Η αξία των Ευρωπαϊκών Κανόνων περί Κοινοτικών Κυρώσεων και Μέτρων (ΚΚΜ)
Τα τελευταία τριάντα χρόνια, στην Ευρώπη και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, το ερώτημα που απασχολεί σωφρονιστικά ιδρύματα και φορείς κοινωνικής αρωγής είναι «τι αποδίδει;». Πρόκειται για μια απόπειρα να βρεθεί ποια καθεστώτα, ποιες μέθοδοι και ποια προγράμματα επιτυγχάνουν να μειώσουν την υποτροπή(ή, ακριβέστερα, τα ποσοστά νέας καταδίκης). Η αφετηρία του Συμβουλίου της Ευρώπης, ωστόσο, είναι διαφορετική. Η αποτελεσματικότητα έχει σημασία (φυσικά), αλλά οι ποινικές πολιτικές και πρακτικές πρέπει να σέβονται και να προάγουν τα ανθρώπινα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση.
Ο Τζον Ρωλς, ένας από τους σημαντικότερους φιλόσοφους του εικοστού αιώνα, έγραψε:
Η δικαιοσύνη είναι η πρώτη αρετή των κοινωνικών θεσμών, όπως και η αλήθεια είναι η πρώτη αρετή των συστημάτων σκέψης. Μια θεωρία, όσο καλά επεξεργασμένη και περιεκτική κι αν είναι, πρέπει να απορρίπτεται ή να αναθεωρείται αν είναι αναληθής· παρομοίως, οι νόμοι και οι θεσμοί, όσο αποτελεσματικοί και προσεγμένοι κι αν είναι, πρέπει να μεταρρυθμίζονται ή να καταργούνται αν είναι άδικοι.[1]
Με άλλα λόγια, το «τι είναι δίκαιο;» πρέπει να προηγείται του «τι αποδίδει;». Τα ανθρώπινα δικαιώματα ατόμων που κατηγορούνται ή καταδικάζονται για εγκλήματα είναι ιδιαιτέρως ευπαθή. Εδώ, η κρατική εξουσία αποκαλύπτεται και δείχνει την καταπιεστική δυναμική της, και η διεθνής ρύθμιση των ποινών αποκτά ολοένα μεγαλύτερη σημασία.[2] Ένα πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι δικαιώματα που κατοχυρώνονται σε συμβάσεις είναι διατυπωμένα αναπόφευκτα με πολύ γενικούς όρους. Το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, για παράδειγμα, ορίζει ότι «Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς». Επί της αρχής, κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει με αυτό, αλλά οι ακριβείς συνέπειες δεν είναι διόλου σαφείς. Προφανέστατα, η φυλάκιση επιφέρει πολλές κακουχίες, οδύνες, ταπεινώσεις και στερήσεις, και το όριο από το οποίο αυτές ισοδυναμούν με παραβίαση του Άρθρου 3 δεν είναι αυταπόδεικτο.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μπορεί να αναπτύξει τις ακριβείς συνέπειες της Σύμβασης θεσπίζοντας νομολογία, αλλά μπορεί να κρίνει μόνο προσφυγές που του έχουν υποβληθεί και οι οποίες συνήθως συνδέονται με εικαζόμενες παραβιάσεις, καταστρατηγήσεις και απώλειες ελευθεριών. Ενίοτε, επίσης, το Δικαστήριο κατακλύζεται από τον όγκο των υποθέσεων, και μολονότι έχουν εισαχθεί νέες διαδικασίες για να αντιμετωπιστούν οι «πάμπολλες εκκρεμότητες»,[3] οι καθυστερήσεις μπορούν ακόμα να είναι σοβαρές. Αν ο ακριβής καθορισμός για το τι συνεπάγονται στην πράξη ορισμένα δικαιώματα πρέπει να περιμένει τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, η αναμονή κινδυνεύει να είναι μακρά.
Εδώ ακριβώς η εργασία του Συμβουλίου της Ευρώπης μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη. Το Συμβούλιο Ποινολογικής Συνεργασίας (PC-CP-ΣΠΣ) προσπαθεί να επεξεργαστεί τις ακριβείς συνέπειες της Σύμβασης για τη φυλάκιση και για τις κοινοτικές κυρώσεις και τα κοινοτικά μέτρα, ώστε να διατυπώσει έπειτα Κανόνες. Η Επιτροπή αυτή απαρτίζεται από άτομα που εκλέγονται βάσει των ιδιοτήτων τους από τα 47 κράτη μέλη, ενώ συχνά επιλέγονται ειδικοί για να συνεισφέρουν με εμπεριστατωμένες εισηγήσεις σε συγκεκριμένα σχέδια. Τα περισσότερα μέλη της Επιτροπής έχουν πολύχρονη διοικητική εμπειρία και πείρα σε φυλακές και/ή υπηρεσίες κοινωνικής αρωγής, γεγονός που διασφαλίζει ότι η εργασία τους βασίζεται σταθερά στην πραγματικότητα της ποινικής πρακτικής. Η εμπειρία των μελών της Επιτροπής στις πρακτικές προκλήσεις όχι μόνο δίνει κύρος στις απόψεις τους, αλλά και εξασφαλίζει ότι δύσκολα και ειδικά ζητήματα αντιμετωπίζονται όπως αρμόζει. Κάποια από τα δικαιώματα των δραστών αφαιρούνται ή περιορίζονται σκοπίμως ή αναπόφευκτα με την ποινή του δικαστηρίου, αλλά το ΣΠΣ εξακριβώνει καταλεπτώς πώς, εντός αυτών των παραμέτρων, μπορούν να προστατεύονται και να ενισχύονται τα δικαιώματα. Έτσι, οι Κανόνες που προκύπτουν από τις εργασίες της Επιτροπής είναι και ρεαλιστικοί και βασίζονται σε συγκεκριμένες αρχές.
Τα κείμενα των Κανόνων και των Συστάσεων εγκρίνονται σε εύλογο χρονικό διάστημα και κατόπιν πρόσθετης προσεκτικής εξέτασης από την Επιτροπή Υπουργών (το σώμα λήψης αποφάσεων του Συμβουλίου)[4]. Η διαδικασία αυτή καθιστά τους Κανόνες «κτήμα» των Κρατών-μελών, κάτι που προσδίδει σ’ αυτούς σημαντικό κύρος. Αυτοί δεν είναι νομικά δεσμευτικοί, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παραπέμπει στις αποφάσεις του τους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες. Οι προσφυγές μπορεί να απαιτούν από το Δικαστήριο να εξετάσει ποιος είναι ο σκοπός και ο χαρακτήρας της φυλάκισης, για παράδειγμα, και το Δικαστήριο μπορεί να καταφύγει στο σκεπτικό και στα συμπεράσματα του Συμβουλίου για να λάβει τις αποφάσεις του.
Κατά βάση, αυτά τα σύνολα Κανόνων περιλαμβάνουν σχετικά λεπτομερή και συγκεκριμένη επεξεργασία των ελευθεριών –και συχνά των αξιώσεων[5]– που κατοχυρώνει η Σύμβαση. Με αυτόν τον τρόπο, οι Κανόνες μπορούν να ανταποκρίνονται στους δυνητικούς περιορισμούς της αποστασιοποιημένης και αφηρημένης διατύπωσης, διακριβώνοντας τι θα πει στη αποσαφηνίζοντας τι ακριβώς σημαίνει στην πράξη σεβασμός των δικαιωμάτων των δραστών, των θυμάτων, του προσωπικού της ποινικής δικαιοσύνης και της κοινότητας, και πώς επιλύονται οι συγκρούσεις δικαιωμάτων με τρόπο βασισμένο σε συγκεκριμένες αρχές. Τα δικαιώματα μπορούν τότε να γίνουν η αφετηρία και το επίκεντρο των ακολουθούμενων πολιτικών. Αν οι ακολουθούμενες πολιτικές δεν εδράζονται σε αυτό το θεμέλιο, είναι σοβαρός ο κίνδυνος τα δικαιώματα να καταλήξουν να θεωρούνται περιθωριακά ή, ακόμα χειρότερα, εμπόδια στην αποτελεσματικότητα ή στην αποδοτικότητα. Ωστόσο, όπως έχει τονίσει ο David Garland,
… η επιδίωξη αξιών όπως η δικαιοσύνη, η ανεκτικότητα, η αξιοπρέπεια, η ανθρωπιά και ο εκπολιτισμός πρέπει να θεωρείται κομμάτι της αυτοσυνείδησης κάθε ποινικού θεσμού, εγγενής και συστατική όψη του ρόλου του, και όχι εκτροπή από τους «πραγματικούς» στόχους ή παρεμπόδιση της ικανότητάς του να είναι «αποτελεσματικός».[6]
Οι πρακτικές του ποινικού κολασμού πρέπει να μεριμνούν για πολύ περισσότερα απ’ ό,τι η αποτελεσματική εφαρμογή των ποινών που επιβάλλονται από τα δικαστήρια. Οι Κανόνες φιλοδοξούν να διασφαλίσουν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα θα πάψουν να θεωρούνται εμπόδια που ματαιώνουν τους τιμωρητικούς και σωφρονιστικούς σκοπούς και θα γίνουν το θεμέλιο και η πηγή έμπνευσης των εφαρμοζόμενων πολιτικών και πρακτικών.
