Ι. Εισαγωγή: οι εναλλακτικές μορφές ελέγχου και δίωξης του οικονομικού και εταιρικού εγκλήματος
Τα σύγχρονα, βραδυκίνητα και υπερφορτωμένα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης, ευρισκόμενα αντιμέτωπα με καινοφανείς, σύνθετες και διακρατικές μορφές του εγκλήματος, έχουν εντείνει τις προσπάθειες σύντμησης, απλοποίησης ή/και ολικής αποφυγής της παραδοσιακής ποινικής δίωξης και δίκης. Στο πλαίσιο αυτό βασικό στόχο αποτελεί η ενίσχυση της ελεγκτικής λειτουργίας καθώς και της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών πρόληψης και ποινικής καταστολής, με τον βαθμό αποτελεσματικότητας να καθορίζεται πλέον κυρίως από παράγοντες διαδικαστικής οικονομίας και στατιστικών αποτελεσμάτων.[1] Η εξέλιξη αυτή έχει οδηγήσει, μεταξύ άλλων, στην υιοθέτηση εναλλακτικών και λιγότερο τυπικών μορφών ελέγχου του εγκλήματος και ποινικής δίωξης σε έννομες τάξεις τόσο του ηπειρωτικού-ευρωπαϊκού όσο και του αγγλοαμερικανικού χώρου. Αν και η πλήρης έρευνα, δίωξη και τιμωρία των εγκληματικών συμπεριφορών σύμφωνα με τις επιταγές του ουσιαστικού δικαίου και εντός του ευρύτερου τυπικού πλαισίου της παραδοσιακής δημοσίας δίκης εξακολουθεί να χαίρει ευρύτατης αποδοχής σε κοινωνίες και δικαιοδοτικά συστήματα βασιζόμενα στην αρχή του κράτους δικαίου, οι συνεχώς αυξανόμενες πρακτικές δυσκολίες και σύγχρονες πραγματιστικές ανάγκες στη διαχείριση της δικαιοσύνης έχουν οδηγήσει στην αναζήτηση νέων εξωδικαστηριακών και πολυεπίπεδων λύσεων για τη γρήγορη και αποδοτική διευθέτηση των ποινικών υποθέσεων.
Όσον αφορά συγκεκριμένα το οικονομικό έγκλημα, οι εναλλακτικοί και άτυποι μηχανισμοί ελέγχου και δίωξης δύνανται να πάρουν κυρίως τις κάτωθι μορφές:
– Τερματισμός ή αναστολή των ανακριτικών ερευνών πριν την απόδοση συγκεκριμένων κατηγοριών κατά τη διακριτική ευχέρεια των οργάνων της ποινικής δίωξης, έστω και αν πληρούνται τα στοιχεία της ειδικής υπόστασης κάποιου εγκλήματος (αρχή σκοπιμότητας συνδυαζόμενη ενίοτε με εναλλακτικές κυρώσεις, π.χ. ο θεσμός των προειδοποιήσεων, τυπικών επιπλήξεων και εξωδικαστηριακών κυρώσεων [warnings, formal cautions και out-of-court penalties] στο Ηνωμένο Βασίλειο ή της αναστολής της ποινικής δίωξης υπό όρους [Einstellung nach Erfüllung von Auflagen] στη Γερμανία).[2]
– Συμφωνίες για τη συναινετική και συνοπτική διευθέτηση της ποινικής δίκης, μετά την απόδοση συγκεκριμένων κατηγοριών με την κίνηση της ποινικής δίωξης, κατά παράκαμψη έτσι των στενών ορίων που θέτει το ουσιαστικό δίκαιο (π.χ. plea bargaining, Verständigung κλπ.).
– Μοντέρνες πρακτικές ελέγχου, πρόληψης και έρευνας και νέοι τύποι κυρωτικών διαδικασιών προς διευθέτηση ποινικών υποθέσεων όπου εμπλέκονται επιχειρήσεις και νομικά πρόσωπα, ιδίως υποθέσεων «εταιρικού εγκλήματος», όπως:[3]
- Ο σχεδιασμός και η υιοθέτηση κανόνων ορθής συμπεριφοράς και συστημάτων καλής πρακτικής που αποβλέπουν ιδεατά στην ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ επιχειρηματικών ενώσεων και εταιριών με τις κρατικές αρχές κατά τη διερεύνηση υποθέσεων διαφθοράς υπό όρους αμοιβαίας εμπιστοσύνης, διαφάνειας και αντικειμενικότητας, καθώς και η υλοποίηση στο ίδιο πλαίσιο αποτελεσματικών στρατηγικών πρόληψης προς αποφυγή παρόμοιων μελλοντικών περιστατικών.
- Η ανάπτυξη εσωτερικών τεχνικών αυτοελέγχου και επίλυσης διαφορών καθώς και η συμφωνημένη υιοθέτηση προγραμμάτων compliance εντός του νομικού προσώπου χωρίς ουσιαστική συμμετοχή των αρμόδιων διοικητικών αρχών και οργάνων ποινικής καταστολής, αλλά με πρωτοβουλία ή έγκρισή τους και ενδεχομένως υπό την ευρύτερη επίβλεψή τους.
- Η επιβολή εναλλακτικών (π.χ. διοικητικών και πειθαρχικών) κυρώσεων σε νομικά και φυσικά πρόσωπα εμπλεκόμενα σε υποθέσεις εταιρικής διαφθοράς και απάτης χωρίς την εμπλοκή ποινικού δικαστηρίου.
- Η χρήση και προστασία πληροφοριοδοτών και whistleblowers, ιδίως δε η απαλλαγή των προσώπων αυτών από διοικητικές, πειθαρχικές και ποινικές ευθύνες σε συμφωνία με σχετικούς εσωτερικούς εταιρικούς κανόνες καθώς και κανόνες διοικητικού και ποινικού δικαίου.
- Οι νέοι μηχανισμοί διευκόλυνσης της γρήγορης ή/και άτυπης (διακρατικής) συνεργασίας μεταξύ κρατικών αρχών, πιστωτικών ιδρυμάτων κλπ. σε επίπεδο (προληπτικής) συγκέντρωσης και επεξεργασίας πληροφοριών με στόχο την καταπολέμηση, μεταξύ άλλων, του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, του οργανωμένου οικονομικού και εταιρικού εγκλήματος και της διαφθοράς.
Σε αυτό το σημείο δεν θα πρέπει να παραβλέπει κανείς ότι κατά την εφαρμογή εναλλακτικών προγραμμάτων ελέγχου και καταστολής του οικονομικού εγκλήματος που περιλαμβάνουν ιδίως τη διαδικαστική συμμετοχή και τον «αυτοέλεγχο» νομικών προσώπων και εταιριών (π.χ. μέσω διαδικασιών ενδοεταιρικών ιδιωτικών ερευνών και προγραμμάτων compliance), ο φορέας που καλείται σε πρώτο βαθμό να υλοποιήσει σχεδιασμούς πρόληψης, να διενεργήσει έρευνες και να επιβάλει κυρώσεις δεν αποκλείεται να είναι σε πολλές περιπτώσεις το ίδιο το νομικό πρόσωπο ή η επιχειρηματική μονάδα που θα είναι μετέπειτα υπεύθυνη και για την ομαλή συνεργασία με τις αρμόδιες κρατικές αρχές και για τη μεταβίβαση σε αυτές όλων των αναγκαίων πληροφοριών σχετικά με τη λήψη εσωτερικών μέτρων και με τα αποτελέσματα της έρευνας – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ακρίβεια και τους κινδύνους παραποίησης των εν λόγω πληροφοριών. Διατάξεις συνταγματικού, ποινικού και φορολογικού δικαίου, δικαίου του ανταγωνισμού, εργατικού δικαίου και δικαίου προστασίας των προσωπικών δεδομένων εθνικής, διεθνούς και υπερεθνικής προελεύσεως συνιστούν εν προκειμένω ένα σύνθετο νομικό περιβάλλον το οποίο οριοθετεί τις ενδοεταιρικές πρακτικές και τους soft-law κανονισμούς που διέπουν συνήθως τις τεχνικές πρόληψης και καταστολής αυτού του τύπου.
Τέλος, σε επίπεδο κυρίως ποινικής καταστολής, ένα από τα βασικά ζητήματα σε σχέση με τους εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης του οικονομικού και εταιρικού εγκλήματος αφορά, όπως ήδη σημειώθηκε, την «επιλογή» των υποθέσεων προς έρευνα και δίωξη και ιδίως τους κανόνες και τα όρια της διακριτικής ευχέρειας των οργάνων καταστολής και δίωξης να κινήσουν ή να αναστείλουν την ποινική διαδικασία υπό (προ-διαπραγματευμένους) όρους και σύμφωνα με την αρχή της σκοπιμότητας. Η τελευταία τυγχάνει πλέον εφαρμογής, πέραν των εννόμων τάξεων αγγλοαμερικανικής προελεύσεως, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και σε αρκετές χώρες του ηπειρωτικού-ευρωπαϊκού κόσμου, ενώ αποτελεί αναγνωρισμένη αρχή και εντός του συστήματος απονομής της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης.
