Copyright: BCCL 2020
Πραγματικά περιστατικά
Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε το δικαστήριο του πρώτου βαθμού, οι πέντε κατηγορούμενοι βρίσκονταν στην Plaza de Castilla, στην Pamplona της Ισπανίας το βράδυ της 7ης Ιουλίου 2016 για να συμμετάσχουν στην τοπική γιορτή του San Fermin. Στο ίδιο σημείο βρίσκονταν η εγκαλούσα και ο φίλος της, οι οποίοι είχαν φτάσει αυθημερόν με τον ίδιο σκοπό. Η εγκαλούσα, αφού συνομίλησε με γνωστά της άτομα από το Πανεπιστήμιο, κάθισε στο παγκάκι της πλατείας. Αρχικά, ένας εκ των κατηγορουμένων την πλησίασε και άρχισε να συνομιλεί μαζί της, ενώ λίγα λεπτά αργότερα την πλησίασαν και οι λοιποί τέσσερις κατηγορούμενοι. Η εγκαλούσα ανακοίνωσε στους κατηγορούμενους ότι επιθυμούσε να μεταβεί στο σταθμευμένο της όχημα για να ξεκουραστεί. Οι κατηγορούμενοι προθυμοποιήθηκαν να τη συνοδεύσουν. Τα 6 άτομα αναχώρησαν κατευθυνόμενα προς το σταθμευμένο όχημα.
Δύο εκ των κατηγορουμένων έκαναν στάση στο ξενοδοχείο Europa και ρώτησαν τον υπάλληλο στην είσοδο του ξενοδοχείου «αν υπάρχει διαθέσιμο δωμάτιο για να πηδήξουν», χωρίς να το ακούσει η εγκαλούσα η οποία βρισκόταν πιο πίσω με τους λοιπούς κατηγορουμένους. Ο υπάλληλος τους απέτρεψε παροτρύνοντάς τους να βρουν «άλλου είδους ξενοδοχεία» και τα έξι άτομα συνέχισαν τη διαδρομή τους, ενώ ένας εκ των κατηγορουμένων την αγκάλιασε από τη μέση, πράξη που έκανε την εγκαλούσα να αισθάνεται άβολα και πρότεινε να αλλάξουν πορεία. Ο πρώτος εκ των κατηγορουμένων παρατήρησε ότι μια γυναίκα εισερχόταν σε πολυκατοικία της οδού Calle Paulino Caballero. Αφού συνομίλησε σύντομα μαζί της, παριστάνοντας ότι είναι επίσης κάτοικος της πολυκατοικίας, κάλεσε τον ανελκυστήρα προσποιούμενος ότι κατοικεί σε διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου ξανακατεβαίνοντας στο ισόγειο από τις σκάλες. Με αυτόν τον τρόπο άνοιξε την θύρα της εισόδου στην πολυκατοικία έσωθεν επιτρέποντας την είσοδο στους τέσσερις κατηγορούμενους και την εγκαλούσα. Ο πέμπτος εκ των κατηγορουμένων φιλούσε την εγκαλούσα. Με το άνοιγμα της θύρας, ο Ε ο οποίος φιλούσε την εγκαλούσα, από κοινού με τον Γ την εξανάγκασαν να εισέλθει βίαια στο εσωτερικό της πολυκατοικίας και αιφνιδιάζοντάς την. Με αυτόν τον τρόπο οι κατηγορούμενοι και η παθούσα βρέθηκαν στο εσωτερικό της πολυκατοικίας και κατευθύνθηκαν προς το εσωτερικό δώμα του ισογείου διαστάσεων μήκους 2,23 μ., ύψους 1,02 μ. και πλάτους 1,63 μ. Η εγκαλούσα εισήλθε μέσω της ήδη ανοικτής πόρτας στο δωματιάκι εξαναγκαζόμενη να ακολουθήσει τον κατηγορούμενο που την καθοδηγούσε τραβώντας την από το χέρι, ενώ οι υπόλοιποι την περικύκλωσαν. Η εγκαλούσα βρέθηκε στο δώμα, περικυκλωμένη από τους πέντε κατηγορούμενους, οι οποίοι ήταν πολύ μεγαλύτερης ηλικίας και υπέρτερης σωματικής δύναμης ιδιότητες που επέτειναν τον αιφνιδιασμό και τον φόβο της χωρίς η εγκαλούσα να έχει δυνατότητα αντίδρασης. Επιπλέον, της αφαίρεσαν το τσαντάκι, ξεκούμπωσαν τον στηθόδεσμό της καθώς και το φερμουάρ του παντελονιού της. Το αίσθημα του άγχους της εντάθηκε, όταν ένας εκ των κατηγορουμένων πλησίασε το σαγόνι της παθούσας νεύοντάς της να προβεί σε πεολειχία, ενώ έτερος κατηγορούμενος - ευρισκόμενος όπισθεν αυτής- της κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο. H εγκαλούσα αισθάνθηκε έντονη δυσφορία και αναστάτωση και λόγω του αιφνιδιασμού που υπέστη εξαναγκάστηκε να υιοθετήσει μια στάση υποτακτική και παθητική με αποτέλεσμα να κάνει ό,τι της ζητούσαν οι κατηγορούμενοι, διατηρώντας τα μάτια της κλειστά για το μεγαλύτερο μέρος της χρονικής διάρκειας των εκτυλισσόμενων σεξουαλικών πράξεων.
