Melancholy, Edvard Munch, 1893. 86 × 129 cm
Ο Γ.Δ., τις προηγούμενες δεκαετίες, βρέθηκε έγκλειστος τόσο στις νορβηγικές όσο και στις ελληνικές φυλακές. Το “The Art of Crime” τον συνάντησε και επιχειρεί να μεταφέρει τη γλαφυρή μαρτυρία του, αναφορικά με όσα διαφοροποιούν τα δύο συστήματα.
Οι διαφορές ξεκινούν από το δικαστήριο ακόμα. Στη Νορβηγία την ημέρα που δικάστηκες ξέρεις ακριβώς πόσο θα μείνεις στη φυλακή. Στην Ελλάδα αυτό δεν ισχύει· αυτό που ορίζει την ποινή σου στην πραγματικότητα δεν είναι το πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά το πότε θα σου βγει το εφετείο. Το μόνο που σε ενδιαφέρει στο πρωτόδικο είναι μην και φας ισόβια, αν τη γλίτωσες από εκεί δεν έχει και πολλή σημασία η ποινή σου. Κι αυτό γιατί θα είσαι μέσα μέχρι το εφετείο, που βγαίνει στα τέσσερα με πέντε χρόνια. Να στο πω με παράδειγμα: Αν είχες ποινή δεκαπέντε χρόνια στο πρωτόδικο και στο εφετείο στο έκαναν πέντε, πάλι πέντε θα κάτσεις γιατί δεν θα σου έχει βγει το εφετείο νωρίτερα. Αλλά κι αν έχεις φάει δεκαεννιά χρόνια στο πρωτόδικο και στο εφετείο στο έκαναν δεκαπέντε, πάλι πέντε θα κάτσεις: γιατί θα είναι πέντε χρόνια που είσαι μέσα και περίπου τέσσερα τα μεροκάματα μας κάνει εννιά χρόνια, το εννιά είναι τα 3/5 από τα δεκαπέντε, βγήκες! Έτσι, την ποινή που θα εκτίσεις στην πραγματικότητα τη μαθαίνεις στην Ελλάδα όταν φύγεις από την αίθουσα του εφετείου, συνδυαστικά με το αν έχεις μπει στα μεροκάματα.
Η εργασία μέσα στη φυλακή υπάρχει και στη Νορβηγία αλλά όχι ευεργετικά. Δηλαδή δουλεύεις και πληρώνεσαι για αυτό που δουλεύεις. Έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, αν και στην ουσία, αν δεν θες να δουλέψεις δεν δουλεύεις. Έτσι όμως χάνεις πολλά προνόμια και φυσικά δεν μπορείς να αγοράσεις πράγματα. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί εδώ υπάρχει μία μεγάλη διαφορά με την Ελλάδα. Στη Νορβηγία, τα χρήματα που έχεις στον λογαριασμό σου τα έχεις για να τα διακινείς, αν θέλεις, εκτός φυλακής. Μπορείς από εκεί να πληρώνεις το ενοίκιό σου, να δίνεις στη γυναίκα ή τους φίλους σου έξω, στην επιχείρησή σου. Αλλά εσύ για δική σου χρήση από αυτά τα λεφτά, μέσα στη φυλακή δεν μπορείς να πάρεις ούτε ένα παγωτό. Για να πάρεις κάτι μέσα, πρέπει να δουλέψεις και να είναι χρήματα που έχεις κερδίσει με την εργασία σου στη φυλακή. Και το ποσό που παίρνεις μη φανταστείς ότι είναι κάποιο μεγάλο. Όταν εγώ ήμουνα φυλακή παλιά στη Νορβηγία, έτυχε και ήμουν μαζί με κάποιον που ήταν μέσα για οικονομικό σκάνδαλο, ο οποίος είχε τρελά λεφτά έξω. Δουλεύαμε και οι δυο. Και πληρωνόμασταν και οι δύο. Από όλη τη δουλειά της εβδομάδας μπορούσαμε να αγοράσουμε με όλα μας τα λεφτά περίπου στους 2,5 καπνούς. Έλα μου όμως που ήμασταν δυνατοί καπνιστές και οι δύο και δεν μας φτάνανε. Και έχουμε φτάσει στο σημείο να μαζεύουμε γόπες, για να μαζέψουμε τον λίγο καπνό που έχει μέσα, να τη βγάλουμε την τελευταία μέρα μέχρι να μπορέσουμε να ξαναγοράσουμε. Στην Ελλάδα αυτό δεν θα μπορούσε να το φανταστεί κανείς, να μαζεύει ένας τέτοιος κρατούμενος γόπες από το πάτωμα. Ε, στη Νορβηγία γινόταν, τουλάχιστον τότε, φαντάζομαι ότι και τώρα το ίδιο είναι το σύστημα.
Στην Ελλάδα θα έπρεπε να πληρώνεσαι για την εργασία στη φυλακή, άσχετο που δεν πληρώνεται σχεδόν κανείς. Και φυσικά, αν δεν έχεις λεφτά στη φυλακή «πέθανες». Θα έχεις μόνο τα απαραίτητα: το φαγητό σου και χαρτί υγείας, οδοντόκρεμα, οδοντόβουρτσα, μπορεί κανένα πακετάκι τσιγάρα, άντε και καμία κάρτα τηλεφωνική τη βδομάδα ή στις δύο από την κοινωνική υπηρεσία. Πιο πολλά θα πάρεις από την αλληλεγγύη των συγκρατουμένων σου, παρά από εκεί. Κατά τα άλλα, αν κάτι επιθυμήσεις, δεν θα μπορέσεις ποτέ να το αγοράσεις. Ένας βέβαια που έχει χρήματα, στη φυλακή στην Ελλάδα μπορεί να παραγγείλει ό,τι γουστάρει, στο πλαίσιο του νόμου βέβαια. Κάνει ότι θέλει, δεν έχει όριο. Στην ουσία μόνο μπύρες και κρασί δεν μπορεί να φέρει, και αιχμηρά αντικείμενα. Αλλά μπορεί να έχει όσα αναψυκτικά, όποια φαγητά θέλει κάθε μέρα. Δεκαπέντε παγωτά την ημέρα να ζητήσει, θα του τα φέρουν.
