Μoral judgments provide reasons for action. But ethical ones provide reasons, too—just reasons of a different order, because they are relative to an agent’s identity set, to our individuality. They bear on what kind of person we are, or wish to be. All of which invites the thought that there is a zone of “ought,” of ethical obligation, that is intermediate between the wholly required and the wholly supererogatory. Kant, in the Critique of [the Power of] Judgment, said that in making aesthetic judgments “one solicits assent from everyone else.” You might suppose there’s a similar distinction to be drawn here: where morality requires compliance, ethics calls for it.
Kwame Anthony Appiah
Ως γνωστόν, κατά τον Immanuel Kant, η αυτοκτονία για λόγους φιλαυτίας είναι ηθικά απολύτως απαγορευμένη: λόγοι φιλαυτίας αφ’ ενός αδυνατούν να καταστούν καθολικοί νόμοι με τη θέληση του ελλόγου όντος, αφ’ ετέρου δικαιολογούν και τη χρήση του ανθρώπου ως πράγματος. Η καντιανή δικαιολογία δεν φαίνεται ότι είναι εξεζητημένη, ακόμη και ως προς το ότι λόγοι φιλαυτίας αδυνατούν να αποτελέσουν φυσικούς νόμους, κατά την πρώτη διατύπωση της κατηγορικής προστακτικής. Στο μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Η μετανάστις, ο πλοίαρχος (αντ)επιχειρηματολογεί:
«Επανίστανται… κατά του νόμου της φύσεως… οι άφρονες εκείνοι, οίτινες αποθνήσκουσιν αμέσως εξ ηθικών αιτίων. Διότι αν πάντες τους εμιμούντο, η φύσις, αδυνατούσα πλέον να θανατώση, θα ηδυνάτει ωσαύτως να γεννήση».
Δικαίως, λοιπόν, η απελπισμένη Μαρίνα του μυθιστορήματος αναρωτιέται αν ο «αρχαϊκός ούτος ναύτης… ήτο φιλόσοφος»…
Ο Kant αναπτύσσει, κατ’ αρχάς, την αντεπιχειρηματολογία του στο σχετικό περιώνυμο αντιπαράδειγμα που επικαλείται στη Θεμελίωση της μεταφυσικής των ηθών (εφεξής απλώς Θεμελίωση). Στη μεταγενέστερη Μεταφυσική των ηθών (εφεξής απλώς Μεταφυσική) επιχειρηματολογεί μεν γιατί η αυτοκτονία αντίκειται προς το καθήκον προς τον εαυτό μας ως ζωώδους όντος, προσθέτει όμως και αφήνει ανοικτά πέντε περιπτωσιολογικά ερωτήματα.
Το μεθοδολογικό ζήτημα της καντιανής περιπτωσιολογίας ίσως δικαιολογημένα δεν έχει βρεθεί στο επίκεντρο των καντιανών σπουδών. Ωστόσο, φαίνεται ότι συνδέεται εγγενώς, όπως θα εκθέσω στη συνέχεια, με το ουσιαστικό ζήτημα του εν τέλει προσωποπαγούς χαρακτήρα κάποιων από τις άξιες σεβασμού επιλογές του αυτουργού (agent). Η εν λόγω κανονιστική δυνατότητα μας καλεί να αναστοχαστούμε το ζήτημα του ηθικώς επιτρεπτού της ευθανασίας ως ιατρικής συνδρομής σε αυτοκτονία. Προς τούτο συνηγορούν κάποιες κρίσιμες αναπτύξεις του Ronald Dworkin στη μονογραφία του, Η επικράτεια της ζωής.