ΙΙ. Οι συμφωνίες αναστολής της ποινικής δίωξης νομικών προσώπων στην αγγλική έννομη τάξη
Ένα σύγχρονο χαρακτηριστικό παράδειγμα εναλλακτικού, κατά τα παραπάνω, τρόπου διευθέτησης οικονομικών και ειδικότερα εταιρικών υποθέσεων ποινικού ενδιαφέροντος μέσω της αναστολής υπό προσυμφωνημένους όρους της ποινικής δίωξης με βασικό σκοπό την αποφυγή εκτεταμένων παράπλευρων συνεπειών στον ευρύτερο οικονομικό και επιχειρηματικό τομέα αποτελούν οι deferred prosecution agreements (DPAs), ήτοι οι συμφωνίες αναστολής της δίωξης (στο εξής: ΣΑΔ) νομικών προσώπων στον αγγλοαμερικανικό νομικό κόσμο. Τέτοιου είδους μηχανισμοί, οι οποίοι συνήθως υπόκεινται σε δικαστική επικύρωση ή εποπτεία, χρησιμοποιούνται πλέον εκτενώς σε χώρες που αναγνωρίζουν την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, όπως συμβαίνει ιδίως στις ΗΠΑ[4] και, σε μικρότερο βαθμό, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι εν λόγω μηχανισμοί, ενώ ενδέχεται να διαφέρουν από τόπο σε τόπο στις επιμέρους λεπτομέρειές τους, έχουν το εξής κοινό γνώρισμα: προϋποθέτουν την ύπαρξη συμφωνίας, ως αποτέλεσμα λεπτομερών διαπραγματεύσεων, μεταξύ του αρμόδιου διωκτικού οργάνου και του νομικού προσώπου (π.χ. ανώνυμης εταιρίας) που φέρεται να εμπλέκεται σε παραβατική συμπεριφορά (π.χ. δωροδοκία ή εταιρική απάτη). Η συμφωνία αυτή οδηγεί εν τέλει στην αναστολή της ποινικής δίωξης ή τη συνολική απόρριψη των κατηγοριών ή στη λήψη μέτρων επιείκειας, εφόσον το νομικό πρόσωπο δεσμευτεί να ικανοποιήσει ορισμένους όρους (π.χ. πληρωμή προστίμου, υιοθέτηση δομικών ενδοεταιρικών αλλαγών και προγραμμάτων compliance, πλήρης συνεργασία με τις διωκτικές αρχές, αποζημίωση των θυμάτων, δωρεές κλπ.). Παρακάτω εξετάζονται το αγγλικό νομικό πλαίσιο και τα βασικά χαρακτηριστικά των ΣΑΔ, όπως αυτές έχουν ήδη εφαρμοστεί σε μια σειρά από σημαντικές υποθέσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Α. Γενικά χαρακτηριστικά
1. Ορισμός και αποστολή
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος 17 (Schedule 17) του Νόμου περί Εγκλημάτων και Δικαστηρίων 2013 (Crime and Courts Act 2013, στο εξής: CCA 2013), οι ΣΑΔ στο Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούν συμφωνίες μεταξύ του αρμόδιου εισαγγελικού οργάνου και νομικού προσώπου/επιχειρηματικής ένωσης προσώπων (συγκεκριμένα: εταιρίας, συνεργασίας ή συνεταιρισμού [body corporate, partnership ή unincorporated association])[5] που πρόκειται να διωχθεί για απάτη, δωροδοκία ή κάποιο άλλο οικονομικής φύσεως έγκλημα, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών αδικημάτων καθώς και οικονομικών αδικημάτων σχετιζόμενων με την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα.[6] Συμφωνίες τέτοιου είδους με τις εισαγγελικές αρχές συνάπτονται υποχρεωτικά στο όνομα της εταιρίας, της συνεργασίας ή του συνεταιρισμού και όχι των μελών τους, και δεν επιτρέπεται να συναφθούν ατομικά στο όνομα φυσικού προσώπου, ενώ τυχόν χρηματικά ποσά που θα πρέπει να καταβληθούν στο κράτος στο πλαίσιο της συμφωνίας θα πρέπει να προέρχονται από το αποθεματικό της εταιρίας, συνεργασίας ή συνεταιρισμού και όχι από τις προσωπικές περιουσίες των μελών τους.[7] Η συμφωνία, εφόσον έχει ήδη επικυρωθεί από τον δικαστή που την εποπτεύει – ο οποίος θα πρέπει πρώτα να πεισθεί ότι αυτή είναι δίκαιη, εύλογη, τηρεί την αναλογικότητα και είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης – οδηγεί, αμέσως μετά την κίνηση της δίωξης (η οποία λαμβάνει χώρα με τη διαβίβαση των κατηγοριών που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο [bill of indictment] ενώπιον του Crown Court), στην αναστολή της ποινικής δίωξης και διαδικασίας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα υπό τον όρο ότι το νομικό πρόσωπο θα εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται σε αυτήν. Όσο είναι σε ισχύ και τηρείται η συμφωνία και εξακολουθεί έτσι η αναστολή της ποινικής δίωξης κατά τα παραπάνω, καμία άλλη αρχή δεν επιτρέπεται να διώξει την κατηγορούμενη επιχειρηματική ένωση για τα ίδια αδικήματα – το ίδιο άλλωστε ισχύει και μετά τη λήξη της συμφωνίας, εφόσον έχουν τηρηθεί όλοι οι όροι της.[8]
Ο θεσμός των ΣΑΔ στοχεύει έτσι πρωτίστως στην αποφυγή χρονοβόρων και πολυέξοδων δικών, σε μεγαλύτερο ενδεχομένως βαθμό – λόγω ακριβώς του περίπλοκου και πολυεπίπεδου χαρακτήρα του εταιρικού εγκλήματος – από τους αντίστοιχους θεσμούς εναλλακτικής διευθέτησης της ποινικής διαδικασίας που αφορούν φυσικά πρόσωπα (π.χ. plea bargaining). Επιπρόσθετα, όπως τουλάχιστον υποστηρίζουν οι αρχές ποινικής καταστολής του Ηνωμένου Βασιλείου, μέσω των σχετικών διαδικασιών δίνεται η δυνατότητα στο νομικό πρόσωπο να προβεί σε πλήρη αποζημίωση του κράτους ή/και των θυμάτων της εγκληματικής συμπεριφοράς με ταυτόχρονη ελάττωση των εκτεταμένων παράπλευρων βλαβών που συνεπάγεται συνήθως μια ποινική καταδίκη, όπως π.χ. η καταστροφή της εταιρικής φήμης που μπορεί να οδηγήσει μέχρι το κλείσιμο της επιχείρησης και την απώλεια εργασιακών θέσεων και επενδύσεων εκ μέρους τρίτων (μη εμπλεκόμενων) προσώπων.[9]
2. Νομικό πλαίσιο και πρακτική εφαρμογή
Ο θεσμός των ΣΑΔ εισήχθη στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Φεβρουάριο του 2014 με τις διατάξεις του Παραρτήματος 17 του CCA 2013, οι οποίες στο μεγαλύτερό τους μέρος εφαρμόζονται μόνο εντός Αγγλίας και Ουαλίας.[10] Χρήση του μηχανισμού αυτού μπορούν να κάνουν ως αρμόδιες αρχές κατηγορίας κυρίως η Βασιλική Εισαγγελική Υπηρεσία (Crown Prosecution Service) και το Γραφείο Καταπολέμησης Σοβαρών Μορφών Απάτης (Serious Fraud Office),[11] οι οποίες έχουν εκδώσει από κοινού και έναν οδηγό ορθής πρακτικής (Deferred Prosecution Agreements Code of Practice, COP) σχετικά με τη διαδικασία σύναψης των ΣΑΔ. Ο οδηγός ορθής πρακτικής, ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τον εισαγγελικό λειτουργό που καλείται να εφαρμόσει τις διατάξεις του Παραρτήματος 17 του CCA 2013, περιέχει, μεταξύ άλλων, γενικές κατευθυντήριες αρχές σε σχέση με το σε ποιες υποθέσεις ενδείκνυται η εφαρμογή της διαδικασίας των ΣΑΔ και με τους παράγοντες που θα πρέπει να λάβει υπόψη του ο εισαγγελέας όταν αποφασίζει για την έναρξή της, σε σχέση με την αποκάλυψη επίμαχων πληροφοριών (disclosure of information) από την εισαγγελία προς το νομικό πρόσωπο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αλλά και μετά τη σύναψη της συμφωνίας, σε σχέση με τη χρήση πληροφοριών που αποκτήθηκαν κατά τις διαπραγματεύσεις, σε σχέση με τις χρηματικές ποινές που δύναται να επιβληθούν ως μέρος της συμφωνίας καθώς και σε σχέση με τη διαδικασία τροποποίησης ή ακύρωσης της συμφωνίας λόγω παραβίασης των όρων της.