Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), Λουξεμβούργο
Στην παρούσα στήλη παρατίθενται εν περιλήψει επιλεγμένες αποφάσεις ποινικού ενδιαφέροντος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες εξεδόθησαν κατά το διάστημα από Οκτώβριο 2022 έως Σεπτέμβριο 2023. Κριτήριο επιλογής αποτελεί η σημασία της εκάστοτε απόφασης εξ επόψεως θεωρητικού ή πρακτικού ενδιαφέροντος για την ελληνική έννομη τάξη. Η επιλογή των αποφάσεων γίνεται κατά κύριο λόγο πρωτογενώς, δηλαδή από την ιστοσελίδα του Δικαστηρίου, ενώ η κατηγοριοποίησή τους ακολουθεί κατά βάσιν την δομή της ελληνικής ποινικής έννομης τάξης (ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, ποινική δικονομία, σωφρονιστική). Σε κάθε περίληψη παρουσιάζονται εν συντομία τα απαραίτητα για την κατανόηση της απόφασης πραγματικά περιστατικά και οι κρίσιμοι νομικοί συλλογισμοί, με παραπομπή στον εκάστοτε αριθμό της οικείας σκέψης. Επίσης, παρατίθεται πάντοτε ο σχετικός σύνδεσμος της απόφασης, ώστε να δίνεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να ανατρέξει απ’ ευθείας στο πρωτότυπο κείμενο.
Α. Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο
1. Γενικό Ποινικό Δίκαιο
ΔΕΕ, απόφ. 21.10.2021, υπόθ. C-845/19 και C-863/19, DR, TS
Οι DR και TS καταδικάστηκαν για το αδίκημα της κατοχής ναρκωτικών με σκοπό τη διανομή τους, χωρίς όμως να τους ασκηθεί ποτέ ποινική δίωξη για το αδίκημα της πώλησης ναρκωτικών. Μετά από την καταδίκη τους, η εισαγγελία της περιφέρειας Βάρνας της Βουλγαρίας ζήτησε από το αρμόδιο δικαστήριο τη δήμευση χρηματικών ποσών που είχαν ανευρεθεί κατά τη διεξαγωγή έρευνας στο πλαίσιο της προδικασίας στις οικίες των DR και TS (2.200 και 4.800 ευρώ αντιστοίχως). Οι τελευταίοι ισχυρίστηκαν ότι τα χρηματικά ποσά δεν ανήκαν στους ίδιους, αλλά σε συγγενικά τους πρόσωπα, τα οποία δεν είχαν τη δυνατότητα να μετάσχουν αυτοτελώς ως διάδικοι στη νέα αυτή διαδικασία περί δημεύσεως.
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, στην έννοια των προϊόντων εγκλήματος εντάσσονται όχι μόνον τα περιουσιακά στοιχεία που προέρχονται άμεσα από το οικείο ποινικό αδίκημα, αλλά και οτιδήποτε προέρχεται από μετατροπή των περιουσιακών αυτών στοιχείων, καθώς και κάθε σημαντικό όφελος που αυτά αποφέρουν (σκέψη 40). Έτσι, τα άμεσα και τα έμμεσα οικονομικά πλεονεκτήματα από ποινικά αδικήματα δεν συνιστούν δύο διακριτές έννοιες, ανεξάρτητες η μία από την άλλη (βλ. και άρθρο 2 στοιχ. 1 της Οδηγίας 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3.4.2014 σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην ΕΕ· πρβλ. άρθρο 68 παρ. 1 ΠΚ). Εν προκειμένω, το αδίκημα της κατοχής ναρκωτικών με σκοπό τη διανομή τους δεν δύναται αφ’ εαυτού να προσπορίσει στους δράστες οικονομικό όφελος, ώστε να επιβληθεί δήμευση κατά το άρθρο 4 της Οδηγίας 2014/42 (όπως αυτή ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το άρθρο 6 Ν. 4478/2017 και αντικαταστάθηκε το άρθρο 76 πΠΚ περί δημεύσεως, βλ. ήδη άρθρο 68 ΠΚ).
Ακόμη, το ΔΕΕ έκρινε ότι, όπως προκύπτει από την ερμηνεία των άρθρων 8 παρ. 1, 7 και 9 της Οδηγίας 2014/42 («Διασφαλίσεις») σε συνδυασμό με το άρθρο 47 ΧΘΔΕΕ («Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου»), δεν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης εθνική ρύθμιση με την οποία επιτρέπεται η δήμευση περιουσιακού στοιχείου, εφόσον υποστηρίζεται ότι αυτό ανήκει σε πρόσωπο διαφορετικό από τον αυτουργό του οικείου ποινικού αδικήματος και το τρίτο αυτό πρόσωπο δεν είχε τη δυνατότητα να παρίσταται ως διάδικος στη σχετική με τη δήμευση ένδικη διαδικασία.
Β. Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο
1. Θεμελιώδεις δικονομικές αρχές
ΔΕΕ, απόφ. της 23/3/2023, υπόθ. C-365/21, MR
Στην υπόθεση MR το ΔΕΕ ασχολήθηκε με δύο ενδιαφέροντα ζητήματα. Το πρώτο ερώτημα που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αφορούσε τη σχέση ανάμεσα στο άρθρο 55 παρ. 1 στοιχ. β΄ της Σύμβασης Εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (εφεξής: ΣΕΣΣ) και του άρθρου 50 ΧΘΔΕΕ. Ειδικότερα, τέθηκε το ερώτημα κατά πόσον το άρθρο 55 παρ. 1 στοιχ. β΄ ΣΕΣΣ, σύμφωνα με το οποίο ένα κράτος μέλος δύναται να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται από την αρχή ne bis in idem όταν τα πραγματικά περιστατικά που έχει λάβει υπόψη η αλλοδαπή δικαστική απόφαση συνιστούν αξιόποινη πράξη κατά της ασφάλειας ή άλλων εξίσου ουσιαστικών συμφερόντων του, είναι συμβατό με το άρθρο 50 ΧΘΔΕΕ.
Αρχικά, το ΔΕΕ έκανε δεκτό ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 55 παρ. 1 στοιχ. β΄ ΣΕΣΣ δήλωση εξαίρεσης αποτελεί περιορισμό της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 ΧΘΔΕΕ. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, είναι νοητή εξαίρεση από την αρχή ne bis in idem, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 50 ΧΘΔΕΕ, όταν με την εξαίρεση αυτή επιτρέπεται η κίνηση ποινικής δίωξης και η επιβολή κύρωσης για τα ίδια πραγματικά περιστατικά αλλά προς επιδίωξη διαφορετικών σκοπών (βλ. ΔΕΕ απόφ. της 22/3/2022, υπόθ. C-117/20, bpost, σκέψη 43). Η εξαίρεση του άρθρου 55 παρ. 1 στοιχ. β΄ ΣΕΣΣ ανταποκρίνεται στο κριτήριο του Δικαστηρίου, καθότι αφορά αποκλειστικά αξιόποινες πράξεις που στρέφονται κατά της ασφάλειας του κράτους μέλους ή άλλου εξίσου ουσιαστικού συμφέροντος, και συνεπώς εξυπηρετεί σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους για τους οποίους ο κατηγορούμενος θα έχει ήδη καταδικαστεί σε άλλο κράτος μέλος.
Ακολούθως, το ΔΕΕ εξέτασε τον περιορισμό της αρχής ne bis in idem με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Ενόψει της ιδιαίτερης σοβαρότητας των προσβολών που στοιχειοθετούν την εξαίρεση, δικαιολογείται απόκλιση από την αρχή ne bis in idem. Επιβάλλεται, ωστόσο, τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση αυτής της δήλωσης εξαίρεσης να προσδιορίζουν τις αξιόποινες πράξεις, οι οποίες είναι πιθανόν να αποτελέσουν αντικείμενο νέας δίωξης. Επιπλέον, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος στέρησης της ελευθερίας που έχει ήδη επιβληθεί στον κατηγορούμενο από την καταδίκη του σε άλλο κράτος μέλος. Υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις το ΔΕΕ έκρινε ότι ο περιορισμός που τίθεται στην αρχή ne bis in idem δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου και πρόσφορου μέτρου.
Το δεύτερο ζήτημα που απασχόλησε το ΔΕΕ είναι κατά πόσον η δήλωση εξαίρεσης στην οποία προέβη ένα κράτος μέλος κατ’ άρθρον 55 παρ. 1 ΣΕΣΣ μπορεί να περιλαμβάνει το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης, στην περίπτωση κατά την οποία αυτή διέπραττε αδικήματα αποκλειστικά στρεφόμενα κατά περιουσιακών αγαθών.
Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι στο πεδίο της προαναφερθείσας εξαίρεσης εμπίπτουν πρωτίστως αξιόποινες πράξεις όπως η κατασκοπεία, η προδοσία ή άλλες σοβαρές προσβολές στη λειτουργία των δημοσίων αρχών του κράτους μέλους. Ωστόσο, το πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης δεν περιορίζεται υποχρεωτικά σε αυτές τις πράξεις. Είναι δυνατόν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της δήλωσης εξαίρεσης αξιόποινες πράξεις, ακόμη κι αν στα στοιχεία της ειδικής τους υπόστασης δεν περιλαμβάνεται η προσβολή της ασφάλειας του κράτους. Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, για να καταληφθούν τέτοιου είδους πράξεις από την εξαίρεση είναι, κατά το ΔΕΕ, να μπορεί να αποδειχθεί ότι ο σκοπός της νέας δίωξης είναι η καταστολή των προσβολών της ασφάλειας του κράτους μέλους ή άλλων εξίσου ουσιαστικών συμφερόντων του.
Τέλος, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν εμπίπτει επί της αρχής κάθε εγκληματική οργάνωση στο πεδίο της εξαίρεσης του άρθρου 55 παρ. 1 ΣΕΣΣ. Στην περίπτωση κατά την οποία η εγκληματική οργάνωση διαπράττει αδικήματα αποκλειστικά κατά περιουσιακών αγαθών θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η σοβαρότητα των ζημιών που επήλθαν στο κράτος μέλος από τη δραστηριότητα της εγκληματικής οργάνωσης.
ΔΕΕ, απόφ. της 4/5/2023, υπόθ. C‑97/21, MV – 98
Στην υπόθεση C-97/21 (MV – 98) το ΔΕΕ εξέτασε αν είναι επιτρεπτή η σωρευτική επιβολή περισσότερων διοικητικών μέτρων εις βάρος του ίδιου νομικού προσώπου λόγω παραβίασης του βουλγαρικού νόμου περί ΦΠΑ, που συνιστά μεταφορά της Οδηγίας 2006/112 (Οδηγία ΦΠΑ) στην εθνική νομοθεσία. Πιο συγκεκριμένα, το ΔΕΕ, παρέχοντας τις κατωτέρω διευκρινίσεις, καθοδήγησε το βουλγαρικό δικαστήριο ως προς το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα (σκέψη 39), δηλαδή το αν είναι συμβατή με το άρθρο 50 ΧΘΔΕΕ η σωρευτική επιβολή χρηματικής κύρωσης και σφράγισης του εμπορικού καταστήματος επί 14 ημέρες εις βάρος της MV – 98, επειδή η τελευταία δεν καταχώρισε την πώληση ενός πακέτου τσιγάρων αξίας 5,20 BGN (περίπου 2,60 ευρώ) και δεν εξέδωσε το σχετικό με την πώληση ταμειακό δελτίο συναλλαγής (σκέψεις 19-20).
