(άρθρο 4 ΕΣΔΑ) L. E. κατά Ελλάδας της 21ης-1ου-2016 (αρ. πρσφ. 71545/12, Α΄ Τμήμα)
Ι. Τα πραγματικά περιστατικά
Η αιτούσα L. E., Νιγηριανή υπήκοος γεννηθείσα το 1982, εισήλθε στην Ελλάδα το 2004 συνοδευόμενη από τον Κ. Α., ο οποίος της είχε υποσχεθεί ότι στη χώρα μας θα εργαζόταν σε μπαρ και νυχτερινά κέντρα. Ως αποτέλεσμα αυτών των συνεννοήσεων βρέθηκε να του οφείλει 40.000 ευρώ για τη ‘σύμβαση μεταφοράς και προώθησης’ στο συγκεκριμένο εργασιακό περιβάλλον (: βλ. αναλυτικά για τις ‘συμβάσεις’ αυτές την V. F. κατά Γαλλίας της 29-11-2011, αρ. πρσφ. 7196/10, dec.). Επιπλέον, πριν από την αναχώρησή τους από τη Νιγηρία, παρουσία ενός ιερέα βουντού, ο Κ.Α. ‘έδεσε’ την προσφεύγουσα με ένα ξόρκι, όπως ισχυρίστηκε η τελευταία.
Με την άφιξή τους στην Ελλάδα, ο Κ. Α. αφαίρεσε το διαβατήριο της L.E. και την υποχρέωσε να εκπορνεύεται για περίπου δύο χρόνια, ώστε να αποπληρώσει το χρέος της. Στο μεσοδιάστημα η προσφεύγουσα συνελήφθη τρεις (3) φορές για παραβίαση του νόμου περί εκδιδομένων γυναικών αφενός και της νομοθεσίας για παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών υπηκόων στην Ελλάδα αφετέρου. Οι συλλήψεις αυτές κατέληξαν σε κράτηση και διάταξη περί απέλασης, που επανειλημμένως ανεστάλη.
Στις 29 Νοεμβρίου 2006, ενώ κρατείτο για να απελαθεί, η προσφεύγουσα, με την υποστήριξη της μη κυβερνητικής οργάνωσης ‘Νέα Ζωή’ που δραστηριοποιείται στην υλική και ψυχολογική υποστήριξη εξωθούμενων στην πορνεία γυναικών, κατέθεσε μήνυση κατά του Κ. Α. και της αλλοδαπής συντρόφου του για σωματεμπορία. Στο ίδιο δικόγραφο ισχυρίστηκε ότι ήταν θύμα παράνομης διακίνησης ανθρώπων. Η μήνυση απορρίφθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών. Τον Ιανουάριο του 2007 η προσφεύγουσα αιτήθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών την επανεξέταση της μήνυσης λόγω μη συνεκτίμησης σημαντικών αποδείξεων, όπως π.χ. της μαρτυρίας μέλους της ως άνω μη κυβερνητικής οργάνωσης. Το αίτημα επανεξέτασης έγινε δεκτό και ασκήθηκε δίωξη κατά του K. A. και της συντρόφου του στις 21-8-2007. Σε αυτό το σημείο ο εισαγγελέας αναγνώρισε, με διάταξή του, στην προσφεύγουσα την ιδιότητα του θύματος εμπορίας ανθρώπων και η απέλασή της ανεστάλη. Τελικά, η σύντροφος του Κ. Α., καίτοι συνελήφθη και δικάστηκε, εν τέλει αθωώθηκε, ενώ ο Κ. Α. δεν δικάστηκε, διότι δεν εντοπίστηκε ποτέ.
