Απόφαση του 4ου Τμήματος του Γερμανικού Ακυρωτικού υπ’ αριθμ. πρωτ. 4 StR 399/17 της 1ης Μαρτίου 2018 [1]
Στην υπό κρίση απόφαση εξετάστηκε η συμπεριφορά κατηγορουμένου, ο οποίος με πιεστικά μέσα, όπως παρακολούθηση, συνεχείς προσπάθειες επικοινωνίας, απειλές και άλλες πράξεις «καταδίωκε» το πρόσωπο της ερωτικής του επιθυμίας. Πρόκειται για μια περίπτωση «Stalking» (δηλαδή του εγκλήματος των άρθρων 238 γερμανικού Π.Κ. και 333 § 1 εδ. β΄ του ελληνικού Π.Κ.) η οποία αξιολογήθηκε, μεταξύ άλλων, και υπό το πρίσμα του αδικήματος της σωματικής βλάβης ως προς τις επιπτώσεις που η πράξη αυτή προκάλεσε στην ψυχική υγεία του θύματος.
Α. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
1. Τον Αύγουστο του 2010 ο 24χρονος τότε κατηγορούμενος γνώρισε την 22χρονη V.S. κατά την διάρκεια των διακοπών. Στην συνέχεια, μολονότι κράτησαν επαφή, δεν σύναψαν ερωτικό δεσμό ούτε είχαν τακτικές συναντήσεις. Κατά τα τέλη του 2010 η V.S. δεχόταν συνεχείς πιέσεις από τον κατηγορούμενο, αυτός δε ήταν και ο λόγος για τον οποίο ακύρωσε τον προγραμματισμένο κοινό εορτασμό του ρεβεγιόν. Τον Φεβρουάριο του 2011 η V.S. αποδέχτηκε την θέση της αεροσυνοδού στην Φρανκφούρτη, όπου μετακόμισε. Για τον λόγο αυτό δήλωσε στον κατηγορούμενο ότι δεν επιθυμούσε να συνάψει δεσμό μαζί του, ιδίως διότι η απόσταση μεταξύ Βερολίνου, όπου αυτός ζούσε, και Φρανκφούρτης ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Το επόμενο διάστημα απέκλεισε τον κατηγορούμενο και από την «λίστα φίλων» της στο Facebook.
2. Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 24ης Φεβρουαρίου 2011 και 15ης Μαρτίου 2012 -ημερομηνία σύλληψης κατηγορουμένου- ο κατηγορούμενος προέβη σε επανειλημμένες προσπάθειες επικοινωνίας με την V.S. μέσω του Facebook, οι οποίες απευθύνονταν αφενός στην ίδια, αφετέρου στην φίλη της, μια και στο μεταξύ η V.S. είχε διαγράψει το προφίλ της στο Facebook με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον προσπελάσιμη. Επιπλέον ο κατηγορούμενος έστελνε επιστολές σε αυτήν και στους γονείς της. Σε μια περίπτωση, μάλιστα, ο κατηγορούμενος απευθύνθηκε στον τότε σύντροφο της V.S., τον T, μέσω μηνύματος στο Facebook. Η V.S., οι γονείς της και ο Τ, ζήτησαν από τον κατηγορούμενο να την αφήσει ήσυχη, διότι δεν ήθελε να έχει καμία επαφή μαζί του. Αυτός όμως συνέχισε. Σε ένα από τα πολυάριθμα μηνύματά του ο κατηγορούμενος ζητούσε μεταξύ άλλων από την V.S. να τον προσθέσει ξανά στη λίστα των φίλων της στο Facebook, να τον συγχωρήσει, να του επιστρέψει ένα βραχιόλι που της είχε δωρίσει για τα γενέθλιά της και να χωρίσει από τον Τ. Οι παρακλήσεις αυτές συνοδεύονταν από απειλές.
3. Από την συμπεριφορά του κατηγορουμένου η V.S. εμφάνισε σύντομη αντιδραστική καταθλιπτική διαταραχή. Ειδικότερα ένιωθε αβοήθητη και αδύναμη, έπασχε από διαταραχές ύπνου και παρουσίασε μειωμένη απόδοση στις δραστηριότητές της. Δεν έβγαινε έξω τόσο συχνά όσο πριν και όταν περπατούσε στον δρόμο πάντα ήταν ιδιαίτερα προσεκτική μήπως τυχόν την ακολουθεί κάποιος, ενώ δεν ένιωθε πλέον ψυχολογικά σε θέση να συνεχίσει να εργάζεται ως αεροσυνοδός, καθότι ο κατηγορούμενος την είχε απειλήσει. Αργότερα τον Αύγουστο έμαθε από την μητέρα της ότι ο κατηγορούμενος προέβη σε φθορές στην οικία των γονιών της, γεγονός που της προκάλεσε έντονο άγχος και φόβο μήπως ο κατηγορούμενος βλάψει την ίδια, τον φίλο της ή την οικογένειά της. Συνολικά από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2011 η V.S. αντιμετώπισε τα περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία οφείλονταν στην συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Επιπλέον από τον Απρίλιο/Μάιο του 2011 έπασχε από ημικρανίες, ενώ καθ’ όλο το διάστημα της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου συχνά ξεσπούσε σε σπασμωδικό κλάμα συνοδευόμενο από ταχυκαρδίες. Για την αντιμετώπιση των ψυχολογικών προβλημάτων αυτών άρχισε ψυχοθεραπεία, κατά την οποία διαγνώστηκε ότι πάσχει από διαταραχή προσαρμογής. Εξαιτίας των προβλημάτων αυτών δεν κατάφερε να διατηρήσει μόνιμη εργασιακή σχέση, άλλαξε επάγγελμα και μετακόμισε σε άλλη πόλη. Απέφευγε να συναντά φίλους, διότι φοβόταν ότι έτσι μπορεί να την εντοπίσει ο κατηγορούμενος. Για τον ίδιο λόγο απείχε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή εμφανιζόταν με ψευδή ονόματα.
