Αυτή τη στιγμή σε όλο τον κόσμο αναπτύσσεται ένας διάλογος για την αποτροπή δημιουργίας ενός σχολείου-φυλακής, τόσο με φυσικά χαρακτηριστικά (ΗΠΑ, ένοπλοι δάσκαλοι, ασφάλεια) όσο και με πνευματικά χαρακτηριστικά (Ευρώπη, σχολεία συνδεδεμένα με οικονομοτεχνικά προσδόκιμα και όχι πεδία ελεύθερης παραγωγής σκέψης). Σε αυτό το πλαίσιο, εμείς θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε τη δική μας εμπειρία: ένα σχολείο που λειτουργεί εντός της φυλακής, δηλαδή ένα φυλακισμένο σχολείο.
Η διαμόρφωση της σημερινής πραγματικότητας
Το Δημοτικό Σχολείο του Ειδικού Καταστήματος Κράτησης Νέων Αυλώνα (στο εξής ΕΚΚΝΑ), ως φυσική συνέχεια του Σχολείου που λειτουργούσε από τη δεκαετία του ’60 στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων (ΣΚΑ) Κορυδαλλού, αποτελεί την αρχαιότερη εκπαιδευτική δομή του σωφρονιστικού μας συστήματος.
Στο διάστημα αυτών των περίπου εξήντα χρόνων ιστορικής διαδρομής, πείσμονες συνάδελφοι δούλεψαν αρχικώς εθελοντικά και τελικά κατάφεραν να σπείρουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο άνυδρο χωράφι των ελληνικών φυλακών. Σε αυτούς οφείλουμε τους πρώτους θεσμοθετημένους συνοδοιπόρους μας, στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Η μετέπειτα δημιουργία του θεσμού των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας (ΣΔΕ), στα μέσα της περασμένης δεκαετίας, διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό το σημερινό τοπίο στην εκπαίδευση εντός των καταστημάτων κράτησης.
Σήμερα, στον χώρο των φυλακών λειτουργούν έντεκα ΣΔΕ, δύο Γυμνάσια τυπικής εκπαίδευσης, ένα Λύκειο, έξι Δημοτικά Σχολεία και μερικά ΙΕΚ. Το σύνολο των εκπαιδευόμενων ανέρχεται κοντά στους 1.000 επί συνόλου περίπου 10.000 κρατουμένων, εκ των οποίων οι 180 είναι μαθητές των σχολείων του ΕΚΝΝΑ. Δηλαδή, το 10% των κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές φοιτά σε κάποια εκπαιδευτική δομή, όταν ειδικά στο ΕΚΚΝΑ το ποσοστό των μαθητών προσεγγίζει το 80% των κρατουμένων (180 μαθητές επί συνόλου 225 κρατουμένων).
Η λειτουργία των φυλακισμένων σχολείων
Σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο τα σχολεία των φυλακών αποτελούν το βασικότερο εργαλείο σωφρονιστικής πολιτικής, παράλληλα οι κρατούμενοι ενθαρρύνονται να έρθουν σε επαφή με τις εκπαιδευτικές δομές και να ενταχθούν σε αυτές. Συνήθως οι δομές υπάγονται στο υπουργείο Δικαιοσύνης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αυτοτέλεια και την αυτονομία τους. Ωστόσο, δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα συνύπαρξης, ενσωμάτωσης, συντονισμού και ανάπτυξης με τις υπηρεσίες της φυλακής. Τα όρια είναι προκαθορισμένα και δεν υπάρχουν λειτουργικές ανωμαλίες.
Η ελληνική συνταγή φαίνεται να είναι πιο προοδευτική. Τα σχολεία ανήκουν στο υπουργείο Παιδείας και οι δάσκαλοι είναι ανεξάρτητοι να κάνουν τη δουλειά τους όπως οι ίδιοι θεωρούν παιδαγωγικά σωστό, χωρίς να είναι απομονωμένοι από τον φυσικό τους χώρο. Έχουν στα χέρια τους όλο τον παιδαγωγικό οπλισμό που διαθέτει και ο δάσκαλος ενός κανονικού σχολείου. Ωστόσο, το μοντέλο αυτό δείχνει να μην λειτουργεί για μία σειρά λόγων.
