Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ
Έστω ότι κάποιος ασθενής πάσχει από μία ανίατη αρρώστια, η οποία προκαλεί πόνους και οδηγεί με (σχεδόν απόλυτη) βεβαιότητα στον θάνατο δίχως να υπάρχει το κατάλληλο φάρμακο γι’ αυτήν. Έστω επίσης ότι το προσδόκιμο ζωής του ασθενούς είναι πλέον πολύ μικρό και ότι ο ίδιος δεν επιθυμεί να βιώσει το τελευταίο διάστημα της ζωής του υπό συνθήκες πλήρους αναξιοπρέπειας. Μπορεί αυτός ο άνθρωπος, αν αποφασίσει ότι θέλει να θέσει νωρίτερα και ανώδυνα τέλος στην ζωή του, να ζητήσει βοήθεια από ιατρό; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως: τί είδους βοήθεια θα πρέπει να παράσχει ο ιατρός; Υπάρχει κάποιο δικαίωμα του ασθενούς από το οποίο να απορρέει η αξίωσή του για αξιοπρεπή διαβίωση μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής του; Πώς θα αντιμετωπιζόταν από την έννομη τάξη η πράξη του ιατρού, με την οποία θα διανοιγόταν μια “ευκαιρία” να θέσει ο ασθενής τέλος στην ζωή του;
Τα ως άνω ερωτήματα αφορούν έναν γενικότερο προβληματισμό γύρω από το έννομο αγαθό της ζωής και την σύντμηση αυτής σε περιπτώσεις ανιάτων ασθενειών. Ο προβληματισμός αυτός έχει απασχολήσει έντονα τους νομικούς (και όχι μόνο), και έχουν εκφραστεί διάφορες απόψεις τόσο υπέρ όσο και κατά της ανακουφίσεως του πάσχοντος δι’ ευθανασίας. Στα περισσότερα όμως κράτη (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα), η ευθανασία είναι απαγορευμένη. Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια η συζήτηση έχει στραφεί προς μίαν άλλη κατεύθυνση. Πολλές έννομες τάξεις έχουν αναγνωρίσει ένα δικαίωμα, το οποίο πηγάζει από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ελευθερία αυτοδιαθέσεως και σχετίζεται περισσότερο με την υποβοήθηση του ασθενούς σε αυτοχειριασμό, παρά με την ευθανασία. Με το δικαίωμα αυτό δίνεται η δυνατότητα στον ασθενή που βρίσκεται στο τέλος της ζωής του και υποφέρει από του πόνους μιας αρρώστιας για την οποία δεν υπάρχει θεραπεία, εάν το επιθυμεί, να ζητήσει από έναν ιατρό να του συνταγογραφήσει τα κατάλληλα φάρμακα με τα οποία θα θέσει ανώδυνα και αξιοπρεπώς τέλος στην ζωή του.
B. ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
i) Οι χώρες στις οποίες είναι νόμιμη η ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία
Πρωτοπόρος στην θεμελίωση του δικαιώματος στον αξιοπρεπή θάνατο (Death with Dignity) υπήρξε, ήδη από το 1994, η πολιτεία του Όρεγκον στις Η.Π.Α. Προκειμένου να είναι εκεί νόμιμη η υποβοήθηση σε αυτοκτονία θα πρέπει ο ασθενής να πάσχει από ανίατη ασθένεια η οποία οδηγεί στον θάνατο, ενώ επιπλέον το προσδόκιμο ζωής του δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τους έξι μήνες. Ακόμη, η υποβοήθηση μπορεί να δοθεί μόνο σε ενήλικο άτομο και μόνον από ιατρό, ο οποίος κατόπιν αιτήματος του ασθενούς, συνταγογραφεί τα φάρμακα που θα επιφέρουν τον θάνατο του τελευταίου[1]. Το ίδιο δικαίωμα ενέταξαν στην νομοθεσία τους οι πολιτείες της Ουάσινγκτον[2], του Βερμόντ[3], του Κολοράντο[4], της Καλιφόρνια[5], καθώς και η περιφέρεια της Κολούμπια[6], ενώ αντίστοιχος νόμος θα τεθεί σε εφαρμογή και στην Χαβάη από το 2019[7].
Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση της πολιτείας της Μοντάνα, όπου εκδόθηκε μία απόφαση-σταθμός για την αναγνώριση ενός συνταγματικού δικαιώματος στον αξιοπρεπή θάνατο. Πρόκειται για την υπόθεση Baxter v. Montana, στην οποία εξετάστηκε το ερώτημα κατά πόσο το αμερικανικό Σύνταγμα εγγυάται σε ασθενείς με θανατηφόρα αρρώστια το δικαίωμα να λαμβάνουν συνταγογραφούμενα από τους ιατρούς τους φάρμακα που επιφέρουν τον θάνατο[8]. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Μοντάνα απεφάνθη ότι το δικαίωμα σε ιατρική υποβοήθηση στον αυτοχειριασμό συμπεριλαμβάνεται στο απαραβίαστο δικαίωμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Απέρριψε μεν οποιαδήποτε περίπτωση ευθανασίας, δέχτηκε όμως ότι επί τη βάσει του δικαιώματος στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια μπορεί να γίνει δεκτή η ιατρική υποβοήθηση στην αυτοκτονία του πάσχοντος που θέλει να θέσει ένα αξιοπρεπές τέλος στην ζωή του[9]. Σημειώνεται βέβαια ότι η αναγνώριση του δικαιώματος αυτού στην ως άνω πολιτεία περιορίζεται σε νομολογιακό επίπεδο, καθότι δεν έχει θεσπιστεί σχετική νομοθετική ρύθμιση[10]. Αν και οι επιμέρους πολιτείες έχουν ρυθμίσει με δικό τους νόμο το ζήτημα, γενικώς οι προϋποθέσεις του δικαιώματος στον αξιοπρεπή θάνατο αποκρυσταλλώνονται, με ελάχιστες αποκλίσεις, στις ακόλουθες:
α) ο ασθενής πρέπει να είναι ενήλικο άτομο,
β) πρέπει να έχει την ικανότητα να λαμβάνει αποφάσεις και να μπορεί να προβεί ο ίδιος σε πράξη αυτοχειριασμού,
γ) πρέπει να έχει διαγνωστεί από ιατρό ότι πάσχει από ανίατη αρρώστια, η οποία ως μη αναστρέψιμη, οδηγεί στον θάνατο,
δ) πρέπει να έχει προβεί σε δύο τουλάχιστον προφορικές δηλώσεις ενώπιον του ιατρού ότι επιθυμεί να θέσει τέλος στην ζωή του, ενώ πρέπει επίσης να υποβάλει γραπτό αίτημα υπογεγραμμένο παρουσία δύο μαρτύρων,
ε) ο ιατρός που συνταγογραφεί το φάρμακο πρέπει να διαπιστώσει επιπλέον τόσο το ανίατο της ασθένειας, όσο και την ικανότητα του ασθενούς για λήψη αποφάσεων, ενώ αντίθετα, αν θεωρήσει ότι υπάρχει κάποια αδυναμία ή ψυχολογική διαταραχή του ασθενούς, οφείλει να τον παραπέμψει σε ψυχιατρική εξέταση,
στ) ο ίδιος ιατρός πρέπει να πληροφορήσει τον ασθενή για τις υφιστάμενες εναλλακτικές λύσεις,
ζ) ο ιατρός πρέπει περαιτέρω να ζητήσει να ενημερώσει ο ασθενής τον κοντινότερο συγγενή του (αν υπάρχει) σχετικά με την απόφασή του να θέσει τέλος στην ζωή του, και τέλος,
η) οποιαδήποτε υποβοήθηση στον αυτοχειριασμό πρέπει να γίνει μόνο με φάρμακα, τα οποία συνταγογραφούνται από τον αρμόδιο ιατρό.
Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, όσον αφορά την ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία, αυτή επιτρέπεται κατ’ αρχήν στην Ελβετία. Ενώ η ευθανασία απαγορεύεται και τιμωρείται ως ανθρωποκτονία από πρόθεση (άρθρο 112 του Ελβετικού Ποινικού Κώδικα) ή ως ανθρωποκτονία κατ’ απαίτησιν (άρθρο 114 του Ελβετικού Ποινικού Κώδικα), ανάλογα με τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε, αντιθέτως η υποβοήθηση σε αυτοκτονία είναι επιτρεπτή εφόσον αυτή δεν τελείται από “εγωιστικά κίνητρα” (άρθρο 115 του Ελβετικού Ποινικού Κώδικα)[11]. Στην Ελβετία άλλωστε δραστηριοποιείται και ο γνωστός μη κερδοσκοπικός οργανισμός Dignitas, ο οποίος παρέχει υποστήριξη στον αυτοχειριασμό ατόμων που πάσχουν από ανίατες ή σοβαρές σωματικές ή ψυχικές ασθένειες. Σε αντίθεση με τις πολιτείες της Αμερικής που προαναφέρθηκαν, στην Ελβετία είναι νόμιμη η υποβοήθηση στην αυτοκτονία οποιουδήποτε θέλει να θέσει τέλος στην ζωή του, ανεξαρτήτως του εάν έχει μικρό προσδόκιμο ζωής. Απεναντίας, στις πολιτείες της Αμερικής όπου έχει αναγνωριστεί το δικαίωμα στον αξιοπρεπή θάνατο, απαραίτητη προϋπόθεση για την νόμιμη υποστήριξη του αυτοχειριασμού είναι το πολύ μικρό προσδόκιμο ζωής (λιγότερο από έξι μήνες). Προς την ίδια κατεύθυνση, η ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία επιτρέπεται ύστερα από νομοθετική ρύθμιση και υπό προϋποθέσεις στην Ολλανδία[12], στο Βέλγιο[13], και στο Λουξεμβούργο[14]. Οι διαφορές των τριών τελευταίων χωρών από την Ελβετία έγκεινται, πρώτον στο ότι έχουν νομιμοποιήσει και την ευθανασία, δεύτερον στο ότι η υποβοήθηση πρέπει να παρέχεται μόνον από ιατρό, και τρίτον στο ότι η υποβοήθηση αυτή είναι επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση που ο ασθενής πάσχει από πόνους ανίατης ασθένειας[15].
