Η ιστορία πίσω από την αναζήτηση συγγενικών δεσμών
Το έτος 1973, την τοπική κοινωνία του Cardiff της Ουαλίας συντάραξαν οι υποθέσεις βιασμού και δολοφονίας δια στραγγαλισμού τριών έφηβων κοριτσιών, της Sandra Newton, της Pauline Floyd και της Geraldine Hughes. Ακολούθησε μια εντυπωσιακής εμβέλειας έρευνα, στην οποία συμμετείχαν 150 αστυνομικοί και εξετάστηκαν περίπου 200 ύποπτοι, ωστόσο απέβη άκαρπη και ο φάκελος της υπόθεσης ετέθη στο αρχείο αγνώστων δραστών[1].
Η υπόθεση έμελλε να ανοίξει ξανά το 2000 και να επιλυθεί οριστικά το 2002, χάρη στην τεχνική της ανάλυσης του γενετικού υλικού και ειδικότερα μέσω της διασταύρωσης προφίλ DNA προς αναζήτηση συγγενικών δεσμών (familial searching)[2]. Η γενετική ανάλυση είχε πια εδραιωθεί ως ένα από τα δημοφιλέστερα εργαλεία στον τομέα της ταυτοποίησης δραστών εγκληματικών πράξεων, η δε βρετανική αστυνομία είχε συστήσει ένα από τα μεγαλύτερα αρχεία γενετικών προφίλ[3] παγκοσμίως, τη National DNA Database (NDNAD). Ο ερευνητής της εγκληματολογικής υπηρεσίας Dr Jonathan Whitaker, προσπαθώντας να διαλευκάνει τη σχεδόν ξεχασμένη αυτή υπόθεση με τις νέες βιομετρικές τεχνικές ταυτοποίησης που είχε στη διάθεσή του, υπέβαλε τα εναπομείναντα κυτταρικά δείγματα από τα ρούχα των θυμάτων σε γενετική ανάλυση[4] και αντιπαρέβαλε τα εξαχθέντα γενετικά αποτυπώματα με όσα ήταν ήδη αποθηκευμένα στη βάση γενετικών δεδομένων NDNAD από άλλες υποθέσεις, σκεπτόμενος ότι μετά από τόσα έτη είναι πιθανόν ο δράστης να έχει αποκτήσει παιδιά, των οποίων το γενετικό προφίλ να είναι καταχωρημένο στην εθνική αυτή βάση, και έτσι ανακαλύπτοντας την ταυτότητα των συγγενών του να οδηγηθεί σε αυτόν[5]. Πράγματι, το γενετικό αποτύπωμα του άγνωστου δράστη ταυτοποιήθηκε μερικώς (κατά 50%) με το γενετικό προφίλ κάποιου Paul Kappen, ο οποίος έχει τελέσει κλοπές αυτοκινήτων. Ο πατέρας του Paul Kappen, Joseph Kappen, ήδη εκλιπών, είχε υπάρξει ένας βασικούς ύποπτους που είχαν εξετασθεί στην υπόθεση των τριών βιασμών και ανθρωποκτονιών, χωρίς όμως να του ασκηθεί δίωξη. Εν συνεχεία, έγινε εκταφή του σώματος του τελευταίου και ανάλυση του γενετικού του υλικού, η οποία απέβη θετική και τον ταυτοποίησε πλήρως με τον άγνωστο δράστη, 29 έτη μετά την τέλεση των άδικων πράξεων και 12 έτη μετά το θάνατό του[6]. Η υπόθεση του Joseph Kappen είναι η πρώτη υπόθεση παγκοσμίως που εξιχνιάστηκε χάρη στην πρωτοποριακή, αμφιλεγόμενη μέθοδο της αναζήτησης συγγενικών δεσμών.
Η αναζήτηση συγγενικών δεσμών ως ανακριτική πράξη
Η αναζήτηση οικογενειακών δεσμών αποτελεί μια νέα τεχνική, που αναπτύχθηκε ως απόρροια της διάδοσης της ανακριτικής πράξης της ανάλυσης DNA και της αποθήκευσης του αποτελέσματος της, του γενετικού αποτυπώματος ή προφίλ, σε ειδικό αρχείο[7]. Συνιστά διακριτή ανακριτική πράξη κατά την οποία οι αρχές, αφού έχουν συλλέξει δείγμα βιολογικού υλικού του δράστη από τον τόπο του εγκλήματος και το έχουν αναλύσει χωρίς να μπορέσουν να το ταυτοποιήσουν ευθέως, συγκρίνουν το γενετικό του αποτύπωμα με τα ταυτοποιημένα γενετικά προφίλ δραστών που βρίσκονται ήδη αποθηκευμένα στο αρχείο, αποσκοπώντας στο να δημιουργήσουν μια λίστα με προφίλ γενετικώς παρόμοια με του αναζητούμενου δράστη. Μια τέτοια ομοιότητα γενετικού αποτυπώματος (μερική ταυτοποίηση) υποδηλώνει πιθανή συγγένεια μεταξύ του αναζητούμενου δράστη της διερευνώμενης πράξης και του προσώπου του οποίου το προφίλ ήταν ήδη καταχωρημένο στη βάση δεδομένων λόγω προηγούμενης εμπλοκής του με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Έτσι, οι ανακριτικές αρχές οδηγούν τις έρευνες προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, καλώντας προς ανάκριση τα μέλη της οικογένειας του προσώπου ή των προσώπων της λίστας, των οποίων το γενετικό αποτύπωμα ομοιάζει με του άγνωστου δράστη της πράξης που ερευνούν[8].