[12] Σε τεχνικό δικονομικό επίπεδο, ιδίως αναφορικά με τη δημοσιότητα και άλλους τυπικούς κανόνες των ακολουθούμενων διαδικασιών, οι διατάξεις του CCA 2013 συμπληρώνονται από το Κεφάλαιο 11 (Part 11) των Κανόνων Ποινικής Δικονομίας 2015 (Criminal Procedure Rules 2015, CPR 2015, όπως ισχύουν).[13] Τέλος το Συμβούλιο Επιμέτρησης Ποινών (Sentencing Council) έχει δημοσιεύσει έναν οδηγό επιμέτρησης των ποινών (Sentencing Guideline) για βασικά οικονομικά και εταιρικά εγκλήματα, με στόχο, μεταξύ άλλων, την υποστήριξη των εισαγγελικών αρχών κατά την προετοιμασία των ΣΑΔ.[14]
Στην πράξη η διαδικασία των ΣΑΔ είναι συνοπτικά η εξής: Αρμόδιος εισαγγελέας αποδίδει στην ύποπτη εταιρία κατηγορίες για συγκεκριμένα οικονομικά αδικήματα. Αν η εταιρία επιδείξει πλήρη συνεργασία με τις αρχές ποινικής καταστολής, καλείται να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τους εισαγγελείς κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις για τις ΣΑΔ. Στο πλαίσιο αυτό οι εισαγγελικές αρχές δεν αποδέχονται τυφλά τις εκθέσεις αυτοελέγχου των εταιριών αλλά διεξάγουν αυτοτελείς έρευνες προς καθορισμό της ακριβούς έκτασης των εγκληματικών συμπεριφορών. Εφόσον οι διαπραγματεύσεις προχωρήσουν, η εταιρία καλείται να συμφωνήσει σε συγκεκριμένους όρους, όπως η πληρωμή χρηματικών ποινών ή αποζημίωσης ή η συνεργασία με τις διωκτικές αρχές σε περίπτωση μελλοντικών ποινικών διώξεων φυσικών προσώπων. Αν ο αρμόδιος δικαστής εγκρίνει τη συμφωνία μεταξύ εισαγγελικών αρχών και εταιρίας, η ποινική δίωξη αναστέλλεται αυτόματα την ίδια τη στιγμή της κίνησής της. Αν η εταιρία δεν εκπληρώσει τους όρους της συμφωνίας, η ποινική δίωξη δύναται να εκκινήσει εκ νέου.[15]
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πνεύμα διαφάνειας που φαίνεται να διέπει τουλάχιστον σε επίπεδο προγραμματικών δηλώσεων τον θεσμό των ΣΑΔ, το Γραφείο Καταπολέμησης Σοβαρών Μορφών Απάτης (Serious Fraud Office) έχει αναρτήσει στο διαδίκτυο τις συναφθείσες συμφωνίες, τους φακέλους των διαπραγματεύσεων με τις αντίστοιχες δηλώσεις περί των πραγματικών περιστατικών (statements of fact), τις επικυρωτικές δικαστικές αποφάσεις και άλλα έγγραφα αναφορικά με τέσσερις σημαντικές υποθέσεις οικονομικών σκανδάλων ευρείας κλίμακας που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο των σχετικών διαδικασιών (Standard Bank/2015, XYZ/2016, Rolls-Royce/2017, Tesco/2017).[16] Αυτό δεν συνεπάγεται βέβαια ότι τα έγγραφα αυτά, με την περιορισμένη έκτασή τους και την προετοιμασία τους σε μεγάλο βαθμό κεκλεισμένων των θυρών, οδηγούν άνευ ετέρου στην πλήρη αποκάλυψη της αλήθειας σχετικά με την ταυτότητα και τον ακριβή αριθμό των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων ή το πραγματικό εύρος των επιμέρους εγκληματικών συμπεριφορών που ενδεχομένως έλαβαν χώρα, ούτε ότι αποτυπώνουν επακριβώς το παρασκήνιο και τα όσα πράγματι ανακαλύφθηκαν κατά τις μακροχρόνιες (κρατικές και ιδιωτικές) έρευνες που προηγήθηκαν των τελικών συμφωνιών. Κατά την εφαρμογή εν γένει εναλλακτικών και άτυπων νομικών εργαλείων που αποσκοπούν πρωτίστως στην εξυπηρέτηση πραγματιστικών αναγκών ενδέχεται όχι μόνο το κοινωνικό σύνολο αλλά ακόμα και στενότεροι κύκλοι ενδιαφερόμενων μερών (όπως είναι π.χ. σε υποθέσεις εταιρικού ενδιαφέροντος οι απλοί μέτοχοι μιας ΑΕ) να μην είναι πάντα σε θέση να ενημερωθούν πλήρως για το σύνολο των επίμαχων γεγονότων. Έτσι και στο πλαίσιο των ΣΑΔ δεν μπορεί de facto, όπως θα φανεί και παρακάτω, να υπάρξει αξίωση πλήρους δημοσιότητας των αποτελεσμάτων των ερευνών και διαπραγματεύσεων ούτε βέβαια πλήρους εφαρμογής κάποιων κεντρικών αρχών και κανόνων της παραδοσιακής ποινικής δίκης, όπως κυρίως των υψηλών αποδεικτικών προδιαγραφών της τελευταίας.
Β. Οι επιμέρους ρυθμίσεις
1. Περιεχόμενο των συμφωνιών αναστολής της δίωξης
Η συμφωνία αναστολής της ποινικής δίωξης είναι υποχρεωτικό να περιλαμβάνει σχετική δήλωση περί των πραγματικών περιστατικών (statement of fact), η οποία μπορεί να περιέχει παραδοχές του νομικού προσώπου (εταιρίας κλπ.) σχετικά με την τέλεση των αποδιδόμενων σε αυτό αδικημάτων. Επίσης στη συμφωνία πρέπει να ορίζεται η ημερομηνία οριστικής λήξης της ισχύος της, αν βεβαίως η συμφωνία δεν έχει λήξει νωρίτερα λόγω παραβίασής της.[17]
Οι όροι που δύνανται να τεθούν με την συμφωνία στο νομικό πρόσωπο, και οι οποίοι ενδέχεται να ορίζεται ότι θα πρέπει να εκπληρωθούν εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος και επί ποινή συγκεκριμένων συνεπειών, είναι μεταξύ άλλων:[18]
- η πληρωμή χρηματικής ποινής (financial penalty) στην εισαγγελική αρχή – το ποσό της συμφωνηθείσας χρηματικής ποινής πρέπει να είναι αντίστοιχο (broadly comparable) του προστίμου (fine) που θα μπορούσε να επιβάλει το δικαστήριο (αν δεν εφαρμοζόταν η διαδικασία των ΣΑΔ) σε περίπτωση καταδίκης μετά από παραδοχή ενοχής (conviction for the alleged offence following a guilty plea), ενώ το ύψος των μειώσεων στην ποινή θα πρέπει να εξαρτάται και από τον βαθμό οικειοθελούς συνεργασίας του νομικού προσώπου με τις έρευνες.[19]
- η αποζημίωση (compensation) των θυμάτων των φερομένων ως τελεσθέντων αδικημάτων.
- η χρηματική δωρεά (donation of money) σε κοινωφελές ίδρυμα ή άλλο τρίτο μέρος.
- η επιστροφή τυχόν κερδών (disgorgement of profits) του νομικού προσώπου προερχόμενων από τα φερόμενα ως τελεσθέντα αδικήματα.
- η εφαρμογή νέων προγραμμάτων compliance ή η τροποποίηση ήδη υφιστάμενων προγραμμάτων compliance σχετιζόμενων με ευρύτερες εταιρικές πολιτικές ή/και την εκπαίδευση των υπαλλήλων του νομικού προσώπου.
- η συνεργασία με τις διωκτικές αρχές κατά την έρευνα των φερομένων ως τελεσθέντων αδικημάτων.
- η πληρωμή στην εισαγγελική αρχή των εύλογων εξόδων (reasonable costs) που σχετίζονται με την έρευνα των φερομένων ως τελεσθέντων αδικημάτων ή με τη διαδικασία των ΣΑΔ.
