Σε μια εφημερίδα της Γλασκώβης του 1834 πληροφορούμαστε ότι ο Hugh Kennedy καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού, επειδή έριξε εσκεμμένα και κακόβουλα βιτριόλι στο πρόσωπο ενός υπηρέτη του ενώ εκείνος κοιμόταν – το θύμα ξύπνησε με τα μάτια του κυριολεκτικά να καίγονται. Η εφημερίδα μας ενημερώνει επίσης ότι το συγκεκριμένο έγκλημα, της ρίψης βιτριολιού, έχει λάβει διαστάσεις πανδημίας στην περιοχή της Γλασκώβης, σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνεται αντιληπτό πλέον ως ένα ειδεχθές εθνολογικό χαρακτηριστικό που προσλαμβάνει τη μορφή στίγματος. Καμιά τιμωρία δεν κρίνεται υπερβολικά αυστηρή για τους δράστες – ούτε καν ο ακρωτηριασμός των χεριών, που τους καθιστούσε κοινωνικά απόβλητους, στερώντας τους τη δυνατότητα να επαναλάβουν το έγκλημα.
Καθώς ο 19ος αιώνας εξέπνεε, οι επιθέσεις με οξύ αναζωπυρώθηκαν – γυναίκες το έριχναν σε άλλες γυναίκες, άνδρες σε άνδρες, άνδρες σε γυναίκες και γυναίκες σε άνδρες, με πολύ συχνά κίνητρα το φθόνο, τον ερωτικό ανταγωνισμό, τη ζήλεια και την απόρριψη. Βρισκόμαστε ήδη στο 1938 και αποτελεί κοινό τόπο για έναν συγγραφέα του διαμετρήματος του Graham Greene να παρουσιάζει τον απειλητικό πρωταγωνιστή του να κουβαλάει πάντοτε στην τσέπη του ένα μικρό μπουκάλι οξέος, σαν ένα συνηθισμένο, καθημερινό αντικείμενο του οποίου η χρησιμότητα θα αναδυθεί ξαφνικά, μαζί με τις μοχθηρές προθέσεις του ιδιοκτήτη του. Δεν πέρασε παρά πολύς καιρός από τότε και το συγκεκριμένο έγκλημα, από έκφραση τυφλής βαναυσότητας των πιο εύπορων και ανώτερων κοινωνικά τάξεων προς τους οικονομικά ασθενέστερους και υποδεέστερους, μετατράπηκε σταδιακά σε λειτουργικό εργαλείο εμπέδωσης της πατριαρχίας και του φεουδαλισμού.
Όμως οι επιθέσεις με οξύ δεν αποτελούν πια μόνο πρόβλημα μιας μειοψηφικής κοινότητας – τα θύματα δεν είναι πια μόνο γυναίκες και ως έγκλημα δεν παρατηρείται αποκλειστικά σε μουσουλμανικές χώρες ή γενικά σε χώρες με ισχυρά πατριαρχικά συστήματα: τείνει να γίνει το «έγκλημα της διπλανής πόρτας». Επιπλέον, τείνει να εξελιχθεί σε προσφιλή μέθοδο εξουδετέρωσης, είτε πρόκειται για ληστείες είτε για μάχες μεταξύ συμμοριών, καθώς η πρόσβαση στο οξύ είναι πολύ πιο εύκολη, σε αντίθεση με τα όπλα των οποίων η κατοχή απαγορεύεται άνευ αδείας. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο έχει ξεκινήσει από διάφορους φορείς μια συντονισμένη προσπάθεια ώστε η αγορά οξέος να επιτρέπεται μόνο με ειδική άδεια, να ποινικοποιηθεί η μεταφορά του και να τροποποιηθούν οι ισχύουσες ποινές. Οι ανησυχίες έχουν πυροδοτήσει έντονες συζητήσεις, αν και δεν έχουν υπάρξει ακόμα συγκεκριμένες ενέργειες προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Η Theresa May ωστόσο άφησε πρόσφατα να εννοηθεί ότι θα επεξεργασθεί και θεσπισθεί νέο νομοθετικό πλαίσιο, κάτι μάλλον αναπόφευκτο και οπωσδήποτε αναγκαίο, καθώς το Λονδίνο διεκδικεί πλέον το σκήπτρο της παγκόσμιας πρωτεύουσας επιθέσεων τέτοιου τύπου: το 2016 αναφέρθηκαν 455 περιστατικά, τη στιγμή που το 2015 σε ολόκληρη την Ινδία τα περιστατικά που αναφέρθηκαν επίσημα είναι 802.
