντιμετώπισή τους από το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης (Belknap, 2010). Πιο συγκεκριμένα, στα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εντάσσονται: η σχέση της εγκληματικής συμπεριφοράς των γυναικών με τη θυματοποίησή τους σε ενδοοικογενειακό επίπεδο κι ευρύτερα (βλ. Chesney-Lind, 1974; Federle & Chesney-Lind, 1992; Chesney-Lind & Pasko, 2012), η εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς από γυναίκες και η συμμετοχή τους σε συμμορίες (βλ. Chesney-Lind & Hagerdon, 1999; Chesney-Lind, 2004; Chesney-Lind & Irwin, 2008α, 2008β), η ποινική αντιμετώπιση της γυναίκας εγκληματία (βλ. Chesney-Lind & Shelden, 2004), και οι αντίστοιχες επιπτώσεις της ανάπτυξης των πολιτικών «μηδενικής ανοχής» τις τελευταίες δεκαετίες (βλ. Chesney-Lind, 1991; MacDonald & Chesney-Lind, 2001; Mauer & Chesney-Lind, 2002).
Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των προσεγγίσεων της σε μεθοδολογικό επίπεδο είναι η προσπάθεια εφαρμογής συνδυαστικών μεθόδων μελέτης , χρησιμοποιώντας για παράδειγμα τόσο εγκληματολογικές στατιστικές όσο και σε βάθος συνεντεύξεις με γυναίκες δράστες ή/και θύματα εγκλημάτων (Belknap, 2010). Η χρήση του μεθοδολογικού τριγωνισμού στην πλειονότητα των ερευνών της συνιστά, σύμφωνα με την ίδια, έναν τρόπο διατήρησης του ερευνητικού υποκειμένου – εν προκειμένω της γυναίκας εγκληματία ή θύματος - και της «φωνής» της, των βιωμάτων της, της ιστορίας ζωής της, στο επίκεντρο της μελέτης (Cavender, 1995; Belknap, 2010). Απώτερο στόχο του έργου της αποτελεί διαχρονικά η επιστημονική μελέτης της εγκληματικότητας των γυναικών μέσα από μη στερεοτυπικές ή σεξιστικές προσεγγίσεις (Belknap, 2010, σ. 273).
Αναφορικά με τη μελέτη της εγκληματικής συμπεριφοράς των γυναικών, θέτει στο επίκεντρο του προβληματισμού της το ερώτημα: «Πού οφείλεται η υφιστάμενη έλλειψη κριτικού πνεύματος στις προσεγγίσεις της βίας και της εγκληματικότητας των γυναικών;», και διαπιστώνει πως «η Εγκληματολογία είναι βασικά ‘ανδροκεντρική’» (Chesney-Lind & Pasko, 2012, σ. 3). Σύμφωνα με την ίδια, μια προσέγγιση της εγκληματικότητας των γυναικών, η οποία δε θα βασίζεται σε παρωχημένες σεξιστικές αντιλήψεις, θα πρέπει μεταξύ των άλλων να εξετάζει ενδελεχώς το ζήτημα της εγκληματοποίησης, και το ρόλο του σύγχρονου ποινικού συστήματος στη διατήρηση των πατριαρχικών δομών (Chesney-Lind & Pasko, 2012, σ. 5). Στο επίκεντρο των προσεγγίσεων αυτών τίθεται το ζήτημα της «πολλαπλής περιθωριοποίησης» (multiple marginality, βλ. Bloom, Owen, & Covington, 2003) των γυναικών εγκληματιών και θυμάτων, λόγω φύλου, εθνικής προέλευσης, κοινωνικής τάξης. Σύμφωνα με την Chesney-Lind, η κατανόηση της ζωής και των επιλογών των κοριτσιών και των γυναικών που εμπλέκονται στο ποινικό σύστημα προϋποθέτει μια ευρύτερη κατανόηση των πλαισίων εντός των οποίων λαμβάνει χώρα η εγκληματική τους δράση. Υπό αυτήν την έννοια, τα προβλήματα των νεαρών κοριτσιών σχετίζονται με την εγκληματικότητα των γυναικών, και η επαρκής εξέταση της σχέσης αυτής είναι εφικτή μέσα από προσεγγίσεις που δεν προσλαμβάνουν την «παραβατικότητα» και την «εγκληματικότητα» ως άσχετες καταστάσεις, αλλά ως αλληλένδετες διαδικασίες (Chesney-Lind & Pasko, 2012, σ. 5).