2. Δικαστική επικύρωση και θέση σε ισχύ των συμφωνιών αναστολής της δίωξης
Η δικαστική επικύρωση των ΣΑΔ αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κύρους τους, χωρίς την οποία δεν μπορεί να ανασταλεί η ποινική δίωξη, και γίνεται σε δύο φάσεις. Κατά την πρώτη προκαταρκτική φάση (preliminary hearing), μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων αλλά πριν την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τους τελικούς όρους της ΣΑΔ, η εισαγγελική αρχή υποχρεούται να υποβάλει αίτηση στο Crown Court ζητώντας την έκδοση δικαστικής δήλωσης (declaration) στην οποία θα αναφέρεται ότι η επίτευξη της σχεδιαζόμενης συμφωνίας πιθανολογείται ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης (likely to be in the interests of justice) και ότι οι προτεινόμενοι όροι της συμφωνίας είναι δίκαιοι, εύλογοι και τηρούν την αναλογικότητα (fair, reasonable and proportionate). Το δικαστήριο πρέπει να αιτιολογήσει την απόφασή του σχετικά με την έκδοση ή μη μιας τέτοιας δήλωσης. Η συνεδρίαση κατά την οποία κρίνεται η αίτηση του εισαγγελέα κατά τα παραπάνω, η ίδια η δικαστική δήλωση καθώς και η ανακοίνωση της αιτιολογίας της πρέπει να λαμβάνουν χώρα κεκλεισμένων των θυρών (in private), ήτοι παρουσία των διάδικων μερών και όχι δημόσια.[20] Κατ’ αυτόν τον τρόπο το δικαστήριο έχει τον τελικό λόγο επί του αποτελέσματος των διαπραγματεύσεων και, σε περίπτωση που η συμφωνία τελικά δεν προ-εγκριθεί, με τον αποκλεισμό της δημοσιότητας επιτυγχάνεται η ομαλή συνέχιση της παραδοσιακής ποινικής δίωξης.[21]
Κατά τη δεύτερη και τελική φάση της δικαστικής επικύρωσης (final hearing), εφόσον έχουν συμφωνηθεί πλέον όλοι οι όροι της ΣΑΔ και εφόσον το δικαστήριο έχει προηγουμένως προβεί σε σχετική δήλωση στο πλαίσιο της πρώτης προκαταρκτικής φάσης επικύρωσης, ο εισαγγελέας πρέπει να υποβάλει αίτηση στο Crown Court ζητώντας την έκδοση νέας (οριστικής αυτή τη φορά) δικαστικής δήλωσης στην οποία να αναφέρεται ότι η συμφωνία είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και ότι οι όροι της συμφωνίας είναι δίκαιοι, εύλογοι και τηρούν την αναλογικότητα. Το δικαστήριο πρέπει να αιτιολογήσει και εδώ την απόφασή του σχετικά με την έκδοση ή μη της δήλωσης επικύρωσης. Η συνεδρίαση κατά την οποία κρίνεται η αίτηση κατά τα παραπάνω μπορεί να γίνει κεκλεισμένων των θυρών (may be held in private). Σε περίπτωση όμως που το δικαστήριο αποφασίσει να εγκρίνει οριστικά τη συμφωνία με τη δήλωσή του, θα πρέπει να το πράξει σε δημόσια συνεδρίαση (in open court) ανακοινώνοντας ταυτόχρονα δημόσια και την αιτιολογία της απόφασής του. Μόνο με την ανακοίνωση αυτή της δήλωσης περί τελικής δικαστικής επικύρωσης από το Crown Court τίθεται σε ισχύ η συμφωνία αναστολής της ποινικής δίωξης.[22]
Κατόπιν τούτου, ο εισαγγελέας υποχρεούται να δημοσιεύσει την ΣΑΔ, την προκαταρκτική δήλωση επικύρωσης του δικαστηρίου και την αιτιολογία της (και αν το δικαστήριο είχε αρχικά αρνηθεί να προβεί σε προκαταρκτική δήλωση, τους λόγους της αρνήσεώς του αυτής) καθώς και την τελική δήλωση επικύρωσης του δικαστηρίου μαζί με την αιτιολογία της. Κατ’ εξαίρεση, με διάταξη νόμου ή με εντολή του δικαστηρίου, ο εισαγγελέας μπορεί να υποχρεωθεί να απόσχει προσωρινά από τις παραπάνω πράξεις δημοσίευσης των επικυρωτικών δικαστικών δηλώσεων, με στόχο την αποφυγή σημαντικού κινδύνου αρνητικού επηρεασμού των παραγόντων απονομής της δικαιοσύνης στο πλαίσιο άλλων νομικών διαδικασιών.[23]
3. Παραβίαση των όρων και δικαστικός τερματισμός των συμφωνιών αναστολής της δίωξης
Ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια ισχύος της επικυρωμένης συμφωνίας αναστολής της ποινικής δίωξης η αρμόδια εισαγγελική αρχή, αν θεωρήσει ότι το νομικό πρόσωπο δεν συμμορφώνεται με τους όρους της συμφωνίας, μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Crown Court ζητώντας να αποφασισθεί από το δικαστήριο αν το νομικό πρόσωπο όντως απέτυχε να συμμορφωθεί με τους όρους της ΣΑΔ.[24] Αν το δικαστήριο μετά από απλή πιθανολόγηση (on the balance of probabilities) διαπιστώσει ότι το νομικό πρόσωπο δεν συμμορφώθηκε με τους συμφωνημένους όρους, μπορεί είτε να καλέσει τα μέρη να καταλήξουν σε συγκεκριμένες προτάσεις θεραπείας της παραβίασης (όπως π.χ. την τροποποίηση των όρων της συμφωνίας)[25] είτε να τερματίσει την ΣΑΔ, οπότε θα πρέπει να κινηθεί στη συνέχεια από τον εισαγγελέα η τυπική διαδικασία άρσης της αναστολής[26] της ποινικής δίωξης.[27] Σε κάθε περίπτωση οι αποφάσεις του δικαστηρίου κατά τα παραπάνω πρέπει να είναι αιτιολογημένες, ενώ οι προηγηθείσες συνεδριάσεις πρέπει να είναι δημόσιες εκτός αν το δικαστήριο κρίνει διαφορετικά.[28] Τέλος, ως προς τη δημοσίευση όλων των σχετικών με την παραβίαση των όρων της συμφωνίας δικαστικών αποφάσεων, ο αγγλικός νόμος περιέχει αντίστοιχες προβλέψεις με εκείνες που ήδη αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με τη δημοσίευση των επικυρωτικών αποφάσεων.[29]
4. Οριστική παύση της δίωξης λόγω λήξης της συμφωνίας αναστολής της δίωξης
Αν τηρηθούν όλοι οι όροι και η συμφωνία δεν τερματιστεί από το δικαστήριο κατά τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω αλλά παραμείνει σε ισχύ μέχρι την ημερομηνία λήξης της (όπως αυτή καθορίζεται στη συμφωνία),[30] η ποινική δίωξη που ασκήθηκε και αναστάλθηκε αυτόματα ως συνέπεια της έγκυρης ΣΑΔ παύει οριστικά με τον εισαγγελέα να ανακοινώνει στο Crown Court ότι δεν επιθυμεί πλέον τη συνέχιση της ποινικής διαδικασίας (discontinuance of proceedings). Επιπρόσθετα ο εισαγγελέας οφείλει κατά κανόνα να προβεί στη δημοσίευση του γεγονότος της παύσης της δίωξης καθώς και των λεπτομερειών που αφορούν τη συμμόρφωση του νομικού προσώπου με τη συμφωνία. Ως συνέπεια των παραπάνω δεν μπορεί πλέον να εκκινήσει νέα ποινική διαδικασία εις βάρος του ίδιου νομικού προσώπου για τα ίδια αδικήματα. Αν όμως μετά τη λήξη ισχύος της συμφωνίας ο εισαγγελέας διαπιστώσει ότι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων το νομικό πρόσωπο παρείχε ανακριβείς, παραπλανητικές ή ελλιπείς πληροφορίες ενώ γνώριζε ή θα έπρεπε να γνωρίζει τα ελαττώματά τους αυτά, τότε η έναρξη νέων ποινικών διαδικασιών εναντίον του νομικού προσώπου είναι δυνατή παρά την κατά τα άλλα ομαλή λήξη ισχύος της ΣΑΔ.[31]
5. Δικονομική χρήση των συλλεγόμενων πληροφοριών
Ενδιαφέρον παρουσιάζει τέλος το ζήτημα της χρήσης σε άλλες ποινικές διαδικασίες του πληροφοριακού υλικού που συλλέχθηκε κατά τις προεργασίες μιας ΣΑΔ, ιδίως αναφορικά με τον κίνδυνο αρνητικού επηρεασμού των δικαστικών αρχών στο πλαίσιο μελλοντικών δικών εάν η σύναψη της συμφωνίας αναστολής της δίωξης αποτύχει σε πρώιμο στάδιο των διαπραγματεύσεων. Ο αγγλικός νόμος ορίζει ότι μετά την οριστική επικύρωση της συμφωνίας από το δικαστήριο η δήλωση περί των πραγματικών περιστατικών (statement of fact), η οποία αποτελεί μέρος της συμφωνίας, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο κάθε ποινικής διαδικασίας εναντίον του νομικού προσώπου σχετικά με τα φερόμενα ως τελεσθέντα αδικήματα ως τυπική παραδοχή των γεγονότων από το νομικό πρόσωπο σύμφωνα με το τμήμα (section) 10 του Criminal Justice Act 1967 (proof by formal admission). Αν αντίθετα μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων η συμφωνία δεν έλαβε την έγκριση του Crown Court, οι επίμαχες πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά τις διαπραγματεύσεις – ήτοι: το υλικό που δείχνει ότι το νομικό πρόσωπο συμμετείχε σε διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ΣΑΔ, συμπεριλαμβανομένων κάθε σχεδίου της συμφωνίας, κάθε σχεδίου δηλώσεων περί των πραγματικών περιστατικών και κάθε άλλης δήλωσης από την οποία προκύπτει ότι νομικό πρόσωπο συμμετείχε στις σχετικές διαπραγματεύσεις, καθώς και κάθε άλλης μορφής υλικό το οποίο δημιουργήθηκε αποκλειστικά και μόνο για τον σκοπό της προετοιμασίας της ΣΑΔ ή της δήλωσης περί των πραγματικών περιστατικών – δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο εις βάρος του νομικού προσώπου παρά μόνο στις εξής περιπτώσεις:
- σε ποινική δίωξη για αδίκημα που συνδέεται με την παροχή ανακριβών, παραπλανητικών ή ελλιπών πληροφοριών.