Αρχικά, το Δικαστήριο ασχολήθηκε με το αν οι επίμαχες διοικητικές κυρώσεις ήταν στην πραγματικότητα ποινικής φύσεως, εξετάζοντας τα τρία κατά την πάγια νομολογία του κρίσιμα κριτήρια: Πρώτον, τον νομικό χαρακτηρισμό της παράβασης κατά το εσωτερικό δίκαιο, δεύτερον, την ίδια τη φύση της παράβασης και τρίτον, τον βαθμό αυστηρότητας της κύρωσης η οποία ενδέχεται να επιβληθεί στον αυτουργό της παράβασης (σκέψη 38). Αναλυτικότερα, η ποινική φύση ενός κατά το εθνικό δίκαιο χαρακτηριζόμενου διοικητικού μέτρου μπορεί να προκύπτει από το γεγονός ότι μέσω αυτού εξυπηρετείται, παράλληλα με την πρόληψη, η καταστολή παράνομων συμπεριφορών (σκέψη 42), καθώς επίσης και από τον βαθμό αυστηρότητας του επίμαχου μέτρου, ο οποίος εκτιμάται σε συνάρτηση με την μέγιστη προβλεπόμενη δυνατή κύρωση (σκέψεις 45-46). Επειδή αφενός μεν τα επίμαχα διοικητικά κατά το βουλγαρικό δίκαιο μέτρα αποσκοπούν στην αποτροπή όσο και στην καταστολή της τέλεσης παραβάσεων στον τομέα του ΦΠΑ, αφετέρου δε ο βαθμός αυστηρότητάς τους αξιολογείται ως υψηλός, το ΔΕΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα, η σωρευτική επιβολή των οποίων συνεπάγεται τον περιορισμό του θεμελιώδους δικαιώματος ne bis in idem (σκέψεις 43, 47-49).
Εν συνεχεία, το ΔΕΕ εξέτασε ενδελεχώς το ενδεχόμενο της δικαιολογήσεως του περιορισμού του δικαιώματος ne bis in idem υπό το πρίσμα του άρθρου 52 ΧΘΔΕΕ, μνημονεύοντας τη συναφή νομολογία του. Σύμφωνα με αυτήν, πέραν της γενικής προϋπόθεσης ότι κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον Χάρτη πρέπει να προβλέπεται στον νόμο (σκέψη 52), ειδικά ως προς την σώρευση περισσότερων κυρώσεων ποινικής φύσεως είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο οι προϋποθέσεις της σώρευσης να καθορίζονται περιοριστικά, ώστε να διασφαλίζεται ότι το κατ’ άρθρον 50 ΧΘΔΕΕ δικαίωμα δεν αναιρείται στην ουσία του (σκέψη 53). Έτσι, μια αυτοδίκαιη σώρευση, η οποία δεν υπόκειται σε καμία περιοριστικώς καθοριζόμενη προϋπόθεση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι σέβεται το βασικό περιεχόμενο του συγκεκριμένου δικαιώματος (σκέψη 54). Επιπλέον, επειδή ενόψει της αρχής της αναλογικότητας η σώρευση διώξεων και κυρώσεων δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την επίτευξη των νομίμως επιδιωκόμενων διά της σωρεύσεως σκοπών, πρέπει, οσάκις υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές, οι δε προκαλούμενες δυσχέρειες δεν πρέπει να είναι υπέρμετρες σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (σκέψη 56). Τέλος, είναι αναγκαίο οι εθνικοί κανόνες: α) να είναι σαφείς και ακριβείς, ώστε να καθίσταται προβλέψιμο για τον καθ’ ου ποιες πράξεις και παραλείψεις συνεπάγονται σώρευση διώξεων και κυρώσεων· β) να διασφαλίζουν τον συντονισμό των διαδικασιών, με σκοπό τον περιορισμό στο απολύτως αναγκαίο της πρόσθετης επιβάρυνσης που συνεπάγεται η σώρευση αυτοτελών διαδικασιών ποινικής φύσεως· και γ) να εγγυώνται ότι η αυστηρότητα του συνόλου των επιβαλλόμενων κυρώσεων είναι αντίστοιχη της βαρύτητας της οικείας παράβασης (σκέψη 57).
Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η σώρευση της χρηματικής κύρωσης και του κλεισίματος του εμπορικού καταστήματος φαίνεται να επιβάλλεται αυτοδικαίως, εφόσον η φορολογική αρχή διαπιστώσει την διάπραξη μίας και μόνης φορολογικής παράβασης, η σώρευση δεν υπόκειται σε «προϋποθέσεις που καθορίζονται περιοριστικά» κατά την ως άνω νομολογία (σκέψη 55). Περαιτέρω, παρότι η εν λόγω φορολογική νομοθεσία αποσκοπεί στη διασφάλιση της ορθής είσπραξης του ΦΠΑ και στην αποφυγή της απάτης, δηλαδή στη διασφάλιση σκοπών γενικού συμφέροντος, και είναι αρκούντως ακριβής και σαφής, εν τούτοις η φορολογική αρχή δεν διαθέτει τη δυνατότητα ούτε να συντονίσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες και να διατάξει την αναστολή της μιας εκ των δύο μέχρι την περάτωση της άλλης ούτε να εκτιμήσει σφαιρικά την αναλογικότητα των σωρευτικώς επιβαλλόμενων κυρώσεων. Μάλιστα, τυχόν ασκηθείσα προσφυγή κατά των επιβληθέντων μέτρων εκδικάζεται από διαφορετικά δικαστήρια. Ενόψει, τέλος, του υψηλού βαθμού αυστηρότητας αμφότερων των επίμαχων μέτρων, φαίνεται ότι το σωρευτικό αποτέλεσμα αυτών μπορεί να υπερβαίνει τη βαρύτητα της διαπραχθείσας παράβασης και να αντιβαίνει στις απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας (σκέψεις 55, 58 επ.).
Συνεπώς, το άρθρο 273 της Οδηγίας ΦΠΑ και το άρθρο 50 ΧΘΔΕΕ αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας είναι δυνατόν να επιβληθεί σε φορολογούμενο, για την ίδια φορολογική παράβαση και κατόπιν χωριστών και αυτοτελών διαδικασιών, μέτρο χρηματικής κύρωσης και μέτρο σφράγισης εμπορικού καταστήματος, τα οποία επιδέχονται προσβολή ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων, στον βαθμό κατά τον οποίο η εν λόγω εθνική ρύθμιση δεν διασφαλίζει τον συντονισμό των διαδικασιών, ώστε να καθίσταται δυνατός ο περιορισμός στο απολύτως αναγκαίο της πρόσθετης επιβάρυνσης που συνεπάγεται η σώρευση των μέτρων αυτών, και δεν εγγυάται ότι η αυστηρότητα του συνόλου των επιβαλλόμενων κυρώσεων αντιστοιχεί στη βαρύτητα της διαπραχθείσας παράβασης (σκέψη 63).
Στην υπόθεση C-27/22 το ΔΕΕ ασχολήθηκε με το ερώτημα αν είναι αντίθετη προς την αρχή ne bis in idem η απόφαση διατήρησης προστίμου πέντε εκατομμυρίων ευρώ που είχε επιβληθεί από την αρμόδια ιταλική αρχή σε εταιρεία λόγω πρακτικών σχετικών με την εμπορία στην Ιταλία πετρελαιοκίνητων οχημάτων εξοπλισμένων με λογισμικό στρέβλωσης των επιπέδων εκπομπών οξειδίων του αζώτου, όταν, ενώ εκκρεμούσε η εκδίκαση της προσφυγής της εταιρείας εναντίον της απόφασης, η γερμανική εισαγγελία τής επέβαλε πρόστιμο ύψους ενός δισεκατομμυρίου ευρώ λόγω παραποίησης των εκπομπών καυσαερίων ορισμένων κινητήρων ντίζελ.
Συγκεκριμένα, τέθηκαν στο Δικαστήριο τρία προδικαστικά ερωτήματα. Το πρώτο αφορούσε το ζήτημα αν το πρόστιμο που προβλέπεται σε εθνική ρύθμιση και επιβάλλεται σε εταιρεία από την αρμόδια για την προστασία των καταναλωτών εθνική αρχή λόγω αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, παρά τον χαρακτηρισμό του ως κύρωσης διοικητικής φύσης, έχει στην πραγματικότητα ποινικό χαρακτήρα. Το Δικαστήριο, ακολουθώντας την πάγια νομολογία του, επανέλαβε τα κριτήρια επί τη βάσει των οποίων κρίνεται ο χαρακτήρας μιας δίωξης ή κύρωσης: Το πρώτο κριτήριο είναι ο νομικός χαρακτηρισμός της παράβασης κατά το εσωτερικό δίκαιο, το δεύτερο είναι η ίδια η φύση της παράβασης και το τρίτο είναι ο βαθμός αυστηρότητας της κύρωσης η οποία ενδέχεται να επιβληθεί στον εμπλεκόμενο. Με βάση τα κριτήρια αυτά, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα δόθηκε η απάντηση ότι η υπό εξέταση κύρωση είχε ποινικό χαρακτήρα, παρά τον χαρακτηρισμό της από την εθνική ρύθμιση ως διοικητικής, λόγω του κατασταλτικού σκοπού της και του υψηλού βαθμού αυστηρότητας. Ο τελευταίος εκτιμάται σε συνάρτηση με τη μέγιστη ποινή που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις (εν προκειμένω: τα πέντε εκατομμύρια ευρώ).
Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορούσε το αν είναι αντίθετη προς την αρχή ne bis in idem η απόφαση διατήρησης προστίμου ποινικού χαρακτήρα, όταν μετά την αρχική επιβολή του ακολούθησε ποινική καταδίκη για τις ίδιες πράξεις σε άλλο κράτος-μέλος, η οποία κατέστη αμετάκλητη προτού αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου η απόφαση ως προς τη διατήρηση του αρχικού προστίμου. Όσον αφορά την προϋπόθεση «bis», το Δικαστήριο σημείωσε ότι για να μπορεί να θεωρηθεί ότι μια δικαστική απόφαση έχει κρίνει αμετάκλητα επί ορισμένων πραγματικών περιστατικών που έχουν αποτελέσει αντικείμενο δεύτερης διαδικασίας, δεν είναι μόνον αναγκαίο η απόφαση αυτή να μην μπορεί να προσβληθεί, αλλά θα πρέπει επίσης να έχει εκδοθεί κατόπιν εκτιμήσεως της ουσίας της υπόθεσης. Από την στιγμή όμως που υφίσταται τέτοια αμετάκλητη απόφαση, και ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο κατέστη αυτή αμετάκλητη, η αρχή ne bis in idem αποκλείει την κίνηση ή τη συνέχιση ποινικής δίωξης για την ίδια πράξη. Όσον αφορά την προϋπόθεση «idem», το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το κριτήριο προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη μίας και της αυτής παράβασης είναι εκείνο της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, χωρίς να ενδιαφέρει ο νομικός χαρακτηρισμός των περιστατικών αυτών από το εκάστοτε εθνικό δίκαιο. Εν προκειμένω παρατηρήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι στη μεταγενέστερη γερμανική καταδικαστική απόφαση λήφθηκε υπόψιν κατά τον υπολογισμό του ποσού των εννιακοσίων ενενήντα πέντε εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο επιβλήθηκε στην εταιρεία, ότι έγιναν πωλήσεις οχημάτων εξοπλισμένων με το παράνομο σύστημα εντός άλλων κρατών-μελών, περιλαμβανομένης της Ιταλίας. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι, εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, τυχόν διατήρηση του αρχικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα, παρά την ύπαρξη αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης για τα ίδια πραγματικά περιστατικά από άλλο κράτος-μέλος, θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής ne bis in idem.
Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα που κλήθηκε να απαντήσει το Δικαστήριο ήταν υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν να δικαιολογηθούν περιορισμοί στην εφαρμογή της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 ΧΘΔΕΕ. Οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται στο άρθρο 52 παρ. 1 ΧΘΔΕΕ. Προκειμένου να θεωρηθεί δικαιολογημένη η σώρευση διαδικασιών ή κυρώσεων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, πρέπει η σώρευση αυτή να μη συνεπάγεται υπέρμετρη επιβάρυνση για το πρόσωπο το οποίο αφορά, να υπάρχουν σαφείς και ακριβείς κανόνες βάσει των οποίων να μπορεί να προβλεφθεί ποιες πράξεις και παραλείψεις είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο σώρευσης, και, τέλος, οι επίμαχες διαδικασίες να έχουν διεξαχθεί συντονισμένα και με μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο επικεντρώθηκε στο ότι δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση του συντονισμού των σωρευτικών διαδικασιών.
2. Υπερασπιστικά δικαιώματα
ΔΕΕ, απόφ. της 25/5/2023, υπόθ. C‑608/21, ΧΝ
Στην υπόθεση C-608/21 (XN) το ΔΕΕ ασχολήθηκε με το δικαίωμα ενημερώσεως του υπόπτου ή κατηγορουμένου, κατόπιν σχετικού προδικαστικού ερωτήματος ποινικού δικαστηρίου της Βουλγαρίας, με αφορμή την επιβολή του μέτρου διοικητικού καταναγκασμού της κράτησης για χρονικό διάστημα έως 24 ωρών, λόγω υπονοιών τέλεσης αξιόποινης πράξης.
Αρχικά, το ΔΕΕ δέχτηκε την εφαρμογή της Οδηγίας 2012/13 στην κρινόμενη υπόθεση, διότι οι υπόνοιες τέλεσης αξιόποινης πράξης (χουλιγκανισμός ήπιας μορφής) που δικαιολογούν την επιβολή κράτησης αρκούν για να καταστεί ο συλληφθείς «ύποπτος» κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 της Οδηγίας, ανεξαρτήτως του ότι η εν λόγω κράτηση αποτελεί κατά το βουλγαρικό δίκαιο μέτρο διοικητικού καταναγκασμού με χαρακτήρα διοικητικής πράξεως (σκέψεις 36-39).
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο ασχολήθηκε διεξοδικά με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το αν οι λόγοι κρατήσεως υπόπτων ή κατηγορουμένων, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με την επίμαχη αξιόποινη πράξη, δύνανται να εκτίθενται σε άλλα έγγραφα, πλην της πράξεως περί διαταγής κρατήσεως, τα οποία γνωστοποιούνται στους υπόπτους ή κατηγορουμένους μόνο στο πλαίσιο ενδεχόμενης ένδικης προσφυγής προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της κρατήσεως.
Ενόψει του σκοπού της Οδηγίας 2012/13, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας και της αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων υπερασπίσεως, η απαίτηση προς «άμεση» κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Οδηγίας ενημέρωση του υπόπτου ή κατηγορουμένου καταλαμβάνει τόσο την ενημέρωσή του σχετικά με την αξιόποινη πράξη την οποία φέρεται ή κατηγορείται ότι τέλεσε όσο και τους λόγους σύλληψης ή κράτησής του (σκέψεις 43-48). Η ενημέρωση είναι “άμεση” στη μεν περίπτωση του άρθρου 6 παρ. 1 όταν λαμβάνει χώρα το αργότερο πριν από την πρώτη επίσημη ανάκριση από την αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή (σκέψη 45), στη δε περίπτωση του άρθρου 6 παρ. 2 όταν πραγματοποιείται κατά τον χρόνο της στερήσεως της ελευθερίας ή λίγο μετά την έναρξη αυτής (σκέψη 53).
Περαιτέρω, ειδικά στην περίπτωση της σύλληψης ή κράτησης ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης επιτυγχάνονται με την παροχή στον συλληφθέντα ή κρατούμενο της δυνατότητας αμφισβήτησης της νομιμότητας της συλλήψεως ή της κρατήσεως (σκέψη 49). Εφόσον διασφαλίζεται η δυνατότητα αμφισβήτησης της νομιμότητας της συλλήψεως ή κρατήσεως μέσω της κατά το δυνατόν ταχύτερης γνωστοποίησης των κρίσιμων πληροφοριών, είναι αδιάφορο αν οι πληροφορίες αυτές γνωστοποιούνται στον συλληφθέντα ή κρατούμενο με την πράξη επιβολής σύλληψης ή κράτησης ή με άλλα έγγραφα (σκέψεις 51-52, 58). Από το άρθρο 6 παρ. 2 της Οδηγίας απορρέει μόνον η απαγόρευση της γνωστοποίησης των επίμαχων πληροφοριών στα ως άνω πρόσωπα το πρώτον στο πλαίσιο ενδεχόμενης ένδικης προσφυγής, με την οποία αμφισβητείται η νομιμότητα της συλλήψεως ή κρατήσεως, διότι σε αυτή την περίπτωση η ενημέρωση δεν μπορεί να θεωρηθεί «άμεση» (σκέψη 58).
Στο πλαίσιο του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος περί του περιεχομένου και του βαθμού λεπτομέρειας των πληροφοριών σχετικά με την αξιόποινη συμπεριφορά για την οποία ένα συλληφθέν πρόσωπο τίθεται υπό κράτηση, το ΔΕΕ έκρινε τα εξής: Κατ’ αντιστοιχία προς τα ανωτέρω, η απαίτηση «δεόντως λεπτομερούς» πληροφόρησης σχετικά με την τέλεση της αξιόποινης πράξης κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Οδηγίας ισχύει και για την πληροφόρηση σχετικά με τους λόγους συλλήψεως ή κρατήσεως κατά το άρθρο 6 παρ. 2 αυτής (σκέψη 60). Έτσι, προκειμένου να διασφαλισθεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης, πρέπει να γνωστοποιούνται στον συλληφθέντα ή κρατούμενο όλες οι αναγκαίες για την αποτελεσματική αμφισβήτηση της νομιμότητας της συλλήψεως ή κρατήσεως πληροφορίες (σκέψη 62). Έτσι, ενώ ο βαθμός λεπτομέρειας των εν λόγω πληροφοριών εξαρτάται από το εκάστοτε στάδιο της διαδικασίας, προκειμένου να μη θιγεί η πρόοδος μιας εν εξελίξει έρευνας (σκέψη 65), οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι απαραίτητο να περιλαμβάνουν τόσο την περιγραφή των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών που είναι γνωστά στις αρμόδιες αρχές, όσο και τον χρόνο και τον τόπο των πραγματικών περιστατικών, τον ακριβή βαθμό συμμετοχής των εν λόγω προσώπων στην αποδιδόμενη αξιόποινη πράξη, καθώς και τον προσωρινό νομικό χαρακτηρισμό (σκέψεις 63-64, 76).
ΔΕΕ, απόφ. της 8/12/2022, υπόθ. C-348/21, HYA κ.λπ.
Σε βάρος πέντε Βουλγάρων συνοριοφυλάκων ασκήθηκε δίωξη για αδικήματα σχετικά με παράνομη μετανάστευση. Κατά την προδικασία οι ανακριτικές αρχές της αρμόδιας εισαγγελίας εξέτασαν πέντε πρόσωπα, υπηκόους τρίτων χωρών, των οποίων την παράνομη είσοδο στη βουλγαρική επικράτεια φέρεται να είχαν διευκολύνει οι κατηγορούμενοι. Η εξέταση των προσώπων αυτών έλαβε χώρα κατά ένα μέρος ενώπιον δικαστή. Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία η κλήτευση των μαρτύρων αυτών, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων), απέβη άκαρπη, είτε διότι δεν κατέστη δυνατό να προσδιοριστεί ο τόπος διαμονής τους, είτε διότι είχαν ήδη απομακρυνθεί από τη βουλγαρική επικράτεια ή είχαν εγκαταλείψει οικειοθελώς τη χώρα. Συνεπεία αυτού, η εισαγγελία ζήτησε να αναγνωστούν οι καταθέσεις των μαρτύρων που είχαν δοθεί κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας.
Βάσει των πραγματικών αυτών περιστατικών, το ΔΕΕ εκλήθη, κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος του βουλγαρικού ποινικού δικαστηρίου ειδικών αρμοδιοτήτων, να αποφασίσει εάν η ανάγνωση των καταθέσεων των μαρτύρων στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν σύμφωνη προς την Οδηγία 2016/343, και συγκεκριμένα προς τα άρθρα 8 παρ. 1 (δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου στην δίκη) και 6 παρ. 1 (βάρος απόδειξης και δικαίωμα της υπεράσπισης να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία), σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 33 και 34, καθώς και με το άρθρο 47 εδ. β΄ ΧΘΔΕΕ.
Το ΔΕΕ έκρινε κατ’ αρχάς ότι το άρθρο 8 παρ. 1 και 2 της Οδηγίας 2016/343, στο οποίο προβλέπεται το δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου στην δίκη, δεν κατοχυρώνει μόνον το δικαίωμα αυτοπρόσωπης παρουσίας αλλά επιβάλλει επίσης να είναι ο κατηγορούμενος σε θέση να συμμετάσχει ουσιαστικά στη δίκη αυτήν και να ασκήσει τα δικαιώματα υπεράσπισής του. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και το δικαίωμά του να εξετάσει ή να ζητήσει να εξεταστούν οι μάρτυρες κατηγορίας (σκέψη 44). Το δικαίωμα αυτό δύναται να θιγεί όταν εθνική διάταξη προβλέπει την επ’ ακροατηρίω ανάγνωση καταθέσεων μαρτύρων που δόθηκαν στην προδικασία, σε περίπτωση αδυναμίας εμφανίσεως του μάρτυρα. Η τελική κρίση επί της εκάστοτε συγκεκριμένης περίπτωσης εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο όμως, προκειμένου να επιτρέψει την ανάγνωση, οφείλει, κατά το ΔΕΕ, να λαμβάνει υπ’ όψιν του –συνοπτικά– τα εξής: 1) Η δυνατότητα ανάγνωσης των μαρτυρικών καταθέσεων θα πρέπει να προβλέπεται στον νόμο (σκέψη 51). 2) Η πρόβλεψη αυτή θα πρέπει να αφορά συγκεκριμένες περιπτώσεις, να αναφέρεται σε θεμιτούς λόγους και να τηρείται η αρχή της δίκαιης διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας, θεωρούμενης στο σύνολό της (σκέψη 53). 3) Η ανάγνωση της μαρτυρικής κατάθεσης θα πρέπει να είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας (σκέψεις 54 επ.). Προς τούτο το εθνικό δικαστήριο οφείλει κατ’ αρχάς να εξετάσει αν υφίσταται σοβαρός λόγος για τη μη εμφάνιση του μάρτυρα. Ως σοβαρό λόγο το ΔΕΕ αναφέρει ενδεικτικά τον θάνατο, την κατάσταση της υγείας του μάρτυρα, τον φόβο του να δώσει κατάθεση ή την αδυναμία εντοπισμού του. Στην τελευταία, όμως, περίπτωση (αδυναμία εντοπισμού του) το δικαστήριο οφείλει να καταβάλει κάθε προσπάθεια που μπορεί ευλόγως να αναμένεται από αυτό για να διασφαλίσει την εμφάνιση του εν λόγω μάρτυρα (σκέψεις 55 και 56). Επίσης, κατά το ΔΕΕ, η κατάθεση του απόντος μάρτυρα δεν μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό ή το καθοριστικό αποδεικτικό στοιχείο για την καταδίκη του κατηγορουμένου (βλ. σκέψη 62· πρβλ., όμως, και σκέψη 55). Σε κάθε περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να διασφαλίσει ότι υφίστανται επαρκή αντισταθμιστικά στοιχεία και ισχυρές δικονομικές εγγυήσεις για την εξισορρόπηση των δυσχερειών που προκαλεί στον κατηγορούμενο και στον συνήγορό του η συνεκτίμηση της κατάθεσης αυτής ως αποδεικτικού στοιχείου. Ως τέτοια δικονομική εγγύηση θα μπορούσε να θεωρηθεί η παροχή στον κατηγορούμενο της δυνατότητας να εξετάσει τον μάρτυρα κατά την προδικασία.
