Η υπόθεση Leopold-Loeb
Το 1924 οι νεαροί Nathan Leopold και Richard Loeb, φοιτητές που κατάγονταν από την ανώτερη κοινωνική τάξη του Σικάγου, απήγαγαν και φόνευσαν τον δεκατετράχρονο Robert Franks στην προσπάθειά τους να τελέσουν το «τέλειο έγκλημα».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί του συνηγόρου των Leopold και Loeb περί μη επιβολής θανατικής ποινής. Το βασικό επιχείρημα του συνηγόρου υπεράσπισης ήταν ότι οι δράστες δεν αποφάσισαν ελεύθερα την τέλεση του εγκλήματος, αλλά οδηγήθηκαν σε αυτό από παράγοντες που δεν μπορούσαν να ελέγξουν και ιδίως από γεγονότα της παιδικής τους ηλικίας και από την ασταθή ψυχική τους κατάσταση. Πρόκειται για ένα επιχείρημα προερχόμενο από ντετερμινιστικές αντιλήψεις[1], σύμφωνα με το οποίο δεν μπορεί να επιβληθεί θανατική ποινή στον δράστη, διότι αυτός δεν αποφασίζει ελεύθερα να παρανομήσει, αλλά εγκληματεί επειδή άλλοι παράγοντες καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις πράξεις του[2].
Σημειωτέον, ότι τόσο η κατηγορούσα αρχή όσο και η υπεράσπιση προσκόμισαν στο δικαστήριο ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες αναφορικά με την ικανότητα των δραστών προς καταλογισμό[3]. Οι πραγματογνώμονες που κλήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή κατέθεσαν ότι οι κατηγορούμενοι είχαν πλήρη πνευματική διαύγεια κατά την τέλεση του εγκλήματος[4]. Ωστόσο, η υπεράσπιση αντέτεινε ότι οι Leopold και Loeb ήσαν συναισθηματικά ασταθείς και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να αποφύγουν την τέλεση του εγκλήματος[5]. Στο πόρισμα των πραγματογνωμόνων που προτάθηκαν από την υπεράσπιση υποστηρίζεται ότι ο Leopold έπασχε από ναρκισσιστικές φαντασιώσεις και θεωρούσε τον εαυτό του ανώτερο των υπολοίπων[6], ενώ ο Loeb ανέπτυσσε αντικοινωνική συμπεριφορά[7] ήδη από μικρή ηλικία και φαντασιωνόταν την τέλεση εγκλημάτων ή τον εγκλεισμό του σε φυλακή[8].
Τελικά, οι Leopold και Loeb απέφυγαν τη θανατική ποινή και καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη. Το δικαστήριο κατέληξε σε αυτή την κρίση συνεκτιμώντας το νεαρό της ηλικίας των δραστών[9], αφού δεν είχαν συμπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης.
Στην υπόθεση Leopold-Loeb βασίστηκε το θεατρικό έργο «Rope» του Patrick Hamilton. «Η Θηλιά»[10] του Alfred Hitchcock αποτελεί διασκευή του θεατρικού του Hamilton. Πρόκειται επίσης για την πρώτη έγχρωμη ταινία του Alfred Hitchcock[11]. Η ταινία γυρίστηκε το 1948 και αποτελεί κατά δήλωση του σκηνοθέτη «ένα πείραμα που συγχωρείται»[12].
Το σενάριο της ταινίας του Hitchcock αποτελεί παραλλαγή των περιστατικών της υπόθεσης Leopold-Loeb[13]. Σε ένα διαμέρισμα της Νέας Υόρκης οι δύο νεαροί Μπράντον και Φίλιπ (τους χαρακτήρες υποδύονται οι John Dall και Farley Granger αντίστοιχα) στραγγαλίζουν τον συμμαθητή τους Ντέιβιντ. Το κίνητρο των δραστών για την ανθρωποκτονία είναι η επιθυμία τους να τελέσουν ένα έγκλημα «καλλιτεχνικής φύσεως», να βιώσουν το έγκλημα σαν ένα είδος παιχνιδιού. Εν συνεχεία οι νεαροί διοργανώνουν ένα κοκτέιλ πάρτι στο διαμέρισμά τους και κρύβουν το πτώμα του θύματος σε μία μικρή κάσα.