Στον Καναδά έχει ομοίως καταστεί νόμιμη υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις η υποβοηθούμενη αυτοκτονία (αλλά και η ευθανασία). Ειδικότερα, επιτρέπεται η φαρμακευτική υποβοήθηση στην αυτοκτονία του προσώπου που πληροί τις εξής προϋποθέσεις:
α) έχει ασφάλεια υγείας στον Καναδά (κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται ότι ένας αλλοδαπός επισκέπτης δεν μπορεί να λάβει τέτοια υποβοήθηση, όπως συμβαίνει στην Ελβετία),
β) είναι ενήλικας και είναι σε θέση να δώσει την συναίνεσή του,
γ) βρίσκεται στο τέλος της ζωής του,
δ) πάσχει από ανίατη ασθένεια,
ε) πάσχει από προχωρημένη κατάσταση μη αναστρέψιμης μείωσης των φυσικών ικανοτήτων του και
στ) πάσχει από αφόρητο σωματικό ή ψυχικό πόνο[16].
Υπό προϋποθέσεις, η υποβοηθούμενη αυτοκτονία και η ευθανασία είναι επίσης επιτρεπτές στην Κολομβία, η οποία είναι η μοναδική χώρα της Λατινικής Αμερικής όπου αυτές δεν θεωρούνται αξιόποινες πράξεις[17].
Τέλος, η Βικτώρια είναι η πρώτη πολιτεία της Αυστραλίας που νομιμοποίησε τον υποβοηθούμενο εκούσιο θάνατο (Voluntary Assisted Dying). Εκεί ο νόμος θα τεθεί σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2019. Οι προϋποθέσεις για να λάβει κανείς τέτοιου είδους υποβοήθηση είναι
α) να έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του,
β) να έχει ικανότητα λήψεως αποφάσεων αλλά και να μπορεί να προβεί στην πράξη του αυτοχειριασμού,
γ) να έχει διαγνωστεί με ασθένεια σε προχωρημένο στάδιο,
δ) η ασθένεια να είναι ανίατη και να οδηγεί στον θάνατο,
ε) το προσδόκιμο ζωής να είναι λιγότερο από έξι μήνες και
στ) η ασθένεια να προκαλεί πόνο που να μην μπορεί να ανακουφιστεί με κάποιον ανεκτό από το άτομο τρόπο. Επιπλέον, αυτός που επιθυμεί να προβεί σε υποβοηθούμενο αυτοχειριασμό θα πρέπει, αφού υποβάλει το αρχικό αίτημα και αφού οριστεί ένας συντονιστής ιατρός και ένας ιατρικός σύμβουλος ειδικά για την περίπτωσή του, να υποβάλει περαιτέρω μία γραπτή δήλωση και ένα τελικό αίτημα το οποίο θα εξεταστεί από τον ιατρό - συντονιστή της διαδικασίας[18]. Οι ως άνω χώρες είναι εκείνες, στις οποίες σήμερα επιτρέπεται η ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία (σε κάποιες από αυτές και η ευθανασία).
Έρεισμα για την θέσπιση ενός νόμου που να αναγνωρίζει τον αξιοπρεπή θάνατο αποτέλεσε τόσο το δικαίωμα στην αυτόνομη λήψη των προσωπικών αποφάσεων όσο και το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια. Από το πρώτο συνάγεται ότι κανείς δεν μπορεί να επέμβει στην βούληση άλλου, που είναι ελεύθερος να αποφασίζει πώς και πότε θέλει να πεθάνει. Από το δεύτερο δικαίωμα προκύπτει ότι δεν είναι μόνο η ζωή, αυτή καθ’ αυτή, που προστατεύεται από την έννομη τάξη, αλλά και άλλα, εξίσου με αυτήν σημαντικά έννομα αγαθά. Γίνεται δεκτό ότι από τα δύο αυτά δικαιώματα απορρέει μία βασική αξίωση του ανθρώπου, δηλαδή η αξίωση να ζει από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του με αξιοπρέπεια, και επομένως να του παρέχεται από την έννομη τάξη η δυνατότητα να αποφασίζει, στο τέλος της ζωής του, ποιος θέλει να είναι ο πιο αξιοπρεπής για τον ίδιο θάνατος.
Ανεξάρτητα λοιπόν από το αν θεωρεί κανείς εύστοχη ή όχι την ένταξη ενός τέτοιου νόμου σε μια έννομη τάξη, δεν μπορεί παρ’ όλα αυτά να αρνηθεί το γεγονός ότι οι έννομες τάξεις που πάντως έχουν προβεί στην αναγνώριση της ιατρικώς υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, είχαν να αντιμετωπίσουν ένα υπαρκτό πρόβλημα, το οποίο εμφανίζεται υπό τους αυτούς ή όμοιους όρους και στην Ελλάδα. Το πρόβλημα αυτό έγκειται στο γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι που βρίσκονται στο τέλος του βίου τους προτιμούν να θέσουν νωρίτερα οι ίδιοι ένα ανώδυνο τέλος στην ζωή τους, παρά να υποφέρουν από τους πόνους μιας ανίατης και θανατηφόρας ασθένειας[19].
ii) Το αντίθετο παράδειγμα της Γερμανίας
Μέχρι πρόσφατα η Γερμανία ήταν μία από τις ευρωπαϊκές χώρες όπου η συμμετοχή σε αυτοκτονία δεν αποτελούσε αξιόποινη πράξη. Υπό το καθεστώς αυτό παρουσιάστηκε τα τελευταία χρόνια το εξής πρόβλημα: πολλοί ασθενείς που έπασχαν από ανίατες αρρώστιες ή από βαριές μορφές καταθλίψεως επισκέπτονταν το ιατρό τους προκειμένου να τους βοηθήσει να θέσουν τέλος στην ζωή τους με ανώδυνο τρόπο. Ο ιατρός είτε τους υπεδείκνυε το κατάλληλο φάρμακο και την αναγκαία δοσολογία που θα επέφερε τον θάνατο ή μεσολαβούσε προκειμένου ο ασθενής να μεταβεί σε κάποια κλινική (ενδεχομένως στην γειτονική Ελβετία) και να λάβει την υποβοήθηση στον αυτοχειριασμό του σε ένα προς τούτο οργανωμένο περιβάλλον. Η υποβοήθηση αυτή που παρείχαν οι ιατροί γινόταν πολύ συχνά στο πλαίσιο επαγγελματικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα αυτοί να κερδίζουν χρήματα από την αυτοκτονία των ασθενών.
Ως εκ τούτου, το έτος 2015 εισήχθη στον γερμανικό ποινικό κώδικα μία νέα διάταξη (το άρθρο 217 γερμ.Π.Κ.) με την οποία κατέστη αξιόποινη η υποστήριξη του αυτοχειριασμού στο πλαίσιο επιχειρηματικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με την νέα αυτή διάταξη, όποιος με σκοπό να υποστηρίξει τον αυτοχειριασμό άλλου, παρέχει σε αυτόν αμέσως ή εμμέσως την ευκαιρία για αυτοχειριασμό ή μεσολαβεί γι’ αυτήν στο πλαίσιο επιχειρηματικής δραστηριότητας, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών ή με χρηματική ποινή (παρ.1). Κατά την δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου, δεν τιμωρείται εκείνος που συμμετέχει στην πράξη της παραγράφου 1, εφόσον ενεργεί εκτός πλαισίου επιχειρηματικής δραστηριότητας και είναι συγγενής ή κοντινό πρόσωπο του θύματος[20].
Ο Γερμανός νομοθέτης προσπάθησε να αντιμετωπίσει το ως άνω πρόβλημα (την ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας γύρω από τον αυτοχειριασμό των ασθενών και την προώθηση των θανατηφόρων φαρμάκων) καθιστώντας αξιόποινη οποιαδήποτε υποβοήθηση παρέχεται στον ασθενή στο πλαίσιο όμως επιχειρηματικής δραστηριότητας. Σκοπίμως ο νομοθέτης χρησιμοποίησε τον όρο “επιχειρηματική δραστηριότητα” (αντί του όρου επαγγελματική ή εμπορική δραστηριότητα), προκειμένου να μην αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την υπαγωγή στην εν λόγω διάταξη η αποκόμιση κέρδους. Έτσι, με την νέα διάταξη κατέστη αξιόποινη τόσο η κερδοσκοπική (από επαγγελματίες ιατρούς) όσο και η οργανωμένη εθελοντική (από κλινικές ή από εθελοντικούς οργανισμούς) υποστήριξη στην αυτοκτονία κάποιου[21]. Αντίθετα, κάθε άλλη υποβοήθηση σε αυτοχειριασμό μένει ατιμώρητη[22].
Η Γερμανία φαίνεται ως εκ τούτου να κινείται προς μίαν εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση από τις έννομες τάξεις που προαναφέρθηκαν. Ακριβώς λόγω του ότι δεν υπήρχαν σαφείς προϋποθέσεις, μπορούσε ο καθένας εκεί να επισκεφτεί τον ιατρό του και να ζητήσει βοήθεια προκειμένου να εντοπίσει και να καταναλώσει ένα θανατηφόρο φάρμακο, και μάλιστα ακόμα κι αν δεν έπασχε από κάποια ανίατη ασθένεια. Η πράξη του ιατρού ήταν νόμιμη, καθότι δεν προσέκρουε σε κάποια απαγορευτική διάταξη. Όπως υποστηρίχτηκε στην αιτιολογική έκθεση της νέας διατάξεως, λόγω της υπερβολικής προσφοράς “ευκαιριών για αυτοκτονία” από τους ιατρούς, οι περιπτώσεις των αυτοχείρων αυξήθηκαν[23]. Ο Γερμανός νομοθέτης όμως, αντί να ρυθμίσει με νόμο τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσε να είναι νόμιμη η υποβοήθηση σε αυτοχειριασμό, όπως έκαναν άλλες έννομες τάξεις, θέλησε να απαγορέψει όλες τις περιπτώσεις που παρέχεται οργανωμένη υποβοήθηση από εξειδικευμένους επιστήμονες εντός οργανωμένης κλινικής[24].