Κάτω από αυτό το πρίσμα, η ενασχόληση της Chesney-Lind με το ειδικότερο ζήτημα της βίαιης συμπεριφοράς των γυναικών στοχεύει στην αμφισβήτηση των κυρίαρχων κοινωνικών αναπαραστάσεων – κι ενίοτε των επιστημονικών προσεγγίσεων - επί του θέματος, οι οποίες θέτουν ως βασική εξηγητική παράμετρο του φαινομένου την υιοθέτηση «ανδρικών» προτύπων συμπεριφοράς, όπως η βία, εκ μέρους των γυναικών (masculinization perspective), ως επακόλουθο της χειραφέτησής τους (Chesney-Lind & Irwin, 2008β). Σύμφωνα με την ίδια, η αύξουσα πορεία που διαγράφουν τις τελευταίες δεκαετίες τα εγκλήματα βίας με δράστες γυναίκες στις αμερικανικές στατιστικές εγκληματικότητας μπορεί να ερμηνευθεί μέσα από δύο – αλληλένδετους - μηχανισμούς• τη διεύρυνση των ποινικά κολάσιμων βίαιων συμπεριφορών (relabeling) και την αυστηροποίηση της ποινικής αντιμετώπισης λιγότερο ‘σοβαρών’ μορφών βίας (upcriming), (Chesney-Lind & Irwin, 2008α; Bonistall, 2011). Για την Chesney-Lind, οι επιπτώσεις των «ανδροκεντρικών» προσεγγίσεων της βίαιης συμπεριφοράς των γυναικών, πέραν της διαστρέβλωσης της κοινωνικής πραγματικότητας, αφορούν και στην ποινική αντιμετώπιση των γυναικών, η οποία χαρακτηρίζεται τα τελευταία χρόνια από ένταση της συχνότητας και της διάρκειας των στερητικών της ελευθερίας ποινών (Chesney-Lind & Irwin, 2008β).
Το ζήτημα της αντιμετώπισης των γυναικών στο πλαίσιο του ποινικού συστήματος αποτελεί διαχρονικό αντικείμενο μελέτης για τη Chesney-Lind. Στο βραβευμένο από την Αμερικανική Εταιρεία Εγκληματολογίας σύγγραμμά της Girls, Delinquency and Juvenile Justice (Chesney-Lind & Shelder, 1992) πραγματοποιεί ανασκόπηση της υφιστάμενης βιβλιογραφίας επί του θέματος, μελετά τη σχετική νομοθεσία, και διεξάγει συνεντεύξεις με γυναίκες εγκληματίες. Συμπερασματικά, επισημαίνει πως το (αμερικανικό) ποινικό σύστημα χαρακτηρίζεται από ένταση της εγκληματοποίησης μιας σειράς συμπεριφορών που εκδηλώνονται κυρίως από γυναίκες (π.χ. πορνεία), σεξιστικές πρακτικές αντιμετώπισης, καθώς και απουσία γνώσης εκ μέρους των φορέων του συστήματος αναφορικά με τη σχέση «γυναικείας» θυματοποίησης και εγκληματικότητας (Chesney-Lind & Shelder, 1992).
Τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον της στρέφεται κυρίως στη διεύρυνση των κατασταλτικών πολιτικών αντιμετώπισης του εγκλήματος, και στις επιπτώσεις της για τις γυναίκες δράστες. Η Chesney-Lind μελετά τα εν λόγω ζητήματα υπό το πρίσμα της πολιτικοποίησης του εγκληματικού προβλήματος τις τελευταίες δεκαετίες στο δυτικό κόσμο, εστιάζοντας στην περίπτωση των Η.Π.Α. Όπως σημειώνει η ίδια, η αυστηροποίηση των ποινικών απαντήσεων απέναντι στο έγκλημα συνιστά σήμερα αναπόσπαστο μέρος των προεκλογικών εκστρατειών πολλών των πολιτικών, ενώ οι αντίστοιχες αντεγκληματικές πολιτικές εφαρμόζονται συχνά σε βάρος μιας σειράς κοινωνικών υπηρεσιών, λόγω έλλειψης πόρων (Mauer & Chesney-Lind, 2002; Chesney-Lind & Pasko, 2012). Στο πλαίσιο αυτό, το ποσοστό εγκλεισμού των γυναικών σημείωσε αύξηση της τάξεως του 757% μεταξύ 1977-2006, στις Η.Π.Α. (Frost, Green, & Pranis, 2006), με τις μη λευκές γυναίκες να υπερεκπροσωπούνται στον έγκλειστο πληθυσμό, συνεπεία εν μέρει της «πολλαπλής περιθωριοποίησής» τους λόγω φυλής και φύλου (Belknap, 2010; Chesney-Lind & Pasko, 2012).