- σε ποινική δίωξη για άλλο αδίκημα κατά την οποία το νομικό πρόσωπο προβαίνει κατά την αποδεικτική διαδικασία σε δήλωση που έρχεται σε σύγκρουση με το πληροφοριακό υλικό (με την προϋπόθεση ότι το ίδιο το νομικό πρόσωπο ανέδειξε πρώτο το επίμαχο ζήτημα προσκομίζοντας τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία ή θέτοντας κάποιο σχετικό ερώτημα).[32]
ΙΙΙ. Ανάλυση της πρακτικής των συμφωνιών αναστολής της δίωξης και τελικές σκέψεις
Τον Ιανουάριο του 2017 δημοσιεύθηκε η μέχρι σήμερα σημαντικότερη δικαστική απόφαση στο πλαίσιο της διαδικασίας των ΣΑΔ στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία αφορά την επικύρωση της συμφωνίας αναστολής της ποινικής δίωξης μεταξύ της εισαγγελικής αρχής του Γραφείου Καταπολέμησης Σοβαρών Μορφών Απάτης (Serious Fraud Office) και της εταιρίας Rolls Royce. Η συμφωνία αυτή αποτελεί το επιστέγασμα τεσσάρων χρόνων συγχρονισμένων ιδιωτικών και κρατικών ερευνών, ενδοεταιρικού (αυτό)ελέγχου, δικαστικής συνδρομής και εντατικών διαπραγματεύσεων.[33] Στην απόφασή του ο Άγγλος δικαστής του Crown Court σημειώνει καταρχάς ότι τα υπό κρίση περιστατικά πολύχρονης, εκτεταμένης και διακρατικής διαφθοράς και δωροδοκιών[34] θα έπρεπε κανονικά να τύχουν διερεύνησης στο πλαίσιο της παραδοσιακής ποινικής δίωξης και δίκης, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της βαρύτητας των διαπραχθέντων αδικημάτων. Παρόλα αυτά ο δικαστής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εν προκειμένω είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης η συγκεκριμένη υπόθεση να διευθετηθεί κατ’ εξαίρεση με μια δίκαιη, εύλογη και αναλογική συμφωνία αναστολής της δίωξης μέσω της εφαρμογής του εναλλακτικού μηχανισμού των ΣΑΔ. Χωρίς να περιορίζεται σε μια απλά τυπική εξέταση της συμφωνίας, ο δικαστής οδηγείται στο συμπέρασμα αυτό μετά από ανεξάρτητη και ενδελεχή ανάλυση και συνεκτίμηση των προσκομισθέντων από τα μέρη στοιχείων, του δημοσίου συμφέροντος καθώς και παραγόντων σχετιζόμενων γενικά με την αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση του οικονομικού και εταιρικού εγκλήματος μέσω της προτεινόμενης ΣΑΔ.[35]
Ως προς το περιεχόμενο του βασικού κριτηρίου επικύρωσης, ήτοι του «συμφέροντος της δικαιοσύνης (in the interests of justice)», ο Άγγλος δικαστής συνεκτίμησε πρωτίστως (α) τη βαρύτητα των αδικημάτων, (β) την (προληπτική και παραδειγματική) σημασία που έχουν εν γένει για το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης οι παραδοχές ενοχής, ο αυτοέλεγχος και η οικειοθελής εκτεταμένη συνεργασία με τις έρευνες, (γ) τυχόν εγκληματική προϊστορία του εμπλεκόμενου νομικού προσώπου, (δ) την εφαρμογή προγραμμάτων compliance πριν και μετά την τέλεση των αδικημάτων και την επιβολή πειθαρχικών μέτρων καθώς και (ε) τις διαρθρωτικές ενδοεταιρικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που έλαβαν χώρα ιδίως σε σχέση με το εμπλεκόμενο προσωπικό. Δευτερευόντως η απόφαση συνεκτίμησε τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει μια ποινική δίωξη και η τυχόν καταδίκη του νομικού προσώπου εκτός του πλαισίου των ΣΑΔ σε αμέτοχους υπαλλήλους και άλλους αθώους τρίτους καθώς και τα πρακτικά οφέλη μιας γρήγορης εξωδικαστηριακής διευθέτησης της υπόθεσης για το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης.[36] Βρίσκοντας κατόπιν τους επαχθείς και επαρκώς τιμωρητικούς για την εταιρία συμφωνηθέντες όρους της ΣΑΔ δίκαιους, εύλογους και σύμφωνους με την αρχή της αναλογικότητας, ο δικαστής προχώρησε εν τέλει στην οριστική επικύρωση της συμφωνίας.[37] Έτσι η δικαστική επικύρωση της συμφωνίας αυτής απέφερε και ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό στο δημόσιο ταμείο (καταβολές εκ μέρους της Rolls Royce τουλάχιστον £497.252.645 σε χρηματικές ποινές και επιστροφή κερδών καθώς και £13.000.000 σε δικαστικά έξοδα), συνιστώντας, σύμφωνα με τις αρχές, την επαχθέστερη μέχρι τώρα περίπτωση καταστολής («enforcement») σε βάρος νομικού προσώπου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Παράλληλα οι ποινικές έρευνες των διωκτικών αρχών εις βάρος των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων συνεχίζονται απρόσκοπτα μέχρι σήμερα χωρίς, θεωρητικά τουλάχιστον, να έχουν επηρεαστεί από τη διαδικασία των ΣΑΔ.[38]
Από τον τρόπο εφαρμογής των διατάξεων των ΣΑΔ από τις βρετανικές εισαγγελικές αρχές και το Crown Court στην παραπάνω υπόθεση γίνονται εμφανή, τουλάχιστον από μια πραγματιστική σκοπιά, τα αρκετά οφέλη που μπορεί να έχει ο εναλλακτικός αυτός μηχανισμός στη δίωξη σύνθετων οικονομικών εγκλημάτων τέτοιας κλίμακας, ήτοι:
– η σχετικά ταχεία και υπό όρους στενής συνεργασίας μεταξύ νομικού προσώπου και διωκτικών αρχών επιτευχθείσα εξωδικαστηριακή διευθέτηση μιας τεχνικά και αποδεικτικά περίπλοκης υπόθεσης με παραδοχή της ενοχής για αδικήματα που ενδεχομένως να ήταν πολύ δύσκολο να αποδειχτούν[39] πλήρως στο πλαίσιο, με τα μέσα και κατά το μέτρο απόδειξης της παραδοσιακής ποινικής δίωξης και δίκης
– ο όχι απλά τυπικός αλλά αντίθετα ουσιαστικός δικαστικός έλεγχος της ΣΑΔ (τουλάχιστον όσον αφορά τα από το νόμο τιθέμενα κριτήρια του «συμφέροντος της δικαιοσύνης» και του «δίκαιου, εύλογου και αναλογικού» χαρακτήρα των όρων της συμφωνίας)
– ο από οικονομικής άποψης σίγουρα επωφελής για το κράτος συνδυασμός χρηματικής ποινής και επιστροφής (ή ορθότερα «συμφωνημένης κατάσχεσης») των κερδών από την εγκληματική δραστηριότητα
– η ελαχιστοποίηση των συνοδευτικών επιπτώσεων στον ευρύτερο οικονομικό τομέα της χώρας που μπορεί να συνεπάγεται η ποινική καταδίκη μιας μεγάλης και σημαίνουσας επιχείρησης με διατήρηση παράλληλα του αρκούντος τιμωρητικού για την εταιρία χαρακτήρα της συμφωνίας, η οποία θα μπορούσε να τύχει έτσι ευκολότερα της αναγκαίας κοινωνικής αποδοχής
– και τέλος η παροχή εγγυήσεων σχετικά με την αποτροπή φαινομένων «αμνηστίας» από τις ποινικές διώξεις των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων, ιδίως εκείνων των υψηλόβαθμων διευθυντικών στελεχών που φέρονται να είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για τα αδικήματα που διαπράχθηκαν στο όνομα της εταιρίας.
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν αναιρούν βέβαια το γεγονός του εξαιρετικού χαρακτήρα της παραπάνω υπόθεσης: Εν προκειμένω η εμπλεκόμενη εταιρία (συγκεκριμένα: το νέο διοικητικό της συμβούλιο) παραδέχθηκε σε πνεύμα αυτοκάθαρσης τη διάπραξη των αδικημάτων μέσω διαδικασιών αυτοελέγχου και «αυτοαναφοράς», συνεργάστηκε οικειοθελώς και εκτενώς με τις κρατικές αρχές ήδη από τα πολύ πρώιμα στάδια των ερευνών και εν τέλει υπήρξε διατεθειμένη (καθώς είχε αυτή τη δυνατότητα) να πληρώσει τεράστια χρηματικά ποσά στο κράτος ώστε να εξασφαλίσει με τον τρόπο αυτό τη συνέχιση της λειτουργίας της έστω και υπό αρκετά δυσμενείς όρους. Από την άλλη πλευρά, όπως ήδη αναφέρθηκε, ούτε το κοινωνικό σύνολο αλλά ούτε και οι δικαστικές αρχές είναι εν τοις πράγμασι σε θέση να έχουν πλήρη γνώση του περιεχομένου των διαπραγματεύσεων ή του συνόλου των άτυπων παράπλευρων συμφωνιών που ενδεχομένως έλαβαν χώρα μεταξύ εισαγγελέων και των εκπροσώπων και υψηλόβαθμων (πρώην και νυν) στελεχών της εταιρίας.[40] Όσον αφορά εξάλλου τις ποινικές διώξεις των ύποπτων φυσικών προσώπων, οι οποίες αναμένεται να διαρκέσουν μεγάλο χρονικό διάστημα, τα ονόματά τους για νομικούς και πραγματικούς λόγους δεν αναφέρονται πουθενά στη δικαστική απόφαση επικύρωσης της υπό κρίση ΣΑΔ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει εν προκειμένω ιδίως το ζήτημα του κατά πόσο θα εξεταστεί από τις αρχές το σύνολο των πολύπλοκων πραγματικών περιστατικών και υπόπτων καθώς και η πιθανότητα οι κατηγορίες εναντίον των πρώην επικεφαλής της εταιρίας να κριθούν και αυτές όχι στο πλαίσιο της παραδοσιακής ποινικής δίκης αλλά μέσω της διαπραγματευτικής διαδικασίας του plea bargaining (όπως εξάλλου έχει συμβεί κατά κόρον τα τελευταία χρόνια και σε άλλες δικαιοδοσίες που κλήθηκαν να εξετάσουν υποθέσεις διεθνούς διαφθοράς, με σημαντικότερη το σκάνδαλο δωροδοκιών στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο).
