Το ζήτημα της ποινικής αντιμετώπισης των αυτοσχέδιων αγώνων ταχύτητας έχει απασχολήσει συχνά τη θεωρία και την πράξη του ποινικού δικαίου[1] αλλά και την κοινή γνώμη[2]. Στο πλαίσιο του παρόντος επιχειρείται μια πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 290Α ΠΚ, όπου πλέον τυποποιείται, μεταξύ άλλων, ως αυτοτελής περίπτωση επικίνδυνης οδήγησης, η συμμετοχή σε αυτοσχέδιους αγώνες.
Οι καινοτομίες του άρθρου 290Α ΠΚ έναντι του άρθρου 290 ΠΚ 1950
Με την αυτοτελή τυποποίηση του αδικήματος της επικίνδυνης οδήγησης στο άρθρο 290Α ΠΚ επιδιώχθηκε από τον νομοθέτη η συμπλήρωση των αξιόποινων επικίνδυνων παρεμβάσεων στην οδική συγκοινωνία του άρθρου 290 ΠΚ[3]. Στο άρθρο 290Α ΠΚ καταστρώνονται πλέον δύο κατηγορίες επικίνδυνης οδήγησης: Εκείνη που οφείλεται στην κατάσταση του οδηγού (άρθρο 290Α παρ. 1 στοιχ. α’ ΠΚ) και εκείνη που οφείλεται είτε στις ιδιότητες του οχήματος είτε στον ειδικότερο τρόπο οδήγησης αυτού (άρθρο 290Α παρ. 1 στοιχ. β’ ΠΚ).
Mε τη διάταξη του άρθρου 290Α ΠΚ δεν τιμωρείται λοιπόν κάθε σχετιζόμενη με την οδήγηση παράβαση του ΚΟΚ αλλά μόνο ορισμένες πολύ επικίνδυνες οδηγικές συμπεριφορές, υπό την επιπρόσθετη προϋπόθεση ότι από αυτές προέκυψε, τουλάχιστον, κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο[4]. Προτιμήθηκε, επομένως, η τυποποίηση συγκεκριμένων «διαταράξεων» της ασφάλειας της συγκοινωνίας σε δρόμους και πλατείες, αντί της γενικής διατύπωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος στο άρθρο 290 ΠΚ 1950 («όποιος διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες»)[5], δίχως, δηλαδή, περιπτωσιολογική αναφορά σε επιμέρους επικίνδυνες συμπεριφορές[6]. Μάλιστα, για την εφαρμογή του άρθρου 290Α ΠΚ δεν απαιτείται η συμπεριφορά του υπαιτίου να «διαταράσσει» την ασφάλεια της συγκοινωνίας, υπό την έννοια ότι δεν απαιτείται να προκύπτει άμεσα από τη συμπεριφορά του δράστη, ως χαρακτηριστικό της τελευταίας, διατάραξη της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες[7]. Αρκεί η πραγμάτωση ορισμένης συμπεριφοράς εκ των περιοριστικώς αναφερομένων στην παρ. 1 περ. α’ και β’ του άρθρου 290Α ΠΚ. Αντιθέτως, στο άρθρο 290 ΠΚ περί επικίνδυνων παρεμβάσεων στην οδική συγκοινωνία αλλά και στο άρθρο 291 ΠΚ περί επικίνδυνων παρεμβάσεων στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών απαιτείται επιπροσθέτως, πέραν δηλαδή της πραγμάτωσης ορισμένης επικίνδυνης συμπεριφοράς για την ασφάλεια της εκάστοτε συγκοινωνίας[8], η προσβολή της ασφάλειας της συγκοινωνίας καθαυτήν.
Η αρχική δομή του άρθρου 290ΑΠΚ και η τροποποίησή του με τον Ν. 4637/2019
Στο άρθρο 290 ΠΚ 1950 προβλεπόταν ένα βασικό έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης στην παρ. 1 περ. α’ [9] και μία εκ του αποτελέσματος διακρινόμενη παραλλαγή στην παρ. 1 περ. β’. Η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών μπορούσε να καταστεί εκ του αποτελέσματος διακρινόμενη, εφόσον επήρχετο το βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου του παθόντος. Σε αυτή την περίπτωση ο θάνατος θα έπρεπε να αποτελεί μετεξέλιξη της δυνατότητας κινδύνου που θεμελίωνε το αξιόποινο της βασικής μορφής του εγκλήματος[10].