Η εγκληματολογική συμβολή της Meda Chesney-Lind
Ο κομβικός ρόλος που διαδραμάτισε, κι εξακολουθεί να διαδραματίζει, η Chesney-Lind στην ανάπτυξη της φεμινιστικής Εγκληματολογίας αποτελεί κοινό τόπο για την εγκληματολογική κοινότητα, φεμινιστικής κατεύθυνσης και μη (Belknap, 2004, 2010). Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθεί πως κατά τη διάρκεια της σαρανταετούς επιστημονικής της σταδιοδρομίας, της έχουν απονεμηθεί περισσότερα από είκοσι βραβεία, μεταξύ των οποίων το Board of Regent΄s Medal for Excellence in Research από το Πανεπιστήμιο της Χαβάης (1994), το Herbert Block Award for Outstanding Services to the Society and the Profession από την Αμερικανική Εταιρεία Εγκληματολογίας (1996), το Bruce Smith, Sr. Award for Outstanding Contributions to Criminal Justice από την αμερικανική Ακαδημία Ποινικών Σπουδών (2001).
Η συμβολή της θα μπορούσε να συνοψιστεί σε δύο σημεία• από τη μια μεριά, στην ανάδειξη της πολυπολοκότητας του θέματος της εγκληματικότητας των γυναικών, και από την άλλη μεριά στον συνεχή αγώνα της για την προάσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών εγκληματιών ή/και θυμάτων, και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των νεαρών κοριτσιών και γυναικών που εμπλέκονται στο έγκλημα.
Η συστηματική ενασχόληση – σε θεωρητικό κι ερευνητικό επίπεδο – με πολυάριθμες πτυχές της εγκληματικότητας των γυναικών, και η θέση των ζητημάτων αυτών στο επίκεντρο της επιστημονικής ατζέντας συνιστούν μέρος μόνο της συμβολής της στη φεμινιστική εγκληματολογική σκέψη. Όπως η ίδια καταδεικνύει μέσα από το έργο της, εξίσου σημαντική με την ανάπτυξη ενός αντικειμένου μελέτης, είναι και η διαμόρφωση κατάλληλων τρόπων διερεύνησής του (Chesney-Lind & Pasko, 2012). Η ενασχόληση με την εγκληματική συμπεριφορά, και τη θυματοποίηση των γυναικών δε συνιστά για τη Chesney-Lind απλώς ένα αντικείμενο επιστημονικής μελέτης. Πρόκειται, επιπρόσθετα, για ένα πεδίο εκδήλωσης της υφιστάμενης καταπίεσης των γυναικών και των κοινωνικά κυρίαρχων σεξιστικών στερεοτύπων. Η επιστημονική μελέτη των ζητημάτων αυτών είναι σημαντική γιατι δίνει τη δυνατότητα ανάδειξης και σε βάθος κατανόησής τους, και στο μέτρο του δυνατού μεταβολής τους (Cavender, 1995; Chesney-Lind & Pasko, 2012).
Άλλωστε, όπως η ίδια έχει επισημάνει, προσπαθούσε πάντα να «πατά» σε δύο κόσμους, τόσο στον ακαδημαϊκό όσο και σ’ αυτόν του κοινωνικου ακτιβισμού. Κατά την ίδια, ο ρόλος που μπορεί – κι οφείλει – να διαδραματίζει η επιστημονική κοινότητα στη χάραξη της κοινωνικής πολιτικής είναι σημαίνων (Chesney-Lind & Pasko, 2012). Ωστόσο, οι θέσεις της αυτές δεν εγκλώβισαν το έργο της σε επιστημολογικά και μεθοδολογικά «στεγανά». Έτσι, επί παραδείγματι, ενώ είναι μία από τις σημαντικότερες εκπροσώπους της φεμινιστικής Εγκληματολογίας, έχει επισημάνει αναστοχαστικά τους θεωρητικούς και μεθοδολογικούς περιορισμούς των φεμινιστικών θέσεων που επικεντρώνονται στις πολιτισμικές και φυλετικές διαφορές μεταξύ των γυναικών (βλ. π.χ. black feminism), παραγνωρίζοντας τη σημασία των κοινών συνιστωσών της «ταυτότητας» του γυναικείου φύλου (Chesney-Lind & Pasko, 2012, σσ. 6-7).
