Η σχέση του περιβάλλοντος με την εγκληματικότητα αποτελεί μια ιδέα αρκετά παλιά, αλλά σταθερά γοητευτική για μερίδα εγκληματολόγων. Ήδη από τη δεκαετία του 1930, η Σχολή του Σικάγο επιχείρησε να καταδείξει το συσχετισμό της οργάνωσης, της δόμησης, του πληθυσμού και της εικόνας του αστικού περιβάλλοντος με την αυξημένη παραβατικότητα σε συγκεκριμένες περιοχές[1] και στράφηκε στην προσπάθεια μετατροπής του χώρου σε μηχανισμό επιβοηθητικό της πρόληψης και καταστολής του εγκλήματος[2], ενώ κατά τη δεκαετία του 1970, μερίδα εγκληματολόγων εκδήλωσε ζωηρότερο ενδιαφέρον για το πώς ο σύγχρονος τρόπος ζωής στις πόλεις επηρεάζει την εγκληματικότητα, δημιουργώντας ευκαιρίες παραβατικότητας[3]. Κύρια σκέψη αυτής της θεωρίας, είναι ότι η εμφάνιση του εγκλήματος δεν αποτελεί παθογένεια αλλά ένα είδος «δραστηριότητας ρουτίνας»[4], στη βάση της οποίας υπάρχει μια λογική στάθμιση, ένας υπολογισμός ρίσκου-οφέλους εκ μέρους του δράστη[5], ο οποίος δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν συνηθισμένο άνθρωπο που αντιδρά αναλόγως στα ερεθίσματα και τις δυνατότητες που του παρέχει το περιβάλλον του[6].
Μια από τις κεντρικές συνισταμένες του προτύπου της περιστασιακής πρόληψης του εγκλήματος αποτελεί η άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής μέσω του περιβαλλοντικού σχεδιασμού, κυρίως πολεοδομικού και αρχιτεκτονικού[7], προς την επίτευξη χωροταξικής διαμόρφωσης ικανής να αποθαρρύνει τους επίδοξους δράστες από το να εκδηλώσουν εγκληματική συμπεριφορά[8]. Θεμελιώδεις για την θεωρία της περιστασιακής πρόληψης υπό τη μορφή της οργάνωσης του χώρου, υπήρξαν οι μελέτες των Newman και Jeffery, οι οποίοι υποστήριξαν ότι ο ανασχεδιασμός του αστικού-οικιστικού περιβάλλοντος με στοχευμένες παρεμβάσεις μπορεί να συντελέσει στη μείωση των δυνατοτήτων παραβατικότητας, την αύξηση της επιτήρησης του δημόσιου και κοινόχρηστου χώρου, την καλλιέργεια αισθήματος ασφάλειας των περιοίκων και κατά συνέπεια σε πτώση των αυξημένων ποσοστών εγκληματικότητας ορισμένων αστικών περιοχών[9].
Η απήχηση των θεωριών του Newman[10] ήταν μεγάλη, ώστε έχει από καιρού υποστηριχθεί ότι η είναι δεδομένη η επίδραση της πολεοδομικής μορφής του χώρου και των σχέσεων που αναπτύσσονται σε αυτόν στην ανθρώπινη συμπεριφορά[11]. Τη θεωρία του εξέλιξε και τελειοποίησε ο Jeffery, στον οποίον αποδίδεται ο όρος Crime Prevention Through Environmental Design (εφεξής CPTED)[12], με τον οποίο είναι γνωστή διεθνώς η θεωρία. Με τον όρο αυτό νοείται ο ορθολογικός ανασχεδιασμός του δημόσιου και ημι-δημόσιου χώρου και η ορθή χρήση του ως παράγοντα διαμόρφωσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς επί το θετικότερο και ως αποτρεπτικής δύναμης κατά της παραβατικότητας[13]. Στόχος του CPTED είναι η ανάλυση των χαρακτηριστικών του φυσικού ή δομημένου περιβάλλοντος μιας ορισμένης περιοχής, και η επέμβαση σε αυτήν με τεχνικές παρεμβάσεις προς εξάλειψη των τρωτών σημείων της που διευκολύνουν την εκδήλωση παράνομων συμπεριφορών[14].
Οι θεμελιώδεις αρχές του CPTED
Το CPTED είχε ως στόχο να καταστήσει το χώρο και την φυσική ανθρώπινη παρουσία μέσα σε αυτόν αυτοδύναμους παράγοντες αποτροπής της παραβατικότητας, εισάγοντας στρατηγικές όπως η δημιουργία ζωνών ελέγχου που καθιστούν εμφανές το ότι ο χώρος ανήκει στην κυριότητα ορισμένων προσώπων (territoriality), η ενθάρρυνση της νόμιμης, φυσικής και ψυχαγωγικής δραστηριότητας σε μια γειτονιά με ταυτόχρονη αποθάρρυνση των παράνομων συμπεριφορών (legitimate activity support), η δυσχέρανση του εγκληματικού στόχου (target hardening) μέσω της τοποθέτησης φυσικών ή τεχνητών εμποδίων (φράχτες, κλειδαριές, μπάρες, πόρτες ασφαλείας), ώστε να μειωθούν πρακτικά οι ευκαιρίες τέλεσης παραβατικών πράξεων, ο φυσικός έλεγχος της πρόσβασης σε ορισμένο χώρο (access control)[15], η φροντίδα και διατήρηση της αισθητικής του τοπίου, πχ με συντήρηση του φωτισμού και απομάκρυνση τυχόν ιχνών βανδαλισμού (image management)[16] και τέλος, η φυσική επιτήρηση του χώρου από τα πρόσωπα που βρίσκονται σε αυτόν[17], δια του κατάλληλου προσανατολισμού των κτηρίων και των παραθύρων και της απουσίας οπτικών εμποδίων[18]. Σύμφωνα με το παραδοσιακό CPTED, οι παραπάνω αρχές συνδυάζονται και ενσωματώνονται αλληλένδετα εντός του δομημένου αστικού τοπίου[19]. Στο σημείο αυτό διαφαίνεται η συγγένεια της θεωρίας του CPTED περί της φροντίδας και εποπτείας του χώρου, με τη θεωρία των σπασμένων παραθύρων[20] των Wilson και Kelling, καθώς και με την πολιτική μηδενικής ανοχής[21] απέναντι στο έγκλημα. Οι τελευταίες τόνιζαν την αναγκαιότητα «άμεσης και αποτελεσματικής κοινωνικής αντίδρασης απέναντι στα οποιαδήποτε περιστατικά απολίτιστης και στρεφόμενης κατά της τάξης συμπεριφοράς»[22], ιδίως στην αποκατάσταση της εικόνας (απομάκρυνση άστεγων, επαιτών κλπ, αποκατάσταση βανδαλισμών και γκράφιτι) και την έντονη και επιθετική αστυνόμευση του δημόσιου χώρου ως παραγόντων αποτροπής του εγκλήματος, παρά στον λειτουργικό σχεδιασμό του ως αμιγούς μέσου εγκληματοπρόληψης.