Οι οικογενειακές αναζητήσεις βασίζονται στη βασική αρχή της γενετικής ότι οι συγγενείς μοιράζονται σχεδόν κοινά γενετικά αποτυπώματα, τα οποία παρουσιάζουν μικρές αποκλίσεις[9]. Μπορεί λοιπόν να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ένα γενετικό προφίλ που ταυτίζεται μερικώς, όχι όμως απόλυτα, με αυτό που συλλέχθηκε από τον τόπο του εγκλήματος, ανήκει σε κάποιο συγγενή του προσώπου, λ.χ. αδερφό, γονέα ή τέκνο του[10]. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως το αποτύπωμα DNA δεν παρέχει πληροφορίες αποκλειστικά για το πρόσωπο από το οποίο προέρχεται, αλλά και για συγγενικά του πρόσωπα[11]. Χάρη στην τεχνική της μερικής ταυτοποίησης, η αστυνομία είναι σε θέση να εντοπίσει εύκολα δράστες των οποίων τα αποτυπώματα δε διαθέτει, καθώς δεν είχαν πιθανώς καμιά προηγούμενη εμπλοκή με την ποινική δικαιοσύνη, αλλά είναι στενοί συγγενείς ατόμων των οποίων το γενετικό προφίλ έχει αποθηκευτεί στη βάση για άλλους λόγους. Η έρευνα των ανακριτικών αρχών περιορίζεται έτσι σε μικρότερο κύκλο υπόπτων, o οποίος, αναλόγως με τις παραμέτρους που χρησιμοποιούνται στην ανάλυση, μπορεί να περιλαμβάνει από μερικά άτομα μέχρι μερικές εκατοντάδες ατόμων[12]. Οι αστυνομικές αρχές χρησιμοποιούν κατόπιν και άλλα κριτήρια, πχ γεωγραφικά, για να αποκλείσουν ορισμένα προφίλ πριν προχωρήσουν την έρευνα[13], αυτή ωστόσο κατευθύνεται κατά βάση από βιολογικές συσχετίσεις και όχι βάσει των παραδοσιακών ενδείξεων, υπονοιών σε βάρος ορισμένου ατόμου, αρνητικής πρόγνωσης λόγω προηγούμενης εμπλοκής με την ποινική δικαιοσύνη κλπ[14].
Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί πως μια τέτοια μερική ταυτοποίηση DNA δεν υποδηλώνει άνευ εταίρου κάποια συγγενική σχέση, αλλά την καθιστά απλώς πιθανή. Είναι δυνατό δύο προφίλ DNA να είναι κατά τύχη παρόμοια, χωρίς να υπάρχει κανένας δεσμός αίματος. Το ποσοστό επιτυχίας της μεθόδου είναι σχετικώς χαμηλό: στη Μεγάλη Βρετανία κινείται στο 11-27%, ενώ στις ΗΠΑ στο 7%[15].
Χώρες όπου διεξάγονται αναζητήσεις συγγενικών δεσμών
Η οικογενειακή αναζήτηση και ο προσδιορισμός γενετικών δεσμών με τον υπόλοιπο πληθυσμό με σοβαρές αξιώσεις ακρίβειας καθίστανται εφικτοί σε χώρες με μεγάλες βάσεις γενετικών αποτυπωμάτων, που τείνουν να περιλάβουν περί το 15-20% του πληθυσμού, όπως ιδίως η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ. Η αποτελεσματικότητά της σε τράπεζες DNA μικρής εμβέλειας και όγκου είναι ιδιαίτερα περιορισμένη.
Πρωτοπόρος χώρα στην αναζήτηση συγγενικών δεσμών είναι η Μεγάλη Βρετανία, η οποία από το 2002 ως σήμερα κρατά τα ηνία στη χρήση της τεχνικής αυτής και διαθέτει τη μεγαλύτερη βάση γενετικών αποτυπωμάτων στον κόσμο αναλογικά με τον πληθυσμό της[16]. Η αναζήτηση συγγενικών δεσμών νομιμοποιήθηκε το 2003[17], και έκτοτε μέχρι το 2011 είχαν λάβει χώρα περίπου 200 οικογενειακές αναζητήσεις που απέφεραν χρήσιμα για την ανάκριση αποτελέσματα, οδηγώντας στην εξιχνίαση 40 περίπου σοβαρών αδικημάτων[18]. Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση της NDNAD για το έτος 2015-16[19], η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις σοβαρών εγκληματών όπως ανθρωποκτονίες, βιασμοί, ασέλγεια σε ανήλικο και τρομοκρατία, λόγω του κόστους και του εξειδικευμένου προσωπικού που απαιτεί. Μέχρι πρότινος, η διενέργεια οικογενειακής αναζήτησης απαιτούσε την in concreto άδεια του Διοικητικού Συμβουλίου της NDNAD, ωστόσο η πολιτική αυτή καταργήθηκε και το καθεστώς έγινε πιο ελαστικό[20]. Σε κάθε περίπτωση, η αναζήτηση συγγενικών δεσμών αποτελεί έρευνα ρουτίνας για τα προαναφερθέντα βίαια εγκλήματα και έχει συντελέσει στην εξιχνίαση αρκετών υποθέσεων. Κατά τη χρονική περίοδο 2014-15 έλαβαν χώρα 16 οικογενειακές αναζητήσεις[21] και 17 την περίοδο 2015-16[22].
Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Οι ΗΠΑ διαθέτουν περιφερειακές τράπεζες αποτυπωμάτων DNA ανά Πολιτεία, οι οποίες συστήθηκαν με αρχικό σκοπό τον εντοπισμό δραστών βίαιων και σεξουαλικών εγκλημάτων μέσω της πλήρους ταυτοποίησης γενετικών προφίλ, καθώς και την αναγνώριση εξασφανισθέντων προσώπων[23], αλλά σύντομα άρχισαν να εμπλουτίζονται, συμπεριλαμβάνοντας δράστες αδικημάτων χαμηλής επικινδυνότητας, αθωωθέντες, ακόμα και άτομα που απλώς συνελήφθησαν χωρίς να παραπεμφθούν ποτέ σε δίκη[24]. Οι επιμέρους βάσεις συγκροτούν από το 1994 την ευμεγέθη εθνική βάση γενετικών αποτυπωμάτων του FBI, τη NDIS (National DNA Index System)[25]. Η έρευνα οικογενειακών δεσμών ως πρακτική δεν πραγματοποιείται σε εθνικό επίπεδο στις ΗΠΑ αλλά σε τοπικό[26], ωστόσο από το 2006 επιτρέπεται η ανταλλαγή μεταξύ των Πολιτειών στοιχείων που αφορούν σε μερικές ταυτοποιήσεις[27]. Αναζητήσεις συγγενικών δεσμών διενεργούνται σε δεκαπέντε Πολιτείες των ΗΠΑ, μεταξύ άλλων Νέα Υόρκη, Κολοράντο, Τέξας, Βιρτζίνια, Πενσυλβανία, Μινεσότα, με την Καλιφόρνια να έχει νομιμοποιήσει πλήρως τη μέθοδο αυτή από το 2008[28]. Από την άλλη, ορισμένες Πολιτείες την έχουν απαγορεύσει είτε ρητά είτε σιωπηρά, μεταξύ των οποίων το Μέρυλαντ, η Αλάσκα, η Νεβάδα και το Μίσιγκαν[29].
Στην πράξη, εντούτοις, φαίνεται πως στις ΗΠΑ οι αναζητήσεις οικογενειακών δεσμών δεν περιορίζονται στα γενετικά προφίλ που βρίσκονται στην επίσημη βάση γενετικών αποτυπωμάτων της αστυνομίας, αλλά έχουν σημειωθεί οικογενειακές αναζητήσεις και σε ηλεκτρονικά αρχεία βιομετρικών δεδομένων που έχουν συσταθεί για άλλους, μη ανακριτικούς σκοπούς[30]. Πρόσφατη και πολύκροτη σχετική περίπτωση είναι αυτή της αναζήτησης συγγενικών δεσμών που οδήγησε στη σύλληψη ενός διαβόητου κατά συρροή δολοφόνου και βιαστή ο οποίος έδρασε στην Καλιφόρνια μεταξύ 1974-1986, γνωστού ως Golden State Killer. Η οικογενειακή αναζήτηση διενεργήθηκε στο αρχείο γενετικών αποτυπωμάτων μιας ηλεκτρονικής υπηρεσίας που διεξάγει γενεαλογικές έρευνες κατόπιν εισαγωγής αποτυπώματος DNA απευθείας από χρήστες, οι οποίοι ενδιαφέρονται να ανακαλύψουν την προέλευση της οικογένειάς τους, το γενεαλογικό τους δέντρο, άγνωστους συγγενείς τους κλπ[31]. Εν προκειμένω, τα ανακριτικά όργανα για την έρευνα τους δε χρειάστηκαν καν ειδική εισαγγελική παραγγελία, καθώς δε χρησιμοποίησαν κάποια από τις μεγάλες και γνωστές εταιρίες γενεαλογικών ερευνών, οι οποίες τηρούν πιο αυστηρά πρωτόκολλα διαχείρισης των δεδομένων των πελατών τους[32], αλλά μια μικρή, ελεύθερης πρόσβασης πλατφόρμα, με χαλαρή πολιτική προστασίας των προσωπικών δεδομένων των χρηστών της[33].
Άλλες χώρες στις οποίες εφαρμόζεται η αναζήτηση οικογενειακών δεσμών είναι η Ολλανδία, η οποία ψήφισε σχετική νομοθεσία στα τέλη του 2011[34] και η Νέα Ζηλανδία. Αντίθετα, ο Καναδάς αποτελεί περίπτωση χώρας που την απαγόρευσε ρητά για λόγους προστασίας της ιδιωτικής ζωής[35].
Όσον αφορά τη χώρα μας, σημειώνεται ότι νομοθετική πρόβλεψη της χρήσεως των αποθηκευμένων γενετικών αποτυπωμάτων για αναζήτηση οικογενειακών δεσμών δεν υπάρχει στον ΚΠΔ, και η ανακριτική αυτή πράξη δε φαίνεται να εμπίπτει κατά κανένα τρόπο στα όρια της γραμματικής διατύπωσης του άρ. 200Α §2 εδ. δ’, το οποίο επιτρέπει την αρχειοθέτηση γενετικών τύπων και τη χρήση τους για την εξιχνίαση διαφορετικών εγκλημάτων, μονάχα όμως δια της ευθείας και όχι της μερικής ταυτοποιήσεως. Η επιχείρηση μιας αναλογικής ερμηνείας της διάταξης αποκλείεται, καθώς πρόκειται για μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, του οποίου οι προϋποθέσεις θα πρέπει να καθορίζονται ρητά, όπως επίσης και η ακολουθούμενη διαδικασία, οι περιπτώσεις αδικημάτων για τα οποία επιβάλλεται, οι εγγυήσεις των ατομικών δικαιωμάτων κατά τη διενέργειά του κλπ. Αποδεικτικό μέσο που τυχόν προκύπτει από μια τέτοια έρευνα θα είναι παράνομο και μη αξιοποιήσιμο, ενώ δε δύναται να χαρακτηριστεί ούτε τυχαίο εύρημα, καθώς δεν ανακαλύπτεται στο πλαίσιο έρευνας για διαφορετική υπόθεση[36].
Προβληματισμοί που ανακύπτουν από την αναζήτηση συγγενικών δεσμών
Το βασικό μειονέκτημα της αναζήτησης συγγενικών δεσμών είναι ότι προσβάλλει με ποικίλους τρόπους το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, από κοινού με το δικαίωμα πληροφοριακού αυτοκαθορισμού του προσώπου.
