Σμίκρυνση  Μεγέθυνση Μέγεθος γραμμάτων


Επικ. Καθηγητής Κωνσταντίνος Βαθιώτης


Επίκουρος Καθηγητής Ποινικού Δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

"To Ποινικό Δίκαιο δεν είναι το κατάλληλο μέσο για την αποτροπή της οικονομικής κατάρρευσης της Ελλάδας"


συνέντευξη στον Μάνο Τεχνίτη
δικηγόρο, LL.M. st. Ποινικού Δικαίου & Εγκληματολογίας

Πείτε μας λίγα λόγια για την μέχρι τώρα επιστημονική και ακαδημαϊκή σας πορεία.

Αποφοίτησα από την Νομική Αθηνών το 1991 και στη συνέχεια παρακολούθησα το μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών του Πανεπιστημίου Βόννης. Επιστρέφοντας το 1994 στην Ελλάδα, ανέλαβα την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής με θέμα “Απαγόρευση αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός”, την οποία ολοκλήρωσα το 1999. Τότε ξεκίνησα να εργάζομαι ως επιστημονικός συντάκτης στο περιοδικό “Ποινικά Χρονικά”, παρέμεινα δε στη θέση αυτή μέχρι το 2005, εκπονώντας παράλληλα μεταδιδακτορική εργασία με αντικείμενο την θεμελίωση και τον αποκλεισμό του Δόλου στο Ποινικό Δίκαιο. Το 2004 διορίσθηκα λέκτορας Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, ενώ το 2011 εξελέγην επίκουρος καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο, υποβάλλοντας προς κρίσιν τη μονογραφία “Τραγικά διλήμματα στην εποχή του ‘πολέμου κατά της τρομοκρατίας’”.

Τι είναι αυτό που εσάς προσωπικά σας ώθησε να ασχοληθείτε με το Ποινικό Δίκαιο και τι θα θέλατε κυρίως να επιτύχετε μέσα από την μελέτη του;