Το CPTED δεύτερης γενιάς, από την άλλη, εμπλουτίζει την προεκτεθείσα κλασική αντίληψη χωροταξικής οργάνωσης ενσωματώνοντας και κοινωνικούς παράγοντες στις εγκληματοπροληπτικές πολιτικές που προτείνει. Πρόκειται, όπως έχει διατυπωθεί, για ένα «CPTED της κοινότητας»[23], το οποίο προσθέτει νέες αρχές που πρέπει να συνυπολογιστούν για τη δημιουργία μιας λειτουργικής συνοικίας, όπως η ενίσχυση των δεσμών μεταξύ των γειτόνων, ο σεβασμός προς τη διαφορετικότητα και η προαγωγή των δεσμών της κοινότητας με εξωτερικές δομές, ομάδες και οργανισμούς[24].
Η εφαρμογή του CPTED στη σημερινή πράξη
To CPTED κατά τις τελευταίες δεκαετίες αποτελεί ιδιαίτερα διαδεδομένη και εξελισσόμενη πρακτική σε πλήθος κρατών ανά τον κόσμο. Οι παρεμβάσεις που γίνονται στο πλαίσιό του καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, και ενδεικτικά περιλαμβάνουν ποικίλες αισθητικές επεμβάσεις στο δημόσιο χώρο, την απομάκρυνση βανδαλισμών και γκράφιτι[26], τον επαρκή φωτισμό, την δημιουργία παιδότοπων, πολιτιστικών κέντρων και πάρκων, τη θωράκιση των ιδιωτικών χώρων με προσανατολισμό των θυρών και των παραθύρων προς το δρόμο ώστε να μεγιστοποιείται η δυνατότητα φυσικής επιτήρησης, και τον περιορισμό της πρόσβασης σε αυτούς με φράκτες, θύρες κλπ, ενώ έμφαση δίδεται και στη συντήρηση του τοπίου[27]. Επικουρικά, σε σημεία όπου τα προαναφερθέντα σχεδιαστικά τεχνάσματα δεν είναι ιδιαίτερα αποδοτικά[28], χρησιμοποιούνται πιο παραδοσιακά μέσα αποθάρρυνσης του επίδοξου δράστη, όπως κλειδαριές ασφαλείας, κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης[29] και συναγερμοί, που καθιστούν ένα χώρο «δυσκολότερο στόχο» επίδοξων επιθέσεων. Οι σχεδιαστικές οδηγίες του CPTED εφαρμόζονται στην κατασκευή ή ανακαίνιση σχολείων, εμπορικών κέντρων, οικιστικών συγκροτημάτων, βιομηχανικών ζωνών[30] κλπ. Μια σύγχρονη δημοφιλής προσέγγισή του είναι γνωστή ως «3D» (Designation-Definition-Design), σύμφωνα με την οποία σε κάθε χώρο αποδίδεται μια συγκεκριμένη λειτουργία και ένας σκοπός, ο οποίος καθορίζει και τις κοινωνικές συμπεριφορές που είναι αποδεκτές εντός του, ο δε σχεδιασμός του χώρου στοχεύει στο να προάγει και να ελέγξει τις συμπεριφορές αυτές[31]. Τα αποτελέσματά του είναι ενθαρρυντικά, καθώς σε πολλές περιπτώσεις σημειώθηκε μείωση των διαρρήξεων, κλοπών οχημάτων από γκαράζ[32] και θυματοποίησης εργαζομένων σε επιχειρήσεις.
Προγράμματα και παρεμβάσεις με πυρήνα την πρόληψη του εγκλήματος μέσω του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού εφαρμόζονται όλο και συχνότερα με επιτυχία σε πολυάριθμες χώρες ανά τον κόσμο: ενδεικτικά, το CPTED έχει εφαρμοστεί στο Ηνωμένο Βασίλειο[33], στην Ολλανδία – σε μεγάλη κλίμακα και με θετικά αποτελέσματα[34]– στη Λιθουανία[35], στην Ισπανία[36], στον Καναδά (μεταξύ άλλων σε Κάλγκαρυ[37], Βανκούβερ και Τορόντο[38]), σε πολλές πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών, στη Νέα Ζηλανδία και την Αυστραλία[39], ενώ εκτός δυτικού κόσμου δοκιμάζεται στην Ασία (Ιράν, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα[40], Κίνα[41], Νότια Κορέα[42]) και την Αφρική (Γκάνα[43], Μποτσουάνα[44]).
Μέχρι στιγμής, δεν έχουν διεξαχθεί ανάλογες σχεδιαστικές προσπάθειες στη χώρα μας. Θα ήταν, ωστόσο, εξαιρετικά ενδιαφέρον να γίνονταν τέτοιες παρεμβάσεις, ιδίως εντός του κέντρου της πρωτεύουσας, το οποίο αποτελεί ένα κράμα με πολλές ιδιαιτερότητες: άναρχη δόμηση, παλιά και εγκαταλελειμμένα κτήρια, μεγάλος αριθμός κλειστών καταστημάτων, έντονο πρόβλημα αστέγων και τοξικομανών διαφορετικής εθνοτικής, φυλετικής και θρησκευτικής προέλευσης, συγκρούσεις ρουτίνας μεταξύ ομάδων νέων και αστυνομικών δυνάμεων, πλήθος αδέσποτων ζώων, υποβαθμισμένη δημόσια υγιεινή κλπ. Όλα αυτά τα προβληματικά στοιχεία απαντώνται σε πολύ κεντρικές περιοχές, και ωστόσο συνυπάρχουν με τη συνεχή ανθρώπινη κίνηση μιας μητρόπολης, με τις ποικίλες δραστηριότητες πλήθους πολιτών και τουριστών καθ’ όλες τις ώρες της ημέρας, καθώς και με την έντονη νυχτερινή ζωή. Μια μακροπρόθεσμη προσπάθεια ανάπλασης του αθηναϊκού κέντρου που να συμπεριλαμβάνει ορθολογικές σχεδιαστικές, αισθητικές και λειτουργικές παρεμβάσεις στο πρότυπο του CPTED, με σκοπό το κέντρο της πόλης να πάψει να είναι τόσο «απροστάτευτο» και ευάλωτο σε παράνομες δραστηριότητες, παράλληλα δε να τονωθεί το αίσθημα ευθύνης των πολιτών απέναντι στο χώρο και την προστασία του, θα αποτελούσε πράγματι μια μεγάλη πρόκληση.
