Το ερώτημα εάν το graffiti είναι τέχνη ή έγκλημα παρουσιάζεται εκ πρώτης όψεως ως δίλημμα. Καλεί δηλαδή τον αποδέκτη του να δώσει μία και μόνη απάντηση, να ταχτεί υπέρ της μίας ή της άλλης εκδοχής. Ωστόσο, παρά την αρχική ευκολία να διαλέξει κανείς «στρατόπεδο», το ζήτημα είναι αρκετά πιο περίπλοκο. Κι αυτό οφείλεται στην ίδια τη φύση του graffiti, στο ότι καλύπτει ένα ευρύ φάσμα έκφρασης με ποικίλες εκφάνσεις.
Ας δούμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: τον Μάρτιο του 2015 ένα μεγάλων διαστάσεων graffiti καλύπτει το κτήριο του Πολυτεχνείου. Άμεση είναι η αντίδραση των επίσημων φορέων: η Σύνοδος των Πρυτάνεων ΑΕΙ κάνει λόγο για βανδαλισμό, στο ίδιο πνεύμα κινούνται οι ανακοινώσεις των υπουργείων Πολιτισμού και Παιδείας, παράλληλα διατάσσεται κατεπείγουσα εισαγγελική έρευνα για διακεκριμένη φθορά σε αντικείμενο που χρησιμεύει σε κοινό όφελος[1]. Πέρα από τα επιχειρήματα περί φθοράς του ιστορικού κτηρίου, εντύπωση προκαλεί η απαξίωση του graffiti σε επίπεδο αισθητικής. Στις επίσημες αντιδράσεις, γίνεται λόγος για «μαύρη και αποκρουστική εικόνα», που «αλλοίωσε όχι μόνο τη μορφολογία του [κτηρίου], αλλά και την ιστορική του φυσιογνωμία» και απευθύνεται μία γενική παραίνεση για «όρια και μέτρο» που πρέπει να τίθενται στις «εκφράσεις αυθόρμητης τέχνης της νέας γενιάς». Σε σύντομο χρονικό διάστημα, το graffiti αφαιρείται και το κτήριο επανέρχεται στην πρότερη μορφή του.
Έναν χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 2016, στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Το Μικρό Παρίσι των Αθηνών» -στη διοργάνωση του οποίου μετέχουν μεταξύ άλλων ο Δήμος Αθηναίων και η Περιφέρεια Αττικής- ο καλλιτέχνης WD δημιουργεί ένα graffiti με κουκουβάγια σε παλιό κτήριο του Μεταξουργείου. Τα σχόλια του τύπου είναι διθυραμβικά. Μάλιστα, η μετέπειτα παρέμβαση αγνώστων με graffiti, επί του αρχικού έργου, αντιμετωπίζεται ως βανδαλισμός και εθελοντές συντήρησης έργων τέχνης σπεύδουν να αποκαταστήσουν την αρχική του εικόνα[2].
Ουδείς αμφισβητεί ότι το graffiti στη δεύτερη περίπτωση είναι τέχνη. Εξάλλου, φέρει όλα τα τυπικά εχέγγυα προς τούτο: είναι έργο ενός αναγνωρισμένου καλλιτέχνη, δημιουργήθηκε στο πλαίσιο ενός επίσημου φεστιβάλ, αναπαριστά το οικείο θέμα της κουκουβάγιας ως σύμβολο της Αθήνας κ.λπ. Τι γίνεται, όμως, όταν οι συνθήκες δεν είναι τόσο ξεκάθαρες;
Στο άλλο άκρο, το graffiti στο Πολυτεχνείο σαφώς αντιμετωπίστηκε από τις αρχές ως έγκλημα. Τα επιχειρήματα κινήθηκαν προς δύο κατευθύνσεις. Κατά πρώτον προβλήθηκε η αντικειμενική - τεχνική διάσταση του ζητήματος, δηλαδή ότι για τη δημιουργία του graffiti χρησιμοποιήθηκαν υλικά, η αφαίρεση των οποίων θα προκαλούσε φθορά στο ιστορικό κτήριο. Ελλείψει ειδικών γνώσεων, δεν είναι δυνατή η εκτίμηση εάν ένα τέτοιο επιχείρημα ευσταθεί. Γενικεύοντας, μπορούμε να πούμε ότι εάν με την δημιουργία ενός graffiti προκαλείται υλική φθορά με την παραπάνω έννοια, τίθεται πράγματι ζήτημα παραβίασης του νόμου. Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και αν, με αντικειμενικούς όρους, ένα graffiti εκφράζει μία παράνομη συμπεριφορά, αν π.χ. περιέχει υβριστικά συνθήματα ή προωθεί το ρατσιστικό μίσος. Τα όρια πέρα από τα οποία ένα graffiti είναι έγκλημα -υπό αυτή τη διάσταση- πρέπει να χαράσσονται με ιδιαίτερη προσοχή από τους αρμόδιους φορείς.
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το δεύτερο, το υποκειμενικό κριτήριο. Στην περίπτωση που εξετάζουμε, απαξιώθηκε κατά τρόπο απόλυτο από επίσημους φορείς η καλλιτεχνική διάσταση του graffiti, μεταξύ άλλων χαρακτηρίστηκε αποκρουστικό. Σε προσωπικό επίπεδο, μία τέτοια κριτική είναι πάντα θεμιτή: ένα έργο μπορεί να μην μας αρέσει, να μην το θεωρούμε καν τέχνη. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε μία καθολική «επίσημη» - κρατική αισθητική, βάσει της οποίας οτιδήποτε δεν εμπίπτει στο πεδίο της τέχνης θα εμπίπτει στο πεδίο του νόμου. Το αν ένα graffiti είναι ή όχι τέχνη κρίνεται από τον κάθε αποδέκτη του, με βάση τα προσωπικά του κριτήρια.
[1] http://www.naftemporiki.gr/story/924355/antidrasi-tis-sunodou-ton-prutaneon-gia-to-gkrafiti-sto-polutexneio.
[2] http://www.ethnos.gr/koinonia/arthro/agnostoi_bandalisan_to_entyposiako_gkrafiti_me_tin_koukoubagia_sto_metaksourgeio-64946278/.