Οι Μπράντον και Φίλιπ τοποθετούν την κάσα με το πτώμα στο κέντρο του σαλονιού και σερβίρουν τα εδέσματα και τα ποτά πάνω στην κάσα αναγκάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τους καλεσμένους να διασκεδάσουν πάνω από το πτώμα του θύματος. Κάνουν συνεχώς λεκτικά παιχνίδια που υποδεικνύουν την τέλεση του εγκλήματος προκαλώντας την τύχη τους. Ο Μπράντον, μάλιστα, δίνει στον πατέρα του θύματος βιβλία τυλιγμένα με το σχοινί, με το οποίο οι δράστες φόνευσαν τον γιο του. Οι καλεσμένοι, όμως, παρότι αγωνιούν για την καθυστέρηση του Ντέιβιντ, δεν υποψιάζονται ότι αυτός έχει φονευθεί.
Προσκεκλημένος στο πάρτι είναι και ο καθηγητής Ρούπερτ Καντέλ (James Stuart), του οποίου τη μηδενιστική διδασκαλία οι νεαροί πιστεύουν ότι εφάρμοσαν στην πράξη φονεύοντας τον συμμαθητή τους. Ο καθηγητής είναι ο μόνος που κατά τη διάρκεια της βραδιάς αρχίζει να υποπτεύεται τους διοργανωτές του πάρτι. Τελικά, ο ίδιος αποκαλύπτει το έγκλημα, παρατηρώντας το σχοινί με το οποίο δέθηκαν τα βιβλία, και ειδοποιεί την αστυνομία πυροβολώντας στο μπαλκόνι.
Ένα έγκλημα «καλλιτεχνικής φύσεως»
Στη «Θηλιά» η ανθρωποκτονία φαίνεται να τελέσθηκε χωρίς κανένα λογικό κίνητρο. Οι Μπράντον και Φίλιπ δεν θα απεκόμιζαν κανένα υλικό όφελος από τη δολοφονία του συμμαθητή τους. Δεν φαίνεται, εξάλλου, να τρέφουν αρνητικά συναισθήματα γι’ αυτόν.
Το κίνητρο για το έγκλημα φαίνεται να είναι διπλό: Αφενός μεν η ναρκισσιστική επιβεβαίωση της ανωτερότητας των νεαρών απέναντι στους ανήμπορους να διαλευκάνουν το έγκλημα καλεσμένους, αφετέρου δε η πρακτική εφαρμογή της μηδενιστικής διδασκαλίας του καθηγητή τους.
Η τέλεση του εγκλήματος αποτελεί για τους δράστες πρωτίστως έκφραση της ανωτερότητάς τους έναντι των λοιπών πληκτικών καλεσμένων. Σε αυτούς τους συμβιβασμένους, καθημερινούς ανθρώπους ανήκε κατά τους δράστες και το θύμα. Είναι δε εντυπωσιακό ότι το θύμα ήταν συμμαθητής τους. Το μορφωτικό επίπεδο δεν είναι, λοιπόν, το μοναδικό κριτήριο, με το οποίο οι δολοφόνοι ταξινομούν τους ανθρώπους σε ανώτερους και κατώτερους.
Στους καλεσμένους του πάρτι περιλαμβάνονται: Μία κυρία που πιστεύει στην αστρολογία, η νεαρή φίλη του θύματος, ο πρώην σύντροφος αυτής και ο πατέρας του θύματος. Οι οικοδεσπότες διασκεδάζουν με την αδυναμία των συγκεντρωμένων να αντιληφθούν το τελεσθέν έγκλημα, αλλά γνωρίζουν ότι οι συγκεκριμένοι καλεσμένοι δεν θα μπορούσαν να εκτιμήσουν τη σημασία του «έργου» τους. Γι’ αυτό το πάρτι περιστρέφεται γύρω από τον δάσκαλό τους, αφού αυτός είναι ο μόνος που θα μπορούσε να τους κατανοήσει.