ΙΙ.Η δικαστική εκτίμηση
Το Δικαστήριο αρχικά εξέτασε εάν το καθ’ ου κράτος συμμορφώθηκε με τις θετικές υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 4 ΕΣΔΑ για τα θύματα εμπορίας ανθρώπων, όπως η προσφεύγουσα. Δηλαδή ερεύνησε το εάν και κατά πόσον η Ελλάδα (: σκέψεις 70-85): α) έχει υιοθετήσει ένα αποτελεσματικό νομικό και ρυθμιστικό πλαίσιο (: σκέψεις 70-72)· β) έχει λάβει προστατευτικά επιχειρησιακά μέτρα (: σκέψεις 73-78)· και γ) διεξήγαγε στην συγκεκριμένη περίπτωση μια αποτελεσματική έρευνα, αστυνομική και δικαστική (: σκέψεις 79-85). Ως πλοηγό το ΕΔΔΑ χρησιμοποίησε την προγενέστερη εξαιρετικά σημαντική απόφασή του Rantsev κατά Κύπρου και Ρωσίας της 7-1-2010, που αφορούσε στο ίδιο νομικό ζήτημα και καθιέρωσε τα ως άνω τρία (α-γ) αντίμετρα. Όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο, το καθ’ ου κράτος έχει θεσπίσει νομοθεσία που ποινικοποιεί τη σωματεμπορία και προστατεύει τα θύματα αυτής. Επεσήμανε, επίσης, ότι η Ελλάδα έχει κυρώσει το Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος (: Πρωτόκολλο του Παλέρμο) και τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την παράνομη διακίνηση ανθρώπων της 16ης-5ου-2005 (: ν. 3875/2010 και ν. 4216/2013 αντίστοιχα) και έχει ενσωματώσει τη σχετική Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2011/36 με το ν. 4198/2013 (: σκέψη 33 της απόφασης).
Ωστόσο, παρά την ενσωμάτωση των ανωτέρω διεθνών και ευρωπαϊκών κανόνων στην εσωτερική έννομη τάξη της, η Ελλάδα δεν παρέχει αποτελεσματικό πλαίσιο προστασίας για τα θύματα εμπορίας ανθρώπων. Διότι η διακρίβωση από την αστυνομία και η αναγνώριση από τις δικαστικές αρχές της ιδιότητας του θύματος στην προσφεύγουσα δεν συνοδεύτηκε από την δέουσα επιμέλεια. Για παράδειγμα, το διάστημα των εννέα (9) μηνών από την κατάθεση της μήνυσης μέχρι την αναγνώριση της ιδιότητας του θύματος δεν ήταν λελογισμένο. Ούτε, όμως, και ως προς τον εντοπισμό και την σύλληψη του προαγωγού της προσφεύγουσας οι αρμόδιες αρχές ενήργησαν δεόντως, καθώς όφειλαν να κάνουν χρήση των προνομίων της διεθνούς συνεργασίας με τις αρχές της Νιγηρίας προς αυτόν τον σκοπό.
ΙΙΙ.Παρατηρήσεις: Η πρώτη ιστορικά απόφαση σε βάρος της Ελλάδας για την εμπορία ανθρώπων
Η προσφυγή, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση L. E. κατά Ελλάδας της 21ης-1ου-2016, αποτέλεσε για το ΕΔΔΑ μία εξαιρετική αφορμή, ώστε να κωδικοποιήσει τη νομολογία του για την εμπορία ανθρώπων και να σμιλέψει τα επιμέρους ζητήματα επί του θέματος, τα συναφή με το άρθρο 4 ΕΣΔΑ. Ταυτόχρονα, πρόκειται για την πρώτη, ιστορικά, απόφαση του Δικαστηρίου σε βάρος της χώρας μας για την παράνομη διακίνηση ανθρώπων και την δεύτερη σημαντικότερη μετά την Rantsev κατά Κύπρου και Ρωσίας της 7ης-1ου-2010. Κατά μία σχετικά αυστηρή άποψη το ΕΔΔΑ αντιμετωπίζει αυτήν την περίπτωση ως μεμονωμένο περιστατικό, χωρίς να αναγάγει την αποτυχία αναγνώρισης της ιδιότητας του θύματος σωματεμπορίας σε συστημικό πρόβλημα της χώρας (: Vladislava Stoyanova, Strasbourg Observers, 2-2-2016).
Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο στην προκείμενη απόφαση, εστίασε την προσοχή του κυρίως: α) στην συστηματική συγκεφαλαίωση της νομολογίας του Δικαστηρίου για το άρθρο 4 ΕΣΔΑ· β) στην εμφαντική επανάληψη της επισήμανσης για την πρωτοκαθεδρία του διεθνούς δικαίου –του διεθνούς ποινικού δικαίου πιο συγκεκριμένα–, τους κανόνες του οποίου το ΕΔΔΑ συνεκτίμησε· γ) στην εξειδίκευση των αντιμέτρων που νομολογήθηκαν ρητά με την προγενέστερη συναφή απόφαση Rantsev κατά Κύπρου και Ρωσίας της 7ης-1ου-2010· δ) στην σύνδεση του άρθρου 4 με το άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ, με κοινό σημείο αναφοράς ‘τις θετικές υποχρεώσεις’, έννοια η οποία διαστέλλεται εδώ· ε) στην εμβάθυνση επί του νοήματος της ‘επόπτευσης των σύγχρονων κοινωνιών’· και στ) στην συσχέτιση της έννοιας και του περιεχομένου της εμπορίας ανθρώπων με την ‘δυνητική βία’ (: ‘violence potentielle’).
Αναλυτικότερα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επανέλαβε ότι η προστασία που παρέχεται διά του άρθρου 4 ΕΣΔΑ είναι απόλυτη, αλλά μόνον ως προς την πρώτη παράγραφο (: έτσι και σκέψη 112 εδ. β΄ της Siliadin κατά Γαλλίας της 26-7-2005, αλλά και Αρ. Τζαννετής, σε: Λ. Κοτσαλή, ΕΣΔΑ & Ποινικό Δίκαιο, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 106). Το έννομο αγαθό που περιβάλλεται της προστασίας του άρθρου αυτού κείται, σε επίπεδο διαβαθμισμένης σοβαρότητας, μεταξύ της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της προσωπικής ελευθερίας (: σκέψη 58 της απόφασης L. E. κατά Ελλάδας της 21-1-2016). Αν και τεχνικά, δηλαδή στη βάση μιας στενής γραμματικής ερμηνείας, η εμπορία ανθρώπων δεν φαίνεται να εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άρθρου 4 ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ με την απόφαση Rantsev προχώρησε σε μια νομολογιακή εμφύτευση της εμπορίας ανθρώπων στις συνιστώσες της διάταξης, ενεργώντας έτσι διαπλαστικά. Κατά μία άποψη, δεν διευκρινίζεται σε ποια από τις παραγράφους του άρθρου 4 υπάγεται (: Τζαννετής, σελ. 108). Κατ’ άλλη άποψη, έχει προηγηθεί η συγκεκαλυμμένη προσέγγιση του ζητήματος στην Siliadin (: William Schabas, 2015, The European Convention on Human Rights, Oxford: Oxford University Press, σελ.209). Τέλος, μία τρίτη άποψη έχει υποστηρίξει ότι «το άρθρο 4 της ΕΣΔΑ έχει ευρύ χαρακτήρα, έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί επικουρικώς και στις υποθέσεις εμπορίας» (: Αθ. Συκιώτου, Σχόλιο στην υπόθεση ΕΔΔΑ Rantsev κατά Κύπρου και Ρωσίας, ΕφΔημΔικ ΙΙ, 2010, 674). Βέβαια, πολλαπλώς τεκμηριώνεται ότι η προστασία του άρθρου 4 ΕΣΔΑ δεν είναι επικουρική αλλά αυτοτελής και ότι η ευρύτητα του χαρακτήρα της ρύθμισης δεν αποσκοπούσε στην επικουρική χρήση του στις περιπτώσεις εμπορίας (: βλ. Schabas 203-205, argumentum ex parte Rantsev παρ. 278 και 281 και Vladislava Stoyanova, 2012, Dancing on the Borders of Article 4, Netherlands Quarterly of Human Rights 30 (2): 184-186).