Κατά τον Kant της Θεμελίωσης (όπως και της δεύτερης Κριτικής), λοιπόν, η αυτοκτονία από λόγους φιλαυτίας αντιβαίνει σε (τέλειο) καθήκον προς τον εαυτόν μας. Ο γνώμονας, π. χ., της απελπισίας από τα δεινά της ζωής ως λόγου αυτοκτονίας αδυνατεί να καταστεί καθολικός φυσικός νόμος, και μάλιστα αντιβαίνει εννοιολογικά προς την προαναφερθείσα πρώτη διατύπωση της κατηγορικής προστακτικής. Περαιτέρω, ο ίδιος γνώμονας αντίκειται προς την ανθρώπινη φύση ως σκοπό καθ’ εαυτόν, καθότι, αυτοκτονώντας, χρησιμοποιώ το πρόσωπό μου απλώς ως μέσον χάριν της φιλαυτίας μου. Συναφώς, κατά τον Kant της Μεταφυσικής, η αυτοκτονία αντίκειται προς το τέλειο καθήκον προς τον εαυτό μας ως ζωώδους όντος, καθότι το πρώτο σχετικό καθήκον μας (όχι το σπουδαιότερο: αδρανεί, π. χ., προ των καθηκόντων εντιμότητας) έγκειται στην αυτοσυντήρησή μας∙ στη διατήρηση της ζωής μας, απλώς και μόνο βάσει της ιδιότητάς μας ως προσώπων. Περαιτέρω, η αυτοκτονία χαρακτηρίζεται από τον Kant και ως έγκλημα εναντίον τρίτων, π. χ. των οικείων μας, ασφαλώς απλώς ηθικό – ο Kant, όπως επισημαίνεται, δεν συμμερίζεται την ίσως ακόμη κρατούσα νομική αντίληψη περί δικαϊκού καθήκοντος διατηρήσεως στη ζωή. Ο ίδιος, πάντως, θεωρεί ότι αποτελεί αντίφαση να υφίσταται ηθική εξουσία απαλλαγής από τα ηθικά καθήκοντά μας μέσω της αυτοκτονίας. Εν πάση περιπτώσει, η ηθική απαγόρευση της αυτοκτονίας δεν είναι ψιλή, αλλά προϋποθέτει την επίκληση εκ μέρους του αυτουργού σχετικών γνωμόνων, δηλαδή εξ υποκειμένου λόγων. (Τέτοιοι λόγοι προς το πράττειν [reasons for action] δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, οι λόγοι της παραδοσιακής κακής μεταφυσικής· π. χ., περί της έλλογης ανθρώπινης φύσης ως αυταξίας. Καντιανά μιλώντας, η αξιολόγηση προηγείται των αξιών.)
Ωστόσο, ο ίδιος προσθέτει αμέσως μετά την πραγμάτευση της αυτοκτονίας στη Μεταφυσική πέντε περιπτωσιολογικά ερωτήματα, αφήνοντάς τα μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, ανοικτά. Ερωτοτροπώντας με την καντιανή διατύπωση, θα ήθελα εδώ να προσθέσω ένα έκτο∙ της ιατρικής συνδρομής σε αυτοκτονία:
Ένας άνδρας (sic) που έπασχε από ανίατη ασθένεια και βρισκόταν στο τελικό στάδιό της, το οποίο εκδηλωνόταν με φρικτούς εναγώνιους πόνους, αυτοκτόνησε λαμβάνοντας με πρόθεση μια δόση αναλγητικού ικανή να επιφέρει τον πρόωρο θάνατό του∙ «ερωτάται αν έπραξε άδικα».