Ανακύπτει έτσι το ερώτημα, εάν υφίσταται ο κίνδυνος, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση τη γρήγορη και ενδεχομένως πρακτικά συμφέρουσα για όλες τις πλευρές επίλυση κάποιων λίγων βαρυνουσών αλλά στην πραγματικότητα ακραίων υποθέσεων, να ανοίξει κάποια στιγμή οριστικά και αμετάκλητα εκείνη η κερκόπορτα στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης που θα επιτρέπει στις διωκτικές αρχές και σε (όχι απαραίτητα «αμέτοχους») εκπροσώπους κάθε είδους εταιρικών σχηματισμών να προβαίνουν ανά πάσα στιγμή και χωρίς ουσιαστικό έλεγχο σε διαπραγματεύσεις και ενίοτε εκατέρωθεν «εκβιασμούς» κεκλεισμένων των θυρών. Εκτός των άλλων, το ενδεχόμενο αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαστρεβλώσεις της ουσιαστικής αλήθειας συχνότερες και μεγαλύτερες σε εύρος ακόμα και από εκείνες που το σύστημα του plea bargaining μπορεί να αντέξει. Ερωτήματα τέτοιου τύπου θα πρέπει βέβαια να εξετάζονται και υπό το πρίσμα των εκάστοτε δικαιοπολιτικών αναγκών και του ευρύτερου οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος του κάθε κράτους ξεχωριστά που επιλέγει να εφαρμόσει μέτρα εναλλακτικής διευθέτησης των ποινικών υποθέσεων. Εντούτοις οι πιθανές συνέπειες σε βάθος χρόνου μιας (σε αυτή τη φάση ακόμα υποθετικής) αναγωγής σε πρακτικό κανόνα της εξωδικαστηριακής συνεννόησης των οργάνων ποινικής καταστολής με εκπροσώπους ισχυρών εταιρικών συμφερόντων αναφορικά με τη διαλεύκανση και τιμωρία σοβαρών οικονομικών εγκλημάτων, κατά παράκαμψη μάλιστα κεντρικών αρχών του κράτους δικαίου και ιδίως της αρχής της νομιμότητας στην ποινική δίωξη και των υψηλών αποδεικτικών απαιτήσεων της ποινικής δίκης, αρκούν για να δικαιολογήσουν μια γενικότερη ανησυχία σχετικά με τη μελλοντική λειτουργία του ευρύτερου συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Σε σχέση δε με τις εδώ εξεταζόμενες ΣΑΔ, ανησυχητικό είναι και το γεγονός της προσπάθειας των αγγλικών αρχών να παρουσιάσουν το τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας ως ακραιφνές μέτρο καταστολής.[41] Στην πραγματικότητα, όπως μαρτυρούν σε πολλά σημεία τους τόσο οι φάκελοι των διαπραγματεύσεων για τις ήδη διευθετηθείσες υποθέσεις όσο εν τέλει και η ίδια η επίσημη ονομασία του θεσμού, η «επιτυχία» της διαδικασίας των ΣΑΔ βασίζεται κατ’ ουσία όχι στη μονόπλευρη επιβολή καταναγκαστικών κυρωτικών μέτρων αλλά σε ένα πολύ ιδιαίτερο είδος αμφοτεροβαρούς συμβατικής επίλυσης διαφορών ποινικού ενδιαφέροντος, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει σε επίπεδο quid pro quo ανταλλαγών και παρασκηνιακών συνεννοήσεων που προηγούνται της δημοσίευσης των τελικών συμφωνιών και των όρων τους.
Εξάλλου, αφήνοντας για λίγο στην άκρη την αρχή της ενοχής, η οποία σε κάποιες έννομες τάξεις εξακολουθεί να στέκεται εμπόδιο στη δογματική τουλάχιστον νομιμοποίηση της ποινικής δίωξης νομικών προσώπων, οι παραπάνω πρακτικοί λόγοι που στηρίζουν την εξωδικαστηριακή συνδιαλλαγή των κρατικών αρχών με εταιρίες δεν φαίνεται να επαρκούν για να δικαιολογήσουν πλήρως την ενεργοποίηση των μηχανισμών ποινικής δικαιοσύνης αναφορικά με τη δίωξη νομικών προσώπων. Επιπρόσθετα στην αδιαμφισβήτητα αναγκαία εξοικονόμηση επαρκών πόρων και μέσων για την αυτοτελή ποινική δίωξη των φυσικών προσώπων που βρίσκονται πίσω από μεγάλα οικονομικά και εταιρικά σκάνδαλα, τα συστήματα δικαιοσύνης δύνανται να επιλέξουν πλέον μεταξύ άλλων ήδη διαθέσιμων εναλλακτικών λύσεων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της εταιρικής διαφθοράς, οι οποίες δεν προϋποθέτουν προσυμφωνημένες εκπτώσεις και συμβιβασμούς αναφορικά με βασικές αρχές, κανόνες και στόχους της ποινικής δικαιοσύνης.
Έτσι, για παράδειγμα θα μπορούσε να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στη χρήση θεσμών και καταναγκαστικών μέτρων του ιδιωτικού δικαίου, όπως ιδίως στους αστικής φύσεως μηχανισμούς κατάσχεσης (π.χ. civil law asset forfeiture στο πλαίσιο μη στηριζόμενων σε καταδίκη δημεύσεων [non-conviction-based confiscations]) του συνόλου των κερδών του νομικού προσώπου από εγκληματικές δραστηριότητες που έλαβαν χώρα στο όνομα και προς όφελός του. Κατασχέσεις τέτοιου τύπου στηρίζονται συνήθως σε δικαστικές αποφάσεις βασιζόμενες σε απλή πιθανολόγηση (οn the balance of probabilities)[42] και δύνανται να λάβουν χώρα μετά από λογιστικές έρευνες παρόμοιες ή και λιγότερο περίπλοκες και χρονοβόρες σε σχέση με εκείνες που περιγράφονται στη δικαστική απόφαση για την υπόθεση Rolls Royce. Εξάλλου, εναλλακτική λύση αντί της «τιμωρητικής» αλλά πάντως προσυμφωνημένης επιβολής χρηματικών ποινών καθώς και προγραμμάτων compliance στο πλαίσιο των διαδικασιών των ΣΑΔ θα μπορούσε να αποτελέσει χωρίς μεγάλα προβλήματα η μονομερής επιβολή διοικητικών προστίμων από τις εποπτικές αρχές – το ύψος των οποίων θα μπορούσε τόσο για λόγους πρόληψης (παραδειγματικής συμμόρφωσης) όσο και αναλογικότητας της καταστολής να εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, και από παράγοντες εταιρικής μεταμέλειας, αυτοελέγχου και συνεργασίας με τα κρατικά (διοικητικά, ανακριτικά και διωκτικά) όργανα – καθώς αντίστοιχα και η διοικητική επιβολή διαρθρωτικών μέτρων για την προώθηση λειτουργικών ενδοεταιρικών μεταρρυθμίσεων. Η δε γενικότερη καταναγκαστική επιβολή από το κράτος ειδικών προγραμμάτων compliance για την καταπολέμηση της εταιρικής διαφθοράς θα μπορούσε ενδεχομένως να λειτουργήσει αποτελεσματικά και σε επίπεδο γνήσιας πρόληψης, δηλαδή πριν τη διάπραξη οποιασδήποτε αξιόποινης πράξης, με την προϋπόθεση ότι η μη συμμόρφωση των νομικών προσώπων με τους όρους των προγραμμάτων αυτών θα οδηγεί στην επιβολή υψηλών προστίμων και άλλων κυρώσεων διοικητικού χαρακτήρα.
Τέλος, είναι βέβαια αμφίβολο κατά πόσο το στην παρούσα μελέτη εξεταζόμενο αγγλικό νομικό πλαίσιο και η αντίστοιχη πρακτική των ΣΑΔ θα μπορούσαν να τύχουν ανάλογης εφαρμογής σε έννομες τάξεις που όχι μόνο δεν γνωρίζουν την ποινική ευθύνη νομικών προσώπων αλλά και βασίζουν ολόκληρο το σύστημα ποινικής καταστολής στην ακραιφνή εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας στην ποινική δίωξη, απορρίπτοντας μηχανισμούς που λειτουργούν υπό όρους ευρείας διακριτικής ευχέρειας των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, πολλώ δε μάλλον όταν αυτοί βασίζονται στον ορισμό και τη χρήση δύσκολων αόριστων εννοιών (όπως εν προκειμένω του «συμφέροντος της δικαιοσύνης» ως κριτηρίου για τη δικαστική επικύρωση της συμφωνίας αναστολής της ποινικής δίωξης). Τούτο όμως δεν αποκλείει, ακόμα και σε τέτοιου τύπου έννομες τάξεις, όχι μόνο την υιοθέτηση κυρωτικών εργαλείων μεικτής φύσεως, όπως για παράδειγμα το sui generis σύστημα των παραβάσεων τάξεως (Ordnungswidrigkeitenrecht)[43] στη Γερμανία, αλλά ακόμα και τον «δανεισμό» συγκεκριμένων ιδεών πάνω στις οποίες στηρίζεται η εναλλακτική διαδικασία των ΣΑΔ προς βελτιστοποίηση των ήδη υφιστάμενων μηχανισμών καταπολέμησης της εταιρικής διαφθοράς.