4. Ο Τ αντιμετώπισε βραχυπρόθεσμη επιδείνωση της υγείας του λόγω της ψυχολογικής επιβάρυνσης που υπέστη, η οποία εμφάνισε και σωματικά συμπτώματα. Ειδικότερα έπασχε από διαταραχές ύπνου και ιλίγγους, είχε εφιάλτες και παρουσίαζε νευρικότητα και ευερεθιστότητα. Ο A.S., πατέρας της V.S., έπασχε από διαταραχή άγχους μικρής διάρκειας λόγω της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, η οποία δεν του επέτρεπε να συνεχίζει να εργάζεται με αποτέλεσμα να μείνει για μία εβδομάδα εκτός εργασίας κατόπιν ιατρικής γνωμάτευσης. Επιπροσθέτως έπασχε και από διαταραχές ύπνου. Όσον αφορά τέλος στην P.S. (φίλη της V.S.), αυτή έπασχε ήδη από ψυχολογικά προβλήματα και συγκεκριμένα από διαταραχή προσαρμογής, για την αντιμετώπιση των οποίων ακολουθούσε ψυχοθεραπεία. Η συμπεριφορά όμως του κατηγορουμένου επιδείνωσε σημαντικά τα προβλήματά της.
5. Ο κατηγορούμενος είχε τουλάχιστον λάβει υπόψη του ως πιθανές τις συνέπειες της συμπεριφοράς του στα θύματα. Ο κατηγορούμενος έπασχε από ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας […].
Β. ΣΚΕΠΤΙΚΟ
1. Η καταδίκη του κατηγορουμένου από τα δικαστήρια της ουσίας για σωματική βλάβη κατ’ άρθρο 223 παρ. 1 γερμΠΚ εις βάρος των P.S, A.S, T και V.S. […] είναι αμφίβολης νομικής ορθότητας.
2. Ως βλάβη της υγείας κατά το παραπάνω άρθρο θεωρείται κάθε πρόκληση ή επίταση μιας αποκλίνουσας επί τα χείρω ανωμάλου καταστάσεως της σωματικής λειτουργίας του θύματος, χωρίς να ενδιαφέρει ο τρόπος με τον οποίο προκλήθηκε το αποτέλεσμα. Αμιγώς συναισθηματικές/ψυχικές επιπτώσεις στο θύμα δεν μπορούν να θεμελιώσουν βλάβη της υγείας ή σωματική κάκωση σύμφωνα με το άρθρο 223 παρ. 1 γερμΠΚ. Η ψυχική επίδραση της πράξης του κατηγορουμένου στο θύμα μπορεί να θεωρηθεί σωματική βλάβη τότε μόνο, αν προκληθεί μια αποκλίνουσα επί τα χείρω παθολογική, σωματικά διαπιστώσιμη κατάσταση. Αποκλειστικά συναισθηματικές αντιδράσεις που προκαλούνται από την ταραχή και την αναστάτωση του θύματος, όπως λ.χ. ισχυρά συναισθήματα διέγερσης ή θυμού, αλλά ακόμα και καταστάσεις αγωνίας, δεν συνιστούν παθολογικές καταστάσεις και επομένως ούτε και βλάβη της υγείας[2].
3. Για τους λόγους αυτούς δεν επαρκεί για την καταδίκη του κατηγορουμένου για σωματική βλάβη εις βάρος της P.S. το γεγονός ότι αυτή εξαιτίας των διαρκών απειλών του τελευταίου εμφάνισε χρόνια διαταραχή προσαρμογής, η οποία δεν προκλήθηκε αποκλειστικά από τον κατηγορούμενο, αλλά επιδεινώθηκε ουσιωδώς από την συμπεριφορά του. Απαιτούνταν, λοιπόν, περισσότερες εξηγήσεις σχετικά με το πώς εμφανίσθηκε η παραπάνω διαταραχή. Το γεγονός ότι το θύμα παρακολουθούσε ήδη ψυχοθεραπεία δεν επιτρέπει την συναγωγή συμπερασμάτων για την «επιδείνωση» της διαταραχής, για την κατάφαση δηλαδή αυτοτελούς εγκληματικού αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 223 παρ. 1 γερμΠΚ. Δεν μπορεί περαιτέρω να διαπιστωθεί αν οι διαταραχές ύπνου και οι εφιάλτες συνιστούν εν προκειμένω σοβαρές προσβολές της υγείας μόνο από το γεγονός ότι άλλαξαν οι συνήθειες ύπνου της P.S.[3].
4. Επίσης η καταδίκη του κατηγορουμένου για σωματική βλάβη εις βάρος του A.S. είναι νομικά αθεμελίωτη. Το δικαστήριο της ουσίας θεώρησε ότι η υγεία του θύματος προσβλήθηκε σημαντικά -έστω και για μικρό χρονικό διάστημα-, διότι υπέστη οξεία διαταραχή άγχους. Το άγχος όμως -ιδίως όταν πρόκειται για βραχυχρόνια διαταραχή- αποτελεί προσβολή αποκλειστικά και μόνο της ψυχικής ευεξίας και όχι μια παθολογική κατάσταση της υγείας, καθότι αποτελεί φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού του A.S. στις απειλές που υπέστη[4]. Το γεγονός ότι αδυνατούσε να εργαστεί για μία εβδομάδα εξαιτίας της ψυχικής διαταραχής δεν είναι επίσης επαρκές για την κατάφαση προσβολής της σωματικής ακεραιότητας. Το ίδιο ισχύει και για τις μη επαρκώς συγκεκριμενοποιημένες διαταραχές ύπνου.
5. Η καταδίκη του κατηγορουμένου για σωματική βλάβη εις βάρος του Τ. είναι, ομοίως, αμφίβολης νομικής ορθότητας. Η αναφερόμενη στην απόφαση ψυχολογική επιβάρυνση του θύματος που σωματοποιήθηκε δεν αποτελεί επαρκή θεμελίωση της βλάβης της υγείας του. Εξάλλου, οι διαταραχές ύπνου, οι ίλιγγοι, οι εφιάλτες, η νευρικότητα και η υψηλή ευερεθιστότητα δεν επαρκούν για την στοιχειοθέτηση αξιόποινης προσβολής της σωματικής ακεραιότητας[5].
