Το θέμα της ποινικοποίησης των πελατών αγοραίου έρωτα έχει απασχολήσει έντονα τα τελευταία χρόνια τη διεθνή κοινότητα. Η αλλαγή αντιλήψεων σχετικά με τον αγοραίο έρωτα έστρεψε για πρώτη φορά το ενδιαφέρον από τους συνήθεις υπόπτους, το εκδιδόμενο πρόσωπο[1], το σωματέμπορο και το μαστροπό, στον πελάτη που αποζητά και πληρώνει για τις σεξουαλικές υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, αναγνωρίζεται ότι η εκδιδόμενη γυναίκα είναι σε πολλές περιπτώσεις θύμα εξαναγκασμού και παραπλάνησης, μιας «σύγχρονης δουλείας», όπως συχνά αναφέρεται, και ότι ο πελάτης συμβάλλει στη δημιουργία και διαιώνιση αυτής της κατάστασης.
Πρωτοπόρος σε αυτήν τη συζήτηση ήταν η Σουηδία. Εκεί ποινικοποιήθηκε για πρώτη φορά η συμπεριφορά του πελάτη χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις: όποιος πληρώνει για παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών εμπίπτει στη σχετική διάταξη του σουηδικού Ποινικού Κώδικα[2]. Αργότερα, και άλλες χώρες ακολούθησαν αυτό το μοντέλο.
Αρχικά, πρέπει να αναφέρουμε ότι αναγκαίοι όροι για την ποινικοποίηση μιας συμπεριφοράς είναι η συμπεριφορά αυτή να είναι ηθικά επιλήψιμη και υπό ευρεία έννοια βλαπτική[3]. Πρέπει, επίσης, να διευκρινίσουμε ότι δεν θα μας απασχολήσει η συμπεριφορά του πελάτη και ο αγοραίος έρωτας γενικότερα ως ηθικό πρόβλημα. Διότι μπορεί το ερώτημα εάν πρόκειται για μία ανήθικη δραστηριότητα να είναι συζητήσιμο, θεωρούμε, όμως, ότι ακόμη και η θετική απάντηση δεν αποτελεί από μόνη της επαρκή λόγο ποινικοποίησης. Αντίθετα, η βλαπτικότητα μιας συμπεριφοράς στις περισσότερες περιπτώσεις δικαιολογεί και την ηθική εξανάσταση που προκαλεί[4]. Γι’ αυτό θα επικεντρωθούμε σε αυτήν. Στο ζήτημα που μας απασχολεί, λοιπόν, είναι δύσκολο εκ πρώτης όψεως να εντοπίσουμε σε τι συνίσταται η βλάβη που θα δικαιολογούσε την ποινικοποίηση μιας δραστηριότητας που ασκείται οικειοθελώς από δύο ενήλικα και εγκύρως συναινούντα πρόσωπα[5].
Υπάρχει, όμως, πράγματι έγκυρη συναίνεση; Κατά μία άποψη όχι, διότι η συναίνεση της εκδιδόμενης δεν είναι ελεύθερη. Μία γυναίκα, κατά την άποψη αυτή, δεν επιλέγει σε καμία περίπτωση ελεύθερα να εκδίδεται, διότι η ελευθερία προϋποθέτει την ύπαρξη εναλλακτικών επιλογών. Αντιθέτως, εξαναγκάζεται είτε άμεσα, με σωματική βία ή απειλές, είτε έμμεσα, λόγω των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών. Η άποψη αυτή, όμως, είναι μάλλον υπερβολική. Διότι είναι δυνατό να υπάρχουν γυναίκες που επέλεξαν να εκδίδονται για να βγάλουν περισσότερα χρήματα ή που προτιμούν αυτόν τον τρόπο ζωής σε σχέση με άλλο, ακόμη και αν δεχτούμε ότι αποτελούν σπάνιες περιπτώσεις. Επίσης, ναι μεν θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη την περίπτωση γυναικών που οδηγούνται στην πορνεία για σοβαρούς κοινωνικοοικονομικούς λόγους, όπως μιας οικονομικής δυσχέρειας, αλλά αυτό δεν αρκεί για τη δικαιολόγηση της ποινικής ευθύνης του πελάτη. Θα ήταν άδικο αυτός να επωμισθεί το βάρος, με αναγνώριση ποινικών ευθυνών, της υπάρχουσας κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας και έλλειψης ίσων ευκαιριών, ειδικά αφού δεν έχει παίξει κάποιο σημαντικό ρόλο στη δημιουργία αυτής της κατάστασης. Η επίκληση τέτοιων λόγων περισσότερο επιτάσσει την άσκηση κοινωνικής πολιτικής από το κράτος παρά δικαιολογεί την ποινικοποίηση του πελάτη.
