Η διαρκώς διευρυνόμενη συμμετοχή των νομικών προσώπων και ειδικότερα των επιχειρήσεων στην οικονομική πραγματικότητα σε εθνικό και διεθνές επίπεδο έχει καταστήσει αναγκαία τη ρύθμιση των ορίων της δραστηριότητάς τους ακόμα και με τα μέσα του ποινικού δικαίου, αφού από τη δραστηριότητα αυτή απορρέει κίνδυνος προσβολής πλειάδας εννόμων αγαθών.[1] Η λειτουργία των επιχειρήσεων σύμφωνα με τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς και ο στόχος της παραγωγής κέρδους βάσει των αρχών της νεοφιλελεύθερης οικονομίας θέτουν σε υψηλό κίνδυνο το περιβάλλον, την υγεία, αλλά και τη ζωή του πληθυσμού που ζει στις περιοχές όπου αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους μεγάλες βιομηχανικές μονάδες.[2] Τέτοιες περιπτώσεις, καθώς και σκάνδαλα περί δωροδοκίας φορέων δημόσιας εξουσίας από υπερεθνικές επιχειρήσεις, τα οποία έγιναν αντικείμενο δικών,[3] επανέφεραν στο προσκήνιο την επιτακτικότητα επαναξιολόγησης της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων.
Αυτήν την ανάγκη επανέλαβαν πρόσφατα και τα οικονομικά ισχυρότερα κράτη του κόσμου. Συγκεκριμένα στο Παράρτημα της Κοινής Δήλωσης των ηγετών της G20 περιλήφθηκε σειρά αρχών περί ευθύνης νομικών προσώπων για πράξεις διαφθοράς.[4] Οι ηγέτες των κρατών αυτών επισήμαναν εκ νέου ότι η αναγνώριση της ευθύνης των νομικών προσώπων είναι κρίσιμη για την παγκόσμια μάχη κατά της διαφθοράς, ωστόσο, οι διατυπωθείσες αρχές καταλείπουν στα κράτη τη διακριτική ευχέρεια να τιμωρήσουν τα νομικά πρόσωπα με ποινικές, αστικές ή διοικητικές κυρώσεις, αρκεί να υπάρχει σε κάθε έννομη τάξη σαφής προσδιορισμός του όρου «νομικό πρόσωπο», ώστε αυτά να μη μπορούν να αποφύγουν τις κυρώσεις ενδυόμενα άλλη οργανωτική μορφή με βάση το εταιρικό δίκαιο. Αξίζει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με τις ανωτέρω αρχές, η ευθύνη του νομικού προσώπου δεν προϋποθέτει τη δίωξη ή την καταδίκη κάποιου φυσικού προσώπου για το ίδιο αδίκημα και δεν περιορίζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η αξιόποινη πράξη έχει διαπραχθεί από διευθυντικό στέλεχος. Επίσης, δεν είναι κρίσιμο το αν η πράξη τελέστηκε από μέλος της εταιρείας ή από ενδιάμεσο φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Βάσει των ανωτέρω αρχών, μεταξύ των κυρώσεων που δύνανται να επιβληθούν στα νομικά πρόσωπα εντάσσονται ρητά η κατάσχεση και η δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος, μέτρα με σαφή ποινικό χαρακτήρα. Το τελευταίο τμήμα των αρχών αυτών αναφέρεται στη διακρατική συνεργασία με σκοπό την αποτελεσματικότερη τιμώρηση των νομικών προσώπων.
Πέραν των ως άνω διακηρυκτικής φύσεως αρχών, τα κράτη έχουν δεσμευθεί να θεσπίσουν στην εθνική τους νομοθεσία διατάξεις περί ευθύνης νομικών προσώπων επί αδικημάτων διαφθοράς αφ’ ενός με τη Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς[5] και αφ’ ετέρου με τη Σύμβαση του ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων υπαλλήλων.[6] Ειδικότερα, η Σύμβαση του ΟΗΕ προβλέπει στο άρθρο 26 την υποχρέωση των κρατών-μερών να υιοθετήσουν τα αναγκαία μέτρα που θα καθιερώνουν την ευθύνη των νομικών προσώπων για συμμετοχή σε πράξεις διαφθοράς. Ωστόσο, εναπόκειται στα κράτη-μέρη να προσδιορίσουν σε αρμονία με τις αρχές της έννομης τάξης τους τη μορφή της ευθύνης, η οποία μπορεί να είναι ποινική, αστική ή διοικητική και σε κάθε περίπτωση δεν επηρεάζει την ποινική ευθύνη των φυσικών προσώπων που διέπραξαν τις παραβάσεις. Τα κράτη-μέρη οφείλουν να διασφαλίσουν ότι τα νομικά πρόσωπα που θα θεωρηθούν υπεύθυνα θα υπόκεινται σε κυρώσεις αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές, ποινικής ή μη φύσεως, περιλαμβανομένων των χρηματικών κυρώσεων. Η Σύμβαση του ΟΟΣΑ προβλέπει στο άρθρο 2 ως υποχρεωτική την εισαγωγή στην εσωτερική νομοθεσία της ευθύνης των νομικών προσώπων για τη δωροδοκία αλλοδαπού δημοσίου υπαλλήλου. Πάντως, καταλείπει στα κράτη-μέρη την επιλογή της φύσης της ευθύνης, αφού ορίζει ότι οι έννομες τάξεις που δεν αναγνωρίζουν την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων οφείλουν να διασφαλίσουν ότι αυτά θα υπόκεινται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές μη ποινικής φύσεως κυρώσεις, μεταξύ αυτών και σε χρηματικές κυρώσεις.[7] Σε ό,τι αφορά στα κράτη-μέρη που αποδέχονται εν γένει την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, η Σύμβαση του ΟΟΣΑ θέτει ορισμένες προϋποθέσεις για την απόδοση ευθύνης σε αυτά για συμπεριφορές εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της και δη προσανατολίζεται προς το μοντέλο της υποκειμενικής ευθύνης, η οποία συνδέεται με αξιόποινες πράξεις διευθυντικών στελεχών προς το συμφέρον του νομικού προσώπου, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι στα πληρούντα τις απαιτήσεις της Σύμβασης κριτήρια για την απόδοση ευθύνης στα νομικά πρόσωπα ανήκει και η έλλειψη επαρκούς επίβλεψης, ελέγχου από τα υψηλόβαθμα στελέχη επί των δραστηριοτήτων των υφισταμένων τους που διέπραξαν δωροδοκία.[8] Μία τέτοια προσέγγιση διευρύνει σημαντικά τις περιπτώσεις εφαρμογής της Σύμβασης. Πέραν του πεδίου των αδικημάτων διαφθοράς, άξια μνείας είναι και η Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η οποία στο άρθρο 5 προβλέπει την υποχρέωση των κρατών-μερών να καθιερώσουν την ευθύνη των νομικών προσώπων για πράξεις χρηματοδότησης της τρομοκρατίας τελούμενες από πρόσωπο υπεύθυνο για τη διοίκηση ή τον έλεγχο του νομικού προσώπου.[9] Πάντως, αναφέρεται ρητά στο κείμενο της Σύμβασης ότι η ευθύνη μπορεί να είναι ποινική, αστική ή διοικητική.
Ιδιαίτερα σημαντικές είναι και οι πρωτοβουλίες που αναπτύχθηκαν στον χώρο του ευρωπαϊκού δικαίου και σε αυτόν δεν ανήκει μόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και το Συμβούλιο της Ευρώπης, του οποίου η Σύσταση 88 (18) με τον τίτλο «Ευθύνη των επιχειρήσεων που έχουν νομική προσωπικότητα για εγκλήματα που τελούνται κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους» υπήρξε καταλυτική.[10] Οι συντάκτες της αναφέρονται αφ’ ενός στην προερχόμενη από τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων αυξανόμενη εγκληματικότητα και αφ’ ετέρου στη δυσκολία εντοπισμού των υπαίτιων προσώπων ως λόγους που επιτάσσουν την καθιέρωση της ευθύνης τους. Τονίζουν δε ότι στις χώρες του αγγλοσαξωνικού δικαίου δεν υφίστανται δογματικά εμπόδια ως προς την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, τα οποία θεωρείται ότι πράττουν διά των υψηλόβαθμων διοικητικών στελεχών τους που αποτελούν το alter ego τους, με αποτέλεσμα οι πράξεις των στελεχών να καταλογίζονται στα νομικά πρόσωπα, αλλά συνάμα καθιστούν σαφές ότι επιδοκιμάζουν και την παρατηρούμενη στον ηπειρωτικό ευρωπαϊκό χώρο τάση περί απομάκρυνσης από το παραδοσιακό σχήμα ενοχής με την πρόβλεψη παραβάσεων των νομικών προσώπων που δεν προϋποθέτουν απόδειξη ενοχής ή με τη θεμελίωση της ποινικής ευθύνης του νομικού προσώπου στην ενοχή των υπαίτιων φυσικών προσώπων ή με την πρόβλεψη επικουρικής ευθύνης των επιχειρήσεων ή διοικητικής τους ευθύνης για ορισμένες παραβάσεις, για την τέλεση των οποίων δύνανται να επιβληθούν μόνο χρηματικές κυρώσεις. Συνεπώς, η Σύσταση καταλείπει στα κράτη την ευχέρεια να επιλέξουν το σχήμα ευθύνης που ταιριάζει στην έννομη τάξη τους, αρκεί να παράσχουν στα υπόλογα νομικά πρόσωπα εγγυήσεις αντίστοιχες με τις παρεχόμενες στα φυσικά πρόσωπα που κατηγορούνται για κάποια παράβαση. Στην αιτιολογική έκθεση της Σύστασης διευκρινίζεται ότι η ευθύνη μίας επιχείρησης θα έπρεπε να αποκλείεται μόνο σε περίπτωση που είτε η διοίκηση ως συλλογικό όργανο είτε ένα ή περισσότερα εκ των μελών της προδήλως δεν έχει σχέση με την παράβαση, όχι μόνο ελλείψει προσωπικής ανάμειξης, αλλά και ελλείψει γνώσης και αποδοχής του ωφέλιμου για την επιχείρηση εγκληματικού σχεδιασμού κάποιου υπαλλήλου και υπό την προϋπόθεση ότι η διοίκηση είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα, ώστε να εμποδίσει τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων από τους υπαλλήλους.[11] Η προτεινόμενη ευθύνη φαίνεται να είναι νόθος αντικειμενική, αφού τα νομικά πρόσωπα μπορούν να απαλλαγούν, εφόσον αποδείξουν ότι είχαν λάβει τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα. Επίσης, συνιστάται η ευθύνη του νομικού προσώπου να είναι ανεξάρτητη από τον εντοπισμό του υπαίτιου φυσικού προσώπου και οι κυρώσεις να έχουν προληπτικό, αποκαταστατικό και όχι κατασταλτικό χαρακτήρα,[12] όπερ συνάδει με την αποδοχή των ως άνω εναλλακτικών σχημάτων ευθύνης.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης επανήλθε δε με επιτακτικότερο τρόπο το 1998 επισημαίνοντας την ανάγκη πρόβλεψης της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων για αδικήματα κατά του περιβάλλοντος. Η Σύμβαση για την ποινική προστασία του περιβάλλοντος ορίζει στο άρθρο 9 παρ. 1 ως υποχρεωτική την πρόβλεψη επιβολής ποινικών ή διοικητικών κυρώσεων σε βάρος νομικών προσώπων, για λογαριασμό των οποίων διαπράχθηκε αδίκημα κατά του περιβάλλοντος από τα όργανα ή τους αντιπροσώπους τους.[13] Αξίζει να τονιστεί ότι, ενώ η Σύμβαση περιλαμβάνει ήδη στον τίτλο της τον όρο ποινικό δίκαιο, εν τέλει επιτρέπει στα κράτη να επιλέξουν τη μορφή των προς θέσπιση κυρώσεων με βάση τη νομική τους παράδοση. Επίσης, δίνει στα κράτη το δικαίωμα να διατυπώσουν επιφυλάξεις ως προς την εφαρμογή του άρθρου 9 παρ.1.[14] Επομένως, το Συμβούλιο της Ευρώπης έδειξε να στοχεύει στην πρόληψη των διαρκώς αυξανόμενων προσβολών εννόμων αγαθών λόγω της ανεξέλεγκτης δράσης των επιχειρήσεων, αλλά δεν θέλησε να παρέμβει στις εθνικές έννομες τάξεις ως προς τον τρόπο επίτευξης αυτού του στόχου, δηλαδή όρισε τον σκοπό, αλλά όχι τα μέσα.
Σχετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Σε ενωσιακό επίπεδο έχουν ομοίως καταγραφεί ποικίλες νομοθετικές πρωτοβουλίες αναφορικά με την ευθύνη των νομικών προσώπων. Αρχικά, το 1997 στη Σύμβαση για την Προστασία των Οικονομικών Συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (γνωστή ως PIF) και ειδικότερα στο άρθρο 3 παρ. 1 του 2ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής προβλέφθηκε ρητά η εισαγωγή της ευθύνης των νομικών προσώπων για τα σε αυτήν περιλαμβανόμενα αδικήματα της απάτης, της ενεργητικής δωροδοκίας, καθώς και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που στρέφονται κατά των οικονομικών συμφερόντων των τότε Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε από την Ελλάδα το 2000.[15] Το ανωτέρω άρθρο προβλέπει την ευθύνη των νομικών προσώπων αφ’ ενός για τη διάπραξη ή συμμετοχή στη διάπραξη των άνω αδικημάτων προς όφελος του νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και κατέχει ηγετική θέση εντός αυτού και αφ’ ετέρου για ελλιπή επίβλεψη εκ μέρους στελέχους με ηγετική θέση, συνεπεία της οποίας μπόρεσε να διαπραχθεί ένα από τα ανωτέρω αδικήματα από υφιστάμενό του προς όφελος του νομικού προσώπου. Άξιος ειδικής μνείας εν προκειμένω είναι ο ορισμός της ηγετικής θέσης, η οποία συνίσταται είτε σε εξουσία αντιπροσώπευσης είτε σε εξουσία λήψης αποφάσεων ή άσκησης ελέγχου. Και στο πλαίσιο αυτής της Σύμβασης η παράλειψη επίβλεψης από ηγετικό στέλεχος τυποποιείται ως παράγοντας που θεμελιώνει την ευθύνη του νομικού προσώπου. Επίσης, ο προσδιορισμός της φύσης της ευθύνης επαφίεται και πάλι στα κράτη. Σύμφωνα με το άρθρο 8 του κυρωτικού νόμου, 2803/2000 ο Έλληνας νομοθέτης περιορίστηκε στην πρόβλεψη διοικητικών κυρώσεων για τις επιχειρήσεις που ωφελήθηκαν από τη διάπραξη μίας εκ των ανωτέρω πράξεων από πρόσωπο με ηγετική θέση εντός αυτής.
Εν συνεχεία, το 2000 κατατέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Corpus Juris Penalis Europaei, η τελική μορφή ενός σχεδίου ποινικών διατάξεων προορισμένων να εφαρμοσθούν σε έναν ενιαίο Ευρωπαϊκό Δικαστικό Χώρο με αντικείμενο την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη σύνταξη του οποίου είχε αναθέσει η Επιτροπή σε επιστημονική ομάδα συγκροτούμενη από Ευρωπαίους καθηγητές ποινικού δικαίου υπό τη Γαλλίδα καθηγήτρια, Mireille Delmas-Marty.[16] Σύμφωνα με τους συντάκτες του σχεδίου, οι βασικοί λόγοι για την τυποποίηση της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων ήταν αφ’ ενός η δυσκολία προσδιορισμού του υπαίτιου φυσικού προσώπου λόγω της σύγχρονης πολυδαίδαλης οργανωτικής διάρθρωσης των επιχειρήσεων και αφ’ ετέρου η αποτελεσματικότερη καταπολέμηση όλων των μορφών απάτης σε βάρος της Κοινότητας.[17] Το Corpus Juris επικρίθηκε έντονα στη θεωρία ως προς τη νομική του βάση, καθώς η Κοινότητα σύμφωνα με τις αρχές της δοτής αρμοδιότητας και της επικουρικότητας είχε περιορισμένες αρμοδιότητες, στις οποίες δεν ανήκε ο τομέας του ποινικού δίκαιου, διότι αυτός θεωρείτο έκφραση εθνικής κυριαρχίας και παρέμενε στα κράτη-μέλη. Εξάλλου, το τότε ισχύον άρθρο 280 ΣυνθΕΚ, το οποίο είχε εισαχθεί με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997, όριζε στην παράγραφο 4 ότι στα μέτρα που μπορούσε να λάβει το Συμβούλιο στην κατεύθυνση αυτή για την καταπολέμηση της απάτης και άλλων αδικημάτων κατά της Κοινότητας, δεν ανήκε η εφαρμογή του εθνικού ποινικού δικαίου και η απονομή δικαιοσύνης στα κράτη-μέλη.[18] Γι’ αυτό, δεν κατέστη εν τέλει μέρος του ενωσιακού δικαίου, προσδιόρισε, ωστόσο, το στίγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πεδίο του τότε υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου και παγίωσε το ευρωπαϊκό μοντέλο ευθύνης των νομικών προσώπων.[19] Το σχέδιο αυτό αναφέρεται συγκεκριμένα στα αδικήματα της απάτης, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, της σύστασης συμμορίας, της δωροδοκίας ή δωροληψίας, της απιστίας περί την υπηρεσία, της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και της παραβίασης του υπηρεσιακού απορρήτου και ως εκ τούτου έχει ως αποδέκτες και τους δημοσίους υπαλλήλους και περιέλαβε διατάξεις τόσο για την ποινική ευθύνη των διευθυνόντων όσο και για την ποινική ευθύνη των ενώσεων προσώπων.[20]
Συγκεκριμένα, το άρθρο 12 του τροποποιημένου σχεδίου της Φλωρεντίας (άρθρο 13 του αρχικού σχεδίου) προβλέπει ότι ο διευθύνων σύμβουλος μίας επιχείρησης, καθώς και στελέχη που έχουν εξουσία λήψης αποφάσεων και άσκησης ελέγχου εντός αυτής ευθύνονται ποινικώς, αν εκ προθέσεως επέτρεψαν την τέλεση των ανωτέρω αναφερθέντων αδικημάτων προς όφελος της επιχείρησης από πρόσωπο υπαγόμενο στην εποπτεία τους. Το ίδιο ισχύει δε και για τους ανώτερους δημοσίους υπαλλήλους που επέτρεψαν σε πρόσωπο υπαγόμενο στον τομέα ευθύνης τους να διαπράξει μία εκ των ανωτέρω πράξεων. Επιπλέον, η ευθύνη των διευθυνόντων καλύπτει και την περίπτωση κατά την οποία εκείνοι παρέλειψαν τα αναγκαία μέτρα επιτήρησης και αυτό διευκόλυνε την τέλεση της αξιόποινης πράξης. Διευκρινίζεται μάλιστα ότι οι διευθύνοντες δεν δύνανται να απαλλαγούν επικαλούμενοι τη μεταφορά εξουσιών σε άλλον, εκτός αν η μεταφορά αφορά σε συγκεκριμένο, επακριβώς προσδιορισμένο τμήμα αρμοδιοτήτων και ήταν αναγκαία για την επιχείρηση. Βέβαια, οι διευθύνοντες θα μπορούσαν και πάλι να καταστούν ποινικώς υπεύθυνοι σε περίπτωση πλημμελούς επιλογής και εποπτείας του προσωπικού ή εν γένει λόγω πλημμελούς οργάνωσης της επιχείρησης και αυτή είναι μία πρόβλεψη που διευρύνει τα όρια του αξιοποίνου για τα διευθυντικά στελέχη. Το προτεινόμενο στο άρθρο 12 σχήμα ευθύνης εν γένει επαναλαμβάνει τα προβλεπόμενα στην προαναφερθείσα Σύσταση του ΟΟΣΑ, αλλά και τα οριζόμενα στη Σύμβαση PIF, όπερ υποδηλώνει ότι το σχέδιο κινήθηκε στην κατεύθυνση κειμένων που είχαν ήδη αποτελέσει προσπάθεια εναρμόνισης των εθνικών εννόμων τάξεων. Ειδικότερα, η διατύπωση του άρθρου 12 παραπέμπει στη διάταξη του γερμανικού ποινικού κώδικα για τα διά παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα και έτσι, παρότι δεν υφίσταται ειδική ρύθμιση για την ευθύνη των διευθυντικών στελεχών ούτε στη Γερμανία ούτε σε άλλες έννομες τάξεις, πρόκειται για ένα σχήμα ευθύνης που ως προς τα βασικά του χαρακτηριστικά δεν είναι άγνωστο στις εσωτερικές έννομες τάξεις.[21] Εξάλλου, η δυνητική απαλλαγή του διευθύνοντος με επίκληση ανάθεσης αρμοδιοτήτων παραπέμπει στην αντίστοιχη νομολογιακά διαμορφωμένη περίπτωση που συναντάται στο πλαίσιο της γαλλικής έννομης τάξης.[22] Ωστόσο, η ανάθεση αρμοδιοτήτων δεν πρέπει να τυγχάνει τόσο στενής ερμηνείας, διότι υπάρχει κίνδυνος, αν θεωρηθεί μη επαρκώς προσδιορισμένη και κατ’ επέκταση μη δυνάμενη να αποκλείσει την ευθύνη του διευθύνοντος, να καταστήσει αυτόν ποινικώς υπεύθυνο για πράξεις που δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει λόγω μεταβίβασης του επίμαχου τομέα αρμοδιοτήτων.[23] Συνεπώς, η στενή ερμηνεία αυτής της έννοιας θα οδηγούσε σε αντικειμενική ευθύνη των διευθυνόντων εκ μόνης της ιδιότητάς τους.
Το άρθρο 13 του τροποποιημένου σχεδίου της Φλωρεντίας (άρθρο 14 του αρχικού σχεδίου) προβλέπει την ποινική ευθύνη των ενώσεων προσώπων που είναι νομικά πρόσωπα ή έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα και δική τους περιουσία για την τέλεση μίας εκ των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων κατά της Κοινότητας προς όφελος της ένωσης προσώπων από όργανο, εκπρόσωπο ή άλλο πρόσωπο που πράττει στο όνομα της ένωσης ή έχει de jure ή de facto εξουσία λήψης αποφάσεων. Η ποινική ευθύνη των ενώσεων προσώπων υφίσταται δε σωρευτικά με αυτήν των φυσικών προσώπων που είναι αυτουργοί ή συμμέτοχοι στην πράξη. Μία πρώτη ουσιώδης διαφορά από τα συνήθως προβλεπόμενα είναι ότι η ποινική ευθύνη επεκτείνεται στις ενώσεις χωρίς νομική προσωπικότητα. Επίσης, η εν λόγω προταθείσα πρόβλεψη συνιστά μία διευρυμένη εκδοχή του συνήθους ακολουθούμενου στις ως άνω διεθνείς συμβάσεις μοντέλου του καταλογισμού στο νομικό πρόσωπο πράξεων των νομίμων αντιπροσώπων του, καθώς η ευθύνη της ένωσης εν προκειμένω γεννάται και από πράξεις φυσικών προσώπων που έχουν εν τοις πράγμασι και όχι βάσει νόμου ή του καταστατικού εξουσία λήψης αποφάσεων ή από πρόσωπα που πράττουν στο όνομα της ένωσης κατά το πραγματιστικό μοντέλο του ολλανδικού ποινικού κώδικα.[24] Αυτή η ευρεία εκδοχή αποσκοπεί στο να συμπεριλάβει και περιπτώσεις άτυπης ανάθεσης αρμοδιοτήτων σε άλλα πρόσωπα, αλλά στο πεδίο εφαρμογής της θα ενέπιπταν και πρωτοβουλίες αυτοβούλως ληφθείσες από μεσαία και λοιπά στελέχη μίας ένωσης, τα οποία έκριναν σκόπιμο να δράσουν επ’ ονόματι της ένωσης. Με δεδομένο ότι αρκετά κράτη δεν αναγνώριζαν την ποινική ευθύνη νομικών προσώπων ούτε στη στενότερη εκδοχή της, διατυπώθηκαν αντιρρήσεις ήδη κατά τη διάρκεια των εργασιών της επιστημονικής ομάδας από εκπροσώπους διαφόρων εννόμων τάξεων, μεταξύ αυτών και από τον καθηγητή Σπινέλλη ως εκπρόσωπο της Ελλάδας.[25] Άλλωστε, προφανώς δεν ήταν τυχαίο ότι επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας είχε τεθεί μία καθηγήτρια προερχόμενη από τη Γαλλία, μία χώρα που είχε εισαγάγει την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων στη στενότερη, βέβαια, εκδοχή της, όπως θα αναλυθεί κατωτέρω.