6. Τέλος, η καταδίκη του κατηγορουμένου για σωματική βλάβη εις βάρος της V.S. δεν μπορεί να αντέξει στον ακυρωτικό έλεγχο. H μείζων καταθλιπτική διαταραχή μπορεί μεν να στοιχειοθετήσει σωματική βλάβη κατά το άρθρο 223 παρ. 1 γερμΠΚ. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο για την σύντομη αντιδραστική καταθλιπτική διαταραχή που παρουσίασε η V.S. στην προκειμένη περίπτωση εξαιτίας του κατηγορουμένου[6]. Το αίσθημα ανασφάλειας και αδυναμίας που βίωνε η V.S., το οποίο δεν της επέτρεπε να συνεχίσει να εργάζεται, δεν συνιστά βλάβη της υγείας, διότι ελλείπει ένα αντικειμενικά διαπιστώσιμο αποτέλεσμα[7]. Το ίδιο ισχύει και για τις μη επαρκώς συγκεκριμενοποιημένες ημικρανίες, οι οποίες αποτελούσαν επιδείνωση των κοινών πονοκεφάλων. Τα ξεσπάσματα σε ξαφνικό κλάμα και οι ταχυκαρδίες αποτελούν φυσιολογικές αντιδράσεις του οργανισμού στην απειλητική κατάσταση που βίωνε το θύμα και δεν ξεπερνούν το όριο σοβαρότητας της προσβολής της υγείας που απαιτεί το άρθρο 223 παρ. 1 γερμΠΚ[8]. Τέλος, το γεγονός ότι η V.S. έκανε ψυχοθεραπεία δεν αποτελεί επαρκή απόδειξη ότι είχε προκληθεί σωματική βλάβη[9]. […].
Γ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1. Αντικείμενο προβληματισμού εν προκειμένω αποτέλεσε η συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ο οποίος με πιεστικά μέσα, όπως παρακολούθηση, συνεχείς προσπάθειες επικοινωνίας, απειλές και άλλες πράξεις «καταδίωκε» το πρόσωπο της ερωτικής του επιθυμίας είτε απ’ ευθείας είτε μέσω στενών οικογενειακών και φιλικών προσώπων. Η συμπεριφορά του κατηγορουμένου εντάσσεται στον πυρήνα του εγκληματολογικού φαινότυπου του φαινομένου “Stalking”[10]. Στην γερμανική έννομη τάξη το παραπάνω φαινόμενο είναι αξιόποινο κατά το άρθρο 238 γερμΠΚ (Nachstellung), ενώ προσφάτως και ο έλληνας νομοθέτης προσθέτοντας δεύτερο εδάφιο στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 333 ΠΚ κατέστησε την πράξη αυτή αξιόποινη[11]. Πρόκειται για μία εμμονική συμπεριφορά καταδίωξης ή παρακολούθησης του θύματος που προσβάλλει ιδιαίτερα την ιδιωτική σφαίρα του τελευταίου και πραγματοποιείται συνήθως είτε με την διαρκή προσπάθεια επικοινωνίας μέσω τηλεπικοινωνιακού ή ηλεκτρονικού μέσου, είτε με διαρκείς προσεγγίσεις του θύματος παρά την εκπεφρασμένη αντίθετη βούλησή του[12], προκαλώντας στο τελευταίο τρόμο ή ανησυχία[13]. Το φαινόμενο αυτό εκδηλώνεται με μια διαρκή συμπεριφορά, η οποία αποτελείται από σύνολο μερικότερων ενεργειών, οι οποίες, μολονότι ατομικά δεν είναι ιδιαίτερα βλαπτικές, σωρευτικά έχουν βαρύτατη επίδραση στην ζωή και στην υγεία του θύματος[14].
2. Στην προκειμένη περίπτωση ο προβληματισμός του γερμανικού Ακυρωτικού αφορούσε και στην αξιολόγηση των ψυχικών επιπτώσεων που προκλήθηκαν στα θύματα ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα της σωματικής βλάβης. Σύμφωνα με την κρατούσα στην Γερμανία άποψη το προστατευόμενο έννομο αγαθό του αδικήματος είναι αποκλειστικά η σωματική ακεραιότητα[15]. Μόνο μεμονωμένα υποστηρίζεται ότι η ψυχική υγεία αποτελεί συμπροστατευόμενο έννομο αγαθό[16].
Περαιτέρω, για την στοιχειοθέτηση «σωματικής κάκωσης» απαιτείται μία άμεση ή έμμεση σωματική επενέργεια[17]. Επιπτώσεις στην ψυχική υγεία χωρίς σωματική επενέργεια δεν συνιστούν σωματική κάκωση, εκτός αν θέτουν το σώμα σε παθολογική κατάσταση, σωματικά εκδηλούμενη[18], έτσι ώστε οι ψυχικές επιπτώσεις να είναι στενά συνδεδεμένες με τις σωματικές[19], διότι στην περίπτωση αυτή η ψυχική προσβολή συνιστά έμμεση σωματική επενέργεια[20].
Για την στοιχειοθέτηση βλάβης της υγείας, γίνεται ομοίως δεκτό ότι δεν αρκεί οποιαδήποτε προσβολή της ψυχικής υγείας, αλλά απαιτείται πάντα η πρόκληση μιας παθολογικής, σωματικά εκδηλούμενης ή διαπιστώσιμης κατάστασης[21]. Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, την οποία υιοθέτησε και η υπό κρίση απόφαση, η πρόκληση ψυχικών επιπτώσεων ή διαταραχών δεν θεωρείται αφ’ εαυτής αρκετή για την στοιχειοθέτηση βλάβης της υγείας. Το βασικό επιχείρημα της κρατούσας άποψης για την εξάρτηση της σωματικής βλάβης από τις σωματικές επιπτώσεις μιας προσβολής, είναι συστηματικό. Βασίζεται στο γεγονός ότι χρησιμοποιείται η έννοια «σωματική βλάβη» (Körperverletzung) στον τίτλο του άρθρου και ότι το έγκλημα αυτό εντάσσεται στο κεφάλαιο του γερμανικού Ποινικού Κώδικα που αφορά στα εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας[22].