ΔΕΕ, Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως, απόφ. της 22/6/2023, υπόθ. C-660/21, K.B. και F.S.
Στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας για κλοπή καυσίμων, γαλλικό πλημμελειοδικείο απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ σχετικά με τη συμβατότητα ρύθμισης του γαλλΚΠΔ, όπως αυτή ερμηνεύεται από το γαλλικό Ακυρωτικό (Cour de cassation), με τα δικαιώματα ενημέρωσης, σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης, υπό το φως του πρωτογενούς (άρθρα 47-48 ΧΘΔΕΕ) και δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου (Οδηγία 2012/13). Το πλημμελειοδικείο υποστήριξε ότι σύμφωνα με την σχετική ρύθμιση (άρθρο 385 γαλλΚΠΔ) τα εθνικά δικαστήρια ουσίας επιτρέπεται να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως μόνο το ζήτημα τυχόν αναρμοδιότητά τους· οποιαδήποτε άλλη ένσταση απαγορεύεται να εξεταστεί παρά μόνο έπειτα από προβολή της εκάστοτε ακυρότητας από τον κατηγορούμενο ή τον δικηγόρο του πριν από οποιονδήποτε άλλο υπερασπιστικό ισχυρισμό επί της ουσίας (σκέψη 21).
Στην εν λόγω υπόθεση οι κατηγορούμενοι συνελήφθησαν επ’ αυτοφώρω από υπαλλήλους της δικαστικής αστυνομίας. Οι τελευταίοι εξέτασαν τους συλληφθέντες χωρίς να τους ενημερώσουν για τα δικονομικά δικαιώματά τους και, αψηφώντας εντολή αξιωματικού της δικαστικής αστυνομίας για άμεση προσαγωγή των υπόπτων με σκοπό την προσωρινή κράτησή τους, κάλεσαν άλλον αξιωματικό. Ο τελευταίος δεν έθεσε τους υπόπτους υπό προσωρινή κράτηση και, παραβιάζοντας το γαλλικό δίκαιο, αφενός πραγματοποίησε έρευνα του οχήματός τους, χωρίς να τους ενημερώσει για τα δικαιώματά τους ούτε να ενημερώσει προηγουμένως τον εισαγγελέα, αφετέρου απέσπασε αυτοενοχοποιητικές δηλώσεις (σκέψεις 15-19). Τελικώς το πρώτον μετά την επιβολή του μέτρου της προσωρινής κράτησης γνωστοποιήθηκαν τα δικονομικά δικαιώματα στους κρατούμενους.
Το ΔΕΕ έκρινε, ως προς τα δικαιώματα ενημέρωσης, σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης, ότι η εν λόγω εθνική δικονομική απαγόρευση δεν αντίκεται στο ενωσιακό δίκαιο (ΧΘΔΕΕ, Οδηγία 2012/13). Το Δικαστήριο στήριξε την κρίση αυτή στην έλλειψη νομοθετικής ρύθμισης της διαδικασίας της εξέτασης της παραβίασης στην Οδηγία 2012/13 (σκέψη 39), και αντιστοίχως στην ευχέρεια της εθνικής έννομης τάξης να ρυθμίζει την διαδικασία προβολής ακυρότητας κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο (σκέψη 43). Παράλληλα, η γαλλική ρύθμιση, σύμφωνα με το ΔΕΕ, δεν στερεί τη συγκεκριμένη και πραγματική δυνατότητα πρόσβασης σε δικηγόρο, που διασφαλίζει εν τέλει αποτελεσματικά την απόλαυση του δικαιώματος σιωπής (σκέψεις 44 επ., 53).
ΔΕΕ, απόφ. της 10/11/2022, υπόθ. C-203/21, DELTA STORY 2003
Η υπόθεση αφορά την ZK, διαχειρίστρια της εταιρείας Delta Stroy στη Βουλγαρία, η οποία κατηγορείται για φοροδιαφυγή. Ο εισαγγελέας πρότεινε την επιβολή χρηματικής ποινής στην εταιρεία, καθόσον αποκόμισε περιουσιακό όφελος από την αξιόποινη πράξη, την οποία φέρεται να είχε τελέσει η ZK. Ο βουλγαρικός νόμος περί διοικητικών παραβάσεων και κυρώσεων επιτρέπει την επιβολή κυρώσεων σε νομικά πρόσωπα αποκλειστικά βάσει κατηγοριών σε βάρος των φυσικών προσώπων που τα διοικούν, ακόμη και πριν από την οριστική δικαστική διαπίστωση τέλεσης του αδικήματος. Τέθηκε, επομένως, το ερώτημα αν η παραπάνω νομοθεσία ευθυγραμμίζεται αφενός μεν με την απόφαση-πλαίσιο 2005/212, ώστε η επιβολή σε νομικό πρόσωπο χρηματικής ποινής ισόποσης προς το περιουσιακό όφελος που αποκόμισε ή θα μπορούσε να αποκομίσει το ίδιο από την τέλεση αξιόποινης πράξης φυσικού προσώπου συνιστά δήμευση, αφετέρου δε με την αρχή της νομιμότητας των αξιόποινων πράξεων και των ποινών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΧΘΔΕΕ.
Τα προδικαστικά ερωτήματα που τέθηκαν από το Δικαστήριο της Βουλγαρίας είναι τα εξής:
(α) Αν η νομοθεσία ενός κράτους μέλους μπορεί να επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο να επιβάλλει κυρώσεις σε νομικό πρόσωπο για συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, ακόμη και όταν το αδίκημα δεν έχει ακόμη κριθεί ότι τελέστηκε λόγω εκκρεμούσας παράλληλης ποινικής διαδικασίας σε βάρος του φυσικού προσώπου. (β) Αν η νομοθεσία ενός κράτους μέλους μπορεί να επιτρέψει την επιβολή χρηματικής ποινής σε νομικό πρόσωπο, ύψους ίσου προς το ποσό του οφέλους που ενδεχομένως αντλήθηκε από το ποινικό αδίκημα φυσικού προσώπου, ακόμη και όταν η τέλεση του αδικήματος δεν έχει αποδειχθεί οριστικά στο πλαίσιο παράλληλης ποινικής διαδικασίας σε βάρος του φυσικού προσώπου.
Το ΔΕΕ στις προκαταρκτικές παρατηρήσεις του προβαίνει σε διάκριση μεταξύ της έννοιας της «δήμευσης» και των «χρηματικών ποινών» σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ. Ως «δήμευση», σύμφωνα με την Οδηγία 2014/42, νοείται η οριστική αποστέρηση του περιουσιακού στοιχείου, την οποία διατάσσει δικαστήριο σε σχέση με ορισμένο ποινικό αδίκημα, ενώ ως «προϊόν εγκλήματος» νοείται οποιοδήποτε οικονομικό πλεονέκτημα προερχόμενο από ποινικό αδικήματα και μπορεί να συνίσταται σε κάθε μορφή περιουσιακού στοιχείου. Μολονότι ένα χρηματικό ποσό συνιστά «περιουσιακό στοιχείο» δεκτικό δήμευσης, εντούτοις ένα τέτοιο περιουσιακό στοιχείο μπορεί να δημευθεί, μόνον αν αποτελεί όφελος προερχόμενο από ποινικό αδίκημα. Αντιθέτως, ο όρος «χρηματική ποινή» καλύπτει κάθε υποχρέωση καταβολής χρηματικού ποσού δυνάμει καταδικαστικής αποφάσεως επί αδικήματος και δεν αφορά τις αποφάσεις περί δημεύσεως οργάνου ή προϊόντος εγκλήματος. Το ποσό δε της χρηματικής ποινής δεν είναι απαραίτητο να αντιστοιχεί στο οικονομικό όφελος που προκύπτει από το αδίκημα. Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η χρηματική ποινή κατά το βουλγαρικό δίκαιο, η οποία μπορεί να επιβληθεί ακόμη και όταν δεν αποκτήθηκε κανένα όφελος ή ακόμη και όταν το όφελος δεν είχε περιουσιακό χαρακτήρα, δεν συνιστά δήμευση κατά την έννοια της απόφασης-πλαισίου 2005/212 και της Οδηγίας 2014/42. Επομένως, η απόφαση-πλαίσιο δεν εφαρμόζεται στη διαφορά της κύριας δίκης.
Δεύτερον, το ΔΕΕ, επιβεβαιώνοντας τη δυνατότητα εφαρμογής του ΧΘΔΕΕ στην κύρια δίκη λόγω αντικειμένου, παραπέμπει στο άρθρο 7 ΕΣΔΑ και στη νομολογία του ΕΔΔΑ, υπογραμμίζοντας ότι η προσωπική ποινική ευθύνη πρέπει να τεκμηριώνεται πριν από την επιβολή ποινικής κύρωσης, με σεβασμό στο τεκμήριο αθωότητας σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ. Η απαίτηση αυτή είναι ισοδύναμη με την αρχή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 48 παρ. 1 ΧΘΔΕΕ.
Το ΔΕΕ στη συνέχεια εξετάζει την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας και των δικαιωμάτων υπεράσπισης, όταν ενδέχεται να επιβληθεί κύρωση σε ένα νομικό πρόσωπο λόγω πράξεων ενός φυσικού προσώπου που το εκπροσωπεί, χωρίς το δικαστήριο που του επιβάλει τη σχετική κύρωση να είναι σε θέση να κρίνει αν το φυσικό πρόσωπο τέλεσε το έγκλημα που του αποδίδεται (εφόσον η παράλληλη ποινική διαδικασία σε βάρος του φυσικού προσώπου ακόμη εκκρεμεί) ή το νομικό πρόσωπο να είναι σε θέση να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα υπεράσπισής του. Η περιορισμένη εξουσία του δικαστηρίου που καλείται να επιβάλει κύρωση σε βάρος του νομικού προσώπου και η απουσία μηχανισμών ώστε το νομικό πρόσωπο να αμφισβητήσει τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος από τον εκπρόσωπό του παραβιάζουν τις εγγυήσεις του ΧΘΔΕΕ. Το ΔΕΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια διαδικασία παραβιάζει προδήλως την αρχή της αναλογικότητας, θίγοντας τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 48 ΧΘΔΕΕ και, επομένως, η επιβολή των σχετικών κυρώσεων στο πλαίσιο μιας τέτοιας εθνικής διαδικασίας δεν είναι συμβατή με τον ΧΘΔΕΕ.
3. Ανακριτικές πράξεις - Προσωπικά δεδομένα
ΔΕΕ, απόφ. της 16/2/2023, υπόθ. C-349/21, ΗΥΑ κ.λπ.
Στην υπόθεση HYA κ.λπ. το ΔΕΕ ασχολήθηκε με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι συμβατές με το ευρωπαϊκό δίκαιο οι δικαστικές αποφάσεις, διά των οποίων χορηγείται άδεια για τη χρήση ειδικών μεθόδων συλλογής πληροφοριών εις βάρος υπόπτων τέλεσης σοβαρών αδικημάτων και ιδίως για την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου.