Ένα πρώτο, ηθικής φύσης ζήτημα που γεννάται είναι ότι το πρόσωπο του οποίου το γενετικό προφίλ διατηρείται και διασταυρώνεται με αταυτοποίητα στο πλαίσιο οικογενειακής έρευνας καθίσταται, άθελά του, ένα είδος «γενετικού πληροφοριοδότη» της Αστυνομίας κατευθύνοντας τις έρευνες σε βάρος μελών της οικογένειάς του[37], ένα μέσον επίτευξης του κρατικού σκοπού της διευκόλυνσης της έρευνας. Η ιδιωτικότητά του παραβιάζεται περαιτέρω, εφόσον συντρέχει κίνδυνος να αποκαλυφθεί η παλιότερη παράνομη δράση του, την οποία για προσωπικούς λόγους πιθανώς είχε επιλέξει να αποκρύψει από ορισμένους συγγενείς του. Η δυσαναλογία βαθαίνει περισσότερο στις έννομες τάξεις που φυλάσσουν και γενετικά αποτυπώματα αθωωθέντων, υπόπτων και εθελοντών, όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία[38]˙ πολλώ δε μάλλον, όταν οι αστυνομικές αρχές χρησιμοποιούν βάσεις γενετικών δεδομένων συσταθείσες από τρίτους φορείς για ερευνητικούς ή άλλους λόγους, στις οποίες οι «ιδιοκτήτες» των γενετικών αποτυπωμάτων συχνά δε γνωρίζουν την πιθανότητα διασταύρωσης των στοιχείων τους σε ανακριτικές έρευνες που μπορούν να αποβούν σε βάρος των ίδιων και συγγενών τους, όπως στην προεκτεθείσα περίπτωση του Golden State Killer.
Αλλά και οι έμμεσες συνέπειες της αναζήτησης οικογενειακών δεσμών στην οικογενειακή γαλήνη των προσώπων μπορεί να είναι βαρύτατες και απροσδόκητες. Η οικογενειακή αναζήτηση και η μη διακριτική διαχείριση των αποτελεσμάτων της από τις αρχές μπορούν να οδηγήσουν σε αποκάλυψη οικογενειακών δεσμών που ήταν άγνωστοι στα πρόσωπα ή που για προσωπικούς λόγους είχαν προτιμήσει να αποσιωπήσουν από ορισμένα μέλη της οικογένειάς τους. Παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση πατρότητας τέκνου, είναι δυνατό να αποκαλυφθεί η μη καταγωγή τέκνου γεννημένου σε γάμο από το σύζυγο της μητέρας, μια υιοθεσία, η απόκτηση τέκνου από ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση, από εξωσυζυγική ή ακόμα και από αιμομικτική σχέση[39], καταστάσεις που συχνότατα συγκαλύπτονται ή αποσιωπούνται μεταξύ των μελών μιας οικογένειας.
Πέραν των συνεπειών στον ίδιο τον «ιδιοκτήτη» του αποτυπώματος, η αναζήτηση οικογενειακών δεσμών αποτελεί τρόπον τινά ανακριτική πράξη σε βάρος τρίτων, των συγγενών του προσώπου του οποίου ο γενετικός τύπος θα ταυτιστεί μερικώς με του αναζητούμενου δράστη. Έτσι, τρίτα πρόσωπα που κατά πάσα πιθανότητα δεν είχαν καμία πρότερη εμπλοκή με την ποινική δικαιοσύνη καθίστανται ύποπτα με μοναδικό εις βάρος τους στοιχείο την ομοιότητα του γενετικού αποτυπώματος συγγενούς τους με αυτό κάποιου άγνωστου δράστη. Τα πρόσωπα αυτά μπορεί να κληθούν να δώσουν δείγμα DNA και κατάθεση, ακόμη και να υπόκεινται σε μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, όπως έρευνες, άρση τηλεφωνικού απορρήτου, παρακολούθηση κλπ. Τα συγκεκριμένα μέτρα όμως δεν είναι σκόπιμο να επιβάλλονται χωρίς υπόνοιες έστω για την συμμετοχή σε ορισμένη άδικη πράξη, διότι ενέχουν περιστολή των ατομικών δικαιωμάτων, ενώ είναι δυνατόν να προκαλέσουν άγχος και αναστάτωση στην καθημερινή και επαγγελματική ζωή, ακόμα και βλάβη της τιμής και της υπόληψης[40]. Οι συνέπειες αυτές αποδεικνύονται ακόμα πιο επαχθείς λαμβανομένου υπόψη του ότι η αναζήτηση οικογενειακών δεσμών έχει υψηλά ποσοστά αποτυχίας, πάσχει δηλαδή σε επίπεδο προσφορότητας και καταλληλότητας και είναι πιθανό να στρέψει την έρευνα σε αθώα πρόσωπα.
