Η ραγδαία εξέλιξη των νευροεπιστημών τα τελευταία χρόνια μας αποκάλυψε πολλά από τα μυστικά της δομής και της λειτουργίας του εγκεφάλου, φωτίζοντας τις αιτίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το Δίκαιο, κανονιστικό μόρφωμα με ρόλο καταλυτικό στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο.
Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις χρήσεις των νευροεπιστημών στο δίκαιο οδήγησε στη διαμόρφωση ενός νέου κλάδου, του λεγόμενου «Νευροδικαίου». Ο όρος αυτός αποτελεί νεολογισμό δανεισμένο από τα Αγγλικά ("Νeurolaw") και περιγράφει το νέο πεδίο επιστημονικής γνώσης, που προκύπτει από τη συνένωση διαφόρων επιστημονικών κλάδων (δικαίου, γνωστικών νευροεπιστημών, νευρολογίας, ψυχιατρικής, φιλοσοφίας, εγκληματολογίας) και που έχει σκοπό να εξετάσει το ρόλο και τις επιπτώσεις της χρησιμοποίησης νευροεπιστημονικών ευρημάτων και τεχνικών στη νομοθεσία αλλά και στη δικαστηριακή πρακτική.
Τα τελευταία χρόνια, νευροαπεικονιστικές τεχνικές, τόσο ανατομικές (ΜRI, CAT scan) όσο και λειτουργικές (EEG, fMRI, PET, SPECT) κάνουν την εμφάνισή τους ολο και πιο συχνά στα Δικαστήρια. Η πρακτική αυτή είναι διαδεδομένη στις Η.Π.Α[1], όπου έχει ήδη συγκροτηθεί σχετική νομολογία, αλλά διεισδύει σταδιακά και στην Ευρώπη, κυρίως στην Αγγλία[2], στην Ιταλία[3] και στην Ολλανδία[4]. H Γαλλία, με την ψήφιση του νέου νόμου περί Βιοηθικής το 2011, γινεται η πρώτη χώρα που επιτρέπει ρητά τη χρήση των τεχνικών νευροαπεικόνισης στο πλαίσιο πραγματογνωμοσυνών[5].
Στις ποινικές δίκες, οι τεχνικές αυτές εισάγονται κατά κανόνα από τους συνηγόρους υπεράσπισης με σκοπό την απόδειξη έλλειψης/μειωμένου καταλογισμού των πελατών τους. Ωστόσο, η εκτιμηση του καταλoγiσμού δεν αποτελεί το μόνο πεδίο εφαρμογής του νευροδικαίου, το οποίο καλύπτει ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών. Η χρησιμοποίηση νευροεπιστημονικών μεθόδων εκτείνεται σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, από την ανίχνευση του εγκλήματος ως την εκτίμηση της επικινδυνότητας του δράστη, την επιμέτρηση ποινής και τη χρήση τους ως αποδεικτικών στοιχείων διά μέσου των ψυχιατρικών πραγματογνωμοσυνών.
Ειδικότερα το θέμα των εγκεφαλικών δυσλειτουργιών σε σχέση με την εκδήλωση αποκλίνουσας και βίαιης συμπεριφοράς προκαλεί το έντονο ενδιαφέρον τόσο νομικών όσο και ψυχιάτρων και ανοίγει το δρόμο για τη χρησιμοποίηση νευροεπιστημονικών τεχνικών στις ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες[6].
Χαρακτηριστική είναι μια πρόσφατη υπόθεση από την Ιταλία[7] όπου η δικαστής, αντιμέτωπη με δύο αντιφατικές πραγματογνωμοσύνες όσον αφορά τόσο την ύπαρξη ψυχικής ασθένειας, όσο και το βαθμό καταλογισμού της κατηγορουμένης, έκανε δεκτό το αίτημα της υπεράσπισης για διεξαγωγή τρίτης πραγματογνωμοσύνης στην οποία συμπεριελήφθησαν νευροβιολογικά δεδομένα, νευροαπεικονιστικές τεχνικές, γενετικές αναλύσεις και νευροψυχολογικά τεστ μνήμης. Ένα ηλεκτροεγκεφαλογράφημα και μια τρισδιάστατη μαγνητική μορφομετρική ανάλυση (VBM) έδειξαν εγκεφαλικές ανωμαλίες που ερμηνεύθηκαν ως συνδεόμενες με ψυχαναγκαστική διαταραχή κι επιθετικότητα. Tα τεστ μνήμης (Implicit Association Test ή IAT και Timed Antagonistic Response Alethiometer ή TARA) αποκάλυψαν ελλείμματα μνήμης που ερμηνεύθηκαν ως ενδεικτικά της ύπαρξης διασχιστικής διαταραχής της ταυτότητας. Τέλος, γενετικές εξετάσεις έδειξαν χαμηλή δραστηριότητα του γονιδίου MAOA, ενδεικτική της προδιάθεσης της κατηγορουμένης για εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς [8].