Σύμφωνα με τα δεδομένα που ετέθησαν ενόψει του Δικαστηρίου, η ειδική εισαγγελία της Βουλγαρίας υπέβαλε ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου αιτήματα για χορήγηση άδειας χρήσης ειδικών μεθόδων συλλογής πληροφοριών, και συγκεκριμένα αιτήματα για άρση τηλεφωνικού απορρήτου εις βάρος υπόπτων τέλεσης σοβαρών αδικημάτων. Στις αιτήσεις περιλαμβανόταν αναλυτική αιτιολογία για την ανάγκη ακρόασης των τηλεφωνικών επικοινωνιών και για την αδυναμία συλλογής των πληροφοριών με ηπιότερα μέσα. Τα αιτήματα έγιναν δεκτά από το δικαστήριο αυθημερόν. Για τη σύνταξη των σχετικών αποφάσεων χρησιμοποιήθηκε τυποποιημένο κείμενο καταρτισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτει κάθε πιθανό λόγο για τη χορήγηση της άδειας, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση των πραγματικών και νομικών περιστάσεων πέραν της χρονικής διάρκειας του μέτρου.
Με βάση τα ανωτέρω, το ΔΕΕ κλήθηκε να αποφανθεί κατά πόσον συμβαδίζει με το άρθρο 15 της Οδηγίας 2002/58 η πρακτική των εθνικών δικαστηρίων να επιτρέπουν την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου επί τη βάσει τέτοιων τυποποιημένων κειμένων.
Αρχικά, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι στο απόρρητο των επικοινωνιών εμπίπτουν τόσο το περιεχόμενο της επικοινωνίας όσο και τα δεδομένα κίνησης του συνδρομητή (βλ. σκέψη 40). Τα δε νομοθετικά μέτρα για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών πρέπει να υπόκεινται σε διαδικαστικές προϋποθέσεις που συνάδουν με την αρχή της δίκαιης δίκης (βλ. σκέψη 44). Συνεπώς, τέτοιου είδους αποφάσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι με βάση το εθνικό δίκαιο ο αρμόδιος δικαστής αποφαίνεται για την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου κατόπιν εμπεριστατωμένου αιτήματος, στο οποίο εκτίθενται το ερευνώμενο ποινικό αδίκημα, τα μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της έρευνας και τα αποτελέσματά τους, τα στοιχεία που προσδιορίζουν το πρόσωπο που αφορά η αίτηση, το modus operandi που πρέπει να εφαρμοστεί, την προβλεπόμενη διάρκεια της επιτήρησης, τους λόγους για τους οποίους ζητείται η συγκεκριμένη διάρκεια καθώς και τους λόγους για τους οποίους η χρήση των μεθόδων αυτών είναι αναγκαία (βλ. σκέψη 50). Συνεπώς, όταν ο δικαστής εγκρίνει την άρση του απορρήτου, επικυρώνει στην ουσία τους λόγους που αναφέρονται στο αναλυτικό αίτημα, ακόμα κι αν χρησιμοποιεί τυποποιημένο υπόδειγμα. Αντίστοιχα, οι ύποπτοι δύνανται από τη συνδυαστική ανάγνωση του αιτήματος και της άδειας να αντιληφθούν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη αυτό το μέτρο εις βάρος τους.
Κατόπιν τούτων, το ΔΕΕ κατέληξε ότι δεν είναι αντίθετη με το άρθρο 15 παρ. 1 της Οδηγίας 2002/58 εθνική πρακτική σύμφωνα με την οποία οι δικαστικές αποφάσεις χορήγησης άδειας για τη χρήση ειδικών μεθόδων συλλογής πληροφοριών κατόπιν αιτιολογημένου και εμπεριστατωμένου αιτήματος των ποινικών αρχών, καταρτίζονται βάσει τυποποιημένου κειμένου χωρίς εξατομικευμένη αιτιολογία, όπου απλώς αναγράφεται, πέραν της χρονικής διάρκειας ισχύος των αδειών, ότι έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από τη νομοθεσία απαιτήσεις. Απαραίτητη πάντως προϋπόθεση είναι α) να συνάγονται οι λόγοι για τους οποίους ο αρμόδιος δικαστής αποφάσισε για την άρση του απορρήτου από τη συνδυαστική ανάγνωση της απόφασης και της αίτησης και β) να παρέχεται στο πρόσωπο εις βάρος του οποίου επετράπη η χρήση ειδικών μεθόδων συλλογής πληροφοριών πρόσβαση στην αρχική αίτηση.
ΔΕΕ, απόφ. της 7/9/2023, υπόθ. C-162/22, A.G.
Στην υπόθεση C-162/22 το Δικαστήριο κλήθηκε να απαντήσει στο ερώτημα αν, με βάση το άρθρο 15 παρ. 1 της Οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8, 11, και 52 παρ. 1 ΧΘΔΕΕ, είναι επιτρεπτό να χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο ερευνών για υπηρεσιακά παραπτώματα που συνδέονται με διαφθορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με ηλεκτρονικές επικοινωνίες, τα οποία διατήρησαν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (κατ’ εφαρμογήν νομοθετικού μέτρου θεσπισθέντος δυνάμει της ανωτέρω διατάξεως) και τα οποία εν συνεχεία τέθηκαν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών (κατ’ εφαρμογήν του ίδιου αυτού μέτρου) για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας.
Το Δικαστήριο επανέλαβε, με βάση προηγούμενη νομολογία του, ότι η διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης δεν μπορεί να γίνεται γενικώς και αδιακρίτως, αλλά απαιτείται να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, ανάλογα και με το είδος των δεδομένων. Δεν είναι αντίθετα προς το άρθρο 15 παρ. 1 της Οδηγίας 2002/58 νομοθετικά μέτρα τα οποία, για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας και την πρόληψη των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, επιτρέπουν (α) τη στοχευμένη διατήρηση των δεδομένων, εφόσον είναι οριοθετημένη βάσει αντικειμενικών στοιχείων που δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις και μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο, (β) την διατήρηση των διευθύνσεων IP που έχουν αποδοθεί στην πηγή μιας συνδέσεως, εφόσον η διατήρηση αυτή γίνεται για την απολύτως αναγκαία χρονική περίοδο, (γ) την γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση δεδομένων σχετικά με την ταυτότητα χρηστών μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, (δ) τη δυνατότητα να διατάσσονται υπό προϋποθέσεις οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να προβαίνουν για ορισμένο χρονικό διάστημα στην κατεπείγουσα διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης που διαθέτουν.
Σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 της Οδηγίας 2002/58, είναι επιτρεπτή στα κράτη-μέλη η θέσπιση εξαιρέσεων από την κατ’ αρχήν υποχρέωση διασφάλισης του απορρήτου των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον πρόκειται για περιορισμούς αναγκαίους, κατάλληλους και ανάλογους σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, της άμυνας και της δημόσιας ασφάλειας, ή για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη εγκλημάτων ή της άνευ αδείας χρησιμοποιήσεως του συστήματος ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Το Δικαστήριο ανέφερε ότι η πρόβλεψη των εν λόγω σκοπών για τους οποίους μπορεί να δικαιολογηθεί περιορισμός των δικαιωμάτων έχει εξαντλητικό χαρακτήρα, ενώ υφίσταται και ιεραρχική σχέση μεταξύ αυτών αναλόγως της σημασίας τους. Σε σχέση με τον σκοπό πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης ποινικών αδικημάτων, επισημαίνεται ότι, με βάση την αρχή της αναλογικότητας, μόνον η καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας και η πρόληψη σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας μπορούν να δικαιολογήσουν σοβαρές επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, στις οποίες ανήκει και η διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης. Επισημάνθηκε ακόμη ότι οι περιορισμοί αυτοί ισχύουν και για τυχόν μεταγενέστερη χρήση των δεδομένων κίνησης και θέσης που διατήρησαν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας. Συνεπώς, τέτοια δεδομένα δεν μπορούν, αφού αποθηκευτούν και τεθούν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας, να διαβιβαστούν σε άλλες αρχές και να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη σκοπών άλλων, όπως είναι για παράδειγμα η καταπολέμηση υπηρεσιακών παραπτωμάτων που συνδέονται με διαφθορά· ένας τέτοιος σκοπός κρίνεται ως μικρότερης σημασίας σε σχέση με την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας και την πρόληψη των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας.
Το Δικαστήριο κατέληξε λοιπόν στην απάντηση ότι με βάση το άρθρο 15 παρ. 1 της Οδηγίας 2002/58, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο ερευνών για υπηρεσιακά παραπτώματα που συνδέονται με διαφθορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με ηλεκτρονικές επικοινωνίες τα οποία διατήρησαν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και εν συνεχεία τέθηκαν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας.
4. Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις
ΔΕΕ, Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως, απόφ. της 18/4/2023, υπόθ. C‑699/21, E.D.L.
Στην υπόθεση C-699/21 (E.D.L.) το ΔΕΕ έκρινε, στο πλαίσιο ενός προδικαστικού ερωτήματος του Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, αν η δικαστική αρχή εκτέλεσης ΕΕΣ που καλείται να αποφασίσει για την παράδοση προσώπου το οποίο πάσχει από σοβαρές, χρόνιες και δυνητικά μη αναστρέψιμες παθήσεις, εφόσον εκτιμά ότι η παράδοση αυτή θα μπορούσε να εκθέσει το εν λόγω πρόσωπο σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης της υγείας του, οφείλει να ζητήσει από την δικαστική αρχή έκδοσης του ΕΕΣ τις πληροφορίες βάσει των οποίων μπορεί να αποκλειστεί ένας τέτοιος κίνδυνος και αν υποχρεούται να αρνηθεί να εκτελέσει την παράδοση αν δεν λάβει, εντός εύλογου χρόνου, τις απαιτούμενες διαβεβαιώσεις για τον αποκλεισμό του κινδύνου αυτού (σκέψη 28). Το ως άνω προδικαστικό ερώτημα τέθηκε με αφορμή την έκδοση ΕΕΣ εκ μέρους των κροατικών αρχών εις βάρος προσώπου, υπόπτου για τέλεση στο έδαφος της Κροατίας του αδικήματος της κατοχής ναρκωτικών ουσιών με σκοπό τη διανομή και την πώληση, το οποίο λόγω διαγνωσμένης ψυχωσικής διαταραχής δεν είναι ικανό να διαβιώσει σε κέντρο κράτησης, χωρίς να λαμβάνει τη θεραπευτική του αγωγή, και περαιτέρω διατρέχει σοβαρό κίνδυνο αυτοκτονίας σε περίπτωση φυλάκισης (σκέψη 10).
Επικαλούμενο τις αρχές της εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας αναγνώρισης, το ΔΕΕ τόνισε αρχικά ότι τα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, οφείλουν να θεωρούν δεδομένο τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων από τα λοιπά κράτη μέλη και ως εκ τούτου δεν έχουν τη δυνατότητα όχι μόνο να απαιτήσουν από κάποιο άλλο κράτος μέλος να εφαρμόσει εθνικό επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων υψηλότερο από το επίπεδο προστασίας που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης, αλλά επίσης, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, να ελέγξουν αν το άλλο κράτος μέλος έχει πράγματι σεβαστεί, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει η Ένωση (σκέψη 31). Κατ’ αντιστοιχία τούτων, προκειμένου περί του ΕΕΣ η εκτέλεσή του συνιστά τον κανόνα και η άρνηση εκτέλεσής του, στις περιπτώσεις όπου κατ’ εξαίρεση γίνεται δεκτή στην Απόφαση-Πλαίσιο 2002/584, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (σκέψη 34).