Ένας σύγχρονος αναγνώστης – θεωρώ ότι – θα θεωρούσε τα περιπτωσιολογικά ερωτήματα του Kant, π. χ., το σύντομο ερώτημα: «[ε]πιτρέπεται να προλάβει κανείς με την αυτοκτονία την άδικη καταδίκη σε θάνατο…;», μάλλον ως ρητορικά. Ως προς το εν λογω ερώτημα, ο Kant, στην Ανθρωπολογία του, ορθά επισημαίνει τον ατιμωτικό χαρακτήρα της ποινής. Ο ίδιος, ωστόσο, προηγουμένως, ήδη στις σχετικές πανεπιστημιακές παραδόσεις του στο μάθημα της ηθικής (γεγονός που μάλλον παραγνωρίζεται στη δευτερεύουσα βιβλιογραφία), είχε ήδη απαντήσει, ως προς το επιτρεπτόν της αυτοκτονίας, παρά τις κάποιες συμπαθητικές μερικές φορές νύξεις του, αρνητικά στα κρίσιμα τρία από τα πέντε ερωτήματα (το λιγότερο ρητορικό στη διατύπωσή του πέμπτο, κατά σειράν, αφορά περίπτωση αυτοδιακινδύνευσης και το αναπάντητο τρίτο, ομοίως κατά σειράν, μια επιλογή φρονήσεως του Φρειδερίκου Β’ να φέρει πάντοτε μαζί του ένα δηλητηριώδες σκεύασμα…). (Μετέβαλε άραγε γνώμη ο Kant; Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται εύλογο, δοθέντος ότι ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας του παρέμεινε σταθερός μέχρι και τη φιλοσοφία του της θρησκείας: η θυσία του Ιησού δεν αποτελεί, κατά τον Kant, αυτοκτονία.) Τούτο δημιουργεί την απορία της χρήσης των εν λόγω ερωτημάτων: προς τι η υποβολή τους προς τον αναγνώστη; Η απάντηση απαιτεί την εξέταση της καντιανής περιπτωσιολογίας ως μεθοδολογίας, η οποία όμως είναι προβληματική, αν και δεν πρόκειται ούτε για την περιπτωσιολογία της φιλοσοφικής και θεολογικής παράδοσης ούτε για την περιπτωσιολογία της ιδιοκρατίας (particularism).
Ο Kant, στη σχετική μεθοδολογική παρατήρησή του στη Μεταφυσική, υποστηρίζει ότι, κατ’ αντιδιαστολήν προς τη θεωρία του δικαίου, διαιρεί την αρετολογία σε στοιχειολογία και μεθοδολογία, διότι η δεύτερη, η αρετολογία, έχει ως αντικείμενό της (και) ευρέα, ενώ η πρώτη στενά καθήκοντα. Γι’ αυτό θεωρεί ότι η θεωρία του δικαίου, λόγω της οιονεί μαθηματικής αυστηρότητάς της, δεν χρειάζεται μέθοδο, διότι οι κρίσεις της επαληθεύονται εμπράκτως. Αντίθετα, η αρετολογία, λόγω του περιθωρίου των ατελών καθηκόντων της, π. χ. του καθήκοντος αναπτύξεως της φυσικής τελειότητας, ενδέχεται να καταλήξει, πάλι σε αντιδιαστολή προς τη θεωρία του δικαίου, σε περιπτωσιολογία (όχι ακριβώς σε εξαιρέσεις από κανόνες). Η εν λόγω περιπτωσιολογία πάντως δεν αποτελεί γνώση, διότι θα ήταν δογματική, αλλά άσκηση της απαιτούμενης κριτικής ικανότητας, και είναι πάντοτε αποσπασματική, «σαν τα σχόλια» (των γλωσσογράφων, έχει τον πειρασμό να προσθέσει κανείς…).
Θεωρώ ότι η χρησιμότητα των περιπτωσιολογικών ερωτημάτων στην άσκηση της κριτικής ικανότητας τόσο των ανηλίκων (κατηχητική μέθοδος) όσο και των ενηλίκων είναι πράγματι αναντικατάστατη. Είμαι της γνώμης, ωστόσο, ότι τα ανωτέρω περιπτωσιολογικά ερωτήματα θέτουν, όχι απλώς μεθοδολογικά, αλλά ουσιαστικά ζητήματα. Η κανονιστική δυνατότητα της περιπτωσιολογίας δεν πρέπει να αναζητηθεί σε απλώς μεθοδολογικούς, αλλά σε γνήσιους και αυτοτελείς ηθικούς λόγους· δηλαδή στη στοιχειολογία. Αν τούτο αληθεύει, όπως ελπίζω να φανεί, τότε μάλλον ανασκευάζεται η καντιανή μεθοδολογία της περιπτωσιολογίας.