Η θέσπιση των Κανόνων
Το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει αποφανθεί από καιρό ότι τα δικαιώματα των ανθρώπων που βρίσκονται σε φυλακές και σε άλλους τόπους κράτησης είναι ιδιαιτέρως επισφαλή. Η θέσπιση Κανόνων για τη ρύθμιση των συνθηκών φυλάκισης θεωρήθηκε έτσι εξαιρετικά σημαντική. Το Συμβούλιο έλαβε ως βάση για την αρχική του Σύσταση, το 1973, τους Στοιχειώδεις Κανόνες του Ο.Η.Ε. για τη Μεταχείριση των Κρατουμένων.[7] Αυτοί οι Ευρωπαϊκοί Σωφρονιστικοί Κανόνες αναθεωρήθηκαν το 1987 και ξανά το 2006 ως Σύσταση Rec (2006) 2.[8]
Το προοίμιο των Σωφρονιστικών Κανόνων δηλώνει ότι «κανείς δεν θα στερείται την ελευθερία του, ει μη μόνο ως έσχατο μέτρο». Η αρχή αυτή αναγνωρίζει την εγγενή απειλή υποβιβασμού και προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που συνιστά ο εγκλεισμός, καθώς και την αθλιότητα και τη σκληρότητα πάμπολλων φυλακών ανά την ήπειρο. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο έχει προτάξει τη χρήση κοινοτικών κυρώσεων και μέτρων (CSM-ΚΚΜ) που μπορούν να εκπληρώσουν τους νόμιμους ποινικούς στόχους εξίσου καλά με –και συνήθως πολύ καλύτερα από– τη φυλάκιση. Ο όρος εναλλακτικός της κράτησης, παρεμπιπτόντως, προτιμάται να αποφεύγεται: η έκφραση αυτή όχι μόνο υπεραπλουστεύει την περίπλοκη σχέση μεταξύ φυλακής και ΚΚΜ, όπως θα δούμε αργότερα στο παρόν κείμενο, αλλά και μοιάζει να αποδέχεται τη φυλακή ως γνώμονα βάσει του οποίου πρέπει να αποτιμούνται οι άλλες κυρώσεις. Αν, ωστόσο, το ζητούμενο είναι να κερδίσουν οι ΚΚΜ την εμπιστοσύνη των δικαστών και του κοινού, και να συμβάλουν στη μείωση της καταφυγής στη φυλάκιση, οι αρχές που διέπουν την εφαρμογή τους πρέπει να γίνουν σαφείς. Επιπλέον, οι ΚΚΜ προβλέπουν για τους ανθρώπους απαιτήσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν περιορισμούς της ελευθερίας τους – υποχρεώνοντάς τους, για παράδειγμα, να παρευρίσκονται σε συγκεκριμένα μέρη για επίβλεψη, να συμμετέχουν σε συγκεκριμένες δραστηριότητες (λ.χ., προγράμματα για [τον έλεγχο] εγκληματική[ς] συμπεριφορά[ς]), περιστέλλοντας τις κινήσεις τους (απαγόρευση πρόσβασης σε καθορισμένες περιοχές), περιορίζοντάς τους στις κατοικίες τους σε δεδομένες ώρες της ημέρας (απαγορεύσεις κυκλοφορίας) ή υποχρεώνοντάς τους να εργάζονται αμισθί (κοινωφελής εργασία).[9] Όλα αυτά εγείρουν ζητήματα δικαιωμάτων.
Εμπνευσμένη εν μέρει από τους Στοιχειώδεις Κανόνες του Ο.Η.Ε. για Μη Στερητικά της Ελευθερίας Μέτρα (Κανόνες του Τόκιο),[10] η Σύσταση R (92) 16 σχετικά με τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες περί Κοινοτικών Κυρώσεων και Μέτρων εγκρίθηκε από την Επιτροπή Υπουργών τον Οκτώβριο του 1992. Οι Κανόνες συνοδεύονταν από ένα Εξηγητικό Υπόμνημα ή Σχολιασμό. Αν και το κείμενο αυτό δεν έχει την επισημότητα των Κανόνων, αναπτύσσει το σκεπτικό του κάθε κανόνα και μπορεί να παράσχει πολύτιμες λεπτομέρειες σε χώρες που επιχειρούν να εφαρμόσουν τη Σύσταση. Οκτώ χρόνια αργότερα, εγκρίθηκε άλλη μία σύσταση, η Σύσταση Rec (2000) 22 σχετικά με τη βελτίωση της εφαρμογής των Ευρωπαϊκών Κανόνων περί Κοινοτικών Κυρώσεων και Μέτρων. Αυτή επέφερε μόνο μία επίσημη τροποποίηση των Κανόνων του 1992,[11] αξιοποιήθηκε όμως η ευκαιρία για να διατυπωθούν, σε ένα εκτενές Παράρτημα, περαιτέρω ρυθμίσεις και οδηγίες, πλαισιωμένες και πάλι με Σχολιασμό. Είναι ενδιαφέρον ότι η επίσημη τροποποίηση ελέχθη ότι εισήχθη διότι τουλάχιστον τέσσερα κράτη μέλη δεν είχαν καταφέρει να εφαρμόσουν τον αρχικό κανόνα. Τα κείμενα αναφέρονται επίσης στα ευρήματα μιας έρευνας για να διαπιστωθεί πώς είχαν προσπαθήσει τα κράτη να εφαρμόσουν τους Κανόνες. Η αναφορά αυτών των εμπειριών αποτελεί κρίσιμο στοιχείο στη διαδικασία της ανάπτυξης των Κανόνων (βλ. παρακάτω).
Τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, καθώς τα είδη των ΚΚΜ αυξάνονταν και η χρήση τους διευρυνόταν, και ενώ ο αριθμός των κρατουμένων στις φυλακές σε πολλές χώρες επίσης αυξανόταν, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι οι Κανόνες χρειάζονταν διεξοδική αναθεώρηση, και ανέθεσε στο ΣΠΣ να αναλάβει το έργο αυτό. Ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου επελέγη ως ειδικός σύμβουλος του ΣΠΣ. Καθήκον μου ήταν να συντάξω διαδοχικά προσχέδια ενός συνόλου Κανόνων που μετά θα συζητιόνταν σε συνεδριάσεις του ΣΠΣ στο Στρασβούργο. Το κείμενο ανασυντάχθηκε σταδιακά υπό την καθοδήγηση της Επιτροπής. Το μεγαλύτερο μέρος των συζητήσεων διεξάχθηκε στην Επιτροπή, αναγνωρίστηκε όμως ότι οι πρακτικές εμπειρίες των κρατών μελών θα αποτελούσαν πολύτιμη συμβολή. Με τη συνδρομή της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής (CEP-ΕΣΕΚΑ), οι σκέψεις των κρατών μελών καταγράφηκαν και, ως μέρος της διαδικασίας σύνταξης, διεξάχθηκε ένα συνέδριο στο Ζάανταμ της Ολλανδίας, όπου δόθηκε στους συμμετέχοντες η ευκαιρία να σχολιάσουν το προσχέδιο και να συνεισφέρουν στη βελτίωσή του. Άπαξ και συμφωνήθηκαν, οι Κανόνες αυτοί παρουσιάστηκαν ως προσχέδιο Σύστασης που υποβλήθηκε πρώτα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Εγκληματολογικών Προβλημάτων (CD-PC-ΕΕΕΠ) και εν ευθέτω χρόνω προτάθηκε στην Επιτροπή Υπουργών για να εγκριθεί επισήμως.[12]
Το πόσο σώφρον ήταν να παραγγελθεί από το Συμβούλιο μια πλήρης αναθεώρηση έγινε αμέσως φανερό με το που ξεκίνησε η εργασία αυτή. Το κείμενο του 2000 για τη βελτίωση της εφαρμογής δεν είχε αντικαταστήσει την αρχική Σύσταση του 1992, ούτε υπήρχε άλλωστε τέτοια πρόθεση. Πέρα όμως από τη μία και μοναδική επίσημη τροποποίηση, πολλοί τομείς αναθεωρήθηκαν και εισήχθη επίσης νέο υλικό. Συνέπεια αυτών ήταν να συγκροτηθούν δύο σύνολα Κανόνων, που κάλυπταν εν πολλοίς το ίδιο πεδίο, αλλά με διαφορετική αρίθμηση και συχνά με διαφορετική έμφαση. Για να γίνει κατανοητό το νόημα των Κανόνων, έπρεπε να γίνεται επίσης αναφορά στους δύο Σχολιασμούς, με αποτέλεσμα η μελέτη των Κανόνων να χρειάζεται μια προσπάθεια συνδυασμού τεσσάρων εγγράφων. Το νέο κείμενο, όπως δήλωνε το προοίμιό του, προοριζόταν να αντικαταστήσει και τις δύο αυτές προγενέστερες Συστάσεις.[13]
Με την έναρξη των συζητήσεων στην Επιτροπή, ένα σημαντικό πρώτο ζητούμενο ήταν να επαναληφθεί η αρχή που δηλώνεται στους Κανόνες Κοινωνικής Αρωγής, ότι οι Κανόνες ΚΚΜ προορίζονται να εφαρμόζονται σε κάθε οργανισμό ο οποίος παρέχει κάποιες από τις σχετικές υπηρεσίες ή το σύνολό τους. Σε κάποιες χώρες, για παράδειγμα, αυτό δεν το αναλαμβάνει μια «υπηρεσία κοινωνικής αρωγής», αλλά οι τοπικές αρχές ή κάποιος άλλος φορέας. Υπάρχουν επίσης χώρες (όπως η Αγγλία και Ουαλία) που επιδιώκουν να εμπλέκουν στην παροχή αυτών των υπηρεσιών άλλους οργανισμούς, είτε ανεξάρτητους/ ΜΚΟ είτε του ιδιωτικού τομέα. Η Επιτροπή ήθελε να τονίσει ότι οι Κανόνες πρέπει να εφαρμόζονται από κάθε εμπλεκόμενο φορέα: το κράτος δεν πρέπει να απεκδύεται των ευθυνών του σε ό,τι αφορά τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν αναθέτει αυτό το έργο σε έναν οργανισμό που μπορεί να αξιώσει έπειτα ανεξαρτησία από το κράτος και να επιχειρήσει να υποστηρίξει ότι το έργο του δεν διεπόταν εξαρχής από αυτούς τους Κανόνες.