Ειδικότερα, τυχόν σοβαρή, χρόνια και δυνητικά μη αναστρέψιμη πάθηση του εκζητουμένου δεν προβλέπεται στην Απόφαση-Πλαίσιο 2002/584 ως λόγος αρνήσεως της εκτέλεσης, καθόσον ενόψει της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης τεκμαίρεται η επάρκεια της περίθαλψης και θεραπείας που παρέχονται εντός των κρατών μελών για τέτοιες παθήσεις (σκέψη 35). Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατή η προσωρινή αναστολή της παράδοσης του εκζητουμένου, εφόσον δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι η παράδοσή του συνεπάγεται πραγματικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 ΧΘΔΕΕ, λόγω ή ακόμα και ανεξαρτήτως της ποιότητας της παρεχόμενης περίθαλψης στο κράτος μέλος έκδοσης του ΕΕΣ (σκέψεις 36 επ., 39). Σε αυτές τις περιπτώσεις η μεταχείριση του εκζητουμένου πρέπει να έχει ένα ελάχιστο επίπεδο σοβαρότητας το οποίο βαίνει πέραν του αναπόφευκτου βαθμού ταλαιπωρίας που είναι εγγενής στην κράτηση, όπως λ.χ. ο άμεσος κίνδυνος θανάτου ή ο πραγματικός κίνδυνος έκθεσης σε σοβαρή, ταχεία και μη αναστρέψιμη επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του (σκέψεις 40-41).
Όταν η δικαστική αρχή εκτέλεσης του ΕΕΣ εκτιμά ότι συντρέχουν αποδεδειγμένα τέτοιες περιστάσεις, οφείλει να αναστείλει την παράδοση και, ενόψει της επιταγής προς αποτελεσματικότητα του συστήματος δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, να ζητήσει από τη δικαστική αρχή έκδοσης του ΕΕΣ την παροχή κάθε πληροφορίας για τις συνθήκες υπό τις οποίες πρόκειται να διωχθεί ή να κρατηθεί το εκζητούμενο πρόσωπο, καθώς και για τις δυνατότητες προσαρμογής των συνθηκών αυτών στην κατάσταση της υγείας του, προκειμένου να προληφθεί η επέλευση του πιθανολογούμενου κινδύνου (σκέψεις 43-47). Αν, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που παρέσχε η δικαστική αρχή έκδοσης του ΕΕΣ, καθώς και των λοιπών πληροφοριών που διαθέτει η δικαστική αρχή εκτέλεσης, προκύπτει ότι ο κίνδυνος για τον εκζητούμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί εντός εύλογου χρόνου, η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει να αρνηθεί την εκτέλεση του ΕΕΣ. Αντιθέτως, αν ο εν λόγω κίνδυνος μπορεί να αποκλειστεί εντός εύλογου χρόνου, πρέπει να συμφωνηθεί νέα ημερομηνία παράδοσης με τη δικαστική αρχή έκδοσης του ΕΕΣ (σκέψεις 48-53).
ΔΕΕ, απόφ. της 8/12/2022, υπόθ. C-492/22 PPU, CJ
Ο CJ, Πολωνός υπήκοος, κρατείτο από τις ολλανδικές αρχές στο πλαίσιο εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης εκδοθέντος από τις πολωνικές αρχές. Η παράδοσή του επετράπη με απόφαση του Πλημμελειοδικείου Άμστερνταμ στις 16/6/2022. Εκκρεμούσης της διαδικασίας εκτέλεσης του ΕΕΣ, ο CJ καταδικάστηκε με απόφαση των ολλανδικών δικαστηρίων, ήτοι της χώρας εκτέλεσης του εντάλματος, για άλλο αδίκημα (οδήγηση αυτοκινήτου χωρίς άδεια) σε στερητική της ελευθερίας ποινή επτά ημερών. Δεδομένου ότι ο CJ άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής χωρίς να έχει παραιτηθεί από το δικαίωμα αυτοπρόσωπης παράστασής του ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων για τη συγκεκριμένη υπόθεση, ο εισαγγελέας της περιφέρειας του Άμστερνταμ διέταξε την αναβολή εκτέλεσης του εντάλματος και ζήτησε από το Πρωτοδικείο του Άμστερνταμ την παράταση της κράτησης του CJ. Το Πρωτοδικείο του Άμστερνταμ έκανε δεκτό το αίτημα του Εισαγγελέα και παράτεινε την κράτηση του CJ για 30 ημέρες, καθώς η αναβολή εκτελέσεως του εντάλματος δικαιολογεί την παράταση της κράτησης. Η διαδικασία αυτή επαναλήφθηκε πριν από το πέρας των ως άνω τριάντα ημερών για ακόμη τριάντα ημέρες, ενώ ο εισαγγελέας διευκρίνισε ότι θα ζητά επανειλημμένως την παράταση της κράτησης για όσο χρονικό διάστημα εκκρεμεί η εις βάρος του CJ ποινική διαδικασία ενώπιον των ολλανδικών δικαστηρίων.
Βάσει αυτών το ΔΕΕ εκλήθη, κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε το Πρωτοδικείο Άμστερνταμ, να αποφασίσει κατ’ αρχάς εάν ο Εισαγγελέας της περιφέρειας του Άμστερνταμ είναι, κατά το άρθρο 24 παρ. 1 της ΑπΠλΕΕΣ (2002/584), αρμόδιος να αποφασίσει περί της αναβολής εκδόσεως. Σύμφωνα με το ΔΕΕ, από το γράμμα της ως άνω διάταξης προκύπτει ευθέως ότι η απόφαση περί της αναβολής δύναται να αποφασιστεί από δικαστική αρχή. Τέτοια δε δεν δύναται να θεωρηθεί η εισαγγελία του Άμστερνταμ, όπως έχει κρίνει με προηγούμενη απόφασή του, για τον λόγο ότι μπορεί να λαμβάνει οδηγίες για συγκεκριμένη υπόθεση από τον Ολλανδό Υπουργό Δικαιοσύνης (σκέψεις 51 και 55). Συνεπεία τούτου, και δεδομένου ότι η προβλεπόμενη προθεσμία για την παράδοση του κατηγορουμένου έχει παρέλθει χωρίς να υφίσταται απόφαση περί αναβολής εκτέλεσης από αρμόδια αρχή, ο εκζητούμενος θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 5 ΑπΠλΕΕΣ να απολυθεί, με την επιφύλαξη επιβολής άλλων μέτρων κατά το άρθρο 12 ΑπΠλΕΕΣ (σκέψη 60).
Περαιτέρω, το ΔΕΕ εκλήθη να αποφασίσει εάν η συνέχιση της κράτησης του εκζητουμένου κατόπιν αναβολής εκτέλεσης του ΕΕΣ λόγω ασκήσεως ποινικής δίωξης στο κράτος-μέλος εκτέλεσης του εντάλματος είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της ΑπΠλΕΕΣ και το άρθρο 6 ΧΘΔΕΕ. Κατά το ΔΕΕ, από το γράμμα των άρθρων 24 παρ. 1 και 12 ΑπΠλΕΕΣ δεν προκύπτει απαγόρευση συνέχισης της κράτησης του εκζητουμένου όταν αναβάλλεται η εκτέλεση του εντάλματος λόγω ποινικής διώξεως στο κράτος εκτέλεσης (σκέψεις 68-70). Οι προθεσμίες δε που προβλέπονται στο άρθρο 23 παρ. 5 ΑπΠλ 2002/584 δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση της αναβολής της παραδόσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 24 και ως εκ τούτου, βάσει του άρθρου 12, η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί να αποφασίσει τη συνέχιση της κρατήσεως του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως (σκέψη 73). Η συνέχιση δε της κράτησης αυτής δεν αντίκειται στο άρθρο 6 ΧΘΔΕΕ, καθώς πρόκειται για επιτρεπτό περιορισμό βάσει του άρθρου 52 παρ. 1 ΧΘΔΕΕ. Προς τούτο συνηγορεί και το άρθρο 5 παρ. 1 στοιχ. στ΄ ΕΣΔΑ, το οποίο αναγνωρίζει τη διαδικασία έκδοσης ως νόμιμο περιορισμό της ελευθερίας του ατόμου και το οποίο, βάσει του άρθρου 53 ΧΘΔΕΕ, θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν και για την ερμηνεία των διατάξεων του Χάρτη (σκέψη 80).
Τέλος, το τρίτο ερώτημα επί του οποίου εκλήθη να αποφασίσει το ΔΕΕ αφορούσε το κατά πόσον η αναβολή εκτέλεσης του ΕΕΣ (και κατ’ επέκτασιν η παράταση της κράτησης του εκζητουμένου) για τον λόγο και μόνον ότι αυτός δεν παραιτήθηκε από το δικαίωμα αυτοπρόσωπης παράστασης ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους-μέλους εκτέλεσης του εντάλματος συμβαδίζει με τα άρθρα 47 και 48 ΧΘΔΕΕ. Κατά το ΔΕΕ, δεν υφίσταται μεν υποχρέωση του κράτους μέρους εκτέλεσης του εντάλματος για αναστολή της εκτέλεσης στην ως άνω περίπτωση, ωστόσο τέτοια αναστολή (για τον αναφερθέντα λόγο και μόνον) δεν αντίκειται –κατ’ αρχήν– στα άρθρα 47 και 48 ΧΘΔΕΕ (σκέψη 91). Πάντως, το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να σταθμίσει κατά την απόφασή του περί της αναβολής –μεταξύ άλλων– τη σοβαρότητα των αδικημάτων που έχουν τελεσθεί στα δύο κράτη, εξετάζοντας παράλληλα και εναλλακτικές δυνατότητες, όπως είναι η προσωρινή παράδοση του εκζητουμένου, ενδεχομένως υπό τον όρο της (επανα-)διαμεταγωγής του στο κράτος εκτέλεσης του εντάλματος προς εκδίκαση της εκκρεμούς ποινικής δίωξης (σκέψεις 92 και 93).
ΔΕΕ, απόφ. της 23/3/2023, συνεκδικαζόμενες υποθ. C-514/21 και C-515/21, LU και PH
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-514/21 και C-515/21 το ΔΕΕ ασχολήθηκε με την ερμηνεία όρων της Απόφασης-Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών και συγκεκριμένα με τη δυνατότητα της αρχής εκτέλεσης να αρνηθεί την παράδοση του εκζητουμένου σε ορισμένες περιπτώσεις ερήμην καταδίκης του.
Το πρώτο ερώτημα που τέθηκε στο ΔΕΕ αφορούσε την έννοια του όρου «απόφαση» του άρθρου 4α της ως άνω Απόφασης-Πλαίσιο, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την Απόφαση-Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η εκτελούσα δικαστική αρχή μπορεί να αρνηθεί την παράδοση του εκζητουμένου εάν αυτός δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης. Το πρώτο ερώτημα αφορούσε το πεδίο εφαρμογής αυτής της διάταξης και συγκεκριμένα εάν συνιστούν «απόφαση» η ερήμην εκδοθείσα απόφαση περί ανακλήσεως της αναστολής εκτελέσεως ποινής ή η ερήμην εκδοθείσα απόφαση περί δεύτερης ποινικής καταδίκης.
Αρχικά, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η προσθήκη αυτής της διάταξης προστατεύει πληρέστερα το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στην ποινική δίκη, με βάση την οποία μπορεί να εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (βλ. σκέψη 50). Παραπέμποντας σε παλαιότερη νομολογία του, επανέλαβε τη θέση ότι ως «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης» νοείται η δίκη βάσει της οποίας εκδόθηκε τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση σε βάρος του εκζητουμένου και όχι η απόφαση που σχετίζεται με την εκτέλεση ή την εφαρμογή προγενέστερης στερητικής της ελευθερίας ποινής (βλ. σκέψεις 52-53 και ΔΕΕ, απόφ. της 10/8/2017 υπόθ. C-270/17, Tupikas, σκέψη 74, και ΔΕΕ απόφ. της 22/12/2017, υπόθ. C-571/17, Ardic, σκέψη 64).