Άξια μνείας είναι συναφώς και η Πράσινη Βίβλος της Επιτροπής σχετικά με την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, η οποία κατά το πρότυπο της ήδη αναφερθείσας Σύμβασης PIF και του Corpus Juris προβλέπει ευθύνη των νομικών προσώπων για πράξεις απάτης, δωροδοκίας ή νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, οι οποίες διαπράττονται σε βάρος της Κοινότητας από τα διοικητικά τους στελέχη, αλλά και για πλημμελή εποπτεία εκ μέρους των διευθυνόντων που κατέστησε δυνατή τη διάπραξη των ανωτέρω αδικημάτων από πρόσωπο υπαγόμενο στην εξουσία τους.[26]
Οι προταθείσες διατάξεις του Corpus Juris αποτέλεσαν υπόδειγμα για πληθώρα θεματικών Αποφάσεων-πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτεινόμενων πέραν του στόχου της προστασίας των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων.[27] Ενδεικτικά σταχυολογούνται τα άρθρα 8 και 9 της Απόφασης-πλαίσιο 2000/383/ΔΕΥ «για την ενίσχυση της προστασίας από την παραχάραξη εν όψει της εισαγωγής του ευρώ», τα άρθρα 7 και 8 της Απόφασης-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ «για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας που αφορούν μέσα πληρωμής πλην των μετρητών», τα άρθρα 7 και 8 της Απόφασης-πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ «για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας», τα άρθρα 4 και 5 της Απόφασης-πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ «για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων», τα άρθρα 2 και 3 της Απόφασης-πλαίσιο 2002/946/ΔΕΥ «για την ενίσχυση του ποινικού πλαισίου για την πρόληψη της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής», τα άρθρα 5 και 6 της Απόφασης-πλαίσιο 2003/568/ΔΕΥ «για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα, για τα αδικήματα της ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας», τα άρθρα 6 και 7 της Απόφασης-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ «για την καταπολέμηση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας», τα άρθρα 6 και 7 της Απόφασης-πλαίσιο 2004/757/ΔΕΥ «για τη θέσπιση ελαχίστων διατάξεων σχετικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων και τις ποινές που ισχύουν στον τομέα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών», τα άρθρα 5 και 6 της Απόφασης-πλαίσιο 2005/667/ΔΕΥ «για την ενίσχυση του ποινικού πλαισίου καταστολής της ρύπανσης από πλοία», τα άρθρα 5 και 6 της Απόφασης-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ «για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου» και τα άρθρα 5 και 6 της Απόφασης-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ «για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος».
Σε όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις επιλέχθηκε το κλασικό νομικό εργαλείο του πρώην τρίτου ενωσιακού πυλώνα περί αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας των κρατών-μελών, διότι κατέλειπε στα κράτη ευχέρεια επιλογής του μέσου επίτευξης του εκάστοτε καθοριζόμενου στόχου.[28] Όπως προκύπτει και από τη διατύπωση που ακολουθείται στις ανωτέρω Αποφάσεις-πλαίσιο, τα κράτη είχαν ευχέρεια προσδιορισμού της φύσης των επιβαλλόμενων στα νομικά πρόσωπα κυρώσεων για τις συναφείς με τον εκάστοτε προς καταπολέμηση τομέα εγκληματικότητας αξιόποινες πράξεις των φυσικών προσώπων που πράττουν για λογαριασμό του νομικού προσώπου ή προς όφελος αυτού, είτε ανήκουν στα όργανα εκπροσώπησής του είτε έχουν εν τοις πράγμασι εξουσία λήψης αποφάσεων. Γι’ αυτό, ενώ η ευθύνη των διευθυντικών στελεχών χαρακτηρίζεται ρητά ως ποινική, η φύση της ευθύνης των νομικών προσώπων και κατ’ επέκταση των σε βάρος τους κυρώσεων δεν προσδιορίζεται στο νομοθετικό κείμενο. Αρκεί οι κυρώσεις να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και ως τέτοιες θεωρούνται, πέραν των χρηματικών κυρώσεων βεβαίως, ο αποκλεισμός από δημόσιες παροχές, η προσωρινή ή οριστική απαγόρευση άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, η διάλυση του νομικού προσώπου και το προσωρινό ή οριστικό κλείσιμο των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του εγκλήματος. Επίσης, αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμα κι αν δεν ασκηθεί δίωξη σε βάρος των φυσικών προσώπων που έδρασαν ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι ή δεν επιβληθεί ποινή σε αυτά, μπορούν, εντούτοις, να επιβληθούν κυρώσεις στο νομικό πρόσωπο.[29] Πάντως, η ευθύνη των νομικών προσώπων προσδιορίζεται στις άνω Αποφάσεις-πλαίσιο κατά την ευρύτερη δυνατή εκδοχή της, αφού παράγεται από πράξεις των διευθυνόντων τελούμενες για λογαριασμό ή προς όφελός τους, αλλά και από πράξεις φυσικών προσώπων με de facto εξουσία ελέγχου ή λήψης αποφάσεων για το νομικό πρόσωπο, τα οποία μπορεί να ενεργούν ατομικά και όχι ως μέλη οργάνου του νομικού προσώπου, καθώς και από την πλημμελή άσκηση εποπτείας εκ μέρους των διευθυνόντων ή των ασκούντων de facto εξουσία. Αυτή η επηρεασμένη από το Corpus Juris εξαιρετικά ευρεία εκδοχή της ευθύνης των νομικών προσώπων συμβάλλει μεν στο να καλυφθούν όλες οι μορφές προσβολής ιδιαίτερα σημαντικών εννόμων αγαθών, όπως τα προστατευόμενα με τις ανωτέρω Αποφάσεις-πλαίσιο, από την παραβατική δραστηριότητα νομικών προσώπων, αλλά ο καθορισμός από τον εθνικό νομοθέτη του κύκλου των φυσικών προσώπων από τις πράξεις των οποίων πηγάζει η ευθύνη του νομικού προσώπου έπρεπε να γίνει με μεγαλύτερη προσοχή, καθώς αν το φυσικό πρόσωπο ενεργήσει ατομικά, πρέπει να θεμελιωθεί ο σύνδεσμος των πράξεών του με το νομικό πρόσωπο. Ο σύνδεσμος πρέπει να θεμελιώνεται σε μία έστω εν τοις πράγμασι εξουσία λήψης αποφάσεων, διότι ο καταλογισμός στο νομικό πρόσωπο πράξεων προσώπων, τα οποία αυτοβούλως και όχι στο πλαίσιο επίσημης ή άτυπης ανάθεσης συναφούς αρμοδιότητας σε αυτά, διέπραξαν αδικήματα προς όφελος του νομικού προσώπου θα διεύρυνε υπερβολικά τα όρια του αξιοποίνου. Δηλαδή, ακόμα κι αν το νομικό πρόσωπο εν τέλει ωφελήθηκε, δεν μπορεί να καταλογισθεί σε αυτό πράξη προσώπου, η δράση του οποίου δεν εγκρίθηκε, έστω έμμεσα, από τον διευθύνοντα με την άτυπη ανάθεση σε αυτό ενός τομέα αρμοδιοτήτων.
Στην άνω ενδεικτική παράθεση παραδειγμάτων ενωσιακής νομοθεσίας πρέπει να προστεθούν τα άρθρα 6 και 7 της Οδηγίας 2008/99/ΕΚ «σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου». Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ, κατ’ εξαίρεση επιτρεπόταν η θέσπιση ποινικών διατάξεων μέσω Οδηγιών σε τομείς ανήκοντες στην αρμοδιότητα της Ένωσης ή στη συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ένωσης και των κρατών-μελών, όπως η προστασία του περιβάλλοντος και εφόσον είχαν θεσπιστεί ήδη αστικές κυρώσεις μέσω Οδηγιών για τους τομείς αυτούς, προς επίτευξη μίας ενιαίας αποτελεσματικής προστασίας του εκάστοτε τομέα.[30] Άλλωστε, και οι Οδηγίες αφήνουν στον εθνικό νομοθέτη την επιλογή των μέσων συμμόρφωσης προς αυτήν. Η ανωτέρω Οδηγία, κινούμενη στο πνεύμα των Αποφάσεων-πλαίσιο, προβλέπει ευθύνη των νομικών προσώπων τόσο για πράξεις των διευθυνόντων όσο και για την πλημμελή επίβλεψη εκ μέρους τους. Πάντως, ενώ στο προοίμιο γίνεται λόγος για ανάγκη ενίσχυσης της περιβαλλοντικής προστασίας με την απειλή ποινικών κυρώσεων, οι οποίες θα αποτυπώνουν την κοινωνικο-ηθική απαξία των προσβολών κατά του περιβάλλοντος με τρόπο ποιοτικά διαφορετικό από τις διοικητικές κυρώσεις ή την υποχρέωση αποζημίωσης με βάση το αστικό δίκαιο, στο άρθρο 7 που αφορά στις κυρώσεις των νομικών προσώπων δεν γίνεται αναφορά σε ποινές.[31]
Αφότου τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας, η Ένωση απέκτησε ευθεία ποινική νομοθετική αρμοδιότητα επί τη βάσει του άρθρου 83 παρ. 1 και 2 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις του Corpus Juris απέκτησαν μεγαλύτερη σημασία ως πρότυπο για ποινικού περιεχομένου νομοθετήματα εμπίπτοντα στην ενωσιακή αρμοδιότητα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 83, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να θεσπίζουν με Οδηγίες ελάχιστους ποινικούς κανόνες στους τομείς της ιδιαιτέρως σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση και σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου, μπορούν να εκδοθούν Οδηγίες με ελάχιστους ποινικούς κανόνες, όταν είναι αναγκαία η προσέγγιση των ποινικών νομοθεσιών των κρατών-μελών σε τομείς στους οποίους εφαρμόζονται ήδη μέτρα εναρμόνισης. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι, σε αντίθεση με το παρελθόν, οι Οδηγίες που εκδίδονται βάσει του άρθρου 83 ΣΛΕΕ δεν καθορίζουν απλώς τον επιδιωκόμενο στόχο, αλλά διαμορφώνουν το ελάχιστο περιεχόμενο των ποινικών διατάξεων, όπερ σημαίνει ότι προσδιορίζουν τα ελάχιστα στοιχεία των ειδικών υποστάσεων και το κατώτερο όριο της επαπειλούμενης ποινής. Πρόκειται συνεπώς για κεκαλυμμένη άμεση τυποποίηση εγκλημάτων.[32] Ως αντιστάθμισμα αυτής, βέβαια, παρέχεται στα κράτη-μέλη δυνάμει του άρθρου 83 παρ. 3 η δυνατότητα αναστολής των νομοθετικών διαδικασιών των παραγράφων 1 και 2 του ίδιου άρθρου, εφόσον κρίνουν ότι θίγονται θεμελιώδεις πτυχές του ποινικού τους συστήματος (emergency brake clause). Επιπλέον, προβλέπεται η δυνατότητα έκδοσης ακόμα και Κανονισμών, ήτοι αμεσολάβητης ισχύος κανονιστικών κειμένων, στο μεν άρθρο 325 παρ. 4 ΣΛΕΕ για το αδίκημα της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, στο δε άρθρο 79 παρ. 2 ΣΛΕΕ για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων, χωρίς μάλιστα να παρέχεται στα κράτη-μέλη δικαίωμα αναστολής της διαδικασίας έκδοσης των Κανονισμών. Βέβαια, τα εθνικά κοινοβούλια έχουν τη δυνατότητα να εκφέρουν επί τη βάσει του άρθρου 6 του 2ου πρωτοκόλλου της ΣΛΕΕ αιτιολογημένη γνώμη αναφορικά με το ότι το σχέδιο του Κανονισμού δεν συνάδει με την αρχή της επικουρικότητας, υπό την έννοια ότι το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί με τη θέσπιση διοικητικών κυρώσεων της αυτής βαρύτητας και ότι πρέπει να διατηρηθεί η λειτουργία του ποινικού δικαίου ως ultima ratio.[33] Πάντως, παρά τις αναφερθείσες δυνατότητες παρέμβασης των κρατών-μελών στην ενωσιακή ποινική νομοθετική διαδικασία και τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου, ήτοι ενός οργάνου με άμεσα εκλεγμένη από τους πολίτες της Ένωσης σύνθεση, στις ανωτέρω νομοθετικές διαδικασίες εξακολουθεί να υφίσταται σκεπτικισμός περί τη συμβατότητα του υπό διαμόρφωση ενωσιακού ουσιαστικού ποινικού δικαίου με θεμελιώδη χαρακτηριστικά των εθνικών εννόμων τάξεων. Για παράδειγμα, ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων, ο οποίος συναντάται ήδη σε πληθώρα Αποφάσεων-πλαίσιο και μπορεί πλέον να συμπεριληφθεί στο ρυθμιστικό αντικείμενο Οδηγιών, στηλιτεύεται ως περίπτωση ασυμβατότητας για τον λόγο ότι προσκρούει στη θεμελιώδη για τις εθνικές έννομες τάξεις αρχή της ενοχής.[34] Οι Αποφάσεις-Πλαίσιο διατηρήθηκαν σε ισχύ μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας βάσει του άρθρου 9 του Πρωτοκόλλου 36 της ΣΛΕΕ και σταδιακά αντικαταστάθηκαν από θεματικά συναφείς Οδηγίες, οι οποίες, αν και θα μπορούσαν να προσδώσουν ποινικό χαρακτήρα στην ευθύνη των νομικών προσώπων και κατ’ επέκταση να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις γι’ αυτά, επιλέγουν να μην προσδιορίσουν τη φύση αυτής της ευθύνης καταλείποντας την απόφαση στον εθνικό νομοθέτη. Ο ενωσιακός νομοθέτης έχοντας επίγνωση των αντιρρήσεων που θα διατυπώνονταν από ορισμένα κράτη-μέλη, απέστη συνειδητά από το να ορίσει την καθιέρωση της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων ως υποχρεωτική. Αυτό προκύπτει από τη διατύπωση που επιλέχθηκε στα άρθρα 5 και 6 της Οδηγίας 2011/36/ΕΕ «για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της», στα άρθρα 12 και 13 της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ «σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας», στα άρθρα 6 και 7 της Οδηγίας 2014/62/ΕΕ «σχετικά με την προστασία του ευρώ και άλλων νομισμάτων από την παραχάραξη και την κιβδηλεία μέσω του ποινικού δικαίου, στα άρθρα 17 και 18 της Οδηγίας 2017/541/ΕΕ «για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας», καθώς και στα άρθρα 6 και 9 της Οδηγίας 2017/1371 «για την καταπολέμηση μέσω του ποινικού δικαίου της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης».
Σύντομη ιστορική αναδρομή στις επιλογές των εθνικών εννόμων τάξεων - Το παράδειγμα του αγγλοσαξωνικού δικαίου ως πρόδρομος μίας γενικής ρύθμισης
Πάντως, μολονότι με την πάροδο των χρόνων έχει γίνει αντιληπτή σε μεγάλο βαθμό η ανάγκη καταπολέμησης της παράνομης δραστηριότητας των νομικών προσώπων και με τα μέσα του ποινικού δικαίου, αυτή η διαπίστωση δεν προέκυψε ως κάτι αυτονόητο, οι δε εθνικές έννομες τάξεις ήταν για πολλά χρόνια διστακτικές ως προς τη λήψη σχετικών πρωτοβουλιών. Ήδη την εποχή του Ρωμαϊκού Δικαίου επικρατούσε η αρχή societas delinquere non potest, σύμφωνα με την οποία τα νομικά πρόσωπα δεν ήταν δυνατό να καταστούν υποκείμενα ποινικής ευθύνης.[35] Ωστόσο, κατά τον Μεσαίωνα δεν ήταν άγνωστο το φαινόμενο της καταδίκης μίας συντεχνίας, μίας κοινότητας ή και μίας πόλης.[36] Όμως, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα η διδασκαλία του Feuerbach οδήγησε στην απόρριψη της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων.[37] Στην επίρρωση αυτής της θέσης συνέβαλε, άλλωστε, τον 19ο αιώνα η θεωρία των Savigny, Puchta και Windscheid, σύμφωνα με την οποία το νομικό πρόσωπο είναι πλάσμα δικαίου, δηλαδή μία κατασκευή της εκάστοτε έννομης τάξης που δεν έχει ούτε συνείδηση, η οποία θα νοηματοδοτούσε την απόδοση μομφής σε αυτό,[38] ούτε και δικαιοπρακτική ικανότητα. Τέτοια ικανότητα διαθέτουν αποκλειστικά τα φυσικά πρόσωπα που δρουν ως αντιπρόσωποί του και αφού αντιπροσώπευση είναι δυνατή μόνο για δικαιοπραξίες και όχι για αδικοπραξίες, δεν νοείται ευθύνη του νομικού προσώπου για τις αδικοπραξίες των οργάνων του και κατά συνέπεια ούτε για τις αξιόποινες πράξεις αυτών.[39] Την άποψη αυτή ανέτρεψε η θεωρία του von Gierke περί συλλογικής προσωπικότητας, βάσει της οποίας το νομικό πρόσωπο διαθέτει ξεχωριστή βούληση εκφραζόμενη διά των οργάνων του και ως εκ τούτου έχει δικαιοπρακτική και αδικοπρακτική ικανότητα. Ερειδόμενος στη θεωρία αυτή ο Franz von Liszt υποστήριξε την καθιέρωση της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων.[40] Εξάλλου, στη δίκη της Νυρεμβέργης τέθηκε μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της ποινικής ευθύνης οργανώσεων, όπως η Gestapo και τα Waffen-SS, αλλά και του ίδιου του γερμανικού κράτους, όμως, ο βασικός κατήγορος, Robert Jackson κατέληξε στη θέση ότι τα εγκλήματα τελούνται πάντα από άτομα και ότι μόνο οι ατομικές ποινές μπορούν να εκτελεστούν αποτελεσματικά και ειρηνικά.[41] Η δογματική συζήτηση ολοκληρώθηκε το 1953 στο συνέδριο των Γερμανών Νομικών στο Αμβούργο με την επικράτηση της προσέγγισης του Karl Engisch, σύμφωνα με την οποία τα νομικά πρόσωπα δεν έχουν την ικανότητα του πράττειν κατά την έννοια του ποινικού δικαίου, δεν έχουν ικανότητα προς καταλογισμό και δεν είναι πρόσφοροι αποδέκτες ποινικών κυρώσεων.[42]
Στον αντίποδα του τότε αποκρυσταλλωμένου για το ευρωπαϊκό ηπειρωτικό δίκαιο δόγματος περί αποκλεισμού της ποινικής ευθύνης νομικών προσώπων βρίσκονταν οι χώρες του αγγλοσαξωνικού δικαίου (common law), οι οποίες δεν αντιμετώπισαν δογματικά προσκόμματα ως προς την εισαγωγή της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων ήδη κατά τα χρόνια που ακολούθησαν τη βιομηχανική επανάσταση, διότι ήδη αναγνώριζαν μορφές ευθύνης όπως η αντικειμενική ευθύνη (strict liability) και η αντιπροσωπευτική ευθύνη (vicarious liability).[43] Αντικειμενική ευθύνη παράγεται με μόνη την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένης ποινικής διάταξης άνευ συνδρομής υπαιτιότητας του πράττοντος.[44] Παραδείγματα συνιστούν η οδήγηση, η κατοχή ναρκωτικών, φέρ’ ειπείν ένα ατύχημα με αυτοκίνητο μπορεί να οφείλεται στην αιφνίδια εμφάνιση ενός ζώου ή όταν ένας οδηγός ταξί παραλαμβάνει μία αποσκευή προς μεταφορά, δεν έχει κατ’ ανάγκην λόγο να ελέγξει αν αυτή περιέχει ναρκωτικά. Αυτή η εξαίρεση από τον κανόνα της επικάλυψης της αντικειμενικής υπόστασης από υποκειμενικά στοιχεία καθιστά, εξάλλου, πολύ ευκολότερη την προσαρμογή αυτής της μορφής ευθύνης στα νομικά πρόσωπα. Περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης νομικών προσώπων αναγνωρισμένες από τη νομολογία αποτελούν η περιβαλλοντική ρύπανση και η καταστροφή δημόσιου δρόμου κατά την κατασκευή ορισμένου έργου.[45] Εξ αυτών συνάγεται ότι οι περιπτώσεις κατάφασης της αντικειμενικής ευθύνης νομικών προσώπων εντοπίζονται εκτός του πυρήνα του ποινικού δικαίου και αφορούν σε παραβάσεις διατάξεων ρυθμιστικού περιεχομένου που προστατεύουν υπερατομικά έννομα αγαθά, όπως η δημόσια υγεία ή η ασφάλεια των συγκοινωνιών. Συνεπώς, η σπουδαιότητα του εννόμου αγαθού, το μέγεθος του κινδύνου που ενέχει η παράβαση για το κοινωνικό σύνολο και το καθήκον επιμελείας που συνοδεύει την άσκηση επικίνδυνων δραστηριοτήτων δικαιολογούν τη μετατόπιση του αξιοποίνου σε πεδίο μη επικαλυπτόμενο από υπαιτιότητα.[46] Στις περιπτώσεις αυτές υφίσταται ένα γενικό καθήκον επιμέλειας, συχνά δε και ειδικότερες υποχρεώσεις ασφαλείας προς τις οποίες οφείλουν να συμμορφωθούν τα δρώντα πρόσωπα, αλλά ο κίνδυνος που ενέχουν ορισμένες δραστηριότητες πραγματώνεται ενίοτε παρά την τήρηση των ανωτέρω υποχρεώσεων, για παράδειγμα η καταστροφή ενός δρόμου μπορεί να συντελεστεί, επειδή λόγω κάποιου φυσικού φαινομένου έφυγε από τη θέση του ένα κατασκευαστικό εργαλείο από παρακείμενη οικοδομή. Σε περιπτώσεις, όμως, κατά τις οποίες έχουν τηρηθεί οι υποχρεώσεις που είναι συνυφασμένες με κινδυνώδεις δραστηριότητες και παρά ταύτα πραγματώνεται ο κίνδυνος, είναι άδικη η επιβολή ποινικών κυρώσεων, ιδίως εφόσον η προκληθείσα ζημία συνοδεύεται από την καταβολή αποζημίωσης στο πλαίσιο του αστικού δικαίου.