Έχω την εντύπωση πάντως ότι ο Kant έχει διαισθητικά συλλάβει το ζήτημα μιας κρίσιμης αντιδιαστολής της θεωρίας του δικαίου και της αρετολογίας ως προς την κανονιστική δυνατότητα της περιπτωσιολογίας, αν και παραγνωρίζει, κατά τρόπο πράγματι εντυπωσιακό, τα μεθοδολογικά προβλήματα της ερμηνείας και της εφαρμογής του δικαίου. Η αποτυχία του εδώ είναι πρόδηλη και δεν πρόκειται να την εξετάσω. Επίσης, δεν θεωρώ ότι η εν λόγω κανονιστική δυνατότητα της περιπτωσιολογίας ανάγεται στην καντιανή διάκριση νομιμότητας και ηθικότητας, ιδίως στο ότι, δηλαδή, η πρώτη αφορά τη συμφωνία πράξεων, ενώ η δεύτερη τη συμφωνία γνωμόνων προς τον νόμο. Αν δεν τίθεται, κατά τη γνώμη μου, ζήτημα μιας εν προκειμένω δικαϊκής περιπτωσιολογίας είναι διότι – και στην κανονιστική έκταση που – το δίκαιο αποτελεί το πεδίο του επιτρεπτού.
Ως προς το περιπτωσιολογικό ερώτημα της ιατρικής συνδρομής σε αυτοκτονία, προϋποθέτω την ισχύ ενός δικαιώματος στην ευθανασία, ήδη κατοχυρωμένου από την εγγενή σχέση του προσώπου προς το σώμα του: ουδείς, περιλαμβανομένου του ιατρού, δικαιούται, χωρίς να μου προκαλέσει βλάβη, να προσβάλει τη σωματική ακεραιότητά μου χωρίς τη συγκατάθεση ή συναίνεσή μου. Το ζήτημα που εξετάζω, βέβαια, εδώ δεν είναι εν στενή εννοία νομικό, αλλά ηθικό, και εννοώ το πεδίο του επιτρεπτού ως το πεδίο της δικαϊκής αυτονομίας, όπου το ηθικό σφάλμα δεν δικαιολογεί την άσκηση κρατικού εξαναγκασμού. Εδώ πράγματι, για να ακολουθήσω την καντιανή διατύπωση, οι κρίσεις μας «επαληθεύονται εμπράκτως»: αρκεί το πρόσωπο, ως υποκείμενο του δικαιώματος, να θελήσει την ευθανασία.
Το ηθικό πεδίο, ωστόσο, της ευθανασίας φαίνεται ότι είναι το πεδίο του απαγορευμένου και του επιβεβλημένου: εδώ επιτρεπτή είναι μόνον η ηθικά επιβεβλημένη ευθανασία∙ το ηθικό σφάλμα δεν συνοδεύεται από πλήρη ηθική ασυλία. Ωστόσο, και στο πεδίο του δικαίου είναι, κατά τη γνώμη μου, κανονιστικά δυνατή η καντιανή περιπτωσιολογία: στο θέμα μας, όχι στο πεδίο της αυτονομίας, αλλά στο πεδίο της αγαθοπραξίας∙ όταν, δηλαδή, καλούμαστε ως τρίτοι εγγυητές να αποφασίσουμε, χάριν του λεγόμενου αληθούς συμφέροντος του θνήσκοντος, τον πρόωρο θάνατό του. Με μια λέξη, η καντιανή περιπτωσιολογία, ως αποσπασματική, είναι κανονιστικά δυνατή, ακριβώς λόγω, στο ζήτημά μας, της προσωποπαγούς φύσης κάποιων αποφάσεων επισπεύσεως της ώρας του θανάτου μας. Το προσωποπαγές των εν λόγω αποφάσεων δικαιολογείται ηθικά πλήρως και προς τούτο συνηγορούν οι αναπτύξεις του Dworkin στην προαναφερθείσα μονογραφία του.