Οι κατηγορούμενοι γνώριζαν και εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση της παθούσας με σκοπό να πραγματοποιήσουν μη συναινετικές σεξουαλικές πράξεις με την εγκαλούσα έχοντας δόλο α' βαθμού (animo libidinoso), δρώντας από κοινού (συνεκτέλεση) και με κοινό δόλο (συναπόφαση). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όλοι οι κατηγορούμενοι διείσδυσαν στοματικά στην παθούσα, κολπικά δύο εξ αυτών – ο ένας διείσδυσε κολπικά δύο φορές-, έτερος κατηγορούμενος διείσδυσε και παρά φύσιν. Οι δύο τελευταίοι εκσπερμάτωσαν χωρίς να χρησιμοποιούν κατάλληλη προφύλαξη. Κατά τη διάρκεια των σεξουαλικών πράξεων o A, κατέγραψε με το κινητό του τηλέφωνο έξι (6) βίντεο συνολικής διάρκειας 59 δευτερολέπτων και τράβηξε 2 φωτογραφίες. Ο B μαγνητοσκόπησε ένα βίντεο διαρκείας 39 δευτερολέπτων. Μετά το πέρας των σεξουαλικών πράξεων, οι κατηγορούμενοι έφυγαν σταδιακά και ο ένας εξ αυτών αφαίρεσε και το κινητό της εγκαλούσας με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης, αφαιρώντας και αποθέτοντας στο δωμάτιο την κάρτα sim και μνήμης. Ο πρώτος αποχώρησε από το δωμάτιο όπου έλαβαν χώρα τα ως άνω περιστατικά περίπου στις 3:27:05 , ενώ σταδιακά τον ακολούθησαν οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, μέχρι που συνενώθηκαν εκ νέου σε ομάδα. Όταν η εγκαλούσα βεβαιώθηκε ότι είχαν φύγει όλοι, ντύθηκε και έψαξε το κινητό της τηλέφωνο με σκοπό να καλέσει τον φίλο της, αλλά αφού, συνειδητοποίησε ότι το τηλέφωνό της δεν ήταν εκεί, άρχισε να κλαίει και σε κατάσταση πλήρους σύγχυσης πήρε το τσαντάκι της και κατευθύνθηκε στο δρόμο. Ένα ζευγάρι την πρόσεξε και αφού τη ρώτησε τι συνέβη, τηλεφώνησε στη Δημοτική Αστυνομία και λίγο αργότερα αφίχθη περιπολικό. Μεταφέρθηκε στο πλησιέστερο νοσοκομείο της Ναβάρα στην πτέρυγα των επειγόντων περιστατικών, όπου εξετάσθηκε από γυναικολόγο στις 5:20 π.μ., ο οποίος της χορήγησε επείγουσα αντισυλληπτική θεραπεία. Εξαιτίας των τελεσθεισών σεξουαλικών πράξεων, η παθούσα υπέστη τραυματισμούς που συνίστανται σύμφωνα με την ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη σε : ερυθηματώδη τραυματισμό στην ευαίσθητη περιοχή, για τον οποίο της χορηγήθηκε ιατρική θεραπεία. Επιπλέον, διενεργήθηκε έλεγχος για την ανίχνευση αλκοόλ στο αίμα της παθούσας, ο οποίος έδειξε θετικό αποτέλεσμα πολύ χαμηλού ποσοστού.
Οι κατηγορούμενοι Α, Β και Ε αναζήτησαν δωμάτιο ξενοδοχείου για να διανυκτερεύσουν χωρίς επιτυχία και κοιμήθηκαν στο εσωτερικό τυχαίας πολυκατοικίας, της οποίας η πόρτα εισόδου ήταν ανοιχτή. O B λίγο αργότερα επικοινώνησε με τους Γ και Δ – οι οποίοι συνέχιζαν την διασκέδαση χωρίς τους υπόλοιπους- για να τους συναντήσει. Στις 6.50 ο Α έστειλε μέσω του κινητού τηλεφώνου του και χρησιμοποιώντας την εφαρμογή του whatsapp σε δύο συνομιλίες: 1) ονόματι «La ñnada» («Η αγέλη»), η οποία περιέχει όλους τους κατηγορούμενους -πλην του κατηγορούμενου Β- και στη συνομιλία υπ' αρ. 2) ονόματι «Disfrutones SFC» («Ηδονιστές Α.Ε.»). Στη συνομιλία με όνομα «la mañada» έγραψε : «γαμώντας μία οι πέντε μας», «ό,τι και να πω είναι λίγο», «απίστευτο ταξίδι» και «υπάρχει βίντεο», ενώ στη δεύτερη συνομιλία έγραψε «γαμώντας μία οι πέντε μας, ήταν τέλεια, ήταν από την Ατλέτικο Μαδρίτης, χα χα». Περί τις 8:20 π.μ. οι Α, Β, Γ και Ε ταυτοποιήθηκαν από δημοτικούς αστυνομικούς της Ναβάρα καθώς περπατούσαν σε δρόμο κοντά στην Πλάθα δε Τόρος (Plaza de toros).
Όταν οι τέσσερις κατηγορούμενοι εξήλθαν από την ως άνω πλατεία, ο Γ πέταξε το κινητό τηλέφωνο της παθούσας στα απορρίμματα. Στο σημείο αυτό ανευρέθηκε από την αστυνομία στις 9:30 π.μ. Έπειτα οι κατηγορούμενοι συνάντησαν τον Δ και μετακινήθηκαν όλοι μαζί στη γειτονιά San Jorge. Στο μεσοδιάστημα η αστυνομία εντόπισε το όχημα με το οποίο οι κατηγορούμενοι είχαν καταφτάσει στην Παμπλόνα. Συνελήφθησαν στις 11:15 π.μ. της 7ης Ιουλίου 2016, από αστυνομικούς της Δημοτικής Αστυνομίας της Παμπλόνα.
Πριν από τα γεγονότα η εγκαλούσα δεν παρουσίαζε καμία διαταραχή της προσωπικότητας ούτε και προηγούμενη ψυχική ανισορροπία, ενώ εξαιτίας των περιστατικών αυτών άρχισε να υποφέρει από μετατραυματική διαταραχή στρες. Από τον Σεπτέμβριο του 2017, παρακολουθεί συστηματικά ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες παρεχόμενες από το Συμβουλευτικό Κέντρο για Γυναίκες – Θύματα σεξουαλικής βίας της Κοινότητας της Μαδρίτης. Το δικαστήριο της ουσίας καταδίκασε τους πέντε κατηγορουμένους σε κάθειρξη εννέα ετών για το έγκλημα της ασέλγειας, λόγω του ότι διαπίστωσε μεν την έλλειψη συναίνεσης, όχι όμως και των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης, του εξαναγκασμού με απειλή ή με σωματική βία. Αντίθετα, η άποψη της μειοψηφίας πρότεινε την αθώωση τους υποστηρίζοντας την ύπαρξη συναίνεσης και άρα την απουσία αξιόποινου χαρακτήρα των πράξεων.
Η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας[1].
Το κατηγορητήριο αφορούσε τα εξής εγκλήματα:
- Κατ' εξακολούθηση σεξουαλική επίθεση των άρθρων 178 (βασικό έγκλημα σεξουαλικής επίθεσης), 179 (βιασμός ως διακεκριμένη μορφή του ά. 178 λόγω του πρόσθετου στοιχείου της άσκησης σωματικής βίας ή απειλής προς εξαναγκασμό του θύματος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή σεξουαλικής) και 180 (σεξουαλική κακοποίηση/ασέλγεια) του ισπανικού Ποινικού Κώδικα.
- Παραβίαση της ιδιωτικής ζωής με αποκάλυψη και δημοσίευση προσωπικών δεδομένων 197.1 του Ισπανικού Ποινικού Κώδικα
- Ληστεία με χρήση απειλής 242.1 ΠΚ.
