Ι. Η υπ’ αριθμ. 774/2019[i] απόφαση του Ε΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου αναίρεσε λόγω έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας την υπ’ αριθμ. 3439/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για παραβίαση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, ήτοι των ΑΝ 690/1045 και 539/1945, καθώς στην προσβαλλομένη δεν εκτέθηκαν επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράβασης του άρθρου 1 του ΑΝ 690/1945, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος.
ΙΙ. Η ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου παρέχει αφορμή για αναφορά σε ορισμένα ζητήματα που σχετίζονται με το αδίκημα της μη καταβολής δεδουλευμένων, το οποίο αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης δύο διαφορετικών νομοθετικών κειμένων, του α. 1 ΑΝ 690/1945 και του α. 28 του Ν 3996/2011.
Ειδικότερα με το α. 1 ΑΝ 690/1945 ρυθμίζεται ποινικά η μη εμπρόθεσμη καταβολή «από τον εργοδότη ή διευθυντή ή επιτετραμμένο ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπο επιχείρησης» στον απασχολούμενο των οφειλόμενων συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας αποδοχών. Αντικείμενο προστασίας του νόμου αποτελούν, σύμφωνα με την νομολογία[1], οι δεδουλευμένες παροχές, δηλαδή αυτές που απορρέουν από την προηγούμενη παροχή εργασίας με συνέπεια παγίως να γίνεται δεκτό ότι σε αυτές δεν υπάγονται οι αποδοχές που φέρουν αποζημιωτικό χαρακτήρα, όπως, είναι η αποζημίωση για την καταγγελία σύμβασης εργασίας, η αμοιβή για την παράνομη υπερωριακή απασχόληση ή οι αποδοχές λόγω της υπερημερίας του εργοδότη. Περαιτέρω με το α. 28 του Ν 3996/2011 προστατεύεται αντιστοίχως η μη εμπρόθεσμη καταβολή των δεδουλευμένων στον εργαζόμενο από τον εργοδότη με παράλληλη, όμως, διεύρυνση της ποινικής προστασίας του εργαζομένου, καθώς αντικείμενο αυτής δεν είναι μόνο η καταβολή των δεδουλευμένων αλλά κάθε παραβίαση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας σχετική με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια αυτής, η αμοιβή, η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων ή η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης.
Από τα όσα ανωτέρω αναφέρονται προκύπτει εναργώς ότι μεταξύ των δύο διατάξεων υφίσταται σχέση αλληλοτομής και συνεπώς βρίσκονται σε μια λογική σχέση επικοινωνίας, η δε αντικειμενική υπόσταση του α. 1 ΑΝ 690/1945 επικαλύπτεται πλήρως από την ευρύτερη ρύθμιση του α. 28 του Ν 3996/2011, καθώς η προστασία που παρέχεται κατά τον τελευταίο είναι σαφώς ευρύτερη. Ως εκ τούτου μεταξύ των δύο διατάξεων αυτών υφίσταται σχέση φαινομενικής συρροής.
Ωστόσο στην ως άνω απόφαση το Ακυρωτικό δεν τοποθετήθηκε ως προς το ποια εκ των δύο διατάξεων θεσπίζει αυστηρότερες ποινές για τον κατηγορούμενο ενόψει και της ρήτρας επικουρικότητας που θεσπίζεται με την παράγραφο 2 του α. 2 Ν 3996/2011, σύμφωνα με την οποία «Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν». Ενδιαφέρον, μάλιστα, παρουσιάζει το γεγονός ότι από το ιστορικό της υπόθεσης, όπως αυτό αναπτύσσεται στην ως άνω απόφαση, ο κατηγορούμενος φαίνεται να καταδικάστηκε μόνο για παραβίαση του α. 1 ΑΝ 690/1945, η δε συνδυαστική αναφορά των δύο διατάξεων φαίνεται να πραγματοποιήθηκε κατά το πρώτον με πρωτοβουλία του ίδιου του Ακυρωτικού. Άλλωστε στην δικαστηριακή πρακτική είναι αρκετά συχνό το φαινόμενο το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο για την μη καταβολή δεδουλευμένων, να μνημονεύει είτε την μια εκ των δύο επίμαχων διατάξεων είτε και τις δύο συνδυαστικά.
Κατόπιν τούτου, τίθενται τα εξής ερωτήματα: ποια εκ των δύο διατάξεων θεσπίζει βαρύτερη ποινική μεταχείριση για τον κατηγορούμενο και με ποιον τρόπο θα πρέπει να προσεγγίσει κανείς την απάντηση. Θα επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε την εφαρμοστέα διάταξη είτε μέσω της συλλογιστικής πορείας που ακολουθείται στην περίπτωση της αναζήτησης του επιεικέστερου νόμου κατά το α. 2 ΠΚ, δηλαδή με την in concreto σύγκριση των δύο διατάξεων, είτε θα ακολουθήσουμε άλλη οδό κατά την οποία η προκρινόμενη λύση θα περιλαμβάνει μια in abstracto συσχέτιση των δύο διατάξεων. Ορθότερο, φρονώ, είναι να προτιμηθεί η λύση της αφηρημένης σύγκρισης των επίμαχων διατάξεων δεδομένου ότι η κρίσιμη στάθμιση πρέπει να προηγείται της αξιολόγησης των ειδικών χαρακτηριστικών της εκάστοτε κρινόμενης υπόθεσης, έτσι ώστε να εξάγεται ένας ασφαλής και αντικειμενικός κανόνας για την σχέση μεταξύ πρωτεύοντος και επικουρικού κανόνα.[2] Βάσει των προαναφερθέντων οδηγός μας στην αναζήτηση της βαρύτερης ποινής πρέπει να αποτελέσει η διαβάθμιση των ποινών που ακολουθεί ο ποινικός κώδικας.