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι υπάρχουν γυναίκες που εκδίδονται οικειοθελώς και άλλες που εξαναγκάζονται[6] να αρχίσουν ή να συνεχίσουν να εκδίδονται από άτομα που αντλούν οικονομικά οφέλη από αυτήν τη δραστηριότητα. Όσον αφορά στα θύματα εξαναγκασμού, είναι προφανές ότι οι υπαίτιοι για την κατάστασή τους και αυτοί που την εκμεταλλεύονται – ανάμεσά τους και ο πελάτης - είναι άξιοι ποινικού κολασμού. Η συζήτηση, λοιπόν, για την ποινική ευθύνη του πελάτη πρέπει σε πρώτη φάση να αφορά αυτήν την κατηγορία εκδιδόμενων. Διότι εκεί η συμπεριφορά του είναι σίγουρα βλαπτική και ηθικά επιλήψιμη. Συγκεκριμένα, κατά την άποψη που φαίνεται να κερδίζει συνεχώς έδαφος στη διεθνή συζήτηση[7] η σεξουαλική επαφή χωρίς την ελεύθερη συγκατάθεση της γυναίκας συνιστά πράξη βιασμού. Άρα και η πράξη του πελάτη, που απολαμβάνει τις σεξουαλικες υπηρεσίες που του παρέχει η εκδιδόμενη λόγω εξαναγκασμού, αποτελεί, επίσης, περίπτωση βιασμού[8].
Διαβάζοντας τα παραπάνω, δίνεται η εντύπωση ότι δεν δημιουργούνται ιδιαίτερα προβλήματα στη συζήτηση για την ποινικοποίηση του πελάτη: αν η εκδιδόμενη παρέχει τις υπηρεσίες της ελεύθερα δεν τίθεται ζήτημα ποινικών ευθυνών ενώ σε περίπτωση που εξαναγκάζεται στοιχειοθετείται βιασμός. Τα προβλήματα, όμως, εμφανίζονται στην πράξη και αφορούν την υπαιτιότητα του πελάτη και συγκεκριμένα την έλλειψη δόλου. Διότι θα ήταν μάλλον υπερβολικό να υποθέσουμε ότι κατά κανόνα ο πελάτης γνωρίζει ότι η εκδιδόμενη είναι θύμα εξαναγκασμού ενώ είναι πιθανό να μην το θεωρεί καν ενδεχόμενο ή να το θεωρεί ενδεχόμενο αλλά να μην το αποδέχεται[9].
Μία πιθανή λύση σε αυτό το πρόβλημα θα ήταν η πλήρης μετάθεση της ευθύνης στον πελάτη με αναγνώριση της υποχρέωσής του, σε κάθε περίπτωση και πριν προχωρήσει στη σεξουαλική πράξη, να ερευνά εάν η εκδιδόμενη είναι θύμα εξαναγκασμού. Αυτή η αντιστροφή του βάρους απόδειξης θα μπορούσε ίσως να δικαιολογηθεί με τη σκέψη ότι είναι πιο δίκαιη η επέκταση της ευθύνης του πελάτη που επιλέγει ελεύθερα να απολαύσει τις σεξουαλικές υπηρεσίες μιας εκδιδόμενης παρά ο περιορισμός της προστασίας ενός υποψήφιου θύματος βιασμού. Επίσης, σε αντίθεση με την προαναφερθείσα περίπτωση των κοινωνικοοικονομικών λόγων, ο πελάτης παίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο στη λειτουργία της αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών που τον συνδέει με το ενδεχόμενο εξαναγκασμού και μπορεί να δικαιολογήσει την αυξημένη ευθύνη του: αυτός αποτελεί τη ζήτηση που καθιστά την προσφορά σεξουαλικών υπηρεσιών μια επικερδή επιχείρηση στην οποία δραστηριοποιούνται, εκτός από τις οικειοθελώς εκδιδόμενες, και μεγάλος αριθμός ατόμων που εξαναγκάζουν γυναίκες να εκδίδονται. Χωρίς την ύπαρξη ζήτησης δεν θα υπήρχε η σχετική προσφορά ούτε η βία και ο εξαναγκασμός που συχνά τη συνοδεύουν.