Το δικαστήριο έκρινε ότι οι κατηγορούμενοι εκμεταλλεύτηκαν την αριθμητική, σωματική και ηλικιακή υπεροχή τους με σκοπό να εξαναγκάσουν το θύμα στη διενέργεια μη συναινετικών σεξουαλικών πράξεων και να εμποδίσουν τον σχηματισμό αυτόνομης βούλησης. Η συμπεριφορά τους είναι αξιόποινη σύμφωνα με το άρθρο 181 παρ. 3 και 4 του ισπανικού Ποινικού Κώδικα και τυποποιείται στο έγκλημα της σεξουαλικής κακοποίησης/ασέλγειας με κατάχρηση εξουσίας. Η ειδική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος ορίζει ότι όποιος, χωρίς τη χρήση βίας ή απειλής και χωρίς τη συναίνεση του άλλου προσώπου, τελεί πράξεις που στρέφονται κατά της σεξουαλικής ελευθερίας και γενετήσιας αξιοπρέπειας του τελευταίου, διαπράττει το έγκλημα της ασέλγειας/ σεξουαλικής κακοποίησης και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης ενός έως τριών ετών. Η παράγραφος 3 του ά. 181 ΠΚ ορίζει ότι με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος/α αποσπά συναίνεση άλλου/ης εκμεταλλευόμενος μια συνθήκη προφανούς υπεροχής του, η οποία εμποδίζει την ελεύθερη διαμόρφωση της βούλησης του θύματος. Επιβαρυντική περίσταση συνιστά η μη συναινετική σεξουαλική πράξη που επιτυγχάνεται με κατάχρηση εξουσίας συνίσταται σε διείσδυση κολπική, παρά φύσιν ή στοματική ή εισαγωγή μελών του σώματος ή αντικειμένων με κάποιον από τους δύο πρώτους τρόπους.
Σύμφωνα με την νομολογία των ισπανικών δικαστηρίων, απαιτείται η διαμορφωθείσασχέση υπεροχής να είναι α) διαπιστώσιμη και προφανώς εξωτερικευμένη/δεδηλωμένη και β) πρόσφορη, και γι' αυτό τον λόγο πρέπει να συνδέεται αιτιωδώς με την περιστολή της ελευθερίας διαμόρφωση βούλησης και της δυνατότητας της ελεύθερης επιλογής του προσώπου, κατά του οποίου ασκείται ο εξαναγκασμός. Εν προκειμένω, οι κατηγορούμενοι δημιούργησαν ένα κλίμα επιβολής, ενώ η παρουσία καθενός εκ των κατηγορουμένων συνέβαλε αιτιωδώς στη διαμόρφωση μιας συνθήκης υπεροχής. Σύμφωνα με το δικαστήριο, η εγκαλούσα ευρισκόμενη σε αυτή την κατάσταση αισθάνθηκε έντονο άγχος, αναστάτωση, δυσφορία και αιφνιδιασμό, που την εξανάγκασε να υιοθετήσει μια συμπεριφορά παθητική, με αποτέλεσμα να εκτελεί και να ανέχεται ό,τι της υποδείκνυαν οι κατηγορούμενοι, κρατώντας τα μάτια της κλειστά κατά το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής διάρκειας των – μη συναινετικών- σεξουαλικών πράξεων. Ο συνδυασμός όλων των προπεριγραφεισών παραμέτρων, της προκάλεσαν έναν συναισθηματικό φραγμό («πάγωμα») με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντιδράσει και γι' αυτόν τον λόγο επέδειξε αυτή την παθητική και αδρανή στάση. Ο ψυχολογικός αυτός μηχανισμός επέτρεψε την απομόνωση και αποσύνδεση της εγκαλούσας από την πραγματικότητα.
Το δικαστήριο στις δύο τελευταίες μαγνητοσκοπήσεις, που εισήχθησαν ως αποδεικτικά της κατηγορίας μέσα αλλά και ως μέσα υπεράσπισης, διέκρινε ότι το θύμα φαίνεται να είναι στριμωγμένο στον τοίχο και να φωνάζει· αυτές οι εικόνες αποδεικνύουν ότι η εγκαλούσα είναι τρομοκρατημένη και υποτάσσεται στη θέληση των κατηγορουμένων. Κατά την ερμηνεία της διάταξης για την ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας το δικαστήριο έκρινε ότι δεν απαιτείται η ενεργητική αντίσταση του θύματος, ακριβώς επειδή στην ουσία έχει ακυρωθεί η δυνατότητα διαμόρφωσης βούλησης και άρα η δυνατότητα εξωτερίκευσης οποιασδήποτε αντίδρασης. Το δικαστήριο έκρινε ότι άπαντες οι κατηγορούμενοι κατά τη διάρκεια της ομαδικής, συντονισμένης και συναποφασισμένης, δράσης τους, έδρασαν με πλήρη γνώση και βούληση των πράξεών τους, δηλαδή βάσει ενός σχεδίου πίεσης, το οποίο δημιούργησε μια κατάσταση προφανούς υπεροχής προς την εγκαλούσα, μέσω της οποίας (ενν. υπεροχής) επέβαλαν τη βούλησή τους και προκάλεσαν την υποταγή και υπακοή της εγκαλούσας στις μη συναινετικές σεξουαλικές πράξεις. Με αυτόν τον τρόπο την εμπόδισαν από το να διαμορφώσει ελεύθερα τη βούλησή της.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τους κατηγορούμενους για το κατ' εξακολούθηση έγκλημα ασέλγειας[2] κατά την επιβαρυντική περίπτωση των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 181 του Ισπανικού Ποινικού Κώδικα, τόσο λόγω της δημιουργίας συνθήκης υπεροχής των δραστών και εκμετάλλευσης αυτής (κατάχρηση εξουσίας/ con prevalimiento) όσο και λόγω των σεξουαλικών διεισδύσεων, με την αιτιολογία ότι οι κατηγορούμενοι δεν χρησιμοποίησαν βία ή εκφοβισμό που απαιτούνται για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του βιασμού.
Η άποψη της μειοψηφίας στο δικαστήριο της ουσίας.
Κατά το σκεπτικό της μειοψηφήσασας γνώμης η εγκαλούσα συναίνεσε στις επίδικες σεξουαλικές πράξεις και συνεπώς δεν τίθεται καν ζήτημα πλήρωσης της ειδικής υπόστασης του εγκλήματος της ασέλγειας αφενός και αφετέρου του βιασμού, διότι οι κατηγορούμενοι θα έπρεπε να είχαν καταφύγει στη χρήση βίας ή απειλής για να εξαναγκάσουν το θύμα στη διενέργεια των σεξουαλικών πράξεων. Η ενοχή των κατηγορουμένων για το έγκλημα της ασέλγειας σύμφωνα με την μειοψηφήσασα γνώμη δεν αποδείχτηκε επαρκώς, διότι η άποψη της πλειοψηφίας βασίστηκε μόνο στις καταθέσεις της εγκαλούσας, τις οποίες η μειοψηφία κρίνει ως αναξιόπιστες.