Ένα τελευταίο, κοινωνικής υφής, πρόβλημα που αναφύεται στο πλαίσιο της αναζήτησης οικογενειακών δεσμών και συνδέεται με ένα γενικότερο μειονέκτημα των αρχείων γενετικών αποτυπωμάτων, είναι αυτό της υπερεκπροσώπησης των πληθυσμιακών ομάδων οι οποίες σημειώνουν μεγαλύτερα ποσοστά εγκληματικότητας. Η ποσοστιαία παρουσία ομάδων του πληθυσμού στις βάσεις DNA είναι αντίστοιχη με τη συμμετοχή τους και στο σύνολο της εγκληματικής δραστηριότητας, π.χ. στις ΗΠΑ ο αριθμός γενετικών προφίλ αφροαμερικανών και λατινοαμερικάνων στις βάσεις είναι πολύ υψηλότερος συγκριτικά με των πολιτών ευρωπαϊκής καταγωγής διότι αυτοί έχουν υψηλότερα ποσοστά συλλήψεων, ποινικών διώξεων και καταδικών[41]. Η χρήση της αναζήτησης συγγενικών δεσμών συνεπάγεται ότι τα μέλη των ομάδων που υπερεκπροσωπούνται στις τράπεζες γενετικού υλικού θα παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες να θεωρηθούν ύποπτοι και για μελλοντικά αδικήματα. Έτσι όμως το αποτέλεσμα της αναζήτησης πάσχει σε αξιοπιστία, ευνοούνται έμμεσα οι ομάδες που υποεκπροσωπούνται στη βάση δεδομένων, εντείνονται τα κοινωνικά στερεότυπα και οι προκαταλήψεις εναντίον ευάλωτων και μειονοτικών φυλετικών ομάδων και διαιωνίζεται η εμπλοκή τους με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, όχι επί τη βάση ενδείξεων αλλά λόγω του γενετικού τους τύπου.
Σκέψεις για το μέλλον της αναζήτησης συγγενικών δεσμών
Η αναζήτηση οικογενειακών δεσμών είναι μια νεόκοπη και αμφιλεγόμενη ανακριτική πράξη. Αφενός, παρουσιάζει ιδιαίτερα πλεονεκτήματα σε σχέση με τις παραδοσιακές ανακριτικές μεθόδους και αποτελεί ένα καινοτόμο και χρήσιμο εργαλείο στα χέρια των αρχών, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε εξιχνιάσεις δύσκολων υποθέσεων, συχνά ανεπίλυτων για χρόνια. Αυτό που την καθιστά τόσο ελκυστική είναι ότι υπόσχεται τον εντοπισμό δραστών που θα ήταν αδύνατος με τις παραδοσιακές μεθόδους, εγκαινιάζοντας μια νέα δίοδο για τις αστυνομικές έρευνες, ειδικά σε επίπεδο βαριάς εγκληματικότητας, όπως τα αδικήματα κατά της ζωής και της γενετήσιας ελευθερίας, τρομοκρατία κλπ.
Αφετέρου, θα πρέπει να τονιστεί ότι τα αποτελέσματά της ενέχουν σχετικά χαμηλό βαθμό αξιοπιστίας, ο οποίος είναι αναλογικός του μεγέθους του αρχείου DNA. Η αύξηση του μεγέθους των αρχείων γενετικών προφίλ και η εξέλιξη των τεχνικών ανάλυσης του γονιδιώματος με την πρόοδο της επιστήμης θα οδηγήσουν, βέβαια, σε σημαντική μείωση του στατιστικού περιθωρίου σφάλματος. Ωστόσο, δε διαφαίνεται κάποια λύση για το έτερο σοβαρό ελάττωμα της τεχνικής αυτής, την παρεμβατικότητά της στην ατομική και οικογενειακή ζωή αμέτοχων τρίτων – των προσώπων που το γενετικό τους αποτύπωμα βρίσκεται αποθηκευμένο σε ένα αρχείο αποτυπωμάτων DNA, συχνά χωρίς τη συγκατάθεσή τους, και των συγγενών αυτών– και τη μεροληπτικότητά της σε βάρος των πληθυσμιακών ομάδων που υπερεκπροσωπούνται στις βάσεις γενετικών τύπων. Τα προσδοκώμενα και σίγουρα σημαντικά κοινωνικά οφέλη –η ασφάλεια των πολιτών, η διευκόλυνση του έργου της αστυνομίας, η εξιχνίαση ειδεχθών εγκλημάτων– θα πρέπει να εξισορροπηθούν με τη βλάβη των εννόμων αγαθών των θιγόμενων προσώπων, η οποία, όπως εξετέθη, δεν είναι διόλου ασήμαντη.
Λόγω των προεκτεθεισών ιδιαιτεροτήτων της, η τεχνική αυτή θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις σοβαρών αδικημάτων και με απόλυτο σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας, όταν είναι in concreto απολύτως αναγκαία, πρόσφορη και δικαιολογημένη και όχι αδιακρίτως για την εξιχνίαση οποιασδήποτε άδικης πράξης[42]. Σε εθνικό επίπεδο, η διενέργειά της προϋποθέτει τον αυστηρό και λεπτομερειακό νομοθετικό καθορισμό των περιπτώσεων στις οποίες θα επιτρέπεται, τον επικουρικό της χαρακτήρα έναντι της ευθείας ταυτοποίησης, καθώς και την τήρηση δεοντολογίας και διακριτικότητας από πλευράς των αρμόδιων ανακριτικών υπαλλήλων. Ακόμη, αναγκαία είναι η δημιουργία ενός ομοιόμορφου ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου το οποίο προς το παρόν ελλείπει, που να θέτει ελάχιστα όρια προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων σε περίπτωση αναζήτησης οικογενειακών δεσμών και να ρυθμίζει το ζήτημα ανταλλαγής γενετικών αποτυπωμάτων μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, για την περίπτωση που ορισμένα από τα κράτη που μοιράζονται τα δεδομένα απαγορεύουν την τεχνική αυτή ή την επιτρέπουν όλως κατ’ εξαίρεση και άλλα την εντάσσουν στον έλεγχο ρουτίνας. Με την τήρηση όλων των προαναφερομένων απαραίτητων εγγυήσεων, φρονώ ότι η ανακριτική αυτή πράξη θα μπορέσει να ενταχθεί λειτουργικά στα εθνικά ποινικά συστήματα και να αποτελέσει ένα εξειδικευμένο και σχετικώς αξιόπιστο εργαλείο της αστυνομικής έρευνας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Toolis K., The hunt for the Saturday night strangler, διαθέσιμο ηλεκτρονικά σε: https://www.theguardian.com/lifeandstyle/2003/jan/18/weekend.kevintoolis. Επίσης βλ. σχετικά και http://aboutforensics.co.uk/joseph-kappen/.