Μετά από αυτή την επισήμανση επιστρέφουμε στο βασικό ερώτημά μας: ποια διάταξη συνιστά την βαρύτερη ποινική μεταχείριση για τον κατηγορούμενο; Το α. 1 ΑΝ 690/1945 προβλέπει ποινή φυλάκισης «μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα» ενώ το α. 28 του Ν 3996/2011 προβλέπει ότι ο υπαίτιος «τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές». Από την ανάγνωση των διατάξεων παρατηρούμε ότι το α. 1 ΑΝ 690/1945 προβλέπει ανώτατο όριο φυλάκισης έξι (6) μηνών ενώ το α. 28 Ν 3996/2011 ελάχιστο όριο φυλάκισης έξι (6) μηνών και ανώτατο όριο τα πέντε (5) έτη. Όσον αφορά τις προβλεπόμενες χρηματικές ποινές[3] στα δύο νομοθετήματα, βαρύτερη πρέπει να θεωρηθεί εκείνη του α. 28 Ν 3996/2011 υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι δεχόμαστε ότι, ενόψει του από 1.07.2019 ισχύοντος ποινικού κώδικα, το α. 57 ΠΚ δεν βρίσκει εφαρμογή στους ειδικούς ποινικούς νόμους ως προς τα ανώτατα χρηματικά όρια[4]. Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από το ποια χρηματική ποινή είναι βαρύτερη ή αν οι ποινές προβλέπονται σωρευτικώς ή διαζευκτικώς, δυνάμει της διαβάθμισης των ποινών που ακολουθεί ο ποινικός κώδικας, αλλά και της δευτερεύουσας σημασίας της χρηματικής ποινής, η δυσμενέστερη μεταχείριση θα κριθεί στην προκειμένη από το ποιος εκ των δύο νόμων προβλέπει μεγαλύτερη της στερητικής της ελευθερίας ποινή[5].
Επί τη βάσει των ανωτέρω παραδοχών προκύπτει ότι το α. 28 Ν 3996/2011 προβλέπει σαφώς δυσμενέστερη ποινική μεταχείριση για τον κατηγορούμενο, αφού επιφυλάσσει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών, δηλαδή maximum ποινής μέχρι και 5 έτη, και επομένως διεκδικεί αποκλειστική εφαρμογή[6]. Το δε α. 1 ΑΝ 690/1945 πρέπει, δυνάμει της προβλεπόμενης σε αυτό ρήτρας επικουρικότητας, να θεωρείται καταργημένο και για τον λόγο αυτό η αναφορά του στα κατηγορητήρια θα πρέπει να αποφεύγεται.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Σιδέρης, Το νομοθετικό πλαίσιο της ποινικής προστασίας του μισθού, Δ.Ε.Ν., τόμος 73/2019, τεύχος 1719, σελ. 1091
[2] Έτσι και Παύλου, Οι αρχές της φαινομενικής συρροής, Π. Ν. Σάκκουλας, 2003, σελ. 67 επ.
[3] Για έναν πιο αναλυτικό προβληματισμό ως προς τις χρηματικές ποινές των δύο νομοθετημάτων βλ. Σάμιος, Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Α.Ν. 690/1945, Π. Ν. Σάκκουλας, 2016, σελ. 33 επ.
[4] Η απουσία μεταβατικών διατάξεων που να ρυθμίζουν τα των χρηματικών ποινών στους ειδικούς ποινικούς νόμους έχει δημιουργήσει αρκετά ζητήματα, ένα εκ των οποίων αφορά την κατάργηση του ανώτατου χρηματικού ορίου που οριζόταν στο α. 57 του προγενέστερου ΠΚ.
[5] Σταμάτης, Γενικαί Αρχαί της φαινομένης συρροής εγκλημάτων και ιδίως της κατ’ ιδέαν, 1972, σελ. 137
[6] Contra Σιδέρης, Η ποινική προστασία του μισθού, Νομική βιβλιοθήκη, 2018, σελ. 37 όπου υποστηρίζει ότι «και τα δύο νομοθετήματα διεκδικούν αποκλειστική εφαρμογή, ώστε να μπορεί το δικαστήριο να επιβάλλει τη στερητική της ελευθερίας ποινή από το ένα και τη χρηματική ποινή από το άλλο».
[i] Το πλήρες κείμενο της απόφασης στην διεύθυνση www.areiospagos.gr