Υποστηρίχθηκε, όμως, μεμονωμένα, και η αντίθετη άποψη, κατά την οποία στην «βλάβη της υγείας» εντάσσονται και αμιγώς ψυχικές προσβολές χωρίς σωματικές επιπτώσεις[23]. Η άποψη αυτή ενισχύθηκε από συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το ζήτημα του stalking και του mobbing[24]. Υποστηρίχθηκε δε μεταξύ άλλων ότι για την στοιχειοθέτηση βλάβης της υγείας δεν απαιτείται στενή εξάρτηση από το σώμα, αλλά μόνο μια ψυχοπαθολογική κατάσταση[25] ή ψυχικές προσβολές που ανάγονται σε ασθένεια χωρίς σωματικές επιπτώσεις[26].
Η άποψη αυτή εκκινεί από την γραμματική ερμηνεία του όρου «βλάβη της υγείας», ο οποίος δεν διακρίνει μεταξύ σωματικής και ψυχικής βλάβης ούτε απαιτεί κάποια σωματική εξάρτηση[27]. Προσθέτει δε ότι ο όρος «βλάβη της υγείας», όπως χρησιμοποιείται σε άλλες διατάξεις του γερμανικού Ποινικού Κώδικα και σε άλλους τομείς του δικαίου, περιλαμβάνει και τις προσβολές της ψυχικής υγείας[28].
Περαιτέρω αντικρούει το επιχείρημα της συστηματικής ερμηνείας που επικαλείται η κρατούσα άποψη, αναδεικνύοντας ότι στο υπό κρίση κεφάλαιο του γερμανικού Ποινικού Κώδικα δεν προστατεύεται μόνο η σωματική ακεραιότητα, αλλά και η ψυχική, βάσει των άρθρων 225 παρ. 1 περ. 1, 3, 226 παρ. 1 περ. 3 γερμΠΚ[29]. Το μεν άρθρο 225 παρ. 1 περ. 1 και 3 προστατεύει άτομα που είναι ανίκανα να προστατέψουν τον εαυτό τους (π.χ. ανήλικοι, ασθενείς) απέναντι σε πράξεις, όπως βασανισμό ή κακομεταχείριση ιδίως σε περίπτωση που προκύπτει κίνδυνος ζωής, βαριάς βλάβης της υγείας, ή βλάβη της σωματικής ή πνευματικής ανάπτυξης, όταν οι πράξεις αυτές προέρχονται από πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με την φροντίδα των πρώτων[30]. Το δε άρθρο 226 παρ. 1 περ. 3 προβλέπει το αδίκημα της βαριάς σωματικής βλάβης, στην αντικειμενική υπόσταση του οποίου περιλαμβάνεται και η πρόκληση ψυχικών ασθενειών[31]. Τονίζεται, τέλος, ότι οι ψυχικές ασθένειες μπορούν με ακρίβεια να διακριθούν από μη αξιόποινες ψυχικές προσβολές που δεν ανάγονται σε ασθένεια, βάσει των διεθνών διαγνωστικών εργαλείων της ψυχιατρικής[32].
3. Σε γενικές γραμμές τα ίδια γίνονται δεκτά και παρ’ ημίν για την ερμηνεία των άρθρων 308 επ. Π.Κ. Έτσι, σωματική κάκωση δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί από την πρόκληση καθαρά ψυχικής κακομεταχείρισης, ψυχικού πόνου ή οδύνης, εκτός αν η τελευταία συνοδεύεται από σωματικές συνέπειες[33], ιδίως δε από την διατάραξη του κεντρικού νευρικού συστήματος[34].
Όσον αφορά στην βλάβη της υγείας, γίνεται κατ’ αρχήν δεκτό ότι σε αυτήν περιλαμβάνεται κάθε βλάβη της υγείας, είτε σωματική είτε ψυχική[35]. Η άποψη αυτή επιρρωνύεται από το άρθρο 310 παρ. 1 & 2 ΠΚ, το οποίο εντάσσει ρητώς την διανοητική πάθηση στην έννοια της σωματικής βλάβης[36]. Το γράμμα του νόμου επίσης, σε αντίθεση με την σωματική κάκωση, στην βλάβη της υγείας δεν εισάγει κάποιο περιορισμό ως προς την σωματική ή ψυχική φύση της βλάβης[37], ενώ σύμφωνη είναι και η βούληση του ιστορικού νομοθέτη, ο οποίος ρητώς ενέταξε τις ψυχικές παθήσεις στην έννοια της βλάβης της υγείας[38].
Ωστόσο, δεν αρκεί να επέρχεται οποιαδήποτε ψυχική επιβάρυνση. Θα πρέπει οι ψυχικές/πνευματικές διαταραχές που διαπιστώνονται να αποτελούν συνάμα μια παθολογική κατάσταση[39], καθόσον αυτή αποτελεί στοιχείο του ορισμού και προϋπόθεση κάθε βλάβης της υγείας. Δεν ορίζεται ωστόσο με σαφήνεια πότε υφίσταται τέτοια παθολογική κατάσταση. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει ιδίως επί αμφίβολων περιπτώσεων η κρίση του δικαστηρίου να στηρίζεται στην ιατρική επιστήμη[40].
Έτσι, θεωρείται ως βλάβη της υγείας η πρόκληση ψυχικών νόσων[41] ή διαταραχών του κεντρικού νευρικού συστήματος[42], όπως λ.χ. λιποθυμία λόγω ισχυρού τρόμου ή νευρικός κλονισμός[43]. Αντιθέτως, κατά τον Άρειο Πάγο η πρόκληση αφόρητης ψυχικής και σωματικής ταλαιπωρίας δεν συνιστά σωματική βλάβη αν δεν συνοδεύεται από παθολογικές ψυχοσωματικές διαταραχές[44]. Έτσι, έγινε χαρακτηριστικά δεκτό ότι δεν στοιχειοθετείται σωματική βλάβη στην περίπτωση κατά την οποία ο ασθενής αναγκάστηκε να υποβληθεί σε δεύτερη κατά σειρά εγχείρηση εξαιτίας ιατρικού σφάλματος[45]. Το ίδιο έγινε δεκτό και σε άλλη περίπτωση κατά την οποία προκλήθηκε εξ αμελείας θανάτωση εμβρύου και κατόπιν προκλήθηκαν τεχνητές ωδίνες για την γέννηση του νεκρού εμβρύου, με αποτέλεσμα την αφόρητη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία της εγκύου[46].