Κατά την άποψη της μειοψηφίας διαπιστώνεται αναξιοπιστία του θύματος λόγω αντιφατικών καταθέσεών του στην προδικαστική και ακροαματική διαδικασία. Απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάφαση της αξιοπιστίας του θύματος είναι: α) η απουσία ουσιωδών διαφοροποιήσεων στις καταθέσεις του θύματος υπό την έννοια της ουσιαστικής συνοχής των λεγόμενων του θύματος, β) η απουσία αμφιλεγόμενων σχολίων ή γενικόλογων παρατηρήσεων, γ) η απουσία αντιφάσεων και αντιθέσεων και η διατήρηση της εσωτερικής λογικής συνοχής μεταξύ των καταθέσεων σε διαφορετικά στάδια της ποινικής διαδικασίας. Η μειοψηφία αμφισβήτησε την αξιοπιστία της εγκαλούσας, παραθέτοντας αναλυτικά τις καταθέσεις του θύματος και κυρίως τα σημεία όπου το θύμα απαντούσε με φράσεις όπως «δεν θυμάμαι» όταν ρωτήθηκε για το ποιος ακριβώς εκ των κατηγορουμένων διενήργησε κάθε σεξουαλική πράξη. Αντίθετα, η πλειοψηφία στο σκεπτικό δέχτηκε πως λόγω της κατάστασης σοκ, άγχους και αναστάτωσης στην οποία βρισκόταν το θύμα ήταν αδύνατο να διακρίνει με ενάργεια τον αριθμό των σεξουαλικών πράξεων καθώς και τον συγκεκριμένο δράστη καθεμίας ξεχωριστά.
Ειδικότερα, ως προς τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν τη διαδρομή των κατηγορουμένων και του θύματος μέχρι την πολυκατοικία, όπου έλαβαν χώρα οι μη συναινετικές σεξουαλικές πράξεις η μειοψηφήσασα γνώμη πρότεινε ότι: «δεν είναι αξιόπιστο το γεγονός ότι η εγκαλούσα – αν υποτεθεί ότι δεν είχε συμφωνήσει στη συμμετοχή σε ομαδικές σεξουαλικές πράξεις- δεν προέβαλε αντίρρηση να τους ακολουθήσει αφού εκείνοι της πρότειναν άλλο δρόμο από αυτόν που οδηγούσε ευθέως στο σταθμευμένο της όχημα». Σχετικά με τις διεισδύσεις διαπιστώνει ότι σε καμία περίπτωση δεν μπόρεσε να εξειδικεύσει ούτε τον κατά περίπτωση δράστη ούτε να δώσει μια περιγραφή λεπτομερή και κατατοπιστική. Και άρα σε αντίθεση με την πλειοψηφία, κρίνει πως οι αποδείξεις δεν επαρκούν. Εμμένει στο γεγονός ότι η εγκαλούσα δεν αναφέρθηκε σε άσκηση βίας ή χρήση απειλής που την εξανάγκασαν σε ανοχή των επίδικων σεξουαλικών πράξεων. Μάλιστα, η μειοψηφήσασα γνώμη αναφερόμενη στο οπτικοακουστικό περιεχόμενο των μαγνητοσκοπήσεων παρατηρεί ότι τα μάτια είναι κλειστά ή φαίνεται να είναι κλειστά λόγω της γωνίας λήψης. Το γεγονός ότι το θύμα παρέμεινε πλήρως σιωπηλό και ότι με κανέναν τρόπο δεν εξωτερίκευσε την αντίθετη βούλησή του είχε ως αποτέλεσμα αυτό να μην μπορεί να γίνει αντιληπτό από τους κατηγορούμενους.
Στη συνέχεια, αξιολογώντας αναλυτικά το εισαχθέν στη δίκη οπτικοακουστικό υλικό καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε καμία από τις φωτογραφίες ή τις μαγνητοσκοπήσεις δεν προκύπτει σημάδι βίας, εξαναγκασμού ή σκαιότητας που να προέρχεται από τη δράση των κατηγορουμένων και να ασκείται στο σώμα της εγκαλούσας : «Δεν διακρίνω στο πρόσωπο των κατηγορουμένων καμία πρόθεση ταπείνωσης, απαξίωσης, εξευτελισμού ή καταφρόνησης από την πλευρά των κατηγορουμένων, αλλά αντιθέτως, διακρίνω ένα κλίμα απελευθέρωσης και τέλεσης σεξουαλικών πράξεων όπου οι κατηγορούμενοι έχουν παιγνιώδη και χαρούμενη διάθεση ενώ η εγκαλούσα φαίνεται να είναι λιγότερο ενεργητική και εκφραστική. Ωστόσο, τίποτα από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου δεν ενδεικνύει τον εξαναγκαστικό χαρακτήρα των πράξεων των κατηγορουμένων. Πρόκειται για μια κατάσταση σεξουαλικής συνεύρεσης στην οποία δεν χωρεί η τρυφερότητα μεν, χωρίς όμως στοιχεία εξαναγκασμού, επιβολής ή βίας». Συνολικά, κατά την εκτίμηση της μειοψηφήσασας γνώμης η έκφρασή της και οι κινήσεις της – όπως αυτές αποτυπώνονται στο οπτικοακουστικό υλικό- δεν δείχνουν κάποιο σημάδι αντίστασης, απόρριψης, δυσαρέσκειας, αηδίας, πόνου, φόβου ή οποιουδήποτε άλλου παρόμοιου αρνητικού συναισθήματος και αντιτάσσεται στην πλειοψηφήσασα γνώμη που δέχτηκε την ύπαρξη φραγμού των ορθολογικών εγκεφαλικών λειτουργιών του θύματος διαπιστώνοντας πως πρόκειται για μια κατάσταση σεξουαλικής διέγερσης, αφού κατά το σκεπτικό της μειοψηφίας, «δεν αποκλείεται ακόμη και στο πλαίσιο μη συναινετικής σεξουαλικής πράξης, να προκληθεί σεξουαλική διέγερση του θύματος απλώς βιολογικής και όχι και νοητικής-συναισθηματικής». Η μειοψηφία πρότεινε την αθώωση των κατηγορουμένων και την απαλλαγή από τις κατηγορίες για τα εγκλήματα κατά της σεξουαλικής ελευθερίας των άρθρων 178,179, 180.1. 1α, 2α και 3α του Ισπανικού Ποινικού Κώδικα και την καταδίκη του Γ για το αδίκημα της κλοπής κατ' άρθρο 234.2 ΠΚ.