[2] Πατέρας της μεθόδου αυτής είναι ο Alec Jeffreys, γενετιστής στο Πανεπιστήμιο του Leceister του Ηνωμένου Βασιλείου, ο οποίος ανακάλυψε έναν αποτελεσματικό τρόπο εντοπισμού και απομόνωσης διαφόρων τμημάτων του γενετικού υλικού που απαντώνται στην ανθρώπινη γεωγραφία, βλ. Δημόπουλος Χ., Ανακριτική, Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σελ. 528 επ.
[3] Η ανάλυση του γενετικού υλικού που ευρίσκεται ως ίχνος στον τόπο ενός αδικήματος οδηγεί στην εξαγωγή στοιχείων που οδηγούν στην ταυτοποίηση ενός ατόμου, στη διαπίστωση του φύλου του, της φυλετικής προέλευσής του ή της συγγένειας με τρίτους. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται «γενετική ανάλυση» ,τα δε αποτελέσματά της αποτελούν το λεγόμενο «γενετικό αποτύπωμα», «γενετικό δακτυλικό αποτύπωμα» ή «προφίλ DNA» του συγκεκριμένου προσώπου, βλ. Μάλλιος Ε., Η χρήση του DNA στην ποινική δίκη, ΝοΒ 49/2001, σελ. 1751, Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Γνωμοδότηση αρ. 2/2009, Ποινικά Χρονικά 2009, σελ. 932.
[4] Το προϊόν της ανάλυσης του ίχνους DNA, το γενετικό αποτύπωμα, επιτρέπεται να περιέχει στοιχεία για την ταυτότητα, το φύλο, τη φυλετική προέλευση του ατόμου ή τη συγγένεια με τρίτους, και όχι στοιχεία που αφορούν το χαρακτήρα, την κληρονομικότητα ή ασθένειες, ώστε να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα της ταυτοποίησης χωρίς να καθίστανται γνωστά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα τα οποία δεν σχετίζονται με την ανακριτική έρευνα, βλ. σχετικά Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Γνωμοδότηση αρ. 15/2001, Ανάλυση γενετικού υλικού για σκοπούς εξιχνίασης εγκλημάτων και ποινικής δίωξη, σκ. 6.
[5] Βλ. http://aboutforensics.co.uk/joseph-kappen/.
[6] Suter S., All in the family: Privacy and DNA familial searching, Harvard Journal of Law & Technology, Volume 23, Number 2, Spring 20, σελ. 322 και http://www.dnaforensics.com.
[7] Τα αρχεία γενετικών αποτυπωμάτων σχηματίστηκαν μέσω της συστηματικής αρχειοθέτησης των γενετικών αποτυπωμάτων που εξάγονταν από τις αναλύσεις γενετικού υλικού κατά τις ανακριτικές έρευνες για την εξιχνίαση διαφόρων αδικημάτων. Σταδιακά απέκτησαν πλήρη ηλεκτρονική οργάνωση, ικανό μέγεθος και αυτοτελή σημασία στην διαλεύκανση άλλων –είτε μελλοντικών είτε ήδη τελεσθέντων και ανεξιχνίαστων- εγκλημάτων και δε σταματούν να εμπλουτίζονται και να διευρύνονται. Το νομικό πλαίσιο λειτουργίας των αρχείων γενετικών αποτυπωμάτων ρυθμίζεται από μια σειρά ευρωπαϊκών νομοθετημάτων, καθώς και από το άρθρο 200Α παρ. 2 εδ. δ’ ΚΠΔ.
[8] Πρβλ. τον ορισμό του National District Attorneys Association: «Familial searching is a technique whereby a crime scene profile is deliberately run through the offender databank in the hopes of getting a list of profiles that are genetically similar to the DNA evidence and using this information as an investigative lead to interview family members of the near matches», σε: www.dnaforensics.com.
[9] Η πλήρης ταυτοποίηση DNA επιτυγχάνεται όταν υπάρχει ταύτιση 26 αλληλουχιών βάσεων μεταξύ των δύο δειγμάτων. Ωστόσο, ταύτιση 15 και πλέον αλληλομορφιών αποτελεί μερική ταυτοποίηση, είναι δυνατόν να ενδεικνύει συγγένεια των προσώπων από τα οποία προέρχονται τα δείγματα, βλ. http://www.dnaforensics.com.
[10] Κάθε γονέας περνά στο τέκνο του το μισό γονιδίωμά του, με αποτέλεσμα γονείς - τέκνα να έχουν γενετικό υλικό κατά 50% όμοιο. Τα αδέρφια θεωρητικά μπορούν να έχουν κληρονομήσει ακριβώς τα ίδια γονίδια από τους γονείς τους, αλλά και κανένα ίδιο γονίδιο. Στην πράξη, κατά μέσο όρο διαθέτουν μεταξύ τους γενετικό υλικό κατά 50% όμοιο, βλ. Suter S., All in the family: Privacy and DNA familial searching, Harvard Journal of Law & Technology, Vol. 23, Number 2, Spring 2010, σελ. 319, υποσημ. 58.
[11] Bieber F. et al., Finding Criminals Through DNA of Their Relatives, Science, new Series, Vol. 312, No 5778, 2006, σελ. 1315, και Wallace Η., Simoncelli T., Expanding databases, declining liberties, Genewatch, διαθέσιμο ηλεκτρονικά σε: http://www. councilforresponsiblegenetics.org/genewatch/.