Όπως συμβαίνει πάντα στη θέσπιση διεθνών κανόνων, υπήρξαν δυσκολίες στην ορολογία και στη μετάφραση. Κάποιοι τεχνικοί όροι μπορούν να εξηγηθούν σε ένα γλωσσάριο, αλλά (για παράδειγμα) οι λέξεις που δηλώνουν την κοινωνική αρωγή, την κοινωφελή εργασία, το προσωπικό και τους χρήστες των υπηρεσιών (αν τέτοιοι όροι είναι γνωστοί σε όλες τις γλώσσες) μπορούν να έχουν διαφορετικές συνδηλώσεις. Δεν πάνε πολλά χρόνια από τότε που στη δικαιοδοσία της Αγγλίας και Ουαλίας μόνο, παρά την κοινή γλώσσα, ξέσπασε έντονη αντιπαράθεση σχετικά με το αν τα άτομα υπό κοινοτική επίβλεψη έπρεπε να ονομάζονται δράστες,[14] πελάτες, επιτηρούμενοι, χρήστες των υπηρεσιών ή κάτι άλλο. Όλες αυτές οι συζητήσεις αφορούσαν νοηματικές συνδηλώσεις. Ο καθηγητής Martine Herzog-Evans έχει πραγματευθεί με οξυδέρκεια αυτά τα θέματα, και (με παραδείγματα που άπτονται ιδιαιτέρως της Σύστασης αυτής) ρωτά:
Μια δεδομένη λέξη, όπως ας πούμε η «κοινωνική αρωγή», που χρησιμοποιείται παντού, έχει την ίδια έννοια σε όλες τις γλώσσες; Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται στην κοινωνική αρωγή γίνονται αντιληπτές αρνητικά ή θετικά; Για παράδειγμα, η λέξη «community» δεν μπορεί να μεταφραστεί αυστηρά στα γαλλικά. Αφενός, η κυριολεκτική μετάφραση, «communauté», δεν έχει το ίδιο νόημα με το «community». Γι’ αυτό, μεταφράζεται καλύτερα ως «société» (κοινωνία) όταν αναφέρεται σε μια ομάδα ανθρώπων, και ως «milieu ouvert» (ανοιχτό περιβάλλον) όταν αναφέρεται σε κοινοτικές ποινές. Από την άλλη, το «communauté» μπορεί να έχει μάλλον αρνητική χροιά: η Γαλλία είναι μια δημοκρατία που οικοδομήθηκε στη βάση ενός ιδεώδους ενοποίησης και συγκεντρωτισμού. Έτσι, οι κοινότητες θεωρείται ότι συνιστούν απειλή για το έθνος ως ολότητα.[15]
Γενικότερα, όλες οι γλώσσες έχουν λέξεις και εκφράσεις με σημασίες και συνδηλώσεις που δεν μπορούν απλώς να μεταφραστούν με ένα εννοιολογικό ισοδύναμο σε άλλη γλώσσα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι λέξεις δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές από μη γηγενείς ομιλητές, αλλά ότι η πλήρης κατανόησή τους απαιτεί επαρκή αντίληψη των συμφραζομένων στα οποία χρησιμοποιούνται. Καθώς οι Κανόνες έπρεπε να μεταφραστούν στις εθνικές γλώσσες όλων των κρατών μελών, η Επιτροπή έπρεπε να προβλέψει και να αποτρέψει πιθανές παρανοήσεις τους.
Μια άλλη κεντρική πρόκληση ήταν να θεσπιστεί ένα σύνολο Κανόνων τους οποίους θα μπορούσαν να δεχτούν τα κράτη μέλη ως «δικούς τους», με τις διαφορετικές παραδόσεις και τις διαφορετικές νομικές και οργανωτικές διευθετήσεις τους. Οι Κανόνες προορίζονται να διέπουν τις εφαρμοζόμενες πολιτικές και πρακτικές, αν όμως δεν είναι αόριστοι, είναι πολύ πιθανό να θέτουν υπό αίρεση κάποιες εθνικές πρακτικές. Οι εθνικές διευθετήσεις και πρακτικές πρέπει να γίνονται σεβαστές, κάποιες πρακτικές όμως ίσως χρειαστεί να αλλάξουν προκειμένου να συμμορφωθούν με τα δεοντολογικά κριτήρια του Συμβουλίου. Μάλιστα, αυτό ακριβώς είναι το κύριο ζητούμενο των Κανόνων. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος αν οι Κανόνες απαιτούν αλλαγές τις οποίες δεν μπορούν να δεχτούν κάποιες χώρες, αυτοί απλώς να αγνοηθούν.
Οι Κανόνες περί ΚΚΜ
Η Επιτροπή Υπουργών ενέκρινε επίσημα τη Σύσταση CM/Rec (2017) 3 σχετικά με τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες περί Κοινοτικών Κυρώσεων και Μέτρων στις 22 Μαρτίου 2017.[16] Το κείμενο ήταν οργανωμένο ως εξής:
Κεφάλαιο I: Βασικές αρχές
Κεφάλαιο II: Νομικό πλαίσιο
Κεφάλαιο III: Κοινοτικές κυρώσεις και κοινοτικά μέτρα: Εφαρμογή και μέθοδοι
Κεφάλαιο IV: Κοινοτική συμμετοχή
Κεφάλαιο V: Συναίνεση, συνεργασία και καταναγκασμός
Κεφάλαιο VI: Μη συμμόρφωση και ανάκληση
Κεφάλαιο VII: Οργάνωση, προσωπικό και πόροι
Κεφάλαιο VIII: Διαδικασίες επιθεώρησης, παρακολούθησης και [υποβολής[ παραπόνων
Κεφάλαιο IX: Έρευνα, αξιολόγηση, εργασία με τα ΜΜΕ και το κοινό
Κεφάλαιο X: Αναθεώρηση των Κανόνων
Αντί για γλωσσάριο, η Σύσταση περιέχει (πολύ λίγους) «Ορισμούς» προς αποφυγή παρανοήσεων. Κατά τρόπο ασυνήθιστο, οι Κανόνες και το Εξηγητικό Υπόμνημα περιλαμβάνονται σε ένα ενιαίο κείμενο, με τον σχετικό σχολιασμό να γίνεται αμέσως μετά τον κάθε Κανόνα. Η οργάνωση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης. Κάποιοι θεώρησαν ότι αφού ο Σχολιασμός δεν έχει την επισημότητα των Κανόνων, τα κείμενα θα έπρεπε να μείνουν χωριστά, αλλά η ευκολία και η «φιλικότητα προς τον χρήστη» που θα εξασφάλιζε ένα ενιαίο έγγραφο υπερίσχυσαν αυτού του ενδοιασμού.
Στο παρόν άρθρο δεν θα γίνει απόπειρα να συζητηθεί ο κάθε Κανόνας ξεχωριστά, καθώς είναι όλοι εύκολα διαθέσιμοι σε όλες τις εθνικές γλώσσες των κρατών μελών. Αρκούν μόνο λίγα γενικά σχόλια.
Το Κεφάλαιο Ι συνιστά τη χρήση ΚΚΜ και τονίζει τις πολλές απόψεις από τις οποίες πρέπει να προτιμούνται έναντι της φυλάκισης. Συγχρόνως, αναγνωρίζεται ότι ενώ οι ΚΚΜ μπορούν να εστιάζουν στην επανένταξη, συχνά έχουν επίσης «καταναγκαστικό, απαγορευτικό, παρεμβατικό» χαρακτήρα. Αυτό εγείρει αμέσως ζητήματα σχετικά με επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα. Το Κεφάλαιο Ι υποστηρίζει γενικά τις ΚΚΜ, αλλά λαμβάνει υπόψη τις προκλήσεις που εμπεριέχει η εφαρμογή τους.
Το Κεφάλαιο IV είναι μια απόπειρα να καθοριστούν οι ευθύνες της κοινότητας. Το ιδιάζον χαρακτηριστικό των ΚΚΜ είναι ότι δεν στερούν την ελευθερία, αλλά το Κεφάλαιο IV καταπιάνεται με μια πληρέστερη συμβολή της κοινότητας και εμπλοκή στους κόλπους της. Με άλλα λόγια, «κοινότητα» πρέπει να σημαίνει περισσότερα από απλώς «εκτός φυλακής». Αυτό αντανακλά την πεποίθηση, την οποία υποστηρίζει εκτενώς η σχετική έρευνα,[17] ότι η αποχή από το έγκλημα[18] είναι πολύ πιθανότερο να επέλθει όπου τα άτομα μπορούν να απολαμβάνουν κοινωνική ένταξη και ισότιμη πρόσβαση στους πόρους της κοινωνίας των πολιτών. Ακόμα κι αν ο νόμος δεν εμποδίζει άμεσα την πρόσβαση σε υπηρεσίες και πόρους, ωστόσο κάποιοι εξ αυτών μπορεί να παραμένουν μη διαθέσιμοι στην πράξη λόγω των διακριτών αναγκών και των ιδιαιτεροτήτων των πρώην κρατουμένων (στην πιο πρόδηλη περίπτωση). Η κοινωνική αρωγή και οι φορείς της ενδέχεται να χρειαστεί να συνηγορούν υπέρ ατόμων με καταδίκες και να μεσολαβούν στις αρμόδιες υπηρεσίες, αναγνωρίζοντας ότι η κοινωνική ένταξη πρέπει να συνοδεύει τις αλλαγές στις στάσεις και στη συμπεριφορά πρώην δραστών, αν πρόκειται να επιτευχθεί η αποχή από το έγκλημα.