Αντιθέτως, στο άρθρο 290Α παρ. 1 ΠΚ, όπως εισήχθη με τον Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α’ 95/11.6.2019), προβλέπονταν, καταρχάς, δύο διακριτά μεταξύ τους βασικά εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης: Ξένων πραγμάτων αφενός (παρ. 1 περ. αα’) και της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ανθρώπου αφετέρου (παρ. 1 περ. ββ’). Ακολούθως, ο νομοθέτης αποσκοπούσε[11] να καταστρώσει δύο εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, με περαιτέρω βαρύτερο αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή τη βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις (άρθρο 290Α παρ. 1 περ. γγ’ ΠΚ) και τον θάνατο άλλου (άρθρο 290Α παρ. 1 περ. δδ’ ΠΚ). Ωστόσο, από νομοθετική αβλεψία, η διάταξη περιείχε (εσφαλμένη) παραπομπή στα στοιχεία α’ και β’ της παραγράφου 1, δηλαδή στις επιμέρους τυποποιούμενες συμπεριφορές επικίνδυνης οδήγησης, αντί της κατά πάσα πιθανότητα επιθυμητής παραπομπής στα βασικά εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης των περιπτώσεων αα’ και ββ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 290Α ΠΚ[12]. Εξαιτίας της εσφαλμένης αυτής παραπομπής οι περιπτώσεις γγ’ και δδ’ της παραγράφου 1 δεν συνδέονταν με ορισμένη (εκ δόλου) αυτοτελώς αξιόποινη πράξη (δηλαδή με κάποιο “βασικό” έγκλημα), με αποτέλεσμα να πρέπει να γίνει δεκτό ότι στις περιπτώσεις γγ’ και δδ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 290ΑΠΚ (υπό την αρχική εκδοχή αυτού) τυποποιούνταν εγκλήματα αποτελέσματος και όχι εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα. Εξάλλου, η ανάγνωση των παραπομπών στα στοιχεία α’ ή β’ ως παραπομπών στα αδικήματα των περιπτώσεων αα’ ή ββ’ θα συνιστούσε απαράδεκτη υπέρβαση του δυνατού γλωσσικού νοήματος της διάταξης, αντίθετη προς την αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών[13].
Το άρθρο 290Α παρ. 1 ΠΚ τροποποιήθηκε εκ νέου με το άρθρο 4 παρ. 2 Ν. 4637/2019 (ΦΕΚ Α’ 180/18.11.2019)[14]. Πλέον, οι ανωτέρω εσφαλμένες παραπομπές που περιέχονταν στις περ. γγ’ και δδ’ διεγράφησαν, προκειμένου «οι προβλεπόμενες (…) αυξημένες ποινές για τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα να ισχύουν σε όλες τις μορφές των βασικών εγκλημάτων»[15]. O νομοθέτης εξέφρασε σαφώς στην Αιτιολογική Έκθεση τη βούλησή του να διαμορφώσει εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα στις περ. γγ’ και δδ’ της παρ. 1 του άρθρου 290Α ΠΚ, αλλά και πάλι η διατύπωση των συγκεκριμένων περιπτώσεων είναι, από νομοτεχνική άποψη, ατυχής. Πιο συγκεκριμένα, δεν καθίσταται σαφές αν ως “πράξη”, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις ή είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου, νοείται κάποια εκ των αναφερόμενων στα στοιχ. α’ και β’ της παρ. 1 συμπεριφορών ή αν, αντιθέτως, νοείται η προβλεπόμενη αξιόποινη πράξη της περ. αα’ ή ββ’. Διότι στη μεν πρώτη περίπτωση θα πρέπει να θεωρηθεί ότι στις περ. γγ’ και δδ’ στοιχειοθετούνται και πάλι εγκλήματα αποτελέσματος, στη δε δεύτερη περίπτωση θα πρέπει να θεωρηθεί ότι τυποποιούνται εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα και επομένως εφαρμόζεται το άρθρο 29 ΠΚ. Παρά την απουσία ευθείας παραπομπής στα “βασικά” εγκλήματα των περ. αα’ και ββ’, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι περ. γγ’ και δδ’ τυποποιούν ένα περαιτέρω αποτέλεσμα, υπό την έννοια ότι επιτάσσουν ποσοτικά την προσβολή του εννόμου αγαθού. Εξάλλου, είναι σύνηθες εκ δόλου εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης να τιμωρούνται βαρύτερα στις περιπτώσεις πραγμάτωσης του σχετικού κινδύνου[16], δεδομένου ότι η συγκεκριμένη διακινδύνευση του εννόμου αγαθού αποτελεί το λογικά αναγκαίο προστάδιο της βλάβης. Τούτο, όμως, δεν ισχύει για το περαιτέρω αποτέλεσμα της βλάβης σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις της περ. γγ’. Η συγκεκριμένη βλάβη δεν τυποποιείται ως αυτοτελές έγκλημα αμέλειας, σύμφωνα με τη ρητή πλέον απαίτηση του άρθρου 29 ΠΚ, και συνακόλουθα δεν είναι δυνατή η στοιχειοθέτηση σχετικού εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος. Πρόκειται για ένα έγκλημα αποτελέσματος, για τη στοιχειοθέτηση της ειδικής υπόστασης του οποίου είναι αναγκαίο ο δόλος του δράστη να καλύπτει και το περαιτέρω αποτέλεσμα της βλάβης κοινωφελούς εγκατάστασης.
Τέλος, ο νομοθέτης προέβλεψε ρήτρα επικουρικότητας στο άρθρο 290Α παρ. 1 ΠΚ[17], ώστε το τελευταίο να εφαρμόζεται μόνον, αν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις για την αυτή συμπεριφορά σε άλλες διατάξεις. Επομένως, η ανωτέρω ex lege ρήτρα επικουρικότητας αφενός αποκλείει τη δυνατότητα διπλής απαξιολόγησης και τιμώρησης της αυτής πράξης, αφετέρου οδηγεί στην αποφυγή αξιολογικών αντινομιών σχετικά το απειλούμενο πλαίσιο ποινής[18].