Θεωρώ ότι, και κατά τον Dworkin, δεν υπάρχει γενική και αφηρημένη απάντηση στο περιπτωσιολογικό ηθικό ερώτημά μας. Γενική και αφηρημένη αρνητική απάντηση υπάρχει ως προς το εάν υφίστανται λόγοι βιωματικού συμφέροντος, όπως οι λόγοι φιλαυτίας που εξετάζει ο Kant, που να δικαιολογούν την αυτοκτονία. Τα κρίσιμα συμφέροντα, ωστόσο, που δικαιολογούν την ιατρική συνδρομή σε αυτοκτονία δεν είναι απλώς βιωματικά, αλλά κατά την ορολογία του Dworkin, κριτικά: η ζωή μου, ο βίος μου, δεν γίνεται χειρότερος, επειδή υπέφερα στην καρέκλα του οδοντιάτρου, αλλά στον θάλαμο βασανιστηρίων, ανεξαρτήτως της εντάσεως του πόνου. Η βαρύνουσα σημασία των κριτικών συμφερόντων, προσωποπαγών μεν, αλλά, συγχρόνως, υποκείμενων σε κριτικό έλεγχο, συνυφαίνεται, κατά τον Dworkin, με τη βαρύνουσα σημασία της ακεραιότητας του βίου:
Η αξιολόγησή μας δεν συναρτάται με την ανακάλυψη μιας άχρονης συνταγής, κατάλληλης για κάθε εποχή και τόπο… [Η] αξία της ζωής έγκειται εν μέρει εις την ακεραιότητά της, ώστε το να αποτελεί ήδη ένα είδος βίου συνηγορεί, καίτοι βεβαίως μη αποκλειστικώς, υπέρ της πραγματώσεώς της σε αυτό το είδος βίου… [Ο] θάνατος είναι γεγονός μοναδικό, ένα περιέργως σημαντικό συμβάν στο αφήγημα της ζωής μας, όπως η τελευταία σκηνή ενός θεατρικού έργου, όταν τα πάντα γύρω του οδηγούνται στην κορύφωση… [Ο] τρόπος του θανάτου μας έχει σημασία, επειδή αφορά ακριβώς στο πώς πράγματι πεθαίνουμε… Το αν συνάδει προς το αληθές συμφέρον κάποιου να ολοκληρώνεται ο βίος του με τον έναν παρά με τον άλλον τρόπο εξαρτάται από το τι και κατά πόσον τον καθιστά ιδιαίτερο – τόσο ως προς τη μορφή και τον χαρακτήρα της ζωής του όσο και ως προς τη δική του αντίληψη της ακεραιότητας και των κριτικών συμφερόντων του – ώστε καμμία ομοιόμορφη συλλογική απόφαση δεν είναι ικανή να εξαγγείλει ότι θα υπηρετήσει και θα σεβασθεί όλους ανεξαιρέτως.
Τούτων δοθέντων, τα περιπτωσιολογικά ερωτήματα είναι ανοικτά, μόνο διότι απαιτείται περισσότερη γνώση των συγκεκριμένων περιστάσεων, και όχι περισσότερη αφαίρεση από αυτές. Στην περίπτωση της συμμετοχής στην αυτοκτονία ενός 18χρονου από ερωτική απογοήτευση, πρέπει να μας αρκούν, ως προς την ηθική (και δικαϊκή) απαγόρευσή της, λόγοι γενικοί και αφηρημένοι. Στην περίπτωση της ως άνω ιατρικής συνδρομής σε αυτοκτονία, η επίκληση των λόγων αυτών, κατά πρόσωπο του θνήσκοντος, που αντιμετωπίζει ο ίδιος σε πρώτο πρόσωπο, και όχι από τριτοπρόσωπη οπτική γωνία, την κρίσιμη εξ αντικειμένου αξιακή πρόκληση ζωής και βίου – θεωρώ ότι – ήδη προσβάλλει την αξιοπρέπειά του:
The objective standpoint can’t really be domesticated*.
* Μότο: Kwame Anthony Appiah, The Ethics of Identity (Princeton: Princeton University Press, 2005), σ. 235. Η τελευταία λέξη είναι του Thomas Nagel, The View from Nowhere (Oxford: Oxford University Press, 1986), σ. 231. Το παράθεμα από το διήγημα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Η μετανάστις, in Άπαντα, τ. 1ος (Αθήνα: Εκδόσεις Δόμος, 1981), σ. 41. Ως προς την απόδοση των όρων agent και particularism ακολουθώ τις επιλογές του Παύλου Σούρλα.