Τα Κεφάλαια V και VI καταπιάνονται με τα θεμελιώδη ζητήματα του καταναγκασμού και της συμμόρφωσης. Η πρόκληση να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση είναι ιδιάζον χαρακτηριστικό των κοινοτικών κυρώσεων και μέτρων: οι ΚΚΜ απαιτούν από τους ανθρώπους να κάνουν πράγματα –να είναι συνεπείς σε προγραμματισμένες συναντήσεις όπως τους ζητείται, να συμμετέχουν σε (ή να απέχουν από) δραστηριότητες, να εργάζονται– πράγματα τα οποία ίσως να μην επέλεγαν να κάνουν σε άλλη περίπτωση. Αυτό δημιουργεί την πιθανότητα μη συμμόρφωσης. Είναι αλήθεια ότι στις πιο φιλόδοξες εκδοχές της η φυλάκιση επιδιώκει να προκαλέσει τη συμμετοχή των κρατουμένων σε μια ενεργητική και αυτόβουλη προσπάθεια επανένταξης, αλλά ένας παθητικός ή αρνητικά διακείμενος κρατούμενος υφίσταται επίσης τιμωρία· αντιθέτως, μια κοινοτική ποινή που δεν επιβάλλεται δεν διαφέρει από την ατιμωρησία: ο δράστης «τη γλιτώνει». Στην προσπάθεια να αποδειχθεί η αξιοπιστία της ως μεθόδου τιμωρίας, γίνονται ενίοτε απόπειρες να τονιστεί το απαιτητικό περιεχόμενο της κοινοτικής ποινής. Όμως όλα αυτά βέβαια είναι ανούσια αν δεν επιβληθεί στην πράξη η ποινή. Αυτή είναι η πρόκληση της συμμόρφωσης: να διασφαλιστεί ότι οι δράστες θα τηρούν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τον νόμο και την απόφαση του δικαστηρίου. Η καλλιέργεια της συναίνεσης και πιο αποτελεσματική είναι και ισχυρότερη ένδειξη σεβασμού απ’ ό,τι η απειλή. Το Κεφάλαιο V τονίζει ότι, είτε απαιτείται επισήμως μια έκφραση συμμόρφωσης όταν επιβάλλεται μια ΚΚΜ είτε όχι, πρέπει πάντα να γίνονται προσπάθειες να επιτευχθεί πλήρης κατανόηση από μέρους των ατόμων που υφίστανται τις ΚΚΜ καθώς και η εν επιγνώσει συναίνεσή τους σε ό,τι λαμβάνει χώρα. Αυτό ίσως να μην είναι πάντα εφικτό, και σίγουρα υπάρχουν φορές που οι επιλογές των ατόμων μπορεί να παραμερίζονται από άλλους παράγοντες· ακόμα και τότε όμως πρέπει να δίνονται εξηγήσεις με τη δέουσα φροντίδα, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να βλέπουν ότι τα συμφέροντά τους ποτέ δεν αγνοούνται απλώς.
Όπως σε προηγούμενες εκδόσεις των Κανόνων, τα κεφάλαια αυτά τονίζουν ότι μια αθέτηση ή αποτυχία στη συμμόρφωση δεν πρέπει να οδηγεί αυτομάτως σε στερητική της ελευθερίας ποινή. Παρομοίως, σε κάποια συστήματα, άτομα που έχουν εκτίσει μια κοινοτική κύρωση μπορεί να χάνουν διά νόμου το δικαίωμα ή να θεωρούνται ακατάλληλα για άλλη ΚΚΜ, με αποτέλεσμα μια μελλοντική παράβαση να τους οδηγεί στη φυλακή. Οι Κανόνες προβλέπουν σχετικά ότι οι χώρες πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν θα υπάρχουν νομικά εμπόδια στη χρήση των ΚΚΜ από υπότροπους δράστες. Αυτό έχει εξαιρετική σημασία προκειμένου να μπορέσουν οι ΚΚΜ να συμβάλουν στη μείωση του αριθμού των κρατουμένων.
Υπάρχουν πολιτικά αιτήματα να είναι τιμωρητικά επαχθείς οι ΚΚΜ, με ολοένα περισσότερους όρους και προϋποθέσεις. Αυτό αυξάνει την πιθανότητα μη συμμόρφωσης.[19] Υπάρχουν επίσης εύλογες προσδοκίες επιβολής αυστηρών συνεπειών, ενώ οι δικαστές αισθάνονται μερικές φορές ότι η μη συμμόρφωση σημαίνει πως ο δράστης δεν εκμεταλλεύτηκε την τελευταία του ευκαιρία και πως η φυλακή πρέπει πλέον να θεωρηθεί αναπόφευκτη. Όλα αυτά εισάγουν τη δυνατότητα οι ΚΚΜ να τείνουν ακόμα και να αυξάνουν τον αριθμό των φυλακισμένων. Το ζήτημα αυτό είναι ιδιαιτέρως κρίσιμο για όσους αποφυλακίζονται πρόωρα με κάποια μορφή αναστολής. Ολοένα περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται στη φυλακή όχι λόγω των εγκλημάτων που έχουν διαπράξει ή έστω βάσει του κινδύνου που πιστεύεται ότι αποτελούν, αλλά επειδή η αναστολή τους ανακλήθηκε λόγω αδυναμίας τους να συμμορφωθούν με τις προδιαγραφές της επίβλεψης.[20]
Η εφαρμογή των Κανόνων
Ένα από τα κυριότερα καθήκοντα του Συμβουλίου είναι να ορίζει προδιαγραφές, και η ελπίδα ήταν πως τα υπουργεία Δικαιοσύνης, οι διοικούντες και οι επαγγελματίες σε φορείς κοινωνικής αρωγής και/ή όσοι βαρύνονται με την εφαρμογή των σχετικών πρακτικών θα μελετούσαν προσεκτικά τους Κανόνες. Θα μπορούσαν έπειτα να θεσπίσουν κάποιου είδους έλεγχο ώστε να διαπιστωθεί αν οι πρακτικές τους εναρμονίζονταν με τους Κανόνες, χρησιμοποιώντας ως σημείο αναφοράς τη Σύσταση. Αν γινόταν αυτό, οι πιθανές εκβάσεις θα ήταν τρεις:
1. Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές και πρακτικές εναρμονίζονται με τους Κανόνες.
Μια κομβική διάκριση που πρέπει να γίνει πάραυτα είναι αυτή ανάμεσα αφενός στον αντίκτυπο ή την επίδραση των Κανόνων και, αφετέρου, την εναρμόνιση με τους Κανόνες αυτούς και την τήρησή τους. Για παράδειγμα, μπορεί οι οργανισμοί, οι πολιτικές και οι πρακτικές μιας χώρας να συνάδουν κατ’ ουσίαν με τους Κανόνες, αλλά να μην έχουν επηρεαστεί από αυτούς: οι πρακτικές τους μπορεί να εφαρμόζονταν ήδη από πριν και να μην άλλαξαν λόγω των Κανόνων. Φαίνεται αρκετά πιθανό αυτό άλλωστε, το περιεχόμενο των Κανόνων ήταν αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων μιας Επιτροπής της οποίας τα μέλη είχαν μεγάλη πείρα στα ποινολογικά πράγματα. Όταν κατάρτισαν τους Κανόνες, βασίστηκαν στην εμπειρία από τους δικούς τους φορείς και στις δικές τους αντιλήψεις περί καλών πρακτικών. Ωστόσο, είτε εισήχθηκαν νέες προδιαγραφές είτε απλώς επιβεβαιώθηκαν υπάρχουσες καλές πρακτικές, το έργο της αξιολόγησης όσων συμβαίνουν ήδη με μέτρο σύγκρισης τους Κανόνες θα ήταν διδακτική και θα άξιζε τον κόπο.
2. Η πρακτική μπορεί να υπολείπεται των Κανόνων και ενδέχεται να χρειάζονται προσπάθειες για άνοδο του επιπέδου.
Σε αυτή την περίπτωση, οι Κανόνες θα ήταν κίνητρο για καλύτερες πολιτικές και πρακτικές. Επ’ ουδενί δεν έχουν όλα τα κράτη μέλη εμπεδωμένες υπηρεσίες και παραδόσεις ΚΚΜ, και, από αυτά που έχουν, κάποια είναι νέα και αναπτυσσόμενα. Οι Κανόνες έχουν αξία εδώ για να καθοδηγήσουν τον στρατηγικό σχεδιασμό και την εφαρμογή. Το Εξηγητικό Υπόμνημα είναι χρήσιμο εφόδιο, καθώς εξηγεί το σκεπτικό του κάθε κανόνα και συχνά παρέχει κατατοπιστικές λεπτομέρειες.
3. Η πρακτική μπορεί να είναι καλύτερη από τους Κανόνες και/ή να υποβάλει σε δοκιμασία τους Κανόνες.
Αυτή η τρίτη δυνατότητα είναι από κάποιες απόψεις ή πιο ενδιαφέρουσα απ’ όλες. Είναι απολύτως δυνατόν η πρακτική σε κάποια μέρη να υπερβαίνει τις απαιτήσεις των Κανόνων. Και πάλι, ακόμα και σε μια Επιτροπή με τόσο μακρά και πλούσια εμπειρία, η διαβούλευση είναι σχετικά θεωρητική και αφηρημένη: η δοκιμασία για τους Κανόνες έγκειται στο αν μπορούν να γίνουν πράξη. Συγχρόνως, η εφαρμογή θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει συνέπειες που δεν προβλέφθηκαν από το Συμβούλιο, και κάποιες από αυτές ίσως να είναι ανεπιθύμητες.