Η νομολογιακή προσέγγιση της συμμετοχής σε αυτοσχέδιο αγώνα ταχύτητας υπό την ισχύ του ΠΚ 1950
Η εφαρμογή του άρθρου 290 ΠΚ 1950 για περιπτώσεις επικίνδυνης οδήγησης ήταν περιορισμένη[19], ενώ γινόταν δεκτή από τη νομολογία μόνον εφόσον είχε ήδη επέλθει κάποια σωματική βλάβη ή ανθρωποκτονία από αμέλεια, παρόλο που το έγκλημα πραγματωνόταν και με μόνη τη διαπίστωση της δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου για άνθρωπο[20]. Όσον αφορά την ποινική μεταχείριση της συμμετοχής σε αυτοσχέδιο αγώνα, η νομολογία προχωρούσε, κατά κανόνα, στην εφαρμογή του άρθρου 290 παρ. 1 περ. α’ ή β’ ΠΚ 1950[21]. Ενδείξεις διενέργειας αυτοσχέδιου αγώνα έχει κριθεί ότι αποτελούν: Η ιλιγγιώδης ταχύτητα των οχημάτων, οι ελιγμοί είτε προς επίτευξη προσπέρασης[22] είτε προς παρεμπόδιση της προσπέρασης του ακολουθούντος οχήματος[23], η μικρή απόσταση μεταξύ των οχημάτων, η αποχώρηση του εμμέσως εμπλεκόμενου σε τροχαίο ατύχημα οδηγού από το σημείο του συμβάντος, παρά το γεγονός ότι τούτο υπέπεσε στην αντίληψή του, η αποχώρηση από το σημείο του συμβάντος του συνεπιβάτη του οδηγού που προκάλεσε αμέσως τροχαίο ατύχημα[24].
Περαιτέρω, έχει κριθεί ότι είναι άνευ σημασίας αν ο αγώνας ταχύτητας ήταν προσυνεννοημένος, υπό την έννοια ότι οι συμμετέχοντες οδηγοί είχαν ήδη προαποφασίσει σε προηγούμενο χρόνο τη διενέργεια του αγώνα, είχαν προβεί σε σχετικές προετοιμασίες κ.λπ. ή αν η πραγματοποίηση του αγώνα ήταν συμπτωματική, υπό την έννοια ότι οι οδηγοί, κατά την κίνηση των οχημάτων τους, μέσω της οδηγικής τους συμπεριφοράς κατέστησαν μεταξύ τους σαφές ότι είχαν πρόθεση εμπλοκής σε αγώνα ταχύτητας[25].
Η συμμετοχή σε αυτοσχέδιους αγώνες ως μορφή επικίνδυνης οδήγησης – Οριοθέτηση της εγκληματικής συμπεριφοράς
Μεταξύ των πολύ επικίνδυνων οδηγικών συμπεριφορών που αναφέρονται κατά τρόπο περιοριστικό στο άρθρο 290Α παρ. 1 στοιχ. α’ και β’ ΠΚ είναι και η συμμετοχή σε αυτοσχέδιους αγώνες («ή μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες»)[26]. Για την εννοιολογική οριοθέτηση της περιγραφόμενης συμπεριφοράς θα πρέπει καταρχάς να διερευνηθεί το γλωσσικό νόημα της διάταξης[27].
Σε κάθε περίπτωση, προϋποτίθεται εννοιολογικά η εκούσια συμμετοχή τουλάχιστον δύο οδηγών στην αναμέτρηση, διότι διαφορετικά δεν νοείται αγώνας[28]. Πρόκειται, επομένως, για μία περίπτωση αναγκαίας συμμετοχής („notwendige Teilnahme“), υπό τη μορφή ενός εγκλήματος συγκλίνουσας δράσης („Konvergenzdelikt“)[29]. Ως “συμμετοχή” σε αγώνα δεν νοείται η συμμετοχή εν στενή εννοία κατ’ άρθρα 46 επ. ΠΚ[30], αλλά η εν τοις πράγμασι εμπλοκή σε οδηγικό διαγωνισμό υπό την ιδιότητα του οδηγού οχήματος, ενώ ο όρος “αγώνας” υπονοεί τον ανταγωνισμό τουλάχιστον δύο αντιπάλων, με σκοπό την επικράτηση τού ενός. Δεν είναι απαραίτητο οι συμμετέχοντες οδηγοί να κινούνται ταυτόχρονα στην αυτή διαδρομή, αλλά, αντιθέτως, είναι δυνατό οι οδηγοί να εκκινούν χωριστά, ο καθένας μόνος του σε μία διαδρομή, και να χρονομετρώνται, έτσι ώστε να αναδειχθεί ως νικητής ο οδηγός που κατέγραψε τον καλύτερο χρόνο[31]. Ωστόσο, τίθεται το ερώτημα αν ως “αγώνας” νοείται μόνον ο αγώνας ταχύτητας ή και ο αγώνας προς επίδειξη ικανότητας. Δεδομένου ότι στο άρθρο 290Α παρ. 1 στοιχ. β’ ΠΚ γίνεται λόγος απλώς για αυτοσχέδιους αγώνες και όχι για αυτοσχέδιους αγώνες ταχύτητας, μπορεί και ένας διαγωνισμός επίδειξης ικανότητας να υπαχθεί στο γλωσσικό νόημα της διάταξης[32]. Συνεπώς, κάθε περίπτωση διαγωνιστικής οδήγησης οχημάτων προς ανάδειξη ενός νικητή εμπίπτει, ελλείψει νομοθετικής διάκρισης, στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης[33].