[12] Kim J., Mammo D., Siegel M. B., Katsanis S. H, Policy implications for familial searching, Investigative Genetics 2011, διαθέσιμο ηλεκτρονικά σε: http://www.investigativegenetics.com/content/2/1/22.
[13] National DNA Database Strategy Board Annual report for 2015/16, διαθέσιμο ηλεκτρονικά σε: https://www.gov.uk.
[14] Suter S., All in the family: Privacy and DNA familial searching, Harvard Journal of Law & Technology, Vol. 23, Number 2, Spring 2010, σελ. 318.
[15] Rohlfs R. et al., The Influence of Relatives on the Efficiency and Error Rate of Familial Searching, PloS ONE, Vol. 8, August 2013, διαθέσιμο σε: www.plusone.org.
[16] Το Σεπτέμβριο του 2011 υπήρχαν καταχωρημένα στην NDNAD 6.796.851 γενετικά προφίλ, συμπεριλαμβανομένων και των προερχόμενων από τη Σκωτία και τη Β. Ιρλανδία, οι οποίες διατηρούν δικές τους ξεχωριστές Τράπεζες με διαφορετικό καθεστώς, υποβάλλουν ωστόσο τα στοιχεία τους στη NDNAD, βλ. Mansel C., Davies S., Minors or suspects? A discussion of the legal and ethical issues surrounding the indefinite storage of DNA collected from children aged 10–18 years on the National DNA Database in England and Wales, Medicine Science and Law 2012, τ. 52, σελ. 187–192.
[17] Suter S., ό.π., σελ. 324.
[18]Βλ. https://www.fbi.gov.
[19] National DNA Database Strategy Board Annual report for 2015/16, διαθέσιμο ηλεκτρονικά σε: https://www.gov.uk.
[20] Annual Report of the Ethics Group, National DNA Database, 2016, σελ. 11-12.
[21] National DNA Database Annual report for 2014/15, διαθέσιμο ηλεκτρονικά σε: https://www.gov.uk
[22]National DNA Database Strategy Board Annual report for 2015/16, διαθέσιμο ηλεκτρονικά σε: https://www.gov.uk.
[23] Βλ. Guillen M, Lareu MV, Pestoni C, Salas A, Carracedo A., Ethical-legal problems of DNA databases in criminal investigation, J Med Ethics, 2000 , vol. 26 και Wallace Η., Simoncelli T., Expanding databases, declining liberties, Genewatch, διαθέσιμο ηλεκτρονικά στην τοποθεσία: http: //www.councilforresponsiblegenetics.org/.
[24] Suter S., ό.π.,, σελ. 311.
[25] Η NDIS συνεχίζει να επεκτείνεται και να εμπλουτίζεται με γενετικά προφίλ που συνεισφέρουν εθνικές και ομοσπονδιακές τράπεζες DNA και τοπικά εργαστήρια, ενώ κάθε μία από τις 50 Πολιτείες έχει τα δικά της κριτήρια εισαγωγής και διαγραφής προφίλ σε αυτή, βλ. https://www.fbi.gov.
[26] Στοιχεία από την ηλεκτρονική τοποθεσία https://www.fbi.gov.
[27] Rohlfs R. et al., The Influence of Relatives on the Efficiency and Error Rate of Familial Searching, PloS ONE, Vol. 8, August 2013, διαθέσιμο σε: www.plusone.org.
[28] Ram N., The mismatch between probable cause and partial matching, The Yale Law Journal Pocket Part, 2009, σελ. 184.
[29] Στοιχεία από http://www.councilforresponsiblegenetics.org/dnadata/usa/usa2.html και Rohlfs R. et al., ό.π., διαθέσιμο σε: www.plusone.org.
[30] Solon O., Police used genealogy sites to match DNA of Golden State Killer suspect, 27 Apr. 2018, διαθέσιμο σε: https://www.theguardian.com/us-news/2018/apr/26/golden-state-killer-dna-genealogy-websites.
[31] Μέσω της ανοιχτής ηλεκτρονικής υπηρεσίας γενεαλογικών ερευνών GEDmatch, οι ανακριτικές αρχές ερεύνησαν γενεαλογικά δέντρα προσώπων που είχαν μερικώς ταυτιζόμενο προφίλ DNA με αυτό του άγνωστου Golden State Killer, απομόνωσαν τα προφίλ ατόμων που θα ήταν δυνατό βάσει της ηλικίας και του τόπου κατοικίας τους να έχουν τελέσει τις διερευνώμενες πράξεις και εστίασαν τις έρευνές τους στα πρόσωπα αυτά, οδηγούμενοι εντέλει στον βασικό ύποπτο συλληφθέντα, τον 72χρονο πρώην αστυνομικό Joseph James DeAngelo Jr. Προχώρησαν σε φυσική παρακολούθησή του και συνέλεξαν δείγμα DNA του από τα απορρίμματά του, το οποίο και κατάφεραν να ταυτοποιήσουν με τα «ορφανά» γενετικά αποτυπώματα του άγνωστου κατά συρροή δράστη, βλ. Stanto S., Lillis R., Relative's DNA from genealogy websites cracked East Area Rapist case, DA's office says, April 26, 2018, διαθέσιμο σε: http://www.sacbee.com/latest-news/article209913514.html#storylink=cpy.