Θετικές και αρνητικές όψεις του πολεοδομικού σχεδιασμού ως μέσου πρόληψης και διαχείρισης του εγκλήματος
Το CPTED αποτελεί μια πραγματιστική προσέγγιση στη διαχείριση του εγκλήματος, που μέσα από το ρεαλισμό της λαμβάνει ενδιαφέρουσες προεκτάσεις και της οποίας τα οφέλη είναι αν μη τι άλλο προφανή. Κατ’ αρχάς, δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως προσφέρει οικονομικές και ορθολογικές πρακτικές μεθόδους για την πρόληψη του εγκλήματος[45], ευνοώντας την καλλιέργεια κλίματος ασφάλειας εντός των πόλεων και τη φροντίδα για την εικόνα των αστικών περιοχών, με παράλληλη τόνωση της αίσθησης της κυριαρχίας των κατοίκων επί του χώρου και της απόλαυσης αυτού με ανεμπόδιστες ψυχαγωγικές ή αθλητικές εξωτερικές δραστηριότητες. Οι μεγαλύτερης κλίμακας παρεμβάσεις, όπως οι αναπλάσεις ολόκληρων συνοικιών, είναι φυσικά χρονοβόρες και δαπανηρές, έχουν όμως ποικίλα μακροπρόθεσμα και ευεργετικά αποτελέσματα, καθώς δίνουν ζωή σε υποβαθμισμένες περιοχές, διαμορφώνοντας κατάλληλες συνθήκες για οικιστική, εμπορική και καλλιτεχνική ανάπτυξη.
Ο ορθολογικά δομημένος και σωστά φροντισμένος αστικός χώρος κάνει τους πολίτες να νιώθουν άνετα και οικεία, και τονώνει το αίσθημα ότι ο δημόσιος χώρος τους ανήκει και δεν θα τον παραδώσουν αμαχητί στην εγκατάλειψη, τη βρωμιά και την παραβατικότητα. Η αποτροπή της υποβάθμισης συνοικιών, της δημιουργίας «επικίνδυνων» σημείων και γκέτο, βελτιώνει σημαντικά την εικόνα μιας συνοικίας και την ποιότητα ζωής των πολιτών, προάγοντας την ευημερία τους και την οικονομική, επιχειρηματική, καλλιτεχνική κλπ ανάπτυξη της ίδιας της περιοχής. Η διατήρηση του κοινόχρηστου χώρου ασφαλούς, καθαρού από βανδαλισμούς, προσεγμένου αισθητικά και φιλικού αποτελεί μεγάλο διακύβευμα για πολλές πρωτεύουσες και μεγάλες πόλεις ανά τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και η Αθήνα.
Ένα βασικό επιχείρημα που έχει διατυπωθεί υπέρ της περιστασιακής πρόληψης γενικώς, είναι ότι οι λύσεις της παρίστανται πιο καλοπροαίρετες και πολύ λιγότερο επεμβατικές από τον ποινικό κολασμό, ενώ οι αδυναμίες ορισμένων μέτρων μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, και άλλωστε μόνο ορισμένοι τύποι περιστασιακής πρόληψης ενέχουν περιορισμό των ατομικών ελευθεριών[46]. Το CPTED εντάσσεται με ευκολία στην κατηγορία των μη επεμβατικών τεχνικών, και, στο μέτρο που δε συνδυάζεται με σύστημα καμερών ασφαλείας, δεν φαίνεται να επιφυλάσσει κατ’ αρχήν περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων. Θα μπορούσε επομένως να χαρακτηριστεί ως μια ιδιαίτερα ήπια, εντελώς προληπτική παρέμβαση στο χώρο, με προεκτάσεις αντεγκληματικής και αισθητικής φύσης, η οποία περιορίζει την πρόσβαση μόνο σε ιδιωτικές ζώνες χωρίς να θίγει δικαιώματα και να καταπατά ατομικές ελευθερίες. Αντίθετα, ο στρατηγικά οργανωμένος χώρος επιτυγχάνει την εκούσια ρύθμιση της συμπεριφοράς των προσώπων, αφενός αποτρέποντας τους επίδοξους παραβάτες και αφετέρου ενθαρρύνοντας τους ιδιοκτήτες του χώρου να δράσουν σταματώντας απόπειρες παραβατικών συμπεριφορών, επεμβαίνοντας ενεργά, καλώντας την αστυνομία, ή απλώς καθιστώντας σαφές στον επίδοξο δράστη ότι είναι ορατός[47], ενδυναμώνει δηλαδή την κοινωνική τους ευσυνειδησία και το αίσθημα του καθήκοντος μέριμνας για τα έννομα αγαθά των συμπολιτών τους.
Ωστόσο, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως το CPTED, «όπως όλες οι καλές θεωρίες, έχει και ορισμένες σκοτεινές πλευρές[48]». Κύριο μειονέκτημα που καταλογίστηκε στο CPTED είναι ότι δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί στατιστικά η αποτελεσματικότητά του[49]. Έτερο βασικό επιχείρημα εναντίον του είναι πως δεν οδηγεί σε πραγματική μείωση των ποσοστών εγκληματικότητας, αλλά απλώς σε μετακύληση αυτής σε διαφορετικές περιοχές, οι οποίες με τη σειρά τους επιβαρύνονται[50]. Ακόμη, ως μορφή αντεγκληματικής πολιτικής θεωρήθηκε υπερβολικά εξαρτημένο από την τεχνολογία (πόρτες και κλειδαριές ασφαλείας, φωτισμός κοκ), με συνέπεια να περιορίζεται στις οικονομικά εύρωστες γειτονιές, ενώ παράλληλα η εκτεταμένη χρήση μέσων προστασίας του χώρου ενδεχομένως καταλήγει να αυξάνει το αίσθημα απειλής, φόβου και δυσπιστίας των προσώπων[51].
Ακόμη, ορισμένα μέτρα πρόληψης είναι πιθανό να επιφέρουν ανάμικτα αποτελέσματα, αποτρέποντας μεν τους παραβάτες από συγκεκριμένες συμπεριφορές, αλλά ταυτόχρονα παρέχοντας εναλλακτικές ευκαιρίες για εγκληματική δράση. Επί παραδείγματι, η μονοδρόμηση οδών διευκολύνει τον έλεγχο της κυκλοφορίας αλλά ενδέχεται να οδηγήσει στη μείωση της εμπορικής κίνησης στο δρόμο και συνακόλουθα στην υποβάθμισή του[52] και ο καλός φωτισμός αφενός αυξάνει την επιτήρηση της περιοχής, αφετέρου διευκολύνει τον εντοπισμό πιθανών στόχων από τους δράστες. Έχει μάλιστα παρατηρηθεί πως οι εγκληματίες σε κάποιες περιπτώσεις κατάφεραν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους τις τεχνικές του CPTED, αντιστρέφοντας της λειτουργία τους ώστε να δυσκολευτεί η άμεση πρόσβαση της Αστυνομίας[53]. Περαιτέρω, οι επεμβάσεις του CPTED έχουν κατηγορηθεί ότι αδυνατούν να εκτιμήσουν σωστά το βαθμό εγκληματικής επικινδυνότητας[54], καθώς εφαρμόζονται αυτοματοποιημένα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης[55].