Περαιτέρω, το αδίκημα της συμμετοχής σε αυτοσχέδιους αγώνες είναι ιδιόχειρο έγκλημα, επειδή προϋποθέτει την αυτοπρόσωπη και άμεση σωματική δράση του υπαιτίου. Συνεπώς, αυτουργός του εγκλήματος μπορεί να είναι μόνο ο οδηγός του οχήματος ή το πρόσωπο το οποίο χειρίζεται έστω ένα τμήμα του τεχνικού μηχανισμού κίνησης του οχήματος (λ.χ. πρόσωπο υπεύθυνο για την επιτάχυνση, επιβράδυνση ή για την κατεύθυνση σε αυτοκίνητο εκπαίδευσης)[34], ενώ η σύμπραξη άλλου προσώπου στο έγκλημα μόνον ως συμμετοχή εν στενή εννοία μπορεί να αξιολογηθεί[35].
Η χρήση του επιθέτου “αυτοσχέδιος” προς χαρακτηρισμό του αγώνα φαίνεται να δημιουργεί ορισμένες ερμηνευτικές δυσχέρειες. Ως αυτοσχέδιος αγώνας θα μπορούσε να νοηθεί ο αγώνας που πραγματοποιείται κατόπιν απόφασης της στιγμής, χωρίς συγκεκριμένη προετοιμασία ή προσχεδιασμό[36]. Η διεξαγωγή ενός τέτοιου αγώνα είναι δυνατή και αυθορμήτως κατά τη διάρκεια της συνήθους οδικής κυκλοφορίας, αλλά προϋποθέτει τη συμπερασματικά συναγόμενη συμφωνία των διαγωνιζομένων. Η συμφωνία αυτή μπορεί να προκύπτει από τις επαναλαμβανόμενες επιταχύνσεις ή από τα επαναλαμβανόμενα φρεναρίσματα των οχημάτων, από τις εκατέρωθεν προσπάθειες προσπέρασης ή αντιστοίχως από τις προσπάθειες παρεμπόδισης της προσπέρασης του ακολουθούντος οχήματος.
Υπό την ανωτέρω ―στενή― ερμηνευτική εκδοχή μένουν εκτός του πεδίου εφαρμογή της διάταξης οι προσυνεννοημένοι αγώνες ταχύτητας, δηλαδή οι αγώνες οι οποίοι λαμβάνουν χώρα κατόπιν σχετικού “ραντεβού”, απαιτούν πολλές φορές κάποιου είδους προετοιμασία και στους οποίους συχνά εμπλέκονται και τρίτα πρόσωπα πέραν των οδηγών. Νομίζω, ωστόσο, ότι με την επιλογή του επιθέτου “αυτοσχέδιος” επιδιώχθηκε η διάκριση των παράνομων αγώνων από τους νόμιμους αγώνες, οι οποίοι πραγματοποιούνται κατόπιν σχετικής άδειας της αρμόδιας αρχής (βλ. άρθρο 49 ΚΟΚ). Η έλλειψη προσχεδιασμού, η οποία καθιστά τον αγώνα “αυτοσχέδιο”, έγκειται στη μη υποβολή αίτησης των ενδιαφερομένων στην εκάστοτε αρμόδια αρχή προς χορήγηση άδειας διεξαγωγής του αγώνα και όχι στην απουσία οποιασδήποτε προετοιμασίας, υπό τη μορφή της προσυνεννόησης των συμμετεχόντων ως προς την ημέρα και την ώρα διεξαγωγής, τον αριθμό των συμμετεχόντων, τη διαδρομή του αγώνα κ.λπ. Η δε ύπαρξη της αναγκαίας νόμιμης άδειας αποκλείει τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος.
Ο αυτοσχέδιος αγώνας θα πρέπει να λαμβάνει χώρα σε δρόμους ή σε πλατείες, δηλαδή σε χώρους που προορίζονται για δημόσια κυκλοφορία οχημάτων, πεζών και ζώων[37]. Επιπλέον, ως “όχημα” νοείται το “οδικό όχημα” σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 παρ. 1 ΚΟΚ, δηλαδή «το μεταφορικό ή άλλων χρήσεων μέσο που κινείται στις οδούς και στους χώρους του άρθρου 1 και οδηγείται από πρόσωπο, με εξαίρεση των μέσων που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά βρεφών και ατόμων με μειωμένη κινητικότητα». Τούτο, διότι την οδήγηση αυτού του είδους οχημάτων απαγορεύει ήδη ο ΚΟΚ προς ανταγωνισμό, επίδειξη ικανότητας ή προς τέλεση αυτοσχέδιων αγώνων (άρθρο 12 παρ. 8 ΚΟΚ).