Οι Μπράντον και Φίλιπ διοργανώνοντας το κοκτέιλ πάρτι επιχειρούν να ικανοποιήσουν ταυτόχρονα δύο επιθυμίες τους: Πρώτον, να αποδείξουν την ανωτερότητά τους. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η κίνησή τους να μεταφέρουν όλα τα εδέσματα και τα ποτά πάνω στην κάσα που λειτουργεί ως φέρετρο[14]. Οι δράστες καλούν με τον τρόπο αυτό τους συγκεντρωμένους να δειπνήσουν πάνω από το πτώμα του ομοίου τους. Στην ουσία τούς ειρωνεύονται, αφού τους θεωρούν ανίκανους να βρουν το πτώμα που βρίσκεται κρυμμένο δίπλα τους.
Δεύτερον, οι νεαροί προσπαθούν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του καθηγητή τους. Αυτό το πετυχαίνουν μετατρέποντας τον τόπο τέλεσης του εγκλήματος σε θέατρο. Οι δολοφόνοι διοργανώνοντας το κοκτέιλ πάρτι στήνουν τη σκηνή, πάνω στην οποία θα εκθέσουν το «έργο» τους ενώπιον του καθηγητή τους.
Ο θεατής κατά τη διάρκεια της ταινίας παρακολουθεί την προσπάθεια των μαθητών να κερδίσουν την επευφημία του δασκάλου τους. Οι δράστες, ιδίως ο Μπράντον, αισθάνονται ότι αποτελούν τους γνήσιους εκφραστές της διδασκαλίας του Ρούπερτ. Πιστεύουν ότι υλοποίησαν το όραμά του: Φόνευσαν έναν ασήμαντο άνθρωπο, γλέντησαν πάνω από το πτώμα του και απέφυγαν τη σύλληψη. Αυτό που απομένει είναι να αποκομίσουν τα εύσημα από τον καθηγητή τους.
Όλες οι κινήσεις των νεαρών μετά τον στραγγαλισμό κατατείνουν σε αυτό το συμπέρασμα. Αυτό που ξεκίνησε ως παιχνίδι σταδιακά εξελίσσεται σε ολοένα και πιο απροκάλυπτη έκκληση προς τον Ρούπερτ. Οι δράστες ξεκινούν κρύβοντας το πτώμα σε μία κάσα, αλλά στη συνέχεια χρησιμοποιούν την κάσα ως μπουφέ και διασκεδάζουν πάνω από το πτώμα. Καλούν άτομα που σχετίζονται με το θύμα, έτσι ώστε το κοκτέιλ πάρτι να είναι ταυτόχρονα και μνημόσυνο. Παραδίδουν στον πατέρα του θύματος βιβλία τυλιγμένα με το μέσον τέλεσης του εγκλήματος, δηλαδή με το σχοινί του στραγγαλισμού. Επιπλέον, ο Μπράντον, που παρουσιάζεται ως ο εμπνευστής του εγκλήματος, προσπαθεί με κάθε τρόπο να παρακινήσει τον δάσκαλο να τοποθετηθεί υπέρ της ανωτερότητας των λίγων, ακόμα κι αν δεν προσδιορίζονται ποτέ τα χαρακτηριστικά τους.
Οι δράστες, λοιπόν, κινητοποιούνται από δύο αντικρουόμενες επιθυμίες. Επιθυμούν ταυτόχρονα να ξεφύγουν από τους πληκτικούς καλεσμένους, αλλά και γίνουν αντιληπτοί από τον Ρούπερτ, τον μοναδικό άνθρωπο που μπορεί να εκτιμήσει την πράξη τους.
Σκηνοθεσία στον τόπο του εγκλήματος
Η σκηνοθεσία του Hitchcock στη «Θηλιά» αναδεικνύει την προσπάθεια των νεαρών να επιτύχουν τον διπλό τους στόχο. Η ταινία φαίνεται εκ πρώτης όψεως να έχει γυριστεί ως ένα συνεχές πλάνο διάρκειας ογδόντα λεπτών. Με την τεχνική αυτή «ο μυθοπλαστικός χρόνος της δράσης ταυτίζεται απόλυτα με το[ν] φιλμικό χρόνο της διάρκειας της ταινίας»[15]. Στην πραγματικότητα η ταινία αποτελείται από δεκάλεπτα πλάνα, διότι περίπου τόσο διαρκούσε η μπομπίνα του αρνητικού[16]. Οι αναγκαίες εναλλαγές ανάμεσα στα πλάνα δεν γίνονται εύκολα αντιληπτές, γιατί η κάμερα εστιάζει για ελάχιστα δευτερόλεπτα σε σκοτεινά σημεία[17].