Τώρα, για τον χρόνο μέσα στη φυλακή, αν το δεις από καθαρά επιστημονική άποψη, όλοι θα σου πουν καλύτερα στις νορβηγικές φυλακές. Γιατί υπάρχει πρόσβαση στο ίντερνετ, βιβλιοθήκες, οργανωμένα γυμναστήρια και πάρα πολλά άλλα. Ειδικά σε δυνατές, μεγάλες ποινές, ο κρατούμενος έχει πρόσβαση σε όλα αυτά. Κατά τα άλλα, όμως, είναι μόνος του, στο κελί του, κλειδωμένος με τις σκέψεις του. Στη Νορβηγία, εγώ τουλάχιστον δεν ήρθα κοντά με κανέναν. Αυτό όμως δεν συμβαίνει μόνο μέσα, έτσι είναι και έξω. Στην Ελλάδα, η αλήθεια είναι ότι παραβιάζονται τα δικαιώματα του κρατούμενου, ο χώρος για παράδειγμα είναι πολύ πιο μικρός απ’ ότι λέει ο νόμος. Ναι, αλλά στην Ελλάδα είναι το κελί ανοιχτό με τις ώρες, υπάρχει επικοινωνία με τους άλλους κρατούμενους. Αυτό μπορεί να είναι αρνητικό για την κοινωνία, γιατί αυτή η επικοινωνία σημαίνει ότι ο κρατούμενος θα πάρει γνώσεις -όπως θέλει ο καθένας το καταλαβαίνει- αλλά το σημαντικό για τον άνθρωπο είναι ότι έχει επαφή, δεν αισθάνεται μόνος του. Εγώ προσωπικά ένιωθα ότι περνάω καλά, γιατί θα δω τους φίλους μου, θα κουτσομπολέψουμε, θα πιούμε καφεδάκι. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Αλλά επιστημονικά πιστεύω ότι είναι πιο σωστό το νορβηγικό μοντέλο.
Ο φύλακας, ας πούμε, ναι μεν θα σε σεβαστεί περισσότερο στη Νορβηγία, δεν θα σε βρίσει ποτέ, αλλά νιώθεις ότι σε μισεί. Άλλο το πώς συμπεριφέρεται, γιατί κάνει τα πάντα βήμα-βήμα όπως τον μάθανε. Γιατί; Γιατί αυτός που έγινε φύλακας στη Νορβηγία, το έχει από μικρός όνειρο να γίνει φύλακας. Να βάζει ανθρώπους μέσα, να τους κλειδώνει. Κάποια στιγμή στη ζωή του επέλεξε να γίνει φύλακας, οπότε εκ των πραγμάτων δεν είναι στα καλά του. Ο Έλληνας όμως που έχει γίνει φύλακας, είναι γιατί εκεί τον πήρανε. Άμα τον παίρνανε στην πυροσβεστική, θα πήγαινε να γίνει πυροσβέστης, μεροκάματο έψαχνε. Οπότε αν τον έχει στραβώσει το σύστημα, τον στράβωσε κάπου στην πορεία. Με αυτόν θα κάνεις και διαπροσωπικές σχέσεις, θα σε συμπαθήσει ή θα σε αντιπαθήσει όπως θα γινόταν και έξω. Και ότι είδους διαπληκτισμό θα έχετε, θα είναι γιατί συγκρούονται τα συμφέροντά σας: εσύ σαν κρατούμενος γιατί θα θες αυτό, κι εκείνος σαν υπάλληλος γιατί θα πρέπει να ικανοποιήσει τους ανώτερούς του. Και όντως, δηλαδή, εγώ που έκατσα αρκετό διάστημα μέσα, έχω κάνει πραγματικούς φίλους και κρατούμενους και φύλακες.
Τέλος, αλλά και το πιο σημαντικό, στην Ελλάδα είναι πάρα πολλά αυτά που με χίλιους δυο τρόπους κρατάνε όμηρο τον κρατούμενο: εκδικητικές μεταγωγές, αναιτιολόγητο κόψιμο αδειών, αγωνία για να μπει κάποιος και να παραμείνει στα μεροκάματα και πόσα άλλα. Όλα αυτά δεν μπορεί να τα συγκρίνει κανείς με τη Νορβηγία, εκεί ρυθμίζονται απευθείας με νόμους που τηρούνται, δεν βγαίνει ένα συμπέρασμα από το πουθενά. Αυτό θα μπορούσε να αντιγράψει η Ελλάδα από τη Νορβηγία, τη συνέπεια στον νόμο, δηλαδή ως κρατούμενος να ξέρεις ποια είναι η ποινή σου, πού και πώς θα την εκτίσεις. Αυτή η άγνοια επί της ποινής και επί της έκτισης είναι «τραύμα» για τον κρατούμενο στην Ελλάδα. Η Νορβηγία αντίστοιχα, δεν έχει τίποτα να αντιγράψει από την Ελλάδα. Αυτά που έχει να αντιγράψει, δεν μπορεί να τα αντιγράψει γιατί δεν είναι μέρη του κρατικού μηχανισμού. Είναι η αλληλεγγύη των ανθρώπων, είναι ο ανθρώπινος παράγοντας. Αυτά δεν αντιγράφονται με νομοθετήματα.