Για να γοητευθεί ένας φοιτητής από κάποιο Δίκαιο πρέπει να συντρέξουν δύο προϋποθέσεις: πρώτον, θα πρέπει ο συγκεκριμένος κλάδος Δικαίου να είναι από τη φύση του ελκυστικός και, δεύτερον, θα πρέπει να διδάσκεται με ελκυστικό τρόπο. Όλοι οι φοιτητές, νομίζω, θα συμφωνούσαν ότι, ανεξάρτητα από τις δυσκολίες που παρουσιάζει, το Ποινικό Δίκαιο είναι ιδιαιτέρως γοητευτικό, αφού ο κίνδυνος να έρθουμε σε επαφή με αυτό είναι καθημερινός και, επιπλέον, δεν υπάρχει περίπτωση τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης να μην έχουν εντάξει στην καθημερινή ατζέντα τους ειδήσεις που αφορούν διεθνή ή εγχώρια εγκληματική δράση. Σε ό,τι αφορά τα δικά μου φοιτητικά χρόνια, συνέτρεξε και η δεύτερη προϋπόθεση, αφού είχα την τύχη να παρακολουθήσω τις παραδόσεις δύο εξαιρετικών καθηγητών και σαγηνευτικών ρητόρων, σε προπτυχιακό επίπεδο του Ιωάννη Γιαννίδη, τώρα αναπληρωτή καθηγητή Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και σε μεταπτυχιακό επίπεδο του Günther Jakobs, ομότιμου πλέον καθηγητή στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Βόννης. Αναφορικά με το δεύτερο ερώτημα που μου θέτετε, μέσα από τη μελέτη του Ποινικού Δικαίου θα ήθελα να συμβάλλω σε μια ποιοτικότερη απονομή της δικαιοσύνης και ειδικότερα αφ’ ενός στην αποτροπή εκδόσεως καταδικαστικών ή αθωωτικών αποφάσεων στερούμενων της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφ’ ετέρου στην ορθή νομική αξιολόγηση του εκάστοτε ιστορικού. Η επιστημονική μάχη που δίνω από το 1995 σχολιάζοντας συστηματικά ποινικές αποφάσεις, ιδίως του Αρείου Πάγου, σε αυτό ακριβώς αποσκοπεί. Δυστυχώς δεν είναι λίγες οι φορές που ενώπιον του Αρείου Πάγου άγονται προς κρίσιν ζητήματα που παρουσιάζουν μείζον δογματικό ενδιαφέρον και επικυρώνονται ως ορθές και αιτιολογημένες αποφάσεις δικαστηρίων που δεν έθιξαν καθόλου ή έθιξαν ανεπαρκώς την κρίσιμη προβληματική ή που δεν προχώρησαν σε ορθή νομική υπαγωγή. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η ΑΠ 1088/20131, με την οποία εκρίθη ορθή και αιτιολογημένη η αθώωση του κατηγορουμένου για συμμετοχή του στην απόπειρα αυτοκτονίας του θύματος που περιήχθη από τον πρώτο σε κατάσταση ψυχικής διαταραχής και εξωθήθηκε σε αυτοπυροβολισμό στο στήθος με χρήση κυνηγετικού όπλου! Δυστυχώς, το σπάνιο αυτό περιστατικό (ο κατηγορούμενος ήταν μέλος της Εκκλησίας της Πεντηκοστής και με προσηλυτισμό είχε μυήσει το θύμα στη δική του θρησκεία) δεν αξιολογήθηκε καθόλου υπό το πρίσμα της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατ’ έμμεση αυτουργία! Βεβαίως, το πρόβλημα της έλλειψης αιτιολογίας ή της μη ορθής νομικής υπαγωγής είναι στενά συνυφασμένο και με το γνωστικό επίπεδο του μέσου δικηγόρου, ο οποίος δεν εντοπίζει την πλημμέλεια της προσβαλλομένης αποφάσεως. Βρέθηκα πριν από λίγο καιρό στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης, όπου δικαζόταν για απόπειρα ανθρωποκτονίας ένας κατηγορούμενος ο οποίος κατέφερε στο κεφάλι του θύματος κτύπημα με λοστό, αλλά, παρότι μπορούσε να συνεχίσει να το κτυπά, δεν επανέλαβε το κτύπημα, αντιθέτως ειδοποίησε μόνος του την αστυνομία. Παρότι ο κατηγορούμενος επέμενε ότι δεν ήθελε να σκοτώσει το θύμα, γι’ αυτό και δεν κατέφερε δεύτερο κτύπημα, ουδείς από την έδρα αλλά ούτε και ο συνήγορος υπερασπίσεως συσχέτισαν την απολύτως εύλογη δήλωση του κατηγορουμένου με την εκούσια υπαναχώρηση από μη πεπερασμένη απόπειρα του άρθρου 44 παρ. 1 ΠΚ!

Μολονότι η Ελλάδα θεωρείται ένα φιλελεύθερο κράτος, ο Ποινικός Νομοθέτης φαίνεται να πιστεύει ότι τα χρήματα του κράτους είναι πιο σημαντικά από τα χρήματα του ιδιώτη. Θεωρείτε ότι υπάρχει πράγματι ανάγκη για την ευρεία ποινικοποίηση των οικονομικών εγκλημάτων και έως ποίου βαθμού;