Επιπλέον, η κάμερα είναι τοποθετημένη μέσα στο διαμέρισμα, δηλαδή στον τόπο τέλεσης του εγκλήματος. Με την τεχνική αυτή ο θεατής είναι πάντα παρών στον τόπο τέλεσης και μετατρέπεται σε βασικό μάρτυρα του εγκλήματος. Ακόμα και ο καθηγητής, ο οποίος τελικά καταφέρνει να αποκαλύψει το έγκλημα, αποχωρεί για λίγο από το διαμέρισμα. Οι μόνοι που παραμένουν διαρκώς στον τόπο του εγκλήματος είναι οι δολοφόνοι, το θύμα και ο θεατής.
Η διαρκής παραμονή στον τόπο τέλεσης είναι η τεχνική με την οποία ο σκηνοθέτης «χτίζει» την αγωνία. Ο θεατής γνωρίζει τους δράστες του εγκλήματος ήδη από τα πρώτα λεπτά της ταινίας. Αυτό που περιμένει είναι να ανοίξει ο καθηγητής την κάσα με το πτώμα. Στη «Θηλιά», λοιπόν, η αγωνία του θεατή δεν βασίζεται στην αποκάλυψη της ταυτότητας των δραστών, αλλά στην αποκάλυψη του θύματος.
Η επιστροφή του καθηγητή στο διαμέρισμα σηματοδοτεί και την πλήρη ανατροπή των σχέσεων εξουσίας που είχαν αναπτυχθεί στο δωμάτιο. Πλέον είναι ο καθηγητής που κινεί τα νήματα της συζήτησης. Προσποιούμενος ότι δήθεν ξέχασε την ταμπακιέρα του, εμπαίζει τους νεαρούς με παρελκυστικές ερωτήσεις παρατείνοντας ταυτόχρονα την αγωνία του θεατή. Οι μαθητές υποβάλλονται από τον δάσκαλό τους στο ίδιο «βασανιστήριο», στο οποίο υπέβαλλαν τους πληκτικούς καλεσμένους. Τελικά, ο Ρούπερτ υποδεικνύει στους δράστες ότι έχει διαλευκάνει το έγκλημα κρατώντας το σχοινί με το οποίο στραγγαλίστηκε το θύμα.
Στη θέα του μέσου τέλεσης του εγκλήματος οι μαθητές χάνουν οριστικά τον έλεγχο. Ο Ρούπερτ, μετά από μια σύντομη μάχη, παίρνει το περίστροφο από τα χέρια των δραστών και ανοίγει την κάσα.
Με την αποκάλυψη του πτώματος έρχεται η ώρα του απολογισμού. Οι οικοδεσπότες κατάφεραν να ξεφύγουν από τους δήθεν κατώτερους καλεσμένους τους. Συνελήφθησαν μόνον απ’ αυτόν που ήθελαν να συλληφθούν, δηλαδή από τον καθηγητή τους. Αυτός, όμως, δεν κατανοεί και δεν επιδοκιμάζει το «έργο» τους. Δεν αναγνωρίζει τον φόνο ως υλοποίηση της δικής του διδασκαλίας.
Ωστόσο, και ο ίδιος ο Ρούπερτ απέτυχε και μάλιστα διπλά. Πρώτον, διότι η διδασκαλία του παρερμηνεύτηκε από τους μαθητές του. Μάλιστα, ο καθηγητής παραδέχεται ότι οι νεαροί έδωσαν στα λόγια του ένα νόημα που ο ίδιος ποτέ δεν φαντάστηκε. Συνεπώς, ούτε ο δάσκαλος έγινε κατανοητός από τους μαθητές του. Δεύτερον, γιατί η πράξη των μαθητών αποκάλυψε την επικινδυνότητα της διδασκαλίας του. Ο καθηγητής μετανιώνει για τη διδασκαλία του πριν παραδώσει τους μαθητές του στη δικαιοσύνη. Είναι, όμως, ήδη αργά.