Ένας κίνδυνος που ελλοχεύει στην προσπάθεια μείωσης των ευκαιριών βανδαλισμού και ρύπανσης στο δημόσιο χώρο, είναι η μετατροπή αυτού σε «οχυρό», δηλαδή σε χώρο με υπέρμετρα δύσκολη και περιορισμένη πρόσβαση, ακόμα και όταν πρόκειται για κτήρια και ζώνες ελεύθερης, καθημερινής και ανεπίσημης δραστηριότητας[56]. Η υπερβολική αίσθηση ελέγχου καθιστά το τοπίο αφιλόξενο και παγερό, σε ένα είδος «no man’s land», όπου εντέλει οι πολίτες δε νιώθουν άνετα και οικεία να αναπτύξουν τη δραστηριότητά τους[57], πράγμα που καταλήγει να υποβαθμίζει παρά να βελτιώνει την ποιότητα ζωής τους[58]. Οι πιο σκεπτικιστές βλέπουν στις τεχνικές αυτές την μετατροπή της κοινωνίας σε φρούριο, σε ένα μοντέρνο Πανοπτικό, που χειραγωγεί την ανθρώπινη συμπεριφορά[59]. Και όχι αβασίμως, καθώς ο συνειρμός είναι προφανής. Ο χώρος καθίσταται υπερασπίσιμος από τους κατοίκους[60], αλλά και ικανός να προστατέψει αυτοδύναμα τον «εαυτό» του και τα πρόσωπα που φιλοξενεί. Ανάγεται σε ένα είδος άγρυπνου ματιού, δημιουργώντας την αίσθηση ότι επιτηρείται συνεχώς και άρα ο επίδοξος δράστης γίνεται άμεσα ορατός και αντιληπτός, ακόμη και αν δεν υπάρχει πράγματι κανένας για να τον δει. Τρόπον τινά κατασκοπεύει και λογοκρίνει την κίνηση και τη δράση των χρηστών του, για χάρη του κοινού οφέλους, αλλά κυρίως προς όφελος μιας ομάδας πληθυσμού, των ιδιοκτητών του -όταν πρόκειται για ιδιωτικό χώρο- και των νομοταγών και φιλήσυχων μέσων πολιτών, όταν πρόκειται για κοινόχρηστο.
Πέραν αυτού, το CPTED σε ορισμένες πρακτικές εκδοχές του ενσωματώνει ακόμη πιο εχθρικές προς τον άνθρωπο στρατηγικές, οι οποίες στρέφονται ευθέως κατά ομάδων πολιτών που θεωρούνται πρόξενοι ταραχών, όπως οι νέοι και οι άστεγοι. Ειδικότερα, μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για να αποθαρρύνουν τις εξωτερικές συναθροίσεις εφήβων είναι η χρήση εντομοαπωθητικών υπερήχων, οι οποίοι γίνονται αισθητοί μόνο στις νεαρές ηλικίες[61], η δυνατή κλασική μουσική[62], ακόμη και ο φωτισμός ροζ χρώματος ώστε να τονίζει τη δερματική ακμή[63], καθώς και τοποθέτηση καρφιών και μεταλλικών ελασμάτων στις επίπεδες επιφάνειες, όπως οι ράμπες, για να καταστεί αδύνατο το skateboarding. Για την απομάκρυνση των αστέγων που κοιμούνται σε δημόσιους χώρους, τοποθετούνται επίσης ακίδες σε επίπεδες επιφάνειες όπου μπορεί κάποιος να ξαπλώσει (π.χ. πεζούλια), φράκτες γύρω από τα παγκάκια και τους εξαερισμούς, είτε προτιμώνται ατομικά στενά ή κεκλιμένα παγκάκια[64], καθώς και συσκευές ψεκασμού νερού[65], πρακτικές που δυσχεραίνουν έτι περαιτέρω τη διαβίωση των προσώπων αυτών[66]- χωρίς παράλληλα να τους εξασφαλίζονται πάντοτε οι απαραίτητες υποδομές φιλοξενίας. Τέτοιας φύσης παρεμβάσεις θα μπορούσαν να κατηγορηθούν για μια δόση συντηρητισμού και αντιπάθειας προς τη νεολαία, μέχρι και για αδιαφορία και έλλειψη αλληλεγγύης προς ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως οι άστεγοι και οι τοξικομανείς, για κατάδηλη πρόθεση αποκλεισμού τους από τη χρήση του κοινόχρηστου χώρου και απάλειψής τους από τη δημόσια εικόνα[67]. Υπό αυτή την εκδοχή εφαρμογής του CPTED, ο «προστατευμένος χώρος» φαίνεται να κάνει διακρίσεις μεταξύ επιθυμητών και μη επιθυμητών χρηστών, διώχνοντας σχεδόν εκδικητικά τους πλέον απροστάτευτους, όπως οι άστεγοι, και τους πλέον ευάλωτους σε έξεις και εκδήλωση αντικοινωνικών συμπεριφορών, όπως οι νέοι, και αντιμετωπίζοντάς τους δύσπιστα είτε ως επίδοξους παραβάτες, είτε ως ταραχοποιά στοιχεία που χαλούν την ηρεμία και την τάξη ενός κόσμου φτιαγμένου από και για φιλήσυχους ενήλικες με οικονομική άνεση.
Εικόνα 2. Στο Bournemouth της Βρετανίας τοποθετήθηκαν πρόσφατα μπάρες στα παγκάκια
προς αποτροπή των άστεγων, οι οποίες όμως σύντομα αφαιρέθηκαν κατόπιν αντιδράσεων των πολιτών.
Πηγή: https://www.telegraph.co.uk/[68]
Εικόνα 3. Καρφιά σε πεζούλι στο Λονδίνο.
Πηγή: https://www.theguardian.com/[69]
Τα μειονεκτήματα αυτά φιλοδοξεί να αντιμετωπίσει το CPTED δεύτερης γενιάς, το οποίο είναι, όπως προαναφέρθηκε, προσανατολισμένο στον ανθρώπινο παράγοντα, στην ένταξη, την αποδοχή και στην ομαλή συμβίωση των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Σε κάθε περίπτωση, ο πολεοδομικός σχεδιασμός που βασίζεται στο CPTED επιβάλλεται να είναι λειτουργικός και να συντελεί στη κατασκευή κοινόχρηστων και ιδιωτικών χώρων που συνδιαλέγονται με τους χρήστες τους, τους διευκολύνουν στις καθημερινές τους ασχολίες, τους ευχαριστούν με την αισθητική τους, τους προστατεύουν και τους προκαλούν οικεία και θετικά συναισθήματα. Οι αντεγκληματικές χωροταξικές και αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις δεν θα πρέπει να αποκλείουν ή δυσχεραίνουν την πρόσβαση και τη χρήση σε ορισμένους εξ αυτών, ούτε και να παρακωλύουν την ελεύθερη κίνηση και απόλαυση της πόλης ή να δημιουργούν τη δυσάρεστη αίσθηση μιας συνεχούς επιτήρησης δυστοπικού τύπου. Υπόψη θα πρέπει να λαμβάνονται πρωτίστως τα ιδιαίτερα οικονομικά, πολιτισμικά, φυλετικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής, οι ανάγκες και οι συνήθειες του πληθυσμού της και το είδος της παραβατικότητας που εμφανίζει. Το CPTED είναι άλλωστε μια θεωρία σύγχρονη και πολύπλευρη, με μεγάλες δυνατότητες προσαρμογής στις εκάστοτε περιστάσεις και συνθήκες, που δεν χρειάζεται να μένει προσκολλημένη σε αρχές και δοκιμασμένες στρατηγικές, αλλά οφείλει να εξελίσσεται και να διαμορφώνεται ανάλογα με το πεδίο εφαρμογής της κάθε φορά.