Τίθεται, τέλος, το ερώτημα αν η συμμετοχή σε οδηγικό διαγωνισμό, στο πλαίσιο του οποίου τηρούνται όλοι οι επιμέρους κανόνες οδικής κυκλοφορίας και συμπεριφοράς, υπάγεται στο άρθρο 290Α παρ. 1 στοιχ. β’ ΠΚ. Πρέπει να σημειωθεί ότι βάσει του άρθρου 12 παρ. 8 ΚΟΚ «απαγορεύεται η οδήγηση οδικών οχημάτων για επίδειξη ικανότητας, εντυπωσιασμό, ανταγωνισμό ή τέλεση αυτοσχέδιων αγώνων»[38]. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 5 ΚΟΚ «απαγορεύεται στους οδηγούς οχημάτων να συναγωνίζονται μεταξύ τους στην ταχύτητα». Συνεπώς, απαγορεύεται σε κάθε περίπτωση ο ανταγωνισμός μεταξύ των οδηγών στο πλαίσιο της οδικής κυκλοφορίας, ακόμη και αν αυτοί δεν προβαίνουν στην παραβίαση κάποιου περαιτέρω θεμελιώδους κανόνα οδικής συμπεριφοράς (λ.χ. τήρηση ορίων ταχύτητας και απόστασης μεταξύ των οχημάτων, σεβασμός κανόνων περί ελιγμών και αλλαγής κατεύθυνσης), διότι η προσοχή των συμμετεχόντων οδηγών επικεντρώνεται στην έκβαση του διαγωνισμού και δεν είναι διαρκώς τεταμένη[39], προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία κινδύνου για ξένα πράγματα ή τρίτα πρόσωπα.
Εξάλλου, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 290Α ΠΚ δεν απαιτείται η συμμετοχή στον αυτοσχέδιο αγώνα να προσβάλλει ταυτοχρόνως την ασφάλεια της συγκοινωνίας. Ο νομοθέτης έκρινε, αφηρημένα, ότι ορισμένες παραβάσεις του ΚΟΚ, μεταξύ των οποίων και η συμμετοχή σε αυτοσχέδιους αγώνες, είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνες και θα πρέπει να τιμωρούνται, αρκεί μόνο να οδήγησαν στη συγκεκριμένη περίπτωση στη διακινδύνευση ξένων πραγμάτων ή ανθρώπου.
Ας σημειωθεί ότι, κατά τη μάλλον κρατούσα στη γερμανική θεωρία γνώμη[40], γίνεται δεκτό ότι η τήρηση των κανόνων οδικής συμπεριφοράς δεν εμποδίζει την υπαγωγή ενός αυτοσχέδιου αγώνα στο άρθρο 315d γερμΠΚ περί “απαγορευμένων αυτοσχέδιων αγώνων ταχύτητας”, παρά το γεγονός ότι βάσει της αντίστοιχης γερμανικής διάταξης τυποποιείται ένα έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης[41] και επιβάλλεται ποινή για αυτοσχέδιο αγώνα ταχύτητας ήδη από τη στιγμή που αυτός διοργανώνεται ή διεξάγεται, ανεξάρτητα από το αν μπορεί να προκληθεί ή αν προκλήθηκε κίνδυνος για ξένα πράγματα ή για άλλον άνθρωπο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. ενδεικτικά από την ελληνική νομολογία: ΣυμβΠλημΑθ 3297/2009 ΠοινΧρ 2011, 298, με εν μέρει αντίθετη εισ. πρότ. Φιστόπουλου (βλ. σχετικά με την ίδια υπόθεση και ΣυμβΕφΑθ 642/2010 ΤΝΠ Nomos), ΣυμβΑΠ 2045/2010 ΠοινΧρ 2012, 16, με εν μέρει αντίθετη εισ. πρότ Κολιοκώστα = ΠοινΔικ 2011, 1067, με παρατ. Βαθιώτη. Βλ. ενδεικτικά από τη γερμανική νομολογία: BGH, Urt. v. 22.11.2016 – 4 StR 501/16, StV 2018, 433, LG Berlin, Urt. v. 27.2.2017 – (535 Ks) 251 Js 52/16 (8/16), NStZ 2017, 471, BGH, Urt. v. 1.3.2018 – 4 StR 399/17, NStZ 2018, 409, με παρατηρήσεις Walter (για μετάφραση της τελευταίας απόφασης και σύντομες παρατηρήσεις, βλ. Αποστολάκη, Ζητήματα ποινικής αξιολόγησης των παράνομων αγώνων ταχύτητας, The Art of Crime, Μάϊος 2018), LG Berlin Urt. v. 26.3.2019 – 532 Ks 9/18.