Η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατόπιν της άσκησης αντίθετων εφέσεων από τον Εισαγγελέα υπερ του θύματος και από τους κατηγορούμενους στις 5 Δεκεμβρίου του 2018 απέρριψε[3] αμφότερες τις εφέσεις και διατήρησε την πρωτοβάθμια απόφαση σε ισχύ, δεχόμενο την αξιοπιστία των καταθέσεων του θύματος καθώς και την έλλειψη συναίνεσης στην τέλεση των κρινόμενων σεξουαλικών πράξεων ενώ απέρριψε την έφεση των κατηγορουμένων. Οι κατηγορούμενοι σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εκμεταλλεύτηκαν την μειονεκτική θέση του θύματος, ενώ είχαν πλήρη γνώση και βούληση δημιουργίας μια κατάστασης υπεροχής και εξουσίασης επί του θύματος, ενώ εκμεταλλεύτηκαν αυτή την κατάσταση ανισότητας και υπεροχής με σκοπό να τελέσουν σεξουαλικές πράξεις παρά την αντίθετη βούληση του θύματος. Ωστόσο, σχετικά με το ζήτημααν υπήρξε άσκηση βίας ή εκφοβισμός υπήρξε διχογνωμία στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αφού οι τρεις εκ των πέντε δικαστών υποστήριξαν ότι δεν συντρέχει κανένα από τα ως άνω στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του βιασμού και άρα δεν πληρούται η νομοτυπική υπόσταση του εγκλήματος του βιασμού, αλλά αυτή της ασέλγειας, η οποία δεν απαιτεί και την άσκηση βίας ή απειλής ως μέσα εξαναγκασμού. Την κρίση τους αιτιολόγησαν ως προς α) την σωματική βία, με το σκεπτικό ότι η νομολογία δέχεται ως βία τη χρήση σωματικής βίας ικανής να κάμψει την πιθανή αντίσταση του θύματος και δεν απαιτείται η βία αυτή να είναι απόλυτη (vis absoluta) και ως προς β) τον εκφοβισμό με το σκεπτικό ότι δεν αρκεί το θύμα να νιώθει απειλή και φόβο, αλλά πρέπει αυτός ο εκφοβισμός να έχει προκληθεί με πρόθεση από τον δράστη· Τούτο προϋποθέτει την αναγγελία ενός άμεσου και σπουδαίου κινδύνου που στρέφεται κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας.
Αντίθετα, οι δύο δικαστές της μειοψηφίας δέχτηκαν τη συνδρομή του στοιχείου του εκφοβισμού και πρότειναν την καταδίκη των κατηγορουμένων για το έγκλημα του βιασμού, με το σκεπτικό ότι επρόκειτο για μια κατάσταση εκφοβισμού και εξαναγκασμού στη διαμόρφωση της οποίας συμμετείχαν από κοινού οι κατηγορούμενοι. Οι ενέργειες των δραστών εξανάγκασαν βίαια το θύμα να εισέλθει στο εσωτερικό της πολυκατοικίας, ενώ οι συνθήκες (αριθμητική, σωματική και ηλικιακή υπεροχή των δραστών, κρυπτότητα και μη ορατότητα του τόπου τέλεσης του εγκλήματος) υπό τις οποίες τελέστηκαν οι πράξεις και οι οποίες επηρέασαν την συναισθηματική κατάσταση του θύματος, ενδεικνύουν ότι το θύμα εξαναγκάστηκε να συμμετάσχει στην τέλεση των σεξουαλικών πράξεων παρά την αντίθετη βούλησή του. Τέλος, οι δυο δικαστές της μειοψηφίας προτείναν τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων λόγω του ιδιαιτέρως επαχθούς και ταπεινωτικού χαρακτήρα της πράξης των καταδικασθέντων, καθώς και λόγω της συντονισμένης δράσης.
Η απόφαση του Ακυρωτικού Ποινικού Δικαστηρίου
Το Ανώτατο Ποινικό Δικαστήριο στις 4 Ιουλίου του 2019[4] καταδίκασε τους 5 κατηγορούμενους για τη διάπραξη του εγκλήματος του βιασμού κατά συναυτουργία κατόπιν άσκησης αντίθετων αιτήσεων αναίρεσης αφενός από τους καταδικασθέντες σε πρώτο και δεύτερο βαθμό και αφετέρου από την Εισαγγελέα υπέρ της εγκαλούσας.
Στις 4 Ιουλίου 2019 το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ισπανίας αναίρεσε την δευτεροβάθμια απόφαση του Εφετείου, το οποίο με πλειοψηφία 3-2 είχε απορρίψει την έφεση διατηρώντας την πρωτοβάθμια ποινή για το αδίκημα της ασέλγειας. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά τον αναιρετικό έλεγχο νομιμότητας και μη δυνάμενο να εισέλθει στην εξέταση των ήδη παραδεδεγμένων και αποδεδειγμένων πραγματικών περιστατικών καταδίκασε τελεσίδικα τους κατηγορούμενους ως συναυτουργούς στο έγκλημα του βιασμού κατ' εξακολούθηση (άρθρα 178 και 179 του Ισπανικού ΠΚ), διαπιστώνοντας τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων : α) της ιδιαίτερα ταπεινωτικής και εξευτελιστικής μεταχείρισης του θύματος και β) της ομαδικής και συντονισμένης δράσης δύο ή περισσότερων προσώπων. Οι πέντε κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν ο καθένας σε 15 χρόνια κάθειρξης. Επιπλέον, ένας εκ των κατηγορουμένων καταδικάστηκε και για το έγκλημα της ληστείας με χρήση απειλήςψ κατά τα άρθρα 237 και 242.1 του ισπανικού ΠΚ σε ποινή φυλάκισης δύο χρόνων. Με την απόφαση αυτή αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση η οποία είχε δεχτεί ότι πληρούται η ειδική υπόσταση του εγκλήματος της ασέλγειας με κατάχρηση εξουσίας και του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, αντίστοιχα.