Ως προς τις πρωτογενείς πηγές των αναπτύξεων του κυρίως κειμένου βλ., κατά σειρά αναφοράς και σε μετάφραση Κώστα Ανδρουλιδάκη, Immanuel Kant, Θεμελίωση της μεταφυσικής των ηθών (Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017), 4:421, 429 (όλες οι σχετικές παραπομπές ανά τόμο και αριθμό στα Kant’s gesammelte Schriften [Berlin: Königlich Preußische Akademie der Wissenschaften, 1902 -]), Κριτική του πρακτικού λόγου (Αθήνα: «Εστία», 2004), 5:44, 69 επ., Μεταφυσική των ηθών (Αθήνα: Σμίλη, 2013), 6: 421 επ. (αυτοκτονία), 411 επ. (μεθοδολογία της περιπτωσιολογίας), 483 επ. (κατηχητική μέθοδος), Anthropologie in pragmatischer Hinsicht, 7:259, τις σχετικές παραδόσεις του ιδίου, καταγεγραμμένες από ακροατές τους, 27: 371, 603, 629, καθώς και Η θρησκεία εντός των ορίων του λόγου και μόνο (Αθήνα: Πόλις, 2007), 6:81 επ. σημ. *.
Ως προς τη σχετική ειδική βιβλιογραφία, βλ., ενδεικτικά, από τις δημοσιευμένες στις Kant-Studien μελέτες, David N. James «Suicide and Stoic Ethics in the Doctrine of Virtue», 90 (1999), σς 40 επ., Yvonne Unna, «Kant’s Answers to the Casuistical Questions Concerning Self-Disembodiment», 94 (2003), σς 454 επ., και Soo Bae Kim, «The Formation of Kant’s Casuistry and Method Problems of Applied Ethics», 100 (2009), σς 332 επ., καθώς και, ως προς το ιστορικοφιλοσοφικό πλαίσιο, H.-D. Kittsteiner, «Kant and Casuistry», in Edmund Leites (ed.), Conscience and Casuistry in Early Modern Europe (Cambridge: Cambridge University Press, 1988), σς 185 επ. Από τη σχετική γενική βιβλιογραφία βλ. Robert B. Louden, Kant’s Impure Ethics: From Rational Beings to Human Beings (Oxford: Oxford University Press, 2000), ιδίως σς 52 επ. Από την ελληνική βιβλιογραφία βλ. Λίνας Παπαδάκη, Ζητήματα ηθικής φιλοσοφίας και βιοηθικής: καντιανές προσεγγίσεις (Αθήνα: Νήσος, 2017), σς 39 επ. Επίσης, ως προς την καντιανή στάση σε μια δικαϊκή υποχρέωση διατήρησης στη ζωή, βλ. Otfried Höffe, Immanuel Kant (München: C.H. Beck, 1983), σ. 216.
Για την επιχειρηματολογία του Ronald Dworkin βλ. τη μονογραφία του, Η επικράτεια της ζωής: αμβλώσεις, ευθανασία και ατομική ελευθερία, μετάφραση του γράφοντος (Αθήνα: Εκδόσεις Αρσενίδη, 2013), σς 289 επ., 296 (: «[Η] αξιολόγησή μας… είδος βίου»), 298 επ. («Το νόημα του θανάτου»), 300 (: «[Ο] θάνατος… πεθαίνουμε»), 305 επ. (: «Το αν συνάδει… ανεξαιρέτως»). (Εκθέτω και αναπτύσσω εκτενέστερα τη σχετική [αντ]επιχειρηματολογία, ως προς το επιτρεπτόν της ευθανασίας, σε σχετικές πανεπιστημιακές παραδόσεις και μελέτες διαθέσιμες ηλεκτρονικά στην προσωπική ιστοσελίδα μου, https://tinyurl.com/Vassiloyannis.)