Η
Γαλλία προέβη στις 6 Απριλίου του 2016 σε αλλαγή του νομοθετικού καθεστώτος της για τον αγοραίο έρωτα. Η νέα νομοθεσία καθιστά αξιόποινη τη συμπεριφορά των πελατών των εκδιδόμενων προσώπων κατά το σκανδιναβικό πρότυπο.
Ειδικότερα, ο νέος νόμος προβλέπει την επιβολή προστίμου ύψους 1500 € σε οποιονδήποτε συλληφθεί να «αγοράζει» ερωτικές υπηρεσίες εκδιδόμενων προσώπων, ενώ συγχρόνως ο δράστης θα υποχρεώνεται στην παρακολούθηση σεμιναρίων για τις βλαπτικές συνέπειες της πορνείας. Δυνητικά το πρόστιμο σε περίπτωση υποτροπής θα ανέρχεται σε 3750€, οπότε και η πράξη θα καταγράφεται και στο ποινικό μητρώο του δράστη.
Κεφαλαιώδες σημείο της νέας νομοθεσίας θεωρείται η κατάργηση του αμφιλεγόμενου προγενέστερου νόμου, ο οποίος χρονολογείτο από το 2003, από την εποχή της θητείας του Nicolas Sarkozy στο γαλλικό υπουργείο εσωτερικών, βάσει του οποίου απαγορευόταν ακόμα και η παθητική προσέλκυση πελατών. Ειδικότερα, και καθώς η έννοια της απαγορευμένης προσέλκυσης πελατών έχει ευρύ περιεχόμενο, η εν λόγω νομοθεσία απαγόρευε ακόμα και την απλή στάση με προκλητική ενδυμασία σε δημόσιο χώρο, στον οποίον συχνάζουν επ’ αμοιβή εκδιδόμενα πρόσωπα.
Η βουλευτής του σοσιαλιστικού κόμματος Maud Olivier, η οποία υπήρξε από τους υπέρμαχους του νέου νόμου, υποστήριξε ότι σκοπός του νομοθετήματος είναι ο περιορισμός της πορνείας και η προστασία των εκδιδομένων προσώπων που επιθυμούν να σταματήσουν να εκδίδονται επ’ αμοιβή και να αλλάξουν στάση ζωής. Ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας των σοσιαλιστών Bruno Le Roux δήλωσε ότι δεν είναι δυνατόν να «ενοικιάζονται» γυναίκες με τον ίδιο τρόπο που ενοικιάζονται αυτοκίνητα και ότι η γαλλική κοινωνία δεν μπορεί να συνεχίζει να ανέχεται μια τέτοια στάση. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με μια έρευνα του TNS Sofres, το 73% της γαλλικής κοινής γνώμης συμφωνεί με την ποινικοποίηση της συμπεριφοράς των πελατών των προσώπων που εκδίδονται επ’ αμοιβή, θεωρώντας ότι αυτή θα λειτουργήσει αποτρεπτικά στο φαινόμενο της πορνείας.
Οι πολέμιοι του νομοθετήματος ωστόσο προειδοποιούν ότι η μετάθεση της ποινικής ευθύνης στους πελάτες των εκδιδόμενων προσώπων θα οδηγήσει σε ένα ιδιαίτερα σκοτεινό εργασιακό περιβάλλον για τα επ’ αμοιβή εκδιδόμενα πρόσωπα, στο οποίο η προστασία τους θα είναι ακόμα πιο περιορισμένη. Μάλιστα το συνδικάτο των προσώπων που παρέχουν σεξουαλικές υπηρεσίες επ’ αμοιβή (STRASS) θεωρεί ότι ο νέος νόμος όχι μόνον δεν προστατεύει τους περίπου 30.000 εργαζομένους στον αγοραίο έρωτα, αλλά τους καθιστά περαιτέρω ευάλωτους σε κινδύνους.
Σημειωτέον ότι παρόμοια πολιτική κατά του αγοραίου έρωτα, ήτοι την ποινικοποίηση της συμπεριφοράς των πελατών, ακολουθεί η Σουηδία ήδη από το 1999. Ωστόσο, παρά το ότι οι Σουηδοί εμφανίζονται πεπεισμένοι για την ορθότητα του τρόπου νομοθετικής αντιμετώπισης του φαινομένου της πορνείας, ακαδημαϊκοί ερευνητές αλλά και άλλοι ειδικοί στην αντιμετώπιση του φαινομένου της εμπορίας ανθρώπων έχουν τονίσει και τις αρνητικές επιπτώσεις του λεγόμενου Σουηδικού μοντέλου. Το σοβαρότερο πρόβλημα, σύμφωνα με το Bristish Journal of Criminology, συνίσταται στο ότι τα επ’ αμοιβή εκδιδόμενα πρόσωπα αναγκάζονται να εργάζονται σε ανεξέλεγκτες συνθήκες, χωρίς καμία προστασία, με αποτέλεσμα η πορνεία τελικώς να μην περιορίζεται, αλλά απλώς να περιθωριοποιείται.
Όπως υποστηρίζει η καθηγήτρια Maartje van der Woude της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου του Leiden «οι πολιτικοί θα πρέπει να είναι ρεαλιστές ως προς τους στόχους που επιθυμούν να επιτύχουν {...} καθώς μια πολιτική μπορεί να φαντάζει αγαθός στόχος, αλλά ταυτόχρονα να είναι και μη επιτεύξιμη».
Συμπερασματικά στα ανωτέρω, με την νέα αυτή πρωτοβουλία του Γάλλου νομοθέτη επιχειρείται η αποφυγή της θυματοποίησης των ιεροδούλων και της ποινικοποίησης της συμπεριφοράς τους, και μετατίθεται ένα μέρος της ποινικής ευθύνης και στους πελάτες τους. Ο νέος νόμος μπορεί και πρέπει να επιτύχει τον στόχο του, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα αποτρέψει και στην πράξη την θυματοποίηση των επ’ αμοιβή εκδιδομένων προσώπων. Ο χρόνος θα κρίνει ωστόσο την επιτυχία του.