Σε εποχές “οικονομικής κρίσης” είναι αναμενόμενο η χώρα που βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα να επιχειρεί με κάθε τρόπο να συγκεντρώσει χρήματα, προκειμένου να αποτραπεί η οικονομική της κατάρρευση. Το πρόβλημα δημιουργείται από την στιγμή που για τον σκοπό αυτόν επιστρατεύεται το Ποινικό Δίκαιο, το οποίο από την φύση του δεν έχει εισπρακτική αποστολή. Ακόμη μεγαλύτερο, όμως, γίνεται το πρόβλημα, όταν βλέπουμε να επιφυλάσσεται σε έναν δράστη οικονομικού εγκλήματος ίδια ποινική αντιμετώπιση με εκείνη ενός δράστη που έλαβε και υλοποίησε την απόφασή του να θανατώσει άλλον σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Αυτό συμβαίνει στον πολυσυζητημένο Νόμο 1608/1950 περί καταχραστών του Δημοσίου, όταν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, οπότε προβλέπεται ποινή ισόβιας κάθειρξης, και μάλιστα ενώ ο νομοθέτης εξειδικεύει τις περιστάσεις αυτές κάνοντας χρήση (στο πλαίσιο μιας ενδεικτικής απαρίθμησης!) δύο αόριστων εννοιών: της επί μακρόν χρόνο εξακολούθησης της εκτέλεσης του εγκλήματος και της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας του αντικειμένου του εγκλήματος. Θεωρώ ότι το Ποινικό Δίκαιο δεν είναι το κατάλληλο μέσο για την αποτροπή της οικονομικής κατάρρευσης της Ελλάδας. Αν δεν αλλάξει η νοοτροπία του Έλληνα, ο οποίος στερείται συλλογικής συνείδησης, το Ποινικό Δίκαιο θα γίνεται ολοένα και πιο δρακόντειο και ολοκληρωτικό, όχι όμως και πιο αποτελεσματικό. Διότι οι νοοτροπίες δεν διορθώνονται μέσω του Ποινικού Δικαίου, αλλά μέσω της παρεχόμενης ανατροφής και παιδείας. Αν, μάλιστα, λάβουμε υπ’ όψιν μας αυτό που έλεγε ο ιερέας John Donne στις αρχές του 17ου αιώνα, δηλαδή ότι οι πολλοί και αυστηροί νόμοι εναντίον μιας παράβασης δεν σημαίνουν ότι έχουμε να κάνουμε με τιμώρηση κάποιου στυγερού παραπτώματος, αλλά ότι ο λαός έχει μια ιδιαίτερη τάση προς αυτό το παράπτωμα τη συγκεκριμένη εποχή, τότε φαντάζει ακόμη πιο αλλόκοτη η όμοια αντιμετώπιση δύο ανόμοιων πραγμάτων, δηλαδή από την μια πλευρά ενός φονιά και από την άλλη πλευρά ενός πλαστογράφου, κλέφτη, απατεώνα κ.ο.κ. του οποίου η πράξη εστράφη κατά του Δημοσίου και εξακολούθησε επί μακρόν ή το αντικείμενό της ήταν ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας.

Προ καιρού, εν όψει της απεργίας πείνας του Ν. Ρωμανού, η ελληνική κοινωνία ήρθε, μέσω των ΜΜΕ, αντιμέτωπη με δύο μείζονα κοινωνικά και νομικά ζητήματα. Αφενός με την εφαρμή στην πράξη του νόμου για τα "βραχιολάκια" και αφετέρου με την αλλαγή της νομοθεσίας για την εκπαίδευση μέσα στις φυλακές. Ποια η γνώμη σας ως προς αυτά;

Αν συμφωνούμε ότι κάθε κράτος Δικαίου πρέπει να αποβλέπει στην κοινωνική επανένταξη των καταδικασθέντων, τα σύγχρονα μέσα ηλεκτρονικής επιτήρησης θεωρώ ότι είναι απολύτως χρήσιμα, αν και όχι παντελώς ανέφελα από πλευράς προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η χρησιμότητά τους καθίσταται ακόμη πιο έκδηλη, αν σκεφθεί κανείς όχι μόνο σε τι κατάσταση διαβιούν οι περισσότεροι κρατούμενοι στο εγκληματογόνο περιβάλλον της φυλακής, αλλά και πόσο εύκολα, αναιτιολόγητα και κατά παράβασιν της αρχής της αναλογικότητας διατάσσεται συχνά η προσωρινή κράτηση. Επιπλέον, στην εποχή της “οικονομικής κρίσης” η ηλεκτρονική επιτήρηση μπορεί να μειώσει σημαντικά τις δαπάνες του κράτους που προκύπτουν από την παραμονή των κρατουμένων στις φυλακές. Αν η υπερβολική ποινικοποίηση της οικονομικής εγκληματικότητας αποτελεί μία από τις αρνητικές όψεις της “οικονομικής κρίσης”, η εφαρμογή της ηλεκτρονικής επιτήρησης ανήκει στην θετική πλευρά της. Έχοντας δε ως φάρο μας και πάλι την κοινωνική επανένταξη του καταδικασθέντος είναι αυτονόητο ότι αυτός θα πρέπει να μπορεί να τυγχάνει εκπαίδευσης μέσα στις φυλακές. Μια και αναφερθήκατε, πάντως, στον Νίκο Ρωμανό, θα άξιζε να αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής συζήτησης το κατά πόσον η επιλογή της απεργίας πείνας για την κάμψη της κρατικής βούλησης πληροί τη νομοτυπική υπόσταση του εγκλήματος της παράνομης βίας. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μιας τέτοιας περίπτωσης είναι ότι ο εξαναγκασμός του άλλου επιχειρείται με απειλή παράλειψης μιας ενέργειας που ο δράστης δεν είναι υποχρεωμένος να τελέσει (“δεν θα λάβω τροφή”), ένα άκρως εριζόμενο ζήτημα στο πεδίο όχι μόνο της παράνομης βίας, αλλά και της εκβίασης.