Καταληκτικά, μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί ότι το CPTED παρέχει έξυπνες, λογικές, οικονομικές και πολλαπλά ωφέλιμες ιδέες για την πρόληψη και μείωση της παραβατικότητας στα αστικά κέντρα. Η ορθή και συνετή εφαρμογή του, που αποφεύγει τις ακρότητες και έχει πάντοτε ως κεντρική συνισταμένη τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, μπορεί να οδηγήσει σε αστικές συνοικίες πιο βιώσιμες, ασφαλείς και φιλικές. Προϋπόθεση τούτου είναι ότι η πολιτική του CPTED που θα ακολουθηθεί δε θα οδηγεί σε αποκλεισμό κοινωνικών ομάδων και δρακόντεια μέτρα προστασίας, περιορισμού και εποπτείας της ελεύθερης κίνησης και δραστηριότητας των πολιτών, γεννώντας συναισθήματα μάλλον φόβου παρά ασφάλειας. Όπως έχει υποστηριχθεί, για να προσφέρει ουσιαστικότερα και σταθερά αποτελέσματα μια τέτοια αντεγκληματική πολιτική, θα πρέπει να συνοδεύεται από ένα σχέδιο αντιμετώπισης των αιτιών της αυξημένης εγκληματικότητας σε συγκεκριμένες περιοχές, λήψης μέτρων πρόνοιας για τις ευπαθείς και επιρρεπείς στην παραβατικότητα ομάδες πληθυσμού, διευκόλυνσης της ομαλής συμβίωσης, τόνωσης της κοινωνικής συνοχής και ανάπτυξης της αλληλεγγύης στις τοπικές κοινωνίες[70]. Επομένως, θέτοντας, τον πολίτη και τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε τόπου ως μέτρο των σχεδιαζόμενων επεμβάσεων, το CPTED αποκτά ένα ανθρώπινο πρόσωπο και δύναται να προσφέρει πολλαπλά οφέλη στις σύγχρονες αστικές συνοικίες, συντελώντας καταλυτικά στην αναβάθμισή τους και τον περιορισμό αντικοινωνικών και παράνομων συμπεριφορών μέσα σε αυτές.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Τα χαρακτηριστικά της συνοικίας παρουσιάστηκαν, για πρώτη φορά, ως πιο σημαντικός παράγοντας εγκληματικότητας από τα χαρακτηριστικά του εγκληματία, βλ. Cullen F. T., Agnew R., Criminological Theory: Past to Present, New York Oxford, OXFORD UNIVERSITY PRESS, 2011, σελ. 90 επ.
[2]Cohen L., Felson M., Social change and crime rate trends: a routine activity approach, American Sociological Review, 44, σελ. 588 επ.
[3] Felson M., Crime and Everyday Life, 3rd Edition, Sage Publications Inc., 2002, σελ. 41-43.
[4] Crawford A., Situational Crime Prevention, Urban Governance, Trust Relations, σε: v. Hirsch A., Garland D., Wakefield A., Ethical and Social Prespectives on Situational Crime Prevention, Hart Publishing, 2000, σελ. 194, αλλά και Garland, D., The Limits of the Sovereign State: Strategies of Crime Control in Contemporary Society, The British Journal of Criminology, Volume 36, Issue 4, 1 October 1996, σελ. 450 επ.
[5] Garland, D., The New Criminologies of Everyday Life, σε: v.Hirsch A. et al, ό.π., σελ. 216-217.
[6] Υπό αυτή τη σκοπιά, αυτό που χρειάζεται να αναλυθεί και να ερμηνευθεί δεν είναι η τάση για παραβατικότητα, αλλά οι χωροχρονικές συνθήκες εμφάνισης αυτής και το προφίλ των δραστών, καθώς το ζητούμενο είναι να ελεγχθεί με πρακτικούς τρόπους η προβληματική συμπεριφορά καθαυτή, με τη μείωση των ευκαιριών εκδήλωσής της, βλ. σχετικά Βιδάλη Σ., Πέρα από τα όρια – Η αντεγκληματική πολιτική σήμερα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017, σελ. 95 επ.
[7] Πρωτοπόρος της θεωρίας της περιστασιακής πρόληψης υπήρξε ο Ronald Clarke περί τα τέλη της δεκαετίας του 1970, βλ. v. Hirsch A. et al, ό.π., σελ. v, Καραγιαννίδης Χ., Προς μια συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 132.
[8] Οι απαρχές της θεωρίας των ευκαιριών και της ανάδειξης της περιστασιακής πρόληψης εντοπίζονται, κατά τον Garland, πολύ νωρίτερα από όσο θα ανέμενε κανείς, ήδη από τον 18ο αιώνα, στο έργο του Patrick Colquhoum, Treatise on the Police of the Metropolis (1795). Οι ιδέες που εκτίθενται εκεί περί μείωσης των ευκαιριών εγκληματικότητας, προστασίας των θυμάτων, επιτήρησης κλπ, βρίσκονται πολύ κοντά στις αρχές του σύγχρονου προτύπου της περιστασιακής πρόληψης του εγκλήματος, Garland, D., The Limits of the Sovereign State: Strategies of Crime Control in Contemporary Society, The British Journal of Criminology, Volume 36, Issue 4, 1 October 1996, σελ. 464 επ. Οι σκέψεις αυτές επανεμφανίζονται αντεστραμμένες, ή μάλλον ιδωμένες από διαφορετικό πρίσμα –αυτό της παραβατικότητας ως νοσηρής εκδήλωσης μιας εγκληματικής προσωπικότητας– και στα έργα των θετικιστών εγκληματολόγων του 19ου αιώνα, ιδίως του Ferri, αλλά και των Lombrozo και Garofallo, βλ. Garland D., Ideas, Institutions and Situational Crime Prevention, σε: von Hirsch Α. et al., ό.π. σελ. 3-6.