Βέβαια, η απαίτηση από τον πελάτη να ερευνήσει εάν η εκδιδόμενη είναι θύμα εξαναγκασμού προϋποθέτει τη δυνατότητά του να πληροφορηθεί την πραγματική της κατάσταση. Τέτοια δυνατότητα, όμως, δεν υφίσταται, αφού είναι πρακτικά αδύνατο να πληροφορηθεί εάν υποκρύπτεται εξαναγκασμός. Άρα μια τέτοια απαίτηση θα ήταν παράλογη και θα οδηγούσε ουσιαστικά με πλάγιο τρόπο στην ποινικοποίηση όλων των πελατών αγοραίου έρωτα αδιακρίτως.
Βλέπουμε, λοιπόν, σιγά σιγά να ξεδιπλώνεται το πραγματικό πρόβλημα: η εκδιδόμενη που είναι θύμα εξαναγκασμού δεν μπορεί πρακτικά να διαχωριστεί από την οικειοθελώς εκδιδόμενη ώστε να διακρίνουμε μεταξύ βιασμού από τη μία και ποινικά αδιάφορης σεξουαλικής πράξης από την άλλη. Η αληθινή κατάσταση της εκδιδόμενης αποτελεί ένα μυστήριο που είναι σχεδόν αδύνατο να διαλευκανθεί από τον πελάτη και έτσι σε κάθε αγορά και χρήση σεξουαλικών υπηρεσιών ελλοχεύει ο κίνδυνος βιασμού.
Η πιθανότητα πραγμάτωσης αυτού του κινδύνου είναι κρίσιμη και πρέπει να μας απασχολήσει. Διότι, υπό την προϋπόθεση ύπαρξης επαρκών εμπειρικών στοιχείων που δείχνουν ότι ένα υψηλό ποσοστό από τις εκδιδόμενες εξαναγκάζεται, αντιλαμβανόμαστε τη μεγάλη πιθανότητα να στοιχειοθετείται πράγματι βιασμός[10]. Επομένως, με δεδομένη τη σοβαρότητα της βλάβης που απειλείται για την εκδιδόμενη, την αδυναμία ασφαλούς διάγνωσης της πραγματικής κατάστασης από τον πελάτη αλλά και το ρόλο του τελευταίου στην ανάπτυξη αυτής της αγοράς που δικαιολογεί τη μετάθεση ευθυνών και σε αυτόν, η επιλογή της ποινικοποίησης μπορεί κατ’ αρχήν να δικαιολογηθεί. Μια ποινικοποίηση που βασίζεται σε αυτούς τους λόγους θα μετατόπιζε την ποινική ευθύνη του πελάτη και την ποινική προστασία του υποψήφιου θύματος προς τα εμπρός, αφού θα επρόκειτο για περίπτωση εγκλήματος αφηρημένης διακινδύνευσης: κάθε χρήση των σεξουαλικών υπηρεσιών από τον πελάτη θα απαγορευόταν ακριβώς λόγω του κινδύνου να μην είναι συναινετική[11]. Αυτή η μετατόπιση της ευθύνης προς τα εμπρός και το γεγονός ότι δεν τιμωρείται η πρόκληση άμεσης βλάβης αλλά ο κίνδυνος βλάβης θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής.