Αυτό το είδος ελέγχου, λοιπόν, και οι ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν ως απάντηση στα ευρήματα ήταν η πρώτη προσδοκία του Συμβουλίου. Ίσως όμως να υπάρχουν κι άλλοι πιθανοί τομείς συμβολής των Κανόνων. Όπως είδαμε, οι Ευρωπαϊκοί Σωφρονιστικοί Κανόνες προορίζονται να διέπουν και να ρυθμίζουν τη χρήση της φυλάκισης σε όλα τα κράτη μέλη. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τους έχει επικαλεστεί σε αποφάσεις του. Για παράδειγμα, στην υπόθεση Dickson κατά Ηνωμένου Βασιλείου, το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί για τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι τα δικαιώματά του –και ιδίως τα δικαιώματα της συντρόφου του– στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (Άρθρο 8) είχαν παραβιαστεί.[21] Οι κρατούμενοι που εκτίουν την ποινή τους δεν μπορούν να απολαμβάνουν το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή όπως όλοι οι άλλοι, αυτό όμως δεν πρέπει να σημαίνει ότι τα δικαιώματα των ίδιων ή των συντρόφων τους μπορούν απλώς να αγνοούνται. Αποφασίζοντας υπέρ του Dickson, το Δικαστήριο επικαλέστηκε την έμφαση των Ευρωπαϊκών Σωφρονιστικών Κανόνων στην επανένταξη και την αποκατάσταση.[22] Αν και με καμία έννοια δεν δεσμευόταν νομικά από τους Κανόνες, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το Συμβούλιο είχε σκεφτεί διεξοδικά τις βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν τις πρακτικές φυλάκισης, οι δε Κανόνες μπορούσαν να συγκαταλεχθούν στις πηγές που θα το βοηθούσαν να αποφασίσει.
Εξ όσων γνωρίζω, οι ΚΚΜ δεν έχουν (ή δεν έχουν ακόμα) χρησιμοποιηθεί παρομοίως, επί της αρχής όμως είναι ένας τρόπος αυτός με τον οποίο η Σύσταση μπορεί να ασκήσει εν τέλει επίδραση. Τα δικαιώματα όσων υφίστανται κοινοτικές κυρώσεις και κοινοτικά μέτρα είναι λιγότερο ευάλωτα απ’ ό,τι των κρατουμένων, δεν παύουν όμως να υπάρχουν δικαιώματα που χρήζουν υπεράσπισης και προαγωγής. Στους τομείς όπου χρειάζεται επαγρύπνηση συγκαταλέγεται και το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Οι ΚΚΜ μπορούν να επηρεάζουν όχι μόνο όσους τις υφίστανται, αλλά και τις οικογένειες και τα φιλικά τους πρόσωπα, των οποίων τα αντίστοιχα δικαιώματα πρέπει να περιφρουρούνται. Σε θέματα δημοσιοποίησης, προστασίας δεδομένων και προσωπικού απορρήτου, ενδέχεται να υπάρχουν ανταγωνιστικές προτεραιότητες. Για παράδειγμα, κάποια άτομα που εκτίουν ποινή ή έχουν απολυθεί υπό όρους πιστεύεται ότι αποτελούν κίνδυνο για άλλους. Οι δράστες όμως πρέπει να έχουν κάποια προστασία από κακόβουλες, αυθαίρετες ή αβάσιμες δημοσιοποιήσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε παρενόχληση, σε απειλές κατά της προσωπικής τους ασφάλειας και σε άδικες διακρίσεις εις βάρος τους. Οι απαιτήσεις αυτές μπορεί μερικές φορές να συγκρούονται μεταξύ τους, και οι σχετικές αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται με τρόπο βασισμένο σε συγκεκριμένες αρχές. Οι Κανόνες περί ΚΚΜ καλύπτουν τη συλλογή, αποθήκευση και κοινοποίηση προσωπικών πληροφοριών ώστε να διασφαλιστεί ότι γίνεται σεβαστή η εχεμύθεια ενώ συγχρόνως μπορούν να γίνονται οι ενδεδειγμένες δημοσιοποιήσεις.
Και πάλι, η υποχρέωση να βρίσκεται κανείς σε συγκεκριμένα μέρη σε καθορισμένους χρόνους θα μπορούσε να έχει επίδραση στις πιθανότητες να βρει (ή να κρατήσει) μια θέση εργασίας το εν λόγω άτομο, ή ακόμα και στην οικογενειακή του ζωή. Αν ποτέ κατέφευγε κανείς στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ισχυριζόμενος ότι ο τρόπος εφαρμογής ΚΚΜ παραβίασε τα δικαιώματά του, το Δικαστήριο θα μπορούσε να ανατρέξει στους Κανόνες για να βοηθηθεί στην κρίση του.
Έχουν κάνει διαφορά οι Κανόνες;
Η Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων πραγματοποιεί τακτικές και εξονυχιστικές επιθεωρήσεις των καταστημάτων κράτησης και χρησιμοποιεί τους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες ως γνώμονα της εργασίας της και ως βάση για τις συστάσεις της. Δεν υπάρχει (εξ όσων γνωρίζω) αντίστοιχη πρόβλεψη σε ό,τι αφορά την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες περί ΚΚΜ. Είναι ενδεικτικό ότι η Σύσταση του 2000 αναφερόταν σε μια έρευνα που είχε γίνει για να διαπιστωθεί πώς υλοποιούνταν οι Κανόνες. Δεν μπόρεσα να βρω κάτι παραπάνω σχετικά με τις μεθόδους και το εύρος της εν λόγω έρευνας, αλλά υποθέτω ότι αυτή αποτέλεσε τη βάση για την επίσημη τροποποίηση του κειμένου του 1992. Η έρευνα αποκάλυψε επίσης νομοθετικές δυσκολίες και εμπόδια, προβλήματα στην πρακτική της επιλογής και επιμέτρησης των ποινών, και επιχειρησιακές και πρακτικές δυσκολίες στην εφαρμογή.[23]
Δεν έχω υπόψη μου κάποια μεταγενέστερη συστηματική έρευνα για τις εμπειρίες χωρών από την εφαρμογή των Κανόνων περί ΚΚΜ. Παραγγέλθηκε ωστόσο μια έρευνα στο πλαίσιο του σχεδίου STREAM (Strategic Targeting of Recidivism through Evaluation And Monitoring) για να διερευνηθεί η εφαρμογή και ο αντίκτυπος των Κανόνων Κοινωνικής Αρωγής.[24] Η έρευνα αυτή ίσως να δείχνει κάτι για τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνονται οι χώρες στις Συστάσεις του Συμβουλίου. Τα κύρια ευρήματά της ήταν:
- Οι Κανόνες ήταν ευρέως γνωστοί στους κόλπους των ανώτατων διοικητικών στελεχών και σε κάποιους ερευνητές, όχι όμως και στους επαγγελματίες. Λίγες ήταν οι χώρες που είχαν διαδώσει ευρέως τους Κανόνες. Κάποιοι ερωτώμενοι είπαν ότι οι Κανόνες είχαν προσελκύσει ελάχιστο ή καθόλου ενδιαφέρον στη χώρα τους. Ο λόγος ήταν συνήθως η αδιαφορία –ή ακόμα και η εχθρότητα– για τις ευρωπαϊκές ρυθμιστικές παρεμβάσεις. Εκφράσεις αυτού του είδους όμως δεν συνιστούν αξιόπιστη ένδειξη μη εναρμόνισης: πολλοί από τους ερωτώμενους που δήλωσαν ότι οι χώρες τους λάμβαναν ελάχιστα έως καθόλου υπόψη τους Κανόνες ήταν βέβαιοι ότι στην πράξη υπήρχε ικανοποιητική εναρμόνιση, αν και ένας ή δύο αναγνώρισαν ότι, χωρίς συστηματική συγκριτική αξιολόγηση, ήταν δύσκολο να είναι σίγουροι και ότι υπήρχε κίνδυνος εφησυχασμού.
- Οι περισσότερες χώρες αντιλαμβάνονταν ότι οι κοινές προδιαγραφές ήταν αναγκαίες και ότι οι Κανόνες συνέβαλαν στην επίτευξή τους. Παρά τις σημαντικές διαφορές στην πρακτική ανά χώρα, οι Κανόνες δεν έπαυαν να παρέχουν ένα κοινό πλαίσιο. Η άποψη αυτή εκφράστηκε ακόμα και από χώρες όπου οι Κανόνες είχαν τύχει μικρής προσοχής. Αυτό ίσως να έχει ιδιαίτερη σημασία σε κάποιες χώρες τώρα που η ΕΕ έχει θεσπίσει Αποφάσεις-Πλαίσια[25] οι οποίες εξαρτώνται από την εμπιστοσύνη κάθε χώρας στα ποινικά συστήματα και στις ποινικές πρακτικές των άλλων.
- Υπήρχαν αρκετές χώρες όπου οι Κανόνες είχαν άμεσο και εμφανή αντίκτυπο στο δίκαιο, στις πολιτικές και στις πρακτικές. Οι περισσότερες από αυτές τις χώρες είχαν σχετικά νεοπαγείς φορείς κοινωνικής αρωγής και επωφελήθηκαν από τη χρήση των Κανόνων για να αναπτύξουν τις οργανωτικές διευθετήσεις τους, τις πολιτικές τους και τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους. Πιο πεπειραμένοι φορείς εφάρμοζαν ήδη πρακτικές που αντανακλούσαν τις βασικές αρχές, αλλά μερικές φορές χρησιμοποιούσαν τους Κανόνες όταν σχεδίαζαν καινοτομίες ή αλλαγές. Βρέθηκαν παραδείγματα όπου οι Κανόνες είχαν άμεσο αντίκτυπο στην ανάπτυξη της νομοθεσίας, στη συγκριτική αξιολόγηση πολιτικών και πρακτικών, στη διαμόρφωση μιας βάσης εθνικών προδιαγραφών, στην παροχή ενός σημείου αναφοράς για τις εφαρμοζόμενες πρακτικές και για το επαγγελματικό προσωπικό, στην κατάρτιση του προσωπικού, στην εισαγωγή νέων πρακτικών όπως της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, και στις διαπραγματεύσεις για επαρκείς (ή πρόσθετους) πόρους.