Ενδιαφέρουσα, στην αυτή συνάφεια, είναι και η περίπτωση που ήχθη προς κρίση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης[47], κατά την οποία ο κατηγορούμενος εφέρετο να έχει τελέσει το αδίκημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, διότι με συνεχή καταπιεστική, ταπεινωτική, απειλητική, εξυβριστική και προπαντός επιθετική συμπεριφορά, προκαλούσε συστηματικά στην εγκαλούσα κακώσεις, εκχυμώσεις, διαρκή τρόμο και έντονη ανησυχία. Το δικαστήριο έκρινε ότι η αφόρητη αυτή ψυχική ταλαιπωρία του θύματος δεν έφτασε στο σημείο να προκαλέσει σε αυτήν παθολογικές ψυχοσωματικές διαταραχές, δηλαδή βλάβη της υγείας, αλλά μόνο κίνδυνο της ψυχικής υγείας της.
Από τα παραπάνω παραδείγματα καθίσταται σαφές ότι, μολονότι κατ’ αρχήν γίνεται δεκτό ότι η ψυχική βλάβη εντάσσεται στην έννοια της «βλάβης της υγείας» ανεξάρτητα από τις σωματικές συνέπειες[48], επί της ουσίας απαιτείται και εδώ μια σωματική ή οργανική αποτύπωση της ψυχικής βλάβης, συχνά με κατώτατο όριο την διαπιστώσιμη διαταραχή του νευρικού συστήματος, έτσι ώστε αυτή να μπορεί να θεωρηθεί «παθολογική».
4. Ενδιαφέρον έχει, τέλος, το αγγλοσαξωνικό δίκαιο σχετικά με την ποινική αξιολόγηση της ψυχικής βλάβης. Το ζήτημα αυτό τέθηκε στο πλαίσιο του εγκλήματος της επίθεσης (assault) με την επιβαρυντική περίσταση της πρόκλησης σωματικής βλάβης (bodily harm). Κατά τη νομολογία ως σωματική βλάβη ορίζεται κάθε τραυματισμός ή βλάβη που διαταράσσει την υγεία ή την ευεξία του ατόμου[49]. Έτσι, είχε γίνει δεκτό ότι στην έννοια της σωματικής βλάβης μπορεί να υπαχθούν όχι μόνο οι εξωτερικές προσβολές του σώματος, αλλά και μία νευρική ή υστερική κατάσταση[50].
Στην συνέχεια διαμορφώθηκε ο κανόνας ότι «απλά συναισθήματα ή ψυχικές καταστάσεις δεν μπορεί να θεωρηθούν σωματική βλάβη, αν δεν αποτελούν συνάμα απόδειξη κάποιας κλινικής κατάστασης, αναγνωρισμένης ψυχολογικής βλάβης ή ψυχιατρικής ασθένειας»[51], όπως διαταραχής μετατραυματικού άγχους, συνδρόμου κακοποιημένης γυναίκας, αντιδραστικής κατάθλιψης κ.α., όχι όμως και κρίσεων πανικού ή άλλης υστερικής/νευρικής κατάστασης, η οποία δεν συνοδεύεται από επαρκή εμπειρικά-επιστημονικά στοιχεία[52]. Τονίζεται έτσι η ανάγκη να διακριβώνεται η ψυχική βλάβη με βάση την ιατρική επιστήμη και όχι το σωματοπαγές αυτής ή της εκδήλωσής της όπως απαιτεί το γερμανικό Ακυρωτικό.
Καθίσταται σαφές, λοιπόν, ότι τα δικαστήρια εν προκειμένω δεν περιορίστηκαν στην γραμματική ερμηνεία του αντικειμενικού στοιχείου του εγκλήματος που περιλαμβάνει ως τρόπο τέλεσης την «σωματική βλάβη» (bodily injury), η οποία είναι σαφώς στενότερη γραμματικά από την «βλάβη της υγείας». Αντιθέτως προσπάθησαν να εκσυγχρονίσουν το νόημα του όρου ανταποκρινόμενα ώς έναν βαθμό στην σύγχρονη πραγματικότητα, με το να επιτρέπουν την υπαγωγή στην έννοια της σωματικής βλάβης και μη σωματοπαγών καταστάσεων. Ως αντιστάθμισμα της εννοιολογικής αυτής διεύρυνσης απαιτείται η εμπειρικά/επιστημονικά έγκυρη διαπίστωση της ψυχικής βλάβης.
5. Στην περίπτωση που μας απασχολεί εν προκειμένω το δικαστήριο έκρινε ότι η σύντομη αντιδραστική καταθλιπτική διαταραχή που παρουσίασε η V.S εξαιτίας της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου δεν ήταν επαρκής για την θεμελίωση βλάβης της υγείας[53], παρόλο που έχει κριθεί σε άλλη περίπτωση ότι η μείζων καταθλιπτική διαταραχή μπορεί να θεωρηθεί σωματική βλάβη κατά το άρθρο 223 παρ. 1 γερμΠΚ[54].
Η μείζων καταθλιπτική διαταραχή είναι υποκατηγορία της κατάθλιψης εν γένει, η οποία αποτελεί αναγνωρισμένη ψυχιατρική πάθηση[55]. Η σύντομη αντιδραστική καταθλιπτική διαταραχή επίσης αποτελεί αναγνωρισμένη ψυχιατρική πάθηση, υποκατηγορία της διαταραχής προσαρμογής, η οποία παρουσιάζει εν πολλοίς κοινή συμπτωματολογία με την κατάθλιψη[56]. Μάλιστα, τα κλινικά συμπτώματα αμφότερων των ασθενειών είναι καθαρά ψυχικά και όχι σωματικά[57].