Η επίκληση επικινδυνότητας και η ποινικοποίηση συμπεριφορών βάσει αυτής δημιουργεί, βέβαια, εύλογες επιφυλάξεις[12]. Διότι, μεταξύ άλλων, τα κριτήρια ποινικοποίησης γίνονται εξαιρετικά ελαστικά αφού κάθε συμπεριφορά μπορεί να θεωρηθεί ως εγκυμονούσα κινδύνους για τους άλλους. Γι’ αυτό η επίκληση τέτοιων λόγων θα πρέπει να γίνεται με προσοχή και οι λόγοι αυτοί να μην βασίζονται σε αδύναμες και απομακρυσμένες ενδείξεις επικινδυνότητας[13].
Πρέπει, κλείνοντας, να πούμε ότι οριστική και ολοκληρωμένη απάντηση δεν μπορεί να δοθεί για ένα τόσο σύνθετο ζήτημα στα πλαίσια του παρόντος άρθρου, που περιορίζεται στην παρουσίαση κάποιων λόγων βάσει των οποίων μπορεί κατ’ αρχήν να θεμελιωθεί η ποινική ευθύνη του πελάτη. Η τελική, όμως, θέση υπέρ ή κατά της ποινικοποίησης – και οποιασδήποτε ποινικοποίησης – θα πρέπει να βασίζεται τόσο σε δεοντολογικά επιχειρήματα όσο και σε ισχυρά εμπειρικά δεδομένα και σκέψεις για τις ενδεχόμενες συνέπειες της μιας ή της άλλης λύσης[14]. Μόνο με το συνδυασμό αυτών μπορεί να κριθεί αν γίνεται σεβαστή και η αρχή της αναλογικότητας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Επειδή στη συντριπτική πλειοψηφία το εκδιδόμενο πρόσωπο είναι γυναίκα στο εξής θα χρησιμοποιούμε το θηλυκό γένος. Έτσι, τονίζεται ο χαρακτήρας της βίας που συζητάμε ως έμφυλης αφού πλήττει δυσανάλογα τις γυναίκες. Με τον ίδιο τρόπο ορίζει τη «βία με βάση το φύλο κατά των γυναικών» και η Σύµβαση του Συµβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέµηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης) στο άρθρο 3 περ. δ. Για το κείμενο της Σύμβασης βλ. https://rm.coe.int/1680462536 .
[2] Για την ποινικοποίηση υπήρξαν έντονες διαφωνίες με τελικώς επικρατήσασα την άποψη ότι η πορνεία αποτελεί σε κάθε περίπτωση μια εγγενώς βλαπτική και υποτιμητική για τη γυναίκα δραστηριότητα. Η ποινικοποίηση, λοιπόν, βασίστηκε στην προστασία του ατόμου αλλά και της κοινωνίας από τα σοβαρά εγκλήματα που σχετίζονται με την πορνεία: http://www.government.se/articles/2011/03/legislation-on-the-purchase-of-sexual-services/ .
[3] Βλ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, τ. 1, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2006, σ. 65.
[4] Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., σ. 60.
[5] Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η δραστηριότητα δεν οδηγεί σε ανεπανόρθωτη άρση της ελευθερίας του προσώπου. Για αυτό το θέμα βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., σ. 358-362. Στην περίπτωση που συζητάμε δεν έχουμε προφανώς κίνδυνο ανεπανόρθωτης άρσης της ελευθερίας.
[6] Για τους λόγους που αναφέραμε ως εξαναγκασμό εννοούμε τη χρήση οποιουδήποτε μέσου που στερεί από τη γυναίκα τη δυνατότητα ελεύθερου σχηματισμού της βούλησής της και όχι την περίπτωση κοινωνικοοικονομικών πιέσεων. Σχετικά με την έννοια του εξαναγκασμού βλ. και Χαραλαμπάκη (επιμ.), Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος Δεύτερος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2014, σ. 1548, όπου αναλύεται η «χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου» του άρθρου 351 παρ. 1 ΠΚ.
[7] Βλ. για παράδειγμα ΕΔΔΑ, M.C. κ. Βουλγαρίας.