Είναι πιθανό μια έρευνα ή ένα ερευνητικό πρόγραμμα για τον αντίκτυπο των Κανόνων περί ΚΚΜ να οδηγούσε σε παρόμοια ευρήματα, αυτό όμως θα παραμείνει εικασία μέχρις ότου διεξαχθεί όντως μια τέτοια έρευνα. Η προσφυγή των υπουργείων Δικαιοσύνης και των ανώτατων διοικητικών στελεχών στα νομικά κείμενα είναι, επί της αρχής τουλάχιστον, αρκούντως πρόδηλη, αλλά η εφαρμογή των Κανόνων πρέπει να αφορά και το πνεύμα τους, όχι μόνο το γράμμα τους: τα δικαιώματα ασκούνται στην πράξη και δεν μπορούν να περιορίζονται στο επίπεδο του δικαίου και της χάραξης πολιτικής. Είναι εύκολο να επιβεβαιώνονται κάποιες από τις αρχές –ένα δυνατό και συγχρόνως αδύναμο στοιχείο των Κανόνων– αλλά οι αρχές αυτές πρέπει να βρίσκουν έκφραση στις καθημερινές πρακτικές ενός φορέα. Η εξακρίβωση του βαθμού εναρμόνισης με τους Κανόνες είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Σκέψεις για τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες περί ΚΚΜ
Από την εποχή της επίσημης έγκρισής τους, το ΣΠΣ έχει συνεχίσει την εξαιρετική δουλειά του, ετοιμάζοντας κι άλλες Συστάσεις. Ιδιαίτερης μνείας αξίζει η Σύσταση CM/Rec (2018) 8 σχετικά με την αποκαταστατική δικαιοσύνη σε ποινικές υποθέσεις.[26] Οι Κανόνες περί ΚΚΜ περιλαμβάνουν οδηγίες για το θέμα αυτό, οι οποίες όμως έχουν επικαλυφθεί πλέον από τη Σύσταση του 2018. Ένα καθοδηγητικό έγγραφο με τίτλο Κατευθυντήριες Οδηγίες σχετικά με τη Στελέχωση, Επιλογή, Εκπαίδευση, Κατάρτιση και Επαγγελματική Ανάπτυξη του Προσωπικού Φυλακών και Κοινωνικής Αρωγής (Guidelines Regarding Recruitment, Selection, Education, Training and Professional Development of Prison and Probation Staff) εγκρίθηκε τον Απρίλιο του 2019.[27] Αναμφίβολα θα ακολουθήσουν κι άλλες Συστάσεις. Ανά διαστήματα, επίσης, οι εκδοθείσες Συστάσεις θα επανεξετάζονται και θα αναθεωρούνται, με το εύρος τους, την παρουσίασή τους και τη διάδοσή τους να εξελίσσονται παράλληλα με το περιεχόμενό τους. Μάλιστα, ο ακροτελεύτιος κανόνας της Σύστασης προβλέπει ότι «Οι Κανόνες αυτοί θα επανεξετάζονται τακτικά».
Οι κυριότερες προκλήσεις για τη ανάπτυξη των ΚΚΜ είναι πιθανό να εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Ανάμεσα στις μεγαλύτερες δυσκολίες που αναφέρονταν στην περίληψη της έρευνας την οποία μνημονεύει η Σύσταση του 2000 ήταν το ζήτημα της αξιοπιστίας των ΚΚΜ, καθώς και η περιορισμένη κατανόηση του κοινού σχετικά με το τι προσπαθούν να επιτύχουν οι ΚΚΜ. Πράγματι, δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί αυτό σε ένα δύσπιστο κοινό, ιδίως όταν τα ζητήματα αυτά έχουν καταστεί θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης με τα κόμματα να αλληλοκατηγορούνται για επιεική στάση έναντι του εγκλήματος και όταν τα ΜΜΕ είναι καχύποπτα ή εχθρικά. Η εργασία των υπηρεσιών κοινωνικής αρωγής και άλλων φορέων, ακόμα και η ίδια η έννοια της κοινωνικής αρωγής δεν είναι εύκολα κατανοητές στις περισσότερες χώρες – ακόμα και σε εκείνες όπου τέτοιοι φορείς υπάρχουν παλαιόθεν. Και όταν γίνονται προσπάθειες να εξηγηθούν, διατυπώνονται συχνά σε τόνο που δεν ανταποκρίνεται στις ανησυχίες του κοινού σχετικά με τις δέουσες απαντήσεις στο έγκλημα. Το έγκλημα προκαλεί κατά κανόνα φόβο και θυμό, και οι δηλώσεις περί προσωπικής ευθύνης, επανένταξης, σχέσεων και κοινωνικής ενσωμάτωσης είναι πιθανό να μην ικανοποιούν αυτά τα συναισθήματα.
Προσωπική μου άποψη είναι ότι η αξιοπιστία ενισχύεται όταν λέγεται με σαφήνεια τι προσπαθούν να επιτύχουν οι φορείς και όταν κατόπιν δείχνεται ότι εργάζονται αξιόπιστα και αποτελεσματικά για τον σκοπό αυτό. Κλονίζεται μόνο από αβάσιμους ισχυρισμούς περί τιμωρίας και ελέγχου που υπονομεύουν τις βασικές αξίες των ΚΚΜ. Οι ΚΚΜ σίγουρα μπορούν να επιβάλλουν υποχρεώσεις, αλλά αποβλέπουν σε πολύ περισσότερα από την απλή τιμωρία, καθώς προσπαθούν να εμπεδώσουν μια αίσθηση ευθύνης στα άτομα με καταδίκες, να τα ενισχύσουν στην απόφασή τους να ζήσουν χωρίς στη ζωή τους να υπάρχει θέση για αξιόποινες πράξεις και να ενθαρρύνουν την ευρύτερη κοινωνία να αναλάβει το μερίδιό της στο καθήκον της αποκατάστασης των σχέσεων που έχει διαρρήξει το έγκλημα. Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι είναι πάντα εύκολο να εξηγηθεί αυτό.
Μια πιθανή κριτική που ασκείται στους Κανόνες είναι ότι δείχνουν υπέρμετρη εμπιστοσύνη στα οφέλη των ΚΚΜ και ότι θα έπρεπε να είναι πιο επιφυλακτικοί σε σχέση με τα αποτελέσματά τους. Οι καλοπροαίρετες φιλοδοξίες της κοινωνικής αρωγής και των αντίστοιχων φορέων δεν εγγυώνται τον αντίκτυπο των ΚΚΜ. Πλήθος έρευνες δείχνουν ότι οι ΚΚΜ γενικά δεν μειώνουν τον πληθυσμό των φυλακών, ή, αν μη τι άλλο, ότι η σχέση μεταξύ τους είναι περίπλοκη.[28] Συχνά, η χρήση των ΚΚΜ αυξάνεται ακολουθώντας τις αυξήσεις στον αριθμό των φυλακισμένων. Και πάλι, η απεγκληματοποίηση και η παράκαμψη της ποινικής δίωξης θα έπρεπε να εξεταστούν ως πιθανές εναλλακτικές από τους πολιτικούς ιθύνοντες που προσπαθούν να απαντήσουν στις κακές συμπεριφορές – η εγκληματοποίηση δεν είναι πάντα ο μόνος ή ο καλύτερος τρόπος για να μειωθούν τα περιστατικά, μερικές φορές μάλιστα μπορεί να κάνει τα πράγματα χειρότερα (όπως έχει υποστηριχθεί, για παράδειγμα, από όσους τάσσονται υπέρ της απεγκληματοποίησης κάποιων εξαρτησιογόνων ουσιών). Και πάλι, συχνά οι επιπλήξεις, οι προειδοποιήσεις, διάφορες μορφές αποχής από την επιβολή ποινής και τα πρόστιμα είναι πιο ενδεδειγμένες και αναλογικές κυρώσεις απ’ ό,τι η επίβλεψη ή η κοινωφελής εργασία. Η ενθουσιώδης υποστήριξη των κοινοτικών κυρώσεων και μέτρων στους Κανόνες ίσως κινδυνεύει μερικές φορές να το παραβλέψει αυτό.
Έχει ήδη επισημανθεί ότι η Σύσταση του 2000 έκανε μόνο μία επίσημη τροποποίηση στους Κανόνες του 1992. Ο Κανόνας 5 πρόβλεπε ότι «Καμία κοινοτική κύρωση ή μέτρο δεν θα είναι αορίστου χρόνου». Η διατύπωση αυτή άλλαξε ως εξής:
Κατά κανόνα, καμία κοινοτική κύρωση ή κοινοτικό μέτρο δεν θα είναι αορίστου χρόνου. Κατ’ εξαίρεση, κοινοτική κύρωση ή κοινοτικό μέτρο αορίστου χρόνου μπορεί να επιβληθεί σε δράστες που, λόγω σοβαρού πρότερου ή τωρινού εγκλήματος σε συνδυασμό με συγκεκριμένα προσωπικά χαρακτηριστικά, αποτελούν προδήλως συνεχή σοβαρή απειλή για τη ζωή, την υγεία ή την ασφάλεια στη κοινότητα. (…)
Η Σύσταση του 2017 επιχειρεί να επιλύσει το πρόβλημα προβλέποντας (Κανόνας 23) ότι:
Κατά κανόνα, μια κοινοτική κύρωση ή κοινοτικό μέτρο επιβάλλεται για ορισμένο χρόνο. Όπου, κατ’ εξαίρεση, ο νόμος προβλέπει ότι η διάρκεια της κοινοτικής κύρωσης ή του κοινοτικού μέτρου μπορεί να παραταθεί, θα γίνεται τακτική επανεξέταση από την αρμόδια αρχή ώστε να εκτιμηθεί αν ισχύουν ακόμα τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις, και, αν όχι, να τερματιστεί η κοινοτική κύρωση ή το κοινοτικό μέτρο.