Γεννάται, λοιπόν, το ερώτημα με ποια κριτήρια το γερμανικό Ακυρωτικό υπάγει μεν την μείζονα καταθλιπτική διαταραχή στην έννοια της βλάβης της υγείας όχι όμως και την σύντομη αντιδραστική καταθλιπτική διαταραχή, δεδομένου μάλιστα ότι η φύση και οι συνέπειες αμφοτέρων των παθήσεων είναι ίδιες: ψυχικές. Αυτό που ενδεχομένως διαφέρει μεταξύ τών υπό κρίση διαταραχών είναι η βαρύτητά τους, η οποία κατά κανόνα δεν επηρεάζει την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, εκτός αν πρόκειται για εντελώς επουσιώδεις προσβολές της υγείας[58]. Άλλωστε, για τη διάγνωση τόσο της σύντομης αντιδραστικής καταθλιπτικής διαταραχής όσο και της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής ακολουθείται η τυπολογία διεθνών διαγνωστικών εγχειριδίων[59], γεγονός το οποίο καθιστά αμφότερες, κατά το μέτρο του δυνατού, αντικειμενικά και επιστημονικά διαπιστώσιμες. Εκτός αυτού τόσο οι καταθλιπτικές διαταραχές όσο και οι διαταραχές προσαρμογής συνοδεύονται και από συμπτώματα, τα οποία εκδηλώνονται σωματικά[60], γεγονός το οποίο μπορεί κατά περίπτωση να θεμελιώσει και σωματική επενέργεια.
Η ίδια κριτική μπορεί να ασκηθεί και ως προς την κρίση του δικαστηρίου ότι οι διαταραχές άγχους δεν στοιχειοθετούν βλάβη της υγείας. Αρκεί να αναφερθεί ότι στο διεθνές διαγνωστικό εγχειρίδιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ICD-10) αφιερώνεται ένα ολόκληρο κεφάλαιο στις παθήσεις που σχετίζονται με το άγχος (κωδικοί F40-F48 του εγχειριδίου)[61].
6. Όσον αφορά στα αισθήματα ανασφάλειας και αδυναμίας που βίωνε η V.S., τα οποία δεν της επέτρεπαν να συνεχίσει να εργάζεται, έγινε επίσης δεκτό ότι δεν συνιστούν βλάβη της υγείας, διότι έλλειπε ένα αντικειμενικά διαπιστώσιμο αποτέλεσμα[62]. Το ίδιο ισχύει σε γενικές γραμμές, κατά την άποψη του δικαστηρίου, για τις ημικρανίες, τα ξαφνικά ξεσπάσματα σε κλάμα, τις ταχυκαρδίες, τις διαταραχές ύπνου, τους ιλίγγους, τους εφιάλτες, την νευρικότητα, την υψηλή ευερεθιστότητα και τις διαταραχές άγχους που βίωναν τα θύματα[63].
Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια ανάλογη περίπτωση κατά την οποία προκλήθηκε στο θύμα έντονο άγχος και φόβος με αποτέλεσμα να περιέλθει σε κατάσταση ανησυχίας, νευρικότητας και να υποστεί περαιτέρω διαταραχές ύπνου και βαριά κόπωση, δηλαδή αποτελέσματα ανάλογης βαρύτητας με τα παραπάνω. Στην περίπτωση αυτή κρίθηκε ότι, λόγω των παραπάνω συνεπειών που επιδείνωσαν την υγεία του θύματος, καθόσον μάλιστα χρειάστηκε ιατρική παρακολούθηση και λήψη ψυχοφαρμάκων για πολλούς μήνες, στοιχειοθετείται σωματική βλάβη εξ αμελείας[64]. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε και από το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο έκρινε επίσης ότι, από την επιδείνωση της υγείας του θύματος για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να χρειάζεται φαρμακευτική θεραπεία, διαπιστώνεται η «επίταση μιας παθολογικής κατάστασης»[65]. Ομοίως, κρίθηκε ότι σε περίπτωση «παρενόχλησης» στον εργασιακό χώρο (Mobbing) – η τυπολογία της συμπεριφοράς της οποίας ομοιάζει ποιοτικά με την υπό κρίση περίπτωση – στοιχειοθετήθηκε σωματική βλάβη[66].
7. Περαιτέρω, αν εξετασθούν τα παραπάνω συμπτώματα συνολικά, καθίσταται σαφές ότι, μολονότι αυτά δεν αποτελούν «ασθένεια» κατά την ιατρική έννοια του όρου[67], δεν παύουν να συνιστούν προσβολή της ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας του ατόμου. Η ψυχική κοινωνική ευεξία αποτελεί βασική συνιστώσα της υγείας κατά την ολιστική προσέγγιση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, σύμφωνα με την οποία δεν αρκεί μόνο η απουσία ασθένειας ή αναπηρίας για την κατάφαση της κατάστασης υγείας[68]. Ομοίως, τα παραπάνω συμπτώματα και εν γένει η ψυχική επιβάρυνση του θύματος συνιστούν προσβολή της υγείας σύμφωνα και με τις λειτουργικές θεωρήσεις της υγείας, καθόσον αυτές ορίζουν την υγεία ως την ικανότητα του ατόμου να αλληλεπιδρά και να προσαρμόζεται στο κοινωνικό περιβάλλον, όπως επίσης να επιτελεί τους ρόλους, υποχρεώσεις κ.λπ. που έχει αναλάβει[69].
Μάλιστα, η επίδραση των παραγόντων αυτών στο άτομο μπορεί κατά περίπτωση να είναι μεγαλύτερη από την επίδραση μιας ασθένειας. Αξιοσημείωτο είναι ότι το γερμανικό Ακυρωτικό σε άλλη περίπτωση έκρινε ότι η ψυχική επιβάρυνση του θύματος συνιστά σωματική βλάβη, όταν είναι τόσο ισχυρή, ώστε το θύμα να μην μπορεί να εργαστεί για εβδομάδες[70]. Η αδυναμία, όμως, εργασίας λόγω ψυχικής επιβάρυνσης δεν αποτελεί μια σωματικά εκδηλούμενη, παθολογική κατάσταση ούτε καν ψυχική ασθένεια. Κατά τούτο δεν συνιστά βλάβη της υγείας σύμφωνα με την κρατούσα αντίληψη. Πρόκειται για προσβολή της ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας του ατόμου, όπως επίσης και της ικανότητάς του να λειτουργεί αποτελεσματικά στο κοινωνικό περιβάλλον, επιτελώντας τους ρόλους που του έχουν ανατεθεί. Αποτελεί, δηλαδή, βλάβη της υγείας μόνο υπό την ολιστική και την λειτουργική έννοια αυτής αντιστοίχως.