Τίς πταίει;
Πρώτον, κανείς δεν έχει προβεί σε μία σοβαρή διερεύνηση των εκπαιδευτικών αναγκών των κρατουμένων, έτσι ώστε να ιδρύσει δομές οι οποίες να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους.
Δεύτερον, το σχολείο ιδρύεται μεν με σχετική ευκολία, δεν θωρακίζεται ωστόσο θεσμικά. Έτσι, αναγκάζεται να διαγκωνίζεται ανάμεσα σε «βουνά», για να βρει τον χώρο του και τον ρόλο του. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, υπόκειται σε τέτοιους περιορισμούς σε σημείο να υπολειτουργεί, αντί να επιτελεί τον ρόλο της «ναυαρχίδας» της σωφρονιστικής πολιτικής.
Τρίτον, υπάρχει παντελής έλλειψη στοιχείων αναφορικά με την υποτροπή των κρατουμένων που ήρθαν σε επαφή με εκπαιδευτικές δομές εντός πλαισίου φυλακής. Ουσιαστικά βαδίζουμε στα τυφλά, χωρίς να γνωρίζουμε το καταγεγραμμένο αποτύπωμα που άφησε η εκπαιδευτική δομή στη μετέπειτα ζωή του κρατούμενου. Ίσως αυτό να αποτελεί το κρισιμότερο στοιχείο, για να δούμε εν τέλει αν κάνουμε σωστά τη δουλειά μας σε όλα τα επίπεδα.
Τέταρτον, απαιτείται ορθή αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Πρέπει επιτέλους να γίνει κατανοητό πως ο δάσκαλος των φυλακών αποτελεί μία ειδική κατηγορία. Δεν είναι ούτε ο τυπικός δάσκαλος, ούτε ο εκπαιδευτής ενηλίκων, ούτε πολλώ μάλλον ο δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας για ξένους. Είναι ο Άνθρωπος-Επιστήμονας που ως αιχμή δόρατος, σε συνεργασία με το υπόλοιπο προσωπικό της φυλακής, θα προσπαθήσει να κλείσει τον κύκλο της υποτροπής. Αυτός είναι ο ρόλος και το λειτούργημά του και γι’ αυτό θα πρέπει να επιμορφωθεί αναλόγως.
Πέμπτον, θα πρέπει να δώσουμε μία σαφή απάντηση για το τι ακριβώς θέλουμε να πετύχουμε με τα σχολεία των φυλακών. Αν δεν μπορέσουμε να τα καταφέρουμε σε όλα, ας ιεραρχήσουμε σε τι θα στοχεύσουμε πρώτα. Πρωτίστως, ωστόσο, πρέπει να συμφωνήσουμε ως Πολιτεία και ως κοινωνία ποια ιδιότητα του εγκλείστου προέχει: αυτή του κρατούμενου ή αυτή του μαθητή;
Έκτον, σύμφωνα με το υπάρχον πλαίσιο, η επιλογή των μαθητών δεν γίνεται από εκπαιδευτικούς, αλλά από άλλους υπηρεσιακούς παράγοντες. Συνήθως τα κριτήρια είναι αόριστα και αφορούν στο αν ο κρατούμενος είναι “safe”, με ό,τι αυτό σημαίνει. Έτσι, η πρόσβαση στην εκπαίδευση προορίζεται μόνο για την «αφρόκρεμα» των κρατουμένων, όσων δηλαδή φέρουν εκείνα ακριβώς τα χαρακτηριστικά που υποδηλώνουν ότι σε μεγάλο ποσοστό δεν θα έχουν υποτροπές στο μέλλον. Είναι αλήθεια πως, ύστερα από 18 χρόνια δάσκαλος στις ελληνικές φυλακές, θλίβομαι να βλέπω συναδέλφους που -παρά τις αδιαμφισβήτητα καλές προθέσεις τους- μπαίνουν σε αυτή την ιδιότυπη γυάλα ασφαλείας που δημιουργεί αυτή η διαδικασία επιλογής και εν τέλει διαχωρισμού των κρατουμένων, μη αντιλαμβανόμενοι το σκοτάδι που υπάρχει από κάτω.