Το Ανώτατο δικαστήριο δέχτηκε την αναίρεση της Εισαγγελέως στο σύνολο της ως βάσιμη και έκρινε -βασιζόμενο και σε προηγούμενη νομολογία- ότι η υπαγωγή των ήδη αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών δεν μπορεί να οδηγήσει στην αποδοχή του εγκλήματος της ασέλγειας με κατάχρηση εξουσίας, η οποία νομολογιακά έχει ερμηνευτεί ότι πληρούται σε έννομες-κοινωνικές σχέσεις με έντονο το στοιχείο της εξουσίας, όπως αυτή καθηγητή/-τριας και μαθητή/-τριας ή ιατρού και ασθενούς ή εργασιακή ή συγγενική / γονεϊκή σχέση. Σε αυτή την περίπτωση της κατάχρησης εξουσίας απαιτείται η υπερνίκηση της βούλησης του θύματος και άρα δεν υπάρχει καν συναίνεση λόγω της αδυναμίας σχηματισμού της και ο δράστης με δόλο εκμεταλλεύεται αυτή την άνιση σχέση και έχει πλήρη γνώση ότι το θύμα δεν έχει δυνατότητα σχηματισμού βούλησης. Αντίθετα στο έγκλημα του βιασμού υπάρχει βούληση και είναι αντίθετη προς τη διενέργεια των πράξεων, ωστόσο αυτή δύναται να καμφθεί επειδή το θύμα προβαίνει σε στάθμιση του κακού και επιλέγει να μην αντιδράσει ή αδυνατεί να αντιδράσει λόγω της ταραγμένης συναισθηματικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει. Όπως, τόνισε και η Εισαγγελέας, δεν είναι δυνατό να απαιτείται από το θύμα να προβεί σε «επικίνδυνα ηρωικές πράξεις». Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι τα ήδη αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά υπάγονται στην περίπτωση του βιασμού με χρήση απειλής/εκφοβισμού. Η απειλή κατά τον συλλογισμό του δεν απαιτείται να είναι ρητή αλλά αρκεί να συνάγεται από τις αντικειμενικές και υποκειμενικές περιστάσεις. Σύμφωνα και με προηγούμενη νομολογία του Ακυρωτικού ισπανικού Δικαστηρίου, στην in concreto και επίδικη περίπτωση απειλή συγκροτούν οι εξής συντρέχουσες περιστάσεις: ο τρόπος με τον οποίο εισήλθε στην πολυκατοικία (κατόπιν υπόδειξης, τράβηγμα από το χέρι, υπόδειξη να σωπάσει), η σαφώς μεγαλύτερη ηλικία των δραστών, η αριθμητική και σωματική υπεροχή τους, ο στενός και απομονωμένος χώρος όπου εκτυλίχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά χωρίς δυνατότητα διαφυγής για το θύμα, η ηλικία του θύματος (μόλις 18 χρονών), η αφαίρεση της προσωπικής τσάντας μέσης και της κάρτας μνήμης και κάρτα sim από το κινητό της τηλέφωνο, η αίσθηση του θύματος ότι δεν γνωρίζει την πόλη την οποία επισκεπτόταν πρώτη φορά, η ποιότητα των σεξουαλικών πράξεων, η απουσία οποιασδήποτε ένδειξης συναίνεσης του θύματος ως προς τις διενεργούμενες σεξουαλικές πράξεις. Επιπλέον, σύμφωνα με το σκεπτικό του Ακυρωτικού Δικαστηρίου η έλλειψη σημαδιών, εκδορών και μελανιών στο σώμα του θύματος επ’ ουδενί απαιτείται για την πλήρωση της ειδικής υπόστασης του εγκλήματος του βιασμού. Το Δικαστήριο παραπέμπει στο ίδιο το κείμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η οποία δέχεται ότι το θύμα βρισκόταν σε κατάσταση ταραχής και πανικού και ότι υπάκουσε λόγω φόβου επέλευσης μεγαλύτερου κακού αδυνατούσε να αντισταθεί. Το Δικαστήριο, επίσης, διαπιστώνει νομικό σφάλμα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η οποία διαπιστώνει την ύπαρξη ενός εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, ενώ εξαιτίας της πολλαπλότητας των δραστών και των πράξεων-επιθέσεων, η ορθή αξιολόγηση έχει ως εξής : οι δράστες-κατηγορούμενοι είναι αυτουργοί και συμμέτοχοι σε περισσότερα εγκλήματα σεξουαλικής επίθεσης και συγκεκριμένα του βιασμού. Τέλος, διαπιστώνει τη συνδρομή δύο επιβαρυντικών περιστάσεων ειδικά και αναφορικά με το έγκλημα του βιασμού : α) την ιδιαίτερα απεχθή και εξευτελιστική μεταχείριση του θύματος, η οποία συνίσταται στις πολλαπλές διεισδύσεις στο σώμα του θύματος και β) την επίδειξη και διάδοση των σεξουαλικών πράξεων που τελούν οι δράστες καθώς τις μαγνητοσκοπούν.
Παρατηρήσεις
Το δικαστικό χρονικό της απόφασης για την υπόθεση “La Mañada” ανέδειξε σημαντικές ποινικοδογματικές και δικαιοπολιτικές πτυχές των εγκλημάτων που στρέφονται κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης, ως προστατευόμενων εννόμων αγαθών. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο (Tribunal Supremo -Sala De lo Penal) έκρινε ότι οι συνθήκες, ήτοι ο χώρος, η αριθμητική και σωματική υπεροχή των δραστών, η εξαναγκασμένη είσοδος της εγκαλούσας στην πολυκατοικία, το άγχος, η δυσφορία και το ψυχολογικό – συναισθηματικό “πάγωμα” που της προκάλεσε η συμπεριφορά των δραστών αποδεικνύουν ότι η εγκαλούσα εξαναγκάστηκε στην τέλεση και ανοχή μη συναινετικών σεξουαλικών πράξεων και άρα, στοιχειοθετείται το έγκλημα του βιασμού και όχι της ασέλγειας, που δεν απαιτεί την άσκηση σωματικής βίας ή απειλής ως μέσα εξανγκασμού σε ανοχή σεξουαλικών πράξεων επίσης αντίθετων στη βούληση του θύματος. Οι παράγοντες αυτοί εκλήφθηκαν από την εγκαλούσα ως απειλή των δραστών με αποτέλεσμα την αδυναμία της να αντιδράσει και να εξαναγκαστεί σε ανοχή πράξεων γενετήσιου χαρακτήρα αντίθετων στη βούλησή της.
Το σκεπτικό της απόφασης αναδεικνύει δύο νομικές έννοιες οι οποίες χρήζουν περισσότερης ανάλυσης στο πλαίσιο των εγκλημάτων που στρέφονται κατά της γενετήσιας ελευθερίας: την “συναίνεση” και τον “εξαναγκασμό”. Η συναίνεση στον ελληνικό ποινικό κώδικα δεν αναγνωρίζεται ρητά ως λόγος άρσης του αδίκου, δηλαδή λόγος που αν συντρέχει δεν πληρούται καν η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, και αναφέρεται ρητά μόνο στο έγκλημα της απλής σωματικής βλάβης[5]. Ωστόσο, η συναίνεση δεν αίρει πάντοτε το άδικο, ενώ αντίθετα η συγκατάθεση αποτελεί λόγο άρσης του αδίκου[6]. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης του ανώτατου Δικαστηρίου η έλλειψη συναίνεσης είναι κομβικό μεν, άγραφο και συναγόμενο δε στοιχείο του εγκλήματος του βιασμού και συνιστά αντικείμενο απόδειξης. Στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (2011) του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και κατά της ενδοοικογενειακής βίας, στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 36 επιχειρείται ένας ενδεικτικός ορισμός της έννοιας της συναίνεσης ή συγκατάθεσης[7]: «Η συγκατάθεση πρέπει να παρέχεται εκουσίως ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του ατόμου η οποία αξιολογείται στο πλαίσιο των συνοδών περιστάσεων».