Σύμφωνα με τη θεωρία περί αντιπροσωπευτικής ευθύνης εξάλλου, ένα φυσικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις άλλου φυσικού προσώπου, στο οποίο έχει αναθέσει την εκτέλεση κάποιας εντολής ή το οποίο συνδέεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας με το πρώτο. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για τη μεταφορά στο πεδίο του ποινικού δικαίου της προερχόμενης από το αστικό δίκαιο ευθύνης του προστήσαντος για πράξεις του προστηθέντος. Πρέπει, πάντως, να τονισθεί ότι η αντιπροσωπευτική ευθύνη περιοριζόταν σε εγκλήματα αντικειμενικής ευθύνης και δεν επεκτεινόταν σε πράξεις οφειλόμενες σε υπαιτιότητα του δράστη.[47] Κατ’ αντιστοιχία προς την ποινική ευθύνη του προστήσαντος, λοιπόν, η ευθύνη του νομικού προσώπου στοιχειοθετείται, όταν ένα φυσικό πρόσωπο που είναι μέλος ή εντολοδόχος αυτού τελεί αξιόποινη πράξη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του. Αυτή η κατασκευή ενθαρρύνει μεν τα νομικά πρόσωπα να διαμορφώσουν εσωτερικούς κανόνες και μηχανισμούς ελέγχου, ώστε να περιορίσουν την παραβατική δράση του προσωπικού τους, αλλά διευρύνει υπερβολικά το αξιόποινο για τα νομικά πρόσωπα αποδίδοντάς τους ευθύνη για τις εξ υπαιτιότητος ή μη πράξεις οποιουδήποτε υπαλλήλου ή εντολοδόχου τους. Εξ αυτού του λόγου, ενώ στις Η.Π.Α. η ευθύνη των επιχειρήσεων γρήγορα συνδέθηκε ακόμα και με εκ δόλου τελεσθείσες πράξεις,[48] η εξέλιξη της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων στην Αγγλία υπήρξε σταδιακή. Δηλαδή αρχικά εξακολούθησε να θεωρείται ότι η ευθύνη του νομικού προσώπου μπορούσε να παραχθεί αποκλειστικά από εγκλήματα αντικειμενικής ευθύνης, ενώ αργότερα επιχειρήθηκε ο εξορθολογισμός της κατασκευής περί την ευθύνη των νομικών προσώπων με τη θεωρία της ταύτισης ή του alter ego, βάσει της οποίας η βούληση του νομικού προσώπου εκφράζεται διά των αποφάσεων των διοικητικών στελεχών του, δηλαδή μία εταιρεία ταυτίζεται με τον ιθύνοντα νου αυτής (directing mind), με τα πρόσωπα που διαθέτουν αποφασιστικές αρμοδιότητες εντός αυτής και επομένως, ευθύνεται μόνο για τις αξιόποινες πράξεις αυτών.[49]
Συνεπώς, η θεωρία της ταύτισης διαμορφώνει μία προσωποκεντρική ευθύνη, η οποία προϋποθέτει υπαιτιότητα του πράττοντος διευθυντικού στελέχους έστω και υπό μορφή ανοχής ή παράλειψης. Αξιοσημείωτο είναι ότι δύναται να αποδοθεί σε νομικά πρόσωπα ακόμα και το αδίκημα της εξ αμελείας ανθρωποκτονίας, χωρίς μάλιστα να είναι απαραίτητο να εντοπισθεί συγκεκριμένο υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, αλλά αρκεί να διαπιστώνεται παράβαση του καθήκοντος ενός διευθυντικού στελέχους να λαμβάνει μέτρα ασφαλείας, καθώς και να επιβλέπει τη λήψη αυτών διά της εγκαθίδρυσης ενός συστήματος ελέγχου.[50] Αντίστοιχη πρόβλεψη υφίσταται για τα αδικήματα διαφθοράς, καθώς γεννάται ευθύνη της επιχείρησης, αν αυτή δεν εμποδίσει τη διάπραξη πράξεων δωροδοκίας από πρόσωπο που ανήκει στον ηγετικό πυρήνα της και έδρασε προς το συμφέρον της, εκτός αν αποδειχθεί ότι είχαν ληφθεί κατάλληλα μέτρα που θα μπορούσαν να αποτρέψουν τέτοιες πράξεις.[51] Σε κάθε περίπτωση οι ενέργειες ή παραλείψεις των ηγετικών στελεχών της επιχείρησης είναι εκείνες που επισύρουν την ευθύνη της και ως εκ τούτου, οι αναφερθείσες ρυθμίσεις έχουν ως θεμέλιο τη θεωρία της ταύτισης. Η θεωρία αυτή στηρίζεται, επομένως, στην αρχή της ατομικής ποινικής ευθύνης και της ενοχής εν αντιθέσει προς τη θεωρία της αντιπροσωπευτικής ευθύνης, σύμφωνα με την οποία καταλογίζεται στο νομικό πρόσωπο αδίκημα διαπραχθέν από οιονδήποτε υπάλληλό του που, ακόμα κι αν έπραξε προς το συμφέρον του νομικού προσώπου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκφράζει τη συλλογική βούληση, ώστε η πράξη του να ισοδυναμεί με πράξη του ίδιου του νομικού προσώπου. Πάντως, η θεωρία της ταύτισης αφ’ ενός δεν αποτυπώνει απολύτως την πραγματική εικόνα που επικρατεί εντός των εταιρειών, διότι στις μεγάλες εταιρείες καθοριστικής σημασίας αποφάσεις λαμβάνουν και στελέχη που ανήκουν στα μεσαία στρώματα της ιεραρχίας και αφ’ ετέρου μπορεί να ωθήσει τα υψηλόβαθμα στελέχη να ασκήσουν πίεση σε υπαλλήλους με κατώτερες θέσεις, ώστε αυτοί να προβούν σε αξιόποινες πράξεις, οι οποίες, αν αποκαλυφθούν, θα καταλογισθούν αποκλειστικά στους ίδιους, ενώ η εταιρεία θα εξέλθει αλώβητη από τη διαδικασία απόδοσης ευθυνών και δεν μπορεί φυσικά να αποκλεισθεί η πιθανότητα οι υπάλληλοι να δεχθούν να προβούν σε αυτές αναλαμβάνοντας τον εξ αυτών απορρέοντα κίνδυνο, προκειμένου να μη μείνουν άνεργοι.[52]
Κατηγοριοποίηση των ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων ανάλογα με τη μορφή της ευθύνης που έχουν θεσπίσει για τα νομικά πρόσωπα - Σύντομη επισκόπηση
Παρά τα ζητήματα που ανακύπτουν σε σχέση με τις προαναφερθείσες θεωρίες περί ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων σε χώρες του αγγλοσαξωνικού δικαίου, αυτή έχει με την πάροδο του χρόνου εισαχθεί σε πλειάδα εννόμων τάξεων και του ηπειρωτικού δικαίου. Η συγκριτική επισκόπηση των συστημάτων που ακολουθούν οι ευρωπαϊκές χώρες ως προς τη μορφή της ευθύνης που έχουν θεσπίσει για τα νομικά πρόσωπα αναδεικνύει την ύπαρξη τεσσάρων κατηγοριών.[53] Πρώτον, ορισμένες χώρες έχουν καθιερώσει γνήσια ποινική ευθύνη (genuine criminal liability) έχοντας κάμψει τις ποικίλες δογματικές αντιρρήσεις που είχαν διατυπωθεί στο εσωτερικό τους.
Δεύτερον, σε άλλες έννομες τάξεις υφίσταται ένα μόρφωμα ευθύνης που προσιδιάζει στην ποινική, αλλά ένεκα κάποιων διαφορών θα ήταν σκόπιμο να χαρακτηριστεί ως οιονεί ποινική ή παρα-ποινική ευθύνη (quasi/para-criminal liability). Συγκεκριμένα, οι προϋποθέσεις κατάγνωσης αυτής της μορφής ευθύνης δεν διαφέρουν ουσιωδώς από αυτές των αμιγώς ποινικών κυρωτικών συστημάτων, καθώς και εν προκειμένω εισάγεται μία ποινική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας η υπό εξέταση ευθύνη επιχειρείται να θεμελιωθεί στην ενοχή της συλλογικής οντότητας, που βέβαια εξαρτάται από την ευθύνη των φυσικών προσώπων που πράττουν για λογαριασμό της. Κατά τα λοιπά, τα γενικά γνωρίσματα αυτού του ad hoc τιμωρητικού συστήματος για τα νομικά πρόσωπα, το οποίο εισάγεται διά ειδικών νόμων και δεν ενσωματώνεται στον ποινικό κώδικα, είναι ότι η καταδικαστική απόφαση πρέπει να δημοσιευθεί, πράγμα που κατά κανόνα δεν ισχύει για τις διοικητικές κυρώσεις, περαιτέρω ότι η εν λόγω ευθύνη, ακόμα κι αν εν τοις πράγμασι έχει διοικητικό χαρακτήρα, αντιμετωπίζεται ως ποινικής φύσεως στο πεδίο της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, καθώς, τέλος, και ότι οι επιβαλλόμενες κυρώσεις έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα και δη μπορεί να είναι χρηματικές, μπορεί να συνίστανται σε απαγόρευση της εταιρικής δραστηριότητας και σε κάθε περίπτωση αυτές βλάπτουν τη φήμη του νομικού προσώπου. Εντούτοις, οι κυρώσεις αυτές θεωρούνται οιονεί ποινικές λόγω των δογματικών επιφυλάξεων που συχνά διατυπώνονται στην ηπειρωτική νομική παράδοση περί την αδικοπρακτική ικανότητα των νομικών προσώπων, καθώς και λόγω των προσκομμάτων που θέτουν αρχές συνταγματικής περιωπής, όπως η αρχή της ενοχής, διότι η ευθύνη των νομικών προσώπων θεωρείται αντικειμενική εν αντιθέσει προς την υποκειμενική ευθύνη των υπαίτιων φυσικών προσώπων. Είναι, όμως, σημαντικό να επισημανθεί ότι, ενώ αυτές οι οιονεί ποινικές κυρώσεις δεν υπάγονται ξεκάθαρα στις ποινές, συνοδεύονται από τις εγγυήσεις που αρμόζουν στις ποινές, διότι της επιβολής τους προηγείται μία ποινική διαδικασία.
Τρίτον, υπάρχουν χώρες που ανήκουν στο παραδοσιακό σχήμα της επιβολής διοικητικών κυρώσεων για ποινικά αδικήματα (administrative liability), το οποίο μέχρι σχετικά πρόσφατα ήταν το κυρίαρχο στην Ευρώπη, αλλά πλέον δεν αντιπροσωπεύει παρά μία ισχνή αριθμητικά ομάδα χωρών.
Τέταρτον, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες έχουν περιλάβει στο κυρωτικό τους σύστημα κάποια προληπτικά συνοδευτικά μέτρα (preventive ancillary consequences), η εφαρμογή των οποίων εναπόκειται στην ευχέρεια του δικαστή. Αυτά προσιδιάζουν στα προβλεπόμενα σε αρκετές έννομες τάξεις μέτρα ασφαλείας κατά των κοινωνικά επικίνδυνων δραστών, οι οποίοι απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής. Στο πεδίο της αντιμετώπισης της παραβατικής δραστηριότητας των νομικών προσώπων τα μέτρα αυτά δεν ερείδονται στην επικινδυνότητα των φυσικών προσώπων που πράττουν για λογαριασμό τους, αλλά στην αντικειμενική επικινδυνότητα των ίδιων των νομικών προσώπων νοούμενων ως οργανωμένης δομής. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διάταξη του άρθρου 129 του ισπανικού ποινικού κώδικα μετά την τροποποίηση του 2010, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής προληπτικών μέτρων από τον ποινικό δικαστή σε βάρος νομικών προσώπων, αλλά και συλλογικών οντοτήτων χωρίς νομική προσωπικότητα, οι οποίες δεν υπέχουν την αναγνωρισμένη από τον ποινικό κώδικα ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων για αξιόποινες πράξεις ή παραβάσεις τάξεως διαπραχθείσες εντός αυτών, σε συνεργασία με αυτά ή με μέσα που αυτά προσέφεραν. Η φύση των μέτρων αυτών, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, ερίζεται έντονα στη θεωρία, ιδίως το αν πρόκειται για παρεπόμενες συνέπειες της τέλεσης μίας αξιόποινης πράξης ή για αυτοτελώς επιβαλλόμενες στα νομικά πρόσωπα κυρώσεις,[54] όπερ φαίνεται να επαληθεύεται ιδίως αναφορικά με τις οντότητες που δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα και κατ’ επέκταση στερούνται de jure αντιπροσωπευτικών οργάνων που θα έπρατταν για λογαριασμό τους. Πάντως, δεδομένης της αναγνώρισης της γνήσιας ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων από το ισπανικό δίκαιο, η διάταξη περί προληπτικών μέτρων είναι δευτερεύουσας σημασίας. Σε κάθε περίπτωση, οι διατάξεις του ισπανικού δικαίου αποδεικνύουν ότι σε μία έννομη τάξη μπορεί να συνυπάρχουν περισσότερα ποινικά κυρωτικά συστήματα.
1. Χώρες που έχουν καθιερώσει γνήσια ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων-Έμφαση στη σχετική διάταξη του γαλλικού ποινικού κώδικα
Πιο αναλυτικά, κάποιες χώρες έχουν καθιερώσει γνήσια ποινική ευθύνη (genuine criminal liability) ξεπερνώντας τα δογματικά και συνταγματικά προσκόμματα που υφίσταντο σε αυτές επί μακρό χρόνο και εντάσσοντας κατά κανόνα γενική πρόβλεψη στον ποινικό τους κώδικα. Όπως προαναφέρθηκε, η πρώτη χώρα όπου συναντάται η ποινική ευθύνη των ποινικών προσώπων είναι η Αγγλία, στην οποία, ωστόσο, αυτό το μόρφωμα ευθύνης διαμορφώθηκε νομολογιακά και αργότερα περιλήφθηκαν σχετικές ρυθμίσεις σε ειδικότερα νομοθετήματα. Αντίστοιχη εξέλιξη σημειώθηκε και σε άλλες χώρες του αγγλοσαξωνικού δικαίου, όπως η Ιρλανδία, και πέραν της Ευρώπης, ο Καναδάς και η Αυστραλία. Μάλιστα βάσει του αυστραλιανού ποινικού κώδικα μία εταιρεία καθίσταται ποινικώς υπεύθυνη για πράξεις που διέπραξαν οι διευθύνοντες, αλλά και για πράξεις απλών υπαλλήλων, τις οποίες ρητώς ή σιωπηρώς ενέκριναν ή επέτρεψαν τα διευθυντικά στελέχη. Η σιωπηρή επιδοκιμασία μπορεί να συνδέεται με μία επιχειρησιακή κουλτούρα συνιστάμενη στην ανοχή ή και ενθάρρυνση της μη συμμόρφωσης προς τους κανόνες του δικαίου, αυτή δε η ενθάρρυνση ή ανοχή μπορεί να συναχθεί ακόμα και από την αποτυχία καθιέρωσης εκ μέρους των διευθυνόντων μίας πολιτικής που να παρέχει στους υπαλλήλους κίνητρα συμμόρφωσης.[55] Συνεπώς, ο πυρήνας της εταιρικής ευθύνης μετατοπίζεται από τη συμπεριφορά των ηγετικών της στελεχών σε ένα έλλειμμα της ίδιας της εταιρείας αναφορικά με την παρακίνηση των εργαζομένων της σε συμμόρφωση προς τους δικαιικούς κανόνες. Ωστόσο, υφίσταται ο κίνδυνος αυτό το έλλειμμα να θεωρηθεί αυταπόδεικτο, υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να συναχθεί απλώς από τη διάπραξη της εκάστοτε αξιόποινης πράξης από κάποιον εργαζόμενο, όπερ προσδίδει στην ευθύνη αυτή χαρακτηριστικά αντικειμενικής ευθύνης, διότι κατεβάζει τον πήχυ που θέτει η αρχή της ενοχής.
Μεταξύ των χωρών του ηπειρωτικού ποινικού δικαίου η πρώτη που θέσπισε ποινικές κυρώσεις ως απάντηση στην παραβατική εταιρική δραστηριότητα ήταν η Ολλανδία, αν και ήδη πριν από την εισαγωγή γενικής διάταξης στον ποινικό της κώδικα, η οποία αποδίδει στο νομικό πρόσωπο ευθύνη για τις αξιόποινες πράξεις των διευθυντικών του στελεχών, ρύθμιζε με ειδικό νόμο την εταιρική ποινική ευθύνη για φορολογικές και τελωνειακές παραβάσεις. Οι επόμενες χώρες που ακολούθησαν το παράδειγμά της ήταν το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο. Σχετικές διατάξεις στον ποινικό τους κώδικα εισήγαγαν και οι σκανδιναβικές χώρες, αρχικά η Δανία, η οποία άλλωστε είχε από τις αρχές του 20ου αιώνα ειδικούς νόμους περί εταιρικής ποινικής ευθύνης[56] και έπειτα η Νορβηγία και η Φινλανδία. Στα πλέον πρόσφατα παραδείγματα υπερκέρασης των δογματικών εμποδίων για την καθιέρωση της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων ανήκουν η Γαλλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία. Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση της Ελβετίας, όπου για ορισμένα σοβαρά αδικήματα και συγκεκριμένα για αδικήματα διαφθοράς, τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας εισήχθη η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων για πράξεις οποιουδήποτε υπαλλήλου ή εκπροσώπου τους. Ειδικότερα, η ευθύνη για τα αδικήματα διαφθοράς μπορεί να απορρέει από πράξεις υπαλλήλων τελούμενες προς όφελος της εταιρείας, μπορεί δε να συνίσταται και σε απουσία εύλογων οργανωτικών μέτρων.[57] Εν προκειμένω ο καταλογισμός στο νομικό πρόσωπο της πράξης οιουδήποτε υπαλλήλου αφ’ ενός διευρύνει υπερβολικά τα όρια του αξιοποίνου και αφ’ ετέρου συνιστά σαφές παράδειγμα αντικειμενικής ευθύνης. Άλλες χώρες που δέχονται την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων είναι η Εσθονία, η Λιθουανία, η Ρουμανία, η Μάλτα, η Κύπρος και η Τσεχία. Στη ίδια κατηγορία χωρών εντάσσεται και η Σλοβενία, όπου βέβαια εξακολουθούν να εκφράζονται σε μεγάλο βαθμό δογματικές διαφωνίες. Επίσης, στην Ουγγαρία και στη Σλοβακία παραμένει έντονος ο διάλογος περί τη φύση των κυρώσεων σε βάρος των νομικών προσώπων και ειδικότερα υποστηρίζεται ότι ελλείψει προσωπικής ενοχής δεν μπορεί παρά να γίνει λόγος για προληπτικά μέτρα και όχι για ποινικές κυρώσεις.[58]
Εκ των ανωτέρω αναφερθεισών χωρών που αναγνωρίζουν την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων αξίζει να ερευνηθεί περαιτέρω η περίπτωση της Γαλλίας ως ένα εγχείρημα συνετής οριοθέτησης αυτής της ακόμα αμφιλεγόμενης μορφής ευθύνης. Στη Γαλλία, μετά τις πολλές μεταβολές που σημειώθηκαν επί του ζητήματος, καθώς, ενώ η ποινική ευθύνη νομικών προσώπων υφίστατο τα προεπαναστατικά χρόνια, ο μετεπαναστατικός ποινικός κώδικας του 1810 δεν περιείχε σχετική πρόβλεψη, το 1994 εισήχθη εν τέλει στο Γενικό Μέρος του τότε Νέου Ποινικού Κώδικα ειδική διάταξη, το άρθρο 121-2.[59] Ο βασικός δικαιολογητικός λόγος αυτής της νομοθετικής εξέλιξης ήταν η ανάγκη προστασίας υπερατομικών, ιδίως, εννόμων αγαθών, όπως το περιβάλλον, η δημόσια υγεία και η οικονομική τάξη. Βέβαια, η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων προβλεπόταν προηγουμένως σε μεμονωμένες περιπτώσεις, για παράδειγμα σε τελωνειακές παραβάσεις, ή οι διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονταν συχνά είχαν χαρακτήρα «κρυπτοποινής», αλλά κρίθηκε επιβεβλημένη μία γενική ποινική διάταξη με αποτελεσματικότερη γενικοπροληπτική λειτουργία.[60] Αξίζει να αναφερθεί ότι, επειδή η διάταξη αυτή προϋπέθετε αρχικά, πριν από την τροποποίησή της το 2004, τη ρητή πρόβλεψη της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων διά ειδικού νομοθετήματος,[61] από το 1996 έως το 1999 καταγράφηκε έντονη νομοθετική δραστηριότητα στην κατεύθυνση αυτή και έτσι, διά ποικίλων ειδικών νόμων για το περιβάλλον, το οργανωμένο έγκλημα, τα όπλα, την τρομοκρατία, τα τραπεζικά αδικήματα υλοποιήθηκε η προϋπόθεση που έθετε ο ποινικός κώδικας.[62] Μολονότι η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων κάλυπτε ήδη ευρύτατο φάσμα, η απάλειψη της προϋπόθεσης αυτής το 2004 σηματοδότησε τη μετάβαση από την περιορισμένη σε ειδικές περιπτώσεις ευθύνη των νομικών προσώπων σε ένα γενικό κανόνα.
Μία διεισδυτικότερη ματιά στην εν λόγω ρύθμιση καθιστά αξιοσημείωτο ότι αυτή παραπέμπει στις γενικές διατάξεις περί συμμετοχής και απόπειρας ως δυνάμενες να εφαρμοσθούν συνδυαστικά με αυτή, αλλά δεν περιέχει καμία αναφορά στην αρχή της ενοχής, όπερ υποδηλώνει ότι το νομικό πρόσωπο δεν «πράττει», αλλά σε αυτό καταλογίζονται οι πράξεις των οργάνων ή των νομίμων εκπροσώπων του που πράττουν για λογαριασμό του και ως εκ τούτου στο πρόσωπο αυτών κρίνεται η υπαιτιότητα.[63] Η μη αναφορά στην αρχή της ενοχής δεν σημαίνει, λοιπόν, σε καμία περίπτωση ότι υφίσταται ευθύνη του νομικού προσώπου για πράξεις των οργάνων του που δεν καλύπτονται από υπαιτιότητα, αλλά ότι η ευθύνη του εξαρτάται από τις πράξεις των φυσικών προσώπων που δρουν για λογαριασμό του, προς όφελός του, έστω και καθ’ υπέρβαση του εταιρικού σκοπού και η ευθύνη θα κριθεί σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις περί συμμετοχής και απόπειρας επί τη βάσει του τι έπραξαν τα φυσικά πρόσωπα, ακόμα κι αν δεν έχει κινηθεί δίωξη σε βάρος τους.[64] Όπως έχει κριθεί νομολογιακά, στα πρόσωπα αυτά ανήκουν και οι de facto εκπρόσωποι, ήτοι οι εργαζόμενοι που άσκησαν εν τοις πράγμασι διευθυντικά καθήκοντα, προκειμένου να αποτραπεί η αποφυγή της ευθύνης διά της μεταφοράς της σε τρίτα πρόσωπα. Εξάλλου, οι διευθύνοντες δύνανται να απαλλαγούν από την ευθύνη τους, εφόσον αποδείξουν την ανάθεση ορισμένων αρμοδιοτήτων σε κάποιον εντεταλμένο τους, η οποία είναι αναπόφευκτη εντός μίας επιχείρησης με μεγάλο κύκλο δραστηριοτήτων, αρκεί η ανάθεση να υπήρξε ακριβής και ορισμένη (délégation de pouvoirs). Ωστόσο, δεν καταλογίζεται στο νομικό πρόσωπο παράβαση που διαπράχθηκε από τρίτο πρόσωπο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του με δική του πρωτοβουλία, έστω κι αν αυτή εν τέλει ωφέλησε το νομικό πρόσωπο.[65]
Αν και η διάταξη του γαλλικού ποινικού κώδικα διά του ακριβέστερου καθορισμού των προϋποθέσεων της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων διαφέρει ουσιωδώς από τα προβληματικά στοιχεία των αντίστοιχων μορφωμάτων του αγγλοσαξωνικού δικαίου, δεν έλειψαν οι αντιρρήσεις, οι οποίες σχετίζονταν αφ’ ενός με τη φύση του νομικού προσώπου ως οντότητας χωρίς αδικοπρακτική ικανότητα και τη δυσχέρεια να συναχθεί η εγκληματική βούληση μίας εταιρείας από αξιόποινες πράξεις των εκπροσώπων της τελούμενες προς όφελός της, αλλά καθ’ υπέρβαση του νόμιμου εταιρικού σκοπού και αφ’ ετέρου με τον αντίκτυπο των σε βάρος του νομικού προσώπου επιβαλλόμενων ποινικών κυρώσεων σε τρίτα πρόσωπα που δεν είχαν τη δυνατότητα να εμποδίσουν την παράβαση, όπως οι μέτοχοι ή οι εργαζόμενοι. Επίσης, σημαντικό επιχείρημα των πολέμιων της νέας ρύθμισης ήταν η ενίσχυση της «ατομικής ανευθυνότητας», καθώς τα στελέχη θα μπορούσαν να κρυφτούν πίσω από το εταιρικό μόρφωμα, για να αποφύγουν τη δική τους ευθύνη, ζήτημα που επιλύθηκε με τη σώρευση της ευθύνης φυσικού και νομικού προσώπου.[66]
Εντούτοις, το 2000 σημειώθηκε μία τροποποίηση της ανωτέρω διάταξης στο τρίτο εδάφιο, το οποίο αναφέρεται στη συρροή ευθύνης φυσικού και νομικού προσώπου και ειδικότερα αυτό συμπληρώθηκε με την επιφύλαξη[67] υπέρ των προβλεπόμενων στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 121-3, της γενικής διάταξης περί υπαιτιότητας. Η διάταξη αυτή στη νέα της μορφή κατέστησε διά του τέταρτου εδαφίου της ποινικώς υπεύθυνα τα φυσικά πρόσωπα που δεν προκάλεσαν άμεσα τη βλάβη ορισμένου εννόμου αγαθού, αλλά συνέβαλαν στη δημιουργία μίας κατάστασης που επέτρεψε την επέλευση της βλάβης ή δεν έλαβαν αποτρεπτικά μέτρα, εφόσον είτε παραβίασαν προδήλως μία νομοθετικά προβλεπόμενη ιδιαίτερη υποχρέωση επιμέλειας ή ασφάλειας είτε διέπραξαν ένα χαρακτηριστικό πταίσμα, πράξεις που εξέθεσαν άλλους σε κίνδυνο υψηλής βαρύτητας, ο οποίος δεν μπορούσε να παραβλεφθεί.[68] Ήδη εκ πρώτης όψεως γίνεται αντιληπτό ότι ο νομοθέτης θέλησε να αντισταθμίσει τη σχέση έμμεσης αιτιώδους συνάφειας που υφίσταται μεταξύ της συμπεριφοράς και του βλαπτικού αποτελέσματος ή του κινδύνου επέλευσης αυτού με το να περιορίσει την ευθύνη αποκλειστικά σε περιπτώσεις βαριάς αμέλειας, οι οποίες υπάγονται στην έννοια της faute qualifiée, δηλαδή της συνειδητής πρόκλησης κινδύνου για ορισμένο έννομο αγαθό, χωρίς όμως να είναι επιθυμητή η πραγμάτωση του κινδύνου, όπως το να επιχειρήσει κάποιος προσπέραση υπό πολύ κακές καιρικές συνθήκες ή το να μειώσει ο διευθυντής μίας επιχείρησης το επίπεδο ασφάλειας προς εξοικονόμηση χρημάτων. Στον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της διάταξης κατατείνει, άλλωστε, η προϋπόθεση περί το πρόδηλο της παραβίασης της υποχρέωσης επιμέλειας, η οποία διευρύνει τις υπερασπιστικές δυνατότητες.[69] Η ευθύνη αυτής της μορφής αποδίδεται, συνεπώς, σε πρόσωπα βαρυνόμενα με σημαντικά καθήκοντα, ως επί το πλείστον σε διευθυντικά στελέχη που δεν απέτρεψαν την τέλεση παραβάσεων από υφισταμένους τους και κατ’ επέκταση στο νομικό πρόσωπο που αυτά διοικούν. Ωστόσο, η νομολογία προκάλεσε ρήγμα στον κανόνα της συρροής ευθυνών, διότι το Γαλλικό Ακυρωτικό έκρινε ότι είναι δυνατό η ποινική μεταχείριση των εκπροσώπων του νομικού προσώπου να διαφέρει από αυτή του ίδιου του νομικού προσώπου, καθώς οι μεν εκπρόσωποι απαλλάχθηκαν ελλείψει μίας ως άνω faute qualifiée στο πρόσωπό τους, ενώ η εταιρεία θα μπορούσε να καταδικαστεί, αν το δικαστήριο της ουσίας διαπίστωνε οργανωτικό πρόβλημα εντός αυτής.[70] Βέβαια, πρέπει να τονιστεί ότι στην προκειμένη περίπτωση η ευθύνη της εταιρείας υπήρξε κατ’ ουσίαν απόρροια της ευθύνης άλλου φυσικού προσώπου, το οποίο ήταν κατ’ εξοχήν αρμόδιο για ζητήματα ασφάλειας και είχε έστω de facto εξουσία επί του συγκεκριμένου τομέα, αλλά δεν έπραξε τα δέοντα ίσως λόγω μίας επιχειρησιακής κουλτούρας συνιστάμενης στην αδιαφορία και μη τήρηση των κανόνων που διέπουν τον ειδικότερο τομέα ευθύνης εκάστου.[71] Επομένως, η νομολογία δεν ανέτρεψε τον παρακολουθηματικό χαρακτήρα της ποινικής ευθύνης των ποινικών προσώπων στο πλαίσιο του γαλλικού δικαίου, το οποίο υιοθέτησε τη θεωρία της ταύτισης, αλλά μέσα από το όχημα του οργανωτικού ελλείμματος επιχείρησε να αντιμετωπίσει περιπτώσεις αδυναμίας απόδοσης ευθύνης σε κάποιο εκ των ηγετικών στελεχών. Πάντως, κατ’ αποτέλεσμα διεύρυνε τον κύκλο των προσώπων, οι ενέργειες και παραλείψεις των οποίων επισύρουν την ευθύνη του νομικού προσώπου, όπερ έρχεται σε αντίθεση με την ακριβέστερη οριοθέτηση του κύκλου αυτού εν γένει συγκριτικά με το αγγλοσαξωνικό δίκαιο.