Εντύπωση προκαλεί, επίσης, η υπό κρίση απόφαση του γερμανικού Ακυρωτικού, αν συγκριθεί με άλλες περιπτώσεις που ήχθησαν προς κρίση ενώπιόν του. Έτσι, έχει κριθεί ότι συνιστούν βλάβη της υγείας ήπιες ψυχικές αντιδράσεις, όπως ανησυχία, νευρικός κλονισμός, τρόμος με ταυτόχρονη αύξηση της αρτηριακής πίεσης, διαταραχές ύπνου κ.α., που προκλήθηκαν, μεταξύ άλλων, από θορυβώδη επιτάχυνση αυτοκινήτων[71], από γαύγισμα σκύλων[72], από ανώνυμα ενοχλητικά τηλεφωνήματα κατά την διάρκεια της νύχτας[73], από έντονους θορύβους εργοστασίων[74], από κυκλοφοριακό ατύχημα[75], από ασελγή πράξη (πιτσίλισμα με σπέρμα)[76].
Πρόκειται, δηλαδή, για σχεδόν επουσιώδεις σε ένταση και χρονική διάρκεια επιβαρύνσεις, που προκλήθηκαν από εξίσου ήπια γεγονότα, οι οποίες επηρέασαν σαφώς σε μικρότερο βαθμό την υγεία, την ευεξία και την λειτουργική ικανότητα του θύματος σε σχέση με την υπό κρίση περίπτωση, και όμως θεωρήθηκε ότι πληρούν παρ’ όλα αυτά την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] BGH 4 StR 168/13, HRRS 2013 Nr. 990, πλγρ. X., www.hrr-strafrecht.de
[2] Βλ. BGH 4 StR 168/13, όπ. π., σκέψη 13.
[3] Βλ. BGH 4 StR 168/13, όπ. π., σκέψη 14.
[4] Βλ. BGH 4 StR 168/13, όπ. π., σκέψη 17.
[5] Βλ. BGH 4 StR 168/13, όπ. π., σκέψη 20.
[6] Βλ. BGH 4 StR 168/13, όπ. π., σκέψη 22.
[7] Βλ. BGH 4 StR 168/13, όπ. π., σκέψη 23.
[8] Βλ. BGH 4 StR 168/13, όπ. π.
[9] Βλ. BGH 4 StR 168/13, όπ. π.
[10] Βλ. ενδ. για την περιγραφή και την τυπολογία των συμπεριφορών με τις οποίες εκδηλώνεται, M. Utsch, Strafrechtliche Probleme des Stalking, Beiträge zur Strafrechtswissenschaft (επιμ.: T. Vormbaum) Γ’ τ., 2007, σ. 6 επ.
[11] Βλ. άρθρο 2 παρ. 4 Ν. 4531/2018, ΦΕΚ Α 62/5.4.2018, σε συμμόρφωση με το άρθρο 34 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας.
[12] Rackow, Der Tatbestand der Nachstellung, GA 2008, σ. 553, M. Utsch,όπ. π., σ. 7 επ.
[13] Βλ. άρθρο 2 Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 4531/2018, σ. 3.
[14] Βλ. ενδ. για τις συνέπειες του Stalking στο θύμα, Utsch,όπ. π., σ. 12 επ., Meyer, Strafbarkeit und Strafwürdigkeit von „Stalking“ im deutschen Recht, ZStW 115 (2003) Heft 2, σ. 258 επ.
[15] Birklbauer/Hilf/Tipold, Strafrecht BT I, 3η εκδ. 2015, σ. 64, Lackner/Kühl, StGB, 27η εκδ. 2011, άρθρ. 223, πλγρ. 1, Lilie, σε: Leipziger Kommentar StGB, 11η εκδ. 2001, άρθρ. 223, πλγρ. 1, Paeffgen, σε: Nomos Kommentar StGB, 3η εκδ. 2010, άρθρ. 223, πλγρ. 2, Horn/Wolters, σε: Systematischer Kommentar StGB, άρθρ. 223, πλγρ. 3.
[16] Wolflast, Psychotherapie in den Grenzen des Rechts, 1985, σ. 19, Eser, σε: Schönke/Schröder, StGB, 29η εκδ. 2014, άρθρ. 223, πλγρ. 1.
[17] Goessel/Doeling, Strafrecht BT I, 2η εκδ., σ. 137.
[18] Lilie, όπ. π., πλγρ. 8, Paeffgen, όπ. π., πλγρ. 11a, Horn/Wolters, όπ. π., πλγρ. 6.
[19] Hilgendorf, (επιμ.: Arzt/Weber/Heinrich/Hilgendorf), Strafrecht BT I, 3η εκδ., σ. 170.
[20] Goessel/Doeling, όπ. π.
[21] Βλ. ενδ. Goessel/Doeling, όπ. π., σ. 142, Fischer, StGB Kommentar, 63η εκδ. 2016, σ. 1563, Krey, Strafrecht BT I, 16η εκδ., σ. 67, Hilgendorf, όπ. π.
[22] Βλ. ενδ. Lilie, όπ. π., πλγρ. 2, 15.
[23] Βλ. Wolflast, Psychotherapie in den Grenzen des Rechts, 1985, σ. 19, Eser, όπ. π., πλγρ. 6.
[24] Βλ. ενδ. για μια αναλυτική αντίκρουση της κρατούσας άποψης, Mühe, Mobbing am Arbeitplatz – Strafbarkeitsrisiko oder Strafrechtslücke?, 2006, σ. 86 επ.
[25] Βλ. M. Utsch, όπ. π., σ. 40,
[26] Βλ. Buß, Der Weg zu einem deutschen Stalkingstraftatbestand, 238 StGB, 2008, σ. 140.
[27] Mühe, όπ. π., σ. 88, Utsch, όπ. π., σ. 36, Wolflast, όπ. π., σ. 12.
[28] Mühe, όπ. π., σ. 93.
[29] Mühe, όπ. π., σ. 89, Wolflast, όπ. π., σ. 15.
[30] Βλ. Stree/ Sternberg-Lieben, σε: Schönke-Schröder, όπ. π., άρθρ. 225, πλγρ. 1 επ.
[31] Βλ. Stree/ Sternberg-Lieben, όπ. π., άρθρ. 226, πλγρ. 7.
[32] Mühe, όπ. π., σ. 87, Wolflast, όπ. π., σ. 20.
[33] Γάφος, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, τομ. Δ’, σ. 96.