Γ. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ
Το ερώτημα που ανακύπτει ενόψει των ανωτέρω είναι πώς θα αντιμετωπιζόταν το ίδιο πρόβλημα στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξεως. Μπορεί, ερωτάται, όποιος οδεύει προς τον θάνατο, λόγω μίας επώδυνης και ανίατης ασθένειας, και επιθυμεί να θέσει τέλος στην ζωή του, να λάβει σχετική βοήθεια από κάποιον ιατρό;
Κατ’ αρχήν σημειώνεται ότι στην Ελλάδα η ευθανασία, αν και δεν προβλέπεται ρητά ως πράξη, τιμωρείται είτε ως ανθρωποκτονία εκ προθέσεως (αρ. 299 Π.Κ.) είτε ως ανθρωποκτονία εξ οίκτου (αρ. 300 Π.Κ.)[25]. Επομένως, απαγορεύεται οποιαδήποτε πράξη ιατρού που συντέμνει την ζωή του πάσχοντα από ανίατη ασθένεια. Ερωτάται όμως πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται ο ιατρός που δεν θανατώνει ο ίδιος έναν ασθενή, αλλά είτε του παρέχει βοήθεια προκειμένου να αυτοκτονήσει ανώδυνα, είτε του υποδεικνύει ή του προμηθεύει το φάρμακο που πρέπει να καταναλώσει για να θέσει ανώδυνα τέλος στην ζωή του.
Υποστηρίζεται συναφώς ότι η κατά το άρθρο 301 Π.Κ. παροχή βοήθειας συμπίπτει εννοιολογικά προς την παροχή συνδρομής των άρθρων 46 και 47 Π.Κ.[26]. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται μάλιστα να καλύπτει και τις δύο μορφές συνέργειας (απλή και άμεση)[27]. Για το ζήτημα αυτό έχουν ωστόσο υποστηριχθεί τρεις απόψεις[28]. Κατά την ευρύτερη θεωρία, στο περιεχόμενο της έννοιας “βοήθεια” περιλαμβάνεται κάθε είδους συνέργεια, άμεση ή απλή, ακόμα κι αν παρασχέθηκε πριν από την αρχή της πράξεως της αυτοκτονίας[29]. Η άποψη αυτή όμως έρχεται σε αντίθεση με το γράμμα του νόμου που απαιτεί παροχή βοήθειας κατά τον χρόνο που ενεργείται η αυτοκτονία (”κατ‘ αυτήν“). Επομένως η ως άνω άποψη δεν θα πρέπει να υιοθετηθεί, διότι επεκτείνει ανεπίτρεπτα το αξιόποινο και κατά τούτο προσκρούει στην αρχή της νομιμότητας (n.c.n.p.s.l.)[30].
Κατά την στενότερη θεωρία, μόνο η άμεση συνέργεια νοείται ως βοήθεια κατά το άρθρο 301 Π.Κ.[31]. Η άποψη αυτή βασίζεται στην σκέψη ότι η απλή συνέργεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει την ίδια απαξία με την κατάπειση άλλου σε αυτοκτονία. Ωστόσο, η άποψη αυτή παραβλέπει το ότι η απλή συνέργεια κατά την πράξη της αυτοκτονίας μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν ο δράστης προσφέρει την επιδοκιμασία και την συμπαράστασή του την ώρα που ο αυτόχειρας λ.χ. πίνει το δηλητήριο (ψυχική συνέργεια).
Κατά την ορθότερη ενδιάμεση θεωρία, στην έννοια του όρου “βοήθεια” εντάσσεται τόσο η άμεση συνέργεια, όσο και η απλή αρκεί η τελευταία να παρέχεται κατά την τέλεση του αυτοχειριασμού, ήτοι κατά την διάρκεια της πράξεως της αυτοκτονίας. Δεν τιμωρούνται αντίθετα κατά το άρθρο 301 Π.Κ. όλες οι περιπτώσεις συνδρομής που παρέχεται πριν από την έναρξη της πράξεως της αυτοκτονίας[32].
Επομένως, ο ιατρός που παρέχει σε ασθενή ο οποίος αναζητεί τρόπους για να αυτοκτονήσει το κατάλληλο φάρμακο για αυτοχειριασμό και κατά την πράξη του αυτοχειριασμού είτε δίνει οδηγίες για την σωστή κατανάλωση, είτε παρέχει ψυχολογική υποστήριξη κατά την διάρκεια της πράξεως, θα τιμωρηθεί κατά το άρθρο 301 Π.Κ.[33]. Αντιθέτως, ο ιατρός που απλώς προμηθεύει τον ήδη αποφασισμένο αυτόχειρα με το σχετικό φάρμακο δεν θα τιμωρηθεί για συμμετοχή σε αυτοκτονία, αν ο αυτόχειρ το αναλώσει κατ’ ιδίαν. Το ίδιο θα ισχύσει και για όποιον υποδεικνύει στον ασθενή την κατάλληλη μέθοδο για να αυτοκτονήσει ή παρέχει συμβουλές πριν την αυτοκτονία υπό την προϋπόθεση ότι με τις πράξεις του αυτές δεν συμβάλλει στο να πεισθεί ο τελευταίος να αυτοκτονήσει[34]. Ατιμώρητος κατά την ίδια διάταξη θα πρέπει επίσης να μείνει και ο ιατρός που συνοδεύει τον ασθενή σε χώρα όπου είναι επιτρεπτή η υποβοήθηση στην αυτοκτονία, ή ο ιατρός που μεσολαβεί για να μεταφερθεί ο ασθενής εκεί, καθότι η “βοήθεια” παρέχεται εν προκειμένω σε χρονικό σημείο προγενέστερο από την έναρξη της πράξεως του αυτόχειρα.
Στην ίδια συνάφεια ενδιαφέρον παρουσιάζει το ερώτημα αν θα τιμωρηθεί για συμμετοχή σε αυτοκτονία τελούμενη με παράλειψη, ο ιατρός που παρέχει φάρμακο το οποίο επενεργεί μετά από τρεις ώρες, ο δε ασθενής μεταβαίνει στην οικία του για να αυτοκτονήσει με αυτό (αρ. 301 Π.Κ. σε συνδ. με αρ. 15 Π.Κ.)[35]. Είναι σαφές ότι στην υπό εξέταση περίπτωση ο ιατρός δεν έχει υποχρέωση εκ του νόμου να διατηρήσει στην ζωή εκείνον ο οποίος δεν επιθυμεί να συνεχίσει να ζει. Ζήτημα ανακύπτει εντούτοις ως προς το αν έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να σώσει τον ασθενή κατά το χρονικό διάστημα που αναμένεται ο θάνατός του, δεδομένου ότι ο ιατρός έχει εν προκειμένω προβεί σε προγενέστερη επικίνδυνη ενέργεια[36]. Εφόσον γίνεται δεκτό ότι το κατ‘ άρθρο 301 Π.Κ. έγκλημα μπορεί να διαπραχθεί και δια παραλείψεως, θα έλεγε κανείς ότι τίποτα δεν εμποδίζει την τιμωρία του ιατρού για συμμετοχή σε αυτοκτονία δια παραλείψεως τελουμένη.
Ωστόσο, το συμπέρασμα αυτό δεν είναι ορθό για δύο λόγους: Πρώτον, ο νομοθέτης σκοπίμως θέλησε να καταστήσει αξιόποινη μόνο την συνδρομή η οποία σύμφωνα με το γράμμα του νόμου παρέχεται “κατά την αυτοκτονία”. Η επέκταση του αξιοποίνου σε οποιαδήποτε ενέργεια συνδρομής πριν από την αυτοκτονία κείται εκτός του γράμματος του νόμου. Επιπλέον, ο κίνδυνος για το έννομο αγαθό της ζωής δεν τίθεται ευθύς μόλις δώσει ο ιατρός το επίμαχο φάρμακο στον ασθενή του, αλλά το πρώτον όταν ο τελευταίος καταναλώσει το φάρμακο. Η πράξη του ιατρού επομένως δεν συνιστά προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια, γιατί ο κίνδυνος για την ζωή δεν τίθεται κατά την χρονική στιγμή της προμήθειας του φαρμάκου[37]. Έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι σ’ αυτήν την περίπτωση ο ιατρός μπορεί να τιμωρηθεί για παράλειψη λυτρώσεως από κίνδυνο ζωής (άρθρο 307 Π.Κ.) εφόσον γνωρίζει τον κίνδυνο που επέρχεται όταν ο ασθενής καταναλώσει το φάρμακο και μπορεί να τον σώσει[38] Κατ’ άλλη άποψη όμως ο κίνδυνος στον οποίο αναφέρεται η διάταξη πρέπει να προέρχεται από εξωτερικούς παράγοντες και όχι από το ίδιο το θύμα και άρα ο ιατρός δεν μπορεί να τιμωρηθεί σύμφωνα με το άρθρο 307 Π.Κ.[39].
Αξίζει να επισημανθεί ότι η νομολογία δεν προβαίνει στην διάκριση της βοήθειας που παρέχεται πριν την αυτοκτονία και εκείνης που παρέχεται “κατ’ αυτήν”. Αντιθέτως, θεωρεί ότι κάθε είδους συνδρομή σε αυτοκτονία, ανεξαρτήτως του αν αυτή παρασχέθηκε πριν ή κατά την διάρκεια της πράξεως του αυτοχειριασμού, υπάγεται στο άρθρο 301 Π.Κ.[40].
Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες εξελίξεις σχετικά με τον αξιοπρεπή θάνατο, γίνεται δεκτό ότι θα μπορούσε και στην Ελλάδα να αναγνωριστεί ένα αντίστοιχο με τις άλλες έννομες τάξεις δικαίωμα[41]. Κατ’ αρχήν όμως, ένας νόμος ο οποίος θα αναγνώριζε το δικαίωμα στον αξιοπρεπή θάνατο θα έπρεπε να αφορά μόνον την υποβοήθηση στον αυτοχειριασμό, και σε καμία περίπτωση την ευθανασία. Η νομιμοποίηση της ευθανασίας θα σήμαινε αφενός μεν ότι ο ασθενής δικαιούται να απαιτήσει από την έννομη τάξη να τον θανατώσει, αφετέρου δε ότι η τελευταία αναλαμβάνει την υποχρέωση, όταν της ζητηθεί, να επιτρέψει αυτήν την ενέργεια. Η έννομη τάξη όμως προστατεύει “σε απόλυτο βαθμό” το δικαίωμα της ζωής. Σε “απόλυτο βαθμό”, σημαίνει, εκτός των άλλων, ότι η έννομη τάξη δεν αναγνωρίζει “ποιότητα” ή “αξία” ζωής, όσον αφορά την προστασία αυτής. Η αναγνώριση της ευθανασίας θα σήμαινε ότι η πολιτεία θεωρεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις (οι οποίες αντιστοιχούν στις προϋποθέσεις της ευθανασίας), το έννομο αγαθό της ζωής δεν χρήζει προστασίας και χάνει την αξία του. Κάτι τέτοιο όμως αντιβαίνει στην απόλυτη προστασία της ζωής, κατά το άρθρο 5 § 2 του Συντάγματος[42].
Αντιθέτως, η υποβοήθηση στην αυτοκτονία του πάσχοντος εκκινεί από εντελώς διαφορετική αφετηρία. Στις περιπτώσεις αυτές δεν ατονεί βεβαίως η υποχρέωση της πολιτείας να προστατεύει απόλυτα την ζωή. Απλώς, ενώ στην ευθανασία η κύρια πράξη είναι κατ’ αρχήν αξιόποινη, στην περίπτωση της αυτοκτονίας αυτή ούτε είναι ούτε θα μπορούσε να είναι αξιόποινη πράξη. Όπως λοιπόν ο πολίτης δεν μπορεί να αξιώσει από την έννομη τάξη να τον σκοτώσει έτσι και η έννομη τάξη δεν μπορεί να αξιώσει από αυτόν να ζει παρά την θέληση του, ιδίως μάλιστα όταν η διατήρηση της ζωής του συνεπάγεται διαβίωση με πόνους τους οποίους δεν επιθυμεί να υπομένει. Το ελληνικό Σύνταγμα αφήνει ελεύθερο τον νομοθέτη να αποφασίσει αν η υποβοήθηση σε αυτοκτονία δύναται υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις να επιτραπεί. Ο νομοθέτης θα πρέπει να σταθμίσει μεταξύ της απόλυτης προστασίας της ζωής από την μια πλευρά, και της ελευθερίας της αυτοδιαθέσεως και της αξιοπρέπειας από την άλλη. Κανείς δεν πρέπει να υποχρεώνεται να ζει παρά την θέληση του βιώνοντας επώδυνα το τέλος της ζωής του. Η αναγκαστική διατήρηση στην ζωή ενός προσώπου που πάσχει από επώδυνη, ανίατη και αναπόδραστα προς τον επικείμενο θάνατο βαίνουσα ασθένεια προσκρούει στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και στην συνταγματικά προστατευόμενη αξιοπρέπειά του.
Ασφαλώς, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσε ο Έλληνας νομοθέτης να αναγνωρίσει την ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία θα έπρεπε να είναι πολύ αυστηρές και συγκεκριμένες, ούτως ώστε να αποφεύγονται πιθανά σφάλματα, λανθασμένες εκτιμήσεις και τυχόν καταχρήσεις. Λαμβάνοντας όμως ως πρότυπο την νομοθεσία άλλων εννόμων τάξεων, οι προϋποθέσεις αυτές θα μπορούσαν να καταστρωθούν ως ακολούθως:
α) ο ασθενής θα πρέπει να πάσχει από ανίατη αρρώστια, η οποία να είναι βέβαιο ότι θα τον οδηγήσει στον θάνατο και η κατάσταση αυτή πρέπει να μην είναι αναστρέψιμη
β) ο ασθενής θα πρέπει να υποφέρει από πόνους που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με κάποιο φάρμακο και να μην επιθυμεί να τους υπομείνει
γ) θα πρέπει επίσης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ιατρών, ο ασθενής να έχει πολύ μικρό ή ελάχιστο προσδόκιμο ζωής
δ) οποιουδήποτε είδους συνδρομή, θα πρέπει να παρέχεται από εξειδικευμένο ιατρό και εντός οργανωμένης κλινικής
ε) η συνδρομή από τον ιατρό θα πρέπει να συνίσταται στην παροχή φαρμάκου, το οποίο θα καταναλώνεται από τον ίδιο τον ασθενή
στ) αυτός θα πρέπει να είναι ενήλικας και να έχει πλήρη ικανότητα να συναινέσει, προκειμένου να λάβει την υποβοήθηση του ιατρού, ενώ η απόφασή του πρέπει να λαμβάνεται ελεύθερα και να εκφράζεται με σοβαρή δήλωση βουλήσεως για αρκετό χρονικό διάστημα (τουλάχιστον δύο μήνες) σε περιβάλλον όπου υπάρχουν εξειδικευμένοι ιατροί, οι οποίοι δρουν συμβουλευτικά (προτείνοντας τυχόν εναλλακτικές λύσεις στον ασθενή), ούτως ώστε να μεσολαβεί ικανό χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα μπορεί αυτός να αλλάξει γνώμη
ζ) η υποβοήθηση σε αυτοχειριασμό πρέπει να γίνεται με κατάλληλα φάρμακα που επιφέρουν ανώδυνα τον θάνατο και παρέχονται κλιμακωτά, ώστε να δίνεται στον ασθενή η δυνατότητα να υπαναχωρήσει ακόμη και την τελευταία στιγμή
η) η ως άνω υποβοήθηση πρέπει να παρέχεται μη κερδοσκοπικά, προκειμένου να αποκλειστεί οποιοδήποτε ενδεχόμενο να αναπτυχθεί επιχειρηματική ή άλλη εμπορική δραστηριότητα προς την κατεύθυνση αυτή και με τον τρόπο αυτό να καταστεί η αυτοκτονία πηγή κέρδους για ορισμένους.
Επισημαίνεται κλείνοντας ότι ο στόχος του νομοθέτη δεν συμπίπτει απαραιτήτως με αυτόν του ιατρού. Η ιατρική επιστήμη με την πρόοδο που έχει σημειώσει τα τελευταία χρόνια αποσκοπεί στην παράταση της ζωής, στην βελτίωση της υγείας αλλά και στην θεραπεία οποιασδήποτε ασθένειας. Αντιθέτως, στόχος της έννομης τάξεως είναι να δίνει λύσεις στα υπαρκτά προβλήματα που αφορούν την κοινωνία και τους πολίτες της, προστατεύοντας πάντα τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Η ελληνική έννομη τάξη μπορεί, αποσκοπώντας στην διαφύλαξη της αξιοπρέπειας και σεβόμενη την αυτονομία των προσωπικών αποφάσεων, να παραχωρήσει υπό τις ως άνω προϋποθέσεις την δυνατότητα στον ασθενή να πράξει ανώδυνα κάτι που ούτως ή άλλως δεν είναι παράνομο (αυτοχειριασμός) και πολλές φορές τελείται υπό βίαιες και αβέβαιες μεθόδους. Ασφαλώς, στις περιπτώσεις που ο ασθενής δεν επιθυμεί να θέσει τέλος στην ζωή του δεν παύει να υφίσταται ο στόχος του ιατρού να αναστρέψει ή να απαλύνει την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο ασθενής.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Βλ. Oregon Death With Dignity Act, § 2.01 (§ 127.805): “An adult who is capable, is a resident of Oregon, and has been determined by the attending physician and consulting physician to be suffering from a terminal disease, and who has voluntarily expressed his or her wish to die, may make a written request for medication for the purpose of ending his or her life in a humane and dignified manner in accordance with ORS 127.800 to 127.897”, διαθέσειμο σε: https://www.oregon.gov/oha/PH/PROVIDERPARTNERRESOURCES/EVALUATIONRESEARCH/DEATHWITHDIGNITYACT/Pages/ors.aspx. Για την ανάλυση των προϋποθέσεων και της διαδικασίας που ακολουθείται για την υποβοηθούμενη αυτοκτονία, βλ. Raphael Cohen-Almagor, Monica G. Hartman, The Oregon Death With Dignity Act: Review and Proposals for Improvement, Journal of Legislation: Vol. 27: Iss. 2, Article 2, 269, διαθέσιμο σε: http://scholarship.law.nd.edu/jleg/vol27/iss2/2.
[2]Βλ. The Washington Death With Dignity Act, Chapter 70.245 RCW, διαθέσιμο σε: http://apps.leg.wa.gov/RCW/default.aspx?cite=70.245. Ο νόμος ετέθη σε εφαρμογή το 2009. Προϋποθέσεις τις νόμιμης υποστηρίξεως της αυτοκτονίας είναι: α) ο ασθενής να είναι ενήλικος (άνω των 18 ετών) και διανοητικά ικανός, β) να πάσχει από ανίατη ασθένεια, η οποία οδηγεί στον θάνατο και να του απομένουν 6 μήνες ζωής γ) να προβεί δύο φορές σε γραπτό αίτημα, δ) να έχει την δυνατότητα υπαναχωρήσεως ε) να τυγχάνει συνεχούς συμβουλευτικής και παρηγορητικής φροντίδας από ιατρούς. Βλ. για περαιτέρω ανάλυση βλ. Anita Jablonski, Janine Clymin, Dana Jacobson, Karen Feldt, The Washington State Death With Dignity Act: A Survey of Nurses Knowledge and Implications for Practice Part 1, Journal of Hospice & Palliative Nursing: January/February 2012 - Volume 14 - Issue 1 - p 45–52, διαθέσιμο σε: https://journals.lww.com/jhpn/Abstract/2012/01000/The_Washington_State_Death_With_Dignity_Act__A.8.aspx.