Το έργο της Meda Chesney-Lind έχει ως απώτερο στόχο να καταστήσει τις ζώες των γυναικών που εμπλέκονται στο έγκλημα και στο ποινικό σύστημα «ορατές». Σύμφωνα με την ίδια, το κόστος της επιστημονικής άγνοιας απέναντι στα ζητήματα αυτά δεν είναι απλώς χρηματικό. Αντίθετα, μπορεί να «οδηγήσει σε άρνηση της δική μας ανθρωπιάς, αλλά και την ανθρωπιάς όσων καταδικάζουμε και φυλακίζουμε» (Chesney-Lind & Pasko, 2012, σ. 9)
Εγκληματολογική Βιβλιογραφία – Αρθρογραφία της Meda Chesney-Lind (ενδεικτική αναφορά)
Brown, L., Chesney-Lind, Μ. & Stein, Ν., (2007), “Patriarchy Matters: Toward a Gendered Theory of Teen Violence and Victimization”, Violence Against Women, 13(12): 1249-1273.
Chesney-Lind, M. & Hagedorn J.M. (eds), (1999). Female Gangs in America: Essays on Gender, and Gangs. Lakeview Press.
Chesney-Lind, M. & Pasko L., (2004). The Female Offender: Girls, Women and Crime. 2nd ed. Thousand Oaks: Sage Publications.
Chesney-Lind, M. & Shelden, R.G. (2004). Girls, Delinquency, and Juvenile Justice. 3rd ed. Wadsworth: Belmont.
Chesney-Lind, M. & Irwin, K., (2008). Beyond Bad Girls: Gender, Violence and Hype. New York: Routledge.
Federle, K. & Chesney-Lind, M., (1992), "Special Issues in Juvenile Justice: Gender, Race and Ethnicity", στο I.M. Schwartz (ed.). Juvenile Justice and Public Policy: Toward a National Agenda. Lexington: Lexington Books, σσ. 165-195.
Chesney-Lind, M. & Irwin, K., (2008α). Beyond Bad Girls: Gender, Violence and Hype. New York: Routledge.
Irwin, K. & Chesney-Lind, M., (2008β), “Girls Violence: Beyond Dangerous Masculinity”, Sociology Compass, 2(3): 837-855.
MacDonald, J.M. & Chesney-Lind, Μ. (2001), "Gender Bias and Juvenile Justice Revisited: A Longitudinal Analysis", Crime and Delinquency, 47(2): 173-195.
Mauer, M. & Chesney-Lind, Μ. (eds.), (2002). Invisible Punishment: the Collateral Consequences of Mass Imprisonment. New York: The New Press, 2002.
Πηγές
Belknap, J., (2004), "Meda Chesney-Lind: The Mother of Feminist Criminology”, Women & Criminal Justice, 15(2): 1-23.
Belknap, J., (2010), "Meda Chesney-Lind (1947- )”, στο Κ. Hayward, S. Maruna & J. Mooney, (eds.). Fifty Key Thinkers in Criminology. Routledge, σσ. 272-278.
Bloom, B., Owen, B., & Covington, S. (2003). Gender-responsive strategies: Research, practice, and guiding principles for women offenders. Washington, DC: National Institute of Corrections.
Bonistall, Ε., (2011), “Beyond bad girls: gender, violence, and hype”, Journal of Criminal Justice Education, 22(4): 596-598.
Cavender, G., (1995), “We matter: The lives of girls and women: An interview with Meda Chesney-Lind”, American Journal of Criminal Justice, 19(2): 287-301.
Chesney-Lind, M., (2006), “Patriarchy, Crime and Justice: Feminist Criminology in an Era of Backlash”, Feminist Criminology, 1(1): pp. 6-26.
Frost, N. A., Greene, J. & Pranis, K., (2006). Hard hit: The growth in the imprisonment of women, 1977-2004. Institute on Women & Criminal Justice: The Punitiveness Report.
http://chesneylind.com/
http://socialsciences.people.hawaii.edu/faculty/?dept=ppc&faculty=meda@hawaii.edu