Τελικά για ποιους είμαστε εκεί μέσα;
Για τους ασφαλείς και γι’ αυτούς που μπορούν να καταλάβουν βαθυστόχαστες διαλέξεις και επιδείξεις υψηλής παιδαγωγικής, που θα είναι ήσυχοι όταν θα τους κάνεις μάθημα, που δε θα αντιμιλούν και δε θα είναι αντικοινωνικοί;
Που θα κουρνιάσουν σε μια γωνιά στη σχολική τάξη και με ιώβεια υπομονή θα σου επιτρέψουν να κάνεις το ακαταλαβίστικο μάθημά σου;
Επιτρέψτε μου να σας πω στα σίγουρα: Ο κρατούμενος που έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά μάλλον δε θα ξαναμπεί στη φυλακή και σε μεγάλο ποσοστό δε θα έχει εγκληματικές υποτροπές στο μέλλον.
Με τους υπόλοιπους τι γίνεται όμως;
Ο δάσκαλος ως θεματοφύλακας των εκπαιδευτικών δικαιωμάτων όλων των κρατουμένων
Η διακομματική επιθυμία της ελληνικής Πολιτείας για έναν δάσκαλο ανεξάρτητο που να ανήκει οργανικά στο υπουργείο Παιδείας ερμηνεύεται ως επιταγή, έτσι ώστε να αποτελέσει η εκπαιδευτική δομή τον θεματοφύλακα των εκπαιδευτικών δικαιωμάτων όλων των κρατουμένων, χωρίς αστερίσκους. Αυτό άλλωστε ορίζει τόσο ο Σωφρονιστικός Κώδικας (ά. 34-35) όσο και η Σύσταση Rec (89)12 του Συμβουλίου της Ευρώπης για την «Εκπαίδευση στις Φυλακές», μα πρώτιστα η προσωπική και επαγγελματική ηθική του Παιδαγωγού. Αυτός αναλαμβάνει το βαρύ έργο τόσο απέναντι στον κρατούμενο όσο και στον πολίτη ο οποίος, παρά των καταιγισμό των ειδήσεων που υφίσταται, στέκεται δίπλα μας αρωγός και με μεγάλη τρυφερότητα έρχεται κοντά μας για να βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορεί.
Ο ανθρώπινος παράγοντας ως λύση
Ο ανθρώπινος παράγοντας, το «νοιάξιμο» που αποπνέει η εκπαιδευτική δομή, είναι το εργαλείο που θα σπάσει τον κύκλο της υποτροπής. Καλά τα προσόντα και τα επαγγελματικά εφόδια, αλλά πρώτα απ’ όλα πρέπει να προσεγγίσουμε αυτή τη συμπαγή ομάδα 10-15.000 ανθρώπων που μπαινοβγαίνουν στις φυλακές. Η προσέγγισή της δεν γίνεται με την αντίληψη πως «δεν είχε δουλειά, ήταν φτωχός, τεμπέλης, του άρεσε η μεγάλη ζωή κι εγκλημάτησε, ήταν και λίγο χρήστης».
Δεν αντιλαμβάνομαι τέτοιες νομοτέλειες όταν, δέκα χρόνια μετά, αποφυλακισμένος με αναζητά για να μου εξιστορήσει πως κάτι πέτυχε κι αυτός στη ζωή του. Όταν με καλούν χρόνια μετά πρώην μαθητές μου για να ζητήσουν τη βοήθειά μου και τη γνώμη μου για κάτι που τους προβληματίζει. Όταν με παραπάνω από τους μισούς 1.000 πρώην μαθητές μου διατηρώ ακόμα επαφή, είτε βρίσκονται έξω είτε κρατούνται σε κάποια άλλη φυλακή.
Θεωρώ λοιπόν, κλείνοντας, πως ιεραρχώντας ως κύριο στόχο το σπάσιμο του κύκλου της υποτροπής και συνειδητοποιώντας κυρίως εμείς οι δάσκαλοι των σχολείων της φυλακής την καίρια βοήθεια που μπορούμε να προσφέρουμε, θα πρέπει να αναπροσαρμόσουμε τις τακτικές προσέγγισής μας. Ας αντιληφθούμε πως το δικαίωμα του κρατούμενου στη μόρφωση μάς κάνει πιο δυνατούς και το στοίχημα θα κερδηθεί, αν καταφέρουμε να διεισδύσουμε στον ιδιαίτερο ψυχισμό του κρατούμενου. Αν μη τι άλλο η «βουτιά» αυτή, σε νερά τόσο μα τόσο διαφορετικά από αυτά της δικής μας ζωής, θα μάς κάνει σοφότερους και τελικά καλύτερους δασκάλους.