Ας μιλήσουμε για πολυνομία. Θεωρείτε ότι μια κωδικοποίηση των διατάξεων των ειδικών ποινικών νόμων μπορεί να βοηθήσει στην απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης;

Νομίζω ότι οι κωδικοποιήσεις προσφέρουν βοήθεια διευκολύνοντας την απονομή της δικαιοσύνης, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα, από την στιγμή που διαρκώς ψηφίζονται νέοι νόμοι ή τροποποιούνται οι υφιστάμενοι και, μάλιστα, με την λογική του “ράβε-ξήλωνε”. Δυστυχώς, φαίνεται ότι επικρατεί η άποψη ότι όσο πιο πολύ νομοθετούμε τόσο παραγωγικότεροι δείχνουμε, ενώ κάτι τέτοιο πόρρω απέχει από την πραγματικότητα. Με βρίσκει απολύτως σύμφωνο η γνωστή ρήση του Ρωμαίου Τάκιτου “Όπου κράτος άκρως διεφθαρμένο εκεί οι περισσότεροι νόμοι”.

WHO IS WHO

Ονομα: Κωνσταντίνος
Επώνυμο : Βαθιώτης
Επάγγελμα - ιδιότητα: Επικ. Καθηγητής Ποινικού Δικαίου Δημοκριτείου Παν/μιου Θράκης, Δικηγόρος Αθηνών
Αγαπημένες δραστηριότητες - ασχολίες:
Κινηματογράφος, Μουσική, Φωτογραφία, Ποδηλασία, Κολύμβηση
Αγαπημένα βιβλία:
Ανοιχτά χαρτιά (Ελύτη), Δοκιμές (Σεφέρη), Η ανατομία της μελαγχολίας (Ρ. Μπέρτον), Η ζωή σε απόσταση (Κ. Τσάτσου), Χρησμολόγιο και τέχνη της φρόνησης (B. Gracian)

Αγαπημένη μουσική / Μουσική προτίμησης:
Κλασική μουσική εποχής Μπαρόκ
Αγαπημένες Ταινίες:
Μικρά Αγγλία, Το σπίτι των πνευμάτων, Το τέλειο χτύπημα, Ένας θάνατος σε μία κηδεία

Αγαπημένος εκδρομικός προορισμός:
Λειβάρτζι Καλαβρύτων, Ερεσός Λέσβου.

Λόγω της στενής σας σχέσης με το Γερμανικό ποινικό δίκαιο, θα θέλαμε να μας απαντήσετε αν και κατά πόσο ομοιάζουν τελικά τα δύο ποινικά δίκαια  το ελληνικό και το γερμανικό και κατά πόσο έχει αυτονομηθεί το πρώτο από το δεύτερο;