Η αρχή της αναλογικότητας (προς τη σοβαρότητα του εγκλήματος) συνεπάγεται ότι μια κοινοτική κύρωση ή κοινοτικό μέτρο πρέπει να έχει ορισμένη και συγκεκριμένη μέγιστη διάρκεια. Ο Κανόνας αυτός λέει ότι αν η κύρωση ή το μέτρο παρατείνεται (κατ’ εξαίρεση), ο νόμος πρέπει να προβλέπει μια διαδικασία τακτικής και διεξοδικής επανεξέτασης. Όπου η απόφαση λαμβάνεται από μη δικαστική αρμόδια αρχή, πρέπει να υπάρχει μηχανισμός δικαστικής επανεξέτασης.[29]
Η αλλαγή μεταξύ 1992 και 2000 ενδέχεται να ήταν μια πρώιμη προειδοποίηση ότι η ίδια η έννοια της αναλογικότητας έχει καταστεί αμφίβολη. Σε ένα ποινολογικό πλαίσιο, ο όρος αναφερόταν άλλοτε στην ενδεδειγμένη αντιστοιχία μεταξύ του εγκλήματος και της τιμωρίας του. Τα τελευταία χρόνια όμως ενισχύθηκε η βαρύτητα της διακινδύνευσης στον καθορισμό της τιμωρίας,[30] μέχρι σημείου το «αναλογικός» να μπορεί να θεωρηθεί ότι σημαίνει κατ’ αναλογία με τη διακινδύνευση. Η σημασία που δίδεται στη διακινδύνευση θέτει μια ευρύτερη πρόκληση στις ΚΚΜ: η φυλακή μοιάζει να παρέχει βεβαιότητες για τη δημόσια ασφάλεια τις οποίες δύσκολα μπορούν να προσφέρουν με αντίστοιχο τρόπο οι ΚΚΜ, μολονότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην εκτίμηση και τη διαχείριση των δραστών υψηλής διακινδύνευσης εντός της κοινότητας.[31] ΟΙ ανησυχίες μπορούν να κάνουν τους ιθύνοντες να λειτουργούν με γνώμονα τη διακινδύνευση, ευνοώντας τον εγκλεισμό και περιορίζοντας τη χρήση ΚΚΜ, με αποτέλεσμα αντί να βγαίνουν περισσότεροι άνθρωποι από τις φυλακές, οι τελευταίες να γεμίζουν κυρίως από καταδικασθέντες για πρώτη φορά και για λιγότερο σοβαρά αδικήματα.
Ο Κανόνας 6 απαγορεύει τις άδικες διακρίσεις και απαριθμεί ομάδες που είναι γνωστές για την τρωτότητά τους. Ο Κανόνας καταλήγει ότι «Θα λαμβάνονται υπόψη η διαφορετικότητα και οι διακριτές ατομικές ανάγκες κατηγορουμένων και δραστών». Ο Σχολιασμός κάνει περαιτέρω έναν σημαντικό διαχωρισμό ανάμεσα σε διακρίσεις και διαφοροποίηση. Οι άνθρωποι και οι περιστάσεις της ζωής τους δεν είναι ίδιες, και υπάρχουν φορές που κάποιοι άνθρωποι πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά απ’ ό,τι άλλοι, ώστε να δίδονται κατάλληλες απαντήσεις σε ιδιαίτερα ατομικά προβλήματα, να ικανοποιούνται διακριτές ατομικές ανάγκες ή να λαμβάνονται υπόψη ειδικές συνθήκες. Ενώ αυτές οι διαφορές στην αντιμετώπιση θεωρείται ενίοτε ότι απειλούν την ομοιομορφία και τη διαδικαστική δικαιοσύνη, προάγουν ωστόσο την ουσιαστική δικαιοσύνη. Οι τρόποι με τους οποίους υποθετικά αμερόληπτες διαδικασίες μπορεί να φέρουν σε μειονεκτική θέση κάποιες ομάδες ανθρώπων συχνά δεν είναι καθόλου πρόδηλοι, και είναι επιτακτική η ανάγκη για έρευνα προκειμένου να γίνουν πληρέστερα κατανοητές αυτές οι συνέπειες και να προσαρμοστούν αναλόγως οι εφαρμοζόμενες πολιτικές και πρακτικές.
Μια εμφανής δυσκολία είναι η θέση των αλλοδαπών – ανθρώπων από άλλες χώρες που υπόκεινται σε (ή ίσως θα έπρεπε να υπόκεινται σε) ΚΚΜ.[32] Πολλές από τις συνήθεις ενέργειες χρειάζεται να προσεγγιστούν διαφορετικά για να λάβουν υπόψη τις συνθήκες τους. Πώς πρέπει να είναι η επίβλεψη για ανθρώπους που πρόκειται να απελαθούν και μπορεί να εκτίσουν την ποινή τους σε άλλη χώρα; Τι σημαίνει αποκατάσταση για κάποιον του οποίου το νόμιμο δικαίωμα να παραμείνει (και να εργαστεί) στη χώρα αμφισβητείται; Μπορεί επίσης να υπάρχουν δυσκολίες στη γλώσσα και στην ερμηνεία που πρέπει να αντιμετωπιστούν αν πρόκειται να έχουν οι αλλοδαποί δίκαιη και ίση μεταχείριση. Αυτά αναφέρονται στους Κανόνες, αλλά σε μελλοντικές εκδόσεις θα πρέπει να γίνει εκτενέστερη σχετική μνεία, όσο θα εμπλουτίζεται η εμπειρία μας σε ό,τι αφορά τους τρόπους με τους οποίους μερικές φορές οι αλλοδαποί βρίσκονται σε μειονεκτική θέση και όσο αναπτύσσονται οι πρακτικές για να διορθωθεί αυτό.
Από την άποψη της διαδικασίας αναθεώρησης ή επικαιροποίησης, το ΣΠΣ πρέπει να βρει τρόπους για να ανακαλύψει τις βιωμένες εμπειρίες όσων έχουν επιχειρήσει να εφαρμόσουν τους Κανόνες. Παρ’ όλη τη σοφία και την πείρα των μελών του ΣΠΣ, οι Κανόνες έχουν διατυπωθεί με αφηρημένο τρόπο, και η αξία τους μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο στην πράξη. Αυτό σημαίνει συστηματική συλλογή των εμπειριών και των απόψεων πολιτικών ιθυνόντων, διοικούντων και επαγγελματιών. Το έργο αυτό είναι τεράστιο και περίπλοκο, αλλά η ανατροφοδότηση αυτού του είδους είναι απαραίτητη για να υπάρξει βελτίωση. Ωστόσο, αν και το σημείο αυτό μάλλον τυγχάνει αναγνώρισης, μικρότερη προσοχή έχει δοθεί εξ όσων γνωρίζω στη συνεισφορά που θα μπορούσαν να έχουν στις διαδικασίες αυτές οι χρήστες των υπηρεσιών.[33] Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερη προσοχή έχει δοθεί στις οπτικές των χρηστών των υπηρεσιών και στη δυνατότητά τους να ενισχύουν την ποιότητα των εφαρμοζόμενων πρακτικών. Θα έπρεπε να σκεφτούμε πώς οι γνώσεις αυτές θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και για την αναθεώρηση των εν λόγω (ή άλλων) Κανόνων.
Οι Βασικές Αρχές των Κανόνων είναι βάσιμες και πρέπει να διακηρύσσονται με σαφήνεια και σιγουριά. Έχει γίνει πλήρως αποδεκτό ότι τα δικαιώματα των κρατουμένων είναι ιδιαιτέρως επισφαλή, αλλά και οι ΚΚΜ έχουν τα δικά τους βάρη, ακόμα και τα δικά τους δεινά.[34] Σε όποιες περιπτώσεις εμπλέκεται το κράτος σε κάτι που επιβάλλεται, ανακύπτουν ζητήματα δικαιωμάτων που πρέπει να είναι η πρώτη μέριμνα στη χάραξη των πολιτικών και πρακτικών. Η ενασχόληση με το αδιαμφισβήτητα σημαντικό ερώτημα «τι αποδίδει;» (από την άποψη της μείωσης της υποτροπής) δεν πρέπει να επιτραπεί να συμψηφιστεί με το καθήκον να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους με αξιοπρέπεια και σεβασμό. Μπορεί να υποστηριχθεί[35] ότι μια ηθική προσέγγιση της κοινωνικής αρωγής αποδεικνύεται πιο αποτελεσματική στην επίτευξη ορισμένων από τους πιο σημαντικούς στόχους του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης. Όμως η υπεράσπιση και προαγωγή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τέτοια συγκυριακά αποτελέσματα, αλλά αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση της δικαιοσύνης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Rawls, J. (1972) A Theory of Justice, Νέα Υόρκη: Oxford University Press. (Ελλ. έκδ.: Θεωρία της δικαιοσύνης, μτφρ. Φ. Βασιλόγιαννης κ. ά., Αθήνα: Πόλις, 2010). Το παράθεμα είναι από τη σ. 3 της πρωτότυπης έκδοσης [Η μετάφραση δική μας. – Σ. τ. Μ.].
[2] Coyle, A. και van Zyl Smit, D. (2000) ‘The International Regulation of Punishment’, Punishment & Society, 2 (3): 259 – 262.
[3] Council of Europe (2017). ‘European court launches new system for single judge decisions’, διαθέσιμο στο https://tinyurl.com/yd4v632x.
[4] Τα περισσότερα βασικά έγγραφα είναι διαθέσιμα στο https://www.coe.int/en/web/prison/conventions-recommendations.
[5] Τα ανθρώπινα δικαιώματα εννοούνται συχνά ως ελευθερίες, αλλά οι αξιώσεις έχουν επίσης σημασία, και καλούν όχι μόνο στην ανοχή των κρατών αλλά και σε θετικές δράσεις. Βλ. για παράδειγμα Canton, R. (2014) ‘Probation and human rights’, Encyclopedia of Criminology and Criminal Justice, σ. 3963-3972.
[6] Garland, D. (1990) Punishment and Modern Society: A Study in Social Theory, Οξφόρδη: Oxford University Press. Παράθεμα από τη σελίδα 292.