Η δικαστής αναγνώρισε στην κατηγορουμένη μειωμένο καταλογισμό, της επέβαλε μειωμένη ποινή κι έκρινε την τελευταία πραγματογνωμοσύνη ως την πλέον αξιόπιστη και αντικειμενική από τις τρεις, αναφέροντας στο σκεπτικό της ότι «Οι τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου και οι γενετικές μοριακές εξετάσεις είναι εργαλεία που εξασφαλίζουν ακριβέστερες διαγνώσεις από αυτές που γίνονται με τη χρήση παραδοσιακών κλινικών μεθόδων έρευνας». Η υπόθεση αυτή φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα του βάρους των νευροεπιστημονικών και κυρίως νευροαπεικονιστικών δεδομένων ως αποδείξεων και του τρόπου αξιολόγησής τους από τους δικαστές σε σύγκριση με τα παραδοσιακά αποδεικτικά μέσα. Πρόσφατες μελέτες κοινωνικής ψυχολογίας καταδεικνύουν το φαινόμενο «seeing is believing», σύμφωνα με το οποίο οι αναγνώστες τείνουν να αποδίδουν μεγαλύτερη επιστημονική αξία σε επιστημονικά άρθρα που περιλαμβάνουν απεικονίσεις του εγκεφάλου, παρά την έλλειψη επαρκούς επιστημονικής θεμελίωσης»[9]. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα (νευρο)επιστημονικά δεδομένα τείνουν να γίνονται αντιληπτά ως αντικειμενικές, αξιόπιστες αποδείξεις, παρά τους δεδομένους τεχνολογικούς περιορισμούς και το γεγονός ότι τα αποτελέσματα αυτών των μετρήσεων είναι ανοιχτά σε ποικίλες ερμηνείες.
Στο νευροδίκαιο εμπίπτουν επίσης γενικότερα ηθικοφιλοσοφικά ζητήματα, όπως η ελεύθερη βούληση υπό το φως των νευροεπιστημών, ενώ έντονη είναι η συζήτηση σχετικά με το μελλοντικό ρόλο τους στη διαμόρφωση του ποινικού δικαίου. Στην συζήτηση σκιαγραφώνται δύο κύριες τάσεις: από τη μια, μερίδα συγγραφέων υποστηρίζει ότι οι νέες γνώσεις για τη λειτουργία του εγκεφάλου, αποκαλύπτοντας νέους ντετερμινισμούς θα οδηγήσουν στη σταδιακή εξαφάνισή του Ποινικού Δικαίου όπως το γνωρίζαμε έως τώρα, θέτοντας σε αμφισβήτηση έννοιες-κλειδί για το δίκαιο, όπως η προσωπική ευθύνη και η ελεύθερη βούληση[10], από την άλλη οι πιο μετριοπαθείς υποστηρίζουν ότι οι νέες αυτές γνώσεις θα συμβάλουν στη διασαφήνιση κάποιων αφηρημένων εννοιών χωρίς ωστόσο να απειλήσουν τα θεμέλιά του δικαίου[11].
Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις χρήσεις των επιστημών του εγκεφάλου στο ποινικό δίκαιο, σε συνδυασμό με την πληθώρα πρόσφατων επιστημονικών μελετών σχετικών με τα νευροβιολογικά αίτια της βίας και του εγκλήματος επαναφέρουν στο προσκήνιο παλιά και δυσεπίλυτα ερωτήματα, σχετιζόμενα με την εξήγηση του εγκληματικού φαινομένου με αποκλειστικά νευροβιολογικούς όρους κι εγείρουν σοβαρά ζητήματα που σχετίζονται με το είδος και τη διάρκεια της ποινής των ψυχικώς ή/και εγκεφαλικώς πασχόντων, τον στιγματισμό τους, καθώς και την υιοθέτηση μιας θεραπευτικής προσέγγισης στο έγκλημα.
Παρόλο που έως τώρα η σχετική με το νευροδίκαιο βιβλιογραφία είναι κατά κύριο λόγο επικεντρωμένη στις χρήσεις των νευροεπιστημών για την εκτίμηση του καταλογισμού, το τρέχον νομικο-κοινωνικό πλαίσιο καθιστά το ζήτημα της επικινδυνότητας κρίσιμο. Υπό το υπάρχον νομικό και κοινωνικό πλαίσιο, που αναδεικνύει το ζήτημα της δημόσιας ασφάλειας σε προτεραιότητα της αντεγκληματικής πολιτικής, η χρήση νευροεπιστημονικών τεχνικών μπορεί να διαδραματίσει διττό ρόλο:Οι δικαστές, αντιμέτωποι με την κοινωνική πίεση για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, είναι πιθανό να χρησιμοποιήσουν τις νευροεπιστήμες ως ένα πολύτιμο και αξιόπιστο εργαλείο αντικειμενικοποίησης κι εκτίμησης της επικινδυνότητας και του κινδύνου υποτροπής των δραστών.