[9] Το πρότυπο της περιστασιακής πρόληψης είναι πιο πολύπλευρο από το CPTED, καθώς ενσωματώνει και άλλες τεχνικές πρόληψης και επιβολής του νόμου, Crowe T. D., Fennely L. J. (rev.), Crime Prevention through Environmental Design, Elsevier, 2013, σελ. 8.
[10] Στο έργο του, Defensible Space, ο Newman εξέτασε μια άποψη της επίδρασης του περιβάλλοντος στην ανθρώπινη συμπεριφορά, και συγκεκριμένα το κατά πόσον η μορφή ορισμένων οικιστικών περιοχών είχε μερίδιο ευθύνης στην αύξηση της τοπικής εγκληματικότητας και τη θυματοποίηση των περίοικων. Ασχολήθηκε, ειδικότερα, με το πώς συγκεκριμένοι τύποι μεγάλων συγκροτημάτων πολυκατοικιών που κατασκευάστηκαν στη Νέα Υόρκη και σε άλλες μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ, για να αντιμετωπίσουν το στεγαστικό πρόβλημα που ακολούθησε το κύμα αστικοποίησης μετά το 1950, σχετίζονταν με την αύξηση της εγκληματικότητας στην περιοχή και την επίδρασή τους στη στάση των ενοίκων, βλ. Newman O., Defensible Space - People and Design in the Violent City, Architectural Press London, 1972, σελ. 178 επ. O Newman ανέλυσε διεξοδικά τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό τόσο των συγκροτημάτων όσο και των πολυκατοικιών καθαυτών και κατέληξε στο ότι ορισμένα σχεδιαστικά ελαττώματά τους ευνοούσαν την εκδήλωση εγκληματικών συμπεριφορών και βανδαλισμών, βλ. Newman O., ό.π., σελ. 26. Για την μείωση των κρουσμάτων εγκληματικότητας στα συγκροτήματα αυτά, πρότεινε ορισμένες σχεδιαστικές και αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις, που θα αύξαναν τις δυνατότητες εποπτείας του χώρου από τους ενοίκους και τις αρχές και θα τον καθιστούσαν «υπερασπίσιμο», ενδεικτικά, την κατάλληλη διαμόρφωση των κοινόχρηστων χώρων (τα λόμπυ, οι σκάλες και οι δίοδοι από και προς τις εισόδους κοκ) με τοποθέτηση τζαμαρίας, επαρκούς φωτισμού, αποφυγή τυφλών στροφών στα μονοπάτια που διατρέχουν το συγκρότημα κοκ, βλ. Newman O., ό.π., σελ. 80 επ.
[11] Πανούσης Γ., Φυσιογνωμική - Μια σύγχρονη Εγκληματολογική Προσέγγιση, 1988, σελ. 263.
[12] Jeffery, C. R., Crime Prevention through Environmental Design, Sage Publications: London, UK, 1977.
[13] Καραγιαννίδης Χ., Προς μια συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 141.
[14] Cozens P., Crime Prevention Through Environmental Design, αρχική δημοσίευση σε: Environmental Wortley R., Mazerolle L. (Eds.), Criminology and Crime Analysis Willan, Devon (UK), 2008, σελ. 153 επ.
[15] Στην έννοια του ελέγχου της πρόσβασης ανήκει και η τακτική του αποκλεισμού της εισόδου σε ορισμένο χώρο, η οποία δεν αποτελεί στρατηγική αμιγώς περιβαλλοντικού σχεδιασμού, αλλά εντάσσεται άνευ εταίρου στο πρότυπο της περιστασιακής πρόληψης. Μπορεί να λαμβάνει τη μορφή της γενικής απαγόρευσης εισόδου, πχ σε ιδιωτικό χώρο, αλλά και της απαγόρευσης σε πρόσωπα που το προφίλ τους δείχνει κάποια προδιάθεση αντικοινωνικότητας, όπως σε μη παραβατικούς «ταραξίες» με ενοχλητική συμπεριφορά ή ύποπτους ταραχών, σε μικροαπαραβάτες αλλά και σεσημασμένους δράστες, v. Hirsch Α., Shearing C., Exclusion from Public Space, σε: v. Hirsch Α. et al., ό.π. σελ. 77-78 και 87-92.
[16] Crowe T. D., Fennely L. J. (rev.), Crime Prevention through Environmental Design, Elsevier, 2013, σελ. 27.
[17] Τη θεωρία εισήγαγε η Jacobs, υποστηρίζοντας πως το ασφαλέστερο σημείο της πόλης είναι αυτό που υπόκειται συνεχώς σε οπτικό έλεγχο των ίδιων των περιοίκων, βλ. Jacobs, J., The Death and Life of Great American Cities, Vintage Books, New York, NY, USA, 1961. Την ιδέα αυτή, γνωστή ως «eyes on the street», ενσωμάτωσε και εξέλιξε ο Newman, ο οποίος τόνισε ότι η οπτική επαφή δεν αρκεί για να ωθήσει τον παρατηρητή να επέμβει και να σταματήσει μια παραβατική πράξη, ούτε αποτελεί μια «γενική πανάκεια». Προσαπαιτείται και μια υψηλή αίσθηση ιδιοκτησίας αυτού επί του χώρου όπου εκδηλώνεται η εγκληματική ενέργεια, μια ταύτισή του με το χώρο ή με το θύμα της εγκληματικής ενέργειας και την πίστη ότι η παρέμβασή του θα είναι αποτελεσματική, βλ. Newman O., Defensible Space - People and Design in the Violent City, Architectural Press London, 1972, σελ. 79-80. Ο Felson επίσης καταδεικνύει την έλλειψη επιτήρησης ενός χώρου ως παράγοντα αύξησης της εγκληματικότητας των αστικών περιοχών, στις οποίες συνήθως δεν υπάρχουν επαρκείς φύλακες, θυρωροί κλπ, αντιδιαστέλλοντας τις με τις ημιαστικές περιοχές, όπου οι ίδιοι οι κάτοικοι έχουν στενότερη εποπτεία των κοινόχρηστων χώρων, Felson M., ό.π., σελ. 66.
[18] Armitage R., Crime Prevention through Environmental Design, Environmental Criminology and Crime Analysis, Crime Science Series, Routledge, Abingdon, UK, 2016, σελ. 3.
[19] Ο συνδυασμός των παραπάνω αρχών δόμησης του Newman μέσω της τοποθέτησής τους παρατακτικά, του συνδυασμού τους σε γειτονικές περιοχές (geographical juxtaposition), ουσιαστικά οδηγεί στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου χώρου εντός ενός ευρύτερης περιοχής, μιας «ασφαλούς ζώνης», Newman O., Defensible Space - People and Design in the Violent City, Architectural Press London, 1972, σελ. 91 επ.