Κατόπιν τούτων, το ΔΕΕ απεφάνθη ότι, όταν μετά από νέα, ερήμην εκδοθείσα καταδικαστική απόφαση ανακαλείται η αναστολή εκτελέσεως προγενέστερης στερητικής της ελευθερίας ποινής και εκδίδεται ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως για την εκτέλεση της εν λόγω ποινής, η ερήμην εκδοθείσα απόφαση συνιστά «απόφαση» κατά την ανωτέρω έννοια. Αντίθετα, δεν αποτελεί «απόφαση», αυτή που αφορά την ανάκληση της αναστολής εκτελέσεως της εν λόγω ποινής.
Το δεύτερο ερώτημα που κλήθηκε να απαντήσει το Δικαστήριο αφορά τη δυνατότητα της εκτελούσας δικαστικής αρχής να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, όταν η νέα ποινική καταδίκη, μετά την οποία ανακλήθηκε η προγενέστερη στερητική της ελευθερίας ποινή και εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, προέκυψε από διαδικασία χωρίς την παρουσία του κατηγορουμένου. Αυτή η δεύτερη καταδικαστική απόφαση αποτελεί στοιχείο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, διότι η έκδοσή του δεν θα ήταν δυνατή χωρίς αυτή. Τούτο σημαίνει ότι τυχόν σοβαρό ελάττωμα της διαδικασίας, όπως λ.χ. όταν θίγονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, ή το δικαίωμά του να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της απόφασης, ή το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, μπορεί να επηρεάσει τη δυνατότητα εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Συνεπώς, η εκτελούσα δικαστική αρχή μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, στην περίπτωση κατά την οποία η δεύτερη καταδικαστική απόφαση εις βάρος του κατηγορουμένου εκδόθηκε ερήμην.
Ωστόσο, η αρμόδια αρχή δεν έχει αυτή τη δυνατότητα, ακόμη κι αν η διαδικασία που οδήγησε σε δεύτερη ποινική καταδίκη διεξήχθη ερήμην, όταν με βάση το ένταλμα ικανοποιείται κάποια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 4α παρ. 1 στοιχ. α΄-δ΄ της Απόφασης-Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ. Πρόκειται ειδικότερα για τις προϋποθέσεις ενημέρωσης του κατηγορουμένου για την επικείμενη εις βάρος του ποινική διαδικασία και τις συνέπειες της μη εμφάνισής του ενώπιον του δικαστηρίου, της επίδοσης της απόφασης, της ενημέρωσής του για τη δυνατότητα άσκησης ενδίκου μέσου και για τη σχετική προθεσμία.
Περαιτέρω, εφόσον η απόφαση που ανακαλεί την αναστολή εκτέλεσης της αρχικής ποινής δεν αποτελεί «απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 4α της Απόφασης-Πλαίσιο, το γεγονός ότι η απόφαση περί ανακλήσεως εκδόθηκε ερήμην δεν δύναται να δικαιολογήσει την άρνηση της δικαστικής αρχής εκτέλεσης να παραδώσει το εκζητούμενο πρόσωπο.
Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρμόδια δικαστική αρχή δεν επιτρέπεται να εξαρτήσει την παράδοση του εκζητούμενου προσώπου από την παροχή εγγυήσεων ότι θα μπορέσει να επιτύχει την εκ νέου εκδίκαση της υποθέσεως ή να ασκήσει ένδικο μέσο για την επανεξέταση της αποφάσεως περί ανακλήσεως ή της δεύτερης ποινικής καταδίκης που του επιβλήθηκε ερήμην. Δύναται, όμως, να ζητήσει με βάση το άρθρο 15 της Απόφασης-Πλαίσιο τη διαβεβαίωση του κράτους μέλους εκδόσεως ότι το εκζητούμενο πρόσωπο θα ενημερωθεί για το δικαίωμά του, βάσει του δικαίου του κράτους μέλους εκδόσεως, σε εκ νέου εκδίκαση της υποθέσεως στην οποία θα του επιτραπεί να συμμετάσχει και η οποία θα καταστήσει δυνατή την επανεξέταση της ουσίας της υποθέσεως.
ΔΕΕ, Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως, απόφ. της 6/6/2023, υπόθ. C-700/21, O.G.
Κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Corte costituzionale), το ΔΕΕ εξέτασε την εφαρμογή ενός δυνητικού λόγου άρνησης εκτέλεσης ΕΕΣ προς έκτιση ποινής, ήτοι την περίπτωση που ο εκζητούμενος κατοικεί ή διαμένει στο κράτος εκτέλεσης (άρθρο 4 παρ. 6 της ΑπΠλ 2002/584), και για την περίπτωση υπηκόων τρίτων χωρών. Με βάση τη σχετική διάταξη της ΑπΠλ το κράτος εκτέλεσης διαθέτει σχετική ευχέρεια άρνησης παράδοσης προς έκτιση ποινής σε άλλο κράτος μέλος, με την προϋπόθεση προηγούμενης σχετικής κρατικής νομοθετικής πρόβλεψης και έκτισης ποινής στο ίδιο κράτος. Η διάταξη εξυπηρετεί τον σκοπό της κοινωνικής επανένταξης του εκζητουμένου στο κράτος όπου κατοικεί ή διαμένει, μετά την έκτιση της ποινής ή του μέτρου ασφαλείας.
Στην εν λόγω υπόθεση ο εκζητούμενος, υπήκοος Μολδαβίας, είχε καταδικαστεί αμετάκλητα στην Ρουμανία για φορολογικά και άλλα οικονομικά αδικήματα. Οι αρχές του τελευταίου κράτους ζήτησαν από τις αντίστοιχες ιταλικές την παράδοση του προσώπου στην Ρουμανία για την έκτιση στερητικής της ελευθερίας ποινής (σκέψη 12). Κατά το ιταλικό δίκαιο ενσωμάτωσης της ΑπΠλ ο σχετικός λόγος άρνησης παράδοσης αφορούσε μόνο υπηκόους της Ιταλίας ή κρατών-μελών της ΕΕ. Το ΔΕΕ κλήθηκε να εξετάσει αν η μη συμπερίληψη υπηκόων τρίτων κρατών μελών στο πεδίο εφαρμογής της ιταλικής νομοθεσίας για το ΕΕΣ παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η σχετική διάταξη της ιταλικής νομοθεσίας παραβιάζει την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου κατ’ άρθρον 20 ΧΘΔΕΕ (σκέψεις 40 επ.). Ούτε το γράμμα της σχετικής διάταξης της ΑπΠλ περί του εν λόγω δυνητικού λόγου εκτέλεσης αλλά ούτε και η αντίληψη που έχει υιοθετήσει το Δικαστήριο για την έννοια του κατοίκου του κράτους εκτέλεσης αφήνουν ερμηνευτικό περιθώριο για οποιαδήποτε διάκριση σε υπηκόους ή μη του κράτους εκτέλεσης ή άλλου κράτους μέλους (σκέψεις 46-47). Μόνο προϋπόθεση για την κατάφαση της έννοιας του κατοίκου αποτελεί το πρόσωπο να έχει δημιουργήσει με το κράτος δεσμούς που προσιδιάζουν σε κάτοικο. Ο υπήκοος τρίτης χώρας που έχει όμως δημιουργήσει τέτοιον δεσμό δεν βρίσκεται σε ανόμοια θέση σε σχέση με τους κατοίκους-πολίτες κρατών της Ένωσης (σκέψεις 47, 51). Περαιτέρω, ούτε η πρόβλεψη περί υποχρέωσης εκτέλεσης της ποινής στο κράτος εκτέλεσης διακρίνει σε υπηκόους τρίτων ή κρατών της Ένωσης (σκέψεις 48), ενώ οι πιθανότητες κοινωνικής επανένταξης και για τους υπηκόους τρίτων κρατών είναι ίδιες εφόσον υφίστανται οι προαναφερόμενοι δεσμοί με το κράτος εκτέλεσης (σκέψη 49). Η σχετική εκτίμηση των δεσμών αυτών και το αντίστοιχο περιθώριο της άρνησης παράδοσης των υπηκόων τρίτων κρατών επαφίεται στις δικαστικές αρχές του κράτους εκτέλεσης κατά το άρθρο 4 παρ. 6 ΑπΠλ, με αποτέλεσμα η προαναφερόμενη ιταλική ρύθμιση να αντίκειται και γι’ αυτόν τον λόγο στην ενωσιακή νομοθεσία (σκέψεις 54-57). Ως προς τον έλεγχο του δεσμού με το κράτος εκτέλεσης, αποτέλεσμα συνολικής εκτίμησης των δικαστικών αρχών εκτέλεσης, το ΔΕΕ παραπέμπει τόσο στον ενδεικτικό κατάλογο της αιτιολογικής σκέψης 9 της ΑπΠλ 2008/909 για την αμοιβαία αναγνώριση ποινικών αποφάσεων που επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας (οικογενειακοί, γλωσσικοί, πολιτιστικοί, κοινωνικοί ή οικονομικοί δεσμοί που διατηρεί ο υπήκοος της τρίτης χώρας με το κράτος μέλος εκτέλεσης) αλλά και στη φύση, τη διάρκεια και τις συνθήκες παραμονής του στο εν λόγω κράτος μέλος (σκέψεις 60-62, 68). Τέλος, ισχυρή ένδειξη για την επάρκεια των δεσμών με το κράτος εκτέλεσης αποτελεί η παραμονή του προσώπου υπό το καθεστώς των επί μακρόν διαμένοντων υπηκόων τρίτων χωρών σύμφωνα με την Οδηγία 2003/109 (σκέψη 67).
ΔΕΕ, απόφ. της 6/7/2023, υπόθ. C-142/22, OE
Στην υπόθεση ΟΕ το ΔΕΕ εξέτασε περίπτωση εξαίρεσης από την αρχή της ειδικότητας κατ’ άρθρον 27 παρ. 2 ΑπΠλ 2002/584 και ειδικότερα το επιτρεπτό της παροχής συγκατάθεσης από τις αρχές εκτέλεσης ΕΕΣ στην άσκηση ποινικής δίωξης στο κράτος έκδοσης ΕΕΣ για πράξεις που τελέστηκαν πριν από την παράδοση του εκζητούμενου προσώπου στο κράτος έκδοσης (άρθρο 27 παρ. 3 περ. ζ΄ ΑπΠλ). Επρόκειτο δηλαδή για διαφορετικές από εκείνες τις πράξεις για τις οποίες είχαν εκδοθεί τα αρχικά ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης. Το προδικαστικό ερώτημα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ιρλανδίας (Supreme Court) αφορούσε στην διαδικασία παροχής της εν λόγω συγκατάθεσης στην άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος προσώπου που είχε ήδη παραδοθεί στις Κάτω Χώρες (βλ. και Γεν. Εισαγγελέα Richard De La tour, προτ. της 9/3/2023, υπόθ. C-142/22, σκέψεις 10-12), έπειτα από ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης που εκδόθησαν από την εισαγγελία του Άμστερνταμ και την εθνική εισαγγελία. Ο εκζητούμενος καταδικάσθηκε και εξέτισε αρχικώς στερητική της ελευθερίας ποινή στις Κάτω Χώρες. Η προαναφερόμενη συγκατάθεση των ιρλανδικών αρχών εκτέλεσης ήταν όμως απαραίτητη για να μπορέσει εν συνεχεία να εκτελεστεί πρόσθετη στερητική της ελευθερίας ποινή στις Κάτω Χώρες, με βάση τις νέες αποδιδόμενες κατηγορίες.