[8] Η άποψη αυτή φαίνεται ότι μπορεί, ύστερα από τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις που επήλθαν στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης του γερμανικού Ποινικού Κώδικα, να υποστηριχθεί και στο πλαίσιο του γερμανικού δικαίου. Για τις σχετικές μεταρρυθμίσεις που έγιναν με αφορμή και τις προβλέψεις της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης (η οποία έχει υπογραφεί και από τη χώρα μας αλλά δεν έχει κυρωθεί) βλ. την ανάλυση του Τσιλίκη Δ. στο https://theartofcrime.gr/h-%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%86%CE%B1%CF%84%CE%B7-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CF%81%CF%81%CF%8D%CE%B8%CE%BC%CE%B9%CF%83%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CE%BC%CE%AC%CF%84%CF%89/ .
[9] Η δυσκολία οριοθέτησης του ενδεχόμενου δόλου προφανώς θα δημιουργούσε και εδώ προβλήματα. Για το θέμα αυτό βλ. Μυλωνόπουλου, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ɪ, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2007, σ. 249-279.
[10] Τουλάχιστον κατά τα αντικειμενικά του στοιχεία.
[11] Βλ. Dempsey M., Rethinking Wolfenden: Prostitute- Use, Criminal Law, and Remote Harm, Criminal Law Review, 2015, σ. 444-455, όπου η συγγραφέας υποστηρίζει αυτήν την άποψη και επιχειρεί να τη θεμελιώσει κυρίως με βάση τα κριτήρια που αναφέραμε και άλλα που προτείνει ο von Hirsch. Το άρθρο είναι διαθέσιμο ηλεκτρονικά σε: https://poseidon01.ssrn.com/delivery.php?ID=122021008084123064091083114122112090046044025046056022093069026006101098097074117014117024102034046124028076116031003065102107038049077068114095012028098092073090073020065064113095068097115066121065088009012011015099022114094117087087029025029013&EXT=pdf . Η ίδια συγγραφέας επισημαίνει ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα αυτής της άποψης, την ασφάλεια και βεβαιότητα που προσφέρει αφού ο πολίτης γνωρίζει επακριβώς τι πρέπει – ή μάλλον δεν πρέπει – να κάνει. Αντίθετα, μια πιο ενδιάμεση άποψη, όπως η μετάθεση της ευθύνης στον πελάτη να μάθει αν υπάρχει εξαναγκασμός, δημιουργεί, όπως είδαμε, τεράστια ανασφάλεια και αβεβαιότητα. Για αυτό το επιχείρημα βλ. Dempsey M., Sex Trafficking and Criminalization: In Defense of Feminist Abolitionism, University of Pennsylvania Law Review, Vol. 158, No. 6, 2010, σ. 1766-1767, το οποίο είναι επίσης διαθέσιμο ηλεκτρονικά σε: https://poseidon01.ssrn.com/delivery.php?ID=159126001117007119110127075065094112060053059067055000096012071118025094081114114031045016007012016045118122024120100074114118109017029044009102081031102075028109026093062085100103005117015120123093071095085068029116016122104105094030119096008064111&EXT=pdf .
[12] Για κάποιες από τις επιφυλάξεις που εκφράζονται εναντίον των εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., σ. 176-178.
[13] Για μία ανάλυση του θέματος στην αγγλοσαξονική θεωρία βλ. Simester and von Hirsch, Crimes, Harms, and Wrongs, On the Principles of Criminalisation, Hart Publishing, Oxford and Portland, Oregon, 2014, σ. 53-88, όπου οι συγγραφείς προτείνουν συγκεκριμένα κριτήρια και περιορισμούς στην ποινικοποίηση συμπεριφορών που προκαλούν απόμακρη βλάβη ή κίνδυνο βλάβης.
[14] Ashworth, Principles of Criminal Law (Sixth Edition), Oxford University Press, σ. 40: “[...] the debate must also be related to properly-founded predictions of the effects of changing the law […] the evidential foundations of arguments for criminalization and decriminalization should always be addressed.”