2. Χώρες που έχουν διαμορφώσει οιονεί ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων
Η πρώτη εκ των χωρών που επέλεξαν το μόρφωμα της οιονεί ποινικής ευθύνης ήταν η Ιταλία. Μάλιστα στην αιτιολογική έκθεση του σχετικού νόμου γίνεται λόγος για ένα tertium genus ευθύνης που συνδυάζει βασικά χαρακτηριστικά του ποινικού δικαίου με στοιχεία του διοικητικού δικαίου και προσπαθεί να ισορροπήσει τον στόχο της αποτελεσματικής πρόληψης με τη δικαιοκρατική επιταγή της συνοδευόμενης από τις ουσιαστικές και δικονομικές εγγυήσεις του ποινικού δικαίου επιβολής κυρώσεων, όπως η αρχή της νομιμότητας, της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου νόμου και της προσωπικής ενοχής του νομικού προσώπου. Προς επίρρωση δε της αρχής της ενοχής η εταιρική ευθύνη συσχετίστηκε με την αποτυχία εφαρμογής οργανωτικών μέτρων που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την τέλεση αξιόποινων πράξεων χάριν του εταιρικού συμφέροντος. Πάντως, η ανταλλαγή απόψεων σε δογματικό επίπεδο στην Ιταλία παραμένει ιδιαίτερα έντονη.[72]
Εξαιρετικά προσεκτική στη διατύπωση των όρων υπήρξε και η αυστριακή έννομη τάξη, η οποία απέφυγε να αποδώσει χαρακτηρισμό στην ευθύνη και ονόμασε τη μοναδική κύρωση που δύναται να επιβληθεί σε βάρος νομικών προσώπων πρόστιμο και όχι χρηματική ποινή. Βέβαια, υπάρχουν στοιχεία που φέρνουν την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων εγγύτερα στο ποινικό δίκαιο με κυρίαρχο το ότι συνδέεται με τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων και καταγιγνώσκεται από ποινικό δικαστή. Επίσης, η καταδίκη καταχωρίζεται στο αρχείο ποινικών μητρώων. Γι’ αυτό, έχει υποστηριχθεί ορθώς ότι η ευθύνη των νομικών προσώπων στην Αυστρία είναι ποινικής φύσεως και δεν συνιστά παρά μία νέα κυρωτική διαδρομή στον χώρο του ποινικού δικαίου.[73]
Ο νόμος περί την ευθύνη των νομικών προσώπων στην Πολωνία τροποποιήθηκε αρκετές φορές λόγω παραβίασης συνταγματικών αρχών, όπως αποφάνθηκε το Συνταγματικό Δικαστήριο. Η ευθύνη διαπιστώνεται στο πλαίσιο διαδικασίας διεπόμενης από τον κώδικα ποινικής δικονομίας πλέον. Το Συνταγματικό Δικαστήριο ανέδειξε τον κατασταλτικό χαρακτήρα που έχει η εν λόγω ευθύνη, παρότι δεν είναι ποινική εν στενή εννοία, αλλά και τον τιμωρητικό προσανατολισμό των κυρώσεων, ο οποίος καθιστά επιβεβλημένες τις ισχύουσες για την ατομική ποινική ευθύνη δικαιοκρατικές εγγυήσεις, όπως η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege certa και το τεκμήριο της αθωότητας. Εξόχως ενδιαφέρουσα είναι μάλιστα η θέση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ότι η απουσία αναφοράς στο κείμενο του νόμου σε κάποιο σφάλμα της εταιρείας ως προς την επιλογή και επίβλεψη του προσωπικού της ως παράγοντα που θα μπορούσε να επισύρει την εταιρική ευθύνη και η αποκλειστική σύνδεση με τη συμπεριφορά κάποιου εκ των διευθυντικών στελεχών θα καθιστούσε απαραδέκτως την ευθύνη αυτή αντικειμενική. Η πολωνική θεωρία επισήμανε ότι η φύση της εν λόγω ευθύνης διαφέρει τόσο από την εν στενή εννοία ποινική ευθύνη όσο και από τη διοικητική ή αστική.[74]
Στη Βουλγαρία η ευθύνη των νομικών προσώπων για πράξεις διαφθοράς, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και ηλεκτρονικά εγκλήματα χαρακτηρίστηκε ως διοικητική λόγω του κρατούντος δόγματος περί ατομικής ποινικής ευθύνης, ωστόσο, η ευθύνη προϋποθέτει την τέλεση αξιόποινης πράξης και μπορεί να διαπιστωθεί μόνο κατόπιν ποινικής διαδικασίας, αν και η καταδίκη δεν είναι απαραίτητη. Στη Λετονία οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε βάρος των νομικών προσώπων αποκαλούνται εξαναγκαστικά μέτρα, διότι η εισαγωγή γνήσιων ποινικών κυρώσεων θα παραβίαζε το Σύνταγμα, συγκεκριμένα το τεκμήριο αθωότητας, αφού δεν θα προηγείτο απόδειξη της ενοχής του νομικού προσώπου. H Σουηδία, τέλος, αν και παραμένει πιστή στο δόγμα societas delinquere non potest, το οποίο επανέλαβε το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολλές αποφάσεις του, εισήγαγε το 1986 τη δυνατότητα επιβολής χρηματικής ποινής σε βάρος επιχειρηματιών για αδικήματα που διέπραξαν κατά την άσκηση των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων. Πρόστιμα σε βάρος της εταιρείας, καθώς και κατάσχεση της περιουσίας της περιλαμβάνονται επίσης στα ειδικά έννομα αποτελέσματα των ως άνω εγκλημάτων. Η κρατούσα στη θεωρία γνώμη τάσσεται υπέρ της μη ποινικής φύσης αυτών των μέτρων, αν και ο κυρίως τιμωρητικός τους χαρακτήρας σε συνδυασμό με το γεγονός ότι επιβάλλονται από ποινικό δικαστή συνάδουν με τον χαρακτηρισμό τους ως οιονεί ποινικών.[75]
3. Χώρες που έχουν επιλέξει τη διοικητική ευθύνη των νομικών προσώπων-Αναλυτική αναφορά στη γερμανική σχετική ρύθμιση και σε πρόσφατα γερμανικά νομοσχέδια
Μεταξύ των χωρών που επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις για ποινικά αδικήματα κυρίαρχη θέση κατέχει η Γερμανία, όπου, βέβαια, ανά διαστήματα επανερχόταν το ζήτημα της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων σε συζήτηση, παρότι είχε θεωρηθεί ότι ο σχετικός δογματικός διάλογος τερματίστηκε επίσημα το 1953 στο ήδη αναφερθέν νομικό συνέδριο με την απόρριψη της ποινικής φύσης της ευθύνης και την πρόταση για πρόβλεψη επιβαλλόμενων από ποινικό δικαστή μέτρων ασφαλείας μετά την καταδίκη των οργάνων του νομικού προσώπου.[76] Στο επίκεντρο της συζήτησης που άνοιξε ξανά βρέθηκε ο νόμος περί οικονομικών εγκλημάτων, ο οποίος προέβλεπε την επιβολή προστίμου (Geldbuße) σε βάρος του ιδιοκτήτη ή του διευθυντή μίας επιχείρησης ή και σε βάρος ενός νομικού προσώπου ή μίας εμπορικής εταιρείας για πράξη που παραβίαζε τις διατάξεις αυτού του ειδικού νόμου και οφειλόταν σε παραβίαση του καθήκοντος εποπτείας εκ μέρους των ανωτέρω προσώπων, εφόσον τα πρόσωπα αυτά δεν αποδείκνυαν ότι είχαν επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια, ώστε να αποτρέψουν την τέλεση της πράξης.[77]
Η συνταγματικότητα της εν λόγω διάταξης κατέστη αντικείμενο δικαστικού ελέγχου επί τη βάσει του ισχυρισμού ότι προσκρούει στην αρχή της ενοχής, διότι περιέχει τεκμήριο ενοχής. Ο ισχυρισμός αυτός καταρρίφθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο με τη σκέψη ότι ο ιδιοκτήτης ή ο διευθυντής μπορεί να αποδείξει ευκολότερα απ’ ό,τι η διοικητική αρχή ότι είχαν ληφθεί τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα. Μάλιστα στο πλαίσιο της απόφασης αυτής το Δικαστήριο, αφού διαφοροποίησε τη φύση της επίμαχης παράβασης από τα ποινικά αδικήματα με κριτήρια τον βαθμό κοινωνικο-ηθικής απαξίας και την κατ’ αυτής επιβολή από τη διοίκηση κυρώσεων που δεν πλήττουν την τιμή του τιμωρούμενου νομικού προσώπου και δεν εγγράφονται στο ποινικό μητρώο, αλλά αποτελούν απλώς ένα είδος όχλησης, υπενθύμισης καθηκόντων, τόνισε ότι λόγω αυτής της ιδιαίτερης φύσης τους οι κυρώσεις μπορούν να επιβληθούν και σε βάρος νομικών προσώπων και επιχειρήσεων.[78] Η παραπάνω διάταξη δεν συναντάται στον τροποποιημένο νόμο περί οικονομικών εγκλημάτων του 1954, αλλά ο νόμος αυτός του 1954 και ο νόμος περί καρτέλ περιέλαβαν αντίστοιχες διατάξεις.[79] Εξάλλου, το 1966 το Συνταγματικό Δικαστήριο έκανε ένα ακόμα βήμα και δη σε ένα αρκετά γνωστό πλέον obiter dictum αναγνώρισε τη δυνατότητα απόδοσης μομφής στα νομικά πρόσωπα με τον καταλογισμό σε αυτά της ενοχής των προσώπων που δρουν για λογαριασμό τους.[80]
Εντούτοις, ο Γερμανός νομοθέτης απέρριψε τη γνήσια ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων και ρύθμισε την ευθύνη αυτών το 1968 κατά το πρότυπο των προαναφερθέντων ειδικών νόμων με μία γενική διάταξη του νόμου για τις παραβάσεις τάξεως (Ordnungswidrigkeiten) που προέβλεπε τη δυνατότητα επιβολής διοικητικών προστίμων στα νομικά πρόσωπα και η ευθύνη τους ήταν παρακολουθηματική της ευθύνης των οργάνων τους.[81] Η διάταξη αυτή μετά την τροποποίηση του 1986 μεταφέρθηκε σχεδόν αυτούσια[82] στο άρθρο 30 του ίδιου νόμου και ισχύει με ελάχιστες προσθήκες έως σήμερα.[83] Ένα τέτοιο σχήμα ευθύνης δεν ήταν, άλλωστε, άγνωστο στη γερμανική έννομη τάξη, η οποία στο άρθρο 14 του ποινικού κώδικα, αλλά και στο άρθρο 9 του νόμου για τις παραβάσεις τάξεως αναγνώριζε ήδη την ευθύνη για πράξεις άλλου, ήτοι του αντιπροσωπευόμενου για τις πράξεις του νομίμου αντιπροσώπου, ώστε, ακόμα κι αν η στοιχειοθέτηση της πράξης προϋποθέτει ιδιότητες που συντρέχουν μόνο στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου, να φέρουν αμφότεροι ευθύνη και να υπόκεινται αμφότεροι σε κυρώσεις.[84] Οι δε παράγραφοι 2 και 3 των δύο διατάξεων προβλέπουν αντίστοιχα ευθύνη του ιδιοκτήτη μίας επιχείρησης για πράξεις εντεταλμένων του, αλλά και de facto αντιπροσώπων του, σε περίπτωση που η σχέση αντιπροσώπευσης ή εντολής είναι άκυρη.
Η επιβολή του διοικητικού προστίμου, σύμφωνα με το άρθρο 30 του νόμου για τις παραβάσεις τάξεως, που απευθύνεται και στις ενώσεις χωρίς νομική προσωπικότητα, προϋποθέτει την τέλεση αξιόποινης πράξης ή και διοικητικής παράβασης εκ μέρους οργάνου, εκπροσώπου ή εξουσιοδοτημένου του νομικού προσώπου, η οποία είτε οδήγησε στον πλουτισμό του νομικού προσώπου είτε συνιστά συνάμα παράβαση καθηκόντων του νομικού προσώπου. Παράβαση καθηκόντων του νομικού προσώπου μπορεί να αποτελεί η διάπραξη από όργανο αυτού ενός ιδιαίτερου εγκλήματος, η τέλεση του οποίου προϋποθέτει ότι ο δράστης έχει ορισμένη ιδιότητα, για παράδειγμα ένα υψηλόβαθμο στέλεχος έχει την ιδιότητα του εγγυητή της ασφαλούς άσκησης της δραστηριότητας της επιχείρησης, υπό την έννοια ότι έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να επιβλέπει πιθανές πηγές κινδύνου απορρέουσες από τη δραστηριότητα μίας επιχείρησης που παράγει αντικείμενα περιέχοντα τοξικές ουσίες (Garantenstellung). Παράβαση καθηκόντων μπορεί να αποτελεί και η μη επίβλεψη από τα διευθυντικά στελέχη των υφισταμένων τους (Aufsichtspflichtverletzung), γεγονός που ενδεικνύει οργανωτικές ελλείψεις. Επίσης, στην έννοια της παράβασης καθηκόντων εμπίπτει και η τέλεση ενός γενικού εγκλήματος, φέρ’ ειπείν σωματικής βλάβης των εργαζομένων σε πολυκατάστημα που τραυματίστηκαν κατά τη χρήση του μη ελεγχθέντος στο πλαίσιο συντήρησης ανελκυστήρα (Verletzung betriebsbezogener Sorgfaltspflichten) ή απάτης από εκπρόσωπο μίας ασφαλιστικής εταιρείας που απέκρυψε από τον πελάτη ότι ορισμένη κατηγορία επεμβάσεων κατά τη συνήθη εταιρική πρακτική δεν καλύπτεται από το προς υπογραφή ασφαλιστήριο υγείας, καθώς η εταιρεία έχει υποχρέωση να άρει την πλάνη του θύματος.[85]
Η παραβίαση του καθήκοντος επίβλεψης των υπαλλήλων μίας επιχείρησης από τον ιδιοκτήτη αυτής, επίβλεψης που θα μπορούσε να αποτρέψει ή τουλάχιστον να δυσχεράνει ουσιωδώς την τέλεση παραβάσεων από τους υπαλλήλους, τυποποιείται και ξεχωριστά στον γερμανικό κώδικα περί παραβάσεων τάξεως.[86] Για την αυτοτελή αυτή διάταξη έχει υποστηριχθεί ότι χάριν αντεγκληματικής πολιτικής θα μπορούσε να δομηθεί ως έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης.[87] Στην πράξη η ευθύνη του νομικού προσώπου πηγάζει ως επί το πλείστον από αδικήματα διαφθοράς, αθέμιτου ανταγωνισμού, φορολογικά ή κατά του περιβάλλοντος που διέπραξε εκπρόσωπος ή όργανό του και από παραβάσεις τάξεως των συγκεκριμένων φυσικών προσώπων, οι οποίες μπορεί να προσιδιάζουν σε πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού, αλλά ελλείψει ενός στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης δεν εμπίπτουν στις σχετικές διατάξεις του ποινικού κώδικα ή του ειδικού νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού.[88] Πρόσθετη προϋπόθεση επιβολής του προστίμου στο νομικό πρόσωπο είναι το να μην υφίσταται για το φυσικό πρόσωπο-δράστη λόγος άρσης του καταλογισμού.[89]
Αν η πράξη του φυσικού προσώπου από την οποία πηγάζει η ευθύνη του νομικού προσώπου, είναι ποινικής φύσεως, το πρόστιμο επιβάλλεται από ποινικό δικαστή στο πλαίσιο της διαδικασίας που έχει εισαχθεί για την κατάγνωση της ενοχής του φυσικού προσώπου, η δε δίωξη της προαναφερθείσας και αυτοτελώς προβλεπόμενης παράβασης του καθήκοντος επίβλεψης ούτως ή άλλως ανήκει στις εισαγγελικές αρμοδιότητες.[90] Αν, όμως, η ευθύνη του νομικού προσώπου απορρέει από κάποια παράβαση τάξεως του φυσικού προσώπου, αυτή θα κριθεί από τις αρμόδιες διοικητικές αρχές, για παράδειγμα από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, εφόσον της υπόθεσης δεν έχει επιληφθεί εισαγγελέας ή ποινικός δικαστής.[91] Αν, τέλος, η πράξη του φυσικού προσώπου αποτελεί ταυτόχρονα ποινικό αδίκημα και παράβαση τάξεως, υπερισχύει ο ποινικός της χαρακτήρας, μπορεί, όμως, να τιμωρηθεί ως διοικητική παράβαση σε περίπτωση που δεν επιβληθεί ποινή.[92]
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι ακόμα κι αν δεν διωχθεί η αξιόποινη πράξη ή η παράβαση τάξεως του οργάνου του νομικού προσώπου ή παύσει η δίωξη ή δεν επιβληθεί ποινή στο φυσικό πρόσωπο, μπορεί να επιβληθεί αυτοτελώς πρόστιμο σε βάρος του νομικού προσώπου, εκτός αν το αδίκημα ή η διοικητική παράβαση δεν μπορούν να διωχθούν πλέον λόγω παραγραφής.[93] Ειδικότερα, αν για παράδειγμα δεν επιβληθεί ποινή σε κανένα από τα δύο διευθυντικά στελέχη μίας εταιρείας, επειδή δεν μπορεί να αποδειχθεί ποιο εκ των δύο συνήψε τη συμφωνία που συνιστά πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού, μπορεί παρ’ όλα αυτά να επιβληθεί πρόστιμο στην εταιρεία, αφού είναι σαφές ότι κάποιο διευθυντικό στέλεχος προέβη στην επίμαχη συμφωνία. Αρκεί, επομένως, ότι ο δράστης της υπό κρίση πράξης έχει την εκ του νόμου απαιτούμενη ιδιότητα, ήτοι αυτήν του διευθυντικού στελέχους.[94] Επιπλέον, στα νομικά πρόσωπα δύναται να εφαρμοσθεί το άρθρο 73 του γερμανικού ποινικού κώδικα που προβλέπει την επιβολή κατάσχεσης των κερδών και δήμευσης των προϊόντων του εγκλήματος, εκτός αν έχει ήδη επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο.[95]
Παρά τις δογματικές αντιρρήσεις που διατυπώνονταν σταθερά στη Γερμανία περί την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, υπήρξαν κατά καιρούς απόψεις στη θεωρία, οι οποίες δεν αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό την ικανότητα του πράττειν των νομικών προσώπων υπό την έννοια του ποινικού δικαίου. Για παράδειγμα, ο Hans-Joachim Hirsch υποστήριζε ότι η ικανότητα αυτή θεμελιώνεται στο ότι το νομικό πρόσωπο αποτελεί μία κοινωνική πραγματικότητα, είναι υποκείμενο κοινωνικών και νομικών υποχρεώσεων, τις οποίες παραβιάζει όταν δεν συμμορφώνεται προς τους κανόνες που διέπουν τη δραστηριότητά του. Ως κοινωνική οντότητα εκδηλώνεται μέσω των πράξεων των οργάνων του, οι οποίες είναι και δικές του, αλλά η αποδοχή της ενοχής του δεν ταυτίζεται με τη συλλογική ευθύνη των μελών του, γιατί δεν συνιστά απλώς το άθροισμα των μελών του, αλλά μία αυτόνομη οντότητα διακριτή από τα μέλη του. Ως προς τη δυνατότητα επιβολής ποινικών κυρώσεων σε βάρος των νομικών προσώπων επισήμανε τη σημαντικότατη γενικο- και ειδικοπροληπτική λειτουργία της ποινής και έκρινε παρωχημένη την άποψη ότι η ποινή ενέχει ηθική αποδοκιμασία που μπορεί να γίνει αισθητή μόνο από τα φυσικά πρόσωπα.
Επίσης, ο Bruni Ackermann επηρεασμένος από τα ισχύοντα στο αγγλοσαξωνικό και γαλλικό δίκαιο τάχθηκε υπέρ του καταλογισμού στην επιχείρηση πράξεων που βρίσκονται στον πυρήνα της δραστηριότητάς της, ήτοι εκείνων που λαμβάνονται από τα διευθυντικά στελέχη και ως εκ τούτου των εγκλημάτων που τελούν τα στελέχη αυτά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και προς όφελος της επιχείρησης. Κατά τη γνώμη του, εξάλλου, η αναγνώριση της ευθύνης των νομικών προσώπων για πράξεις που συνιστούν παραβάσεις τάξεως αποτελεί ήδη αναγνώριση της ενοχής αυτών. Το νομικό πρόσωπο είναι μάλιστα φορέας τιμής, όπερ καθιστά δυνατή την κοινωνικοηθική του αποδοκιμασία διά της επιβολής ποινής σε αυτό.[96]
Επιπροσθέτως, ο Bernd Schünemann διατύπωσε την άποψη ότι στο πλαίσιο της επιχειρηματικής παραβατικότητας κεντρικό ρόλο κατέχει το συλλογικό πνεύμα, που διαμορφώνεται μέσω ποικίλων διαδικασιών εκμάθησης εντός της επιχείρησης και αποτελεί παράγοντα ομοιόμορφης παραβατικής δράσης των μελών της, δηλαδή τα ωθεί σε πράξεις στις οποίες δεν θα προέβαιναν εκτός επιχειρηματικού πλαισίου. Προσέθεσε την ανάγκη προστασίας των βλαπτόμενων από την επιχειρηματική δραστηριότητα εννόμων αγαθών, η οποία δεν μπορεί να παραβλέπεται δεδομένων των περιπτώσεων αδυναμίας εντοπισμού του δράστη και τόνισε ότι η επιβολή ποινής στο νομικό πρόσωπο νομιμοποιείται επί τη βάσει του ότι το γενικό πνεύμα που επικρατεί στην επιχείρηση και η πλημμελής της οργάνωση διευκόλυνε ή τουλάχιστον δεν απέτρεψε την προσβολή ορισμένου εννόμου αγαθού.[97] Βέβαια, πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή η έμφαση στην αντικειμενική έλλειψη αποτρεπτικών μέτρων νοθεύει τη φύση της ευθύνης και εξαλείφει σχεδόν την προϋπόθεση επικάλυψης της πράξης από την ενοχή που απαιτείται για την επιβολή ποινής.