Χωρίς να υπερβάλλουμε στην κοινωνιολογική προσέγγιση, αξίζει να σημειωθεί ότι σ’ έναν πολιτισμό που δίνει έμφαση στις έννοιες της ατομικότητας και της ταυτότητας, αλλά κυρίως σ’ έναν πολιτισμό νέων μέσων – των μέσων κοινωνικής δικτύωσης – που αναδεικνύουν αυτές ακριβώς τις έννοιες με όχημα την εικόνα (facebook, instagram και selfies που κατακλύζουν το «χρονολόγιο» της πλειοψηφίας των χρηστών), οι επιθέσεις με οξύ πλήττουν πρωτίστως την ατομικότητα και την ταυτότητα. Πρόκειται για ένα έγκλημα που αλλάζει δραματικά τους ανθρώπους – την εμφάνιση, τη σκέψη, τα συναισθήματά τους – για το υπόλοιπο της ζωής τους και είναι μη αναστρέψιμο: ενέχει επομένως έναν ίλιγγο εξουσίας για το δράστη, καθώς είναι συντριπτική η κυριαρχία του πάνω στη σάρκα. Ο επιτιθέμενος κατέχει θέση αδιαπραγμάτευτης υπεροχής, που εγκαθιδρύεται ήδη από την επιλογή του όπλου: μ’ ένα πιστόλι ή ένα μαχαίρι ενεργοποιείται ένα δίλημμα, που οδηγεί συνήθως στον επιθυμητό από το δράστη εξαναγκασμό του θύματος, το οποίο υποκύπτει για να μην υποστεί την επαπειλούμενη βλαπτική ενέργεια. Με το οξύ όμως η βλαπτική ενέργεια προηγείται, η διλημματική συνθήκη καταργείται, ο δράστης έχει τον απόλυτο έλεγχο και ακόμα και αν η έκβαση δεν αποβεί μοιραία, η ζημιά είναι σχεδόν πάντα ανεπανόρθωτη: το θύμα καλείται να ζήσει με τις συνέπειες, σε βιολογικό και ψυχολογικό επίπεδο, και αυτός είναι ο λόγος, φυσικά, που σε κοινωνίες με ιστορικά καταγεγραμμένες τέτοιες νοοτροπίες οι άρρενες δράστες επιλέγουν συστηματικά την παραμόρφωση μιας γυναίκας με οξύ παρά τη δολοφονία της – πρόκειται για μια εκδικητική τιμωρία που προτίθεται να καταστρέψει μια ζωή. Είναι ένα ναρκισσιστικό έγκλημα που απαξιώνει εξ ολοκλήρου το θύμα, καθώς ούτε το ίδιο δε θα αναγνωρίζει τον εαυτό του μετά την επίθεση – η ομορφιά εδώ, όταν υπάρχει, συχνά μοιάζει να επιβάλλει την επιλογή μιας τέτοιας επίθεσης που χαρακτηρίζεται από αγριότητα και επιθυμία εκμηδένισης: η ομορφιά είναι δύναμη, δύναμη που ανέκαθεν είχε προεκτάσεις στο κοινωνικό, στο επαγγελματικό και φυσικά στο ερωτικό πεδίο και άρα η διατήρηση ή η καταστροφή της κρίνεται μείζονος σημασίας. Μόλις το 2014 στο ανατολικό Λονδίνο η Mary Koyne καταδικάστηκε σε δωδεκαετή κάθειρξη για την επίθεση στη φίλη της Naomi Oni, επειδή θεωρούσε πως ήταν ομορφότερη από εκείνη και μ’ αυτήν την ομορφιά είχε αποκτήσει εμμονή.
Δεν υπάρχει έγκλημα που να μην είναι τόσο νοσηρό, όμως το συγκεκριμένο – τόσο βάναυσο, βαθιά τραυματικό και μακροπρόθεσμα μαρτυρικό – μοιάζει να αντιστοιχεί σε καθρέφτη που αντανακλά την εποχή μας – ή, για να προσπαθήσουμε να είμαστε πιο ακριβείς, περισσότερο σε selfie με παραμορφωτική γωνία λήψης και τρομακτικό φωτισμό.
Γ. Γιαννούλης
Πηγή: theguardian, Deborah Orr, 14 July 2017, Acid attacks are a crime without pity, and a mirror on our unforgiving times,
https://www.theguardian.com/commentisfree/2017/jul/14/acid-attacks-capital-london-crime-anger?CMP=fb_gu
Νεαρός ρίχνει οξύ σε πέντε φίλους στον σταθμό του τρένου στο Essex. Φωτογραφία: British Transport Police/PA