[20] Οι Wilson και Kelling παρατηρούν ότι αν σε ένα κτήριο ένα σπασμένο παράθυρο μείνει χωρίς να επιδιορθωθεί, σύντομα θα σπάσουν και τα υπόλοιπα, βλ. Wilson J. Q., Kelling G. I., Broken Windows: The police and neighbourhood safety, διαθέσιμο σε: https://www.manhattan-institute.org.pdf, σελ 2-3. Σύμφωνα με τη θεωρία των σπασμένων παραθύρων, η αταξία στο αστικό περιβάλλον δημιουργεί στους πολίτες το φόβο ότι η συγκεκριμένη περιοχή δεν είναι ασφαλής, με αποτέλεσμα να απομακρύνονται από αυτήν και συνεπώς να χαλαρώνει ο κοινωνικός έλεγχος που ασκούσαν με την παρουσία τους στους επίδοξους εγκληματίες. Η διαδικασία αυτή ανατροφοδοτείται, υπό την έννοια ότι η αταξία ευνοεί το έγκλημα, το οποίο γεννά περισσότερη αταξία, βλ. McKee Α. J., Broken windows theory, διαθέσιμο σε: https://www.britannica.com/topic/broken-windows-theory. Ως αταξία νοούνται συμπεριφορές όπως η ρύπανση του δημόσιου χώρου, οι βανδαλισμοί, τα γκράφιτι, η δημόσια μέθη, η επιθετική επαιτεία, η αλητεία, η πώληση στο δρόμο χωρίς άδεια κοκ, βλ. Kelling G. L., Coles C. M., Fixing Broken Windows: Restoring Order And Reducing Crime In Our Communities, Touchstone, 1997, σελ. 15.
[21] Στο πλαίσιο της μηδενικής ανοχής απέναντι στο έγκλημα εντάσσεται κυρίως η έντονη και επιθετική αστυνομική παρουσία στους δρόμους, βλ. Reisig Μ. D., Kane R. J. (Eds.), The Oxford Handbook of Police and Policing, Oxford University Press, 2014, σελ. 187 επ., επικουρούμενη από την άσκηση άτυπου κοινωνικού ελέγχου εκ μέρους της κοινότητας, μέσω ομάδων εθελοντών πολιτών που επιτηρούν στις γειτονιές, Τζαννετάκη Α., Ο νεοσυντηρητισμός και η πολιτική της μηδενικής ανοχής, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2006, σελ. 110.
[22] Τζαννετάκη Α., ό.π., σελ. 107.
[23] Το CPTED δεύτερης γενιάς έχει εμπνευστές τους Saville και Cleveland (1997). Βλ. σχετικά: Saville G., Cleveland G., CPTED and the social city: The future of capacity building, The CPTED Journal, Vol. 1, Issue 1, Spring 2006, σελ. 45 επ., Plaster Carter S., Community CPTED, The CPTED Journal, Vol. 1, Issue 1, Spring 2002, σελ. 15-24.
[24] Cozens, P., Think crime! Using evidence, theory and Crime Prevention Through Environmental Design (CPTED) for planning safer cities (2d ed.), Quinns Rocks, Perth, WA, Praxis Education, σελ. 82-87.
[25] Seung Lee J., Park S., Jung S., Effect of Crime Prevention through Environmental Design (CPTED) Measures on Active Living and Fear of Crime, Sustainability 2016, 8, 872, σελ. 5.
[26] Seung Lee J., Park S., Jung S., ό.π., σελ. 5.
[27] National Crime Prevention Institute, Albemarle County Police Crime Prevention Unit, Crime Prevention through Environmental Design, Albemarle County Police Guide to Creating a Safer Community, σελ. 4.
[28] Crowe Τ., Zahm D., Crime Prevention through Environmental Design, NAHB Land Development, 1994
[29] Saville G., Cleveland G., CPTED and the social city: The future of capacity building, The CPTED Journal, Vol. 1, Issue 1, Spring 2006, σελ. 44.
[30] Crowe T. D., Fennely L. J. (rev.), ό.π., σελ. 11.
[31] National Crime Prevention Institute, Albemarle County Police Crime Prevention Unit, Crime Prevention through Environmental Design, Albemarle County Police Guide to Creating a Safer Community, σελ. 5 και Crowe T. D., Fennely L. J. (rev.), Crime Prevention through Environmental Design, Elsevier, 2013, σελ. 29.
[32] Armitage R., Crime Prevention through Environmental Design, Environmental Criminology and Crime Analysis, Crime Science Series, Routledge, Abingdon, UK, 2016, σελ. 37.
[33] Crowe T. D., Fennely L. J. (rev.), Crime Prevention through Environmental Design, Elsevier, 2013, σελ. 11.
[34] Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα παρουσιάζει η περιοχή Bijlmermeer στο Άμστερνταμ, συνοικία που παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα ναρκωτικών και εγκληματικότητας κατά τη δεκαετία του 1970, για την αντιμετώπιση των οποίων έλαβε χώρα μια εκτεταμένη ανάπλαση σχεδιασμένη βάσει των αρχών CPTED, η οποία περιελάμβανε κατεδαφίσεις πολυκατοικιών, αναστηλώσεις κτηρίων, τοποθέτηση κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης στα κτήρια που δεν ανακαινίστηκαν κα. Παράλληλα, τέθηκαν σε εφαρμογή νέες κοινωνικές πολιτικές για την ενσωμάτωση των μεταναστών, την καταπολέμηση της ανεργίας και μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής στην κοινότητα. Η αρχιτεκτονική αλλά και κοινωνική «ανανέωση» συντέλεσε σημαντικά στη μείωση της εγκληματικότητας αλλά και του φόβου των κατοίκων του Bijlmermeer απέναντι στο έγκλημα, βλ. Winterdyk J. A., ό.π., σελ. 390.
[35] Matijosaitiene Ι. et al., Cpted In Lithuanian Residential Areas, Proceedings of ISER 128th International Conference, New York, USA, 16th-17th May 2018, σελ. 12-17.
[36] Ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα που διεξήχθη το 2014 από τον European Cooperation in Science and Technology (COST), στο πλαίσιο της δράσης του «Crime Prevention through Urban Design and Planning », σχετικά με την αποδοτικότητα της ανάπλασης που έλαβε χώρα στο προάστιο Bellvitge της Βαρκελώνης κατά την περίοδο 1990-2000 και υιοθετούσε πολλές από τις αρχές του CPTED πρώτης και δεύτερης γενιάς. Η περιοχή αυτή κατά τη δεκαετία του 1980 χαρακτηριζόταν από προβληματική δόμηση και ψηλά, πυκνοκατοικημένα κτήρια και μαστιζόταν από αυξημένη εγκληματικότητα, σήμερα ωστόσο είναι μια ακμάζουσα συνοικία με αρκετά χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας. Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο πολεοδομικός σχεδιασμός δεν ήταν ο καθοριστικός παράγοντας εγκληματικότητας, αλλά ότι αυτή ήταν το αποτέλεσμα της διάδρασης πολλών αιτίων, μεταξύ των οποίων και ο σχεδιασμός της πόλης, βλ. Winterdyk J. A., ό.π., σελ. 389-390 και http://www.cost.eu/COST_Actions/tud/TU1203.