Τέλος, η Anne Erhardt επισήμανε ότι η επιβολή ποινικής κύρωσης σε βάρος μίας εταιρείας θα λειτουργούσε πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι η επιβολή διοικητικής κύρωσης, γιατί θα εξουδετέρωνε τη βασική εταιρική επιδίωξη, το κέρδος και κατ’ επέκταση θα ανέτρεπε τη στάθμιση κόστους-οφέλους, η οποία ωθεί στην παράνομη εταιρική δραστηριότητα.[98]
Πάντως, απόψεις που στηλιτεύουν την ανεπάρκεια του ισχύοντος συστήματος διοικητικών κυρώσεων και τάσσονται υπέρ της εισαγωγής ενός ειδικού νόμου για την ποινική ευθύνη ιδίως των επιχειρήσεων εξακολουθούν να διατυπώνονται και δη μετά τη δημοσιοποίηση αρκετών υποθέσεων στις οποίες εμπλέκονται μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις οι απόψεις αυτές όλο και πληθαίνουν στη σύγχρονη γερμανική θεωρία.[99]
Πέραν των προαναφερθεισών προσπαθειών θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων σε θεωρητικό επίπεδο, μία ερευνητική ομάδα συγκροτούμενη από καθηγητές ποινικού δικαίου του Πανεπιστημίου της Κολωνίας δημοσίευσε το 2017 ένα πρότυπο σχέδιο για την επιβολή ποινικών κυρώσεων σε βάρος των νομικών προσώπων.[100] Όπως αναγράφεται στο προοίμιο αυτού, χαρακτηριστικά του σχεδίου αποτελούν η ειδικοπροληπτική λειτουργία των προβλέψεών του που αποσκοπούν στη διαρθρωτική βελτίωση των νομικών προσώπων, η επιβολή ποινικών κυρώσεων μόνο ως εσχάτου μέσου και η διασφάλιση ενός επιπέδου υπερασπιστικών δικαιωμάτων προσαρμοσμένων στο ποινικό δικονομικό δίκαιο. Οι συντάκτες του νομοσχεδίου αναφέρουν μάλιστα στην πρότυπη αιτιολογική έκθεση ότι η αποτελεσματικότητα καταπολέμησης της επιχειρηματικής παραβατικότητας υποβαθμίζεται εκ του ότι το μέγιστο ύψος του δυνάμενου να επιβληθεί διοικητικού προστίμου δεν υπερβαίνει τα 10 εκατομμύρια ευρώ και εκ του ότι εγκληματογενείς παραλείψεις εποπτείας εντός των επιχειρήσεων αντιμετωπίζονται ως παραβάσεις τάξεως, ενώ η κλοπή ενός ποδηλάτου συνιστά αξιόποινη πράξη.[101] Άλλωστε, ενώ ένα πρόστιμο τέτοιου ύψους δεν λειτουργεί αποτρεπτικά για μεγάλες επιχειρήσεις, αντίθετα, μπορεί να αφανίσει μία μικρή ή μεσαία επιχείρηση, αλλά ελλείψει διαφοροποίησης του ύψους του προστίμου με βάση τον οικονομικό κύκλο δραστηριότητας της κάθε επιχείρησης προκύπτουν εμφανείς ανισότητες κατά την επιβολή τους. Επιπροσθέτως, από έρευνες στις κατά τόπους εισαγγελίες διαπιστώθηκε ότι δεν γίνεται συχνά επιβολή προστίμων σε βάρος επιχειρήσεων.[102] Γι’ αυτό κρίνεται επιβεβλημένη μία νομοθετική μεταβολή.
Στο ρυθμιστικό αντικείμενο του πρότυπου αυτού σχεδίου ανήκουν τα νομικά πρόσωπα, καθώς και οι έχουσες ή μη νομική προσωπικότητα ενώσεις προσώπων ακόμα και δημοσίου δικαίου, εκτός αν πρόκειται για άσκηση δημόσιας εξουσίας. Αξιοσημείωτη prima facie είναι η μη χρήση του όρου ποινή κατά την αναφορά στις συνέπειες της ευθύνης των νομικών προσώπων και των ενώσεων προσώπων, αλλά η επιλογή του όρου επιβολή κυρώσεων (Sanktionierung), αν και διευκρινίζεται ότι η επιβολή των κυρώσεων προϋποθέτει την τέλεση από στελέχη με ηγετική θέση πράξης που να πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση μίας αξιόποινης πράξης.[103] Στελέχη με ηγετική θέση (Leitungspersonen) θεωρούνται τα όργανα του νομικού προσώπου και τα μέλη τους, οι εταίροι των ενώσεων προσώπων με νομική προσωπικότητα που διαθέτουν εξουσία εκπροσώπησης, πρόσωπα υπεύθυνα για τη διοίκηση δυνάμει εγκύρως ανατεθείσας εξουσίας εκπροσώπησης, αλλά και πρόσωπα που ασκούν εν τοις πράγμασι ηγετική εξουσία, ακόμα και χωρίς νομότυπη σχετική ανάθεση, πρόσωπα στα οποία έχει μεταβιβασθεί η εποπτεία της διοίκησης ή η άσκηση ελεγκτικών αρμοδιοτήτων και εντεταλμένοι να ασκούν τα ανωτέρω καθήκοντα με ιδία ευθύνη. Συνεπώς, το εν λόγω πρότυπο σχέδιο κατ’ αρχήν ακολουθεί τη θεωρία της ταύτισης του νομικού προσώπου με τα στελέχη που κατέχουν ηγετική θέση κατά το πρότυπο του αγγλικού και του γαλλικού δικαίου, αλλά υιοθετεί τη διευρυμένη εκδοχή της ηγετικής θέσης όπως αυτή προσδιορίζεται στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου και δη της Σύμβασης PIF, του Corpus Juris και των παραπάνω αναφερθεισών Αποφάσεων-Πλαίσιο και Οδηγιών.[104]
Ο σύνδεσμος των αξιόποινων πράξεων που διαπράχθηκαν από κάποιο εκ των ως άνω κατεχόντων ηγετική θέση προσώπων με το νομικό πρόσωπο θεμελιώνεται είτε στον πλουτισμό που επήλθε ή θα επερχόταν γι’ αυτό εκ της πράξεως, είτε στο ότι το αδίκημα συνιστά συνάμα παράβαση καθηκόντων του νομικού προσώπου, εκτός αν υπέστη και το ίδιο άμεση βλάβη.[105] Συγκεκριμένα ως παραπτώματα του νομικού προσώπου (Verbandsverfehlung) που επισύρουν την επιβολή ποινικών κυρώσεων σε βάρος του τυποποιούνται στο άρθρο 3 του σχεδίου αφ’ ενός η διάπραξη από πρόσωπο με ηγετική θέση κατά την εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με τις υποθέσεις του νομικού προσώπου μίας συνδεόμενης με αυτό άδικης και καταλογιστής αξιόποινης πράξης (verbandsbezogene Zuwiderhandlung) εκ προθέσεως ή εξ αμελείας (εφόσον η αμέλεια επαρκεί για τη στοιχειοθέτηση της πράξης) και αφ’ ετέρου η παράλειψη από πρόσωπο με ηγετική θέση εντός του νομικού προσώπου λήψης αναγκαίων και εύλογων μέτρων, η οποία κατέστησε δυνατή ή διευκόλυνε ουσιωδώς τη διάπραξη από συνεργάτη κατά την εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με τις υποθέσεις του νομικού προσώπου μίας συνδεόμενης με αυτό αξιόποινης πράξης.[106]
Η κεντρικής σημασίας διάταξη του ως άνω σχεδίου τυποποιεί, λοιπόν, δύο μορφές τέλεσης παραπτώματος του νομικού προσώπου, τη διάπραξη αξιόποινης πράξης από κάποιο ηγετικό στέλεχος και την παράλειψη τέτοιων στελεχών να λάβουν μέτρα αποτρεπτικά αξιόποινων πράξεων που διαπράχθηκαν από υπαλλήλους. Αυτή η δυαδική διάρθρωση της ευθύνης των νομικών προσώπων παρουσιάζει εμφανή νομοτυπική ομοιότητα με τις διατάξεις των άρθρων 30 και 130 του νόμου για τις παραβάσεις τάξεως, το περιεχόμενο των οποίων συνοψίζεται σε μία διάταξη που μεταφέρεται ως συμμετρική αυτών στον χώρο της ποινικής ευθύνης.[107] Σημαντική καινοτομία της διάταξης του πρότυπου σχεδίου είναι το τελευταίο εδάφιο της πρώτης παραγράφου περί ευθύνης απορρέουσας από αξιόποινες πράξεις του ίδιου του ηγετικού στελέχους. Το εδάφιο αυτό προβλέπει την απαλλαγή του νομικού προσώπου από την ευθύνη του, σε περίπτωση που το φυσικό πρόσωπο-δράστης με την τέλεση της πράξης υπερέβη μία ρητή και συγκεκριμένη εντολή της διοίκησης του νομικού προσώπου και παρέκαμψε μηχανισμούς κατάλληλους να εμποδίσουν τέτοιες πράξεις.
Η πρόβλεψη αυτή παρουσιάζει συγγένεια με τη νομολογιακά διαμορφωθείσα στο πλαίσιο του αμερικανικού δικαίου και την περιληφθείσα σε κάποιες ειδικές διατάξεις του αγγλικού δικαίου αρχή περί απαλλαγής της επιχείρησης, εφόσον αποδεικνυόταν ότι τα διευθυντικά στελέχη που διέθεταν εξουσία εποπτείας είχαν καταβάλει τη δέουσα επιμέλεια (due diligence) με τη λήψη αποτρεπτικών για αξιόποινες πράξεις των υφισταμένων τους μέτρων και την εισαγωγή μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου της δραστηριότητας των υπαλλήλων.[108] Αυτή η αρχή αποτελούσε το αντιστάθμισμα του διευρυμένου σχήματος ευθύνης των επιχειρήσεων που ακολουθείτο βάσει της θεωρίας της αντιπροσώπευσης, σύμφωνα με την οποία η επιχείρηση έφερε ευθύνη για την προς όφελός της τελεσθείσα αξιόποινη πράξη οποιουδήποτε υπαλλήλου της. Εν προκειμένω παρατηρείται η διαφορά ότι η απόδειξη λήψης αποτρεπτικών μέτρων ευνοεί το νομικό πρόσωπο, όταν η αξιόποινη πράξη έχει διαπραχθεί από ηγετικό στέλεχος και όχι από υπάλληλο ή κάποιον συνεργαζόμενο με το νομικό πρόσωπο. Από τη μία, ο ευρύς κύκλος των προσώπων που στο πλαίσιο του εν λόγω σχεδίου ορίζεται ότι κατέχουν ηγετική θέση δικαιολογεί ως αντιστάθμισμα την ανωτέρω ρύθμιση, αλλά από την άλλη τίθεται το ερώτημα ποιός θα ήταν αρμόδιος να θέσει σε λειτουργία αυτούς τους μηχανισμούς ασφαλείας, αν όχι οι έχοντες ηγετική θέση και πώς μπορεί κάποιος να παραβιάσει έναν μηχανισμό που ο ίδιος έχει ενεργοποιήσει. Βέβαια, μία πιθανή εξήγηση της συγκεκριμένης πρόβλεψης είναι ότι αυτοί οι μηχανισμοί τίθενται σε εφαρμογή από τον στενό πυρήνα της διοίκησης (Verbandsleitung), για να ελέγχονται οι εξουσιοδοτημένοι να ασκούν διοικητικά καθήκοντα και οι εν γένει εντεταλμένοι. Η εν λόγω πρόβλεψη διακόπτει επίσης τον παρακολουθηματικό χαρακτήρα της ευθύνης των νομικών προσώπων έναντι αυτής των διευθυνόντων, διά των οποίων πράττει το νομικό πρόσωπο σύμφωνα με τη θεωρία της ταύτισης. Δεδομένου, όμως, ότι η απαλλαγή γίνεται σε περιορισμένες περιπτώσεις, όταν δεν καταλείπεται στο φυσικό πρόσωπο-δράστη διακριτική ευχέρεια ως προς την εκτέλεση των ανατεθέντων σε αυτόν καθηκόντων, αλλά υπάρχει ρητή και συγκεκριμένη εντολή της διοίκησης, δεν αναιρείται ο κανόνας. Εξάλλου, είναι εύλογο ότι δεν μπορούν να καταλογίζονται στο νομικό πρόσωπο συμπεριφορές φυσικών προσώπων που παρακάμπτουν τους κανόνες με τους οποίους λειτουργεί και τους μηχανισμούς ελέγχου που έχει εγκαθιδρύσει, διότι κάτι τέτοιο θα προσιδίαζε σε ένα μόρφωμα αντικειμενικής ευθύνης, ακόμα κι αν τα πρόσωπα αυτά κατέχουν ηγετική θέση και συγκαθορίζουν αυτούς τους κανόνες.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του σχεδίου, η επιβαλλόμενη στο νομικό πρόσωπο κύρωση είναι αποκλειστικά χρηματική, διότι άλλες κυρώσεις, όπως η διάλυση του νομικού προσώπου ή ο αποκλεισμός του από ενισχύσεις εξυπηρετούν μόνο τη γενική και όχι την ειδική πρόληψη, χάριν της οποίας επιδιώκεται -και προς το συμφέρον των εργαζομένων και των μετόχων- η βελτίωση των μηχανισμών σύννομης δράσης (compliance mechanisms).[109] Η χρηματική κύρωση δεν επιτρέπεται, άλλωστε, να υπερβαίνει το 15 τοις εκατό των εσόδων από τον κύκλο εργασιών (τζίρου) του νομικού προσώπου. Ως βάση για τον υπολογισμό αυτού λαμβάνεται ο μέρος όρος των τελευταίων τριών ετών πριν από το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο. Κατά την επιμέτρηση λαμβάνονται υπ’ όψιν το είδος, η βαρύτητα και οι συνέπειες του παραπτώματος του νομικού προσώπου, το εξ αυτού παραχθέν κέρδος, δομές εντός του νομικού προσώπου που διευκόλυναν την τέλεση του παραπτώματος, προηγούμενες κυρώσεις σε βάρος του νομικού προσώπου, η προθυμία συνεργασίας του με τις διωκτικές αρχές, η λήψη κατάλληλων τεχνικών, οργανωτικών μέτρων, καθώς και μέτρων που αφορούν στο προσωπικό προς αποφυγή παραπτωμάτων, παροχές προς αποκατάσταση της διά του παραπτώματος προκληθείσας βλάβης και οι συνέπειες της κύρωσης για την οικονομική υπόσταση του νομικού προσώπου.
Τα κριτήρια επιμέτρησης της κύρωσης κατά των νομικών προσώπων είναι αντίστοιχα αυτών που συνεκτιμώνται για την επιβολή ποινών σε βάρος των φυσικών προσώπων, όπως η βαρύτητα της πράξης, η συμπεριφορά του δράστη μετά την τέλεση της πράξης ή το ποινικό του μητρώο. Αξίζει να τονισθεί ότι ο έλεγχος περί λήψης ή όχι προληπτικών μέτρων είναι συναφής με τον έλεγχο περί ύπαρξης δομών που ίσως διευκόλυναν την τέλεση του παραπτώματος, αφού το πρώτο στοιχείο αποτελεί την άλλη όψη του δεύτερου, αλλά η αναφορά αμφοτέρων στο κείμενο του σχεδίου υποδηλώνει την υψηλή σημασία τους, δεδομένου ότι συνεκτιμώνται και για την ίδια τη στοιχειοθέτηση του παραπτώματος.
Μεταξύ των λοιπών διατάξεων του νομοσχεδίου αξιομνημόνευτη είναι εκείνη του άρθρου 5, η οποία προβλέπει τη μερική αναστολή εκτέλεσης της κύρωσης υφ’ όρον για δύο έως πέντε χρόνια, αν προσδοκάται ότι το νομικό πρόσωπο θα εκπληρώσει τους όρους και θα συμπεριφερθεί σύννομα στο μέλλον. Οι όροι που προτείνεται να επιβάλλονται είναι η αποκατάσταση της προκληθείσας βλάβης και η λήψη μέτρων αποτρεπτικών για περαιτέρω παραπτώματα. Μετά την πάροδο του χρόνου αναστολής το δικαστήριο απαλλάσσει το νομικό πρόσωπο από το μέρος της κύρωσης που ανεστάλη. Από τη ρύθμιση περί αναστολής συνάγεται ότι αυτή εξυπηρετεί τον σκοπό της ειδικής πρόληψης, διότι παρέχει κίνητρο στα νομικά πρόσωπα με παραβατική δράση να λάβουν μέτρα, ώστε να μην επαναληφθούν αντίστοιχα παραπτώματα. Μάλιστα προβλέπεται ο διορισμός από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος του νομικού προσώπου πραγματογνώμονα (Monitor), που θα επιτηρεί την εκπλήρωση των όρων κατά τη διάρκεια της αναστολής και δη θα υποβάλλει σχετικές προτάσεις στο νομικό πρόσωπο και θα συντάσσει αναφορά προς το δικαστήριο. Αν το νομικό πρόσωπο απορρίψει κάποιον πραγματογνώμονα με επίκληση τυχόν μεροληψίας του, το δικαστήριο θα διορίσει άλλον. Συνεπώς, το δικαστήριο μπορεί με το συγκεκριμένο μέτρο να ενισχύσει και πρακτικά την ειδική πρόληψη. Ωστόσο, δεδομένου ότι το νομικό πρόσωπο φέρει το κόστος του πραγματογνώμονα, οι μικρότερες επιχειρήσεις δεν μπορούν ευχερώς να υποστηρίξουν αυτήν την προσπάθεια αυτοβελτίωσης, με αποτέλεσμα να ανακύπτουν ανισότητες κατά την εφαρμογή της εν λόγω πρόβλεψης. Άξιο μνείας είναι και ότι το δικαστήριο δύναται να ανακαλέσει τη μερική υφ’ όρον αναστολή σε περίπτωση υποτροπής ή άρνησης του νομικού προσώπου να συνεργαστεί με τον πραγματογνώμονα. Επίσης, εφαρμόζεται σε βάρος των νομικών προσώπων η δήμευση των προϊόντων εκ του παραπτώματος.
Επιπροσθέτως, οι έννομες συνέπειες ενός παραπτώματος που κατά τα ανωτέρω επισύρει κύρωση μεταφέρονται και σε τυχόν διάδοχο του νομικού προσώπου, έτσι ώστε αυτό να μη μπορεί να διαφύγει την τιμωρία μεταβάλλοντας τη μορφή του.
Εξαιρετικά σημαντικό είναι το άρθρο 11, σύμφωνα με το οποίο στη διαδικασία σε βάρος των νομικών προσώπων εφαρμόζονται οι διατάξεις του ποινικού δικονομικού δικαίου, εκτός αν αυτές ως εκ της φύσεώς τους μπορούν να εφαρμοσθούν μόνο σε σχέση με τα φυσικά πρόσωπα. Εξάλλου, στο άρθρο 13 προβλέπεται ότι η δίωξη σε βάρος των νομικών προσώπων ασκείται από τον εισαγγελέα, εφόσον προκύψουν επαρκείς ενδείξεις. Εντούτοις, ο εισαγγελέας δύναται να απόσχει από την άσκηση δίωξης παρά την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ή να αναστείλει τη διαδικασία, αν η βαρύτητα της πράξης δεν είναι μεγάλη και εφόσον το νομικό πρόσωπο έλαβε προληπτικά μέτρα, αποκατέστησε τη βλάβη και επέδειξε προθυμία συνεργασίας με τις ανακριτικές αρχές, στις οποίες διαβίβασε πληροφορίες που είχε αναφορικά με την αξιόποινη πράξη. Και αυτή η ρύθμιση καθιστά πρόδηλο τον ειδικοπροληπτικό χαρακτήρα αυτού του νομοθετικού εγχειρήματος. Πάντως, η προθυμία συνεργασίας με τις ανακριτικές αρχές ως στοιχείο συνεκτιμώμενο για την αναστολή της διαδικασίας έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 17, σύμφωνα με το οποίο στους εκπροσώπους του νομικού προσώπου αναγνωρίζονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, στα οποία περιλαμβάνεται το δικαίωμα στη μη αυτοενοχοποίηση.
Υψηλή προστασία στο νομικό πρόσωπο παρέχει το άρθρο 18 περί διεξαγωγής εσωτερικών ερευνών (interne Untersuchungen) κατ’ εντολήν του νομικού προσώπου προς διαλεύκανση συνδεόμενων με αυτό αξιόποινων πράξεων. Οι δικηγόροι του νομικού προσώπου έχουν δικαίωμα να αρνηθούν να γνωστοποιήσουν τα αποτελέσματα των εσωτερικών ερευνών και τα σχετικά έγγραφα δεν υπόκεινται σε κατάσχεση επιβαλλόμενη ως μέτρο δικονομικού καταναγκασμού. Επιπλέον, μαρτυρικές καταθέσεις που έγιναν ενώπιον εντεταλμένων του νομικού προσώπου στο πλαίσιο εσωτερικής έρευνας δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην ποινική διαδικασία ως αποδεικτικό μέσο εναντίον των μαρτύρων χωρίς τη συναίνεσή τους. Συνεπώς, το πρότυπο αυτό σχέδιο ενθαρρύνει τα νομικά πρόσωπα να διερευνήσουν τα όσα διαδραματίζονται στο εσωτερικό τους παρέχοντάς τους υψηλή προστασία αναφορικά με τα πορίσματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που προκύπτουν από αυτές τις έρευνες και αυτό συνιστά άλλο ένα δείγμα της έμφασης στην ειδική πρόληψη.
Τέλος, το άρθρο 22 ορίζει ότι μπορεί να διαταχθεί πάγωμα της περιουσίας του νομικού προσώπου (Vermögensarrest) προς διασφάλιση εκτέλεσης μίας χρηματικής κύρωσης και πριν από την έκδοση απόφασης σε βάρος του νομικού προσώπου, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υποψίες περί την τέλεση νέου παραπτώματος, καθώς και φόβος, επί τη βάσει συγκεκριμένων δεδομένων, ότι αυτός που λαμβάνει τις αποφάσεις θα μεταβιβάσει την περιουσία ή θα προβεί σε διάλυση του νομικού προσώπου, ώστε να αποφύγει ή να δυσχεράνει την εκτέλεση της κύρωσης.
Από τη θεωρητική επεξεργασία των διατάξεων του σχεδίου μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι πρόκειται για μία νομοθετική πρόταση μη εντασσόμενη αμιγώς στο πεδίο του ποινικού δικαίου, όπως εξάλλου δηλώνει και η επιλεγείσα από τους συντάκτες ορολογία και το βασικό σημείο διαφοροποίησης είναι η απουσία στοιχείων ενδεικτικών του κατασταλτικού και γενικοπροληπτικού χαρακτήρα που διακρίνει το ποινικό δίκαιο.[110] Παρόλ’ αυτά, η μεταφορά των αρχών του ποινικού δικονομικού δικαίου και ιδίως, το γεγονός ότι τα νομικά πρόσωπα σε βάρος των οποίων κινείται η προβλεπόμενη στο σχέδιο διαδικασία επέχουν θέση κατηγορουμένου προσδίδουν σε αυτό ποιοτικά χαρακτηριστικά που συνδέουν άρρηκτα την εφαρμογή του με θεμελιώδεις δικαιοκρατικές εγγυήσεις. Αυτό είναι δε επιβεβλημένο δεδομένης της βαρύτητας των κυρώσεων σε βάρος των νομικών προσώπων. Γι’ αυτό, η εν λόγω επιστημονική πρωτοβουλία συνέβαλε καθοριστικά στο να δρομολογηθούν σχετικές νομοθετικές εξελίξεις. Στις 12 Μαρτίου 2018 η κυβέρνηση έκρινε το υφιστάμενο για τα νομικά πρόσωπα κυρωτικό σύστημα ανεπαρκές και τάχθηκε υπέρ της θέσπισης ενός νέου κυρωτικού συστήματος για τις επιχειρήσεις με σκοπό την αναλογική και αποτελεσματική τιμώρηση της οικονομικής παραβατικότητας.[111] Πράγματι, στις 22 Αυγούστου 2019 το γερμανικό Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης δημοσιοποίησε ένα νομοσχέδιο, βασικά χαρακτηριστικά του οποίου είναι:
1. το δυαδικό σχήμα ευθύνης κατά τα ανωτέρω, ήτοι η διάπραξη αξιόποινης πράξης από πρόσωπο με ηγετική θέση ή από συνεργάτη λόγω παράλειψης λήψης αποτρεπτικών μέτρων από τα διοικητικά στελέχη, με τη διαφορά ότι η τέλεση του αδικήματος από κάποιο εκ των ευρισκόμενων στην κορυφή της ιεραρχίας στελεχών συνιστά επιβαρυντική περίσταση,
2. η εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας ως προς την άσκηση δίωξης σε βάρος των νομικών προσώπων και των ενώσεων προσώπων, ακόμα κι εκείνων που δεν έχουν νομική προσωπικότητα για οικονομικά αδικήματα, αλλά και για αξιόποινες πράξεις κατά του περιβάλλοντος, κατά του ανταγωνισμού και πράξεις που παραβιάζουν ανθρώπινα δικαιώματα,
3. η δυνατότητα του εισαγγελέα να απόσχει από τη δίωξη είτε προσωρινά με την επιβολή όρων είτε, αν η επιχείρηση διενεργεί έρευνα προς διαλεύκανση της αξιόποινης πράξης, οριστικά, σε περίπτωση που οι συνέπειες της αξιόποινης πράξης είναι βαριές για την ίδια την επιχείρηση ή όταν βρίσκεται σε εκκαθάριση,
4. η αναγνώριση στις επιχειρήσεις των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου,
5. η σημαντική αύξηση του ύψους της χρηματικής ποινής συγκριτικά με το μέγιστο ύψος των διοικητικών προστίμων,
6. η εισαγωγή προειδοποιητικών χρηματικών κυρώσεων,
7. η δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης ως μορφή κύρωσης,
8. η συνεκτίμηση της εισαγωγής στην επιχείρηση μηχανισμών συμμόρφωσης κατά την επιμέτρηση της ποινής και
9. η αναγνώριση της διεξαγωγής εσωτερικών ερευνών ως ελαφρυντικής περίστασης.[112]
Οι επιλογές της ελληνικής έννομης τάξης και προταθείσες εναλλακτικές
Εκτός από τη Γερμανία, η χώρα μας ανήκει στις πιο αυστηρές περί την τήρηση του δόγματος societas delinquere non potest χώρες και εξακολουθεί να περιορίζεται στην αστική ή διοικητική ευθύνη των νομικών προσώπων. Μάλιστα ο Έλληνας νομοθέτης, όταν καλείται να θεσπίσει διατάξεις για την καταπολέμηση της παραβατικότητας των νομικών προσώπων, συνήθως επιλέγει να τυποποιήσει ως αξιόποινες τις πράξεις ή τις παραλείψεις των εκπροσώπων του, συνεπώς, διαμορφώνει ιδιαίτερα εγκλήματα, η στοιχειοθέτηση των οποίων προϋποθέτει να συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη η ιδιότητα του εκπροσώπου ή του διευθύνοντος / διοικούντος το νομικό πρόσωπο.[113] Αυτό παρατηρείται τόσο στο πλαίσιο παλαιότερων ειδικών νόμων όσο και στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης ενωσιακών κανόνων, καθώς οι κυρώσεις των νομικών προσώπων κατονομάζονται αυθεντικά ως διοικητικές.