Εννοιολογικά η συγκατάθεση και η συναίνεση πέρα από την ορολογική διάκριση και την διαφορετική συστηματική ένταξη στη δομή του εγκλήματος (αποκλεισμός- άρση του αδίκου) έχουν ιδιαίτερα κοινά στοιχεία εφόσον και οι δύο λειτουργούν στο επίπεδο του αδίκου. Πάντως έχει διαμορφωθεί και η άποψη που αρνείται τη διάκρισή τους και την εκλαμβάνει ως αρνητικό στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος εμποδίζοντας την εξαρχής πλήρωσή της[8]. Σημαντική στην περίπτωση της La mañada είναι η αναφορά στις συνοδούς περιστάσεις που επικαθορίζουν την έννοια της συναίνεσης, αφού δεν πρόκειται για μια πραγματική κατάσταση, αλλά για μια βουλητική διαμόρφωση της πραγματικότητας σύμφωνα με τις επιλογές του προσώπου και για αυτόν τον λόγο θα πρέπει να ελέγχονται οι όροι βάσει των οποίων θα κριθεί η συναίνεση (η συγκατάθεση) ως ισχυρή.
Το Ανώτατο Ποινικό Δικαστήριο της Ισπανίας έκρινε ορθά ότι οι συνθήκες – περιστάσεις υπό τις οποίες οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πολλαπλές διεισδύσεις σεξουαλικού χαρακτήρα στο σώμα της εγκαλούσας συνιστούσαν απειλή και συνεπώς, αποκλείστηκε η δυνατότητα έκφρασης της αντίθετης βούλησης της. Η συναίνεσή της συνεπώς δεν αποτέλεσε προϊόν ελεύθερης βούλησης με αποτέλεσμα τον εξαναγκασμό της εγκαλούσας από τους δράστες σε ανοχή μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα. Η ιδιομορφία των εγκλημάτων κατά της σεξουαλικής ελευθερίας είναι ότι κατά την πλειοψηφία τους τελούνται χωρίς την συμπαρουσία μαρτύρων, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η διακρίβωση της ύπαρξης ή μη συναίνεσης κατά την αποδεικτική διαδικασία. Ειδικότερα, λόγω της απαίτησης της μεταχείρισης από τους δράστες σωματικής βίας ως μέσο εξαναγκασμού του θύματος, ως στοιχείο της υπόστασης του εγκλήματος του βιασμού, το θύμα πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη σημαδιών, εκδορών και μελανιών στο σώμα του ως αποτέλεσμα της αντίστασης που προέβαλε και κατ’ επέκταση ως απόδειξη της αντίθετης βούλησής του. Η απαίτηση αυτή πέραν του ότι είναι συνήθως πρακτικά αδύνατη λόγω της μεγάλης χρονικής απόστασης που μεσολαβεί μεταξύ του χρόνου τέλεσης των πράξεων μέχρι και την εκδίκαση στο ποινικό δικαστήριο, υποβάλλει το θύμα σε μια δυσάρεστη διαδικασία ανάσυρσης απωθημένων τραυματικών περιστατικών και εικόνων, ενώ το αναγκάζει να επαναλάβει επί λέξει τις αρχικές καταθέσεις της (/του) και να έρθει σε οπτική επαφή με τους κατηγορουμένους με αποτέλεσμα τη δευτερογενή θυματοποίησή του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου.
Επιπλέον, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση M.C. κατά Βουλγαρίας[9] αναγνωρίζει ρητά ότι μια από τις πιθανές ψυχολογικές αντιδράσεις του θύματος ενόψει της επερχόμενης και τελικώς τελεσθείσας σεξουαλικής επίθεσης είναι το πάγωμα το οποίο μπορεί να καταστήσει το άτομο ανήμπορο να αντισταθεί και εμφανίζεται συχνά ως ακινησία. Το πάγωμα είναι μια εγκεφαλική αντίδραση του θύματος απέναντι στον κίνδυνο που διατρέχει, αυτόματη και πέραν συνειδητού ελέγχου, ενώ συχνά συνοδεύεται από έλλειψη λογικής σκέψης και κρίσης.
Η αντίδραση αυτή της ακινησίας έχει αναπτυχθεί τόσο ως η έσχατη στρατηγική επιβίωσης που αποφασίζει αυθόρμητα το θύμα ως ασυνείδητο αυτοπροστατευτικό μηχανισμό όσο και επειδή κατά τη διάρκεια του παγώματος το άτομο δεν αισθάνεται καθόλου πόνο. Η συχνότατη αυτή αντίδραση σωματοποιείται ως ακινησία, μη αντίδραση, απώλεια μνήμης, τάσεις για λιποθυμία, αίσθημα παράλυσης, αδυναμίας ή νύστας. Σύμφωνα με αυτή την αντίδραση, η αξιοπιστία της κατάθεσης του ατόμου που υπέστη την προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας του δεν μπορεί να υποτιμάται λόγω της έλλειψης ακριβούς και λεπτομερούς περιγραφής των πραγματικών περιστατικών αφού αυτά υπήρξαν τραυματικά και έχουν απωθηθεί ή επειδή δεν φέρει στο σώμα του σημάδια πάλης. Επιπλέον, η απουσία σωματικής βίας, η άσκηση της οποίας θα εξανάγκαζε το θύμα σε ανοχή πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα αντίθετων στη βούλησή του, δεν πρέπει και δεν μπορεί να παραπέμπει στην ύπαρξη συναίνεσης ή συγκατάθεσης του θύματος[10], απλώς λόγω του γεγονότος ότι δεν αντιστάθηκε, αφού σύμφωνα και με την ως άνω απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το «πάγωμα» είναι μια πολύ πιθανή αντίδραση του θύματος η οποία δεν καθιστά απαραίτητη την άσκηση βίας για την επίτευξη των μη συναινετικών σεξουαλικών πράξεων, αφού το θύμα παραμένει ακίνητο και σε κατάσταση αιφνιδιασμού .
Σύμφωνα με τον ισπανικό Ποινικό Κώδικα τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας (agresión sexual) κατηγοριοποιούνται ως εξής[11]: Στο κεφάλαιο 8ο του ισπανικού Ποινικού Κώδικα τυποποιούνται τα εγκλήματα που στρέφονται κατά της σεξουαλικής ελευθερίας. Στο υποκεφάλαιο 8.1 τυποποιείται το έγκλημα των σεξουαλικών επιθέσεων. Η βασική μορφή του εγκλήματος τυποποιείται στο άρθρο 178 του ισπανικού ΠΚ και έχει ως εξής: «Όποιος προσβάλλει την σεξουαλική ελευθερία άλλου προσώπου, χρησιμοποιώντας βία ή εκφοβισμό, τιμωρείται για το έγκλημα της σεξουαλικής επίθεσης με ποινή φυλάκισης ενός έως πέντε έτη».
Η διακεκριμένη μορφή του στοιχειοθετεί το έγκλημα του βιασμού στο άρθρο 179 και τυποποείται ως εξής: «Όταν η σεξουαλική επίθεση του άρθρου 178 τελείται με σωματική διείσδυση κολπικά, πρωκτικά, στοματικά ή με την εισαγωγή μελών του σώματος ή αντικειμένων με κάποιον από τους παραπάνω τρόπους, ο δράστης τιμωρείται για το έγκλημα του βιασμού με ποινή κάθειρξης από έξι έως δώδεκα χρόνια». Επιβαρυντικές περιστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 180 είναι ο ιδιαίτερα απεχθής και εξευτελιστικός χαρακτήρας της βίας ή του εκφοβισμού, η τέλεση του εγκλήματος από δύο ή περισσότερα πρόσωπα, η ευαλωτότητα του θύματος λόγω ηλικίας, ασθένειας ή αναπηρίας, η θέση υπεροχής του δράστη και η κατάχρηση αυτής συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης που ο δράστης είναι γονέας.