Η ιδιαιτερότητα της υπόθεσης έγκειται στο ότι τα εντάλματα αυτά εκδόθησαν από εθνικές εισαγγελικές αρχές, οι οποίες μπορούσαν να λαμβάνουν οδηγίες από την εκτελεστική εξουσία στη συγκεκριμένη υπόθεση στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων τους (σκέψη 34). Οι αρχές αυτές όμως σύμφωνα με το Δικαστήριο δεν είναι δικαστικές αρχές έκδοσης κατά την έννοια της ΑπΠλ 2002/584, με αποτέλεσμα ούτε τα εντάλματά τους να πληρούν αντιστοίχως τα κριτήρια της ΑπΠλ (σκέψεις 33-34, παραπέμποντας στη θεμελιώδη απόφαση του ΔΕΕ, Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως, απόφ. της 27/5/2019, συνδ. υπόθ. C-508/18 και C-82/19 PPU, OG και PI ως προς τις γερμανικές εισαγγελικές αρχές έκδοσης). Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης ο εκζητούμενος, το πρώτον ενόσω εξέτιε ποινή σε φυλακές των Κάτω Χωρών και άρα η δικαστική διαδικασία εξέτασης των ενταλμάτων είχε ήδη ισχύ δεδικασμένου, προσέβαλε την διαδικασία συγκατάθεσης επικαλούμενος τη σχετική πλημμέλεια κατά τη διαδικασία έκδοσης των ενταλμάτων.
Το κεντρικό ερώτημα ήταν τελικώς αν οι ιρλανδικές αρχές εκτέλεσης μπορούν να παράσχουν επιτρεπτώς συγκατάθεση για άσκηση δίωξης στο κράτος έκδοσης για άλλες πράξεις για τις οποίες εκδόθηκαν ευρωπαϊκά εντάλματα από τις εν λόγω δικαστικές αρχές έκδοσης (αντιστοίχως για την έννοια των δικαστικών αρχών εκτέλεσης με βάση την διαδικασία του άρθρου 27 σκέψεις 3 εδ. ζ΄ βλ. ΔΕΕ, Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως, απόφ. της 24/11/2020, υπόθ. C-510/19, ΑΖ). Το Δικαστήριο θεώρησε την παροχή τέτοιας συγκατάθεσης για την άσκηση δίωξης, καταδίκη ή στέρηση της ελευθερίας του προσώπου σύμφωνη με τις προϋποθέσεις του άρθου 27 παρ. 3 στοιχ. ζ΄ και παρ. 4 ΑπΠλ (σκέψη 52). Περαιτέρω δεν αμφισβητήθηκε μεν ότι τα έννομα αποτελέσματα της εκτέλεσης των ενταλμάτων και της μεταγενέστερης παροχής συγκατάθεσης είναι διακριτά και προϋποθέτουν αντιστοίχως χωριστή και αυτοτελή εξέταση (σκέψεις 42-43). Σύμφωνα δε με το Δικαστήριο όχι μόνο το γράμμα των συναφών διατάξεων της ΑπΠλ (άρθρα 8 παρ. 2, 27 παρ. 3-4) δεν αντιτίθεται στην παροχή της συγκατάθεσης (σκέψη 45), αλλά και ο σκοπός της ταχείας διεκπεραίωσης των υποθέσεων παράδοσης κατά την εκτέλεση ΕΕΣ (σκέψη 48) και της καταπόλεμησης της ατιμωρησίας (σκέψη 51) συνηγορούν εν προκειμένω στο επιτρεπτό της παροχής συγκατάθεσης. Αντιθέτως, μια επανεξέταση των συνθηκών παράδοσης μέσω της διαδικασίας παροχής συγκατάθεσης αντικρούει κατά το ΔΕΕ στην αρχή του δεδικασμένου (res judicata), ως προς την διάταξη της παράδοσης (σκέψεις 35, 49).
ΔΕΕ, απόφ. της 2/3/2023, υπόθ. C-16/22, MS
Στην υπόθεση MS το ΔΕΕ ασχολήθηκε με τις έννοιες «δικαστική αρχή» και «αρχή έκδοσης» της Οδηγίας 2014/41/ΕΕ περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις.
Σύμφωνα με τα δεδομένα που ετέθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου, εις βάρος της MS διεξαγόταν έρευνα για φοροδιαφυγή από την υπηρεσία ποινικών φορολογικών υποθέσεων του Ντίσελντορφ. Η υπηρεσία αυτή εξέδωσε ευρωπαϊκή εντολή έρευνας απευθυνόμενη προς την Εισαγγελία του Γκρατς στην Αυστρία, προκειμένου η τελευταία να συλλέξει από τράπεζα εδρεύουσα στην Αυστρία έγγραφα σχετικά με δύο τραπεζικούς λογαριασμούς που είχαν ανοιχθεί στο όνομα της MS. Η εκτέλεση της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας εγκρίθηκε από την αρμόδια αυστριακή δικαστική αρχή.
Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα άσκησε ένδικο μέσο με το οποίο υποστήριξε ότι η υπηρεσία ποινικών φορολογικών υποθέσεων του Ντίσελντορφ δεν αποτελεί ούτε «δικαστική αρχή», κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 της Οδηγίας 2014/41 ούτε «αρχή έκδοσης», κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο γ΄ της Οδηγίας.
Το ΔΕΕ επεσήμανε ότι η απαρίθμηση του άρθρου 2 στοιχείο γ΄ σημείο i της Οδηγίας, στο οποίο προβλέπονται ως αρχές έκδοσης οι δικαστές, τα δικαστήρια, οι ανακριτές και οι εισαγγελείς, είναι περιοριστική και όχι ενδεικτική (βλ. σκέψεις 31-32). Με τη διάταξη αυτή προσδιορίζονται οι δικαστικές αρχές έκδοσης. Στο σημείο ii της ίδιας διάταξης προβλέπεται μια δεύτερη κατηγορία αρχών που εμπίπτουν στην έννοια της αρχής έκδοσης. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτει κάθε άλλη αρχή, υπό την προϋπόθεση ότι είναι αρμόδια να ενεργεί ως ανακριτική αρχή στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (βλ. σκέψη 33). Υπό αυτό το σκεπτικό, τα σημεία i και ii της ως άνω διάταξης απηχούν τη διάκριση ανάμεσα στη δικαστική και την εκτελεστική εξουσία (βλ. σκέψη 35). Μάλιστα, το ΔΕΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μεταξύ των σημείων i και ii υπάρχει σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού (βλ. σκέψη 36).
Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό, το ΔΕΕ έκρινε ότι η φορολογική αρχή κράτους μέλους δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «δικαστική αρχή» και ως «αρχή έκδοσης», κατά την έννοια των άρθρων 1 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 στοιχείο γ΄ σημείο i της Οδηγίας 2014/41/ΕΕ. Δύναται, όμως, να εμπίπτει στην έννοια της «αρχής έκδοσης» κατά το άρθρο 2 στοιχείο γ΄ σημείο ii της εν λόγω Οδηγίας, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή.
ΔΕΕ, απόφ. της 12/1/2023, υπόθ. C-583/22 PPU, MV
Ο MV κρατείτο στις φυλακές της Γαλλίας επί 17 έτη και εννέα μήνες έως τις 23/7/2021, συνεπεία περισσοτέρων καταδικαστικών αποφάσεων των γαλλικών δικαστηρίων για πράξεις που είχε τελέσει κατά το διάστημα από τον Αύγουστο 2002 έως τον Σεπτέμβριο του 2003. Κατά την ως άνω ημερομηνία, ήτοι την 23/7/2021 οι γαλλικές αρχές παρέδωσαν τον ΜV στις γερμανικές αρχές, προκειμένου να δικαστεί για την απαγωγή και τον βιασμό φοιτήτριας, πράξη που φέρεται να τέλεσε στις 10/10/2003. Το γερμανικό δικαστήριο (Landgericht Freiburg im Breisgau) έκρινε ότι η «αρμόζουσα» ποινή για τις πράξεις που είχε τελέσει ο MV στη Γερμανία ήταν κάθειρξη επτά ετών. Ως προς τις προηγούμενες γαλλικές καταδικαστικές αποφάσεις, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να τις λάβει υπ’ όψιν του, καθώς στην περίπτωση αυτή θα είχε συμπληρωθεί το ανώτατο προβλεπόμενο κατά το γερμανικό δίκαιο όριο στερητικών της ελευθερίας ποινών που είναι τα 15 έτη. Για τον λόγο αυτόν, αντί συγχωνεύσεως, το δικαστήριο μείωσε κατά ένα έτος την ποινή «εν είδει αντισταθμίσεως», επιβάλλοντας εντέλει ποινή έξι ετών. Ο MV άσκησε αναίρεση ενώπιον του γερμανικού Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου (BGH).
Το BGH, αμφιβάλλοντας για την ορθότητα της απόφασης του Landgericht Freiburg, υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, ερωτώντας κατ’ αρχάς (πρώτο προδικαστικό ερώτημα) εάν το άρθρο 3 παρ. 5 της Απόφασης-Πλαίσιο 2008/675 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν σε πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, κατά του ίδιου προσώπου και για διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, αποτελέσματα ισοδύναμα με εκείνα που αποδίδονται σε πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις, όταν αφενός η αξιόποινη πράξη την οποία αφορά η εν λόγω διαδικασία έχει τελεστεί πριν από την έκδοση των πρότερων αυτών καταδικαστικών αποφάσεων, και αφετέρου η συνεκτίμηση των πρότερων αυτών καταδικαστικών αποφάσεων σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες του εθνικού δικαίου θα εμπόδιζε το επιληφθέν εθνικό δικαστήριο να επιβάλει στο οικείο πρόσωπο εκτελεστή ποινή. Κατά το ΔΕΕ, τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης πληρούν τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή της εξαίρεσης που εισάγεται με το άρθρο 3 παρ. 5 της ΑπΠλ 2008/675. Κατά την διάταξη αυτή το εθνικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να εφαρμόσει τους εθνικούς κανόνες επιβολής ποινών και ως προς προηγούμενες αλλοδαπές καταδικαστικές αποφάσεις, εφόσον η αξιόποινη πράξη στην οποία αφορά η νέα ποινική διαδικασία έχει τελεσθεί πριν από την έκδοση της πρότερης καταδικαστικής απόφασης ή την πλήρη εκτέλεσή της και εφόσον η εφαρμογή των εν λόγω κανόνων περιορίζει την επιβολή ποινής από τη δικαστική αρχή επ’ ευκαιρία νέας διαδικασίας. Κατά συνέπεια, και βάσει της εξαιρέσεως αυτής, το δικαστήρια της Γερμανίας έχουν την δυνατότητα, στην παρούσα υπόθεση, να μην εφαρμόσουν τους κανόνες περί συγχωνεύσεως ποινών ως προς τις πρότερες γαλλικές αποφάσεις (σκέψεις 49 έως 63 και ιδίως σκέψη 62).
Με το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα το Γερμανικό Ακυρωτικό ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον, σε περίπτωση που δεν συνεκτιμηθούν οι προγενέστερες αλλοδαπές καταδικαστικές αποφάσεις, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να προσδιορίσει επακριβώς και να αιτιολογήσει το μειονέκτημα που προκύπτει από αυτή την αδυναμία συγχώνευσης. Κατά το ΔΕΕ, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν μεν, σύμφωνα και με το άρθρο 3 παρ. 5 εδ. β΄ ΑπΠλ 2008/678, να συνεκτιμήσουν στην περίπτωση αυτή τις πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις, όμως, ελλείψει λεπτομερέστερων διευκρινίσεων στις διατάξεις της ΑπΠλ 2008/675, διαθέτουν σχετικώς ένα περιθώριο εκτιμήσεως (σκέψεις 76 και 77). Με άλλα λόγια, η μόνη απαίτηση που μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 3 παρ. 5 εδ. β΄ αφορά μόνον την ύπαρξη της δυνατότητας των εθνικών δικαστηρίων να συνεκτιμούν πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη. Εν προκειμένω, η απόφαση του Landgericht Breisgau ικανοποιεί την απαίτηση αυτή, αφού συνεκτίμησε τις προηγούμενες γαλλικές καταδικαστικές αποφάσεις, μειώνοντας την ποινή κατά ένα έτος «εν είδει αντισταθμίσεως».