Σχετικά παραδείγματα αποτελούν τα άρθρα 28 και 30 του Ν. 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος στην προϊσχύσασα μορφή τους, ήτοι πριν από την τροποποίησή τους διά του Ν. 4042/2012, το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 περί μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, το άρθρο 20 του Ν. 2523/1997 για τα φορολογικά αδικήματα, το προσφάτως καταργηθέν άρθρο 22 του Ν. 2472/1997 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων,[114] το άρθρο 153 του Ν. 2960/2001 για τα τελωνειακά αδικήματα, τα άρθρα 25 και 44 του Ν. 3959/2011 για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού, το άρθρο 7 του Ν. 2803/2000 για την κύρωση της Σύμβασης PIF, το διά του Ν. 4254/2014 καταργηθέν άρθρο 5 του Ν. 2802/2000 για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στην οποία εμπλέκονται υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το διά του Ν. 3691/2008 καταργηθέν άρθρο 8 του Ν. 2928/2001.[115]
Σε όλες τις ως άνω περιπτώσεις επιβάλλονται στα νομικά πρόσωπα διοικητικές κυρώσεις με προϋπόθεση τη διάπραξη της εκάστοτε αξιόποινης πράξης από το φυσικό πρόσωπο που έχει την ιδιότητα του εκπροσώπου ή του διευθύνοντος. Στις διοικητικές κυρώσεις ανήκουν τα πρόστιμα, η προσωρινή αφαίρεση ή η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης, η δημοσίευση στον τύπο των επιβληθεισών κυρώσεων και ο αποκλεισμός από δημόσιες παροχές, επιδοτήσεις ή διαγωνισμούς.[116] Ωστόσο, εμφανίζονται μεμονωμένες τάσεις διαφοροποίησης από το κλασικό σχήμα ποινικής ευθύνης των διευθυντικών στελεχών και διοικητικής ευθύνης των ίδιων των νομικών προσώπων. Άξιο ειδικής μνείας είναι το άρθρο 4 του Ν. 4042/2012, ο οποίος μάλιστα φέρει τον τίτλο Ποινική προστασία του περιβάλλοντος. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων για τα τυποποιούμενα στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου αδικήματα κατά του περιβάλλοντος, εφόσον αυτά τελούνται προς όφελος του νομικού προσώπου από πρόσωπο που κατέχει ιθύνουσα θέση είτε αυτό ενεργεί ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου. Ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων στοιχειοθετείται δε και σε περίπτωση που η έλλειψη ελέγχου ή εποπτείας από πρόσωπο με ιθύνουσα θέση κατέστησε δυνατή τη διάπραξη αυτών των αδικημάτων προς όφελος του νομικού προσώπου από πρόσωπο ευρισκόμενο υπό τις οδηγίες του κατέχοντος ιθύνουσα θέση. Η ως άνω ευθύνη των νομικών προσώπων δεν αποκλείει την ποινική δίωξη των υπαίτιων φυσικών προσώπων. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, τα νομικά πρόσωπα που έχουν ποινική ευθύνη κατά τις ανωτέρω διατάξεις τιμωρούνται επί τη βάσει της τροποποιηθείσας παραγράφου 5 του άρθρου 28 του Ν. 1650/1986, η οποία προβλέπει την επιβολή σε βάρος των νομικών προσώπων διοικητικού προστίμου, προσωρινής ή οριστικής απαγόρευσης άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, πρόσκαιρου ή οριστικού αποκλεισμού από δημόσιες ενισχύσεις και δημοσίευσης της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Εξαιρέσει του προστίμου οι άλλες τρεις αναφερθείσες κυρώσεις φαίνεται να είναι εν προκειμένω ποινικής φύσεως. Πάντως, ακόμα και το κατονομαζόμενο ως διοικητικό πρόστιμο μπορεί να ανέρχεται στο τριπλάσιο του επιτευχθέντος ή επιδιωχθέντος οφέλους, στοιχείο που του προσδίδει τη βαρύτητα μίας ποινικής κύρωσης.
Παρότι ορισμένες εξ αυτών των διοικητικών κυρώσεων είναι εξαιρετικά επαχθείς, για παράδειγμα τα επαπειλούμενα υψηλά πρόστιμα, έχουν επικριθεί στη θεωρία ως μη ιδιαίτερα αποτελεσματικές λόγω της χαμηλότερης αποτρεπτικής τους λειτουργίας σε σύγκριση με τις ποινικές κυρώσεις και ως μη δυνάμενες να καλύψουν την πλήρη απαξία της προσβολής σημαντικών εννόμων αγαθών, όπως η περιβαλλοντική ρύπανση.[117] Σε πολλές δε περιπτώσεις, μολονότι οι διοικητικές κυρώσεις θεωρούνται λόγω της βαρύτητάς τους «κρυπτοποινές», η διαδικασία επιβολής τους δεν συνοδεύεται από τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις του άρθρου 6 ΕΣΔΑ, όπως θα έπρεπε σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ.[118] Επιπλέον, η μη αυτοτελής κατά κανόνα επιβολή κυρώσεων σε βάρος των νομικών προσώπων, αλλά η εξάρτηση αυτής, όπως ήδη επισημάνθηκε παραπάνω, από την υπαίτια δράση των οργάνων-εκπροσώπων του οδηγεί σε μία κατασκευή περί αντικειμενικής ευθύνης των νομικών προσώπων, διότι αυτά καθίστανται υπεύθυνα χωρίς η έννομη τάξη να έχει απευθύνει στα ίδια κάποιον πρωτεύοντα απαγορευτικό κανόνα παρά μόνο στα φυσικά πρόσωπα που ανήκουν στα όργανά τους.[119] Εξαίρεση, βεβαίως, αποτελεί το άρθρο 4 του Ν. 4042/2012.
Εξάλλου, ο πυρήνας του αδίκου του νομικού προσώπου έγκειται επί της ουσίας σε διαρθρωτικές αδυναμίες, στο οργανωτικό έλλειμμα που καταλείπει περιθώρια για εμφάνιση παραβατικής δράσης. Επιπροσθέτως, ακόμα και η ευθύνη των φυσικών προσώπων-διευθυντικών στελεχών προσιδιάζει σε ένα μόρφωμα αντικειμενικής ευθύνης συναγόμενης εκ μόνης της ιδιότητάς τους, καθώς για παράδειγμα στο πλαίσιο του κυρωτικού της Σύμβασης PIF νόμου (2903/2000) οι διευθύνοντες ευθύνονται για τη μη αποτροπή διαπραχθεισών από υπαλλήλους του νομικού προσώπου αξιόποινες πράξεις σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα δε με το καταργηθέν άρθρο 6 του κυρωτικού της Σύμβασης για την καταπολέμηση της διαφθοράς νόμου (2802/2000), οι διευθύνοντες ευθύνονταν για τη διάπραξη δωροδοκίας από άλλον που υπαγόταν στις εντολές τους, ενώ δεν απαιτείτο ρητά υπαίτια παράβαση καθηκόντων εκ μέρους των διευθυνόντων.
Ως εναλλακτική προς αποφυγήν των άνω σχημάτων αντικειμενικής ευθύνης τόσο των διευθυνόντων όσο και των νομικών προσώπων για πράξεις που τελούνται για λογαριασμό ή προς όφελος αυτών έχει προταθεί για τη θεμελίωση κάθε μορφής υπαίτιας ευθύνης ο έλεγχος περί ύπαρξης ή μη εντός μίας επιχείρησης προγραμμάτων κανονιστικής συμμόρφωσης (compliance programs), ήτοι κωδικοποιημένων κανόνων που ρυθμίζουν την τήρηση εκ μέρους των στελεχών της δέουσας επιμέλειας για την επίτευξη των στόχων της επιχείρησης και τη σύννομη δράση της.[120] Η παράλειψη θέσπισης τέτοιων κανόνων εντός μίας επιχείρησης και ελέγχου της τήρησής τους συνιστά πλημμελή άσκηση των διοικητικών καθηκόντων. Έτσι, ακόμα κι αν τελεστεί κάποιο αδίκημα από υπάλληλο της επιχείρησης χωρίς γνώση του διευθύνοντος, εκείνος θα πρέπει να απαλλαγεί, εφόσον αποδείξει την ύπαρξη κώδικα περί δέουσας επιμέλειας εντός της επιχείρησης. Επομένως, η λύση αυτή εισάγει νόθο αντικειμενική ευθύνη, μία μορφή ευθύνης που συναντάται και στην ανωτέρω αναφερθείσα Σύσταση του ΟΟΣΑ, στη νομολογία του αγγλοσαξωνικού δικαίου και στην αναλυθείσα πρόταση της ομάδας των Γερμανών επιστημόνων. Στην κατεύθυνση αυτή κινείται, άλλωστε, το άρθρο 235 παρ. 4 ΠΚ περί ευθύνης προϊσταμένων, επιθεωρητών και εν γένει προσώπων με εξουσία ελέγχου εντός οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αν αυτά κατά παράβαση συγκεκριμένου υπηρεσιακού καθήκοντος δεν απέτρεψαν την τέλεση δωροληψίας από πρόσωπο που υπόκειται στον έλεγχό τους. Συναφής είναι η πρόβλεψη του άρθρου 159Α παρ. 3 ΠΚ, το οποίο ποινικοποιεί τη μη αποτροπή κατά παράβαση συγκεκριμένου καθήκοντος εκ μέρους του διευθυντή μίας επιχείρησης της τέλεσης δωροδοκίας πολιτικού προσώπου προς όφελος της επιχείρησης από πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές του. Η απόδειξη εκπλήρωσης των διευθυντικών καθηκόντων σχετικά με την εσωτερική οργάνωση του νομικού προσώπου απαλλάσσει τα ασκούντα έλεγχο φυσικά πρόσωπα, ωστόσο, αυτή η απόδειξη ως προϋπόθεση απαλλαγής προσκρούει στο τεκμήριο αθωότητας. Βέβαια, πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι τα βαρυνόμενα με την εν λόγω απόδειξη πρόσωπα έχουν αποδεικτική ευχέρεια περί τα διαμειβόμενα στο εσωτερικό του νομικού προσώπου.
Άλλη προταθείσα εναλλακτική είναι η έμφαση στη δράση των επιτελικών στελεχών της επιχείρησης και η απόδοση ευθύνης σε αυτά για τις αξιόποινες πράξεις που προκλήθηκαν από τη δράση της με όχημα την προβλεπόμενη από το άρθρο 15 ΠΚ ιδιαίτερη νομική τους υποχρέωση να χαράσσουν την επιχειρηματική πολιτική, να διαμορφώνουν τους κανόνες άσκησης αυτής και να ελέγχουν τον τρόπο υλοποίησής της. Σημείο αναφοράς για την εν λόγω πρόταση αποτελούν οι σοβαρές προσβολές κατά του περιβάλλοντος και επί τη βάσει αυτής της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης προτείνεται η οριοθέτηση της ευθύνης ανώτατων διοικητικών στελεχών επιχειρήσεων που ρυπαίνουν το περιβάλλον για τα αποτελέσματα, τα οποία συνδέονται αιτιωδώς με παραβάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Βέβαια, τα στελέχη πρέπει να έχουν δικαίωμα να ανταποδείξουν ότι είχαν λάβει τα κατάλληλα αποτρεπτικά μέτρα.
Η συναγόμενη, λοιπόν, από την τροποποιηθείσα διά του Ν. 4042/2012 παράγραφο 5 του άρθρου 28 του Ν. 1650/1986 περί του εγγυητικού για το περιβάλλον ρόλου των ανώτατων διοικητικών στελεχών ευθύνη τους για παραβίαση καθηκόντων επιμελείας είναι νόθος αντικειμενική, αφού είναι δεκτική ανταπόδειξης.[121] Εξάλλου, θα ήταν άδικο να καταλογισθεί η παραβίαση των περιβαλλοντικών διατάξεων σε απλούς εργαζομένους της επιχείρησης, οι οποίοι ίσως να μην γνωρίζουν, τουλάχιστον όχι εν πλήρη εκτάσει, ούτε το τελικό αποτέλεσμα που προκύπτει από την απόρριψη λυμάτων στη θάλασσα υπό την έννοια των επιπτώσεων στην υγεία των περιοίκων, καθώς και της διατάραξης των οικοσυστημάτων, ενώ οι διευθύνοντες οφείλουν να ελέγξουν τις επιπτώσεις διά της εκπόνησης περιβαλλοντικών μελετών, ούτε και το ακριβές περιεχόμενο των σχετικών διατάξεων. Ακόμα κι αν τα γνωρίζουν όλα αυτά, επιλέγουν να παρανομήσουν, ώστε να μη χάσουν τη δουλειά τους, όπερ μπορεί να αξιολογηθεί ως λόγος άρσης του καταλογισμού λόγω σύγκρουσης καθηκόντων.[122] Αυτή η προσέγγιση καταλήγει, πάντως, ξανά στην επιλογή της ατομικής ευθύνης ως μόνης σύμφωνης με την αρχή της ενοχής, αν και χρήζει προσεκτικής οριοθέτησης, διότι κατ’ ουσίαν εισάγει τεκμήριο ενοχής των ανώτατων διοικητικών στελεχών.
Συνολική αξιολόγηση των επιλογών της ελληνικής έννομης τάξης - Προτάσεις
Μετά την επισκόπηση των προσεγγίσεων διαφόρων εννόμων τάξεων επί του ζητήματος της ευθύνης των νομικών προσώπων, ως πολύ σημαντικό επιχείρημα υπέρ της ποινικής φύσεως ευθύνης αναδεικνύεται η αποτελεσματικότητα μίας ποινικής κύρωσης από τη σκοπιά της γενικοπροληπτικής λειτουργίας αυτής λόγω του στίγματος που τη συνοδεύει[123] εν αντιθέσει προς τη σαφώς χαμηλότερη αποτρεπτική λειτουργία των κυρώσεων διοικητικής φύσεως. Μεταξύ των επιχειρημάτων αυτών πρωταρχικής σημασίας είναι και η συχνά ανακύπτουσα δυσχέρεια εντοπισμού του φυσικού προσώπου που τέλεσε την αξιόποινη πράξη στο πλαίσιο της εταιρικής δραστηριότητας, η οποία οδηγεί συχνά στον καταλογισμό της σχετικής ευθύνης στα διευθυντικά στελέχη εκ μόνης της ιδιότητάς τους.[124] Αυτή η δυσχέρεια οφείλεται συνήθως στη συμβολή περισσότερων στελεχών στην εταιρική δράση από την οποία προήλθε μία παράνομη πράξη. Το πρόβλημα προσδιορισμού του ποινικώς υπεύθυνου φυσικού προσώπου εντείνεται δε σε περιπτώσεις χορήγησης εντολής εκτέλεσης ορισμένης πράξης από το αρμόδιο πρόσωπο σε κάποιον υπάλληλο και έτι περαιτέρω σε περιπτώσεις εξουσιοδότησης από ένα μέλος του διοικητικού οργάνου σε άλλο για εκπροσώπηση σε συγκεκριμένη συνεδρίαση χωρίς, όμως, ρητή αναφορά σε ψήφο με συγκεκριμένο περιεχόμενο. Αξιοσημείωτες είναι και οι περιπτώσεις αποφάσεων στηριγμένων σε εισήγηση πραγματογνώμονα προς την οποία τα μέλη του ΔΣ καλοπροαίρετα συμμορφώθηκαν. Δυσχερής είναι η θεμελίωση ποινικής ευθύνης και για μέλη του διοικητικού οργάνου που μειοψήφησαν στην απόφαση που συγκροτεί τον πυρήνα της παράνομης πράξης.[125]
Ενδιαφέρουσα είναι η συναφής εξέταση του αδικήματος της απιστίας και δη του ενδεχομένου η επιζήμια για την εταιρική περιουσία διαχειριστική πράξη να τελείται σε συμμόρφωση προς απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων είτε αυτή είναι ομόφωνη είτε όχι.[126] Ενίοτε ανακύπτει και το ζήτημα της εκ του νόμου απαγόρευσης του καταλογισμού ευθύνης σε φυσικά πρόσωπα που κατέχουν διοικητικές θέσεις σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ανήκοντα, όμως, στο δημόσιο με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον αποκλεισμό διά του άρθρου 9 παρ. 4 του νόμου 3986/2011 της ποινικής ευθύνης των μελών του ΔΣ για συμβάσεις συναφθείσες μετά από έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και γνωμοδότηση του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων.[127] Επιπλέον, σημαντικό επιχείρημα υπέρ της εισαγωγής της ποινικής ευθύνης νομικών προσώπων είναι και το ότι αυτά, επέχοντας θέση κατηγορουμένου, διαθέτουν τα υπερασπιστικά δικαιώματα που αναγνωρίζονται σε κάθε κατηγορούμενο.[128]
Ωστόσο, πρόκειται για ένα μόρφωμα ευθύνης που προσκρούει στις παραδοσιακές αρχές του δογματικού ποινικού δικαίου, το οποίο τιμωρεί μόνο την ανθρώπινη συμπεριφορά κατόπιν διαπίστωσης της ευθύνης συγκεκριμένου φυσικού προσώπου για την εκάστοτε ερευνώμενη πράξη. Συνεπώς, το ελληνικό ποινικό δίκαιο ακολουθεί το πρότυπο της υποκειμενικής ευθύνης. Σύμφωνα με την αρχή της ενοχής, η οποία απορρέει από το άρθρο 2 παρ. 1 Σ σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 παρ. 1 και 14 ΠΚ, η επιβολή ποινής προϋποθέτει μία τυπικά και ουσιαστικά άδικη πράξη, ήτοι μία πράξη που είναι προϊόν ανθρώπινης συμπεριφοράς, συνιστά προσβολή ορισμένου έννομου αγαθού και τιμωρείται βάσει κάποιου κυρωτικού κανόνα.[129] Η πράξη αυτή πρέπει να μπορεί να αποδοθεί στο πρόσωπο που προσδιορίζεται ως δράστης της. Η ποινή, εξάλλου, ως έκφραση ιδιαίτερης αποδοκιμασίας και προσωπικός στιγματισμός του δράστη προϋποθέτει ότι το άδικο που εκείνος έθεσε με την πράξη του μπορεί να καταλογιστεί στην ενοχή του και ειδικότερα προϋποθέτει ότι ο δράστης είναι ικανός προς καταλογισμό, έχει ψυχικό σύνδεσμο με τη συγκεκριμένη πράξη και είχε αφ’ ενός συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης του και αφ’ ετέρου τη δυνατότητα να πράξει άλλως, αλλά επέλεξε να μη συμμορφωθεί προς έναν κανόνα δικαίου.[130]
Διαφορετικά, αν δηλαδή αρκούσε το γεγονός ότι η συμπεριφορά του δράστη υπήρξε η αιτία που οδήγησε στο εγκληματικό αποτέλεσμα, θα μπορούσε να γίνει λόγος για αντικειμενική ευθύνη στο πλαίσιο ενός αιτιοκρατικού συστήματος και αυτή θα ήταν μία κατασκευή που θα αποσκοπούσε αποκλειστικά στην αποκατάσταση της διαταραχθείσας από την πράξη τάξης και θα παρέβλεπε τη σύνδεση της πράξης με το πρόσωπο του δράστη αυτής. Μία τέτοια προσέγγιση, εντούτοις, θα παραγκώνιζε τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις που διασφαλίζει η αρχή της ενοχής και θα παραβίαζε τον πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, μετατρέποντας το άτομο σε αντικείμενο που εξυπηρετεί τους στόχους της ποινικής καταστολής.[131] Επί τη βάσει των ανωτέρω επιχειρημάτων η κρατούσα στην ελληνική θεωρία άποψη απορρίπτει την κατασκευή της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων.[132]
Σε κάθε περίπτωση, η εισαγωγή μίας μορφής συλλογικής ποινικής ευθύνης, ακόμα κι αν δεν προσλάμβανε απολύτως τα χαρακτηριστικά της αντικειμενικής ευθύνης, αλλά απαιτούσε τη διαπίστωση ορισμένου ψυχικού συνδέσμου μεταξύ των διαφόρων δρώντων υποκειμένων και της εγκληματικής πράξης, υπό μορφή θετικής ψήφου ως προς την απόφαση που συγκροτεί τη βάση της πράξης, θα διευκόλυνε μεν ουσιωδώς το έργο της απόδοσης ευθυνών και θα ικανοποιούσε το περί δικαίου αίσθημα ως προς τον κολασμό του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλά θα νόθευε την αρχή της ενοχής, καθώς θα χαμήλωνε τον πήχυ των προς συλλογή αποδείξεων και θα καθιστούσε χαλαρές τις προϋποθέσεις καταλογισμού του εγκληματικού αποτελέσματος σε συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα. Επιπλέον, θα οδηγούσε στη δημιουργία τεκμηρίων ενοχής για τα μέλη του αποφασίζοντος οργάνου μίας εταιρείας εκ μόνης της ιδιότητάς τους και της συμμετοχής στην επίμαχη συνεδρίαση, ακόμα κι αν κατά την παροχή της θετικής ψήφου δεν γνώριζαν ότι η απόφαση θα αποτελούσε τη βάση ορισμένης εγκληματικής πράξης. Για παράδειγμα, η απόφαση περί ανάθεσης σε κάποιο μέλος του ΔΣ μίας φαρμακευτικής ή μίας κατασκευαστικής εταιρείας της εκστρατείας προώθησης των προϊόντων της ή των έργων της δεν συνεπάγεται ότι όσοι υπερψήφισαν την εν λόγω απόφαση συναίνεσαν και σε πράξεις δωροδοκίας πολιτικών προσώπων, στις οποίες προέβη αυτοβούλως το συγκεκριμένο μέλος του ΔΣ. Εν προκειμένω η ευθύνη των μελών του ΔΣ θα μπορούσε να αντικρουσθεί αποδεικτικά με την επίκληση της ύπαρξης εντός του νομικού προσώπου ενός κώδικα περί σύννομης δράσης της επιχείρησης κατά τα ανωτέρω και της διενέργειας ελέγχων, ακόμα και από το ένα μέλος του ΔΣ προς άλλο, περί την τήρηση αυτού.