Επίσης, η διάταξη του άρθρου 4 ΕΣΔΑ εμφανίζεται ως μη αυτοτελής ή ατελής κανόνας δικαίου, διότι το περιεχόμενό του αλλά και η μορφή της προστασίας που παρέχει έχει οριοθετηθεί νομολογιακά μέσω της παραπομπής και συνεκτίμησης διεθνών κυρίως και ευρωπαϊκών κανόνων δικαίου, επί το πλείστον ποινικών (: βλ. για παράδειγμα τις παρ. 115-116 και 122-125 της Siliadin κατά Γαλλίας). Στην παράγραφο 85 της εξεταζόμενης απόφασης το ΕΔΔΑ υπογραμμίζει, επεκτείνοντας τη νομολογιακή του θέση, τη σημασία της διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας και εμμέσως της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής. Αναφέρει, ειδικότερα, ότι, ως προς τον φερόμενο ως κύριο δράστη των πράξεων της σωματεμπορίας εις βάρος της προσφεύγουσας, δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι οι εθνικές αρχές έλαβαν, εκτός από την εγγραφή στο αρχείο των εγκληματολογικών ερευνών της αστυνομίας, κάποιες άλλες συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, ώστε να τον εντοπίσουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Σε αυτές τις άλλες ενέργειες αναγνωρίζουν και κατατάσσουν π.χ. το αν οι Ελληνικές Αρχές ζήτησαν δικαστική συνεργασία και αν ήλθαν σε επικοινωνία με τις Νιγηριανές Αρχές, ώστε να εντοπισθεί και να συλληφθεί ο προαγωγός της προσφεύγουσας (: a contrario M. και άλλοι κατά της Ιταλίας και της Βουλγαρίας της 31-7-2012, παρ.169).
Περαιτέρω, αναφορικά με τα αντίμετρα του άρθρου 4 ΕΣΔΑ που απαριθμήθηκαν και αποσαφηνίστηκαν στην απόφαση Rantsev, το Δικαστήριο προχωράει την έρευνά του σε δύο επίπεδα, σύμφωνα με την παράγραφο 65 της απόφασης που εξετάζουμε.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, ερευνά τη συμμόρφωση του καθ’ ου κράτους με την υποχρέωση πρόληψης της παραβίασης. Η πρόληψη αυτή συνίσταται αφενός στην θέσπιση κατάλληλων νομικών κειμένων-ρυθμίσεων –λ.χ. η ποινικοποίηση μίας συμπεριφοράς (: έτσι και παρ. 112 εδ. γ΄ Rantsev και V. F. κατά Γαλλίας της 29-11-2011 dec.), ήτοι η τιμωρία των διακινητών εδώ· και αφετέρου στην ανάληψη αστυνομικής δράσης στον οικείο τομέα γενικά ή για την προστασία πιθανού θύματος ή θυμάτων σε περίπτωση συγκεκριμένης διακινδύνευσης (: a contrario M. και άλλοι κατά Ιταλίας και Βουλγαρίας της 31-7-2012 παρ. 166). Στην σκέψη 288 εδ.α΄ της απόφασης Rantsev, ειδικότερα, γίνεται λόγος σε αυτές τις περιπτώσεις για ‘δυνητική εμπορία’ (: ‘potential trafficking’), ενώ στις παραγράφους 67, 69 και 71 της C. N. κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 13-11-2012 διατυπώνεται η άποψη για ‘ικανές υπόνοιες’ (: ‘credible suspicion’) που ενεργοποιούν αυτήν την προληπτική δραστηριότητα.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, διακηρύσσεται μία δικονομική υποχρέωση διενέργειας έρευνας σε περίπτωση τετελεσμένης παραβίασης· η έρευνα θα πρέπει να είναι ‘πλήρης και αποτελεσματική’ (: ‘full and effective investigation’), κατά τις σκέψεις 307-309 της Rantsev. Στην σκέψη 68 της απόφασης L. E. κατά Ελλάδας, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι η υποχρέωση της έρευνας δεν εξαρτάται από τη μήνυση του θύματος ή κάποιου συγγενή· εφόσον το θέμα υπέπεσε στην προσοχή των Αρχών, αυτές πρέπει να αναλάβουν δράση ex officio (: a contrario Rantsev παρ. 80 και σχετικά Jean Allain, 