Όπως κάθε τεχνολογία που απομακρύνεται από το εργαστήριο βρίσκοντας εφαρμογή σε διάφορους τομείς της κοινωνίας, έτσι και η χρήση νευροεπιστημών στο δίκαιο φέρει πολλές υποσχέσεις αλλά και προβληματισμούς. Mένει να διαπιστωθεί αν αυτού του είδους οι χρήσεις θα λειτουργήσουν θετικά, οδηγώντας σε ένα δικαιότερο και πιο αξιόπιστο σύστημα απονομής δικαιοσύνης ή αν θα εργαλειοποιηθούν προς όφελος της δημόσιας ασφάλειας. Κρίνοντας πάντως από την αυξητική τάση της χρησιμοποίησης νευροεπιστημονικών μεθόδων και τεχνικών στις ποινικές δίκες στην Ευρώπη και διεθνώς[12], το σίγουρο είναι ότι η σχετική συζήτηση προβάλλεται ως αναγκαία και επιτακτική.
Βιβλιογραφία
Farahany, N. A. (2016). Neuroscience and behavioral genetics in US criminal law: an empirical analysis. Journal of Law and the Biosciences, lsv059.
Greene J, Cohen J. For the law, neuroscience changes nothing and everything. Philos Trans R Soc Lond B Biol Sci2004;359(1451):1775—85
Kulynych, J. (1997). Psychiatric neuroimaging evidence: A high-tech crystal ball?. Stanford Law Review, 1249-1270.
McCabe, D. P., & Castel, A. D. (2008). Seeing is believing: The effect of brain images on judgments of scientific reasoning. Cognition, 107(1), 343-352
Morse S. Avoiding irrational neurolaw exuberance: a plea forneuromodesty. Law Innov Technol 2011;3(2):209—28.
Simpson J.R. (2012). Neuroimaging in forensic psychiatry: from the clinic to the courtroom. Chichester, West Sussex, England: Wiley – Blackwell.
Νομολογία
- i.p. di Como, 20.05.2011, in Guida al diritto (on line), 30 agosto 2011.
- Tribunale di Venezia, G.i.p. dott.ssa Roberta Marchiori, 24 gennaio-8 aprile 2013, sent. n. 296.
- ECLI:NL:RBZUT:2007:BB7529 Zupthen
- People v. Protsman, 105 Cal. Rptr. 2d 819, 88 Cal. App. 4th 509 (Ct. App. 2001).
- Hoskins v. State, 702 So. 2d 202 (Fla. 1997).
- People v. Weinstein, 156 Misc. 2d 34, 591 N.Y.S.2d 715 (Sup. Ct. 1992).
- Ronald Hill v The Queen Court of Appeal (Criminal Division)[2008] EWCA Crim 76, 2008 WL 45696.
[1] People v. Weinstein, 156 Misc. 2d 34, 591 N.Y.S.2d 715 (Sup. Ct. 1992).
People v. Protsman, 105 Cal. Rptr. 2d 819, 88 Cal. App. 4th 509 (Ct. App. 2001).
Hoskins v. State, 702 So. 2d 202 (Fla. 1997).
[2] Ronald Hill v The Queen Court of Appeal (Criminal Division)[2008] EWCA Crim 76, 2008 WL 45696
[3] Tribunale di Venezia, G.i.p. dott.ssa Roberta Marchiori, 24 gennaio-8 aprile 2013, sent. n. 296.
[4] ECLI:NL:RBZUT:2007:BB7529 Zupthen
[5] Loi n° 2011-814 du 7 juillet 2011 relative à la bioéthique, art 16-14
[6] Simpson J.R. (2012). Neuroimaging in forensic psychiatry: from the clinic to the courtroom. Chichester, West Sussex, England: Wiley – Blackwell.
[7] G.i.p. di Como, 20.05.2011, in Guida al diritto (on line), 30 agosto 2011
[8] το γονίδιο ΜΑΟΑ έχει χαρακτηρισεί στον τύπο ως το «γονίδιο του πολεμιστή», καθώς έχει βρεθεί ότι χαμηλή έκφρασή του σε συνδυασμό με περιβάλλον κακοποίησης καθιστά τον φορέα του πιο ευάλωτο ως προς την εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς.
[9] McCabe, D. P., & Castel, A. D. (2008). Seeing is believing: The effect of brain images on judgments of scientific reasoning. Cognition, 107(1), 343-352
Kulynych, J. (1997). Psychiatric neuroimaging evidence: A high-tech crystal ball?. Stanford Law Review, 1249-1270.
[10]Greene J, Cohen J. For the law, neuroscience changes nothing and everything. Philos Trans R Soc Lond B Biol Sci2004;359(1451):1775—85
[11] Morse S. Avoiding irrational neurolaw exuberance: a plea forneuromodesty. Law Innov Technol 2011;3(2):209—28.
[12] Farahany, N. A. (2016). Neuroscience and behavioral genetics in US criminal law: an empirical analysis. Journal of Law and the Biosciences, lsv059.