Πέραν των δογματικών ζητημάτων που εγείρει η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, κατά την αξιολόγηση της σκοπιμότητας εισαγωγής της πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι οι συνέπειες της ποινικής τιμώρησης του νομικού προσώπου θα επεκταθούν αναπόφευκτα και σε μη υπαίτιους εργαζόμενους, καθώς και το ότι το στίγμα μεταφέρεται στο σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά και της κοινωνίας λόγω της απώλειας θέσεων εργασίας και της κυριαρχίας της δυσπιστίας αναφορικά με την εταιρική δράση.[133] Βέβαια, αυτό ακριβώς το στίγμα έχει τη δύναμη να λειτουργήσει γενικοπροληπτικά, ώστε να ωθήσει τις επιχειρήσεις να υιοθετούν και εσωτερικούς κανόνες σύννομης δράσης, αλλά και τους εργαζόμενους να τις τηρούν, προκειμένου η ενδεχόμενη παραβατική δράση τους να μην επιφέρει την αναστολή λειτουργίας της επιχείρησης ή τον στιγματισμό αυτής στην οικονομική ζωή.
Πάντως, η τυχόν ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων αξιολογείται κατ’ ανάγκην επί τη βάσει της ευθύνη των διευθυντικών τους στελεχών, διά των οποίων θεωρείται ότι εκφράζεται η βούλησή τους, σύμφωνα με όσα αναλύθηκαν ανωτέρω. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι το νομικό πρόσωπο επέχει θέση έμμεσου αυτουργού με όργανο τα διευθυντικά του στελέχη, αλλά αυτή η προσέγγιση θα υποβάθμιζε την ποιότητα του αδίκου της συμπεριφοράς των διευθυνόντων, οι οποίοι δεν είναι άβουλα ενδιάμεσα πρόσωπα, αλλά αντιθέτως είναι ο «ιθύνων νους» του νομικού προσώπου. Επομένως, η συμπεριφορά των διευθυντικών στελεχών έχει ποιότητα αυτουργικής δράσης είτε δι’ ενεργείας είτε διά παραλείψεως.
Ειδικότερα, η ευθύνη των διευθυντικών στελεχών για πλημμελή επίβλεψη του προσωπικού και παράλειψη αποτροπής της τέλεσης αξιόποινων πράξεων εκ μέρους των υφισταμένων τους θα πρέπει να υποκαταστήσει την ατομική ποινική τους ευθύνη, η οποία είναι ορθό να αναζητηθεί μόνο ως προϋπόθεση θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης του νομικού προσώπου και όχι να τιμωρηθεί ξεχωριστά, διότι τότε θα πρόκειται για διπλή απαξιολόγηση της ίδιας συμπεριφοράς. Ενώ αν τα διευθυντικά στελέχη διέπραξαν τα ίδια την αξιόποινη πράξη και δη καθ’ υπέρβαση των εσωτερικών κανόνων σύννομης δράσης, τότε θα πρέπει να καταγιγνώσκεται αποκλειστικά η ατομική ποινική ευθύνη και να απαλλάσσεται το νομικό πρόσωπο.
Άλλωστε, δεν είναι ορθό να καταλογισθεί στο νομικό πρόσωπο πράξη που το ωφέλησε, χωρίς αυτό να βαρύνεται με ορισμένη οργανωτική πλημμέλεια. Δεδομένου, όμως, ότι τα διευθυντικά στελέχη είναι εκείνα που θέτουν τους εσωτερικούς κανόνες, αν τους παραβιάσουν τα ίδια, θα πρέπει να οριοθετηθούν αυστηρά οι περιπτώσεις απαλλαγής του νομικού προσώπου.
Επομένως, απαιτείται πολύ προσεκτική αντιμετώπιση του ζητήματος από τον Έλληνα νομοθέτη, αν μετά τις εξελίξεις στη γερμανική έννομη τάξη, μία εκ των τελευταίων εννόμων τάξεων που αντιστέκονταν στην τάση εισαγωγής της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων, ληφθεί σχετική απόφαση και στη χώρα μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Στ. Παπαγεωργίου-Γονατάς, Είναι χρήσιμη η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων; Υπέρ του θεσμού, Ποινικός Λόγος, 2002, σελ. 1625
[2] Αγ. Παπανεοφύτου, Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων: Μία κατασκευή ποινικής ασυλίας του επιχειρηματία-δράστη;, Αθήνα 2012, σελ. 6-8 και 21-35, όπου γίνεται αναφορά στη διαφυγή μεγάλης ποσότητας τοξικού αερίου από τις εγκαταστάσεις μονάδας παραγωγής φυτοφαρμάκων στο Bhopal της Ινδίας το 1984, στο ατύχημα που προκλήθηκε το 1986 από τη βλάβη στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Tschernobyl εντός του εδάφους της τότε Σοβιετικής Ένωσης και στην πυρηνική καταστροφή που συντελέστηκε στη Fukushima της Ιαπωνίας το 2011.
[3] Για παράδειγμα, η δίκη της Siemens ξεκίνησε στην Ελλάδα το 2017 με Έλληνες και Γερμανούς κατηγορουμένους, ενδεικτικά: www.cnn.gr/news/ellada/story/55585/diki-siemens-enarxi-stis-24-2
[4] Annex to G20 Leaders Declaration, G20 High Level Principles on the Liability of Legal Persons for Corruption, Hamburg 2017: εκεί επισημαίνεται ότι αφ’ ενός είναι πρακτικά ευκολότερο να διωχθεί ένα νομικό πρόσωπο και αφ’ ετέρου ότι ιδίως οι πολυεθνικές επιχειρήσεις που τελούν πράξεις διαφθοράς χαρακτηρίζονται από σύνθετες δομές, πολλαπλά επίπεδα οργάνωσης και δρομολογούν την τέλεση των πράξεων αυτών ακολουθώντας διαδικασίες συλλογικών αποφάσεων και ως εκ τούτου, οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί συχνά επιχειρούν να κρυφτούν πίσω από το πέπλο του νομικού προσώπου, ενώ δεν είναι σπάνιο φαινόμενο η διαφυγή τους σε άλλη χώρα.
[5] 2004 United Nations Convention against Corruption, Article 26. Liability of legal persons: 1. Each State Party shall adopt such measures as may be necessary, consistent with its legal principles, to establish the liability of legal persons for participation in the offences established in accordance with this Convention. 2. Subject to the legal principles of the State Party, the liability of legal persons may be criminal, civil or administrative. 3. Such liability shall be without prejudice to the criminal liability of the natural persons who have committed the offences. 4. Each State Party shall, in particular, ensure that legal persons held liable in accordance with this article are subject to effective, proportionate and dissuasive criminal or non-criminal sanctions, including monetary sanctions.
[6] 1997 OECD Anti-Bribery Convention, Article 2: “Each Party shall take such measures as may be necessary, in accordance with its legal principles, to establish the liability of legal persons for the bribery of a foreign public official.” Επίσης, η Σύσταση του ΟΟΣΑ το 2009 περί καταπολέμησης της δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων υπαλλήλων στις διεθνείς συναλλαγές στο Παράρτημα Ι περιλαμβάνει πρακτικές για την εφαρμογή των άρθρων περί ευθύνης των νομικών προσώπων.
[7] 1997 OECD Anti-Bribery Convention, Article 3 par. 2: In the event that, under the legal system of a Party, criminal responsibility is not applicable to legal persons, that Party shall ensure that legal persons shall be subject to effective, proportionate and dissuasive non-criminal sanctions, including monetary sanctions, for bribery of foreign public officials.
[8] M. Pieth, Art. 2-The responsibility of legal persons σε: M. Pieth-L. Low, P. Cullen (επιμ.), A Commentary on the Convention on Combating Bribery of Foreign Public Officials in International Business Transactions of 21 November 1997, forthcoming in December 2006 at Cambridge University Press, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα www.oecd.org/daf/anti-bribery/39200754.pdf, σελ. 15-18. Η ευθύνη που πηγάζει από την πλημμελή επίβλεψη των υφισταμένων εκ μέρους των διοικητικών στελεχών αποκαλείται culpa in eligendo, instruendo et custodiendo (lack of supervision rule).
[9] 1999 United Nations Convention for the Suppression of the Financing of Terrorism, Article 5: 1. Each State Party, in accordance with its domestic legal principles, shall take the necessary measures to enable a legal entity located in its territory or organized under its laws to be held liable when a person responsible for the management or control of that legal entity has, in that capacity, committed an offence set forth in article 2. Such liability may be criminal, civil or administrative.
[10] Recommendation No. R (88) 18, Liability of enterprises for offences, adopted by the Committee of Ministers of the Council of Europe on 20 October 1988 and explanatory memorandum
[11] Explanatory memorandum, σκέψη 23, σελ. 13-14: An enterprise may be exonerated provided that two minimum conditions are made out: the first is that management, either the management as a whole or one or several of its members, was not implicated in the offence. The term "implicated" should be understood in a wide sense so as to include cases where the management, while not itself directly involved in the commission of the offence, knowingly accepts the profits made as a result of it. The second is that management has taken all the necessary steps to prevent the commission of the offence.
[12]Explanatory memorandum, σκέψη 26, σελ. 14: With regard to the sanctions which might be imposed against enterprises, recommendation 11.6 states that retribution should not necessarily be the main objective; special attention should be paid to other objectives such as the prevention of further offences and the reparation of damage suffered by victims of the offence.
[13] Convention on the Protection of the Environment through Criminal Law, Strasbourg, 4.XI.1998-Article 9, par. 1: Corporate liability Each Party shall adopt such appropriate measures as may be necessary to enable it to impose criminal or administrative sanctions or measures on legal persons on whose behalf an offence referred to in Articles 2 or 3 has been committed by their organs or by members thereof or by another representative.
[14] Convention on the Protection of the Environment through Criminal Law, Strasbourg, 4.XI.1998-Article 9, par. 3: Any State may, at the time of signature or when depositing its instrument of ratification, acceptance, approval or accession, by a declaration addressed to the Secretary General of the Council of Europe, declare that it reserves the right not to apply paragraph 1 of this article or any part thereof or that it applies only to offences specified in such declaration.
[15] Ν. 2803/2000 (κυρωτικός της Σύμβασης νόμος)-Άρθρο 3 Ευθύνη των νομικών προσώπων: 1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσει ότι τα νομικά πρόσωπα δύνανται να υπέχουν ευθύνη για απάτη, ενεργητική δωροδοκία και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, που διαπράττονται προς όφελός τους από οιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και το οποίο κατέχει εντός του νομικού προσώπου ηγετική θέση, βασιζόμενη: - σε εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου ή - σε εξουσία λήψης αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου ή - σε εξουσία ασκήσεως ελέγχου εντός του νομικού προσώπου, καθώς και για συνεργία ή ηθική αυτουργία στην εν λόγω απάτη, ενεργητική δωροδοκία ή νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή απόπειρα διάπραξης της εν λόγω απάτης. 2. Πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται ήδη στην παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε ένα νομικό πρόσωπο να μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο σε περίπτωση που η ελλιπής επιτήρηση ή έλεγχος εκ μέρους ενός από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 έχει καταστήσει δυνατή τη διάπραξη απάτης, ενεργητικής δωροδοκίας ή νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, προς όφελος του εν λόγω νομικού προσώπου, από πρόσωπο το οποίο τελεί υπό την εξουσία του. 3. Η ευθύνη του νομικού προσώπου δυνάμει την παραγράφων 1 και 2 δεν αποκλείει την ποινική δίωξη των φυσικών προσώπων τα οποία είναι αυτουργοί, ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί της απάτης, της ενεργητικής δωροδοκίας ή της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
[16] Ν. Λίβος, Ευθύνη των επιχειρήσεων και των διοικητών τους για οικονομικά εγκλήματα: ένα παράδειγμα σύγχρονου σχεδιασμού του ποινικού δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Σύγχρονες εξελίξεις του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Ποινικού Δικαίου, Πρακτικά συνεδρίου 2009, Αθήνα 2010, σελ. 102-103 και Αλ. Δημάκης Η ποινική ευθύνη της εταιρίας, Σύγχρονα Ζητήματα Εταιρικής Ευθύνης, Σύνδεσμος Ελλήνων Εμπορικολόγων, Νομική Βιβλιοθήκη, 2003, σελ. 221-222
[17] Αθ. Συκιώτου-Ανδρουλάκη, Νέες εξελίξεις στην ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: τα δύο σχέδια του Corpus Juris και η προοπτική μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, ΠοινΧρ 2000, σελ. 395
[18] Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Το ευρωπαϊκό εγχείρημα διαμόρφωσης κοινών ποινικών κανόνων-Οι ουσιαστικές διατάξεις του Corpus Juris κατά το νέο τροποποιημένο σχέδιο των προτάσεων της Φλωρεντίας, ΠοινΧρ 2001, σελ. 99
[19] Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, «Corpus Juris» και τυποποίηση του ποινικού φαινομένου στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Υπεράσπιση 1999, σελ. 621 επ. και Αικ. Συκιώτη, Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, ΠοινΔικ 2010, σελ. 95-97
[20] Έκδοση της Ένωσης Ευρωπαίων Νομικών με τίτλο Προς ένα Ευρωπαϊκό Δικαστικό Χώρο. Corpus Juris ποινικών διατάξεων για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε επιμέλεια-εισαγωγή-μετάφραση Αθ. Συκιώτου και πρόλογο Δ. Σπινέλλη, ο οποίος έλαβε μέρος στις εργασίες της επιστημονικής ομάδας που συνέταξε το σχέδιο, Αθήνα 1999, σελ. 81. Το τροποποιημένο σχέδιο της Φλωρεντίας έχει μεταφραστεί στα γερμανικά ως Strafrechtliche Regelungen zum Schutz der finanziellen Interessen der Europäischen Union – Corpus Juris 2000 (Fassung von Florenz) από τον Dr. Tonio Walter και η μετάφραση είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα www.ec.europa.eu.
[21] Ul. Neumann, Das Corpus Juris im Streit um ein europäisches Strafrecht σε: Bar. Huber, Das Corpus Juris als Grundlage eines Europäischen Strafrechts, Europäisches Kolloquium, 1999, σελ. 67επ.
[22] Kl. Tiedemann, Rapport introductif σε: La responsabilité pénale dans l’entreprise vers un espace judiciaire européen unifié?, Rev. Sc. Crim. 1997, σελ. 266-267
[23] Δ. Σπινέλλης, Το Corpus Juris για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Υπεράσπιση 1999, σελ. 3 επ.
[24] Μ. Παπαϊωάννου, Το πρόβλημα της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων-επιχειρήσεων, Δογματική ανάλυση και αναζήτηση ενός εναλλακτικού μοντέλου ευθύνης, 2012, διδακτορική διατριβή διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της βιβλιοθήκης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ikee.lib.auth.gr), σελ. 189-190: πρόκειται για το άρθρο 51 του ολλανδικού ποινικού κώδικα.
[25] M. Delmas-Marty & J.A.E. Vervaele, The implementation of the Corpus Juris in the Member-States, 1997, Part II, vol. I, σελ. 417 επ.: Συγκεκριμένα ως προς το άρθρο 14 του αρχικού σχεδίου αντιρρήσεις εξέφρασαν οι εκπρόσωποι της Αυστρίας, της Γερμανίας, της Ελλάδας και της Ιταλίας.
[26] Ενότητα 5.4. της Πράσινης Βίβλου σχετικά με την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, 11.12.2001: Επιπλέον, τα νομικά πρόσωπα θα πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνα για τη διάπραξη, τη συμμετοχή (ως συνεργοί ή ηθικοί αυτουργοί) ή για την απόπειρα απάτης, ενεργητικής δωροδοκίας και νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, που διαπράττονται για λογαριασμό τους από κάθε πρόσωπο που ασκεί διοίκηση στο εσωτερικό τους. Η ευθύνη των νομικών προσώπων πρέπει να θεωρείται επίσης ότι υφίσταται όταν, λόγω έλλειψης εποπτείας ή ελέγχου εκ μέρους ενός εκ των προαναφερομένων προσώπων, καθίσταται δυνατή η διάπραξη αυτών των πράξεων για λογαριασμό του εν λόγω νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο που υπόκειται στην εξουσία του. Το κείμενο της Πράσινης Βίβλου είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/ALL/?uri=CELEX%3A52001DC0715.
[27] Ν. Λίβος, ό.π., σελ. 103-105
[28] Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Προς μία νέα οριοθέτηση του αξιοποίνου του οργανωμένου εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση-Η σημασία της για την εθνική μας έννομη τάξη, ΠοινΔικ 2005, σελ. 1442
[29] Ν. Λίβος, ό.π., σελ. 106
[30] Αποφάσεις υπ’ αριθμ. C-176/2003 και C-440/2005
[31] Μ. Παπαϊωάννου, ό.π., σελ. 194
[32] Χρ. Μυλωνόπουλος, Το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, ΠοινΧρ 2011, σελ. 83-84
[33] Χρ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 84
[34] Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Η σημασία των θεμελιωδών αρχών του ουσιαστικού ποινικού δικαίου για μία ευρωπαϊκή αντεγκληματική πολιτική που σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και το κράτος δικαίου, ΝοΒ 2010, σελ. 2201
[35] Βέβαια, δεν επρόκειτο για μία αρχή μη επιδεχόμενη οποιασδήποτε εξαίρεσης, καθώς προβλέπονταν ορισμένα ποινικής φύσεως μέτρα κατά των ενώσεων προσώπων, βλ. Μ. Παπαϊωάννου, ό.π., σελ. 15
[36] Τηλ. Φιλιππίδης, Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, Θεσσαλονίκη 1950, σελ. 114: Μάλιστα οι ποινές που επιβάλλονταν ήταν, πέραν του προστίμου, η κατεδάφιση τειχών, οχυρών, κτηρίων.
[37] Αλ. Δημάκης, ό.π., σελ. 210
[38] Το επιχείρημα αυτό αποδίδουν εξόχως τα λόγια του λόρδου Edward Thurlow: Did you ever expect a corporation to have a conscience, when it has no soul to be damned and no body to be kicked?, όπως αυτούσια τα παραθέτει ο Ar. Alison στο έργο του: History of Europe from the fall of Napoleon in MDCCCXV to the accession of Louis Napoleon in MDCCCLII, vol. 1, New York, 1852, σελ. 56.
[39] Friedrich Karl von Savigny, System des heutigen Römischen Rechts, II, Berlin, 1840, σελ. 281 επ., συναφής είναι η νομολογιακά (Ashbury Railway Carriage Co.Ltd v.Riche, Law Rep.7 H.L. 653) διαμορφωθείσα θεωρία ultra vires, σύμφωνα με την οποία μία εταιρεία δεν μπορεί να επιδιώκει άλλους σκοπούς πέρα από τους νόμιμους που ορίζονται στο καταστατικό της και κατά συνέπεια, δεν ευθύνεται για παράνομες πράξεις που εκφεύγουν των σκοπών της. Βέβαια, πρόκειται για μία θεωρία που προέρχεται από τον χώρο του ενοχικού δικαίου και αφορά στην ενδοσυμβατική ευθύνη.
[40] Τηλ. Φιλιππίδης, ό.π., σελ. 15 επ.
[41] Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή γενικού μέρους, 2001, αρ. 172-173
[42] K. Engisch σε: Verhandlungen des Vierzigsten Deutschen Juristentags, Bd. II (Sitzungsberichte), Teil E, Tübingen 1954, σελ. Ε7 επ.
[43] M. Pieth, ό.π., σελ. 7-8
[44] An. Ashworth, Principles of Criminal Law, Oxford, 2006, σελ.164 επ.
[45] Μ. Παπαϊωάννου, ό.π., σελ. 19-20
[46] Ι. Μανωλεδάκης, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του Ποινικού Δικαίου, 1998, σελ. 101
[47] M. Pieth, ό.π., σελ. 8: Χρησιμοποιείται ο όρος strict liability.
[48] Αλ. Δημάκης, ό.π., σελ. 213 και 228 με αναφορά στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση New York Central & Hudson River Railroad Company, 212 U.S. 481 (1909).
[49] M. Pieth, ό.π., σελ. 8-9
[50] Corporate Manslaughter and Corporate Homicide Act 2007: Το καθήκον λήψης μέτρων ασφαλείας και επίβλεψης της λήψης αυτών αναφέρεται ως relevant duty of care.
[51] UK Bribery Act 2000, Section 7: Failure of commercial organisations to prevent bribery.
[52]Αλ. Δημάκης, ό.π., σελ. 230-231
[53] Vincenzo Mongillo, The Nature of Corporate Criminal Liability for Criminal Offences: Theoretical Models and EU Member State Laws σε: Antonio Fiorella (επιμ.), Corporate Criminal Liability and Compliance Programs, II-Towards a Common Model in the European Union, 2012, ιδίως στην ενότητα με τίτλο: National experiences within the European Union-The nature of the liability and sanctions against collective entities in EU countries, σελ. 75 επ., το σύγγραμμα είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: www.academia.edu/6224944/The_Nature_of_Corporate_Liability_for_Criminal_Offences_Theoretical_Models_and_EU_Member_State_Laws. Ειδικότερα σε σχέση με αδικήματα διαφθοράς αναλυτικά στοιχεία είναι καταγεγραμμένα στη μελέτη: OECD Anti-Corruption Network for Eastern Europe and Central Asia, Liability for Legal Persons for Corruption in Eastern Europe and Central Asia, 2015, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα www.oecd.org/corruption/ACN-Liability-of-Legal-Persons-2015.pdf.
[54]Vincenzo Mongillo, ό.π., σελ. 97-98
[55] M. Pieth, ό.π., σελ. 10, όπου γίνεται λόγος για ‘corporate culture’ which ‘directed, encouraged, tolerated or led to non-compliance with the relevant provisions’. The Act goes as far as to address tacit authorisation or even the failure to create a culture of compliance.
[56] Th. Elholm, Criminal liability of legal persons in Denmark σε: Models of corporate liability, Dipartimento di Scienze Giuridiche Università degli Studi di Roma, 2012, σελ. 315 επ.
[57] M. Pieth, ό.π., σελ. 10
[58] Vincenzo Mongillo, ό.π., σελ. 84
[59] Το άρθρο 121-2 CP τέθηκε σε ισχύ την 1/3/1994: Les personnes morales, à l'exclusion de l'Etat, sont responsables pénalement, selon les distinctions des articles 121-4 à 121-7, des infractions commises, pour leur compte, par leurs organes ou représentants. Toutefois, les collectivités territoriales et leurs groupements ne sont responsables pénalement que des infractions commises dans l'exercice d'activités susceptibles de faire l'objet de conventions de délégation de service public. La responsabilité pénale des personnes morales n'exclut pas celle des personnes physiques auteurs ou complices des mêmes faits, sous réserve des dispositions du quatrième alinéa de l'article 121-3.
[60] Θ. Παπαθεοδώρου, Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων στο γαλλικό ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρ ΜΗ (1998), 945 επ.
[61] Art. 121-2 CP, version passée, en vigueur du 1er mars 1994: Les personnes morales, à l'exclusion de l'Etat, sont responsables pénalement, selon les distinctions des articles 121-4 à 121-7 et dans les cas prévus par la loi ou le règlement, des infractions commises, pour leur compte, par leurs organes ou représentants, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα www.lexbase.fr/texte-de-loi/4954848-art.-121-2-code-penal.
[62] Μ. Παπαϊωάννου, ό.π., σελ. 84-87
[63] Le Droit Français exige l’intervention de la personne physique (substratum humain), on doit localiser la personne physique. Le comportement de la personne physique fait l’objet de problèmes (…) il faudra toujours une personne physique pour imputer, ερμηνεία της διάταξης 121-3 του γαλλικού ποινικού κώδικα (Code Pénal) διαθέσιμη στην ιστοσελίδα http://cours-de-droit.net/les-conditions-de-la-responsabilite-penale-des-personnes-morales-a127495502/.
[64] Θ. Παπαθεοδώρου, ό.π., σελ. 948-950
[65] Μ. Παπαϊωάννου, ό.π., σελ. 72-79
[66] Μ. Παπαϊωάννου, ό.π., σελ. 67-68
[67] (…) sous réserve des dispositions du quatrième alinéa de l'article 121-3
[68] Art. 121-3 CP, al. 4 modifié par Loi n°2000-647 du 10 juillet 2000 - art. 1 JORF 11 juillet 2000: Dans le cas prévu par l'alinéa qui précède, les personnes physiques qui n'ont pas causé directement le dommage, mais qui ont créé ou contribué à créer la situation qui a permis la réalisation du dommage ou qui n'ont pas pris les mesures permettant de l'éviter, sont responsables pénalement s'il est établi qu'elles ont, soit violé de façon manifestement délibérée une obligation particulière de prudence ou de sécurité prévue par la loi ou le règlement, soit commis une faute caractérisée et qui exposait autrui à un risque d'une particulière gravité qu'elles ne pouvaient ignorer.
[69] La personne n’ignore pas qu’elle crée des risques, c’est la situation du chef d’entreprise qui ne respecte pas la sécurité pour économiser. La responsabilité pénale en cas de lien indirect peut être retenue si on arrive à prouver que la personne visée a commis une faute caractérisée ou une faute de mise en danger délibérée. Violation délibérée: c‘est un synonyme cela ne signifie pas que le délit est intentionnel, cela ouvre néanmoins une brèche au prévenu pour s’exonérer, on ouvre de moyens de défense, ερμηνεία της διάταξης 121-3 εδ. 4 του γαλλικού ποινικού κώδικα, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα http://cours-de-droit.net/la-faute-non-intentionnelle-en-droit-penal-a127495844/.