Στο υποκεφάλαιο 2ο τυποποιείται το έγκλημα της ασέλγειας[12]στο άρθρο 181 και ορίζεται ότι «Όποιος προσβάλλει χωρίς την άσκηση βίας ή εκφοβισμού την σεξουαλική ελευθερία και αυτοδιάθεση άλλου προσώπου χωρίς τη συναίνεσή του τιμωρείται για το έγκλημα της ασέλγειας/σεξουαλικής κακοποίησης με ποινή φυλάκισης ενός έως τρία έτη». Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι η ίδια ποινή επιβάλλεται όταν η συναίνεση του θύματος επιτυγχάνεται λόγω της εκμετάλλευσης από τον δράστη της θέσης υπεροχής του έναντι του θύματος με τρόπο που εξουδετερώνει και παραλύει την ελευθερία βούλησης του θύματος. Σύμφωνα με την τέταρτη παράγραφο του ίδιου άρθρου προβλέπεται η επιβαρυντική περίσταση όπου : «όταν η σεξουαλική κακοποίηση συνίσταται σε σωματική διείσδυση κολπική, παρά φύσιν, στοματική ή με την εισαγωγή σωματικών μελών ή άλλων αντικειμένων κολπικά ή παρά φύσιν, ο δράστης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από τέσσερα έως δέκα έτη».
Και στα δύο εγκλήματα του βιασμού και της ασέλγειας στον ισπανικό Ποινικό Κώδικα προσβάλλεται το προστατευόμενο έννομο αγαθό της προσωπικής ελευθερίας, της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης και της σωματικής ακεραιότητας και ελλείπει η συναίνεση του θύματος ενώ η προσβολή μπορεί να συνίσταται σε διείσδυση σωματικών μελών κολπική, παρά φύσιν ή στοματική ή άλλων αντικειμένων κολπικά ή παρά φύσιν. Η διαφορά μεταξύ των δύο εγκλημάτων έγκειται στην άσκηση ή μη βίας ή απειλής· Αν οι δράστες μεταχειρίζονται βία ή απειλές τότε στοιχειοθετείται το έγκλημα του βιασμού ενώ αν όχι, το έγκλημα της ασέλγειας.
Συμπερασματικά, αναδεικνύεται ο σημαντικός ρόλος της νομολογίας να διευρύνει το ερμηνευτικό πεδίο της απειλής ώστε να συμπεριλάβει και απλώς περιβαλλοντικούς παράγοντες που δύνανται να εκληφθούν ως απειλή από το θύμα έτσι ώστε να μην εστιάζεται η ποινική διαδικασία στην απόδειξη της άσκησης ή μη σωματικού εξαναγκασμού, όπως έκρινε ορθά και το Ανώτατο Ποινικό Δικαστήριο της Ισπανίας στην πολύκροτη υπόθεση της «Αγέλης» (La Mañada).
Τέλος, το πάγωμα, δηλαδή η συναισθηματική κατάσταση σοκ, άγχους και φόβου στην οποία περιέρχεται το θύμα δεν μπορεί να ισοδυναμεί με συγκατάθεσή του στις τελούμενες σεξουαλικές πράξεις, από μόνο το γεγονός ότι δεν προβάλλει αντίσταση, αφού ο φόβος παραλύει κάθε σωματική λειτουργία με αποτέλεσμα να υφίσταται παθητικά τις σεξουαλικές πράξεις. Δεν περιορίζεται απλώς η δυνατότητα του θύματος να αντιδράσει, αλλά ακυρώνεται πλήρως η δυνατότητα εξωτερίκευσης της βούλησης του θύματος, και για αυτό τον λόγο και παρά την έλλειψη άσκησης σωματικής βίας, οι τελούμενες μη συναινετικές πράξεις στοιχειοθετούν το έγκλημα του βιασμού, λαμβανομένων υπόψη των υποκειμενικών και αντικειμενικών περιστάσεων.
Το σκεπτικό της απόφασης του ισπανικού Ακυρωτικού Δικαστηρίου ανέδειξε την σημαντικότητα των συνοδών[13] περιστάσεων στο έγκλημα του βιασμού, όπως ο χρόνος, ο τόπος, ο τρόπος και τα χαρακτηριστικά του θύματος του δράστη, στην διακρίβωση και εξειδίκευση των νομικών εννοιών της συναίνεσης και του εξαναγκασμού, στοιχείων του εγκλήματος του βιασμού, υπαγάγοντας ορθά τα πραγματικά περιστατικά στην διάταξη για το έγκλημα του βιασμού, παρά την έλλειψη άσκησης πρόδηλης σωματικής βίας[14].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] STS 38/2018, Seccion Segunda de La Audiencia Provincial de Navarra
[2] Αbuso sexual στο πρωτότυπο κείμενο της απόφασης.
[3] STS 8/2018 Tribunal Superior de Justicia de Navarra. Sala de lo civil y de lo penal
[4] STS 344/2019, Tribunal Supremo Casa de lo Penal.
[5] Νικόλαος Κ. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό μέρος, Θεωρία για το Έγκλημα, εκδ. Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2000
[6] Αγγελική Σαρέλη, Βιασμός- Η τυποποίησή του στον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1999, σ. 130
[7] Βλ. Σαρέλη ό.π. σ. 130 υποσημ. 85
[8] Βλ. Σαρέλη ό.π. σ. 130 υποσημ. 86
[9] ECHR, 4 December 2003, CASE OF M.C. v. BULGARIA, Published in Reports of Judgments and Decisions 2003-XII , App. No 39272/98
[10] Αγγελική Σαρέλη, Βιασμός- Η τυποποίησή του στον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1999,σ.σ. 126-128
[11] FONTAN BALESTRA, “Tratado de Derecho Penal”, Parte especial, T° V. Códιgo penal Comentado y con Jurisprudencia LUIS RODRΝGUEZ RAMOS, Ed. La Ley grupo, p. 56-57
[12] Η ακριβέστερη μετάφραση μάλλον που αρμόζει στην ελληνική ποινική έννομη τάξη για το έγκλημα της σεξουαλικής κακοποίησης (abuso sexual) είναι το έγκλημα της ασέλγειας.
[13] Σύμφωνα με την ελληνική μετάφραση του άρθρου 36 παρ. 2 στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (2011).
[14] Βλ. και Ν.Παρασκευόπουλος, Ε. Φυτράκης, Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2011, σ. 129