[3]Βλ. Vermont Statutes Annotated, Sec. 1, 18 V.S.A., chapter 113, διαθέσιμο σε: https://legislature.vermont.gov/statutes/chapter/18/113. Ο νόμος ετέθη σε εφαρμογή το 2013 και οι προϋποθέσεις είναι παρόμοιες με τις υπόλοιπες πολιτείες. Βλ. περαιτέρω, Kathryn L. Tucker, Vermont’s Patient Choice at End of Life Act: A Historic “Next Generation” Law Govering Aid in Dying, Vermont Law Review, Vol. 38, 2014, 687, διαθέιμο σε: https://lawreview.vermontlaw.edu/wp-content/uploads/2014/05/05-TuckerG.pdf.
[4]Βλ. Proportion 106, Access to Medical Aid In Dying Act, Article 48 of Title 25, C.R.S., διαθέσιμο σε: https://www.sos.state.co.us/pubs/elections/Initiatives/titleBoard/filings/2015-2016/145Final.pdf, για τον αντίστοιχο νόμο και τις προϋποθέσεις αυτού, που ετέθη σε εφαρμογή το 2016. Βλ. ακόμη, Browne C. Lewis, "A Deliberate Departure: Making Physician-Assisted Suicide Comfortable forVulnerable Patients" (2017). Law Faculty Articles and Essays. 909, διαθέσιμο σε: http://engagedscholarship.csuohio.edu/fac_articles/909.
[5]Βλ. End of Life Option Act, § 443.2, διαθεσιμο σε: https://leginfo.legislature.ca.gov/faces/billNavClient.xhtml?bill_id=201520160SB128. Για μία επισκόπηση των προϋποθέσεων του νόμου αυτού, που ετέθη σε εφαρμογή το 2016, βλ. Amanda M.Thyden, Death with Dignity and Assistance: A Critique of the Self-Administration Requirement inCalifornia’s End of Life Option Act, 20 Chap. L. Rev. 421 (2017), 435, διαθέσιμο σε: http://digitalcommons.chapman.edu/chapman-law-review/vol20/iss2/8.
[6]Βλ. Death with Dignity Act, D.C. Law 21 - 82, διαθέσιμο σε: https://dchealth.dc.gov/page/death-dignity-act-2016, που ετέθη σε εφαρμογή το 2017.
[7]Βλ. Our Care, Our Choice Act, §§ 1 - 25, διαθέσιμο σε: https://www.capitol.hawaii.gov/session2018/bills/HB2739_HD1_.HTM. Ο νόμος θα τεθεί σε εφαρμογή από 1 Ιανουαρίου του 2019.
[8]Στην υπόθεση αυτή, ασκήθηκε αρχικά αγωγή από τέσσερις ιατρούς και τον Robert Baxter, οδηγό φορτηγού εβδομήντα έξι ετών που έπασχε από λεμφοκυτταρική λευχαιμία, ασθένεια που ήταν προχωρημένη, και ήταν βέβαιο ότι θα πέθαινε. Οι ενάγοντες ζήτησαν από το δικαστήριο να αναγνωρίσει ως συνταγματικό το δικαίωμα να λαμβάνει και να παρέχει κανείς βοήθεια στο θάνατο. Το εναγόμενο κράτος ισχυρίστηκε από την άλλη ότι το Σύνταγμα δεν παρέχει κανένα δικαίωμα στην βοήθεια για να τερματιστεί η ζωή κάποιου. Το δικαστήριο εν τέλει αποφάνθηκε υπέρ των εναγόντων, δηλώνοντας ότι στα συνταγματικά δικαιώματα της προσωπικής προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, εντάσσεται το δικαίωμα στην κατάλληλη υποβοήθηση στον θάνατο του ασθενούς προκειμένου αυτός να πεθάνει με αξιοπρέπεια.
[9]Robert Baxter v State, 2009 MT 449: Conclusion: “This right to physician aid in dyingquintessentially involves the inviolable right to human dignity—our most fragile fundamental right” …“Dignity is a fundamental component of humanness; it is intrinsic to our species; it must be respectedthroughout life; and it must be honored when one’s inevitable destiny is death from an incurableillness”. Βλ. περαιτέρω για μία προσέγγιση της ατομικής αξιοπρέπειας (Individual dignity), James E.Dallner, D. Scott Manning, Death with Dignity in Montana, 65 Mont. L. Rev. (2004), 23, διαθέσιμο σε: https://scholarship.law.umt.edu/mlr/vol65/iss2/4/.
[10]Βλ. Kathryn L. Tucker, Privacy and Dignity at the End of LIfe: Protecting the Right of Montans toChoose Aid in Dying, 68 Mont. L. Rev. 317 (2007), 317, διαθέσιμο σε: https://scholarship.law.umt.edu/mlr/vol68/iss2/6, για τους λόγους που συνηγορούν στην νομοθετική ρύθμιση ενός θανάτου με αξιοπρέπεια λόγω της αυξανόμενης κοινωνικής αποδοχής της δυνατότητας επιλογής του τέλους στην ζωή σε όλο και περισσότερες πολιτείες.
[11]Κατά το άρθρο 115 του Ελβετικού Ποινικού Κώδικα, όποιος πείθει κάποιον να αυτοκτονήσει ή τον βοηθάει στην αυτοκτονία, από εγωιστικά κίνητρα, εάν τελεστή η αυτοκτονία ή γίνει απόπειρα αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι πέντε ετών ή με χρηματική ποινή. (Wer aus selbstsüchtigen Beweggründen jemanden zum Selbstmorde verleitet oder ihm dazu Hilfe leistet, wird, wenn der Selbstmordausgeführt oder versucht wurde, mit Freiheitsstrafe bis zu fünf Jahren oder Geldstrafe bestraft.) Ως “εγωιστικά κίνητρα” νοούνται εκείνα που αποσκοπούν σε οικονομικό κέρδος ή υποκινούνται από συναισθήματα μίσους, βλ. Anton Pestalozzi-Henggeler, Euthanasia under the Swiss Penal Code, 15 Sw L.J. 393 (1961), διαθέσιμο σε: https://scholar.smu.edu/smulr/vol15/iss3/3: "Selfseeking motives are defined as motives of material, particularly financial, gain, and also hate, revenge, malice, etc. The motives to secure the victim from dishonour, disgrace or destitution have been deemed not to beself-seeking motives." Βλ. ακόμη, Christian Schwarzenegger, Es gibt ein Recht auf den eigenenTod, Schweizerische Ärztezeitung, 2007; 88: 19, 843, διαθέσιμο σε: https://bullmed.ch/fr/resource/jf/journal/file/view/article/saez/fr/bms.2007.12717/2007-19-380_lang.pdf/, για μία σύντομη ανάλυση της ιατρικώς υποβοηθούμενης αυτοκτονίας στην Ελβετία. Όπως επισημαίνει, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Ελβετίας έχει αναγνωρίσει το δικαίωμα να αποφασίζει κανείς για την φύση και τη χρονική στιγμή του τερματισμού της ζωής του, τουλάχιστον στο βαθμό που ο ενδιαφερόμενος είναι σε θέση να διαμορφώσει ελεύθερα τη δική του βούληση και να ενεργήσει αναλόγως. Βλ. τέλος και το σχετικό άρθρο του Frank Th. Petermann, Ärzte und die Suizidhilfe, διαθέσιμο σε: https://www.nzz.ch/meinung/suizidhilfe-aerzte-im-dilemma-ld.1433983.
[12]Στην Ολλανδία είναι επιτρεπτή η υποβοηθούμενη αυτοκτονία αλλά και η ευθανασία ήδη από το 2002 (“Termination of Life on Request and Assisted Suicide (Review Procedures) Act”). Ο νόμος είναι διαθέσιμος σε: http://www.ethical-perspectives.be/viewpic.php?LAN=E&TABLE=EP&ID=58. Βλ. για περαιτέρω ανάλυση, G. K. Kimsma, Death by request in The Netherlands: facts, the legal contextand effects on physicians, patients and families, Med Health Care Philos, 2010 Nov, 13 (4), 355, διαθέσιμο σε: https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC2949557/.
[13]Στο Βέλγιο, επίσης από το 2002, είναι νόμιμη η ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία και η ευθανασία με τον νόμο “Loi relative à l'Euthanasie”, διαθέσιμο σε: http://www.ejustice.just.fgov.be/cgi_loi/change_lg.pl?language=fr&la=F&table_name=loi&cn=2002052837.
[14]Το 2009 κατέστη στο Λουξεμβούργο, επίσης υπό προϋποθέσεις, νόμιμη η ιατρικώς υποστηριζόμενη αυτοκτονία αλλά και η ευθανασία με τον νόμο “Loi sur l’euthanasie et l’assistance ausuicide”, διαθέσιμο σε: http://legilux.public.lu/eli/etat/leg/loi/2009/03/16/n2/jo. Βλ. Ezekiel J.Emanuel, Bregje D. Onwuteaka-Philipsen, John W. Urwin, Joachim Cohen, Attitudes andPractices of Euthanasia and Physician-Assisted Suicide in the United States, Canada, and Europe, JAMA. 2016;316(1):79-90, διαθέσιμο σε: https://jamanetwork.com/journals/jama/article-abstract/2532018.
[15]Βλ. Ursina Stocker, Sterbehilfe – Assistierter Suizid, Rechtliche, Politische und Moralisch-Ethische Aspekte, διαθέσιμο σε: https://www.unilu.ch/fileadmin/fakultaeten/rf/institute/staak/MAS_Forensics/dok/Masterarbeiten_MAS_5/Stocker_Ursina.pdf, για μία ενδιαφέρουσα συγκριτική επισκόπηση του ζητήματος της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας και της ευθανασίας στις ευρωπαϊκές χώρες.