[70] Cass. Crim. 24/07/2000: πρόκειται για εργατικό ατύχημα σε μία επιχείρηση, το οποίο με βάση την εφετειακή απόφαση καταλογίστηκε αποκλειστικά στον υπεύθυνο του έργου. Οι δύο εκπρόσωποι της εταιρείας απαλλάχθηκαν και δεν ασκήθηκε δίωξη κατά του νομικού προσώπου. Όμως, το Ακυρωτικό διατήρησε μεν σε ισχύ την απαλλαγή των δύο εκπροσώπων ελλείψει βαριάς αμέλειας, ελλείψει ενός χαρακτηριστικού πταίσματος, αλλά έκρινε ότι είναι ερευνητέο το αν η αμέλεια του υπεύθυνου του έργου δεν οφείλεται σε ένα οργανωτικό πρόβλημα στο επίπεδο του νομικού προσώπου και συνεπώς, είναι δυνατό να καταδικαστεί το νομικό πρόσωπο, παρότι τα φυσικά πρόσωπα απαλλάχθηκαν.
[71] Αλ. Δημάκης, ό.π., σελ. 236-237
[72] Vincenzo Mongillo, ό.π., σελ. 88
[73] M. Hilf, Grundlegende Aspekte der neuen Verbandsverantwortlichkeit: Zur subsidiären Anwendung des StGB, JSt 2006, σελ. 113
[74] E. Weigend- B. Namyslowska-Gabrysiak, Die strafrechtliche Verantwortlichkeit juristischer Personen im polnischen Recht, ZStW 2004, σελ. 541επ.
[75] Vincenzo Mongillo, ό.π., σελ. 94
[76] G. Stratenwerth, Strafrechtliche Unternehmenshaftung? σε: Geppert, Bohnert & Rengier, Festschrift für Rudolf Schmitt, Tübingen 1992, σελ. 303-304
[77] Wirtschaftsstrafgesetz vom 26.07.1949, § 23: Wird eine Zuwiderhandlung gegen Bestimmungen dieses Gesetzes in einem Betrieb begangen, so kann wegen Verletzung der Aufsichtspflicht eine Geldbuße gegen die Inhaber oder Leiter und, falls Inhaber des Betriebes eine juristische Person oder eine Handelsgesellschaft ist, auch gegen diese festgesetzt werden, wenn der Inhaber oder Leiter oder der zur gesetzlichen Vertretung Berechtigte nicht nachweist, daß er die im Verkehr erforderliche Sorgfalt angewandt hat, um die Zuwiderhandlung zu verhüten.
[78] BVerfG 9, 167, Beschluß vom 4.2.1959-1BvR 197/53, παρ. 19: Es ergab sich das Bedürfnis, "Ordnungsstraftatbestände" zu schaffen; sie sollten sich von den kriminellen Vergehen durch den Grad des ethischen Unwertgehaltes unterscheiden und von der Verwaltung mit Ordnungsstrafen geahndet werden, die keinen ehrenrührigen Charakter hatten und nicht ins Strafregister eingetragen wurden. Aus dieser besonderen Natur der Ordnungsstraftaten wurde zunächst gefolgert, daß sie - entgegen allgemeinen strafrechtlichen Grundsätzen - auch gegen juristische Personen und gegen Betriebe als solche verhängt werden könnten.
[79] Kl. Tiedemann, Strafbarkeit und Bußgeldhaftung juristischer Personen σε: Eser & Thormudson, Old ways and new needs in criminal legislation, 1989, σελ. 165-166
[80] BVerfG 20, 323, Beschluß vom 25.10.1966, 2BvR 506/63, παρ. 43-46: Auch eine juristische Person ist also "wegen einer jeden Zuwiderhandlung" zu einer Geld- oder Haftstrafe zu verurteilen. Die Bestrafung juristischer Personen ist dem geltenden deutschen Rechtssystem nicht fremd. So können z. B. nach § 5 des Wirtschaftsstrafgesetzes 1954 (BGBl. I S. 175) und nach § 41 des Gesetzes gegen Wettbewerbsbeschränkungen vom 27. Juli 1957 - Kartellgesetz - (BGBl. I S. 1081) bei Verstößen gegen die gesetzlichen Bestimmungen auch gegen juristische Personen Geldbußen festgesetzt werden; in beiden Fällen ist ein schuldhaftes Verhalten eines zur Vertretung Berechtigten Voraussetzung für die Bestrafung. (…) Die juristische Person ist als solche nicht handlungsfähig. Wird sie für schuldhaftes Handeln im strafrechtlichen Sinne in Anspruch genommen, so kann nur die Schuld der für sie verantwortlich handelnden Personen maßgebend sein.
[81] Gesetz über Ordnungswidrigkeiten (OWiG) vom 24.05.1968 (BGBl. I), § 26
[82] Μ. Παπαϊωάννου, ό.π., σελ. 120: Ουσιαστικά αφαιρέθηκε η φράση ως παρεπόμενη συνέπεια του ποινικού αδικήματος ή της παράβασης τάξεως και έτσι, η ευθύνη του νομικού προσώπου δεν είναι πλέον άρρηκτα συνδεδεμένη με την ευθύνη του φυσικού προσώπου-δράστη, με αποτέλεσμα να μπορεί να καταγνωσθεί και σε ξεχωριστή διαδικασία, αν η διαδικασία για το φυσικό πρόσωπο ανασταλεί.
[83] § 30 OWiG-Gesetz über Ordnungswidrigkeiten vom 24.5.1968, BGBl. I (1): Hat jemand 1.als vertretungsberechtigtes Organ einer juristischen Person (…), eine Straftat oder Ordnungswidrigkeit begangen, durch die Pflichten, welche die juristische Person oder die Personenvereinigung treffen, verletzt worden sind oder die juristische Person oder die Personenvereinigung bereichert worden ist oder werden sollte, so kann gegen diese eine Geldbuße festgesetzt werden.
[84] 14 StGB (1): Handelt jemand 1.als vertretungsberechtigtes Organ einer juristischen Person oder als Mitglied eines solchen Organs, 2.als vertretungsberechtigter Gesellschafter einer rechtsfähigen Personengesellschaft oder 3.als gesetzlicher Vertreter eines anderen, so ist ein Gesetz, nach dem besondere persönliche Eigenschaften, Verhältnisse oder Umstände (besondere persönliche Merkmale) die Strafbarkeit begründen, auch auf den Vertreter anzuwenden, wenn diese Merkmale zwar nicht bei ihm, aber bei dem Vertretenen vorliegen. Πανομοιότυπη είναι η διατύπωση του άρθρου 9 OWiG.
[85] KK-OWiG/Rogall, 3. Aufl. 2006, OWiG § 30, παρ. 72-76
[86] § 130 OWiG (1): Wer als Inhaber eines Betriebes oder Unternehmens vorsätzlich oder fahrlässig die Aufsichtsmaßnahmen unterläßt, die erforderlich sind, um in dem Betrieb oder Unternehmen Zuwiderhandlungen gegen Pflichten zu verhindern, die den Inhaber treffen und deren Verletzung mit Strafe oder Geldbuße bedroht ist, handelt ordnungswidrig, wenn eine solche Zuwiderhandlung begangen wird, die durch gehörige Aufsicht verhindert oder wesentlich erschwert worden wäre. (…).
[87] KK-OWiG/Rogall, 5. Aufl. 2018, OWiG § 130 παρ. 132
[88] G. Greeve, Korruptionsdelikte in der Praxis, Strafverteidigerpraxis, Band 6, 2005, παρ. 401: ως παράδειγμα αναφέρονται συμφωνίες μεταξύ των προέδρων υποψήφιων για ανάθεση έργου κατόπιν διαγωνισμού εταιρειών ως προς το ποσό της προσφοράς εκάστης εταιρείας, ώστε ο αναθέτων να επιλέξει συγκεκριμένη προσφορά, συμφωνίες, οι οποίες, ωστόσο, μπορεί να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 298 του γερμανικού ποινικού κώδικα λόγω της διαδικασίας ανάθεσης.
[89] KK-OWiG/Rogall, 3. Aufl. 2006, OWiG § 30, παρ. 88
[90] B. von Heintschel-Heinegg, Nochmals Schmiergeldaffaire: Staatsanwaltschaft München I erlässt Bußgeldbescheid in Höhe von 395 Millionen € gegen Siemens, άρθρο δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα www.community.beck.de στις 16.12.2008: Στην περίπτωση της Siemens αρχικά το δικαστήριο του Μονάχου επέβαλε πρόστιμο ύψους 201.000.000€ ως αποτέλεσμα της κατάγνωσης της ενοχής ενός πρώην συνεργάτη της εταιρείας, υπεύθυνου για το δίκτυο επικοινωνίας για απιστία λόγω της δημιουργίας μαύρων ταμείων, αλλά η Εισαγγελία του Μονάχου στις 15.12.2008 επέβαλε στην εταιρεία αυτοτελώς, ανεξάρτητα από προηγούμενη καταδίκη ορισμένου φυσικού προσώπου, πρόστιμο ύψους 395.000.000€, καθώς έκρινε ότι η δημιουργία μαύρων ταμείων και η καταβολή εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ ως δωροδοκήματος από στελέχη της εταιρείας οφείλονταν στην παράβαση εκ μέρους του συνόλου του διοικητικού συμβουλίου του καθήκοντος επίβλεψης λόγω της απουσίας εσωτερικών κανόνων συμμόρφωσης προς τους δικαιικούς κανόνες και μηχανισμών ελέγχου.
[91] § 35 OWiG Abs. 1
[92] § 21 OWiG Abs. 1 & 2
[93] § 30 OWiG Abs. 4
[94] H. Theile-St. Petermann, Die Sanktionierung von Unternehmen nach dem OWiG, JuS 2011, σελ. 496, 501 και P. Wittig, Wirtschaftsstrafrecht, 2014, § 12 παρ. 16 (anonyme Geldbuße)
[95] § 30 OWiG Abs. 5
[96] Μ. Παπαϊωάννου, ό.π., σελ. 130
[97] B. Schünemann, Unternehmenskriminalität und Strafrecht: eine Untersuchung der Verantwortlichkeit der Unternehmen und ihrer Führungskräfte nach geltendem und geplantem Straf- und Ordnungswidrigkeitenrecht, Köln 1979, σελ. 18 επ.
[98] An. Erhardt, Unternehmensdelinquenz und Unternehmensstrafe, Berlin 1994, σελ. 164
[99] Th. Weigend, Societas delinquere non potest? A German Perspective, Journal of International Criminal Justice τεύχος 6, 2008, σελ. 927 επ., M. Kubiciel, Nach der VW-Affäre: Ein Plädoyer für ein internationalisiertes Unternehmensstrafrecht, Kölner Papiere zur Kriminalpolitik 3/15, Ch. Schmitt-Leonardy, Unternehmenskriminalität ohne Strafrecht?, 2013, σελ. 247 επ., M. Kubiciel/J. Dust, Braucht Deutschland ein Unternehmensstrafrecht?, Compliance Manager v. 19.5.2016
[100] Kölner Entwurf eines Verbandssanktionengesetzes, Prof. Dr. Henssler, Prof. Dr. Hoven, Prof. Dr. Dr. h.c. Kubiciel, Prof. Dr. Weigend, Köln 2017. Το νομοσχέδιο είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: www.verbandsstrafrecht.jura.unikoeln.de/sites/fg_verbandsstrafrecht/user_upload/Koelner_Entwurf_eines_Verbandssanktionengesetzes__2017.pdf. Βέβαια, δεν είναι το πρώτο νομοσχέδιο επί του θέματος, καθώς το Υπουργείο Δικαιοσύνης στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας είχε καταθέσει ήδη ένα το 2013, το οποίο δεν κατέστη αντικείμενο νομοθετικής διαδικασίας σε ομοσπονδιακό επίπεδο, αλλά προκάλεσε έντονο και γόνιμο επιστημονικό διάλογο. Αυτό είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: www.justiz.nrw.de/JM/jumiko/beschluesse/2013/herbstkonferenz13/TOP_II_5_Gesetzentwurf.pdf.
[101] Kölner VerbSG-E, B. Entstehung und Begründung des Entwurfs, σελ. 13
[102] Kölner VerbSG-E, B. Entstehung und Begründung des Entwurfs, σελ. 14-15: Οι ερωτηθέντες απάντησαν μάλιστα πως εκτιμούν ότι η πιθανότητα επιβολής προστίμου ανέρχεται σε κάτω από 20%. Βέβαια, θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι δεν τίθεται ζήτημα καταλληλότητας της διάταξης, αλλά μη εφαρμογής της υφιστάμενης διάταξης λόγω της διακριτικής ευχέρειας του εισαγγελέα ένεκα της αρχής της σκοπιμότητας που διέπει τη δίωξη των παραβάσεων τάξεως.
[103] Kölner VerbSG-E, §1 Anwendungsbereich: 1) Die nachfolgenden Bestimmungen gelten für die Sanktionierung von Verbänden wegen verbandsbezogener Straftaten, soweit nicht in anderen Gesetzen besondere Bestimmungen getroffen werden.
[104] Πάντως, αυτή η διευρυμένη εκδοχή, σε ό,τι αφορά στους εν τοις πράγμασι ασκούντες διοικητικά καθήκοντα έχει καταστεί αντικείμενο κριτικής, επειδή δεν προσδιορίζονται επαρκώς οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων υπάγεται κάποιος σε αυτήν την κατηγορία, βλ. M. Rübenstahl, Anmerkungen zur Kodifizierung eines Unternehmenssanktionenrechts-Zugleich Kommentar zum “Kölner Entwurf eines Verbandssanktionengesetzes”, WiJ 3/2018, σελ. 120.
[105] Kölner VerbSG-E, §1 Anwendungsbereich: 3) Zuwiderhandlungen im Sinne dieses Gesetzes sind rechtswidrige Handlungen, die den objektiven Tatbestand eines Strafgesetzes erfüllen. Zuwiderhandlungen sind verbandsbezogen, wenn durch sie a) der Verband bereichert wurde oder bereichert werden sollte oder b) eine Pflicht verletzt wurde, die den Verband trifft, sofern er durch die Zuwiderhandlung nicht unmittelbar selbst geschädigt ist.
[106] Kölner VerbSG-E, §3 Verbandsverfehlung: 1) Hat eine Leitungsperson in Wahrnehmung der Angelegenheiten eines Verbandes vorsätzlich, rechtswidrig und schuldhaft eine verbandsbezogene Zuwiderhandlung begangen, so wird gegen den Verband eine Verbandssanktion verhängt; soweit der Tatbestand eines Strafgesetzes auch fahrlässig verwirklicht werden kann, genügt fahrlässiges Handeln der Leitungsperson. Setzt sich die Leitungsperson durch die Begehung der Zuwiderhandlung über eine ausdrückliche und konkrete Anweisung der Verbandsleitung hinweg und umgeht sie Sicherungsvorkehrungen, die geeignet sind, derartige Zuwiderhandlungen zu verhindern, kann von einer Sanktionierung des Verbandes abgesehen werden. 2) Hat ein Mitarbeiter in Wahrnehmung der Angelegenheiten eines Verbandes eine verbandsbezogene Zuwiderhandlung begangen, so wird gegen den Verband eine Verbandssanktion verhängt, wenn die Begehung dieser Zuwiderhandlung dadurch ermöglicht oder wesentlich erleichtert wurde, dass eine Leitungsperson des Verbandes erforderliche und zumutbare Maßnahmen zur Verhinderung solcher Zuwiderhandlungen unterlassen hat.
[107] Έχει, ωστόσο, σχολιαστεί από τη θεωρία ότι θα ήταν σκόπιμο να συνταχθεί ένας κατάλογος με τις αξιόποινες πράξεις που επισύρουν την ευθύνη των νομικών προσώπων, στον οποίο θα πρέπει να περιληφθούν ιδίως οικονομικά εγκλήματα, όπως διαφθορά, φοροδιαφυγή, απάτη, ώστε να μην επιβαρυνθούν υπερβολικά οι εισαγγελείς βλ. M. Rübenstahl, ό.π., σελ. 127-8.
[108] C. Wells, Corporations and Criminal Responsibility, Oxford 2001, σελ. 120: Με βάση το σχέδιο ποινικού κώδικα του American Law Institute (Model Penal Code) του 1962 (μη δεσμευτικό κείμενο, το οποίο ωστόσο εν τοις πράγμασι ασκούσε επιρροή στη νομολογία) προβλεπόταν ότι μπορεί να προβληθεί ως άμυνα της επιχείρησης ο ισχυρισμός ότι οι διευθύνοντες είχαν επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια προσπαθώντας να αποτρέψουν το έγκλημα. Επίσης, An. Erhardt, ό.π., σελ. 123 επ., όπου αναφέρεται ότι η απόδειξη ενός τέτοιου ισχυρισμού συνιστούσε ελαφρυντική περίσταση. Παρόμοια ρύθμιση συναντάται στον αγγλικό ειδικό νόμο περί δωροδοκίας του 2000 (UK Bribery Act-Section 7).
[109] Kölner VerbSG-E, B. Entstehung und Begründung des Entwurfs, σελ. 24. Η έμφαση του νομοσχεδίου στην ειδική πρόληψη έχει επιδοκιμαστεί και από εκπροσώπους της δικηγορικής πράξης, π.χ. Rechtsanwälte Rolf E. Köllner und Jörg Mück, Praxiskommentar zum Kölner Entwurf eines Verbandssanktionengesetzes- Strafjustiz als Compliance-Regulierungsbehörde?, NZI 2018, σελ. 313-4.
[110] R. Köllner-J. Mück, ό.π., σελ. 314: Denn Strafrecht hat immer auch repressiven Charakter und sieht als mächtigste Strafandrohung eine Freiheitsstrafe vor, hier entsteht der Eindruck vom VerbSG-E als einer Art spezialpräventiver Fremdkörper, den man nicht zum Strafrecht umetikettieren sollte.
[111] H. Potinecke und J. Keil, Referentenentwurf zum Verbandssanktionengesetz, 2019, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: www.cmshs-bloggt.de/compliance/referentenentwurf-zum-verbandssanktionengesetz/.
[112] §3 Verbandsverantwortlichkeit: 1) Gegen einen Verband wird eine Verbandssanktion verhängt, wenn jemand 1. als Leitungsperson dieses Verbands eine Verbandsstraftat begangen hat oder 2. sonst in Wahrnehmung der Angelegenheiten des Verbands eine Verbandsstraftat begangen hat, wenn Leitungspersonen des Verbands die Straftat durch angemessene Vorkehrungen zur Vermeidung von Verbandsstraftaten wie insbesondere Organisation, Auswahl, Anleitung und Aufsicht hätten verhindern oder wesentlich erschweren können. (…) Το νομοσχέδιο αυτό είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: https://www.steuerberater-center.de/media/VerSanG_RefE.pdf.
[113] Αλ. Δημάκης, ό.π., σελ. 247-249
[114] Τα προσωπικά δεδομένα προστατεύονται πλέον από τον Ν. 4624/2019, ο οποίος στο άρθρο 38 προβλέπει την επιβολή ποινικών κυρώσεων στον υπαίτιο των ποινικών αδικημάτων που τυποποιούνται στις παραγράφους 1 και 2 αυτού και στο άρθρο 39 τις διοικητικές κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν σε φορείς του δημόσιου τομέα υπό την ιδιότητά τους ως υπεύθυνων επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων. Αξιοσημείωτο είναι το άρθρο 81 του εν λόγω νόμου, σύμφωνα με το οποίο το άρθρο 38 εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων από αρχές αρμόδιες για την πρόληψη και δίωξη ποινικών αδικημάτων, όπερ σημαίνει ότι ποινική ευθύνη έχουν και τα εκτελούντα την επεξεργασία μέλη των αρχών αυτών, οι οποίες επέχουν θέση υπεύθυνου επεξεργασίας, ενώ βάσει του άρθρου 82 οι ίδιες οι αρχές υπόκεινται σε διοικητικά πρόστιμα για παράβαση των υποχρεώσεών τους ως υπεύθυνων επεξεργασίας.
[115] Στ. Χούρσογλου, Η ποινική διάσταση της ευθύνης των μελών ΔΣ ανώνυμης εταιρείας έναντι του Δημοσίου και των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης: Νομοθετικές επιλογές, νομολογιακές διακυμάνσεις και κριτική αξιολόγηση αυτών, ΝοΒ 2016, σελ. 1106-12, Ελ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η ευθύνη των νομικών προσώπων και των υπαλλήλων τους για εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, ΠοινΔικ τεύχος 1/2018, σελ. 2-4
[116] Μ. Παπαϊωάννου, ό.π., σελ. 223-226
[117] Αγ. Παπανεοφύτου, ό.π., σελ. 143 επ.
[118] Χρ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο-Γενικό Μέρος Ι, Αθήνα 2007, σελ. 55-56
[119] Ν. Λίβος, ό.π., σελ. 115-116
[120] Ν. Λίβος, ό.π., σελ. 108 επ.
[121] Αγ. Παπανεοφύτου, ό.π., σελ. 155 επ.
[122] Ελ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ. 2
[123] G. Aiolfi-M. Pieth, International aspects of corporate liability and corruption, σε: St. Tully (επιμ.), Research Handbook on Corporate Legal Responsibility, 2005, μέρος 4, κεφ. 22, σελ. 405
[124] Στ. Χούρσογλου, ό.π., σελ. 1105-1106: Στο πλαίσιο νομολογιακής έρευνας έχει παρατηρηθεί ότι σε περιπτώσεις αδικημάτων που τελούνται εκ της δραστηριότητας μίας εταιρείας, αν ο νόμος δεν ορίζει τα ανήκοντα στα εταιρικά όργανα ποινικώς ευθυνόμενα φυσικά πρόσωπα, αυτά αναζητούνται κατά τις γενικές διατάξεις του ΠΚ περί συμμετοχής και η αναζήτηση αυτή οδηγεί σε κατά περίπτωση πολύ διαφορετικά συμπεράσματα, καθώς άλλοτε καταλογίστηκε ποινική ευθύνη αποκλειστικά στο πρόσωπο του Προέδρου ή/και του Διευθύνοντος Συμβούλου ως εχόντων εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας, άλλοτε όχι μόνο στους νομίμους εκπροσώπους της, αλλά και στους ασκούντες εν τοις πράγμασι τη διοίκηση της εταιρείας και άλλοτε ερευνήθηκε η ποινική ευθύνη όλων ανεξαιρέτως των μελών του ΔΣ άνευ ιδιαίτερου προβληματισμού, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις δεν αναζητήθηκε ποινική ευθύνη των μελών του ΔΣ, ούτε καν του Προέδρου του ΔΣ, διότι κρίθηκε ότι η θέση τους ήταν τυπική.
[125] Αγ. Παπανεοφύτου, Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων ή των υπόλογων για τη δράση τους φυσικών προσώπων;, σε Ποινικό Δίκαιο, Ελευθερία και κράτος-Τιμητικός Τόμος για τον Γ.Α. Μαγκάκη, 1999, σελ. 204: Ακόμα κι αν θεωρηθεί ότι η συμμετοχή στη συνεδρίαση που κατέληξε στη λήψη της επίμαχης απόφασης θεμελιώνει το αντικειμενικό τμήμα της συναυτουργίας, δηλαδή τη συνεκτέλεση, απουσιάζει το βουλητικό στοιχείο από όσους μειοψήφησαν, δηλαδή η συναπόφαση. Αυτή η δυσχέρεια διατυπώθηκε ως επιχείρημα υπέρ της ίδρυσης απευθείας ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων.
[126] Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Απιστία και ευθύνη διοικητών και διευθυντικών στελεχών νομικών προσώπων, ΠοινΔικ 10/2016, σελ. 848-852
[127] Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, ό.π., σελ. 854
[128] Αικ. Συκιώτη, ό.π., σελ. 95
[129] Ν. Παρασκευόπουλος, Η συνταγματική διάσταση του αδίκου και της ενοχής, Υπεράσπιση 1993, σελ. 1251 επ.
[130] Χρ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο-Γενικό Μέρος Ι, Αθήνα 2007, σελ. 576-578
[131] Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο-Γενικό Μέρος Ι, Αθήνα 2006, σελ. 471-472
[132] Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο-Γενικό Μέρος Ι, Αθήνα 2006, σελ. 150, Χρ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο-Γενικό Μέρος Ι, Αθήνα 2007, σελ. 110
[133] Αγ. Παπανεοφύτου, ό.π., σελ. 116-121, V. Khanna, Corporate Criminal Liability: What purpose does it serve?, Harvard Law Review 109, 1996, σελ. 1493-1494, D.R. Fischel-A.O. Sykes, Corporate Crime, 25 Journals of Legal Studies 319, 1996, σελ. 319-325