[34] Έτσι, Γάφος, όπ. π., υποσ. 6, Μαργαρίτης, Σωματικές βλάβες, 2η έκδ. 2000, σ. 157, ο οποίος αναφέρει ότι σε περίπτωση ύπαρξης διαταραχής του νευρικού συστήματος θα πληρούται η α. υ. της «βλάβης της υγείας».
[35] Ανδρουλάκης, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, σ. 126 επ., Γάφος, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, τομ. Δ’, σ. 97, Μαργαρίτης, όπ. π., σ. 161-162, Μπουρόπουλος, ΕρμΠΚ Β’ τ. 1960, σ. 504, Φαρσεδάκης-Σατλάνης, Ειδικό Μέρος ΠΚ, σ. 829, Στάικος, Επίτομος Ερμ. Ελλ. ΠΚ, Γ’τ., σ. 281, Κονταξής, ΠΚ 2000, σ. 2575, Φιλιππίδης, Μαθήματα Ποινικού Δικαίου ΕΜ Β’ τ., σ. 179. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών 3η έκδοση, σ. 125, Μπέκας, Η προστασία της ζωής και της υγείας στον Ποινικό Κώδικα, 2004, σ. 34.
[36] Κονταξής, όπ. π., Μαργαρίτης, όπ. π., σ. 161.
[37] Κονταξής, όπ. π., Γάφος, όπ. π., σ. 97, Μαργαρίτης, όπ. π., Ανδρουλάκης, όπ. π., σ. 126.
[38] Αιτιολ. Εκθ. Σχεδίου ΠΚ 1933, σ. 297.
[39] Βλ. ενδ. Μαργαρίτης, όπ. π., σ. 162, Μπουρόπουλος, όπ. π., Γαφο, όπ. π., σ. 97.
[40] Έτσι, Γάφος, όπ. π.,
[41] Γάφος, όπ. π., σ. 98, Ανδρουλάκης, όπ. π., σ. 126 επ., Μαργαρίτης, όπ. π., σ. 160 επ.
[42] Μπέκας, όπ. π., σ. 303, Μαργαρίτης, όπ. π., σ. 162, Φιλιππίδης, όπ. π, σ. 180, Μπουρόπουλος, όπ. π., ΤρΠλημΠειρ 572/1979, ΠοινΧρ 1981, σ. 84.
[43] Ανδρουλάκης, όπ. π., σ. 126 επ., Μαργαρίτης, όπ. π., σ. 160 επ, Κονταξής, όπ. π., σ. 2579, 2580, Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών 3η έκδοση, σ. 132.
[44] Βλ. ΑΠ 1074/1988, ΠοινΧρ ΛΗ΄, σ. 987, ΑΠ 402/2001, ΠοινΧρ ΝΑ΄, σ. 1099.
[45] Βλ. ΑΠ 1074/1988, όπ. π.
[46] Βλ. ΑΠ 402/2001, όπ. π.
[47] ΤριμΠλημΘεσ 806/2011, ΠοινΧρ 2012, σ. 469.
[48] Βλ. Ανδρουλάκη, όπ. π., σ. 126 επ.
[49] Simester’s & Sullivan’s Criminal Law, Theory & Doctrine, 4η εκδ., σ. 436.
[50] Έτσι, R v Miller [1954] 2 All ER 529.
[51] Βλ. McLoughlin v O’Brian [1983] 1 Appeal Cases 410, 431, R v Chan-Fook (1994) 99 Criminal Appeal Report 147, 152, R v Dhaliwal [2006] Court of Appeal of England and Wales Decisions (Criminal Division) 1139, http://www.bailii.org/ew/cases/EWCA/Crim/2006/1139.
[52] R v Chan-Fook, όπ. π.
[53] Βλ. BGH 4 StR 168/13, όπ. π., σκέψη 22.
[54] BGH, NStZ 2000, σ. 25.
[55] Βλ. E. S. Paykel, Basic concepts of depression, Dialogues Clin Neurosci. 2008 Sep; 10(3): 279-289.
[56] Βλ. P. Casey, S. Bailey, Adjustment disorders: the state of the art, World Psychiatry. 2011 Feb; 10(1): 11–18.
[57] Βλ. P. Casey, S. Bailey, όπ. π., σ. 14, E. S. Paykel, όπ. π., σ. 281-282.
[58] Πρβλ. Fischer, StGB, 63η εκδ., άρ. 223 παρ. 1, αρ. περ. 6.
[59] Βλ. The ICD-10 Classification of Mental and Behavioural Disorders - WHO, Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, 5th ed. (DSM-5.) – American Psychiatric Association.
[60] Βλ. ενδ. T. T. Haug, A. Mykletun, A. Dahl, The Association Between Anxiety, Depression, and Somatic Symptoms in a Large Population: The HUNT-II Study, Psychosomatic Medicine 66:845– 851 (2004).
[61] Βλ. The ICD-10 Classification of Mental and Behavioural Disorders, σ. 110 επ.
[62] Βλ. BGH 4 StR 168/13, όπ. π., σκέψη 23.
[63] Βλ. BGH 4 StR 168/13, όπ. π., σκέψεις 15-23.
[64] LG Kiel, NStZ 2008, σ. 219.
[65] BVerfG, DVBL 2007, σ. 126.
[66] Βλ. OLG Celle, NJW 2008, σ. 2202-03.
[67] Έτσι, OLG Düsseldorf, NJW 2002, σ. 2118
[68] Βλ. Constitution of the World Health Organization. In: World Health Organization: Basic documents. 45th ed. Geneva: World Health Organization; 2005.
[69] Βλ. E. Boruchovitch, B. R. Mednick, The meaning of health and illness: some considerations for health psychology, Psico-USF, v. 7, n. 2, p. 176, Jul./Dez. 2002, σ. 176, με περαιτέρω παραπομπές.
[70] BGH, NStZ-RR 2000, σ. 106.
[71] Βλ. LG Kreuznach BB 1957, 223.
[72] Βλ. AG Hannover ZMR 1965, 223.
[73] Βλ. LG Hamburg MDR 1954, 630, BayObLG JZ 1974, 393.
[74] Βλ. OLG Koblenz ZMR 1965, 223.
[75] Βλ. OLG Stuttgart NJW 1959, 831.
[76] Βλ. AG Lübeck, openJur 2011, 72002.