Ιδίως η προώθηση ενός μοντέλου ανοικτής επικοινωνίας, συνεργασίας και θεσμικού διαλόγου μεταξύ εποπτικών διοικητικών αρχών, διωκτικών οργάνων και εταιριών που επιδεικνύουν εμπράκτως αυξημένα προληπτικά αντανακλαστικά ή/και ενεργή προδιάθεση «αυτοκάθαρσης», πέρα από τα σημαντικά πρακτικά οφέλη που αναλύθηκαν παραπάνω, θα μπορούσε να εξασφαλίσει υπό προϋποθέσεις ακόμα και την απαιτητική και αναγκαία κοινωνική νομιμοποίηση (κυρίως σε χώρες που αντιμετωπίζουν εκτεταμένα φαινόμενα οικονομικής διαφθοράς).[44] Οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν κυρίως τον συνολικό χαρακτήρα των μέτρων, ο οποίος θα πρέπει να είναι αρκούντος «παραδειγματικός» και επαρκώς «τιμωρητικός», επιτρέποντας ή και διευκολύνοντας (συνεργατικές και πολυμερείς αλλά πάντως κεντρικά συντονισμένες) πολύπλευρες έρευνες των υποθέσεων εταιρικής διαφθοράς καθώς και ευέλικτες κυρωτικές και δικονομικές πράξεις εκ μέρους της διοίκησης, με βασικούς στόχους την επιστροφή στο δημόσιο ταμείο του συνόλου των κερδών από εγκληματικές δραστηριότητες και παράλληλα την προώθηση στρατηγικών εταιρικής εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης. Ακόμα και έξω από τα στενά όρια του συστήματος ποινικής καταστολής είναι επίσης σκόπιμο κατά τα παραπάνω να εξασφαλίζεται η εποπτική και εγγυητική συμμετοχή δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών στο σύνολο των διαδικασιών. Εξάλλου – και αυτό είναι ένα από τα πιο ευαίσθητα και δυσεπίλυτα ζητήματα – το νομικό πλαίσιο και οι διαδικασίες που ρυθμίζουν και αποδίδουν τυχόν εταιρικές ευθύνες κάθε φύσεως δεν θα πρέπει να στέκονται με κανένα τρόπο εμπόδιο στην ποινική δίωξη και απόδοση ποινικών ευθύνη σε σχέση με το σύνολο των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων.
Στην πράξη βέβαια για την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας και της ομαλής λειτουργίας εντός του ευρύτερου πλαισίου της εννόμου τάξεως οποιουδήποτε ολιστικού μοντέλου καταπολέμησης της εταιρικής διαφθοράς προαπαιτούμενη είναι όχι μόνο η ανάπτυξη ενός κλίματος αλληλοεμπιστοσύνης μεταξύ κρατικών φορέων, οικονομικών θεσμών και κοινωνικού συνόλου σε συνδυασμό με την ταχεία και απαλλαγμένη από περιττούς γραφειοκρατικούς περιορισμούς λήψη αποφάσεων εκ μέρους των αρχών, αλλά και η ουσιαστική επίλυση μιας σειράς από άλλα κεντρικής σημασίας ζητήματα. Αυτά αφορούν, μεταξύ άλλων, τη ρύθμιση της σχέσης μεταξύ ποινικής δίωξης και διοικητικών και ιδιωτικών ερευνών, τη μεταφορά των αποδεικτικών ευρημάτων από τη μια δικαιοδοσία/διαδικασία στην άλλη (λαμβανομένης ιδίως υπόψη της αρχής nemo tenetur se ipsum prodere/accusare), θέματα ουσιαστικού ποινικού δικαίου όπως για παράδειγμα ζητήματα εταιρικής απιστίας και επαγγελματικού απορρήτου καθώς και την ευθύνη, χρήση και προστασία πληροφοριοδοτών σε επίπεδο διοικητικού, πειθαρχικού και ποινικού δικαίου. Τέλος, στο πλαίσιο δικαιοπολιτικών συζητήσεων σχετικά με την υιοθέτηση νέων μέτρων, προγραμμάτων και μηχανισμών κατά του οικονομικού και εταιρικού εγκλήματος κεντρική θέση σε κάθε κράτος δικαίου θα πρέπει να κατέχουν οι γενικές αρχές της «διαδικαστικής δικαιοσύνης» (procedural justice), πρωτίστως δε εκείνες που αφορούν τις εγγυήσεις της ανοικτής και συμμετοχικής/εκπροσωπευτικής δικαιοσύνης καθώς και τη διαφάνεια και δημοσιότητα των διαδικασιών έρευνας, δίωξης και επίλυσης διαφορών.[45]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. αναλυτικά Billis Ε./Knust N., Alternative Types of Procedure and the Formal Limits of National Criminal Justice: Aspects of Social Legitimacy, σε: U. Sieber/V. Mitsilegas/C. Mylonopoulos/ E. Billis/ N. Knust (επιμ.), Alternative Systems of Crime Control. National, Transnational, and International Dimensions, Berlin, Duncker & Humblot 2018, σ. 39 επ. με περαιτέρω παραπομπές.
[2] Βλ. Billis Ε./Knust N., ό.π., σ. 41 επ.
[3] Βλ. ενδεικτικά Anderson J./Waggoner I., The Changing Role of Criminal Law in Controlling Corporate Behavior, RAND, Santa Monica 2014, σ. 69 επ.; Brodowski D. κ.ά. (επιμ.), Regulating Corporate Criminal Liability, Springer, Cham 2014, σ. 197 επ.; Lord N., Regulating Corporate Bribery in International Business. Anti-corruption in the UK and Germany, Routledge, London 2016, σ. 81 επ.; Manacorda S. κ.ά. (επιμ.), Preventing Corporate Corruption. The Anti-Bribery Compliance Model, Springer, Cham 2014; Rotsch T. (επιμ.), Criminal Compliance. Handbuch, Nomos, Baden-Baden 2015, σ. 1153 επ.
[4] Για την εκτεταμένη χρήση DPAs και non-prosecution agreements (NPAs) στις ΗΠΑ βλ. Barkow Α./Barkow R., Introduction, σε: Α. Barkow/R. Barkow (επιμ.), Prosecutors in the Boardroom: Using Criminal Law to Regulate Corporate Conduct, NYUP, New York 2011, σ. 4. Βλ. επίσης Oded S., Deferred Prosecution Agreements: Prosecutorial Balance in Times of Economic Meltdown, Law Journal for Social Justice (2) 2011, 65 και Spivack P./Sujit R., Regulating the 'New Regulators': Current Trends in Deferred Prosecution Agreements, American Criminal Law Review (45) 2008.
[5] Βλ. Sch. 17 παρ. 4 CCA 2013.
[6] Για περισσότερες λεπτομέρειες σε σχέση με τα ειδικότερα εγκλήματα που εμπίπτουν στη ρύθμιση βλ. Sch. 17 παρ. 1, 15-31 CCA 2013.
[7] Βλ. ειδικότερα Sch. 17 παρ. 4 CCA 2013.
[8] Βλ. Sch. 17 παρ. 1-2, 7-8 CCA 2013.
[9] Βλ. https://www.sfo.gov.uk/publications/guidance-policy-and-protocols/deferred-prosecution-agreements/.
[10] http://www.legislation.gov.uk/ukpga/2013/22/schedule/17.
[11] Βλ. ειδικότερα Sch. 17 παρ. 3 CCA 2013.
[12] https://www.sfo.gov.uk/publications/guidance-policy-and-protocols/deferred-prosecution-agreements/ . Βλ. και Sch. 17 παρ. 6 CCA 2013.
[13] https://www.justice.gov.uk/courts/procedure-rules/criminal/rulesmenu-2015.
[14] https://www.sentencingcouncil.org.uk/wp-content/uploads/Fraud_bribery_and_money_laundering_offences_-_Definitive_guideline.pdf.
[15] Βλ. συνοπτικά https://www.sfo.gov.uk/publications/guidance-policy-and-protocols/deferred-prosecution-agreements/.
[16] Βλ. https://www.sfo.gov.uk/publications/guidance-policy-and-protocols/deferred-prosecution-agreements/.
[17] Βλ. Sch. 17 παρ. 5(1-2) CCA 2013.
[18] Βλ. Sch. 17 παρ. 5(3-5) CCA 2013.
[19] Βλ. παρ. 8 COP. Βλ. και https://www.sentencingcouncil.org.uk/wp-content/uploads/Fraud_bribery_and_money_laundering_offences_-_Definitive_guideline.pdf. Βλ. και CROWN COURT, Approved Judgment of 17 January 2017, SFO v Rolls-Royce plc & anor., Case No: U20170036 (https://www.judiciary.uk/wp-content/uploads/2017/01/sfo-v-rolls-royce.pdf), αρ. 85-123. Σχετικά με την κατάληξη των χρημάτων στο δημόσιο ταμείο βλ. Sch. 17 παρ. 14 CCA 2013.