[2] Βλ. το από 6.9.2019 δελτίο τύπου της τροχαίας Αττικής σχετικά με τα αποτελέσματα εξόρμησης για την αντιμετώπιση των αυτοσχέδιων αγώνων ταχύτητας, ηλεκτρονικά προσπελάσιμο http://www.astynomia.gr/index.php?option=ozo_content&lang=%27..%27&perform=view&id=88988&Itemid=2323&lang=.
[3] Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», ψηφισθέν ως Ν. 4619/2019, σ. 58.
[4] Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», ψηφισθέν ως Ν. 4619/2019, σ. 58. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο νομοθέτης διαπλάθει στο άρθρο 290Α παρ. 1 περ. αα’ και ββ’ ΠΚ εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, καθότι για την πλήρωση της αντικειμενικής τους υπόστασης απαιτείται να επέλθει, ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του δράστη, συγκεκριμένος κίνδυνος είτε για ξένα πράγματα είτε για άνθρωπο. Ως κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα στην περ. αα’ νοείται ο κίνδυνος, στον οποίο εκτίθεται μία πλειονότητα ξένων αντικειμένων (πρβλ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, 2005, σ. 91), ενώ αρκεί η διακινδύνευση της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ενός μόνο ατόμου από κάθε πράξη επικίνδυνης οδήγησης, για να πληρωθεί το έγκλημα της περ. ββ’ (πρβλ. Δέδε, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, Εγκλήματα κοινού κινδύνου, 1979, σ. 36).
[5] Σχετικά με τη διάταξη αυτή, βλ. Ν. Ανδρουλάκη, «Να πληρώσουν οι υπεύθυνοι όσο ψηλά κι αν βρίσκονται» ― Οι ανύπαρκτες 453 «εκθέσεις» (άρθρο 306 § 1α’ ΠΚ) επιβατών από τους «έχοντες δικαίωμα υπογραφής» για την πλοιοκτήτρια εταιρεία και η «διατάραξη της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας», ΠοινΧρ 2009, 481, 489.
[6] Πρβλ. Ψαρούδα-Μπενάκη, Η ποινική ευθύνη εκ των κυκλοφοριακών παραβάσεων, 1965, σ. 67.
[7] Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ό.π., για την ερμηνεία της έννοιας της διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας. Πρβλ. και Χατζηνικολάου, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Εγκλήματα κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών, των τηλεφωνικών επικοινωνιών, των κοινωφελών εγκαταστάσεων, της λειτουργίας πληροφοριακών συστημάτων, Άρθρα 290-298 ΠΚ, 2017, σ. 13 επ.
[8] Σημειωτέον ότι, αν και στα άρθρα 290 και 291 ΠΚ εμπεριέχεται κατάλογος με πράξεις επικίνδυνες για την ασφάλεια της εκάστοτε συγκοινωνίας, ο κατάλογος αυτός είναι ενδεικτικός, διότι τα εγκλήματα αυτά μπορούν να τελεστούν και «με άλλες εξίσου επικίνδυνες για την ασφάλεια της συγκοινωνίας πράξεις» (βλ. άρθρο 290 παρ. 1 περ. δ’ ΠΚ, άρθρο 291 παρ. 1 περ. ε’ ΠΚ). Τούτο, αντιθέτως, δεν ισχύει για το άρθρο 290Α ΠΚ.
[9] Βλ. Χατζηνικολάου, ό.π., σ. 28, όπου περαιτέρω παραπομπές.
[10] Βλ. Χατζηνικολάου, ό.π., σ. 37, όπου περαιτέρω παραπομπές.
[11] Όπως προκύπτει από την Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», ψηφισθέν ως Ν. 4619/2019, σ. 58 : «Για την επικίνδυνη οδήγηση (…) τυποποιούνται εξάλλου τα ίδια διακεκριμένα και εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα (με τα ίδια αποτελέσματα: βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις, βαριά σωματική βλάβη, θάνατος) και με τις ίδιες ποινές».
[12] Η αρχική εκδοχή (ΦΕΚ Α’ 95/11.6.2019) της πρώτης παραγράφου του άρθρου 290Α ΠΚ είχε ως εξής: «1. Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες: α) οδηγεί όχημα μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης, ή β) οδηγεί όχημα σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή οδηγεί όχημα που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή προβαίνει κατά την οδήγηση σε επικίνδυνους ελιγμούς ή μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες, τιμωρείται, αν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις: αα) με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, ββ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν στην περίπτωση των στοιχείων α’ ή β’ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β’ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη».
[13]Πρβλ. Μυλωνόπουλο, Εφαρμογές Ποινικού Δικαίου, 1997, σ. 17 επ.
[14] Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 290Α ΠΚ έχει πλέον ως εξής: «1. Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες:
α) οδηγεί όχημα μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης, ή β) οδηγεί όχημα σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή οδηγεί όχημα που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή προβαίνει κατά την οδήγηση σε επικίνδυνους ελιγμούς ή μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες, τιμωρείται, αν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις:
αα) με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, ββ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη».
[15] Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις», ψηφισθέν ως Ν. 4637/2019, σ. 4.
[16] Μυλωνόπουλος, Τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, Δογματική θεμελίωση, 1984, σ. 75.
[17] Ήδη υπό την αρχική εκδοχή της διάταξης.