[32]Αναφορικά με το περιστατικό αυτό, οι δύο γνωστότερες ηλεκτρονικές εταιρίες αναζήτησης γενεαλογικών δεσμών, η 23andMe και η Ancestry, αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους στην αστυνομική έρευνα, και δήλωσαν πως δεν μοιράζονται τα στοιχεία των πελατών τους με τις αστυνομικές αρχές. Η πρώτη έχει υιοθετήσει την πολιτική να μην διασταυρώνει καθόλου τα δεδομένα της με τρίτα μέρη, και η δεύτερη δήλωσε πως θα διαβίβαζε δεδομένα στην αστυνομία μόνο αν διατασσόταν νομοτύπως και αρμοδίως, Solon O., Police used genealogy sites to match DNA of Golden State Killer suspect, 27 Apr. 2018, διαθέσιμο σε: https://www.theguardian.com/us-news/2018/apr/26/golden-state-killer-dna-genealogy-websites και Breman M. et al, Authorities used DNA, genealogy website, to track down ‘Golden State Killer’ suspect decades after crimes, Apr. 26, 2018, διαθέσιμο σε: https://www.washingtonpost.com/news/post-nation/wp/2018/04/26/authorities-begin-racking-up-cases-against-golden-state-killer-suspect-ex-cop-turned-mechanic/?utm_term=.3b30a43f95dd.
[33]Η GEDmatch δήλωσε πως η ίδια δεν μοιράζεται καθαυτά τα γενετικά προφίλ που ανεβάζουν οι χρήστες, ωστόσο η πρόσβαση στους συσχετισμούς και τις αντιπαραβολές των γενετικών προφίλ είναι ελεύθερη προς τρίτα μέρη λόγω του ανοικτού συστήματος λειτουργίας της, ενώ εν προκειμένω μάλιστα δεν είχε γνώση για τη σχετική έρευνα της αστυνομίας, βλ. https://arstechnica.com/tech-policy/2018/04/gedmatch-a-tiny-dna-analysis-firm-was-key-for-golden-state-killer-case/,https://techcrunch.com/2018/04/27/golden-state-killer-gedmatch/. Ενημερώνει, ακόμη, όσους χρήστες επιθυμούν να αποκλείσουν τη χρήση των δεδομένων τους σε έρευνες τρίτων προσώπων να τα διαγράψουν από την ιστοσελίδα, βλ. https://www.gedmatch.com/policy.php.
[34]Βλ. https://www.government.nl/latest/news/2011/11/23/senate-agrees-to-dna-relationship-test.
[35] Rohlfs R. et al., ό.π.
[36] Η έννοια του τυχαίου ευρήματος, που κατάγεται από τη γερμανική ποινική δικονομία και δεν απαντάται σε ελληνικά νομοθετικά κείμενα, αποτελεί ένα εργαλείο επεξεργασίας περιπτώσεων αποδεικτικών απαγορεύσεων, βλ. Λίβος Ν., Η δικονομική αξιολόγηση των τυχαίων ευρημάτων, ΠοινΧρ 1998, σελ. 951. Ως τυχαία ευρήματα νοούνται τα ενσώματα αντικείμενα είτε οι πληροφορίες που ανευρίσκονται ή περιέρχονται σε γνώση των ανακριτικών υπαλλήλων κατά τη διενέργεια κάποιας επαχθούς ανακριτικής πράξης και δεν αφορούν το αδίκημα για το οποίο παραγγέλθηκε και διενεργήθηκε το συγκεκριμένο μέτρο, αλλά διαφορετική άδικη πράξη για την οποία μπορεί να έχει ασκηθεί ήδη άλλη ποινική δίωξη ή και να μην έχει ασκηθεί ακόμη, διότι ήταν παντελώς άγνωστη η τέλεσή της, βλ. Διονυσοπούλου Α., Η αποδεικτική αξιοποίηση των τυχαίων ευρημάτων στην ποινική διαδικασία, Ποινικά νο. 79, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2009, σελ. 9. Το τυχαίο εύρημα κείται εκτός του σκοπού της ανακριτικής πράξης κατά τη διενέργεια της οποίας ανακαλύφθηκε, διότι υποδηλώνει δια της υπάρξεώς του ή του περιεχομένου του υπόνοια τέλεσης μιας διαφορετικής από την διερευνώμενη αξιόποινης πράξης.
[37] Suter S., ό.π., σελ. 342.
[38] Σε κάποιες Πολιτείες των ΗΠΑ δίδεται το δικαίωμα στους αθωωθέντες να ζητήσουν τη διαγραφή των δειγμάτων DNA και των προφίλ τους από την τράπεζα, ώστε μη συμμετέχουν σε μελλοντικές διασταυρώσεις γενετικών τύπων και να αποφεύγεται η μερική ταυτοποίησή τους με προφίλ αγνώστων δραστών. Ωστόσο συνήθως προϋποτίθεται θετική ενέργεια, αίτηση από πλευράς του ενδιαφερομένου και κίνηση μιας διοικητικής διαδικασίας. Πολλοί πολίτες μπορεί να αγνοούν αυτή τη δυνατότητα ή να μην έχουν τα οικονομικά μέσα να την κινήσουν. Η νομοθετική αυτή επιλογή έχει επικριθεί με το σκεπτικό ότι δεν είναι ορθό να μετατοπίζεται το βάρος της διαγραφής των γενετικών προφίλ αθωωθέντων ατόμων στους ίδιους τους φορείς του θιγόμενου δικαιώματος, αντί να συντελείται με επιμέλεια του ίδιου του κράτους, βλ. Suter S., ό.π., σελ. 362.
[39] Για παράδειγμα το DNA του μπορεί να υποδηλώνει ότι είναι ταυτόχρονα παιδί και αδελφός ή εγγονός του πατέρα του, Suter S., ό.π., σελ. 342.
[40] Για παράδειγμα σε περίπτωση που μαθευτεί ότι κάποιος καλείται για παροχή εξηγήσεων για μια υπόθεση βιασμού, ανθρωποκτονίας, τρομοκρατίας κοκ.
[41] Kim J., et al., ό.π. και Rohlfs R. et al., ό.π.
[42] Έτσι και Nuffield Council on Bioethics, The forensic use of bioinformation: ethical issues, 2007, διαθέσιμο online: http://nuffieldbioethics.org/