2010, Rantsev v. Cyprus and Russia, Human Rights Law Review 10 (3): 547). Και συνεχίζει το Δικαστήριο, προσδιορίζοντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της έρευνας, λέγοντας ότι θα πρέπει, για να είναι αποτελεσματική, α) να είναι ανεξάρτητη των ατόμων που εμπλέκονται στα γεγονότα, β) να επιτρέπει την ταυτοποίηση και την τιμωρία των υπευθύνων, και γ) να κινείται στα πλαίσια της ταχύτητας και της επιμέλειας σε λογικά πλαίσια. Σε περίπτωση δυνατότητας απαλλαγής του ατόμου από μία επιβλαβή κατάσταση, η έρευνα πρέπει να διεξαχθεί με επείγουσα διαδικασία.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, εξειδικεύοντας το χαρακτηριστικό της ταχύτητας της έρευνας, διατυπώνει, στις σκέψεις 90-100 της εξεταζόμενης απόφασης, την κρίση ότι παρά την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, το διάστημα των περίπου δυόμιση (2,5) ετών από την στιγμή που κατέστη η προσφεύγουσα πολιτικώς ενάγουσα έως την στιγμή της αναστολής της απέλασής της, ήταν υπερβολική για έναν βαθμό δικαιοδοσίας. Οπότε επήλθε παραβίαση του άρθρου 6 παρ.1 της Σύμβασης. Επιπλέον, επειδή η ελληνική έννομη τάξη δεν προσέφερε στην ενδιαφερόμενη, κατά την εποχή των γεγονότων, κάποια αποτελεσματική προσφυγή υπό την έννοια του άρθρου 13 της Σύμβασης, συνομολογήθηκε παράβαση του άρθρου αυτού. Έτσι, το ΕΔΔΑ σύνδεσε το άρθρο 4 με τα άρθρα 6 παρ.1 και 13 ΕΣΔΑ, με κοινό σημείο αναφοράς ‘τη θετική υποχρέωση’ μίας ταχύτατης ποινικής διαδικασίας για πρόσωπο που είναι θύμα εμπορίας ανθρώπων.
Τέλος, επεκτείνοντας την σκέψη 68 της απόφασης C. N. κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 13-11-2012, όπου είχε διατυπώσει προβληματισμούς σχετικά με την ‘επόπτευση ή διακυβέρνηση των σύγχρονων κοινωνιών’ (: ‘policing modern societies’), στην παράγραφο 67 εδ. β΄ της L. E. κατά Ελλάδας το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει ότι η ‘επόπτευση’ δεν θα πρέπει να επιβάλει στις αρχές ένα βάρος υπερβολικό ή δυσανάλογο των προτεραιοτήτων της αστυνομίας και των μέσων που αυτή διαθέτει. Διότι συνεκτιμά ότι η αστυνομία δυσκολεύεται να ασκήσει το έργο της στις σύγχρονες κοινωνίες, δεδομένης της απρόβλεπτης φύσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Παράλληλα, το Δικαστήριο του Στρασβούργου, επιχειρεί μία μετάβαση· την μετάβαση προς την έννοια της ‘δυνητικής βίας’ (: ‘violence potentielle’), όπως αναφέρεται στην σκέψη 67. Με τον τρόπο αυτό ενδύει την εμπορία ανθρώπων με τον μανδύα της βίας, ώστε ουσιαστικά χαρακτηρίζει την εμπορία ανθρώπων ως έγκλημα βίας. Επιπροσθέτως, με λανθάνοντα τρόπο συσχετίζει έτσι την εμπορία ανθρώπων με την δουλεία και την ειλωτεία, στην αντικειμενική υπόσταση των οποίων το στοιχείο της βίας είναι εντονότερο. Στην σκέψη 89 της απόφασης C. N. και V. κατά Γαλλίας της 11-10-2012 (αρ. πρσφ.67724/09) είχε ορίσει, δε, ότι ‘η δουλεία εγκλείει μία υποχρέωση παροχής υπηρεσίας που επιβάλλεται με τη χρήση ενός εξαναγκασμού’ (: βλ. και παρ.124 της Siliadin) –το μέσο του εξαναγκασμού στην εξεταζόμενη περίπτωση L. E. ήταν ψυχολογικής υφής, ήτοι η στέρηση του διαβατηρίου της προσφεύγουσας. Οπότε, υπάγει ουσιαστικά την εμπορία ανθρώπων στην απόλυτη προστασία της παραγράφου 1 του άρθρου 4 ΕΣΔΑ, ζήτημα για το οποίο είχαν εγερθεί αμφιβολίες (: Τζαννετής 108).