[37] Lyons G. F., Arber M., Safe streets – safe city: A community based crime prevention project, The CPTED Journal, Vol. 1, Issue 1, Spring 2006, σελ. 33-37.
[38] Crowe T. D., Fennely L. J., ό.π., σελ. 11.
[39] Armitage R., Crime Prevention through Environmental Design, Environmental Criminology and Crime Analysis, Crime Science Series, Routledge, Abingdon, UK, 2016, σελ. 2, Winterdyk J. A., ό.π., σελ. 386 επ.
[40] P., Love T., The Dark Side of Crime Prevention Through Environmental Design (CPTED), Oxford Research Encyclopedia, Criminology And Criminal Justice, Oxford University Press USA, 2016, σελ. 1.
[41] Για τη Σιγκαπούρη, βλ. τον Οδηγό του Εθνικού Συμβουλίου Πρόληψης του Εγκλήματος: National Crime Prevention Council, Crime Prevention Through Environmental Design Guidebook, October 2003.
[42] Σε έρευνα που έγινε σε 24 περιοχές της Σεούλ με αντικείμενο την επιρροή των μέτρων που εντάσσονται στο CPTED στη μείωση του φόβου του εγκλήματος των κατοίκων –ο οποίος επιδρά και στην ψυχοσωματική τους υγεία- φάνηκε πως η παρακολούθηση του δημόσιου χώρου με κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, ο επαρκής φωτισμός και η διατήρησή του σε καλή κατάσταση (με απομάκρυνση των γκράφιτι, των σκουπιδιών και λοιπών ιχνών βανδαλισμού) επιδρούν σημαντικά στην ανακούφιση του φόβου, σε αντίθεση με τις μεθόδους που σχετίζονται με τη φυσική επιτήρηση και την αισθητική βελτίωση του περιβάλλοντος, όπως η τοποθέτηση διαφανών φρακτών, η δημιουργία μονοπατιών, πάρκων και πολιτιστικών κέντρων, βλ. Seung Lee J., Park S., Jung S., Effect of Crime Prevention through Environmental Design (CPTED) Measures on Active Living and Fear of Crime, Sustainability 2016, 8, 872, σελ. 1, 12.
[43] Winterdyk J. A., ό.π., σελ. 386.
[44] Cozens P., Love T., The Dark Side of Crime Prevention Through Environmental Design (CPTED), Oxford Research Encyclopedia, Criminology And Criminal Justice, Oxford University Press USA, 2016, σελ. 2.
[45] Armitage R., ό.π., σελ. 34.
[46] Βλ. v. Hirsch A. et al, ό.π. σελ. vi.
[47] Armitage R., ό.π., σελ. 7.
[48] Cozens P., Love T., The Dark Side of Crime Prevention Through Environmental Design (CPTED), Oxford Research Encyclopedia, Criminology And Criminal Justice, Oxford University Press USA, 2016, σελ. 1.
[49] Βλ. σχετικά Atlas R., The Sustainability of CPTED: Less Magic, More Science!, The CPTED Journal, Vol. 1, Issue 1, Spring 2002, σελ. 3-14.
[50] Jeffery C. R., Crime Prevention through Environmental Design, Sage Publications: London, UK, 1977, σελ. 228 επ.
[51] Winterdyk J. A., ό.π., σελ. 395.
[52] Crowe T. D., Fennely L. J., ό.π., σελ. 39.
[53] Πρόκειται, σύμφωνα με τον όρο του Atlas, για το «ανάστροφο CPTED» (reverse CPTED), άλλως τον «δεκτικό παραβατικότητας χώρο» (offensible space), Atlas R., The other side of defensible space, Security Management, March 1991, σελ. 63–66.
[54] Atlas, R., 21st century security and CPTED: Designing for critical infrastructure protection and crime prevention, Florida, Boca Raton, Taylor & Francis Ltd, 2008, σελ. 141-142.
[55] Cozens P., Think crime! Using evidence, theory and Crime Prevention Through Environmental Design (CPTED) for planning safer cities (2d ed.), Quinn’s Rock Perth, WA, Praxis Education, 2016.
[56] Cozens P., Love T., ό.π., σελ. 15.
[57] Crowe T. D., Fennely L. J. (rev.), Crime Prevention through Environmental Design, Elsevier, 2013, σελ. 39.
[58] Cozens P., Love T., ό.π., σελ. 2.
[59] Βλ. v. Hirsch A. et al, ό.π. σελ. vi.
[60] «Defensible space», όπως τον θέλησε ο Newman.
[61] Omidi Μ., Anti-homeless spikes are just the latest in 'defensive urban architecture', Thu 12 Jun 2014, Last modified on Fri 11 May 2018, διαθέσιμο ηλεκτρονικά σε: https://www.theguardian.com/cities/2014/jun/12/anti-homeless-spikes-latest-defensive-urban-architecture,
[62] Η δυνατή κλασική μουσική, η όπερα και τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια έχουν χρησιμοποιηθεί στην είσοδο του σιδηροδρομικού σταθμού της Κοπεγχάγης με σκοπό να αποθαρρύνουν συγκεντρώσεις αστέγων και εμπόρων ναρκωτικών, βλ. Cozens P., Love T., ό.π., σελ. 18.
[63] Cozens P., Love T., ό.π., σελ. 16.
[64] Omidi Μ., ό.π.
[65] Cozens P., Love T., ό.π., σελ. 16-17.
[66]Μάλιστα, στην Κίνα τοποθετήθηκαν παγκάκια με κερματοδέκτη, τα οποία έχουν ακίδες που κρύβονται για ορισμένο χρόνο μόλις τοποθετηθεί το κέρμα, βλ. https://metro.co.uk/2010/08/16/retractable-spikes-installed-on-park-benches-to-deter-lazy-bums-480903/.
[67] Τέτοιου είδους μέτρα έχουν μάλιστα χαρακτηριστεί από τους επικριτές τους ως «επιθετική αρχιτεκτονική» και ως μέσα αποκλεισμού των φτωχότερων, βλ. Quinn Β., Anti-homeless spikes are part of a wider phenomenon of 'hostile architecture', Fri 13 Jun 2014, διαθέσιμο ηλεκτρονικά σε: https://www.theguardian.com/artanddesign/2014/jun/13/anti-homeless-spikes-hostile-architecture
[68] Molloy M., Council removes 'anti-homeless' bars from benches after public backlash, 6 February 2018, διαθέσιμο ηλεκτρονικά σε: https://www.telegraph.co.uk/news/2018/02/06/council-removes-anti-homeless-bars-benches-public-backlash/
[69] Molloy M., ό.π.
[70] Καραγιαννίδης Χ., Προς μια συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 152, Πανούσης Γ., Εγκληματολογικοί Ανα-στοχασμοί, Νομική Βιβλιοθήκη, 2009, σελ. 232.