[16]Βλ. Bill C-14, Canada’s federal law on medical assistance in dying, διαθέσιμο σε: http://laws-lois.justice.gc.ca/PDF/2016_3.pdf. Για ανάλυση του νομικού καθεστώτος της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας και της ευθανασίας στον Καναδά και σε άλλες χώρες βλ. τις μελέτες του Jocelyn Downie, Permitting voluntary euthanasia and assisted suicide: Law reform pathways for common lawjurisdictions, QUT Law Review, Vol. 16, Issue 1, 84 επ., καθώς και, Medical Assistance in DyingLessons for Australia from Canada, QUT Law Review, Vol. 17, Issue 1, 127 επ.
[17]Στην Κολομβία η ευθανασία και η ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία αναγνωρίστηκαν ήδη από το 1997 από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Ωστόσο, το Υπουργείο Υγείας, μόλις το 2015, όρισε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δύνανται να διεξαχθούν. Βλ. Mariana Parreiras Reis de Castro,Guilherme Cafure Antunes, Lívia Maria Pacelli Marcon, Lucas Silva Andrade, Sarah Rückl, Vera Lúcia Ângelo Andrade, Euthanasia and assisted suicide in western countries: a systematicreview, Rev. Bioét., 2016, 24 (2), 355, διαθέσιμο σε: http://www.scielo.br/pdf/bioet/v24n2/en_1983-8034-bioet-24-2-0355.pdf.
[18]Βλ. Voluntary Assisted Dying Act 2017, No. 61 of 2017, και ιδίως: Part 1, 6. When may a personaccess voluntary assisted dying? και Part 2, 9. Eligibility criteria for access to voluntary assisteddying, διαθέσιμο σε: http://www5.austlii.edu.au/au/legis/vic/num_act/vada201761o2017348/. Για μία κριτική επισκόπηση βλ. Danuta Mendelson, Voluntary Assisted Dying Legislation in Victoria: WhatCan We Learn from the Netherlands Experience? (October 13, 2017). (2017) 25 Journal of Law andMedicine, Deakin Law School Research Paper No. 17-31, διαθέσιμο σε: https://ssrn.com/abstract=3052195, η οποία τάσσεται κατά το του νέου νόμου, επικρίνοντας το όριο ηλικίας και το είδος διανοητικής ικανότητας που χρειάζεται για να ζητήσει κάποιος να πεθάνει. Κατά την ίδια, επίσης: “Thus in Victoria, where state-sanctioned death penalty – carrying out an intentionalkilling of another human being as a final step in a judicial process – has been considered abhorrentand rightly abolished; extra-judicial killings or assistance in suicide by medical practitioners of theirpatients is considered a necessary manifestation of respect for personal “agency and autonomy” inneed of legalization. Ironically, the generation that fought to abolish death penalty in the 1960s willnow be the most immediate subject of “voluntary assisted dying”.
[19]Σκόπιμη κρίνεται στο σημείο αυτό μία σημείωση σχετικά με την θέση που παίρνει το ΕΔΔΑ επί του ζητήματος. Στην υπόθεση Pretty κατά Ηνωμένου Βασιλείου, δεν θεώρησε ότι το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ που προστατεύει το δικαίωμα στην ζωή εγγυάται ταυτόχρονα και το δικαίωμα στον θάνατο (§§ 39 - 40). Σημαντική είναι η υπόθεση Koch κατά Γερμανίας, στην οποία δέχτηκε ότι το ζήτημα του εάν υφίσταται δικαίωμα του ατόμου να αποφασίσει τον χρόνο και τον τρόπο τερματισμού της ζωής του εμπίπτει στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (§§ 51 - 54). Παρόμοιες είναι και οι υποθέσεις Haas (§ 51) κατά Ελβετίας και Gross κατά Ελβετίας (§ 59 - 60), όπου έκρινε ότι το δικαίωμα του ατόμου να αποφασίζει με ελεύθερη συνείδηση για τον τρόπο και τον χρόνο τερματισμού της ζωής του, αποτελεί μία έκφανση του δικαιώματος σεβασμού της προσωπικής αυτονομίας του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Τέλος, ιδιαίτερη σημαντική είναι η πρόσφατη υπόθεση Lambert κατά Γαλλίας, όπου ό τριάνταεννιάχρονος Vincent Lambert, έπειτα από σοβαρά τραύματα που είχε υποστεί στο κεφάλι του, ήταν τετραπληγικός και σε κωματώδη κατάσταση, μένοντας στην ζωή με τεχνητή παροχή τροφής και νερού, μέσω γαστρικού σωλήνα. Το γαλλικό Συμβούλιο Επικρατείας (Conseil d' État) ενέκρινε το αίτημα της συζύγου του να τερματίσει την ζωή του, έπειτα από έξι χρόνια που βρισκόταν σε κώμα. Εντούτοις, οι γονείς και κάποια από τα αδέρφια του, προσέφυγαν ενώπιον του ΕΔΔΑ, υποστηρίζοντας ότι η απόσυρση της παροχής τροφής και νερού είναι αντίθετη στο άρθρο 2 της ΕΣΔΑ, το οποίο εγγυάται το δικαίωμα στην ζωή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, όπως ερμηνεύτηκε από το Conseil d' État, αλλά και η διαδικασία λήψεως της αποφάσεως, είναι συμβατά με τις επιταγές του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, η διαδικασία λήψεως της τελικής αποφάσεως σ’ αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να δίνει μεγάλη βαρύτητα στις επιθυμίες του ίδιου του ενδιαφερόμενου, υπό δικαστικό όμως έλεγχο, εάν εγερθούν αμφιβολίες ως προς το περιεχόμενό τους (§§ 143, 145 - 148).
[20]§ 217 StGB Geschäftsmäßige Förderung der Selbsttötung: (1) Wer in der Absicht, dieSelbsttötung eines anderen zu fördern, diesem hierzu geschäftsmäßig die Gelegenheit gewährt,verschafft oder vermittelt, wird mit Freiheitsstrafe bis zu drei Jahren oder mit Geldstrafe bestraft. (2) Als Teilnehmer bleibt straffrei, wer selbst nicht geschäftsmäßig handelt und entweder Angehörigerdes in Absatz 1 genannten anderen ist oder diesem nahesteht. Σχετικά με τη νέα διάταξη βλ. τις δύο βασικές μονογραφίες του Kompmann, Die Pönalisierung der geschäftsmäßigen Förderung der Selbsttötung - eine kritische Analyse, Baden-Baden, 2017, καθώς και του Rudolf, Das Gesetz zur Strafbarkeit der geschäftsmäßigen Förderung der Selbsttötung (§ 217 n. F. StGB), Berlin, 2018.
[21]Ζήτημα γεννάται ως προς την έννοια του όρου “επιχειρηματική δραστηριότητα”. Στο πλαίσιο επιχειρηματικής δραστηριότητας ενεργεί ο δράστης που παρέχει την υποστήριξη που περιγράφεται στην εν λόγω διάταξη “κατ’ επανάληψη”. Για την υπαγωγή άρα μίας περιπτώσεως στην συγκεκριμένη διάταξη δεν απαιτείται η επιδίωξη κέρδους, αλλά αρκεί ο δράστης να προτίθεται να υποστηρίζει τον αυτοχειριασμό άλλων επαναλαμβανόμενα. Βλ. Fischer, Strafgesetzbuch mit Nebengesetzen, München, 2018,, σελ. 1525 και, BT-Drs. 18/5373, σελ. 16, (“... es genügt vielmehr, wenn jemand die Wiederholung gleichartiger Taten zum Gegenstand seiner Beschäftigung machen will”). Επιπλέον είναι αξιοσημείωτο ότι η πράξη τελείται στο πλαίσιο επιχειρηματικής δραστηριότητας, ακόμη και όταν παρέχεται υποστήριξη για πρώτη φορά αρκεί η πράξη να γίνεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να υποδεικνύει την αρχή μιας επαναλαμβανόμενης δραστηριότητας. Βλ. Riemer, Der Suizident und seine(e) Helfer -Vom Verbot der geschäftsmäßigenSuizidförderung nach § 217 StGB n.F., BRJ 02/2016, 99 (“Geschäftsmäßig” soll schon derjenigevorgehen, der eine Handlung zum ersten Mal ausführt, wenn dies den Beginn einer auf Fortsetzungangelegten Tätigkeit darstellt”), αλλά και BT-Drs. 18/5373, σελ. 17.
[22]Για παράδειγμα, η υποστήριξη της αυτοκτονίας μένει ατιμώρητη όταν τελείται μεμονωμένα από αλτρουιστικά κίνητρα και πάντως όχι με πρόθεση επαναλήψεως αυτής στο μέλλον.
[23]Ο Γερμανός νομοθέτης θέτει το εξής αξίωμα: η επικράτηση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας ως λύσεως σε περιπτώσεις ανιάτων ασθενειών, τείνει να θεωρηθεί ως κατάλληλη θεραπευτική λύση στις ως άνω περιπτώσεις και οδηγεί τους ανθρώπους στην αυτοκτονία. Βλ. BT-Drs. 18/5373, σελ. 11 (επί λέξει: “Zu Recht ist darauf hingewiesen worden, durch diezunehmende Verbreitung des assistierten Suizids könnte der „fatale Anschein einer Normalität“ undeiner gewissen gesellschaftlichen Adäquanz, schlimmstenfalls sogar der sozialen Gebotenheit derSelbsttötung entstehen und damit auch Menschen zur Selbsttötung verleitet werden, die dies ohneein solches Angebot nicht täten”). Επιπλέον, ο νομοθέτης θεώρησε ότι απειλείται και η ελεύθερη λήψη των αποφάσεων. Όποιος από φόβο δεν έχει ενδεχομένως λάβει την τελική απόφαση κινδυνεύει να επηρεαστεί και να πειστεί από το γεγονός και μόνο ότι ένας ιατρός ή μία κλινική προσφέρονται να τον βοηθήσουν να θέσει τέλος στην ζωή του, βλ. BT-Drs. 18/5373, σελ. 11.