[20] Βλ. Sch. 17 παρ. 7 CCA 2013.
[21] Βλ. CROWN COURT, Approved Judgment of 17 January 2017, SFO v Rolls-Royce plc & anor., Case No: U20170036 (https://www.judiciary.uk/wp-content/uploads/2017/01/sfo-v-rolls-royce.pdf), αρ. 7.
[22] Βλ. Sch. 17 παρ. 8 CCA 2013. Για τις τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με τη δημοσιότητα των συνεδριάσεων καθώς και με τον τύπο και το περιεχόμενο των διάφορων αιτήσεων, ανακοινώσεων και δηλώσεων βλ. R. 11.2.-11.4. CPR 2015.
[23] Βλ. αναλυτικά Sch. 17 παρ. 8(7) και 12 CCA 2013 καθώς και R. 11.9. CPR 2015. Βλ. και CROWN COURT, Approved Judgment of 17 January 2017, SFO v Rolls-Royce plc & anor., Case No: U20170036 (https://www.judiciary.uk/wp-content/uploads/2017/01/sfo-v-rolls-royce.pdf), αρ. 11.
[24] Αν ο εισαγγελέας πιστεύει ότι υπήρξε παραβίαση των όρων της συμφωνίας αλλά αποφασίσει να μην υποβάλει σχετική αίτηση στο δικαστήριο, θα πρέπει να δημοσιεύσει τους λόγους της απόφασής του αυτής, βλ. σχετικά Sch. 17 παρ. 9(8) CCA 2013.
[25] Αναλυτικά σε σχέση με αυτή και τις λοιπές δυνατότητες τροποποίησης των ΣΑΔ καθώς και σε σχέση με τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθηθεί βλ. Sch. 17 παρ. 10 CCA 2013 καθώς και R. 11.2., 11.6. CPR 2015.
[26] Για τη διαδικασία άρσης της αναστολής της ποινικής δίωξης μετά τον τερματισμό της συμφωνίας από το δικαστήριο βλ. R. 11.2., 11.7. CPR 2015.
[27] Βλ. Sch. 17 παρ. 9(1-4) CCA 2013.
[28] Βλ. R. 11.2.(1, 4), 11.5. CPR 2015.
[29] Βλ. αναλυτικά Sch. 17 παρ. 9(5-7) CCA 2013.
[30] Η συμφωνία θεωρείται ότι δεν έχει λήξει ακόμα και μετά το πέρας της συμφωνημένης ημερομηνίας λήξης εφόσον πριν τη συμφωνημένη λήξη είχε υποβληθεί εισαγγελική αίτηση προς το δικαστήριο λόγω παραβίασης της συμφωνίας η οποία δεν έχει ακόμα αποφασιστεί από το δικαστήριο ή το δικαστήριο είχε ζητήσει από τα μέρη να προβούν από κοινού σε προτάσεις διόρθωσης της παραβίασης χωρίς αυτό να έχει καταστεί ακόμα εφικτό ή τα μέρη είχαν συμφωνήσει στις αναγκαίες τροποποιήσεις προς διόρθωση των παραβιάσεων της συμφωνίας χωρίς όμως το νομικό πρόσωπο να έχει ακόμα εφαρμόσει τους νέους όρους της συμφωνίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις το χρονικό σημείο λήξης της συμφωνίας αναπροσαρμόζεται αντίστοιχα σύμφωνα με τα επιμέρους οριζόμενα στις διατάξεις του Sch. 17 παρ. 11(4-7) CCA 2013.
[31] Βλ. αναλυτικά Sch. 17 παρ. 11(1-3, 8) και 12 CCA 2013. Βλ. και R. 11.8. CPR 2015.
[32] Βλ. αναλυτικά Sch. 17 παρ. 13 CCA 2013.
[33] Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ιδίως η πλήρης συνεργασία των εντεταλμένων οργάνων εσωτερικού ελέγχου της εταιρίας με τις διωκτικές αρχές, γεγονός που έπαιξε σημαντικό ρόλο και σε σχέση με την τελική δικαστική επικύρωση της συμφωνίας, βλ. λεπτομέρειες σε Crown Court, Approved Judgment of 17 January 2017, SFO v Rolls-Royce plc & anor., Case No: U20170036 (https://www.judiciary.uk/wp-content/uploads/2017/01/sfo-v-rolls-royce.pdf), αρ. 15-24.
[34] Τα οποία έλαβαν χώρα σε διάστημα τριών δεκαετιών σε επτά έννομες τάξεις και τρείς επιχειρηματικούς τομείς, με εμπλεκόμενους, μεταξύ άλλων, ανώτατα διοικητικά στελέχη της εταιρίας.
[35] Βλ. Crown Court, Approved Judgment of 17 January 2017, SFO v Rolls-Royce plc & anor., Case No: U20170036 (https://www.judiciary.uk/wp-content/uploads/2017/01/sfo-v-rolls-royce.pdf), αρ. 138-139.
[36] Βλ. αναλυτικά Crown Court, Approved Judgment of 17 January 2017, SFO v Rolls-Royce plc & anor., Case No: U20170036 (https://www.judiciary.uk/wp-content/uploads/2017/01/sfo-v-rolls-royce.pdf), αρ. 33-60 (ιδίως αρ. 61-64).
[37] Για τη σχετική ανάλυση του δικαστή, ιδίως σε σχέση με το σύνθετο ζήτημα του ύψους της χρηματικής ποινής που θα πρέπει να καταβάλει η εταιρία, βλ. Crown Court, Approved Judgment of 17 January 2017, SFO v Rolls-Royce plc & anor., Case No: U20170036 (https://www.judiciary.uk/wp-content/uploads/2017/01/sfo-v-rolls-royce.pdf), αρ. 65-137.
[38] Βλ. αναλυτικά https://www.sfo.gov.uk/cases/rolls-royce-plc/ και https://www.sfo.gov.uk/2017/01/17/sfo-completes-497-25m-deferred-prosecution-agreement-rolls-royce-plc/.
[39] Πρβλ. π.χ. σε σχέση με το ζήτημα της μη δυνατότητας επακριβούς υπολογισμού της ζημιάς που υπέστην ένας μεγάλος αριθμός θυμάτων πράξεων διαφθοράς σε διάστημα τριών δεκαετιών, Crown Court, Approved Judgment of 17 January 2017, SFO v Rolls-Royce plc & anor., Case No: U20170036 (https://www.judiciary.uk/wp-content/uploads/2017/01/sfo-v-rolls-royce.pdf), αρ. 81-84.
[40] Ακόμα και στην ίδια την επικυρωτική δικαστική απόφαση της συμφωνίας Rolls Royce αφήνεται να εννοηθεί για παράδειγμα ότι κάποιες χρονικές περίοδοι όπου πιθανόν να έλαβαν χώρα εγκληματικές συμπεριφορές και οι οποίες δεν καλύπτονται από τη συμφωνία για πραγματικούς λόγους ενδέχεται να μην εξεταστούν ποτέ από τις αρχές, βλ. Crown Court, Approved Judgment of 17 January 2017, SFO v Rolls-Royce plc & anor., Case No: U20170036 (https://www.judiciary.uk/wp-content/uploads/2017/01/sfo-v-rolls-royce.pdf), αρ. 134-136.
[41] Βλ. π.χ. https://www.sfo.gov.uk/2017/01/17/sfo-completes-497-25m-deferred-prosecution-agreement-rolls-royce-plc/.
[42] Βλ. π.χ. για τις σχετικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης: http://www.europarl.europa.eu/legislative-train/theme-area-of-justice-and-fundamental-rights/file-common-rules-for-non-conviction-based-confiscation.
[43] Βλ. ιδίως §§ 17(4), 29a, 30, 88, 130-131 Gesetz über Ordnungswidrigkeiten (OWiG, http://www.gesetze-im-internet.de/owig_1968/index.html), ενώ για τις πιθανές συγκρούσεις μεταξύ των διαφορετικών νομικών πλαισίων που διέπουν τις έρευνες των διωκτικών και εποπτικών διοικητικών αρχών σε περιπτώσεις οικονομικών εταιρικών σκανδάλων βλ. για παράδειγμα την πρόσφατη απόφαση του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Volkswagen AG (diesel emissions scandal), BVerfG, Beschluss der 3. Kammer des Zweiten Senats vom 27. Juni 2018- 2 BvR 1405/17 (https://www.bundesverfassungsgericht.de/SharedDocs/Entscheidungen/DE/2018/06/rk20180627_2bvr140517.html).
[44] Για τους παράγοντες κοινωνικής νομιμοποίησης (social legitimacy) στο πλαίσιο εν γένει των εναλλακτικών μηχανισμών επίλυσης των ποινικών διαφορών βλ. Billis Ε./Knust N., ό.π., σ. 48 επ.
[45] Πρβλ. Rehbinder M., Rechtsoziologie, 6η έκδ., Beck, Munich 2007, σ. 118. Πρβλ. επίσης Rawls J., A Theory of Justice. Belknap Press of Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts 1971 και Thibaut J.W./Walker L., Procedural Justice: A psychological analysis, Hillsdale, NJ: Erlbaum 1975.