[18] Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», ψηφισθέν ως Ν. 4619/2019, σχετικά με το άρθρο 29 ΠΚ.
[19] Πρβλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Επικίνδυνη οδήγηση και παράλειψη τοποθέτησης προειδοποιητικών πινακίδων στους δρόμους. Γιατί αγνοείται το άρθρ. 290 Π.Κ.; Υπερ 1998, 1143.
[20] Πρβλ. Χατζηνικολάου, ό.π., σ. 25.
[21] ΣυμβΠλημΑθ 3297/2009 ΠοινΧρ 2011, 298, με εν μέρει αντίθετη εισ. πρότ. Φιστόπουλου (βλ. σχετικά με την ίδια υπόθεση και ΣυμβΕφΑθ 642/2010 ΤΝΠ Nomos), ΣυμβΑΠ 2045/2010 ΠοινΧρ 2012, 16, με εν μέρει αντίθετη εισ. πρότ Κολιοκώστα = ΠοινΔικ 2011, 1067, με παρατ. Βαθιώτη. Πρβλ. ωστόσο και ΑΠ 1860/2009 ΠοινΔικ 2011, 1076, όπου επικυρώθηκε καταδίκη για ανθρωποκτονία εξ αμελείας του αναιρεσείοντος και όχι για θανατηφόρα διατάραξη της συγκοινωνίας.
[22] Η προσπέραση δεν είναι αναγκαίο να αφορά έτερο μετέχοντα στον αγώνα, αλλά μπορεί να αφορά και τα λοιπά οχήματα που κινούνται κανονικά επί της οδού, βλ. ΣυμβΑΠ 2045/2010 ΠοινΧρ 2012, 16, με εν μέρει αντίθετη εισ. πρότ Κολιοκώστα = ΠοινΔικ 2011, 1067, με παρατ. Βαθιώτη.
[23] ΑΠ 1860/2009 ΠοινΔικ 2011, 1076.
[24] Εισ. πρότ. Φιστόπουλου, σε ΣυμβΠλημΑθ 3297/2009 ΠοινΧρ 2011, 298, 303.
[25] Εισ. πρότ. Φιστόπουλου, σε ΣυμβΠλημΑθ 3297/2009 ΠοινΧρ 2011, 298, 303, ΣυμβΕφΑθ 642/2010 ΤΝΠ Nomos.
[26] Σημειωτέον ότι και ο Γερμανός νομοθέτης προχώρησε στην τυποποίηση του εγκλήματος των “απαγορευμένων αυτοσχέδιων αγώνων ταχύτητας” („Verbotene Kraftfahrzeugrennen“) με την εισαγωγή του άρθρου 315d γερμΠΚ το έτος 2017.
[27] Η Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», ψηφισθέν ως Ν. 4619/2019, δεν προσφέρει κάποια σχετική διευκρίνιση.
[28] Βαθιώτης, Εμβάθυνση σε ειδικά ζητήματα ποινικού δικαίου, 2014, σ. 20, Zieschang, Zur Strafbarkeit nicht genehmigter Kraftfahrzeugrennen im Straßenverkehr, JA 2016, 721, 723, Preuß, Die Strafbarkeit nicht genehmigter Kraftfahrzeugrennen de lege lata und de lege ferenda, NZV 2017, 105, 109. Πρβλ., όμως, άρθρο 315d παρ. 1 περ. γ’ γερμΠΚ, όπου τιμωρείται και ο μεμονωμένος οδηγός μηχανοκίνητου οχήματος („Einzelraser“), ο οποίος, χωρίς να τηρεί σταθερή ταχύτητα, παραβιάζει θεμελιώδεις κανόνες της οδικής κυκλοφορίας κινούμενος ασυνείδητα, προκειμένου να επιτύχει τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα.
[29] Kulhanek, § 315d, πλαγ. 13, σε: BeckOK StGB, v. Heintschel-Heinegg, 43η έκδ., τελευταία ενημέρωση: 1.8.2019. Βλ. γενικά για την εν λόγω διάκριση Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική πράξη, 1990, σ. 119 επ., Δημάκη, άρθρα 45-49, πλαγ. 128 επ., σε: Ανδρουλάκη, Μαγκάκη, Μανωλεδάκη, Σπινέλλη, Σταμάτη, Ψαρούδα-Μπενάκη, Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, Άρθρα 1-133, 2005, Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙ, 2008, σ. 303 επ.
[30] Πρβλ. Μπιτζιλέκη, ό.π., σ. 120, Δημάκη, ό.π., πλαγ. 129.
[31] BT-Drs. 18/12964, σ. 5, Eisele, Lebensgefährliches Verhalten im Straßenverkehr, KriPoZ 2018, 32, 34.
[32] Αντιθέτως, γίνεται δεκτό ότι μόνον ο αγώνας προς επίτευξη του καλύτερου χρόνου ή της υψηλότερης ταχύτητας ή της υψηλότερης μέσης ταχύτητας μπορεί να υπαχθεί στο γράμμα της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 315d γερμΠΚ. Βλ. σχετικώς μόνο Hecker, § 315d, πλαγ. 3, σε: Schönke/Schröder, Strafgesetzbuch, 30η έκδ., 2019.