Στενή είναι ήδη η σχέση του ελληνικού Ποινικού Δικαίου με το γερμανικό Ποινικό Δίκαιο και, συνεπώς, όποιος θέλει να μελετήσει και να ελέγξει την εφαρμογή ή την ερμηνεία του πρώτου δεν μπορεί να το επιχειρήσει αδιαφορώντας για το δεύτερο, κατά τον ίδιο λόγο που δεν μπορεί να εξηγηθεί εύκολα η συμπεριφορά ενός παιδιού, αν δεν ληφθεί υπ’ όψιν η προσωπικότητα των γονέων του. Εφόσον οι συντάκτες του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα σε πλήθος περιπτώσεων έλαβαν υπ’ όψιν τους τις ρυθμίσεις που είχαν προκριθεί στις γερμανόφωνες ποινικές νομοθεσίες της εποχής εκείνης (προσοχή: ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας δεν επηρεάστηκε αποκλειστικά από το γερμανικό Ποινικό Δίκαιο, αλλά και από διατάξεις που είχαν τυποποιηθεί στον ελβετικό ή τον αυστριακό Ποινικό Κώδικα), είναι απαραίτητο να ανατρέχουμε συγκριτικά στους Ποινικούς Κώδικες των γερμανόφωνων χωρών (βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι σε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις δεν υιοθετήθηκε η διατύπωση που υπήρχε σε Ποινικούς Κώδικες άλλων χωρών, όπως π.χ. της Γαλλίας). Θεωρώ, πάντως, ότι το ελληνικό Ποινικό Δίκαιο, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, δεν μπόρεσε να αυτονομηθεί σε σχέση με το αντίστοιχο γερμανικό. Και αυτό είναι λογικό, αφού οι περισσότεροι θεωρητικοί του Ποινικού Δικαίου επέλεγαν και επιλέγουν ακόμη να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε γερμανικά πανεπιστήμια. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν μεγάλοι Έλληνες ποινικολόγοι οι οποίοι κατάφεραν να παραγάγουν πρωτότυπη σκέψη, με προεξάρχοντες τον Νικόλαο Ανδρουλάκη και τον Ιωάννη Μανωλεδάκη.

Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, κατά πόσο θεωρείτε ότι το νέο σχέδιο του Ποινικού Κώδικα ακολουθεί τις υφιστάμενες γερμανικές ρυθμίσεις και αν εν τέλει πιστεύετε ότι είναι απαραίτητη η θέσπιση του έναντι του παλαιού.

Αν δεν δούμε ποια μορφή θα έχει τελικώς ο Ποινικός Κώδικας, ένα συγκριτικό πόρισμα αυτήν την στιγμή δεν θα είχε νόημα να επιχειρηθεί. Πάντως, αν μιλάμε για το σχέδιο του οποίου η διαβούλευση ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο 2013, σίγουρα υπάρχουν διατάξεις που είναι εναρμονισμένες με τις γερμανικές ρυθμίσεις (βλ. π.χ. την διάταξη για την δυνητική επιβολή μειωμένης ποινής σε έγκλημα που τελέσθηκε διά παραλείψεως), υπάρχουν όμως και διατάξεις που δεν απαντούν καθόλου στον γερμανικό Ποινικό Κώδικα, ρυθμίζονται δε κατά τρόπον αντίθετο προς την κρατούσα άποψη στην γερμανική (αλλά και την ελληνική) επιστήμη. Τέτοια είναι η περίπτωση των νομιζόμενων λόγων άρσεως του αδίκου, ως προς τους οποίους ο Έλληνας νομοθέτης τους κατατάσσει ρητώς στο πεδίο της νομικής και όχι της πραγματικής πλάνης, υιοθετώντας προφανώς την άποψη του Ιωάννη Μανωλεδάκη, αλλά και από τους παλαιότερους του Αλέξανδρου Κατσαντώνη. Σε ό,τι αφορά το ερώτημα για την αναγκαιότητα θέσπισης ενός νέου Ποινικού Κώδικα, είναι σίγουρο ότι υπάρχει ανάγκη εκσυγχρονισμού του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα. Διατηρώ, όμως, κάποιες επιφυλάξεις για το αν χρειαζόταν να πάμε σε έναν νέο Ποινικό Κώδικα με καινούργια αρίθμηση και με κάποιες διατάξεις που νομίζω ότι δεν λύνουν καλύτερα τα παλιά προβλήματα. Με το να προβλέπεται π.χ. ότι το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού αν ο υπαίτιος προσφέρει τη συνδρομή του κατά την τέλεση της πράξης και θέτει με αυτήν το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού, δεν νομίζω ότι ορίζεται με μεγαλύτερη σαφήνεια η πράξη εκείνη που μέχρι σήμερα ονομαζόταν άμεση συνέργεια! Πέραν δε τούτου, εντύπωση προκαλεί η διατήρηση όρων και εννοιών που είναι προβληματικοί. Εδώ θα ενέτασσα τον βρασμό ψυχικής ορμής και τις απειλές που είναι ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής.

___________________________

1 Η απόφαση είναι δημοσιευμένη στο Περιοδικό Ποινικά Χρονικά 2015, σελ. 133