[24]Σημειώνεται ότι η νέα διάταξη επικρίθηκε έντονα από πολλούς θεωρητικούς του ποινικού δικαίου. Bλ. την σχετική μελέτη του Hillenkamp, § 217 StGB n.F.: Strafrecht unterliegt Kriminalpolitik,KriPoZ 1/2016, 3, για τα τέσσερα δογματικά κατάγματα που ο ίδιος εντοπίζει στην νέα διάταξη. Βλ. Roxin, Die geschäftsmäßige Förderung einer Selbsttötung als Straftatbestand und derVorschlag einer Alternative, NStZ 2016, 188, ο οποίος αμφιβάλει για την συνταγματικότητα της διατάξεως καθότι η καταστολή της οργανωμένης βοήθειας για αυτοκτονία μπορεί επίσης να επιτευχθεί και με την επιβολή διοικητικών μέτρων σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Βλ. περαιτέρω, Hoven, Für eine freie Entscheidung über den eigenen Tod, Ein Nachruf auf die strafloseSuizidbeihilfe, ZIS 1/2016, 8, κατά την οποία οι προληπτικοί κανονισμοί του διοικητικού δικαίου προσφέρουν αποτελεσματικές αλλά και ήπιες δυνατότητες ελέγχου, προκειμένου να εξασφαλιστεί μία πραγματικά ελεύθερη απόφαση αυτοκτονίας. Βλ. τέλος, Nakamichi, Grenzen der Gesetzgebung im Kontext des § 217 StGB, Darf Man dieBeteiligung am Suizid nicht bestrafen?, ZIS 6/2017, 328, ο οποίος τονίζει ότι προς τον ίδιο σκοπό θα μπορούσε να απαγορεύεται μόνον η “εμπορική” (κερδοσκοπική) υποστήριξη της αυτοκτονίας και όχι γενικά οποιαδήποτε υποβοήθηση τελείται επαναλαμβανόμενα (μέσω επιχειρηματικής δραστηριότητας), καθότι με την διάταξη αυτή διευρύνεται υπερβολικά το αξιόποινο των πράξεων της υποβοήθησης αυτοκτονίας.
[25]Για το ζήτημα της ευθανασίας βλ. αντί πολλών, Ανδρουλάκη, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικό Μέρος, Αθήνα, 1974, σελ. 25, και Μπέκα, Η προστασία της ζωής και της υγείας στον Ποινικό Κώδικα, Αθήνα, 2004, σελ. 23. Βλ. ακόμη, Συμεωνίδου - Καστανίδου, Εγκλήματα κατά της ζωής, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 198, και Μαργαρίτη Μιχ., Μαργαρίτη Άντ., Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία - Εφαρμογή, Αθήνα, 2014, σελ. 863, για την διάκριση της ευθανασίας σε ενεργητική, άμεση ή έμμεση, και σε παθητική.
[26]Βλ. Ανδρουλάκη, οπ.π., σελ.30.
[27]Για την άμεση και την απλή συνέργεια βλ. Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, τ. 2, Αθήνα, 2008, σελ. 246 επ. και 250 επ., αντίστοιχα.
[28]Για την ερμηνευτική - νομολογιακή προσέγγιση της διατάξεως του άρθρου 301 ΠΚ βλ. Τσιακουμάκη σε Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τ. 2, Αθήνα, 2014, σελ. 941 επ., Μαργαρίτη Μιχ., Μαργαρίτη Άντ., οπ.π., σελ. 884 επ. και Κωστάρα, Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Ειδικού Μέρους, (Άρθρα 134 - 410 ΠΚ), Αθήνα, 2014, σελ. 775. Βλ. επίσης τις μονογραφίες του Bottke, Suizid und Strafrecht, Berlin, 1982 και του Παπαχαραλάμπους, Η συμμετοχή σε αυτοκτονία, Αθήνα, 1997. Βλ. ακόμη τις μελέτες του Μπακατσούλα, Η συμμετοχή εις αυτοκτονίαν, ΠοινΧρ ΙΒ, 142 και του Κιούπη, Συμμετοχή σε αυτοκτονία (301 ΠΚ), Ερμηνεία μιας αμφιλεγόμενης διάταξης, ΠοινΧρ ΜΕ, 565.
[29]Βλ. Γάφο, Ειδικό Ποινικό, τομ. Δ’, Αθήνα, 1963, σελ. 38, κατά τον οποίο, το ”κατ‘ αυτήν“ δεν έχει χρονικό νόημα. Για την ίδια άποψη βλ. Καρανίκα, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικό μέρος, τ. Β’, Αθήνα, 1959, σελ. 595, Μπουρόπουλο, Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος, κατ’ άρθρον, τ. Β’, Αθήνα, 1960, σελ. 472, Μπακατσούλα, οπ.π., 142, και Μαργαρίτη Μιχ., Μαργαρίτη Άντ., οπ.π., σελ. 88.
[30]Κατά την ορθότερη άποψη του Μυλωνόπουλου, ακόμα κι εάν υπάρχει δεδηλωμένη και αναμφισβήτητη βούληση του ιστορικού νομοθέτη για το ότι ήθελε να καλύψει μία περίπτωση, η οποία όμως δεν καλύπτεται γλωσσικώς από κάποια ποινική διάταξη, τότε δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να γίνει υπέρβαση (διάσπαση) του γλωσσικού νοήματος του ποινικού κανόνα. Πρόκειται σ’ αυτήν την περίπτωση για “περαιτέρω διάπλαση δικαίου” και για “διαστολή του κανόνα, βάσει του γνωστού και αληθούς σκοπού αυτού”. Η τελολογική διαστολή είναι απολύτως απαγορευμένη στο ποινικό δίκαιο διότι διασπά το γλωσσικό νόημα του κανόνα και παραβιάζει ευθέως την αρχή n.c.n.p.s.l. Βλ. στον ίδιο, οπ.π., σελ. 70, αλλά και την μελέτη του ιδίου, Γλωσσικό νόημα του ποινικού κανόνα και αληθής βούληση του ιστορικού νομοθέτη, ΠοινΧρ ΜΓ, 353.
[31]Βλ. Συμεωνίδου - Καστανίδου, οπ.π., σελ. 500 επ. και Χαραλαμπάκη, Η έμμεση αυτουργία, Αθήνα - Κομοτηνή, 1988, σελ. 318.
[32]Βλ. Ανδρουλάκη, οπ.π., σελ. 39, κατά τον οποίο “ως εκ της διατυπώσεως της διατάξεως συνάγεται ότι μόνον η άμεσος συνέργεια εις την αυτοκτονίαν και η απλή, ήτις χωρεί κατά την τέλεσιναυτής (όχι προ ταύτης) πληροί την αντικειμενική υπόστασιν της συμμετοχής σε αυτοκτονία εμφανίζουσα ποινικόν διαφέρον”. Βλ. επίσης για την ίδια άποψη, Κιούπη, οπ.π., 565, Κωστάρα, οπ.π., σελ. 775, Μπέκα, οπ.π., σελ. 271, και Σοφουλάκη, Η προστασία της ανθρώπινης ζωής κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, Αθήνα, 1994, σελ. 148. Ζήτημα γεννάται ως προς το ποια είναι η εναρκτήρια πράξη της αυτοκτονίας, ούτως ώστε οποιαδήποτε συμμετοχή πριν από αυτήν να μένει ατιμώρητη. Επειδή εν προκειμένω γίνεται λόγος για απόπειρα αυτοκτονίας, ήτοι για ανθρωποκτονία από τον ίδιο τον εαυτό, ή εναρκτήρια πράξη της αυτοκτονίας συμπίπτει με την αρχή εκτελέσεως στην απόπειρα της ανθρωποκτονίας.
[33]Αξιοσημείωτη είναι η διαφορά της ελληνικής διατάξεως (άρθρο 301 Π.Κ.) από την αντίστοιχη γερμανική διάταξη (§ 217 StGB). Προκειμένου να τιμωρηθεί ο δράστης σύμφωνα με το άρθρο 301 Π.Κ. θα πρέπει το θύμα να αυτοκτόνησε ή τουλάχιστον να αποπειράθηκε για αυτό. Αντίθετα, κατά την γερμανική διάταξη αρκεί απλώς η υποβοήθηση στην αυτοκτονία άλλου, υπό τον όρο βέβαια ότι αυτή τελείται στο πλαίσιο επιχειρηματικής δραστηριότητας.
[34]Πρέπει να τονιστεί ότι, ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος δίνει σε άλλον όπλο πριν την ενέργεια της αυτοκτονίας και ο τελευταίος προβαίνει σε αυτοχειριασμό, ο δράστης δεν μπορεί τιμωρηθεί με βάση το άρθρο 301 Π.Κ.. Βλ. Ανδρουλάκη, οπ.π., σελ. 30. Έτσι, ακόμη και εάν αυτό δεν είναι ορθό με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα, εντούτοις, δογματικά, με βάση το γράμμα του άρθρου 301 Π.Κ., η μόνη “βοήθεια” στον αυτοχειριασμό που αποτελεί αξιόποινη πράξη, είναι η συνδρομή (άμεση ή απλή συνέργεια) που παρέχεται κατά την τέλεση της αυτοκτονίας. Η τιμωρία εκείνου που παρέχει συνδρομή πριν από την πράξη αυτοχειριασμού με βάση το άρθρο 301 Π.Κ., κείται εκτός του γράμματος του νόμου και προσκρούει στην αρχή της νομιμότητας. Βλ. ακόμη, Χαραλαμπάκη, Ιατρική ευθύνη, Νομικές και δεοντολογικές παράμετροι, Αθήνα, 2016, σελ. 194, κατά τον οποίο τίθεται ζήτημα για τις περιπτώσεις χρήσεως των θανατηφόρων μηχανημάτων από τον ίδιο τον ασθενή, που έθεσε στην διάθεσή του ο ιατρός. Κατά τον ίδιο όμως, στις περιπτώσεις που ο ιατρός παρέχει την υποδομή, οργανώνει και εξηγεί στον ασθενή την χρήση του θανατηφόρου μηχανήματος, η συμπεριφορά του αυτή ορθότερο είναι να θεωρείται αξιόποινη και να υπάγεται στο ρυθμιστικό πεδίο του εγκλήματος της συμμετοχής σε αυτοκτονία. Αυτό είναι σωστό, διότι η υποδομή που θέτει στην διάθεση του ασθενούς ο ιατρός, αποτελεί βοήθεια κατά την πράξη της αυτοκτονίας.