[33] Ωστόσο, δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια του “αυτοσχέδιου αγώνα” η καταδίωξη ενός οχήματος από περιπολικό της αστυνομίας, διότι ελλείπει σε αυτή την περίπτωση το αναγκαίο στοιχείο του ανταγωνισμού μεταξύ των οδηγών των δύο οχημάτων, βλ. Hecker, ό.π., πλαγ. 3.
[34] Βλ. Hecker, ό.π., πλαγ. 7, Kusche, Die Strafbarkeit illegaler Rasereien im Straßenverkehr nach § 315d StGB n. F., NZV 2017, 414, 416, Preuß, ό.π., 109, Zieschang, ό.π., 725, contra Gerhold/Meglalu, Verbotene Kraftfahrzeugrennen nach § 315d im Lichte des Allgemeinen Teils, ZJS 2018, 321.
[35] Δεν είναι, άρα, συναυτουργός ο συνοδηγός, ο οποίος παρέχει οδηγικές συμβουλές και κατευθύνσεις στον οδηγό κατά τη διάρκεια του αγώνα, παρά μόνο συνεργός. Βλ. Weigend, Rennen und Rasen, σ. 569, σ. 572-573, σε: ΤιμΤόμο Fischer, 2018, contra Fischer, Strafgesetzbuch, άρθρο 315d, πλαγ. 10, 65η έκδ., 2018.
[36] Πρβλ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, 1998, σ. 328.
[37] Βλ. άρθρο 1 ΚΟΚ. Πρβλ. και ΣυμβΠλημΗρ 140/2005 ΠοινΧρ 2007, 171, με εισ. πρότ. Μαρκάκη, σύμφωνα με την οποία ως δρόμος «νοείται κάθε οδός που εξυπηρετεί τη συγκοινωνία και δη δημόσια ή ιδιωτική, εθνική ή επαρχιακή, μικρή ή μεγάλη κ.ά.».
[38] Παράβαση η οποία βάσει της παρ. 11 εδ. δ’ του ίδιου άρθρου τιμωρείται με διοικητικό πρόστιμο επτακοσίων ευρώ και, εφόσον πρόκειται για οδηγό, με επί τόπου αφαίρεση της άδειας ικανότητας οδηγού για τριάντα ημέρες, καθώς και με αφαίρεση των στοιχείων κυκλοφορίας για τριάντα ημέρες.
[39] Όπως επιτάσσει το άρθρο 12 παρ. 1 εδ. β’ ΚΟΚ. Πρβλ. και BT-Drs. 18/12964, σ. 5.
[40] BT-Drs. 18/12964, σ. 5, Zieschang, ό.π., 723, Preuß, ό.π., 109, Blanke-Roeser, Kraftfahrzeugrennen iSd neuen § 315d StGB, JuS 2018, 18, 21. Contra Dahlke/Hoffmann-Holland, Strafrechtliche Grenzziehung für Kraftfahrzeugrennen, KriPoZ 2017, 35, 41, Kubiciel/Hoven, Die Strafbarkeit illegaler Straßenrennen mit Todesfolge, NStZ 2017, 439, 445, με το επιχείρημα ότι στην περίπτωση αυτή οι συμμετέχοντες στον αγώνα δεν θέτουν κάποιο άξιο ποινικού κολασμού άδικο διακινδύνευσης, Kusche, ό.π., 414, 415, με το επιχείρημα ότι η αποσύνδεση της έννοιας του “αυτοσχέδιου αγώνα” από την απαίτηση παραβίασης κανόνων οδικής συμπεριφοράς οδηγεί στην εξάρτηση της κρίσης περί τέλεσης ή μη τέτοιου αγώνα αποκλειστικά από υποκειμενικά κριτήρια και δη από την πρόθεση των συμμετεχόντων οδηγών, Eisele, ό.π., 32, 34, με το επιχείρημα ότι η εκ του αγώνα προκαλούμενη απόσπαση της προσοχής του οδηγού δεν συνιστά επαρκές άδικο, ενώ η προσοχή του οδηγού μπορεί να αποσπαστεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους (λ.χ. συζήτηση με συνεπιβάτη, τοποθέτηση CD κ.λπ.), Stam, Verbotene Kraftfahrzeugrennen nach § 315d StGB, StV 2018, 464, 466, ο οποίος εξισώνει τη συμμετοχή σε αυτοσχέδιο αγώνα που δεν συνοδεύεται από περαιτέρω παραβιάσεις κανόνων οδικής συμπεριφοράς, με τη συνήθη συμμετοχή στην οδική κυκλοφορία, Weigend, ό.π., σ. 569, 573, ο οποίος προτείνει την τελολογική συστολή του πεδίου εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 315d γερμΠΚ (πρόκειται για έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης), προκειμένου να μην περιλαμβάνει αυτοσχέδιους αγώνες που διεξάγονται υπό συνθήκες που καθιστούν ανέφικτη την επέλευση διακινδύνευσης ή βλάβης τρίτου.
[41] Βλ. άρθρο 315d παρ. 1 γερμ ΠΚ.