Στο φινάλε ο καθηγητής βγαίνει στο μπαλκόνι και πυροβολεί στον αέρα. Στο βάθος ακούγονται σειρήνες που πλησιάζουν. Η παράσταση των δραστών τελειώνει και η έννομη τάξη αποκαθίσταται. Στη σκηνή του εγκλήματος απομένουν το θύμα, οι δολοφόνοι που θα οδηγηθούν ενώπιον της δικαιοσύνης και ο δάσκαλος που θα λογοδοτήσει στη συνείδησή του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. Howe, Reassessing the Individualization Mandate in Capital Sentencing: Darrow's Defense of Leopold and Loeb, Iowa Law Review, 1994, 1013 επ.
[2] Ο συνήγορος των Leopold και Loeb είχε δύο χρόνια πριν από τη δίκη των δραστών εκθέσει τις ντετερμινιστικές του απόψεις. Βλ. Darrow, Crime: Its Cause and Treatment, 1922.
[3] Βλ. Larson, An American Tragedy: Retelling the Leopold-Loeb Story in Popular Culture, American Journal of Legal History, 2008, 141 επ.
[4] The Loeb-Leopold Case (Continued), Psychiatrists called in by the prosecution, Journal of the American Institute of Criminal Law and Criminology, 1924, 380 επ.
[5] Shapiro / Golden / Ferguson, Retrying Leopold and Loeb. A Neuropsychological Perspective, 2018, σ. 32.
[6] The Loeb-Leopold Case (Continued) Psychiatrists’ report for the defense (joint summary), Journal of the American Institute of Criminal Law and Criminology, 1924, 362-364. Βλ. και Howe, ό.π., 1003.
[7] The Loeb-Leopold Case (Continued) Psychiatrists’ report for the defense (joint summary), ό.π., 374-375.
[8] The Loeb-Leopold Case (Continued) Psychiatrists’ report for the defense (joint summary), ό.π., 372-373.
[9] Βλ. Howe, ό.π., σ. 1037. Η απόφαση και αποσπάσματα από τα πρακτικά των συνεδριάσεων έχουν δημοσιευθεί στο Journal of the American Institute of Criminal Law and Criminology, 1924, 347 επ.
[10] Ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας είναι «Rope». Για την ίδια ταινία βλ. τις κριτικές των Pamela Hutchinson, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα της Guardian στις 27.7.2012 και προσπελάσιμη ηλεκτρονικά υπό: https://www.theguardian.com/film/filmblog/2012/jul/27/my-favourite-hitchcock-rope, Bosley Crowther, δημοσιευμένη στους New York Times στις 17.8.1948 και προσπελάσιμη ηλεκτρονικά υπό: https://archive.nytimes.com/www.nytimes.com/library/film/081748hitch-rope-review.html και Vincent Canby, δημοσιευμένη στους New York Times στις 3.7.1984 και προσπελάσιμη ηλεκτρονικά υπό: https://www.nytimes.com/1984/06/03/movies/hitchcock-s-rope-a-stunt-to-behold.html?pagewanted=all.
[11] Pierre Lherminier (επιμ.), Χίτσκοκ, 2η έκδ., 1985, σ. 73.
[12] Ακτσόγλου, ΑΛΦΡΕΝΤ ΧΙΤΣΚΟΚ, 2018, σ. 92.
[13] Στην ίδια υπόθεση αναφέρονται επίσης οι ταινίες Swoon (1992) και Compulsion (1959).
[14]Έχει υποστηριχθεί από το γερμανικό προπολεμικό Ακυρωτικό ότι η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών πάνω από το φέρετρο συνιστά περιύβριση νεκρών. Επ’ αυτού βλ. Βαθιώτη, Εμβάθυνση σε ειδικά ζητήματα Ποινικού Δικαίου, 2014, σ. 233. Η περιύβριση νεκρών δεν συνιστά πλέον αδίκημα σύμφωνα με τον νέο Ποινικό Κώδικα.
[15] Ακτσόγλου, ό.π., σ. 89.
[16]Βλ. Ακτσόγλου, ό.π., σ. 91 και Λιβιεράτου, Εικόνες από τον τόπο του εγκλήματος. Σκηνογραφία και κατασκευή σε τρεις ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ, σε: Τοπικά β’ Περί κατασκευής (εκδ. επιμ. Π. Πούλος), 1996, σ. 393, υποσημ. 19.
[17] Όπως στην πλάτη κάποιου ηθοποιού, ή σε κάποιο αντικείμενο (λ.χ. στην κάσα). Βλ. Ακτσόγλου, ό.π., σ. 91.