[7] Οι Κανόνες του Ο.Η.Ε. εγκρίθηκαν πρώτη φορά το 1955 και έκτοτε έχουν αναθεωρηθεί και επικαιροποιηθεί, με πιο πρόσφατη τροποποίησή τους το 2015 – ως Κανόνες Νέλσον Μαντέλα. Βλ. https://www.un.org/en/events/mandeladay/mandela_rules.shtml.
[8] https://rm.coe.int/european-prison-rules-978-92-871-5982-3/16806ab9ae.
[9] Μια σημαντική παράλειψη από αυτόν τον κατάλογο είναι οι οικονομικές ποινές. Αυτές δεν καλύπτονται από τους Κανόνες περί ΚΚΜ, αν και υπάρχουν αναφορές σε οικονομικές υποχρεώσεις που μπορεί να συνδέονται με κάποιες ΚΚΜ.
[10] Το αναθεωρημένο κείμενο στο https://www.ohchr.org/Documents/ProfessionalInterest/tokyorules.pdf.
[11] Συζητείται παρακάτω, στην τελευταία ενότητα του παρόντος άρθρου.
[12] Σημειωτέον ότι οι Κανόνες αυτοί δεν καλύπτουν τις ΚΚΜ που αφορούν ειδικά τους ανηλίκους. Αυτές οι ΚΚΜ ρυθμίζονται από τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες σχετικά με Ανήλικους Παραβάτες που Υπόκεινται σε Κυρώσεις ή Μέτρα – European Rules on juvenile offenders subject to sanctions or measures, Σύσταση (2008) 11. Το κείμενο στο https://www.unicef.org/tdad/councilofeuropejjrec08(1).pdf.
[13] Μετά το 2000, έγιναν κι άλλες Συστάσεις, από τις οποίες η σημαντικότερη ήταν μάλλον η Rec (2003) 22 σχετικά με την υπό όρους απόλυση (αποφυλάκιση), η CM/Rec (2010) 1 σχετικά με τους Κανόνες Κοινωνικής Αρωγής του Συμβουλίου της Ευρώπης και η CM/Rec (2014) 4 περί ηλεκτρονικής επιτήρησης. Το ΣΠΣ και η γραμματεία του Συμβουλίου αναλαμβάνουν να διασφαλίσουν ότι οι Συστάσεις αυτές θα είναι συμβατές μεταξύ τους.
[14] Η λέξη δράστες χρησιμοποιήθηκε σε προγενέστερες εκδοχές των Κανόνων. Η σύσταση του 2017 αναφέρεται σε δράστες ή κατηγορούμενους, αναγνωρίζοντας ότι είναι νομικά ανακριβές και ότι συνιστά ενδεχομένως προκατάληψη να θεωρούνται συλλήβδην δράστες οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι. (Τα κοινοτικά μέτρα περιλαμβάνουν προβλέψεις για την καταβολή εγγύησης και άλλα μέσα αποφυγής της προσωρινής κράτησης.) Ακόμα και για καταδικασθέντες, η λέξη δράστες φαίνεται σε πολλούς από εμάς δυσάρεστα αναγωγική, καθώς ορίζει τους ανθρώπους βάσει της χειρότερης συμπεριφοράς τους, αποδίδοντάς τους μια ταυτότητα την οποία θα ήλπιζε κανείς να μπορέσουν να αποτινάξουν.
[15] Herzog-Evans, M. (2013) ‘What’s in a name: Penological and institutional connotations of probation officers’ labelling in Europe’, EuroVista, 2 (3): 121-133. Παράθεμα στη σ. 122.
[16] Το κείμενο των Κανόνων και ο Σχολιασμός στο: https://rm.coe.int/168070c09b – βλ. και συνημμένη στο παρόν ανεπίσημη απόδοση στην ελληνική γλώσσα με αποσπάσματα του Σχολιασμού επιλεγμένα από τους Ν. Κουλούρη, Δ. Κόρο και Σ. Σπυρέα.
[17] Βλ. για παράδειγμα Farrall, S. και Calverley, A. (2006) Understanding Desistance from Crime: Theoretical Directions in Resettlement and Rehabilitation, Μέιντενχεντ: Open University Press· Weaver, B. (2015) Offending and Desistance: The importance of social relations, Λονδίνο: Routledge· McNeill, F. και Weaver, B. (2010) Changing Lives? Desistance Research and Offender Management, Scottish Centre for Crime and Justice Research Report No. 3/2010, διαθέσιμο ηλεκτρονικά στο: http://www.sccjr.ac.uk/publications/changing-lives-desistance-research-and-offender-management/.
[18] Το Γλωσσάριο στους Κανόνες Κοινωνικής Αρωγής ορίζει την αποχή από το έγκλημα ως εξής: «Αποχή από το έγκλημα σημαίνει τη διαδικασία με την οποία, με ή χωρίς παρέμβαση φορέων της ποινικής δικαιοσύνης, οι δράστες τερματίζουν τις αξιόποινές τους δραστηριότητες και διάγουν ζωή απαλλαγμένη από το έγκλημα μέσω της ανάπτυξης του ανθρώπινου κεφαλαίου τους (όπως ατομικών δεξιοτήτων και γνώσεων) και του κοινωνικού κεφαλαίου τους (όπως απασχόλησης, οικογένειας, κοινωνικών σχέσεων, δεσμών και δραστηριοποίησης στην κοινωνία των πολιτών)».
[19] Canton, R. και Eadie, T. (2005) ‘From Enforcement to Compliance: Implications for supervising officers’, Vista 9 (3): 152-158.
[20] Padfield, N. και Maruna, S. (2006) ‘The revolving door at the prison gate: Exploring the dramatic increase in recalls to prison’, Criminology & Criminal Justice, 6 (3): 329-352.
[21] Υπόθεση Dickson κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Προσφυγή Υπ. Αρ. 44362/04): https://tinyurl.com/yxf42cnd.
[22] Για μια συζήτηση αυτής της υπόθεσης και γενικότερα, βλ. van Zyl Smit, D. (2013) ‘Punishment and Human Rights’, στο Jonathan Simon και Richard Sparks (επιμ.) The Sage Handbook of Punishment and Society, Λονδίνο: Sage.
[23] Όλα αυτά είχαν συζητηθεί στον Σχολιασμό της Σύστασης του 2000.
[24] JUST/2011/JPEN/AG/2892. Η έρευνα για τους Κανόνες ήταν το «Workstream Four». Ολόκληρη η έκθεση είναι διαθέσιμη για μεταφόρτωση στο https://tinyurl.com/y6ffyyt2.
[25] Για το υπόβαθρο και σχετική συζήτηση, βλ. Report from the Commission to the European Parliament and the Council on the implementation by the Member States of the Framework Decisions 2008/909/JHA, 2008/947/JHA and 2009/829/JHA on the mutual recognition of judicial decisions on custodial sentences or measures involving deprivation of liberty, on probation decisions and alternative sanctions and on supervision measures as an alternative to provisional detention, στο https://tinyurl.com/y5rbwtbz. [Σημ. της σύνταξης: Βλ. Ν. 4307/2014 (ΦΕΚ Α΄ 246/15.11.2014) με τον οποίο ενσωματώθηκαν στο ελληνικό δίκαιο α) η Απόφαση-Πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2008, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση – Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις, οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για το σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΜΕΡΟΣ Α’), β) η Απόφαση –Πλαίσιο 2008/947/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2008, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση – Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις που προβλέπουν την αναστολή εκτέλεσης της ποινής ή απόλυση υπό όρους, με σκοπό την επιτήρηση των μέτρων αναστολής και των εναλλακτικών κυρώσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΜΕΡΟΣ Β’), γ) η Απόφαση-Πλαίσιο 2009/829/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με την εφαρμογή, μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις περί μέτρων επιτήρησης εναλλακτικά προς την προσωρινή κράτηση (ΜΕΡΟΣ Γ’).]
[26] Το κείμενο στο https://tinyurl.com/y3q6xd7e.
[27] https://rm.coe.int/guidelines-training-staff/1680943aad.
[28] Aebi, M., Delgrande, N. και Marguet, Y. (2015) ‘Have community sanctions and measures widened the net of the European criminal justice systems?’, Punishment & Society, 17 (5): 575-597. Βλ. επίσης McNeill, F. (2018) Pervasive Punishment: Making Sense of Mass Supervision, Μπίνγκλεϊ: Emerald Publishing.
[29] Βλ. επίσης Σύσταση (2014) 3 περί επικίνδυνων δραστών, στο https://tinyurl.com/y23a3ks3.
[30] Βλ. λ.χ. Garland, D. (2001) The Culture of Control: Crime and Social Order in Contemporary Society, Οξφόρδη: Oxford University Press. Οι επιπτώσεις για την κοινωνική αρωγή συζητούνται στο Canton, R. και Dominey, J. (2018) Probation (2η έκδ.), Λονδίνο: Routledge, ιδίως Κεφ. 9.
[31] Βλ. Kemshall, H. (2008) Understanding the Community Management of High Risk Offenders, Μέιντενχεντ: Open University Press.
[32] Η Σύσταση CM/Rec (2012) 12 σχετικά με τους αλλοδαπούς κρατούμενους αφορά όσους βρίσκονται σε ποικίλα καθεστώτα κράτησης (το κείμενο στο https://tinyurl.com/y3a9gsx3).
[33] Weaver, B. και Lightowler, C. (2012) Shaping the criminal justice system: The role of those supported by criminal justice services, Institute for Research and Innovation in Social Services. Διαθέσιμο ηλεκτρονικά στο: https://pure.strath.ac.uk/portal/files/10602468/iriss_insight_13.pdf,
[34] Durnescu, I. (2011) ‘Pains of probation: effective practice and human rights’, International journal of offender therapy and comparative criminology, 55 (4): 530-45. Βλ. επίσης McNeill, F. (2018) ό. π., σημ. 25 αυτ.
[35] Canton, R. (2013) ‘The point of probation: On effectiveness, human rights and the virtues of obliquity’ , Criminology & Criminal Justice, 13 (5): 577-593.