[35]Είναι ορθότερο να γίνει δεκτό ότι το έγκλημα της συμμετοχής σε αυτοκτονία δεν προϋποθέτει απαραιτήτως θετική ενέργεια αλλά μπορεί να τελεστεί και δια παραλείψεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποφεύγονται τα παράδοξα άλλως παραγόμενα αποτελέσματα, σύζυγος που καταπείθει η βοηθά με θετική πράξη στην αυτοκτονία συζύγου να τιμωρείται για συμμετοχή σε αυτοκτονία (αρ. 301 Π.Κ., ποινή φυλακίσεως), ενώ σύζυγος που παραλείπει να αποτρέψει τον αυτοχειριασμό συζύγου να τιμωρείται για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως δια παραλείψεως τελούμενη (αρ. 299 Π.Κ., ποινή ισόβιας ή πρόσκαιρης καθείρξεως). Βλ. Ανδρουλάκη, οπ.π., σελ. 33, αλλά και Μπέκα, Εγκλήματα κατά της ζωής και της υγείας, Αθήνα, 2002, σελ. 154.
[36]Βλ. Μυλωνόπουλο, οπ.π. σελ. 360 επ., κατά τον οποίο, ως προγενέστερη επικίνδυνη ενέργεια νοείτε κάθε ενέργεια η οποία είναι πρόσφορη κατά την κοινή πείρα να προκαλέσει την προσβολή του εννόμου αγαθού που τελικά επήλθε. Προϋποθέσεις θεμελιώσεως ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως από προγενέστερη επικίνδυνη ενέργεια είναι οι εξής: α) η προγενέστερη ενέργεια να δύναται κατά την κοινή πείρα να προκαλέσει το αποτέλεσμα (ήτοι το αποτέλεσμα να είναι αντικειμενικά προβλεπτό), β) ο προκληθείς κίνδυνος να είναι αποτρεπτέος από τον κανόνα που προστατεύει το έννομο αγαθό γ) εάν ο κίνδυνος ετέθη εν αγνοία του δράστη, πρέπει να αποκαλυφθεί αυτός προκειμένου να στοιχειωθετηθεί παράλειψη, δ) η προγενέστερη ενέργεια αρκεί να είναι επικίνδυνη (δεν απαιτείται να είναι άδικη).
[37]Για χαρακτηριστικά παραδείγματα που αποτελούν προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια βλ. Μυλωνόπουλο, οπ.π., σελ. 361: ο Α εργολάβος ανεγείρει οικοδομή με σοβαρές κακοτεχνίες και στην συνέχεια παραλείπει να τις άρει με αποτέλεσμα την κατάρρευση της υποδομής και τον θάνατο ανθρώπων• ο Γ ενώ τρέχει απρόσεκτα στην προκυμαία, σπρώχνει κατά λάθος βρέφος στην θάλασσα και στην συνέχεια παραλείπει να το σώσει• ο υπάλληλος του σπουδαστηρίου Δ κλειδώνει κατά λάθος τον φοιτητή Ε στο αναγνωστήριο και στην συνέχεια, αντιλαμβανόμενος το σφάλμα του, παραλείπει να τον απελευθερώσει. Αν προσέξει κανείς τις περιπτώσεις αυτές, διαπιστώνει ότι από το χρονικό σημείο της πράξεως του δράστη εκκινεί κάθε φορά και ο κίνδυνος για τα έννομα αγαθά, χωρίς να μεσολαβεί κάποιο χρονικό διάστημα. Ακόμη και στην πρώτη περίπτωση που φαίνεται να μεσολαβεί το διάστημα έως ότου να περάσει κάποιος κάτω από την οικοδομή η οποία θα καταρρεύσει, εντούτοις ο κίνδυνος για το έννομο αγαθό έχει ήδη τεθεί, διότι δεν εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του περαστικού, ο οποίος δεν γνωρίζει τα λάθη της οικοδομής, να μην περάσει κάτω από αυτήν. Αντιθέτως, υφίσταται ο κίνδυνος ανά πάσα στιγμή να περάσει κάποιος ο οποίος αγνοεί την κακοτεχνία και να υποστεί βλάβη. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει στην περίπτωσή μας, όπου μεσολαβεί το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ασθενής μπορεί πάντα να αλλάξει γνώμη• ο κίνδυνος για την ζωή εν προκειμένω τίθεται το πρώτον με την πράξη του ασθενούς ή τουλάχιστον την στιγμή που λαμβάνει την “τελική απόφαση” και η επόμενη ακριβώς ενέργεια είναι η πράξη του αυτοχειριασμού.
[38]Βλ. Μπουρόπουλο, οπ.π., σελ. 498 και Αναστασοπούλου σε Χαραλαμπάκη, οπ.π, σελ. 1063, για το ότι ο κίνδυνος του άρθρου 307 ΠΚ μπορεί να προκληθεί από ενέργεια τρίτου προσώπου, από τυχαίο γεγονός ή και από ενέργεια του ίδιου του θύματος.
[39]Βλ. Κιούπη, οπ.π., 569, κατά τον οποίο, ο κίνδυνος του άρθρου 307 ΠΚ έχει σημασιολογικά το περιεχόμενο ενός φαινομένου με το οποίο βρισκόμαστε αντιμέτωποι, δηλαδή το οποίο προβάλλει απέναντί μας ως ξεχωριστή από εμάς ενότητα.
[40]Βλ. την σχετικώς πρόσφατη απόφαση ΔΣτρΑθ 361/2008, ΝΟΜΟΣ, κατά την οποία: “Σύμφωνα με την τελευταία άποψη που είναι και η πλέον αποτελεσματική σε σχέση με την προστασία του εννόμου αγαθού της ζωής, η παροχή βοήθειας αντιστοιχεί με την συνέργεια η οποία ταυτίζεται με την οιαδήποτε ενεργητικότητα προ ή κατά την εκτέλεση της αυτοκτονίας και διευκολύνει αυτή”. Παρόμοια η ΠλημΙωαν110/63, ΠΧ ΙΓ, 310, κατά την οποία ως παροχή βοήθειας νοείται είτε η άμεση είτε η απλή συνδρομή, διότι δεν πρέπει να μείνει ατιμώρητη η αποφασιστική για την αυτοκτονία δράση, πριν από την αυτοκτονία, όπως η παροχή των αναγκαίων συμβουλών για την επιτυχία της αυτοκτονίας. Η θέση της νομολογίας δεν είναι ορθή, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο επεκτείνεται ανεπίτρεπτα το αξιόποινο της διατάξεως του άρθρου 301 ΠΚ, καθ’ υπέρβαση του γλωσσικού νοήματος αυτής (βλ. ανωτέρω υπ. 30).
[41]Σημειώνεται απλώς ότι μέχρι σήμερα όσον αφορά το θεμελιώδες ερώτημα του αν υπάρχει δικαίωμα στον θάνατο, έχουν εκφραστεί από την ελληνική θεωρία απόψεις τόσο υπέρ, όσο και εναντίον της ύπαρξης ενός τέτοιου δικαιώματος. Όσοι έχουν υποστηρίξει την άποψη ότι από το ελληνικό Σύνταγμα προκύπτει και το δικαίωμα στον θάνατο, θεωρούν ότι αυτό απορρέει από το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (αρ. 5 § 1 Σ) και τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (αρ. 2 § 1 Σ) και όχι από το δικαίωμα στην ζωή (αρ. 5 § 2 Σ). Βλ. σχετικά με το ζήτημα εις Παραρά, Σύνταγμα Ι, Άρθρα 1 – 4, Αθήνα, 2010, σελ. 221, Κατρούγκαλο, Το δικαίωμα στη ζωή και στο θάνατο, Αθήνα - Κομοτηνή, 1993, σελ. 74 επ., Συμεωνίδου - Καστανίδου, οπ.π., σελ.145 επ., Βλαχόπουλο, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Αθήνα, 2017, σελ. 105, Ανδρουλάκη, οπ.π., σελ. 28 (ο οποίος υιοθετεί την άποψη ότι ο άνθρωπος έχει υποχρέωση να ζει), Μανωλεδάκη, Υπάρχει δικαίωμα στο θάνατο;, ΠοινΧρ ΝΔ, 583, Μάνεση, Ατομικές ελευθερίες, τ. α’, Θεσσαλονίκη, 1979, σελ. 171, κατά τον οποίο από το άρθρο 5 § 1 Σ απορρέει και το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως, εν γένει στην ζωή ή στον θάνατο (αυτοκτονία) και Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2012, σελ. 905, κατά τον οποίο το Σύνταγμα δεν προστατεύει την “ανάπτυξη" μόνον με την έννοια της προαγωγής ή βελτιώσεως της προσωπικότητας, οπ.π., σελ. 905.
[42]Βλ. Mangoldt, Klein, Stark, Kommentar zum Grundgesetz, München, 2010, σελ. 262, για το ότι κλινικές στις οποίες οι ασθενείς μπορούν να ζητήσουν ευθανασία δεν επιτρέπονται, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο το κράτος κάνει απαγορευμένες παρεμβάσεις στην ζωή (”Kliniken, in denen unheilbar Kranke den Grandertod erhaltn können (aktive Sterbehilfe) sind nicht erlaubt, weil der Staat verbotene Eingriffe in das Leben vornehmen würde.”).